Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Ο Αριστοτέλης, η δικαιοσύνη, η ισότητα και οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια

Το ότι η βασιζόμενη στην αρετή φιλία είναι το ανώτερο είδος που υπερτερεί από τις σχέσεις της ωφέλειας ή της ευχαρίστησης μπορεί να επιβεβαιωθεί και από τον τρόπο που λειτουργεί ο κόλακας: «Φαίνεται ότι πάρα πολλοί άνθρωποι, εξαιτίας του ότι αγαπούν τις τιμές, θέλουν μάλλον να δέχονται παρά να προσφέρουν αγάπη· αυτός είναι και ο λόγος που πάρα πολλοί άνθρωποι αγαπούν τους κόλακες» (1159a 8, 16-17).
 
Η σχέση του κόλακα με τον κολακευόμενο, ως καθαρή σχέση εξουσίας, εμπεριέχει το αμοιβαίο συμφέρον, δηλαδή το όφελος, και των δύο πλευρών. Ο κόλακας είναι πρόθυμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του προσδοκώντας μελλοντικά οφέλη από τον άνθρωπο που κολακεύει. Γι’ αυτό και απευθύνεται πρωτίστως σε πρόσωπα κύρους κι εξουσίας. Το να κολακεύει κανείς κάποιον που είναι αδύνατο να του προσφέρει οτιδήποτε είναι πράξη απολύτως μάταιη, αφού καταλύεται το κίνητρο της κολακείας. Ο κόλακας είναι πριν από όλα υποκριτής: «ο κόλακας είναι ένας φίλος κατώτερος του άλλου, ή που προσποιείται ότι είναι κατώτερός του και ότι πιο πολύ επιθυμεί να προσφέρει παρά να δέχεται αγάπη» (1159a 8, 18-19).
 
Φυσικά η φράση «είναι ένας φίλος κατώτερος του άλλου…» δεν υποδηλώνει την αληθινή οπτική της γνήσιας φιλίας, αλλά τη φιλική στάση προς τη σύναψη των σχέσεων, δηλαδή το κατώτερο είδος της ωφελιμιστικής φιλίας, που στην ουσία δεν είναι φιλία. Από την άλλη, ο κολακευόμενος είναι η προσωπικότητα που θέλει να εισπράξει αγάπη, είτε με τη μορφή της αναγνώρισης είτε με τη μορφή της τιμής, έστω κι αν αυτό γίνεται υποκριτικά. Η ανάγκη για εξύψωση είναι τόσο ισχυρή, που από ένα σημείο και μετά η αλήθεια και το ψέμα στερούνται νοήματος.
 
Ο κολακευόμενος καθίσταται ευάλωτος από ένα ψυχικό κενό που σχετίζεται με την τόνωση του εαυτού. Κι αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με την ευφυΐα (κι ο πιο ευφυής μπορεί να πέσει θύμα κολακείας), όσο με τη συναισθηματική είσπραξη της αποδοχής ή του επαίνου προκειμένου να τραφεί ένα υπερτροφικό εγώ, που έχει διαρκή ανάγκη για χειροκρότημα, ή μια προσωπική ανασφάλεια που μπορεί να έχει ρίζες στο απώτατο παρελθόν. Σε τελική ανάλυση, η ανάγκη για κολακεία γεννιέται από την έλλειψη της ισορροπίας που χρειάζεται κάτι επιπλέον για να αποκατασταθεί και που δεν αφορά τον ολοκληρωμένο άνθρωπο, γιατί αυτός βιώνει την ευτυχία νιώθοντας την αγάπη του εαυτού χωρίς υποκατάστατα.

Ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για είσπραξη αγάπης, που σχετίζεται με την τιμή, ακόμη κι αν αυτή προέρχεται από σύμπτωση: «το να δέχεται κανείς αγάπη θεωρείται ότι είναι παρόμοιο με το να απολαμβάνει τιμές, και αυτό είναι, ως γνωστόν, που επιδιώκουν για τον εαυτό τους πάρα πολλοί άνθρωποι. Στην πραγματικότητα όμως οι άνθρωποι αυτοί δεν επιδιώκουν την τιμή παρά μόνο κατά σύμπτωση» (1159a 8, 20-22). Κι ως σύμπτωση εκλαμβάνεται ο ανειλικρινής έπαινος του κόλακα, που ξέρει να εκμεταλλεύεται τέτοιου είδους καταστάσεις.
 
Θα έλεγε κανείς ότι οι σχέσεις κόλακα και κολακευόμενου είναι σχέσεις αμοιβαίας ανακούφισης, αφού ο ένας καλύπτει μια ψυχική του ανάγκη κι ο άλλος καρπώνεται οποιοδήποτε όφελος μπορεί να του προσφερθεί. Το ότι οι σχέσεις αυτού του είδους αποδεικνύονται εύθραυστες και πολλές φορές καταστροφικές (κυρίως για τον κολακευόμενο) καταδεικνύει την ευτέλειά τους, που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αδιέξοδα.
 
Η φιλία της κολακείας είναι η υποβάθμιση των σχέσεων σε κάτι τιποτένιο, αφού δεν έχει να προβάλει τίποτε άλλο πέρα από την κυνική εκδοχή του ωφελιμισμού (πρωτίστως από τη μεριά του κόλακα). Το αμέσως χειρότερο είναι οι φιλικές σχέσεις των συνενόχων, αφού είναι πρόθυμοι να προδώσουν ο ένας τον άλλο αν πρόκειται να γλυτώσουν ή για να αρπάξουν μεγαλύτερο μερίδιο.
 
Η διαφοροποίηση των επιφανειακών σχέσεων του συμφέροντος από τη γνήσια φιλία έγκειται στην έλλειψη της ανιδιοτελούς αγάπης. Η προσφορά του κόλακα έχει να κάνει με την τιμή και τον έπαινο που λειτουργεί χρησιμοθηρικά και που παρουσιάζεται σαν αγάπη, αλλά βέβαια δεν είναι. Οι γνήσιοι φίλοι εισπράττουν και ανταποδίδουν αγάπη με τρόπο που τους κάνει να νιώθουν σίγουροι ο ένας για τον άλλον. Ο έπαινος, η παρηγοριά, η προσφορά ενός δώρου, η συζήτηση ή οι κοινές διασκεδάσεις έχουν αξία μόνο όταν εμπεριέχουν την αγάπη που ενώνει τους ανθρώπους. Κι αυτό έχει σχέση με την αρετή.
 
Αν αυτό δεν υπάρχει, τότε όλες οι ενδείξεις αγάπης (έπαινος, παρηγοριά, δώρα κλπ) δεν έχουν καμία αξία, αφού μετατρέπονται σε πράξεις κούφιες περιεχομένου. Από αυτή την άποψη, ο ευάλωτος στην κολακεία είναι ο άνθρωπος που νιώθει στερημένος από αγάπη και την αναζητά στα υποκατάστατα που μπορεί να προσφέρει ένας κόλακας. Και δεν μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερο ψυχικό κενό από αυτό: «Αντίθετα, το να δέχεται κανείς αγάπη είναι κάτι που προκαλεί ευχαρίστηση καθαυτό· γι’ αυτό και το να δέχεται κανείς αγάπη θα μπορούσε ασφαλώς να θεωρηθεί ανώτερο από το να τιμάται, καθώς και ότι η φιλία είναι κάτι που το επιζητεί και το επιλέγει κανείς ως μια αξία καθαυτή» (1159a 8, 29-31).
 
Κι όχι μόνο αυτό: «Κατά την κοινή, πάντως, αντίληψη, η φιλία συνίσταται μάλλον στο να προσφέρει κανείς παρά στο να δέχεται αγάπη» (1159a 31-32). Κι αυτός είναι ο λόγος που η μητρότητα είναι η ύψιστη μορφή φιλίας: «Απόδειξη οι μητέρες, που αισθάνονται ευχαρίστηση προσφέροντας αγάπη». (1159a 8, 32-33). Το συμπέρασμα είναι προφανές: «Δεδομένου ότι η φιλία έχει να κάνει πιο πολύ με την προσφορά αγάπης και ότι επαινούνται αυτοί που αγαπούν τους φίλους τους, η προσφορά αγάπης μοιάζει να είναι η αρετή των φίλων. Αυτό θα πει ότι αυτοί στους οποίους αυτό γίνεται με κριτήριο την αξία είναι μόνιμοι φίλοι, μόνιμη και η φιλία τους» (1159a 8, 38-40 και 1159b 8, 1).
 
Η παράμετρος της αξίας που προστίθεται επισημαίνει την ισότητα ως κριτήριο καθορισμού της ομοιότητας των ανθρώπων. Η αξία, ως αναπόσπαστο κομμάτι της αρετής, επιβεβαιώνει ότι η φιλία απευθύνεται σε ανθρώπους που πριν απ’ όλα είναι ίσοι ως προς την ποιότητά τους, γεγονός που θα εξασφαλίσει και τη σύμπλευση των προτεραιοτήτων: «Η ισότητα και η ομοιότητα είναι φιλία, και κατά κύριο λόγο η ομοιότητα αυτών που είναι όμοιοι στην αρετή· γιατί, καθώς είναι σταθεροί και αμετάβλητοι καθεαυτούς, σταθερές και αμετάβλητες είναι και οι μεταξύ τους σχέσεις, και ούτε ζητούν ο ένας από τον άλλον ούτε προσφέρουν ο ένας στον άλλον κακές υπηρεσίες· ίσα ίσα θα λέγαμε ότι και τις αποτρέπουν· γιατί των καλών ανθρώπων γνώρισμα είναι ούτε οι ίδιοι να κάνουν σφάλματα ούτε τους φίλους τους να τους αφήνουν να κάνουν σφάλματα» (1159b 8, 2-8).
 
Για τον Αριστοτέλη η φιλία μεταξύ ανόμοιων, άνισων ανθρώπων δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην ωφέλεια: «Η φιλία που συνάπτεται για το όφελος θεωρείται πως είναι η κατεξοχήν φιλία που συνάπτεται μεταξύ αντιθέτων, επιπαραδείγματι ανάμεσα στο φτωχό και τον πλούσιο, ανάμεσα στο μορφωμένο και τον αμόρφωτο· ο λόγος είναι ότι ο κάθε άνθρωπος, θέλοντας να αποκτήσει αυτό που τυχαίνει να του λείπει, δίνει ως αντάλλαγμα κάτι άλλο» (1159b 8, 13-16).
 
Η αναφορά του πλούσιου και του φτωχού ως δείγμα ωφελιμιστικής φιλίας που αδυνατεί να βασίζεται στην αρετή, δεν πρέπει να εκληφθεί ως ταξική διαφοροποίηση προς υποτίμηση του φτωχού (όπως εξίσου δεν υπάρχει πρόθεση υποτίμησης του αμόρφωτου), αλλά ως ένδειξη διαφορετικών αξιών με την προϋπόθεση ότι τόσο ο πλούτος του πλούσιου όσο και η φτώχεια του φτωχού είναι συνυφασμένες με την αξία τους.
 
Με άλλα λόγια, αν σε μια αξιοκρατική κοινωνία ο καθένας έχει την περιουσία που πράγματι αξίζει, τότε είναι φυσικό μέσω αυτής να καθρεφτίζεται και η αξία του. Κι αυτή ακριβώς η διαφορά στην αξία καθιστά δύσκολη τη φιλία τους. Το πράγμα θα γίνει ακόμη πιο έντονο, αν το θέσει κανείς σε μια αναξιοκρατική κοινωνία, όπου ο πλούσιος είναι άδικα πλούσιος και ο φτωχός άδικα φτωχός. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ακόμη πιο δύσκολο να γίνουν φίλοι, αφού η αδικία έχει εκ των προτέρων δηλητηριάσει τις σχέσεις τους και η αληθινή φιλία οικοδομείται μόνο στη βάση της ισότητας που προϋποθέτει τη δικαιοσύνη: «Φαίνεται πάντως    -όπως το είπαμε και στην αρχή της συζήτησής μας- ότι η φιλία και η δικαιοσύνη έχουν ως αντικείμενό τους τα ίδια πράγματα και σχετίζονται με τα ίδια πρόσωπα» (1159b 9, 28-29).
 
Και ο Αριστοτέλης θα γίνει σαφέστερος: «Σε κάθε, πράγματι, μορφή συνύπαρξης και συνάφειας ανθρώπων υπάρχει, κατά την κοινή αντίληψη, κάποια μορφή δικαίου, αλλά και φιλία. Ονομάζουν επιπαραδείγματι, οι άνθρωποι φίλους τους, τους συνταξιδιώτες τους και τους συστρατιώτες τους, καθώς και όλους αυτούς με τους οποίους γενικά συνυπάρχουν και έρχονται σε κάποια άλλη τέτοια συνάφεια. Κι όσο κρατάει η συνύπαρξη και η συνάφειά τους, τόσο κρατάει και η φιλία τους· γιατί τόσο κρατάει ανάμεσά τους και η δικαιοσύνη» (1159b 9, 30-34).
 
Οι σχέσεις που οικοδομούνται είναι αλληλένδετες με τη δικαιοσύνη και όσο περισσότερο συσφίγγονται, τόσο μεγαλύτερες οι σχέσεις δικαίου που διαμορφώνονται. Από αυτή την άποψη, οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια είναι (ή τουλάχιστον πρέπει να είναι) σχέσεις υψίστης δικαιοσύνης, αφού διαφορετικά θα καταλυθεί η φιλία που πρέπει να τις διέπει: «… η δικαιοσύνη παρουσιάζεται με ποικιλία μορφών. Από την άποψη, πράγματι, αυτή οι σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους και οι σχέσεις των αδερφών μεταξύ τους δεν είναι ίδιες, όπως δεν είναι ίδιες και οι σχέσεις των συντρόφων και των πολιτών μεταξύ τους – το ίδιο ισχύει και στις άλλες μορφές φιλίας» (1160a 9, 1-4).
 
Αυτός είναι και ο λόγος που η αδικία θεωρείται ακόμη μεγαλύτερη, αν στρέφεται σε κοντινά πρόσωπα με τα οποία έπρεπε να υπάρχουν σχέσεις δικαίου. Για την ακρίβεια, όσο πιο κοντινό είναι το πρόσωπο που αδικεί κανείς, τόσο πιο επονείδιστο θεωρείται και το αδίκημα: «Παράδειγμα: είναι φοβερότερο να κλέψει κανείς ένα σύντροφο παρά ένα συμπολίτη· είναι φοβερότερο να μη βοηθήσει τον αδερφό του παρά έναν ξένο· είναι φοβερότερο να χτυπήσει τον πατέρα του παρά οποιονδήποτε άλλον» (1160a 9, 6-8).
 
Το συμπέρασμα τίθεται και πάλι ξεκάθαρα: «Η φύση έτσι το όρισε, ώστε μαζί με τη φιλία να αυξάνει και το δίκαιο· ο λόγος είναι ότι η φιλία και το δίκαιο υπάρχουν μεταξύ των ίδιων ανθρώπων και απλώνονται σε κάθε έκταση» (1160a 9, 8-10). Η δικαιοσύνη και η με βάση την αξία ισότητα τίθενται ως βασικότερες παράμετροι της σταθερής φιλίας. Αν ανατραπούν, τότε η συνέχιση της φιλίας κρίνεται επίφοβη.
 
Από κει και πέρα αυτό που πρέπει να διερευνηθεί είναι οι σχέσεις που συνάπτονται μέσα στην οικογένεια και για τον Αριστοτέλη οι δεσμοί των γονιών προς τα παιδιά είναι ισχυρότεροι από των παιδιών προς τους γονείς: «Οι γονείς είναι σε μεγαλύτερο βαθμό βέβαιοι ότι τα παιδιά προήλθαν από τους ίδιους από ό,τι είναι βέβαια τα παιδιά ότι προήλθαν από αυτούς, και ο δεσμός του γεννήτορα προς το παιδί του είναι ισχυρότερος από το δεσμό του παιδιού με το γεννήτορά του» (1161b 12, 22-25).

Η μεγαλύτερη αγάπη των γονιών προς τα παιδιά επιβεβαιώνεται και από το χρόνο: «Έπειτα υπάρχει και η διάσταση του χρόνου: οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους αμέσως μόλις αυτά γεννηθούν, ενώ τα παιδιά αγαπούν τους γονείς τους αφού περάσει κάποιος χρόνος και αρχίσουν πια να καταλαβαίνουν ή να αισθάνονται. Από όλα αυτά γίνεται φανερό και γιατί οι μητέρες αγαπούν περισσότερο» (1161b 12, 27-31).
 
Το κατά πόσο η σχέση της αγάπης των γονιών προς τα παιδιά οφείλεται στη βεβαιότητα ότι προήλθαν από αυτούς ή ότι οι μητέρες τα αγαπούν περισσότερο (προφανώς γιατί η κυοφορία τις δίνει μεγαλύτερο χρόνο επαφής μαζί τους) επιδέχεται κριτικής και μπορεί να εγείρει αντιρρήσεις. Εξάλλου, και το ζήτημα της αντίληψης των παιδιών που, επειδή έρχεται με καθυστέρηση, τα κάνει να υστερούν σε αγάπη έναντι των γονιών τους, δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τις σύγχρονες έρευνες που θεωρούν ότι ακόμη και κατά την κύηση το παιδί εισπράττει μηνύματα του περιβάλλοντος.
 
Το ζήτημα, όμως, εδώ δεν είναι να ασκηθεί κριτική, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο (έως παράλογο). Δεν μπορεί να προβαίνει κανείς σε τέτοιου είδους παρατηρήσεις από την ασφαλή απόσταση των δυόμισι χιλιάδων ετών, προκειμένου να καταδείξει το εσφαλμένο σε ένα τόσο εξειδικευμένο πεδίο, που μέχρι και σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί. Το ζήτημα είναι η ευρύτερη απόδοση της αριστοτελικής οπτικής για την οικογένεια, που βασίζεται πρωτίστως στο γεγονός της γέννησης, δηλαδή της αντίληψης ότι οι σχέσεις είναι ιερές γιατί πρόκειται για την ίδια σάρκα: «Οι γονείς λοιπόν αγαπούν τα παιδιά τους σαν αυτά να είναι ο εαυτός τους (τα παιδιά τους είναι σαν ένας άλλος εαυτός τους, έτσι που είναι χωριστή η ύπαρξή τους), ενώ τα παιδιά αγαπούν τους γονείς τους επειδή γεννήθηκαν από αυτούς» (1161b 12, 31-34).
 
Αυτός είναι και ο λόγος των ισχυρών σχέσεων του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος: «Και είναι φανερό ότι αυτό, πράγματι, κάνουν οι άνθρωποι: στους γάμους καλούν τους συγγενείς τους, γιατί αυτοί έχουν κοινή καταγωγή, και, φυσικά, κοινές είναι και όλες οι σχετικές με αυτήν πράξεις και ενέργειες· αλλά και στις κηδείες θεωρούν ότι κατά κύριο λόγο πρέπει να συναντούν τους συγγενείς τους – για τον ίδιο λόγο» (1165a 2, 20-24).
 
Η εστίαση όμως στις σαρκικές σχέσεις που δομούνται δημιουργεί προβληματική, όταν τίθεται το ζήτημα της ισότητας που οφείλει να διαμορφώνει τις σχέσεις φιλίας. Η ισότητα στην περίπτωση του γεννήτορα με το τέκνο, που (όπως σε κάθε περίπτωση) είναι συνυφασμένη με την αξία (αλλιώς δεν είναι ισότητα, αλλά ισοπέδωση), δίνει ξεκάθαρο προβάδισμα στο γονιό, αφού εκείνος, ως γεννήτορας, είναι ο ύψιστος ευεργέτης του παιδιού του.
 
Από αυτή την άποψη, το παιδί οφείλει να υπακούει εφ’ όρου ζωής το γονιό, καθώς οποιαδήποτε αντίρρηση θα ήταν εκδήλωση αχαριστίας προς κάτι ανώτερο: «Η φιλία των παιδιών προς τους γονείς, και των ανθρώπων προς τους θεούς, είναι φιλία προς κάτι καλό και ανώτερο· οι γονείς, πράγματι, τους έχουν κάνει πολύ μεγάλες ευεργεσίες, αφού αυτοί τους έδωσαν τη ζωή, την τροφή και, στη συνέχεια, την ανατροφή τους» (1162a 12, 5-9).
 
Ο παραλληλισμός της φιλίας των ανθρώπων προς τους θεούς και των παιδιών προς τους γονείς, όσο κι αν είναι συμβολικός ή κατά σύμβαση δεν μπορεί να αποκρύψει την αντίληψη της αιώνιας υποχρέωσης από την πλευρά του παιδιού ή της πίστης ότι για το παιδί οι γονείς είναι οι θεοί του, προς τους οποίους ό,τι κι αν κάνει είναι αδύνατο να ανταποδώσει την ευεργεσία που δέχτηκε. Εξάλλου, κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο: «γιατί η φιλία είναι να κάνει κανείς αυτό που μπορεί, όχι αυτό που αντιστοιχεί στην αξία της προσφορά που δέχτηκε – κάτι που, άλλωστε, δεν είναι καν δυνατό σε όλες τις περιπτώσεις, όπως επιπαραδείγματι στις περιπτώσεις των τιμών προς τους θεούς και προς τους γονείς· κανείς, αλήθεια, δε θα μπορούσε ποτέ να τους ανταποδώσει αυτό που πραγματικά τους οφείλει, αυτός όμως που τους υπηρετεί και τους τιμά στο βαθμό που μπορεί λογαριάζεται καλός άνθρωπος» (1163b 14, 18-22).
 
Μια τέτοια αντίληψη οδηγεί στο τελικό συμπέρασμα της αιώνιας υπακοής και της πεποίθησης του γονικού αλάθητου, αφού ο θεός είναι αδύνατο να κάνει λάθος. Από αυτή την άποψη, η ισότητα δε θα επέλθει ποτέ. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Αυτός λέω πως είναι ο λόγος που θεωρείται ότι ο γιος δεν μπορεί να αποκηρύξει και να εγκαταλείψει τον πατέρα του, ενώ ο πατέρας το γιο του μπορεί· γιατί, όντας χρεώστης, ο γιος πρέπει να ξεπληρώσει το χρέος του, και ό,τι κι αν έχει κάνει, δεν έκανε τίποτε ισάξιο προς αυτά που πρώτος τού πρόσφερε ο πατέρας του, και έτσι ο γιος μένει πάντοτε χρεώστης. Αυτοί, πάντως, στους οποίους οφείλεται κάτι έχουν το ελεύθερο να χαρίσουν το χρέος, άρα και ο πατέρας» (1163b 14, 22-26).
 
Το ότι ο πατέρας έχει το ελεύθερο να χαρίσει το χρέος δε μετριάζει την κατάσταση, αφού άμα δε θέλει δεν το χαρίζει: «Την ίδια όμως στιγμή ισχύει και τούτο, ότι κανένας πατέρας δε θα ξέκοβε ποτέ τελείως από το γιο του, εκτός κι αν αυτός έφτανε στην έσχατη κακία» (1163b 14, 26-28). Η περίπτωση του πατέρα να φθάνει στην έσχατη κακία δε φαίνεται πιθανή. Μόνο ο γιος είναι ικανός για κάτι τέτοιο: «Ο γιος όμως, αν είναι κακός, κοιτάζει πώς να αποφύγει τη βοήθεια και τη συμπαράσταση ή πώς να μη δείξει κανένα ιδιαίτερο ζήλο γι’ αυτό· γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να δέχονται ευεργεσίες, αποφεύγουν όμως να κάνουν οι ίδιοι ευεργεσίες, επειδή το θεωρούν ασύμφορο» (1163b 14, 29-32).
 
Όμως, ακόμη και στην περίπτωση ενός τέτοιου αχάριστου γιου δεν μπορεί παρά να καθρεφτίζεται η ανεπάρκεια των ανθρώπων που τον γαλούχησαν, καθώς δεν μπόρεσαν να του περάσουν τις αξίες της αρετής. Σε τελική ανάλυση, υπεύθυνος για την ανατροφή του παιδιού είναι πρωτίστως ο γονιός. Από αυτή την άποψη, βρίσκεται μπροστά στα δικά του λάθη.
 
Κι εδώ βέβαια, δεν υπάρχει η πρόθεση να καταδειχθεί το ακαταλόγιστο του παιδιού που δικαιούται να κάνει ό,τι θέλει. Κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολή προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό που τίθεται εδώ είναι η αποκατάσταση των ισορροπιών και οι σχέσεις ισότητας που πρέπει να υπάρχουν, όταν πια το παιδί περάσει την ενηλικίωση. Η αντίληψη του αιώνιου χρέους είναι μορφή λανθάνουσας (κι όμως τόσο φανερής) εξουσίας που δηλητηριάζει τις σχέσεις οδηγώντας στο ανελεύθερο. Ο Αριστοτέλης στο σημείο αυτό δεν ξεπερνά το πλαίσιο της εποχής του.
 
Για τις σχέσεις του άντρα με τη γυναίκα οι θέσεις του Αριστοτέλη είναι σταθερές: «Η φιλία ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα φαίνεται ότι υπάρχει εκ φύσεως· γιατί ο άνθρωπος κλίνει από τη φύση του πιο πολύ στο να ζει ζευγαρωμένος παρά στο να ζει μαζί με άλλους σε πόλη, ακριβώς όπως η οικογένεια είναι κάτι που προηγείται από την πόλη, κάτι που έχει περισσότερο από ό,τι εκείνη το χαρακτήρα της ανάγκης, και η επιθυμία για τεκνοποίηση είναι πιο κοινή σε όλα τα ζώα. Ενώ όμως στα άλλα ζώα η συνύπαρξη και η συνάφεια φτάνει ως αυτό μόνο το σημείο, οι άνθρωποι συνοικούν όχι μόνο για την τεκνοποίηση, αλλά και για όλες τις άλλες ανάγκες της ζωής» (1162a 12, 19-25).
 
Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο η τεκνοποίηση που ωθεί το ζευγάρι στη συμβίωση, αλλά η ίδια η ζωή και η φύση του ανθρώπου. Δεν υπάρχει ολοκλήρωση σε ατομικό επίπεδο έξω από το πλαίσιο της συνύπαρξης. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον και τα φύλα ορίζεται από τη φύση να συνυπάρχουν. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι η ύπαρξη παιδιών λειτουργεί ενωτικά στο ζευγάρι: «Τα παιδιά θεωρούνται ένας σύνδεσμος· αυτός είναι ο λόγος που τα άτεκνα ζευγάρια χωρίζουν γρηγορότερα· γιατί τα παιδιά είναι ένα αγαθό κοινό και για τους δύο, και το κοινό είναι κάτι που ενώνει» (1162a 12, 31-34).
 
Πέραν τούτου, οι ρόλοι των φύλων είναι σαφείς και διαχωρισμένοι. Η γυναίκα οφείλει να υπακούει στον άνδρα στο πλαίσιο μιας άτυπης αριστοκρατικού τύπου οργάνωσης της οικογένειας. Η δεσποτική εξουσία δεν αρμόζει στη γυναίκα. Κάτι τέτοιο αφορά τους δούλους: «άλλοι οι ρόλοι του άντρα κι άλλοι της γυναίκας· βοηθούν λοιπόν ο ένας τον άλλον με το να καταθέτουν στην κοινή υπόθεση ο καθένας το δικό του μερτικό. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους όλοι θεωρούμε ότι σ’ αυτή τη φιλία υπάρχει και το όφελος και η ευχαρίστηση. Μπορεί όμως η φιλία αυτή να βασίζεται και στην αρετή, στην περίπτωση που και τα δύο μέλη του ζευγαριού είναι ενάρετοι άνθρωποι· γιατί ο καθένας τους έχει τη δική του αρετή, και αυτό είναι κάτι για το οποίο μπορούν να χαίρονται ο ένας τον άλλον» (1162a 12, 26-31).
 
Ο Αριστοτέλης υιοθετεί πλήρως το πνεύμα της εποχής του αποδίδοντας στην οικογένεια αυστηρά πατριαρχική δομή. Τόσο η γυναίκα, όσο και τα παιδιά οφείλουν υπακοή στον άντρα, που εν τέλει θα πάρει όλες τις αποφάσεις. Τις απόψεις αυτές τις αναλύει διεξοδικότερα στο πρώτο βιβλίο από τα «Πολιτικά» του.
 
Όσο για τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα αδέρφια, προσομοιάζουν περισσότερο στη συντροφικότητα: «Στην αδελφική, πάλι, φιλία, υπάρχουν τα χαρακτηριστικά που υπάρχουν στη φιλία των συντρόφων· τα χαρακτηριστικά μάλιστα αυτά υπάρχουν στην αδελφική φιλία σε μεγαλύτερο βαθμό όταν τα αδέλφια είναι καλοί άνθρωποι και, γενικά, όταν μοιάζουν μεταξύ τους, αφού τα αδέρφια είναι στενότερα δεμένα μεταξύ τους και αγαπούν ο ένας τον άλλον κιόλας από τη γέννησή τους, και, ακόμη, αφού τα άτομα που γεννήθηκαν από τους ίδιους ανθρώπους, που μεγάλωσαν μαζί και πήραν την ίδια ανατροφή παρουσιάζουν μεταξύ τους μεγαλύτερη ομοιότητα στο χαρακτήρα. Αλλά και η δοκιμασία του χρόνου είναι στην περίπτωσή τους μεγαλύτερης διάρκειας και ασφαλέστερη» (1162a 12, 11-17).
 
Ολοκληρώνοντας την εικόνα των οικογενειακών σχέσεων ο Αριστοτέλης θα κάνει μια αναφορά και στους υπόλοιπους συγγενείς: «Όσο για τα ξαδέρφια και για τους άλλους συγγενείς, τους δένει τον έναν με τον άλλον ο ίδιος δεσμός που δένει και τα αδέρφια: ο δεσμός που ξεκινάει από την ίδια καταγωγή. Βρίσκονται, πάντως, πιο κοντά ή πιο μακριά ο ένας από τον άλλον ανάλογα με το πόσο κοντινός ή πόσο μακρινός είναι ο κοινός αρχηγός της γενιάς τους» (1162a 12 2-5).
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου