Μια νέα μέθοδο απολογητικής επινόησε o συμπαθέστατος Επίσκοπος Μπέρκλεϋ. Επιτέθηκε κατά των υλιστών της Εποχής του, με επιχειρήματα που ξανά ζωντάνεψε στις μέρες μας ο σερ Τζαίημς Τζήνς. Ό σκοπός του ήταν διπλός: πρώτο, ν' αποδείξει ότι δεν μπορεί να υπάρχει αυτό που ονομάζεται ύλη δεύτερο, να συναγάγει απ’ την αρνητική αυτή πρόταση την απαραίτητη ύπαρξη θεού.
Στο πρώτο ζήτημα, οι ισχυρισμοί του δεν βρήκαν καμιά ανταπόκριση. Αμφιβάλλω όμως ότι θα έκανε τον κόπο να τους διατυπώσει, αν δεν πίστευε ότι έδιναν υποστήριξη στη θεολογική ορθοδοξία.
Όταν νομίζετε ότι βλέπετε ένα δέντρο, λέει ο Μπέρκλεϋ, εκείνο που γίνεται γνώση σας είναι όχι ένα αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου, αλλά μια τροποποίηση του εαυτού σας, ένα συναίσθημα η, όπως το ονομάζει ο ίδιος, μια «ιδέα». Αυτή η γνώση, η μόνη που αποκτάτε άμεσα, παύει μόλις κλείσετε τα μάτια. οτιδήποτε μπορείτε ν’ αντιληφθείτε, βρίσκεται από πριν στη νόησή σας, δεν είναι ένα εξωτερικό υλικό αντικείμενο. Ή ύπαρξη ύλης, επομένως, είναι μια περιττή υπόθεση. Εκείνο που είναι πραγματικό σχετικά με το δέντρο, είναι οι εντυπώσεις των αισθήσεων εκείνων που υποτίθεται ότι το «βλέπουν». Όλα τα άλλα δεν είναι παρά άχρηστη μεταφυσική.
Ως εδώ, η επιχειρηματολογία του Μπέρκλεϋ είναι αξιόλογη και σε μεγάλο μέρος της έγκυρη. Αλλά τώρα, ξαφνικά, αλλάζει τόνο και, αφού διατυπώσει μια τολμηρή παραδοξολογία, γλιστρά στις προκαταλήψεις του αφιλοσόφητου, που αποτελούν τη βάση για την επόμενη θέση του. Βρίσκει άτοπο το να υποθέσουμε ότι τα δέντρα και τα σπίτια, τα βουνά και τα ποτάμια, ο ήλιος και η σελήνη και τ’ αστέρια, υπάρχουν μόνο τη στιγμή που τα κοιτάζουμε, ότι δηλαδή υποστήριζε με τους προηγούμενους ισχυρισμούς του. Πρέπει, λέει, να υπάρχει κάτι το μόνιμο στα φυσικά αντικείμενα και κάποια ανεξαρτητοποίηση από τ’ ανθρώπινα όντα. Αυτό το θεμελιώνει, κάνοντας την υπόθεση, ότι το δέντρο είναι πραγματικά μια ιδέα στη διάνοια του θεού και επομένως εξακολουθεί να υπάρχει και όταν κανένα ανθρώπινο ον δεν το κοιτάζει. Οι συνέπειες της ίδιας του της παραδοξολογίας, αν τις αναγνώριζε με ειλικρίνεια, θα του φαίνονταν τρομερές. Αλλά, με μιαν απότομη στροφή, διασώζει την ορθοδοξία και μαζί της μερικά «κομμάτια» του κοινού νου.
Την ίδια ατολμία παραδοχής των συνεπειών των σκεπτικιστικών επιχειρημάτων του έδειξαν και όλοι οι οπαδοί του, εκτός απ’ τον Χιουμ. Οι πιο σύγχρονοι μαθητές του δεν έχουν σημειώσει ούτε ένα βήμα πιο πέρα, στο ζήτημα αυτό. Κανένας τους δεν τολμά να παραδεχτεί ότι αφού γνωρίζω μόνο «ιδέες», δεν γνωρίζω παρά μόνο τις δικές μου ιδέες και επομένως, δεν μπορεί να έχω λόγο να πιστεύω, ότι υπάρχει οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ τις διάφορες καταστάσεις της διάνοιάς μου. Όσοι δέχτηκαν σαν έγκυρο αυτό το τόσο απλοϊκό επιχείρημα δεν ήταν μαθητές του Μπέρκλευ, αφού βρήκαν ένα τέτοιο συμπέρασμα ανυπόφορο. Υποστήριξαν, λοιπόν, ότι δεν είναι μόνο «οι ιδέες» εκείνο που γνωρίζουμε.
Ο Χιουμ, το «τρομερό παιδί» της φιλοσοφίας, παρουσίαζε το ιδιαίτερο, ότι δεν είχε βαθύτερα μεταφυσικά κίνητρα. Ήταν όχι μόνο φιλόσοφος, άλλα και ιστορικός και δοκιμιογράφος, είχε ατάραχη ιδιοσυγκρασία και έβρισκε ίσως τόση ευχαρίστηση στο να πειράζει τους φιλόσοφους για τις γκάφες τους, όση θα έβρισκε κι αν τους τις σκάρωνε ο ίδιος. Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητάς του ήταν να παροτρύνει σε γκάφες δύο ολόκληρες σχολές, μια στην Αγγλία και μια στη Γερμανία. Ή γερμανική παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Ο πρώτος Γερμανός που πρόσεξε τον Χιουμ ήταν ο Ιμμανουέλ Καντ, που, ως τα σαρανταπέντε του χρόνια, έμενε ευχαριστημένος με τη δογματική παράδοση που ξεκινούσε απ’ τον Λάϊμπνιτς. Τότε, όπως λέει ο ίδιος, ο Χιουμ τον «αφύπνισε απ’ τη δογματική νάρκη». Αφού βυθίστηκε σε στοχασμούς δώδεκα ολόκληρα χρόνια, έφερε στο φως το μεγάλο του έργο, την Κριτική του Καθαρού Λόγου. Εφτά χρόνια αργότερα, στα εξήντα τέσσερα χρόνια του, έδωκε την Κριτική του Πρακτικού Λόγου, όπου ξαναβυθίζεται στη δογματική του νάρκη, ύστερα από είκοσι σχεδόν χρόνια ταραγμένης αγρύπνιας.
Οι βασικές του επιθυμίες ήταν δύο: ήθελε να είναι βέβαιος για το αμετάβλητο της καθημερινής πραγματικότητας και ήθελε να πιστέψει στα ηθικά αξιώματα πού είχε μάθει στη νηπιακή του ηλικία.
Ό Χιουμ τον αναστάτωσε και στις δύο αυτές πεποιθήσεις του υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε το νόμο της αιτιότητας και προκαλώντας την αμφιβολία για την ύπαρξη μέλλουσας ζωής, το καλό δεν ήταν βέβαιο ότι θα έβρισκε ανταμοιβή στον ουρανό. Τα πρώτα δώδεκα χρόνια των στοχασμών του πάνω στον Χιουμ, ο Καντ τα αφιέρωσε στο νόμο της αιτιότητας και βρήκε τελικά μια αξιόλογη λύση. Ναι είπε, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν υπάρχουν αίτια στον πραγματικό κόσμο, αλλά, τότε δεν μπορούμε και να ξέρουμε τίποτα για τον πραγματικό κόσμο. Ο κόσμος των φαινομένων, ο μόνος τον όποιο μπορούμε να αντιληφτούμε, έχει όλες τις ιδιότητες που του αποδίδουμε, όπως ακριβώς, όταν κάποιος φοράει πράσινα γυαλιά, που δεν μπορεί να τα βγάλει, είναι βέβαιος ότι βλέπει τα πράγματα πράσινα. Τα φαινόμενα που αντιλαμβανόμαστε με την εμπειρία έχουν αιτίες, που είναι κι αυτές άλλα φαινόμενα. Δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχούμε αν υπάρχει ή όχι αιτιότητα στην πραγματικότητα που βρίσκεται πίσω απ’ τα φαινόμενα, αφού δεν μπορούμε να την αντιληφτούμε εμπειρικά.
Ο Καντ έβγαινε περίπατο την ιδία ακριβώς ώρα καθημερινά κι ο υπηρέτης του τον ακολουθούσε κρατώντας την ομπρέλα του. Τα δώδεκα χρόνια που χρειάστηκαν για την «Κριτική του Καθαρού Λόγου» έπεισαν τελικά το γέρο - φιλόσοφο ότι, αν τύχαινε να βρέξει, η ομπρέλα θα τον προστάτευε απ’ το να αισθάνεται βρεγμένος, κι ας έλεγε ότι ήθελε ο Χιουμ για τις πραγματικές ψιχάλες.
Αυτό ήταν παρήγορο, αλλά την παρηγοριά αυτή την πλήρωσε πανάκριβα. Ο χώρος κι ο χρόνος, όπου συμβαίνουν τα φαινόμενα, είναι μη πραγματικοί: τους είχε κατασκευάσει ο ψυχικός μηχανισμός του Καντ. Για το χώρο δεν ήξερε πολλά πράγματα, αφού ποτέ του δεν είχε ταξιδέψει περισσότερο από δέκα μίλια πέρα απ’ την Καινιξβέργη. Ίσως, αν είχε ταξιδέψει, να αμφέβαλλε για το εάν η υποκειμενική του επινοητικότητα ήταν ικανή να συλλάβει νοερά τη γεωγραφία όλων των τόπων που θα είχε δει. Ήταν ευχάριστο πράγμα, ωστόσο, το ότι ήταν βέβαιος για την αλήθεια της γεωμετρίας, επειδή, έχοντας επινοήσει ο ίδιος τον χώρο, ήταν απόλυτα σίγουρος ότι τον είχε κατασκευάσει όπως θα τον ήθελε ο Ευκλείδης — και ήταν σίγουρος γι’ αυτό, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά έξω απ’ τον εαυτό του. Με τον τρόπο αυτό, τα μαθηματικά ήταν ασφαλισμένα κάτω απ’ την ομπρέλα.
Αν όμως τα μαθηματικά ήταν ασφαλισμένα, η ηθική εξακολουθούσε να βρίσκεται σε κίνδυνο. Στην «Κριτική του Καθαρού Λόγου», ο Καντ δίδαξε, ότι ο καθαρός λόγος δεν είναι ικανός να αποδείξει την ύπαρξη μέλλουσας ζωής η την ύπαρξη θεού. Δεν μπορεί επομένως να μας διαβεβαιώσει, ότι υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο. Και υπήρχε και μια άλλη ακόμα δυσκολία, αναφορικά με την ελεύθερη βούληση. Οι πράξεις μου, ως το βαθμό που μπορώ να τις αντιληφθώ με την παρατήρηση, είναι φαινόμενα και, σαν τέτοια, έχουν αιτίες. Όσο για το τι είναι οι πράξεις μου «καθεαυτές», ο καθαρός λόγος δεν έχει τίποτα να μου πει κι έτσι δεν ξέρω αν είναι «ελεύθερες» ή όχι.
Ωστόσο, Ο «καθαρός» λόγος δεν είναι ο μοναδικός. Υπάρχει κι ένας άλλος — όχι «μη καθαρός», όπως ίσως θα υπέθετε κανείς, αλλά «πρακτικός». Αυτός αρχίζει με την πρόταση, ότι όλα τα ηθικά διδάγματα που έμαθε ο Καντ στα παιδικά του χρόνια είναι αλήθειες. (Μια τέτοια πρόταση, φυσικά, χρειάζεται κάποια μεταμφίεση. Εισάγεται λοιπόν στη φιλοσοφική κοινωνία με το όνομα «κατηφορική προστακτική»). Απ’ αυτό συνάγεται, ότι η βούληση είναι ελεύθερη, γιατί θα ήταν άτοπο να λέμε «πρέπει να κάνεις αυτό κι’ εκείνο», αν δεν μπορείς να το κάνεις. Συνάγεται, επίσης, ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή, γιατί, διαφορετικά, το καλό δεν θα έβρισκε αρκετή ανταμοιβή, ούτε το κακό αρκετή τιμωρία. Συνάγεται, ακόμα, ότι πρέπει να υπάρχει ένας Θεός, για να τα κανονίζει όλα αυτά. Ό Χιουμ μπορεί να θεμελίωσε τον «καθαρό» λόγο, αλλά ο ηθικός νόμος, τελικά, ξανάδωσε τη νίκη στους μεταφυσικούς. Κι έτσι, ο Καντ πέθανε ευτυχισμένος και τον τιμούν οι γενεές από τότε. Ή διδασκαλία του, μάλιστα, ανακηρύχθηκε επίσημη φιλοσοφία του ναζιστικού κράτους.
Μπέρτραντ Ράσελ, Αντιδημοφιλή δοκίμια
Στο πρώτο ζήτημα, οι ισχυρισμοί του δεν βρήκαν καμιά ανταπόκριση. Αμφιβάλλω όμως ότι θα έκανε τον κόπο να τους διατυπώσει, αν δεν πίστευε ότι έδιναν υποστήριξη στη θεολογική ορθοδοξία.
Όταν νομίζετε ότι βλέπετε ένα δέντρο, λέει ο Μπέρκλεϋ, εκείνο που γίνεται γνώση σας είναι όχι ένα αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου, αλλά μια τροποποίηση του εαυτού σας, ένα συναίσθημα η, όπως το ονομάζει ο ίδιος, μια «ιδέα». Αυτή η γνώση, η μόνη που αποκτάτε άμεσα, παύει μόλις κλείσετε τα μάτια. οτιδήποτε μπορείτε ν’ αντιληφθείτε, βρίσκεται από πριν στη νόησή σας, δεν είναι ένα εξωτερικό υλικό αντικείμενο. Ή ύπαρξη ύλης, επομένως, είναι μια περιττή υπόθεση. Εκείνο που είναι πραγματικό σχετικά με το δέντρο, είναι οι εντυπώσεις των αισθήσεων εκείνων που υποτίθεται ότι το «βλέπουν». Όλα τα άλλα δεν είναι παρά άχρηστη μεταφυσική.
Ως εδώ, η επιχειρηματολογία του Μπέρκλεϋ είναι αξιόλογη και σε μεγάλο μέρος της έγκυρη. Αλλά τώρα, ξαφνικά, αλλάζει τόνο και, αφού διατυπώσει μια τολμηρή παραδοξολογία, γλιστρά στις προκαταλήψεις του αφιλοσόφητου, που αποτελούν τη βάση για την επόμενη θέση του. Βρίσκει άτοπο το να υποθέσουμε ότι τα δέντρα και τα σπίτια, τα βουνά και τα ποτάμια, ο ήλιος και η σελήνη και τ’ αστέρια, υπάρχουν μόνο τη στιγμή που τα κοιτάζουμε, ότι δηλαδή υποστήριζε με τους προηγούμενους ισχυρισμούς του. Πρέπει, λέει, να υπάρχει κάτι το μόνιμο στα φυσικά αντικείμενα και κάποια ανεξαρτητοποίηση από τ’ ανθρώπινα όντα. Αυτό το θεμελιώνει, κάνοντας την υπόθεση, ότι το δέντρο είναι πραγματικά μια ιδέα στη διάνοια του θεού και επομένως εξακολουθεί να υπάρχει και όταν κανένα ανθρώπινο ον δεν το κοιτάζει. Οι συνέπειες της ίδιας του της παραδοξολογίας, αν τις αναγνώριζε με ειλικρίνεια, θα του φαίνονταν τρομερές. Αλλά, με μιαν απότομη στροφή, διασώζει την ορθοδοξία και μαζί της μερικά «κομμάτια» του κοινού νου.
Την ίδια ατολμία παραδοχής των συνεπειών των σκεπτικιστικών επιχειρημάτων του έδειξαν και όλοι οι οπαδοί του, εκτός απ’ τον Χιουμ. Οι πιο σύγχρονοι μαθητές του δεν έχουν σημειώσει ούτε ένα βήμα πιο πέρα, στο ζήτημα αυτό. Κανένας τους δεν τολμά να παραδεχτεί ότι αφού γνωρίζω μόνο «ιδέες», δεν γνωρίζω παρά μόνο τις δικές μου ιδέες και επομένως, δεν μπορεί να έχω λόγο να πιστεύω, ότι υπάρχει οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ τις διάφορες καταστάσεις της διάνοιάς μου. Όσοι δέχτηκαν σαν έγκυρο αυτό το τόσο απλοϊκό επιχείρημα δεν ήταν μαθητές του Μπέρκλευ, αφού βρήκαν ένα τέτοιο συμπέρασμα ανυπόφορο. Υποστήριξαν, λοιπόν, ότι δεν είναι μόνο «οι ιδέες» εκείνο που γνωρίζουμε.
Ο Χιουμ, το «τρομερό παιδί» της φιλοσοφίας, παρουσίαζε το ιδιαίτερο, ότι δεν είχε βαθύτερα μεταφυσικά κίνητρα. Ήταν όχι μόνο φιλόσοφος, άλλα και ιστορικός και δοκιμιογράφος, είχε ατάραχη ιδιοσυγκρασία και έβρισκε ίσως τόση ευχαρίστηση στο να πειράζει τους φιλόσοφους για τις γκάφες τους, όση θα έβρισκε κι αν τους τις σκάρωνε ο ίδιος. Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητάς του ήταν να παροτρύνει σε γκάφες δύο ολόκληρες σχολές, μια στην Αγγλία και μια στη Γερμανία. Ή γερμανική παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Ο πρώτος Γερμανός που πρόσεξε τον Χιουμ ήταν ο Ιμμανουέλ Καντ, που, ως τα σαρανταπέντε του χρόνια, έμενε ευχαριστημένος με τη δογματική παράδοση που ξεκινούσε απ’ τον Λάϊμπνιτς. Τότε, όπως λέει ο ίδιος, ο Χιουμ τον «αφύπνισε απ’ τη δογματική νάρκη». Αφού βυθίστηκε σε στοχασμούς δώδεκα ολόκληρα χρόνια, έφερε στο φως το μεγάλο του έργο, την Κριτική του Καθαρού Λόγου. Εφτά χρόνια αργότερα, στα εξήντα τέσσερα χρόνια του, έδωκε την Κριτική του Πρακτικού Λόγου, όπου ξαναβυθίζεται στη δογματική του νάρκη, ύστερα από είκοσι σχεδόν χρόνια ταραγμένης αγρύπνιας.
Οι βασικές του επιθυμίες ήταν δύο: ήθελε να είναι βέβαιος για το αμετάβλητο της καθημερινής πραγματικότητας και ήθελε να πιστέψει στα ηθικά αξιώματα πού είχε μάθει στη νηπιακή του ηλικία.
Ό Χιουμ τον αναστάτωσε και στις δύο αυτές πεποιθήσεις του υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε το νόμο της αιτιότητας και προκαλώντας την αμφιβολία για την ύπαρξη μέλλουσας ζωής, το καλό δεν ήταν βέβαιο ότι θα έβρισκε ανταμοιβή στον ουρανό. Τα πρώτα δώδεκα χρόνια των στοχασμών του πάνω στον Χιουμ, ο Καντ τα αφιέρωσε στο νόμο της αιτιότητας και βρήκε τελικά μια αξιόλογη λύση. Ναι είπε, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν υπάρχουν αίτια στον πραγματικό κόσμο, αλλά, τότε δεν μπορούμε και να ξέρουμε τίποτα για τον πραγματικό κόσμο. Ο κόσμος των φαινομένων, ο μόνος τον όποιο μπορούμε να αντιληφτούμε, έχει όλες τις ιδιότητες που του αποδίδουμε, όπως ακριβώς, όταν κάποιος φοράει πράσινα γυαλιά, που δεν μπορεί να τα βγάλει, είναι βέβαιος ότι βλέπει τα πράγματα πράσινα. Τα φαινόμενα που αντιλαμβανόμαστε με την εμπειρία έχουν αιτίες, που είναι κι αυτές άλλα φαινόμενα. Δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχούμε αν υπάρχει ή όχι αιτιότητα στην πραγματικότητα που βρίσκεται πίσω απ’ τα φαινόμενα, αφού δεν μπορούμε να την αντιληφτούμε εμπειρικά.
Ο Καντ έβγαινε περίπατο την ιδία ακριβώς ώρα καθημερινά κι ο υπηρέτης του τον ακολουθούσε κρατώντας την ομπρέλα του. Τα δώδεκα χρόνια που χρειάστηκαν για την «Κριτική του Καθαρού Λόγου» έπεισαν τελικά το γέρο - φιλόσοφο ότι, αν τύχαινε να βρέξει, η ομπρέλα θα τον προστάτευε απ’ το να αισθάνεται βρεγμένος, κι ας έλεγε ότι ήθελε ο Χιουμ για τις πραγματικές ψιχάλες.
Αυτό ήταν παρήγορο, αλλά την παρηγοριά αυτή την πλήρωσε πανάκριβα. Ο χώρος κι ο χρόνος, όπου συμβαίνουν τα φαινόμενα, είναι μη πραγματικοί: τους είχε κατασκευάσει ο ψυχικός μηχανισμός του Καντ. Για το χώρο δεν ήξερε πολλά πράγματα, αφού ποτέ του δεν είχε ταξιδέψει περισσότερο από δέκα μίλια πέρα απ’ την Καινιξβέργη. Ίσως, αν είχε ταξιδέψει, να αμφέβαλλε για το εάν η υποκειμενική του επινοητικότητα ήταν ικανή να συλλάβει νοερά τη γεωγραφία όλων των τόπων που θα είχε δει. Ήταν ευχάριστο πράγμα, ωστόσο, το ότι ήταν βέβαιος για την αλήθεια της γεωμετρίας, επειδή, έχοντας επινοήσει ο ίδιος τον χώρο, ήταν απόλυτα σίγουρος ότι τον είχε κατασκευάσει όπως θα τον ήθελε ο Ευκλείδης — και ήταν σίγουρος γι’ αυτό, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά έξω απ’ τον εαυτό του. Με τον τρόπο αυτό, τα μαθηματικά ήταν ασφαλισμένα κάτω απ’ την ομπρέλα.
Αν όμως τα μαθηματικά ήταν ασφαλισμένα, η ηθική εξακολουθούσε να βρίσκεται σε κίνδυνο. Στην «Κριτική του Καθαρού Λόγου», ο Καντ δίδαξε, ότι ο καθαρός λόγος δεν είναι ικανός να αποδείξει την ύπαρξη μέλλουσας ζωής η την ύπαρξη θεού. Δεν μπορεί επομένως να μας διαβεβαιώσει, ότι υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο. Και υπήρχε και μια άλλη ακόμα δυσκολία, αναφορικά με την ελεύθερη βούληση. Οι πράξεις μου, ως το βαθμό που μπορώ να τις αντιληφθώ με την παρατήρηση, είναι φαινόμενα και, σαν τέτοια, έχουν αιτίες. Όσο για το τι είναι οι πράξεις μου «καθεαυτές», ο καθαρός λόγος δεν έχει τίποτα να μου πει κι έτσι δεν ξέρω αν είναι «ελεύθερες» ή όχι.
Ωστόσο, Ο «καθαρός» λόγος δεν είναι ο μοναδικός. Υπάρχει κι ένας άλλος — όχι «μη καθαρός», όπως ίσως θα υπέθετε κανείς, αλλά «πρακτικός». Αυτός αρχίζει με την πρόταση, ότι όλα τα ηθικά διδάγματα που έμαθε ο Καντ στα παιδικά του χρόνια είναι αλήθειες. (Μια τέτοια πρόταση, φυσικά, χρειάζεται κάποια μεταμφίεση. Εισάγεται λοιπόν στη φιλοσοφική κοινωνία με το όνομα «κατηφορική προστακτική»). Απ’ αυτό συνάγεται, ότι η βούληση είναι ελεύθερη, γιατί θα ήταν άτοπο να λέμε «πρέπει να κάνεις αυτό κι’ εκείνο», αν δεν μπορείς να το κάνεις. Συνάγεται, επίσης, ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή, γιατί, διαφορετικά, το καλό δεν θα έβρισκε αρκετή ανταμοιβή, ούτε το κακό αρκετή τιμωρία. Συνάγεται, ακόμα, ότι πρέπει να υπάρχει ένας Θεός, για να τα κανονίζει όλα αυτά. Ό Χιουμ μπορεί να θεμελίωσε τον «καθαρό» λόγο, αλλά ο ηθικός νόμος, τελικά, ξανάδωσε τη νίκη στους μεταφυσικούς. Κι έτσι, ο Καντ πέθανε ευτυχισμένος και τον τιμούν οι γενεές από τότε. Ή διδασκαλία του, μάλιστα, ανακηρύχθηκε επίσημη φιλοσοφία του ναζιστικού κράτους.
Μπέρτραντ Ράσελ, Αντιδημοφιλή δοκίμια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου