ΧΟ. ἥδομαί γ᾽ ἥδομαι [στρ.]
κράνους ἀπηλλαγμένος
τυροῦ τε καὶ κρομμύων.
1130 οὐ γὰρ φιληδῶ μάχαις,
ἀλλὰ πρὸς πῦρ διέλ-
κων μετ᾽ ἀνδρῶν ἑταί-
ρων φίλων, ἐκκέας,
τῶν ξύλων ἅττ᾽ ἂν ᾖ
δανότατα τοῦ θέρους
1135 ἐκπεπρεμνισμένα
κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου
τήν τε φηγὸν ἐμπυρεύων,
χἄμα τὴν Θρᾷτταν κυνῶν
τῆς γυναικὸς λουμένης.
1140 οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ἥδιον ἢ τυχεῖν μὲν ἤδη ᾽σπαρμένα,
τὸν θεὸν δ᾽ ἐπιψακάζειν, καί τιν᾽ εἰπεῖν γείτονα·
«εἰπέ μοι, τί τηνικαῦτα δρῶμεν, ὦ Κωμαρχίδη;»—
«ἐμπιεῖν ἔμοιγ᾽ ἀρέσκει τοῦ θεοῦ δρῶντος καλῶς.
ἀλλὰ φαῦσον τῶν φασήλων, ὦ γύναι, τρεῖς χοίνικας,
1145 τῶν τε πυρῶν μεῖξον αὐτοῖς, τῶν τε σύκων ἔξελε,
τόν τε Μανῆν ἡ Σύρα βωστρησάτω ᾽κ τοῦ χωρίου.
οὐ γὰρ οἷόν τ᾽ ἐστὶ πάντως οἰναρίζειν τήμερον
οὐδὲ τυντλάζειν, ἐπειδὴ παρδακὸν τὸ χωρίον.»—
«κἀξ ἐμοῦ δ᾽ ἐνεγκάτω τις τὴν κίχλην καὶ τὼ σπίνω·
1150 ἦν δὲ καὶ πυός τις ἔνδον καὶ λαγῷα τέτταρα,
εἴ τι μὴ ᾽ξήνεγκεν αὐτῶν ἡ γαλῆ τῆς ἑσπέρας·
ἐψόφει γοῦν ἔνδον οὐκ οἶδ᾽ ἅττα κἀκυδοιδόπα·
ὧν ἔνεγκ᾽, ὦ παῖ, τρί᾽ ἡμῖν, ἓν δὲ δοῦναι τῷ πατρί·
μυρρίνας τ᾽ αἴτησον ἐξ Αἰσχινάδου τῶν καρπίμων·
1155 χἄμα τῆς αὐτῆς ὁδοῦ Χαρινάδην τις βωσάτω,
ὡς ἂν ἐμπίῃ μεθ᾽ ἡμῶν,
εὖ ποιοῦντος κὠφελοῦντος
τοῦ θεοῦ τἀρώματα.»
***
ΧΟΡ. Ω πώς χαίρομαι, ω χαρές!
Πάει το κράνος, γλίτωσα·
παν κρεμμύδια και τυρί.
1130 Δε μ᾽ αρέσει ο πόλεμος·
πλάι στο τζάκι θέλω εγώ
με παρέα να την περνώ·
ξύλα, που έκοβα ξερά
το κατακαλόκαιρο,
να τα ρίχνω στη φωτιά·
και στη θράκα της να φρύγω
και στραγάλια και βαλάνια
από το ημερόδεντρο·
κι όταν η γυναίκα μου είναι
μέσα στο λουτρό,
τη Θρακιώτισσα τη δούλα να φιλώ.
1140 ΚΟΡ. Η μεγάλη μου χαρά είναι, σαν τελειώσουν οι σπορές,
ο ουρανός να ψιλοβρέχει κι ένας γείτονας να πει:
«Κωμαρχίδη! Αυτή την ώρα τί να κάμουμε; για πες.»
— «Μια κι ο θεός δεξιά τα φέρνει, να ριχτούμε στο κρασί.
Βάλε στη φωτιά φασόλια, χοίνικες, γυναίκα, τρεις,
ανακάτεψε και στάρι, βγάλε μας και σύκα εδώ·
στο χωράφι ας πάει η Σύρα να φωνάξει το Μανή.
Να βλαστολογήσεις κλήμα σήμερα είν᾽ αδύνατο·
να βωλοκοπήσεις, το ίδιο· λάσπες και νερά παντού.»
— «Κι απ᾽ το σπίτι μου δυο σπίνους και την τσίχλα ας φέρουνε·
1150 και πρωτόγαλα είχα λίγο και κομμάτια από λαγό·
τέσσερα, έξω αν η νυφίτσα πήρε κάποιο αποβραδίς·
άκουα φασαρία, μεγάλο σαματά· μικρέ, απ᾽ αυτά
φέρε μας τα τρία, και τ᾽ άλλο δώσ᾽ το του πατέρα μου·
και μυρτιές απ᾽ του Λιχινάδη ζήτα· να ᾽χουνε καρπό·
και του Χαρινάδη πες του —δρόμος σου είναι— νά ᾽ρθει εδώ,
για να πιει μ᾽ εμάς μια στάλα,
μια και με του θεού τη χάρη
παν τα οργώματα όλα ωραία.»
κράνους ἀπηλλαγμένος
τυροῦ τε καὶ κρομμύων.
1130 οὐ γὰρ φιληδῶ μάχαις,
ἀλλὰ πρὸς πῦρ διέλ-
κων μετ᾽ ἀνδρῶν ἑταί-
ρων φίλων, ἐκκέας,
τῶν ξύλων ἅττ᾽ ἂν ᾖ
δανότατα τοῦ θέρους
1135 ἐκπεπρεμνισμένα
κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου
τήν τε φηγὸν ἐμπυρεύων,
χἄμα τὴν Θρᾷτταν κυνῶν
τῆς γυναικὸς λουμένης.
1140 οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ἥδιον ἢ τυχεῖν μὲν ἤδη ᾽σπαρμένα,
τὸν θεὸν δ᾽ ἐπιψακάζειν, καί τιν᾽ εἰπεῖν γείτονα·
«εἰπέ μοι, τί τηνικαῦτα δρῶμεν, ὦ Κωμαρχίδη;»—
«ἐμπιεῖν ἔμοιγ᾽ ἀρέσκει τοῦ θεοῦ δρῶντος καλῶς.
ἀλλὰ φαῦσον τῶν φασήλων, ὦ γύναι, τρεῖς χοίνικας,
1145 τῶν τε πυρῶν μεῖξον αὐτοῖς, τῶν τε σύκων ἔξελε,
τόν τε Μανῆν ἡ Σύρα βωστρησάτω ᾽κ τοῦ χωρίου.
οὐ γὰρ οἷόν τ᾽ ἐστὶ πάντως οἰναρίζειν τήμερον
οὐδὲ τυντλάζειν, ἐπειδὴ παρδακὸν τὸ χωρίον.»—
«κἀξ ἐμοῦ δ᾽ ἐνεγκάτω τις τὴν κίχλην καὶ τὼ σπίνω·
1150 ἦν δὲ καὶ πυός τις ἔνδον καὶ λαγῷα τέτταρα,
εἴ τι μὴ ᾽ξήνεγκεν αὐτῶν ἡ γαλῆ τῆς ἑσπέρας·
ἐψόφει γοῦν ἔνδον οὐκ οἶδ᾽ ἅττα κἀκυδοιδόπα·
ὧν ἔνεγκ᾽, ὦ παῖ, τρί᾽ ἡμῖν, ἓν δὲ δοῦναι τῷ πατρί·
μυρρίνας τ᾽ αἴτησον ἐξ Αἰσχινάδου τῶν καρπίμων·
1155 χἄμα τῆς αὐτῆς ὁδοῦ Χαρινάδην τις βωσάτω,
ὡς ἂν ἐμπίῃ μεθ᾽ ἡμῶν,
εὖ ποιοῦντος κὠφελοῦντος
τοῦ θεοῦ τἀρώματα.»
***
ΧΟΡ. Ω πώς χαίρομαι, ω χαρές!
Πάει το κράνος, γλίτωσα·
παν κρεμμύδια και τυρί.
1130 Δε μ᾽ αρέσει ο πόλεμος·
πλάι στο τζάκι θέλω εγώ
με παρέα να την περνώ·
ξύλα, που έκοβα ξερά
το κατακαλόκαιρο,
να τα ρίχνω στη φωτιά·
και στη θράκα της να φρύγω
και στραγάλια και βαλάνια
από το ημερόδεντρο·
κι όταν η γυναίκα μου είναι
μέσα στο λουτρό,
τη Θρακιώτισσα τη δούλα να φιλώ.
1140 ΚΟΡ. Η μεγάλη μου χαρά είναι, σαν τελειώσουν οι σπορές,
ο ουρανός να ψιλοβρέχει κι ένας γείτονας να πει:
«Κωμαρχίδη! Αυτή την ώρα τί να κάμουμε; για πες.»
— «Μια κι ο θεός δεξιά τα φέρνει, να ριχτούμε στο κρασί.
Βάλε στη φωτιά φασόλια, χοίνικες, γυναίκα, τρεις,
ανακάτεψε και στάρι, βγάλε μας και σύκα εδώ·
στο χωράφι ας πάει η Σύρα να φωνάξει το Μανή.
Να βλαστολογήσεις κλήμα σήμερα είν᾽ αδύνατο·
να βωλοκοπήσεις, το ίδιο· λάσπες και νερά παντού.»
— «Κι απ᾽ το σπίτι μου δυο σπίνους και την τσίχλα ας φέρουνε·
1150 και πρωτόγαλα είχα λίγο και κομμάτια από λαγό·
τέσσερα, έξω αν η νυφίτσα πήρε κάποιο αποβραδίς·
άκουα φασαρία, μεγάλο σαματά· μικρέ, απ᾽ αυτά
φέρε μας τα τρία, και τ᾽ άλλο δώσ᾽ το του πατέρα μου·
και μυρτιές απ᾽ του Λιχινάδη ζήτα· να ᾽χουνε καρπό·
και του Χαρινάδη πες του —δρόμος σου είναι— νά ᾽ρθει εδώ,
για να πιει μ᾽ εμάς μια στάλα,
μια και με του θεού τη χάρη
παν τα οργώματα όλα ωραία.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου