ΠΡ. τὸ πᾶν πορείας ἥδε τέρμ᾽ ἀκήκοεν.
ὅπως δ᾽ ἂν εἰδῇ μὴ μάτην κλύουσά μου,
825 ἃ πρὶν μολεῖν δεῦρ᾽ ἐκμεμόχθηκεν φράσω,
τεκμήριον τοῦτ᾽ αὐτὸ δοὺς μύθων ἐμῶν.
ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων,
πρὸς αὐτὸ δ᾽ εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων.
ἐπεὶ γὰρ ἦλθες πρὸς Μολοσσὰ γάπεδα,
830 τὴν αἰπύνωτόν τ᾽ ἀμφὶ Δωδώνην, ἵνα
μαντεῖα θᾶκός τ᾽ ἐστὶ Θεσπρωτοῦ Διός,
τέρας τ᾽ ἄπιστον, αἱ προσήγοροι δρύες,
ὑφ᾽ ὧν σὺ λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως
προσηγορεύθης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ
835 μέλλουσ᾽ ἔσεσθαι· τῶνδε προσσαίνει σέ τι;
ἐντεῦθεν οἰστρήσασα τὴν παρακτίαν
κέλευθον ᾖξας πρὸς μέγαν κόλπον Ῥέας,
ἀφ᾽ οὗ παλιμπλάγκτοισι χειμάζῃ δρόμοις·
χρόνον δὲ τὸν μέλλοντα πόντιος μυχός,
840 σαφῶς ἐπίστασ᾽, Ἰόνιος κεκλήσεται,
τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾶσιν βροτοῖς.
σημεῖά σοι τάδ᾽ ἐστὶ τῆς ἐμῆς φρενός,
ὡς δέρκεται πλέον τι τοῦ πεφασμένου.
τὰ λοιπὰ δ᾽ ὑμῖν τῇδέ τ᾽ ἐς κοινὸν φράσω,
845 ἐς ταὐτὸν ἐλθὼν τῶν πάλαι λόγων ἴχνος.
ἔστιν πόλις Κάνωβος ἐσχάτη χθονός,
Νείλου πρὸς αὐτῷ στόματι καὶ προσχώματι·
ἐνταῦθα δή σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα
ἐπαφῶν ἀταρβεῖ χειρὶ καὶ θιγὼν μόνον.
850 ἐπώνυμον δὲ τῶν Διὸς γεννημάτων
τέξεις κελαινὸν Ἔπαφον, ὃς καρπώσεται
ὅσην πλατύρρους Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα·
πέμπτη δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ γέννα πεντηκοντάπαις
πάλιν πρὸς Ἄργος οὐχ ἑκοῦσ᾽ ἐλεύσεται
855 θηλύσπορος, φεύγουσα συγγενῆ γάμον
ἀνεψιῶν· οἱ δ᾽ ἐπτοημένοι φρένας,
κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι,
ἥξουσι θηρεύοντες οὐ θηρασίμους
γάμους, φθόνον δὲ σωμάτων ἕξει θεός·
860 Πελασγία δὲ δέξεται θηλυκτόνῳ
Ἄρει δαμέντων νυκτιφρουρήτῳ θράσει·
γυνὴ γὰρ ἄνδρ᾽ ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ,
δίθηκτον ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος·
τοιάδ᾽ ἐπ᾽ ἐχθροὺς ἐμοὺς ἔλθοι Κύπρις.
865 μίαν δὲ παίδων ἵμερος θέλξει τὸ μὴ
κτεῖναι σύνευνον, ἀλλ᾽ ἀπαμβλυνθήσεται
γνώμην· δυοῖν δὲ θάτερον βουλήσεται,
κλύειν ἄναλκις μᾶλλον ἢ μιαιφόνος·
αὕτη κατ᾽ Ἄργος βασιλικὸν τέξει γένος.
870 μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ᾽ ἐπεξελθεῖν τορῶς.
σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε φύσεται θρασὺς
τόξοισι κλεινός, ὃς πόνων ἐκ τῶνδ᾽ ἐμὲ
λύσει. τοιόνδε χρησμὸν ἡ παλαιγενὴς
μήτηρ ἐμοὶ διῆλθε Τιτανὶς Θέμις·
875 ὅπως δὲ χὤπη, ταῦτα δεῖ μακροῦ λόγου
εἰπεῖν, σύ τ᾽ οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς.
ΙΩ. ἐλελεῦ, ἐλελεῦ,
ὑπό μ᾽ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς
μανίαι θάλπουσ᾽, οἴστρου δ᾽ ἄρδις
880 χρίει μ᾽ ἄπυρος·
κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει,
τροχοδινεῖται δ᾽ ὄμμαθ᾽ ἑλίγδην,
ἔξω δὲ δρόμου φέρομαι λύσσης
πνεύματι μάργῳ, γλώσσης ἀκρατής·
885 θολεροὶ δὲ λόγοι παίουσ᾽ εἰκῇ
στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης.
***
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όλη ώς το τέλος την πορεία της έχει ακούσει
αυτή· μα για να δει πως δεν μιλώ του βρόντου,
θα πω κι όσα πριν έρθει εδώ είχε περάσει,
δίνοντας τούτο απόδειξη για τ᾽ άλλα που είπα·
και για ν᾽ αφήνω τα πολλά κι άδικα λόγια
ευτύς στον τελευταίο σου θα ᾽ρθω το δρόμο.
Λοιπόν αφού έφτασες στων Μολοσσών τη χώρα
830 και κατά τη ψηλόρραχη Δωδώνην, όπου
του Δία του Θεσπρωτού μαντεία κι ο θρόνος είναι
και, θάμ᾽ απίστευτον, οι δρύες οπού μιλούνε
και που σε καληνώρισαν ξάστερα κι όχι
μ᾽ αινίγματα «τη σεβαστή του Δία γυναίκα»
– σου αγγίζει την καρδιά τίποτ᾽ απ᾽ όλα τούτα;
από κει ο οίστρος σ᾽ έσφιξε κι έδωσες δρόμο
κατάγιαλα προς τον πλατύ της Ρέας τον κόρφο,
απ᾽ όπου πίσω γύρισες σε νέες φουρτούνες.
Μα σε μελλούμενους καιρούς αυτός ο πόντος
840 Ιόνιος θα ονομαστεί, σου λέω να ξέρεις,
για να θυμάει το δρόμο σου σ᾽ όλο τον κόσμο.
Σημάδια λοιπόν έχε αυτά, πως βλέπει κάτι
πιότερο κι απ᾽ το φανερό εμένα ο νους μου.
Τώρα για σας και αυτήν μαζί θα πω όσα μένουν
γυρνώντας πίσω στα παλιά των λόγων χνάρια.
Στην άκρη άκρη της γης του Νείλου είναι μια πόλη,
ο Κάνωβος, στις ίδιες εκβολές του επάνω·
εδώ σε φέρνει πάλι ο Δίας στα λογικά σου
μ᾽ άσφαλτο χέρι αγγίζοντας – μ᾽ επαφή μόνο.
850 κι έτσι απ᾽ το Δία μαύρο γιο θενα γεννήσεις,
τον Έπαφο με τ᾽ όνομα, που όση ποτίζει
χώραν ο Νείλος ο πλατύς θα εξουσιάσει.
Κι απ᾽ αυτόν πέμπτη γενεά οι πενήντα κόρες
στο Άργος θα ᾽ρθούνε πίσω, δίχως να το θέλουν,
για ν᾽ αποφύγουν το συγγενικό το γάμο
με τους ξαδέρφους των, που ποθοπλανταγμένοι,
σαν τα γεράκια απόκοντα στις περιστέρες,
κυνηγώντας θα ᾽ρθουν ακυνήγητους γάμους.
Μα ο Θεός δε θα τους αξιώσει να χαρούνε
τα σώματά τους· κι από θηλυκιάν αντρεία
και νυχτοφύλακτην αποκοτιά πεσμένους
860 θα δεχτεί η γη του Πελασγού, και καθενός των
θα πάρει η καθεμιά γυναίκα τη ζωή τους,
μπήχνοντας δίστομο σπαθί μες στις σφαγές των.
Τέτοιος να πέφτει ο Έρωτας και στους εχθρούς μου!
Μόνο μιαν απ᾽ τις κόρες θα γητέψει η αγάπη,
να μη σφάξει το ταίρι της και με τη γνώμη
στομωμένη, κάλλιο απ᾽ τα δυο θα προτιμήσει
άναντρη ν᾽ ακουστεί ή μιαρή αντροφόνα.
Αυτή γενεά βασιλική θενα γεννήσει
870 στο Άργος· μα θα ᾽θελε πολλά λόγια όλα τούτα
να λέω καταλεπτώς· μα όπως και να ᾽ναι, θά ᾽βγει
τοξότης απ᾽ το σπέρμα αυτό ξακουστός ήρως,
που απ᾽ τα βάσαν᾽ αυτά και μένα θα λυτρώσει.
Τέτοιο κρατώ χρησμό απ᾽ την πανάρχαια Θέμη
την Τιτανίδα τη μητέρα μου, μα θέλει
πολύν καιρό, το πώς και τί να σου ιστορήσω
και συ δε θα ᾽χες διάφορο να μου τ᾽ ακούσεις.
ΙΩ
Ωχ! αλί κι απ᾽ αλί!
Πάλι αρχίζει σπασμός και μανίας ταραγμός
να πυρώνει το νου μου, και τρέλας κεντρί
880 με φωτιά δίχως φλόγα μ᾽ ανάφτει.
Μες στα στήθια από τον τρόμο λαχτίζ᾽ η καρδιά,
τροχοφέρνουν τα μάτια ένα γύρο.
κι όξω δρόμου με παίρνει και φέρνει όξω νου
η άγρια μπόρα της λύσσας και δεν κυβερνώ
πια τη γλώσσα· μα λόγια άλλ᾽ αντ᾽ άλλα θολά
με της μαύρης τα κύματα της συμφοράς
μιαν ερχόνται, μια πάνε.
ὅπως δ᾽ ἂν εἰδῇ μὴ μάτην κλύουσά μου,
825 ἃ πρὶν μολεῖν δεῦρ᾽ ἐκμεμόχθηκεν φράσω,
τεκμήριον τοῦτ᾽ αὐτὸ δοὺς μύθων ἐμῶν.
ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων,
πρὸς αὐτὸ δ᾽ εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων.
ἐπεὶ γὰρ ἦλθες πρὸς Μολοσσὰ γάπεδα,
830 τὴν αἰπύνωτόν τ᾽ ἀμφὶ Δωδώνην, ἵνα
μαντεῖα θᾶκός τ᾽ ἐστὶ Θεσπρωτοῦ Διός,
τέρας τ᾽ ἄπιστον, αἱ προσήγοροι δρύες,
ὑφ᾽ ὧν σὺ λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως
προσηγορεύθης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ
835 μέλλουσ᾽ ἔσεσθαι· τῶνδε προσσαίνει σέ τι;
ἐντεῦθεν οἰστρήσασα τὴν παρακτίαν
κέλευθον ᾖξας πρὸς μέγαν κόλπον Ῥέας,
ἀφ᾽ οὗ παλιμπλάγκτοισι χειμάζῃ δρόμοις·
χρόνον δὲ τὸν μέλλοντα πόντιος μυχός,
840 σαφῶς ἐπίστασ᾽, Ἰόνιος κεκλήσεται,
τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾶσιν βροτοῖς.
σημεῖά σοι τάδ᾽ ἐστὶ τῆς ἐμῆς φρενός,
ὡς δέρκεται πλέον τι τοῦ πεφασμένου.
τὰ λοιπὰ δ᾽ ὑμῖν τῇδέ τ᾽ ἐς κοινὸν φράσω,
845 ἐς ταὐτὸν ἐλθὼν τῶν πάλαι λόγων ἴχνος.
ἔστιν πόλις Κάνωβος ἐσχάτη χθονός,
Νείλου πρὸς αὐτῷ στόματι καὶ προσχώματι·
ἐνταῦθα δή σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα
ἐπαφῶν ἀταρβεῖ χειρὶ καὶ θιγὼν μόνον.
850 ἐπώνυμον δὲ τῶν Διὸς γεννημάτων
τέξεις κελαινὸν Ἔπαφον, ὃς καρπώσεται
ὅσην πλατύρρους Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα·
πέμπτη δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ γέννα πεντηκοντάπαις
πάλιν πρὸς Ἄργος οὐχ ἑκοῦσ᾽ ἐλεύσεται
855 θηλύσπορος, φεύγουσα συγγενῆ γάμον
ἀνεψιῶν· οἱ δ᾽ ἐπτοημένοι φρένας,
κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι,
ἥξουσι θηρεύοντες οὐ θηρασίμους
γάμους, φθόνον δὲ σωμάτων ἕξει θεός·
860 Πελασγία δὲ δέξεται θηλυκτόνῳ
Ἄρει δαμέντων νυκτιφρουρήτῳ θράσει·
γυνὴ γὰρ ἄνδρ᾽ ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ,
δίθηκτον ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος·
τοιάδ᾽ ἐπ᾽ ἐχθροὺς ἐμοὺς ἔλθοι Κύπρις.
865 μίαν δὲ παίδων ἵμερος θέλξει τὸ μὴ
κτεῖναι σύνευνον, ἀλλ᾽ ἀπαμβλυνθήσεται
γνώμην· δυοῖν δὲ θάτερον βουλήσεται,
κλύειν ἄναλκις μᾶλλον ἢ μιαιφόνος·
αὕτη κατ᾽ Ἄργος βασιλικὸν τέξει γένος.
870 μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ᾽ ἐπεξελθεῖν τορῶς.
σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε φύσεται θρασὺς
τόξοισι κλεινός, ὃς πόνων ἐκ τῶνδ᾽ ἐμὲ
λύσει. τοιόνδε χρησμὸν ἡ παλαιγενὴς
μήτηρ ἐμοὶ διῆλθε Τιτανὶς Θέμις·
875 ὅπως δὲ χὤπη, ταῦτα δεῖ μακροῦ λόγου
εἰπεῖν, σύ τ᾽ οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς.
ΙΩ. ἐλελεῦ, ἐλελεῦ,
ὑπό μ᾽ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς
μανίαι θάλπουσ᾽, οἴστρου δ᾽ ἄρδις
880 χρίει μ᾽ ἄπυρος·
κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει,
τροχοδινεῖται δ᾽ ὄμμαθ᾽ ἑλίγδην,
ἔξω δὲ δρόμου φέρομαι λύσσης
πνεύματι μάργῳ, γλώσσης ἀκρατής·
885 θολεροὶ δὲ λόγοι παίουσ᾽ εἰκῇ
στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης.
***
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όλη ώς το τέλος την πορεία της έχει ακούσει
αυτή· μα για να δει πως δεν μιλώ του βρόντου,
θα πω κι όσα πριν έρθει εδώ είχε περάσει,
δίνοντας τούτο απόδειξη για τ᾽ άλλα που είπα·
και για ν᾽ αφήνω τα πολλά κι άδικα λόγια
ευτύς στον τελευταίο σου θα ᾽ρθω το δρόμο.
Λοιπόν αφού έφτασες στων Μολοσσών τη χώρα
830 και κατά τη ψηλόρραχη Δωδώνην, όπου
του Δία του Θεσπρωτού μαντεία κι ο θρόνος είναι
και, θάμ᾽ απίστευτον, οι δρύες οπού μιλούνε
και που σε καληνώρισαν ξάστερα κι όχι
μ᾽ αινίγματα «τη σεβαστή του Δία γυναίκα»
– σου αγγίζει την καρδιά τίποτ᾽ απ᾽ όλα τούτα;
από κει ο οίστρος σ᾽ έσφιξε κι έδωσες δρόμο
κατάγιαλα προς τον πλατύ της Ρέας τον κόρφο,
απ᾽ όπου πίσω γύρισες σε νέες φουρτούνες.
Μα σε μελλούμενους καιρούς αυτός ο πόντος
840 Ιόνιος θα ονομαστεί, σου λέω να ξέρεις,
για να θυμάει το δρόμο σου σ᾽ όλο τον κόσμο.
Σημάδια λοιπόν έχε αυτά, πως βλέπει κάτι
πιότερο κι απ᾽ το φανερό εμένα ο νους μου.
Τώρα για σας και αυτήν μαζί θα πω όσα μένουν
γυρνώντας πίσω στα παλιά των λόγων χνάρια.
Στην άκρη άκρη της γης του Νείλου είναι μια πόλη,
ο Κάνωβος, στις ίδιες εκβολές του επάνω·
εδώ σε φέρνει πάλι ο Δίας στα λογικά σου
μ᾽ άσφαλτο χέρι αγγίζοντας – μ᾽ επαφή μόνο.
850 κι έτσι απ᾽ το Δία μαύρο γιο θενα γεννήσεις,
τον Έπαφο με τ᾽ όνομα, που όση ποτίζει
χώραν ο Νείλος ο πλατύς θα εξουσιάσει.
Κι απ᾽ αυτόν πέμπτη γενεά οι πενήντα κόρες
στο Άργος θα ᾽ρθούνε πίσω, δίχως να το θέλουν,
για ν᾽ αποφύγουν το συγγενικό το γάμο
με τους ξαδέρφους των, που ποθοπλανταγμένοι,
σαν τα γεράκια απόκοντα στις περιστέρες,
κυνηγώντας θα ᾽ρθουν ακυνήγητους γάμους.
Μα ο Θεός δε θα τους αξιώσει να χαρούνε
τα σώματά τους· κι από θηλυκιάν αντρεία
και νυχτοφύλακτην αποκοτιά πεσμένους
860 θα δεχτεί η γη του Πελασγού, και καθενός των
θα πάρει η καθεμιά γυναίκα τη ζωή τους,
μπήχνοντας δίστομο σπαθί μες στις σφαγές των.
Τέτοιος να πέφτει ο Έρωτας και στους εχθρούς μου!
Μόνο μιαν απ᾽ τις κόρες θα γητέψει η αγάπη,
να μη σφάξει το ταίρι της και με τη γνώμη
στομωμένη, κάλλιο απ᾽ τα δυο θα προτιμήσει
άναντρη ν᾽ ακουστεί ή μιαρή αντροφόνα.
Αυτή γενεά βασιλική θενα γεννήσει
870 στο Άργος· μα θα ᾽θελε πολλά λόγια όλα τούτα
να λέω καταλεπτώς· μα όπως και να ᾽ναι, θά ᾽βγει
τοξότης απ᾽ το σπέρμα αυτό ξακουστός ήρως,
που απ᾽ τα βάσαν᾽ αυτά και μένα θα λυτρώσει.
Τέτοιο κρατώ χρησμό απ᾽ την πανάρχαια Θέμη
την Τιτανίδα τη μητέρα μου, μα θέλει
πολύν καιρό, το πώς και τί να σου ιστορήσω
και συ δε θα ᾽χες διάφορο να μου τ᾽ ακούσεις.
ΙΩ
Ωχ! αλί κι απ᾽ αλί!
Πάλι αρχίζει σπασμός και μανίας ταραγμός
να πυρώνει το νου μου, και τρέλας κεντρί
880 με φωτιά δίχως φλόγα μ᾽ ανάφτει.
Μες στα στήθια από τον τρόμο λαχτίζ᾽ η καρδιά,
τροχοφέρνουν τα μάτια ένα γύρο.
κι όξω δρόμου με παίρνει και φέρνει όξω νου
η άγρια μπόρα της λύσσας και δεν κυβερνώ
πια τη γλώσσα· μα λόγια άλλ᾽ αντ᾽ άλλα θολά
με της μαύρης τα κύματα της συμφοράς
μιαν ερχόνται, μια πάνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου