ΧΟ. καὶ μὴν βαρεῖαν τήνδ᾽ ὁμιλίαν χθονὸς
ξύμβουλός εἰμι μηδαμῶς ἀτιμάσαι.
ΑΠ. κἄγωγε χρησμοὺς τοὺς ἐμούς τε καὶ Διὸς
ταρβεῖν κελεύω μηδ᾽ ἀκαρπώτους κτίσαι.
715 ΧΟ. ἀλλ᾽ αἱματηρὰ πράγματ᾽ οὐ λαχὼν σέβεις,
μαντεῖα δ᾽ οὐκέθ᾽ ἁγνὰ μαντεύσῃ νέμων.
ΑΠ. ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων
πρωτοκτόνοισι προστροπαῖς Ἰξίονος;
ΧΟ. λέγεις· ἐγὼ δὲ μὴ τυχοῦσα τῆς δίκης
720 βαρεῖα χώρᾳ τῇδ᾽ ὁμιλήσω πάλιν.
ΑΠ. ἀλλ᾽ ἔν τε τοῖς νέοισι καὶ παλαιτέροις
θεοῖς ἄτιμος εἶ σύ· νικήσω δ᾽ ἐγώ.
ΧΟ. τοιαῦτ᾽ ἔδρασας καὶ Φέρητος ἐν δόμοις·
Μοίρας ἔπεισας ἀφθίτους θεῖναι βροτούς.
725 ΑΠ. οὔκουν δίκαιον τὸν σέβοντ᾽ εὐεργετεῖν,
ἄλλως τε πάντως χὤτε δεόμενος τύχοι;
ΧΟ. σύ τοι παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας
οἴνῳ παρηπάφησας ἀρχαίας θεάς.
ΑΠ. σύ τοι τάχ᾽ οὐκ ἔχουσα τῆς δίκης τέλος
730 ἐμῇ τὸν ἰὸν οὐδὲν ἐχθροῖσιν βαρύν.
ΧΟ. ἐπεὶ καθιππάζῃ με πρεσβῦτιν νέος,
δίκης γενέσθαι τῆσδ᾽ ἐπήκοος μένω,
ὡς ἀμφίβουλος οὖσα θυμοῦσθαι πόλει.
***
ΧΟΡΟΣ
Μα τη βαριά την παρουσία μας για τη χώρα
να μην περιφρονήσετε, συμβουλή δίνω
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Κι εγώ σας λέω, τους χρησμούς μου και του Δία
φυλαχτείτε μην κάμετε κι άδικα πάνε.
ΧΟΡΟΣ
Για φονικά να γνοιάζεσαι δεν είν᾽ δουλειά σου
κι αγνά δε θα ᾽χεις πια μαντεία χρησμούς να δίνεις.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Να ᾽σφαλε κι ο πατέρας λες, όταν ο πρώτος
Ιξίονας ο φονιάς τού πρόσπεσεν ικέτης;
ΧΟΡΟΣ
Εσύ το λες, μ᾽ αν δεν κερδίσω εγώ τη δίκη,
720 θα νιώσει τότε η χώρ᾽ αυτή πόσο βαραίνω.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Εσύ και μέσα στους παλιούς και μες στους νέους
θεούς τιμή δεν έχεις· και θα σε νικήσω.
ΧΟΡΟΣ
Τα ίδια στου Φέρητα έκαμες τα σπίτια· ανθρώπους
τις Μοίρες έπεισες απέθαντους να κάμουν.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Έναν που σε τιμά, δεν είναι λοιπόν δίκιο
να ευεργετείς, αν τύχει μάλιστα σε ανάγκη;
ΧΟΡΟΣ
Συ ᾽σαι που χάλασες τις παλιές μοιρασιές μας
και με κρασί ξεγέλασες θεές αρχαίες.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Συ ᾽σαι που παίρνοντας σε λίγο τη χαμένη,
730 τ᾽ άβλαβο θα ξερνάς φαρμάκι στους εχθρούς σου.
ΧΟΡΟΣ
Μ᾽ αφού εσύ νεός ποδοπατείς τα γερατειά μου,
στέκω, ως ν᾽ ακούσω την απόφαση της δίκης,
δίβουλη αν πρέπει να οργιστώ μ᾽ αυτή την πόλη.
ξύμβουλός εἰμι μηδαμῶς ἀτιμάσαι.
ΑΠ. κἄγωγε χρησμοὺς τοὺς ἐμούς τε καὶ Διὸς
ταρβεῖν κελεύω μηδ᾽ ἀκαρπώτους κτίσαι.
715 ΧΟ. ἀλλ᾽ αἱματηρὰ πράγματ᾽ οὐ λαχὼν σέβεις,
μαντεῖα δ᾽ οὐκέθ᾽ ἁγνὰ μαντεύσῃ νέμων.
ΑΠ. ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων
πρωτοκτόνοισι προστροπαῖς Ἰξίονος;
ΧΟ. λέγεις· ἐγὼ δὲ μὴ τυχοῦσα τῆς δίκης
720 βαρεῖα χώρᾳ τῇδ᾽ ὁμιλήσω πάλιν.
ΑΠ. ἀλλ᾽ ἔν τε τοῖς νέοισι καὶ παλαιτέροις
θεοῖς ἄτιμος εἶ σύ· νικήσω δ᾽ ἐγώ.
ΧΟ. τοιαῦτ᾽ ἔδρασας καὶ Φέρητος ἐν δόμοις·
Μοίρας ἔπεισας ἀφθίτους θεῖναι βροτούς.
725 ΑΠ. οὔκουν δίκαιον τὸν σέβοντ᾽ εὐεργετεῖν,
ἄλλως τε πάντως χὤτε δεόμενος τύχοι;
ΧΟ. σύ τοι παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας
οἴνῳ παρηπάφησας ἀρχαίας θεάς.
ΑΠ. σύ τοι τάχ᾽ οὐκ ἔχουσα τῆς δίκης τέλος
730 ἐμῇ τὸν ἰὸν οὐδὲν ἐχθροῖσιν βαρύν.
ΧΟ. ἐπεὶ καθιππάζῃ με πρεσβῦτιν νέος,
δίκης γενέσθαι τῆσδ᾽ ἐπήκοος μένω,
ὡς ἀμφίβουλος οὖσα θυμοῦσθαι πόλει.
***
ΧΟΡΟΣ
Μα τη βαριά την παρουσία μας για τη χώρα
να μην περιφρονήσετε, συμβουλή δίνω
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Κι εγώ σας λέω, τους χρησμούς μου και του Δία
φυλαχτείτε μην κάμετε κι άδικα πάνε.
ΧΟΡΟΣ
Για φονικά να γνοιάζεσαι δεν είν᾽ δουλειά σου
κι αγνά δε θα ᾽χεις πια μαντεία χρησμούς να δίνεις.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Να ᾽σφαλε κι ο πατέρας λες, όταν ο πρώτος
Ιξίονας ο φονιάς τού πρόσπεσεν ικέτης;
ΧΟΡΟΣ
Εσύ το λες, μ᾽ αν δεν κερδίσω εγώ τη δίκη,
720 θα νιώσει τότε η χώρ᾽ αυτή πόσο βαραίνω.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Εσύ και μέσα στους παλιούς και μες στους νέους
θεούς τιμή δεν έχεις· και θα σε νικήσω.
ΧΟΡΟΣ
Τα ίδια στου Φέρητα έκαμες τα σπίτια· ανθρώπους
τις Μοίρες έπεισες απέθαντους να κάμουν.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Έναν που σε τιμά, δεν είναι λοιπόν δίκιο
να ευεργετείς, αν τύχει μάλιστα σε ανάγκη;
ΧΟΡΟΣ
Συ ᾽σαι που χάλασες τις παλιές μοιρασιές μας
και με κρασί ξεγέλασες θεές αρχαίες.
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Συ ᾽σαι που παίρνοντας σε λίγο τη χαμένη,
730 τ᾽ άβλαβο θα ξερνάς φαρμάκι στους εχθρούς σου.
ΧΟΡΟΣ
Μ᾽ αφού εσύ νεός ποδοπατείς τα γερατειά μου,
στέκω, ως ν᾽ ακούσω την απόφαση της δίκης,
δίβουλη αν πρέπει να οργιστώ μ᾽ αυτή την πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου