Ο άνθρωπος απ’ τη φύση του επιδιώκει την ηδονή, στην όποια μορφή της -είτε αυτή είναι σωματική, είτε πνευματική, είτε ψυχική. Όλα όσα κάνουμε καθημερινά στοχεύουν στην ευχαρίστηση και την ευδαιμονία. Ιδεολογίες και κοινωνικά συστήματα, που υποτίμησαν την έμφυτη ανάγκη για προσωπική ή συλλογική ικανοποίηση, δεν κατάφεραν να αντέξουν στο χρόνο κι αυτοαναιρέθηκαν.
Αυτά που αποκαλούμε στόχους, επιδιώξεις ή κίνητρα οδηγούν ακριβώς στον ίδιο παρονομαστή, την ευχαρίστηση που προσφέρει στο άτομο η αίσθηση της επιτυχίας. Κι η επιτυχία ισοδυναμεί με απόλαυση, που εξαργυρώνεται με υλικές και πνευματικές χαρές. Αυτοπροσδιοριζόμαστε με βάση τις μικρές ή μεγάλες μας νίκες και κυρίως με τις ακόμα μεγαλύτερες ηδονές που αυτές μας προσφέρουν. Ήδη απ’ τη γέννηση, κάθε νέα ζωή, αρχικά ενστικτωδώς μα έπειτα συνειδητά, επιστρατεύει κάθε μέσο που μπορεί για να ικανοποιήσει την έμφυτη ανάγκη της απόλαυσης.
Σε αυτό το «δια βίου» κυνήγι της ευτυχίας και κυρίως της ηδονής, οι μικρές ή μεγάλες αποτυχίες είναι ανεπιθύμητες. Γι’ αυτόν κιόλας τον λόγο κανείς δε μας εκπαιδεύει πώς να τις αντιμετωπίσουμε. Το σχολείο, η οικογένεια και τα πρότυπα που αδιάλειπτα προβάλλονται από παντού, σκοπό έχουν να μας μάθουν πώς να πετύχουμε, πώς να αντλήσουμε χαρά κι ευχαρίστηση.
Όμως ο πόνος, η αποτυχία, η λύπη, η απογοήτευση κι η απώλεια, είναι καταστάσεις που τρομάζουν και δημιουργούν στρεσογόνα συναισθήματα, γι’ αυτό και τείνουμε να τις αποφεύγουμε, όσο κι όποτε μπορούμε. Όμως είναι σύμφυτες με τη ζωή, συνοδοιπόροι και πολλές φορές επίμονοι και διαρκείς εταίροι του βίου μας. Μια επαγγελματική αποτυχία, ένας χωρισμός, μια ανίατη ασθένεια, ένας θάνατος, είναι σενάρια της καθημερινότητας και δυστυχώς γι’ αυτά κανείς δε μας έχει προετοιμάσει. Όλη μας η προπαίδεια κτίστηκε πάνω στον άξονα της επιτυχίας και της απόλαυσης, με αποτέλεσμα στα μεγάλα χτυπήματα να ‘μαστε άοπλοι κι ανεπαρκείς.
Ο πόνος τείνει να κουκουλώνεται όπως-όπως. Αρνούμαστε να πενθήσουμε τις απώλειές μας όπως τους ταιριάζει, κρυβόμαστε αμήχανα πίσω από ένα σωρό υποκατάστατα, κοροϊδεύουμε στην ουσία τον ψυχισμό μας, αποκοιμίζουμε την κραυγή, την απόγνωση, τη θλίψη και την οδύνη. Τα συναισθήματα, όμως, που δεν εκφράστηκαν ποτέ δε διαγράφονται, μα κρύβονται καταπιεσμένα σε μια μυστική αθέατη πλευρά της ύπαρξής μας κι έχουν τη τάση να επιστρέφουν δριμύτερα σε ανύποπτο χρόνο.
Πολλές φορές μέσα στη δίνη της καθημερινότητας, αδυνατούμε να ακούσουμε τις μυστικές φωνές της θλίψης που κουβαλούμε μέσα μας, το κλάμα που δεν έγινε ποτέ λυτρωτικό δάκρυ, ακόμα κι όταν το σώμα μας φωνάζει με χίλιους τρόπους και μας προειδοποιεί. Η απώθηση ως διαδικασία ασυνείδητη λειτουργεί αμυντικά, μας προστατεύει και πολλές φορές τα καταφέρνει περίφημα και για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Θα ‘ρθει, όμως, εκείνη η οριακή στιγμή που όλα τα απωθημένα μέσα μας θα βγουν στο φως. Σε κάποιους ανθρώπους η εκτόνωση γίνεται αργά κι ελεγχόμενα, μας δίνεται χρόνος να καταλάβουμε, να ζητήσουμε βοήθεια, να αλλάξουμε ρυθμούς, να αναστοχαστούμε, να αντικρίσουμε χωρίς φόβο και πάθος τις πληγές μας, να βιώσουμε τον πόνο μας –έστω κι ετεροχρονισμένα– και να τον θεραπεύσουμε σε όποιο βαθμό μπορούμε. Σε άλλους η εκτόνωση παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας. Έρχεται ορμητική και παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της. Τότε διαλυόμαστε, αδυνατούμε να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει και βυθιζόμαστε στην ένταση των συναισθημάτων που καταπιέζαμε τόσο καιρό.
Γι’ αυτό ακριβώς ο πόνος πρέπει να βιώνεται. Τη στιγμή που τον νιώθουμε, την ώρα της ήττας, της αποτυχίας, ή της όποιας απώλειας, δικαιούμαστε να κλάψουμε, να αποσυρθούμε σε μια γωνιά μόνοι μας και να γλείψουμε τις πληγές μας την ώρα που είναι ανοιχτές, να τις θεραπεύσουμε όσο ακόμα πονούν.
Αν μπορούσαμε να διαλέξουμε ανάμεσα στην ηδονή και τον πόνο, σίγουρα θα διαλέγαμε το πρώτο. Όταν, όμως, μας διαλέγει αυτός –είτε τον προκαλούμε εμείς με τις επιλογές μας– οφείλουμε να τον σεβαστούμε. Να τον βιώσουμε βαθιά κι αληθινά κι όχι να τον κουκουλώσουμε, να μην προσπαθήσουμε να τον αποκοιμίσουμε με υποκατάστατα, γιατί –όπως όλα τα μεγάλα κι αληθινά στη ζωή μας– σιχαίνεται τους δειλούς και τους ψεύτες. Και στην τελική, μαθαίνουμε από αυτόν, μετρούμε τις αλήθειες και τις αντοχές μας, καθώς και την ανθρωπιά και το μεγαλείο της ύπαρξής μας.
Αυτά που αποκαλούμε στόχους, επιδιώξεις ή κίνητρα οδηγούν ακριβώς στον ίδιο παρονομαστή, την ευχαρίστηση που προσφέρει στο άτομο η αίσθηση της επιτυχίας. Κι η επιτυχία ισοδυναμεί με απόλαυση, που εξαργυρώνεται με υλικές και πνευματικές χαρές. Αυτοπροσδιοριζόμαστε με βάση τις μικρές ή μεγάλες μας νίκες και κυρίως με τις ακόμα μεγαλύτερες ηδονές που αυτές μας προσφέρουν. Ήδη απ’ τη γέννηση, κάθε νέα ζωή, αρχικά ενστικτωδώς μα έπειτα συνειδητά, επιστρατεύει κάθε μέσο που μπορεί για να ικανοποιήσει την έμφυτη ανάγκη της απόλαυσης.
Σε αυτό το «δια βίου» κυνήγι της ευτυχίας και κυρίως της ηδονής, οι μικρές ή μεγάλες αποτυχίες είναι ανεπιθύμητες. Γι’ αυτόν κιόλας τον λόγο κανείς δε μας εκπαιδεύει πώς να τις αντιμετωπίσουμε. Το σχολείο, η οικογένεια και τα πρότυπα που αδιάλειπτα προβάλλονται από παντού, σκοπό έχουν να μας μάθουν πώς να πετύχουμε, πώς να αντλήσουμε χαρά κι ευχαρίστηση.
Όμως ο πόνος, η αποτυχία, η λύπη, η απογοήτευση κι η απώλεια, είναι καταστάσεις που τρομάζουν και δημιουργούν στρεσογόνα συναισθήματα, γι’ αυτό και τείνουμε να τις αποφεύγουμε, όσο κι όποτε μπορούμε. Όμως είναι σύμφυτες με τη ζωή, συνοδοιπόροι και πολλές φορές επίμονοι και διαρκείς εταίροι του βίου μας. Μια επαγγελματική αποτυχία, ένας χωρισμός, μια ανίατη ασθένεια, ένας θάνατος, είναι σενάρια της καθημερινότητας και δυστυχώς γι’ αυτά κανείς δε μας έχει προετοιμάσει. Όλη μας η προπαίδεια κτίστηκε πάνω στον άξονα της επιτυχίας και της απόλαυσης, με αποτέλεσμα στα μεγάλα χτυπήματα να ‘μαστε άοπλοι κι ανεπαρκείς.
Ο πόνος τείνει να κουκουλώνεται όπως-όπως. Αρνούμαστε να πενθήσουμε τις απώλειές μας όπως τους ταιριάζει, κρυβόμαστε αμήχανα πίσω από ένα σωρό υποκατάστατα, κοροϊδεύουμε στην ουσία τον ψυχισμό μας, αποκοιμίζουμε την κραυγή, την απόγνωση, τη θλίψη και την οδύνη. Τα συναισθήματα, όμως, που δεν εκφράστηκαν ποτέ δε διαγράφονται, μα κρύβονται καταπιεσμένα σε μια μυστική αθέατη πλευρά της ύπαρξής μας κι έχουν τη τάση να επιστρέφουν δριμύτερα σε ανύποπτο χρόνο.
Πολλές φορές μέσα στη δίνη της καθημερινότητας, αδυνατούμε να ακούσουμε τις μυστικές φωνές της θλίψης που κουβαλούμε μέσα μας, το κλάμα που δεν έγινε ποτέ λυτρωτικό δάκρυ, ακόμα κι όταν το σώμα μας φωνάζει με χίλιους τρόπους και μας προειδοποιεί. Η απώθηση ως διαδικασία ασυνείδητη λειτουργεί αμυντικά, μας προστατεύει και πολλές φορές τα καταφέρνει περίφημα και για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Θα ‘ρθει, όμως, εκείνη η οριακή στιγμή που όλα τα απωθημένα μέσα μας θα βγουν στο φως. Σε κάποιους ανθρώπους η εκτόνωση γίνεται αργά κι ελεγχόμενα, μας δίνεται χρόνος να καταλάβουμε, να ζητήσουμε βοήθεια, να αλλάξουμε ρυθμούς, να αναστοχαστούμε, να αντικρίσουμε χωρίς φόβο και πάθος τις πληγές μας, να βιώσουμε τον πόνο μας –έστω κι ετεροχρονισμένα– και να τον θεραπεύσουμε σε όποιο βαθμό μπορούμε. Σε άλλους η εκτόνωση παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας. Έρχεται ορμητική και παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της. Τότε διαλυόμαστε, αδυνατούμε να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει και βυθιζόμαστε στην ένταση των συναισθημάτων που καταπιέζαμε τόσο καιρό.
Γι’ αυτό ακριβώς ο πόνος πρέπει να βιώνεται. Τη στιγμή που τον νιώθουμε, την ώρα της ήττας, της αποτυχίας, ή της όποιας απώλειας, δικαιούμαστε να κλάψουμε, να αποσυρθούμε σε μια γωνιά μόνοι μας και να γλείψουμε τις πληγές μας την ώρα που είναι ανοιχτές, να τις θεραπεύσουμε όσο ακόμα πονούν.
Αν μπορούσαμε να διαλέξουμε ανάμεσα στην ηδονή και τον πόνο, σίγουρα θα διαλέγαμε το πρώτο. Όταν, όμως, μας διαλέγει αυτός –είτε τον προκαλούμε εμείς με τις επιλογές μας– οφείλουμε να τον σεβαστούμε. Να τον βιώσουμε βαθιά κι αληθινά κι όχι να τον κουκουλώσουμε, να μην προσπαθήσουμε να τον αποκοιμίσουμε με υποκατάστατα, γιατί –όπως όλα τα μεγάλα κι αληθινά στη ζωή μας– σιχαίνεται τους δειλούς και τους ψεύτες. Και στην τελική, μαθαίνουμε από αυτόν, μετρούμε τις αλήθειες και τις αντοχές μας, καθώς και την ανθρωπιά και το μεγαλείο της ύπαρξής μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου