ΗΡ. εἶτ᾽ οὐ Σοφοκλέα πρότερον ἀντ᾽ Εὐριπίδου
μέλλεις ἀνάγειν, εἴπερ ‹γ᾽› ἐκεῖθεν δεῖ σ᾽ ἄγειν;
ΔΙ. οὔ, πρίν γ᾽ ἂν Ἰοφῶντ᾽, ἀπολαβὼν αὐτὸν μόνον,
ἄνευ Σοφοκλέους ὅ τι ποεῖ κωδωνίσω.
80 κἄλλως ὁ μέν γ᾽ Εὐριπίδης πανοῦργος ὢν
κἂν ξυναποδρᾶναι δεῦρ᾽ ἐπιχειρήσειέ μοι·
ὁ δ᾽ εὔκολος μὲν ἐνθάδ᾽, εὔκολος δ᾽ ἐκεῖ.
ΗΡ. Ἀγάθων δὲ ποῦ ᾽στιν; ΔΙ. ἀπολιπών μ᾽ ἀποίχεται,
ἀγαθὸς ποητὴς καὶ ποθεινὸς τοῖς φίλοις.
85 ΗΡ. ποῖ γῆς ὁ τλήμων; ΔΙ. ἐς μακάρων εὐωχίαν.
ΗΡ. ὁ δὲ Ξενοκλέης; ΔΙ. ἐξόλοιτο νὴ Δία.
ΗΡ. Πυθάγγελος δέ; ΞΑ. περὶ ἐμοῦ δ᾽ οὐδεὶς λόγος
ἐπιτριβομένου τὸν ὦμον οὑτωσὶ σφόδρα.
ΗΡ. οὔκουν ἕτερ᾽ ἔστ᾽ ἐνταῦθα μειρακύλλια
90 τραγῳδίας ποιοῦντα πλεῖν ἢ μυρία,
Εὐριπίδου πλεῖν ἢ σταδίῳ λαλίστερα;
ΔΙ. ἐπιφυλλίδες ταῦτ᾽ ἐστὶ καὶ στωμύλματα,
χελιδόνων μουσεῖα, λωβηταὶ τέχνης,
ἃ φροῦδα θᾶττον, ἢν μόνον χορὸν λάβῃ,
95 ἅπαξ προσουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ.
γόνιμον δὲ ποιητὴν ἂν οὐχ εὕροις ἔτι
ζητῶν ἄν, ὅστις ῥῆμα γενναῖον λάκοι.
ΗΡ. πῶς γόνιμον; ΔΙ. ὡδὶ γόνιμον, ὅστις φθέγξεται
τοιουτονί τι παρακεκινδυνευμένον,
100 «αἰθέρα Διὸς δωμάτιον,» ἢ «χρόνου πόδα,»
ἢ «φρένα μὲν οὐκ ἐθέλουσαν ὀμόσαι καθ᾽ ἱερῶν,
γλῶτταν δ᾽ ἐπιορκήσασαν ἰδίᾳ τῆς φρενός.»
ΗΡ. σὲ δὲ ταῦτ᾽ ἀρέσκει; ΔΙ. μἀλλὰ πλεῖν ἢ μαίνομαι.
ΗΡ. ἦ μὴν κόβαλά γ᾽ ἐστίν, ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ.
105 ΔΙ. μὴ τὸν ἐμὸν οἴκει νοῦν· ἔχεις γὰρ οἰκίαν.
ΗΡ. καὶ μὴν ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα φαίνεται.
ΔΙ. δειπνεῖν με δίδασκε. ΞΑ. περὶ ἐμοῦ δ᾽ οὐδεὶς λόγος.
***
ΗΡΑ. Μα αν απ᾽ τον Άδη πρέπει, πώς δε φέρνεις
το Σοφοκλή; Γιατί τον Ευριπίδη;
ΔΙΟ. Θέλω να δοκιμάσω τον Ιοφώντα,
χωρίς το Σοφοκλή, τί κάνει μόνος.
80 Εξάλλου ο πονηρός μας ο Ευριπίδης
μπορεί και να πασκίσει, αν είναι ανάγκη,
μαζί μου να το σκάσει· ο Σοφοκλής,
όπως εδώ, κι εκεί ᾽ναι βολεμένος.
ΗΡΑ. Κι ο Αγάθωνας; ΔΙΟ. Α, μ᾽ άφησε και πάει·
καλός ποιητής, και ποθητός στους φίλους.
ΗΡΑ. Πού, ο δόλιος; ΔΙΟ. Στο συμπόσιο των μακάρων.
ΗΡΑ. Κι ο Ξενοκλής; ΔΙΟ. Α, στην οργή να πάει.
ΗΡΑ. Κι ο Πυθάγγελος;
Ο Διόνυσος κάνει μια περιφρονητική χειρονομία.
ΞΑΝ., μέσα του. Όχ! Για μένα ωστόσο,
που ο ώμος μου πονεί, κανένας λόγος.
ΗΡΑ. Και τραγωδίες δε φτιάνουν χίλιοι τόσοι
90 νεαροί, που ξεπερνούνε στη φλυαρία
τον Ευριπίδη πάνω από ᾽να στάδιο;
ΔΙΟ. Αυτοί είναι αποτρυγίδια, φαφλατάδες,
χελιδονολαλιές, χαλασοτέχνες·
αν η άδεια τούς δοθεί να παίξουν κάτι,
πετούν μια κατουρλιά στην τραγωδία
για μια φορά, κι από δω πάνε κι άλλοι.
Μα γόνιμος ποιητής δε βρίσκεται ένας,
μια φράση να μπορεί να πει γενναία.
ΗΡΑ. Γόνιμος; Δηλαδή; ΔΙΟ. Που να συνθέτει
παράτολμες εκφράσεις σαν και τούτες:
100 «σπίτι του Δία, Αιθέρα» ή «χρόνου πόδι»
«σκέψη που να ορκιστεί δε θέλει, γλώσσα
που έξω απ᾽ τη σκέψη παίρνει ψεύτικο όρκο».
ΗΡΑ. Κι εσένα αυτά σ᾽ αρέσουν; ΔΙΟ. Με τρελαίνουν.
ΗΡΑ. Κασκαρίκες· κι εσύ έτσι θα πιστεύεις.
ΔΙΟ. Μη χώνεσαι στη σκέψη μου· έχεις σπίτι.
ΗΡΑ. Μα αυτά είναι σάχλες. ΔΙΟ. Δάσκαλο σε παίρνω
για το φαΐ. ΞΑΝ. (μέσα του.) Για με κανένας λόγος.
μέλλεις ἀνάγειν, εἴπερ ‹γ᾽› ἐκεῖθεν δεῖ σ᾽ ἄγειν;
ΔΙ. οὔ, πρίν γ᾽ ἂν Ἰοφῶντ᾽, ἀπολαβὼν αὐτὸν μόνον,
ἄνευ Σοφοκλέους ὅ τι ποεῖ κωδωνίσω.
80 κἄλλως ὁ μέν γ᾽ Εὐριπίδης πανοῦργος ὢν
κἂν ξυναποδρᾶναι δεῦρ᾽ ἐπιχειρήσειέ μοι·
ὁ δ᾽ εὔκολος μὲν ἐνθάδ᾽, εὔκολος δ᾽ ἐκεῖ.
ΗΡ. Ἀγάθων δὲ ποῦ ᾽στιν; ΔΙ. ἀπολιπών μ᾽ ἀποίχεται,
ἀγαθὸς ποητὴς καὶ ποθεινὸς τοῖς φίλοις.
85 ΗΡ. ποῖ γῆς ὁ τλήμων; ΔΙ. ἐς μακάρων εὐωχίαν.
ΗΡ. ὁ δὲ Ξενοκλέης; ΔΙ. ἐξόλοιτο νὴ Δία.
ΗΡ. Πυθάγγελος δέ; ΞΑ. περὶ ἐμοῦ δ᾽ οὐδεὶς λόγος
ἐπιτριβομένου τὸν ὦμον οὑτωσὶ σφόδρα.
ΗΡ. οὔκουν ἕτερ᾽ ἔστ᾽ ἐνταῦθα μειρακύλλια
90 τραγῳδίας ποιοῦντα πλεῖν ἢ μυρία,
Εὐριπίδου πλεῖν ἢ σταδίῳ λαλίστερα;
ΔΙ. ἐπιφυλλίδες ταῦτ᾽ ἐστὶ καὶ στωμύλματα,
χελιδόνων μουσεῖα, λωβηταὶ τέχνης,
ἃ φροῦδα θᾶττον, ἢν μόνον χορὸν λάβῃ,
95 ἅπαξ προσουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ.
γόνιμον δὲ ποιητὴν ἂν οὐχ εὕροις ἔτι
ζητῶν ἄν, ὅστις ῥῆμα γενναῖον λάκοι.
ΗΡ. πῶς γόνιμον; ΔΙ. ὡδὶ γόνιμον, ὅστις φθέγξεται
τοιουτονί τι παρακεκινδυνευμένον,
100 «αἰθέρα Διὸς δωμάτιον,» ἢ «χρόνου πόδα,»
ἢ «φρένα μὲν οὐκ ἐθέλουσαν ὀμόσαι καθ᾽ ἱερῶν,
γλῶτταν δ᾽ ἐπιορκήσασαν ἰδίᾳ τῆς φρενός.»
ΗΡ. σὲ δὲ ταῦτ᾽ ἀρέσκει; ΔΙ. μἀλλὰ πλεῖν ἢ μαίνομαι.
ΗΡ. ἦ μὴν κόβαλά γ᾽ ἐστίν, ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ.
105 ΔΙ. μὴ τὸν ἐμὸν οἴκει νοῦν· ἔχεις γὰρ οἰκίαν.
ΗΡ. καὶ μὴν ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα φαίνεται.
ΔΙ. δειπνεῖν με δίδασκε. ΞΑ. περὶ ἐμοῦ δ᾽ οὐδεὶς λόγος.
***
ΗΡΑ. Μα αν απ᾽ τον Άδη πρέπει, πώς δε φέρνεις
το Σοφοκλή; Γιατί τον Ευριπίδη;
ΔΙΟ. Θέλω να δοκιμάσω τον Ιοφώντα,
χωρίς το Σοφοκλή, τί κάνει μόνος.
80 Εξάλλου ο πονηρός μας ο Ευριπίδης
μπορεί και να πασκίσει, αν είναι ανάγκη,
μαζί μου να το σκάσει· ο Σοφοκλής,
όπως εδώ, κι εκεί ᾽ναι βολεμένος.
ΗΡΑ. Κι ο Αγάθωνας; ΔΙΟ. Α, μ᾽ άφησε και πάει·
καλός ποιητής, και ποθητός στους φίλους.
ΗΡΑ. Πού, ο δόλιος; ΔΙΟ. Στο συμπόσιο των μακάρων.
ΗΡΑ. Κι ο Ξενοκλής; ΔΙΟ. Α, στην οργή να πάει.
ΗΡΑ. Κι ο Πυθάγγελος;
Ο Διόνυσος κάνει μια περιφρονητική χειρονομία.
ΞΑΝ., μέσα του. Όχ! Για μένα ωστόσο,
που ο ώμος μου πονεί, κανένας λόγος.
ΗΡΑ. Και τραγωδίες δε φτιάνουν χίλιοι τόσοι
90 νεαροί, που ξεπερνούνε στη φλυαρία
τον Ευριπίδη πάνω από ᾽να στάδιο;
ΔΙΟ. Αυτοί είναι αποτρυγίδια, φαφλατάδες,
χελιδονολαλιές, χαλασοτέχνες·
αν η άδεια τούς δοθεί να παίξουν κάτι,
πετούν μια κατουρλιά στην τραγωδία
για μια φορά, κι από δω πάνε κι άλλοι.
Μα γόνιμος ποιητής δε βρίσκεται ένας,
μια φράση να μπορεί να πει γενναία.
ΗΡΑ. Γόνιμος; Δηλαδή; ΔΙΟ. Που να συνθέτει
παράτολμες εκφράσεις σαν και τούτες:
100 «σπίτι του Δία, Αιθέρα» ή «χρόνου πόδι»
«σκέψη που να ορκιστεί δε θέλει, γλώσσα
που έξω απ᾽ τη σκέψη παίρνει ψεύτικο όρκο».
ΗΡΑ. Κι εσένα αυτά σ᾽ αρέσουν; ΔΙΟ. Με τρελαίνουν.
ΗΡΑ. Κασκαρίκες· κι εσύ έτσι θα πιστεύεις.
ΔΙΟ. Μη χώνεσαι στη σκέψη μου· έχεις σπίτι.
ΗΡΑ. Μα αυτά είναι σάχλες. ΔΙΟ. Δάσκαλο σε παίρνω
για το φαΐ. ΞΑΝ. (μέσα του.) Για με κανένας λόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου