Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

Ο ρόλος της Φιλοσοφίας και η άρρηκτη σύνδεσή της με την Επιστήμη

Ο Bertrand Russell κάποτε συνέκρινε τους κλάδους της ανθρώπινης γνώσης με μια αρχειοθήκη, όπου το υλικό με το οποίο ασχολούνταν οι φιλόσοφοι βρισκόταν στο ντουλάπι με την ένδειξη «Δεν Ξέρω». Μόλις μάθουμε αρκετά για ένα δεδομένο θέμα ώστε να μπορούμε να προσεγγίσουμε τα ερωτήματά του με συστηματικό τρόπο, τα περιεχόμενα μεταφέρονται σ’ ένα άλλο ντουλάπι με διαφορετική ένδειξη, είτε αυτή είναι «Φυσική» είτε «Ψυχολογία» είτε «Οικονομικά». Πρόκειται για μια δίκαιη περιγραφή της ιστορίας της φιλοσοφίας, από την οποία έχουν κατά καιρούς προκύψει νέοι κλάδοι, νέες επιστήμες. Εξηγεί επίσης την ψευδαίσθηση ότι η φιλοσοφία δεν πετυχαίνει ποτέ τίποτα. Οι φιλόσοφοι ποτέ δεν εισπράττουν αναγνώριση για τις επιτυχίες τους, γιατί, μόλις συντελεστεί πραγματική πρόοδος σ’ ένα θέμα, τους το παίρνουν από τα χέρια και το δίνουν στους καινούργιους κηδεμόνες τους. Ο Sir Ισαάκ Νεύτων έγραψε το Principia και ο Adam Smith το Ο Πλούτος των Εθνών με την ιδιότητά τους ως φιλοσόφων, αλλά σήμερα ο κόσμος τους θυμάται ως φυσικό και οικονομολόγο αντίστοιχα. Ο σύγχρονος στοχαστής Noam Chomsky περιγράφεται ως φιλόσοφος καθώς και ως ο θεμελιωτής της γλωσσολογίας, αλλά το πρώτο μισό του τίτλου του κάποια μέρα θα εκλείψει από τις εγκυκλοπαίδειες.

Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει στην πρόσφατη διαπίστωση ότι, από τη στιγμή που η φιλοσοφία φαίνεται να επιτυγχάνει όταν δημιουργεί νέες επιστήμες, το όλο αντικείμενο θα έπρεπε να γίνει επιστήμη. Το να απαιτούμε η σκέψη να γίνεται πάντα και μόνο σύμφωνα με αυστηρές επιστημονικές αρχές θα σήμαινε ότι με κάποια αντικείμενα – αυτά για τα οποία γνωρίζουμε λιγότερα – δεν θα ασχολούμασταν ποτέ, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσονται νέοι επιστημονικοί κλάδοι. Ωστόσο, το θέμα αφορά κάτι περισσότερο από το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να καλλιεργούνται οι ιδέες, καθώς αυτό προϋποθέτει ότι προορισμός κάθε χρήσιμης ερευνητικής μεθόδου είναι να γίνει επιστημονική μέθοδος. Η διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία και την επιστήμη είναι συχνά θέμα συγχρονισμού παρά κατανομής αντικειμένων. Μερικές φορές η φιλοσοφία καταλήγει στην επιστήμη. Πολύ περιστασιακά επιλύει κάποιο πρόβλημα χωρίς να δημιουργεί έναν καινούργιο επιστημονικό κλάδο και, κάποιες φορές, αυτό συμβαίνει επειδή το πρόβλημα έχει διαλυθεί αντί να επιλυθεί.

Μπορεί ο οποιοσδήποτε να κατανοήσει σύνθετες φιλοσοφικές έννοιες;

Ο κόσμος φαντάζεται πως απαντήσεις μπορεί να συλλέξει ο καθένας, θαρρείς και είναι μήλα. Κάτι τέτοιο δεν είναι παρά ευσεβής πόθος. Κάποιες αλήθειες βρίσκονται στα χαμηλότερα κλαδιά, όπου μπορούμε εύκολα να τις πιάσουμε ενώ άλλες θα ήταν άπιαστες χωρίς την εφεύρεση της σκάλας. Παρόλο που είναι σκληρό να φανταζόμαστε τους φιλοσόφους παλιότερων γενεών – οι οποίοι συχνά ήταν μεγάλες ιδιοφυΐες – να δουλεύουν όλη τους τη ζωή χωρίς την ελπίδα πως κάποτε θα βρουν την αλήθεια, πολλοί απ’ αυτούς έκαναν αυτό ακριβώς. Ίσως αυτοί οι στοχαστές παρήγαν εσφαλμένες θεωρίες και ατελέσφορα επιχειρήματα επειδή δεν σκέφτονταν αρκετά ή προσεκτικά. Ωστόσο το πρόβλημα είναι πιο απλό: δεν διέθεταν τον κατάλληλο εξοπλισμό για να βρουν αυτό που έψαχναν, γιατί δεν υπήρχε τέτοιος εξοπλισμός.

Ο εξοπλισμός αυτός έχει πολλές μορφές: ένα συγκεκριμένο είδος επιχειρήματος ή ένα λογικό τέχνασμα, ένα μηχανικό βοήθημα όπως ένας σαρωτής εγκεφάλου ή μια φωτογραφία της Γης από το διάστημα. Όσο καλή κι αν είναι η όρασή μας, δεν επρόκειτο ποτέ να κατανοήσουμε τα αστέρια ή να καταλάβουμε ότι αυτές οι κουκκίδες φωτός στον νυχτερινό ουρανό είναι αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως αστέρια απλώς κοιτάζοντάς τα. Το τηλεσκόπιο, από την άλλη, έδωσε τη δυνατότητα ακόμα και σ’ αυτούς με σχετικά αδύνατη όραση να μπορούν να δουν τους πλανήτες. Αναμφίβολα υπάρχουν πολλά προβλήματα που σήμερα είναι άλυτα γιατί δεν διαθέτουμε τον εξοπλισμό που ενδέχεται να είναι διαθέσιμος στους απογόνους μας. Δεν είναι τόσο η επιστήμη που είναι σημαντική για την ανακάλυψη της αλήθειας, όσο η τεχνολογία με τη μία ή την άλλη μορφή. Εν μέρει, ο λόγος των παλιότερων αποτυχιών της φιλοσοφίας είναι ο ίδιος με τον λόγο για τον οποίο πέτυχαν οι πρώτες ιπτάμενες μηχανές και οι πρώτες προσπάθειες θεραπείας ασθενειών: δεν ήταν διαθέσιμα μέσα.

Μια άλλη συνηθισμένη οδός προσέγγισης του θέματος, την οποία ακολουθούν ο Wittgenstein και ο Gottfried Leibniz μεταξύ άλλων, ήταν οι μαθηματικές σπουδές. Ένα τέτοιο υπόβαθρο ενδεχομένως να προετοιμάζει κάποιον καλύτερα ν’ αποδεχτεί τις ιδιότυπες ανταμοιβές της φιλοσοφικής έρευνας και να έχει την ίδια στάση που εκφράζει ο φυσικός Richard Feynman:

«Έχω έναν φίλο που είναι καλλιτέχνης, και ενίοτε έχει απόψεις με τις οποίες δεν συμφωνώ απολύτως. Κρατάει ένα λουλούδι και λέει «Κοίτα τι όμορφο που είναι», και συμφωνώ. Και μετά λέει «Βλέπεις, εγώ ως καλλιτέχνης μπορώ να δω πόσο όμορφο είναι, αλλά εσύ, ως επιστήμονας, το αναλύεις και το μετατρέπεις σε ένα ανιαρό πράγμα». Θεωρώ πως είναι λιγάκι παλαβός. Κατ’ αρχάς, το είδος της ομορφιάς που βλέπει μπορούν να το δουν κι άλλοι άνθρωποι, κι εγώ επίσης, θέλω να πιστεύω, παρόλο που μπορεί να μην είμαι τόσο αισθητικά εκλεπτυσμένος όσο εκείνος. Μπορώ να εκτιμήσω την ομορφιά ενός λουλουδιού και την ίδια στιγμή βλέπω πολύ περισσότερα σχετικά με το λουλούδι απ’ ό,τι αυτός. Μπορώ να φανταστώ τα κύτταρά του, τις περίπλοκες διεργασίες μέσα του, που επίσης έχουν ομορφιά. Δεν είναι μόνο η ομορφιά σ’ αυτή τη διάσταση του ενός εκατοστού: υπάρχει ομορφιά και σε μια μικρότερη διάσταση, η εσωτερική δομή… οι διεργασίες επίσης. Το γεγονός ότι τα χρώματα στο λουλούδι εξελίσσονται, ώστε να προσελκύουν έντομα για να το γονιμοποιήσουν, είναι ενδιαφέρον – σημαίνει ότι τα έντομα μπορούν να δουν τα χρώματα. Και γεννά ένα ερώτημα: άραγε αυτή η αισθητική υπάρχει και στις χαμηλότερες μορφές; Ή γιατί είναι αισθητική; Υπάρχουν πάρα πολλά ενδιαφέροντα ερωτήματα που μόνο η επιστημονική γνώση μπορεί να προσθέσει στη χαρά και το μυστήριο και το δέος ενός λουλουδιού».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου