Ως γονείς, όλοι έχουμε προσδοκίες από τα παιδιά μας. Για πολλούς από εμάς, φαίνεται ότι αυτές οι προσδοκίες δεν έχουν καμία σημασία, και στο τέλος, τα παιδιά μας θα κάνουν αυτό που εκείνα θέλουν, ασχέτως του τι θέλουμε εμείς γι’ αυτά. Αλλά φαίνεται ότι οι προσδοκίες μας αποτελούν ισχυρά κίνητρα για τη συμπεριφορά των παιδιών, είτε το συνειδητοποιούμε, είτε όχι.
Για να σκιαγραφήσουμε πόσο ισχυρές είναι, ας ξεκινήσουμε αναφέροντας μια κλασική μελέτη στην ψυχολογία που δεν περιλαμβάνει παιδιά, αλλά ποντίκια (το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών στην ψυχολογία ξεκινά από τα εργαστηριακά ποντίκια). Στην έρευνα, προπτυχιακοί φοιτητές μπήκαν σε ένα εργαστήριο και τους είπαν ότι πρόκειται να αναπαράγουν ένα προηγούμενο πείραμα. Τους δόθηκαν δύο είδη λευκών ποντικιών και στο πέρασμα μιας εβδομάδας, τους ζήτησαν να εκπαιδεύσουν τα ποντίκια να τρέχουν σε έναν λαβύρινθο.
Στους μισούς φοιτητές είπαν ότι τους δόθηκαν «έξυπνα» ποντίκια, τα οποία με βάση την κληρονομικότητα, θα έπρεπε να μάθουν γρήγορα να τρέχουν στον λαβύρινθο. Στους άλλους μισούς είπαν ότι τους δόθηκαν «τεμπέλικα» ποντίκια, άρα θα έχουν χαμηλότερη αποτελεσματικότητα στην εργασία τους. Στο τέλος του πειράματος, τα «έξυπνα» ποντίκια πράγματι έτρεχαν στον λαβύρινθο με μεγαλύτερη επιτυχία από τα άλλα. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των πέντε ημερών, τα «έξυπνα» ποντίκια έδειξαν σημάδια μάθησης, ενώ τα «τεμπέλικα» επέδειξαν μικρή ή καμία βελτίωση.
Κι όμως, τα ποντίκια δεν είχαν καμία τέτοια διαφορά μεταξύ τους στην αρχή της έρευνας, δεν ήταν ούτε πιο «έξυπνα», ούτε πιο «βαριεστημένα». Πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να εξηγήσουμε αυτά τα αποτελέσματα; Οι ερευνητές συμπέραναν ότι επειδή οι σπουδαστές είχαν διαφορετικές προσδοκίες για το πώς θα συμπεριφέρονταν τα ποντίκια τους, τους συμπεριφέρθηκαν διαφορετικά όσο τα εκπαίδευαν με τρόπους που ταίριαζαν στην αναμενόμενη δυναμική τους.
Το φαινόμενο – όπου οι προσδοκίες εδώ μεταφράζονται σε πραγματικές διαφορές στη συμπεριφορά – αποκαλείται «φαινόμενο Rosenthal» από τον ερευνητή. Μπορεί να αναρωτιέστε πώς σχετίζεται αυτό με τα παιδιά; Φαίνεται ότι οι ίδιοι ερευνητές βρήκαν παρόμοια αποτελέσματα σε παιδιά δημοτικού λίγα χρόνια μετά. Δεν ζήτησαν προφανώς από τα παιδιά να τρέχουν σε λαβύρινθο. Αντιθέτως, χορήγησαν σε 18 δημοτικά σχολεία ένα τεστ IQ στην αρχή της σχολικής χρονιάς. Ύστερα, είπαν στους δασκάλους με βάση το τεστ, ότι εντόπισαν πως το 20% των παιδιών σε κάθε τάξη είχε μεγάλες δυνατότητες προόδου κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Βέβαια, αυτά τα αποτελέσματα δεν ίσχυαν, ήταν τυχαία.
Ωστόσο, στο τέλος της σχολικής χρονιάς, αυτό το ποσοστό πράγματι τα πήγε καλύτερα και παρουσίασε αύξηση στο IQ σε σύγκριση με τους συμμαθητές του. Με άλλα λόγια, οι δάσκαλοι, νομίζοντας ότι αυτά τα παιδιά είναι ξεχωριστά, «προκάλεσαν» την πρόοδό τους. Ακόμα περισσότερες έρευνες στηρίζουν αυτά τα ευρήματα. Για παράδειγμα, σίγουρα θα γνωρίζετε ότι τα αγόρια υποτίθεται ότι τα πηγαίνουν καλύτερα από τα κορίτσια στα μαθηματικά. Πρόκειται για έναν ατυχή μύθο, αλλά με κάποιο τρόπο τα αγόρια τελικά τα καταφέρνουν καλύτερα στα μαθηματικά του λυκείου. Σε μικρότερες ηλικίες, τα κορίτσια έχουν την ίδια επίδοση όσο και τα αγόρια. Αλλά οι γονείς, βασισμένοι σε αυτό το μύθο, έχουν μεγαλύτερες προσδοκίες από τα αγόρια.
Μπορείτε να φανταστείτε ότι αν το IQ μπορεί να επηρεαστεί από τις προσδοκίες ενός δασκάλου για τις ικανότητες ενός παιδιού, το ίδιο μπορεί να επηρεαστεί και η δεξιότητα των μαθηματικών. Τα κορίτσια λοιπόν μένουν πίσω επειδή αναμένεται ότι αυτό ακριβώς θα γίνει. Και πράγματι, σε μια πρόσφατη έρευνα που μελετούσε τη σχέση ανάμεσα στις προσδοκίες των γονιών και την επίδοση του παιδιού τους στα μαθηματικά, οι ερευνητές ανέφεραν ότι οι περισσότερες μητέρες πίστευαν πως τα αγόρια ήταν καλύτερα από τα κορίτσια και το χειρότερο είναι ότι το ίδιο πίστευαν και οι κόρες τους για τις ικανότητές τους. Τα κορίτσια μέχρι την ηλικία των 16 ετών αρχίζουν ήδη σταδιακά να χάνουν το ενδιαφέρον τους για «έξυπνα» παιχνίδια και σπάνια αναφέρουν ότι ένα άλλο κορίτσι είναι πραγματικά έξυπνο.
Η ουσία εδώ είναι ότι οι προσδοκίες μας από τα παιδιά – είτε τις γνωρίζουν είτε όχι – μπορούν πραγματικά να επηρεάσουν τη συμπεριφορά τους. Ορισμένες φορές, δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε τις προσδοκίες μας, απλά εμφανίζονται. Αλλά τώρα που γνωρίζουμε ότι επηρεάζουν τις συμπεριφορές των παιδιών μας, δεν είναι κακή ιδέα να περιμένουμε από αυτά απλά το καλύτερο χωρίς πίεση.
Για να σκιαγραφήσουμε πόσο ισχυρές είναι, ας ξεκινήσουμε αναφέροντας μια κλασική μελέτη στην ψυχολογία που δεν περιλαμβάνει παιδιά, αλλά ποντίκια (το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών στην ψυχολογία ξεκινά από τα εργαστηριακά ποντίκια). Στην έρευνα, προπτυχιακοί φοιτητές μπήκαν σε ένα εργαστήριο και τους είπαν ότι πρόκειται να αναπαράγουν ένα προηγούμενο πείραμα. Τους δόθηκαν δύο είδη λευκών ποντικιών και στο πέρασμα μιας εβδομάδας, τους ζήτησαν να εκπαιδεύσουν τα ποντίκια να τρέχουν σε έναν λαβύρινθο.
Στους μισούς φοιτητές είπαν ότι τους δόθηκαν «έξυπνα» ποντίκια, τα οποία με βάση την κληρονομικότητα, θα έπρεπε να μάθουν γρήγορα να τρέχουν στον λαβύρινθο. Στους άλλους μισούς είπαν ότι τους δόθηκαν «τεμπέλικα» ποντίκια, άρα θα έχουν χαμηλότερη αποτελεσματικότητα στην εργασία τους. Στο τέλος του πειράματος, τα «έξυπνα» ποντίκια πράγματι έτρεχαν στον λαβύρινθο με μεγαλύτερη επιτυχία από τα άλλα. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των πέντε ημερών, τα «έξυπνα» ποντίκια έδειξαν σημάδια μάθησης, ενώ τα «τεμπέλικα» επέδειξαν μικρή ή καμία βελτίωση.
Κι όμως, τα ποντίκια δεν είχαν καμία τέτοια διαφορά μεταξύ τους στην αρχή της έρευνας, δεν ήταν ούτε πιο «έξυπνα», ούτε πιο «βαριεστημένα». Πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να εξηγήσουμε αυτά τα αποτελέσματα; Οι ερευνητές συμπέραναν ότι επειδή οι σπουδαστές είχαν διαφορετικές προσδοκίες για το πώς θα συμπεριφέρονταν τα ποντίκια τους, τους συμπεριφέρθηκαν διαφορετικά όσο τα εκπαίδευαν με τρόπους που ταίριαζαν στην αναμενόμενη δυναμική τους.
Το φαινόμενο – όπου οι προσδοκίες εδώ μεταφράζονται σε πραγματικές διαφορές στη συμπεριφορά – αποκαλείται «φαινόμενο Rosenthal» από τον ερευνητή. Μπορεί να αναρωτιέστε πώς σχετίζεται αυτό με τα παιδιά; Φαίνεται ότι οι ίδιοι ερευνητές βρήκαν παρόμοια αποτελέσματα σε παιδιά δημοτικού λίγα χρόνια μετά. Δεν ζήτησαν προφανώς από τα παιδιά να τρέχουν σε λαβύρινθο. Αντιθέτως, χορήγησαν σε 18 δημοτικά σχολεία ένα τεστ IQ στην αρχή της σχολικής χρονιάς. Ύστερα, είπαν στους δασκάλους με βάση το τεστ, ότι εντόπισαν πως το 20% των παιδιών σε κάθε τάξη είχε μεγάλες δυνατότητες προόδου κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Βέβαια, αυτά τα αποτελέσματα δεν ίσχυαν, ήταν τυχαία.
Ωστόσο, στο τέλος της σχολικής χρονιάς, αυτό το ποσοστό πράγματι τα πήγε καλύτερα και παρουσίασε αύξηση στο IQ σε σύγκριση με τους συμμαθητές του. Με άλλα λόγια, οι δάσκαλοι, νομίζοντας ότι αυτά τα παιδιά είναι ξεχωριστά, «προκάλεσαν» την πρόοδό τους. Ακόμα περισσότερες έρευνες στηρίζουν αυτά τα ευρήματα. Για παράδειγμα, σίγουρα θα γνωρίζετε ότι τα αγόρια υποτίθεται ότι τα πηγαίνουν καλύτερα από τα κορίτσια στα μαθηματικά. Πρόκειται για έναν ατυχή μύθο, αλλά με κάποιο τρόπο τα αγόρια τελικά τα καταφέρνουν καλύτερα στα μαθηματικά του λυκείου. Σε μικρότερες ηλικίες, τα κορίτσια έχουν την ίδια επίδοση όσο και τα αγόρια. Αλλά οι γονείς, βασισμένοι σε αυτό το μύθο, έχουν μεγαλύτερες προσδοκίες από τα αγόρια.
Μπορείτε να φανταστείτε ότι αν το IQ μπορεί να επηρεαστεί από τις προσδοκίες ενός δασκάλου για τις ικανότητες ενός παιδιού, το ίδιο μπορεί να επηρεαστεί και η δεξιότητα των μαθηματικών. Τα κορίτσια λοιπόν μένουν πίσω επειδή αναμένεται ότι αυτό ακριβώς θα γίνει. Και πράγματι, σε μια πρόσφατη έρευνα που μελετούσε τη σχέση ανάμεσα στις προσδοκίες των γονιών και την επίδοση του παιδιού τους στα μαθηματικά, οι ερευνητές ανέφεραν ότι οι περισσότερες μητέρες πίστευαν πως τα αγόρια ήταν καλύτερα από τα κορίτσια και το χειρότερο είναι ότι το ίδιο πίστευαν και οι κόρες τους για τις ικανότητές τους. Τα κορίτσια μέχρι την ηλικία των 16 ετών αρχίζουν ήδη σταδιακά να χάνουν το ενδιαφέρον τους για «έξυπνα» παιχνίδια και σπάνια αναφέρουν ότι ένα άλλο κορίτσι είναι πραγματικά έξυπνο.
Η ουσία εδώ είναι ότι οι προσδοκίες μας από τα παιδιά – είτε τις γνωρίζουν είτε όχι – μπορούν πραγματικά να επηρεάσουν τη συμπεριφορά τους. Ορισμένες φορές, δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε τις προσδοκίες μας, απλά εμφανίζονται. Αλλά τώρα που γνωρίζουμε ότι επηρεάζουν τις συμπεριφορές των παιδιών μας, δεν είναι κακή ιδέα να περιμένουμε από αυτά απλά το καλύτερο χωρίς πίεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου