Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (66.1-70.1)

66. ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΑΡΚΤΟΣ [66.1] δύο φίλοι τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἐβάδιζον. ἄρκτου δὲ αὐτοῖς ἐπιφανείσης ὁ μὲν ἕτερος φθάσας ἀνέβη ἐπί τι δένδρον καὶ ἐνταῦθα ἐκρύπτετο. ὁ δὲ ἕτερος μέλλων περικατάληπτος γίνεσθαι πεσὼν κατὰ τοῦ ἐδάφους τὸν νεκρὸν προσεποιεῖτο. τῆς δὲ ἄρκτου προσενεγκούσης αὐτῷ τὸ ῥύγχος καὶ περιοσφραινούσης τὰς ἀναπνοὰς συνεῖχε· φασὶ γὰρ νεκροῦ μὴ ἅπτεσθαι τὸ ζῷον. ἀπαλλαγείσης δὲ ‹αὐτῆς ὁ ἕτερος› καταβὰς ἀπὸ τοῦ δένδρου ἐπυνθάνετο αὐτοῦ, τί ἡ ἄρκτος πρὸς τὸ οὖς εἴρηκεν. ὁ δὲ εἶπε· «τοιούτοις τοῦ λοιποῦ μὴ συνοδοιπορεῖν φίλοις, οἳ ἐν κινδύνοις οὐ παραμένουσιν».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοὺς γνησίους τῶν φίλων αἱ συμφοραὶ δοκιμάζουσιν.

67. ΝΕΑΝΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΡΟΣ
[67.1] δύο νεανίσκοι ἐν ταὐτῷ κρέας ὠνοῦντο. καὶ δὴ τοῦ μαγείρου περισπασθέντος ὁ ἕτερος ὑφελόμενος ἀκροκώλιον εἰς τὸν τοῦ ἑτέρου κόλπον καθῆκεν. ἐπιστραφέντος δὲ τοῦ μαγείρου καὶ ἐπιζητοῦντος αἰτιωμένου τε κἀκείνους ὁ μὲν εἰληφὼς ὤμνυε μὴ ἔχειν, ὁ δὲ ἔχων μὴ εἰληφέναι. καὶ ὁ μάγειρος αἰσθόμενος αὐτῶν τὴν κακοτεχνίαν ἔφη· «ἀλλὰ κἂν ἐμὲ λάθητε ἐπιορκοῦντες, θεοὺς μέντοι οὐ λήσεσθε».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἡ αὐτή ἐστιν ἡ ἀσέβεια τῆς ἐπιορκίας, κἂν αὐτήν τις κατασοφίζηται.

68. ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ
[68.1] δύο ἐν ταὐτῷ ὡδοιπόρουν. θατέρου δὲ πέλεκυν εὑρόντος ὁ ἕτερος ἔλεγεν· «εὑρήκαμεν», ὁ δὲ ἕτερος αὐτῷ παρῄνει μὴ λέγειν «εὑρήκαμεν» ἀλλ᾽ «εὕρηκας». μετὰ μικρὸν δὲ ἐπελθόντων αὐτοῖς τῶν ἀποβεβληκότων τὸν πέλεκυν ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν συνοδοιπόρον· «ἀπολώλαμεν», ἐκεῖνος δὲ ἔφη· «ἀλλ᾽ ἀπόλωλα, εἰπέ. οὐδὲ γάρ, ὅτε τὸν πέλεκυν εὗρες, ἐμοὶ αὐτὸν ἀνεκοινώσω».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ μὴ μεταλαβόντες τῶν εὐτυχημάτων οὐδὲ ἐν ταῖς συμφοραῖς βέβαιοί εἰσι φίλοι.

69. ΕΧΘΡΟΙ
[69.1] δύο ἐχθροὶ ἐν μιᾷ νηὶ ἔπλεον. βουλόμενοι δὲ πολὺ ἀλλήλων διεζεῦχθαι, ὥρμησαν ὁ μὲν ἐπὶ τὴν πρώραν, ὁ δὲ ἐπὶ τὴν πρύμναν καὶ ἐνταῦθα ἔμενον. χειμῶνος δὲ σφοδροῦ καταλαβόντος καὶ τῆς νηὸς περιτρεπομένης ὁ ἐν τῇ πρύμνῃ ἐπυνθάνετο παρὰ τοῦ κυβερνήτου, περὶ ποῖον μέρος καταδύεσθαι τὸ σκάφος πρῶτον κινδυνεύει. τοῦ δὲ εἰπόντος· «κατὰ τὴν πρώραν», ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι, εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν μου προαποπνιγόμενον».
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ τὴν πρὸς τοὺς πέλας δυσμένειαν αἱροῦνται καὶ αὐτοί τι δεινὸν πάσχειν ὑπὲρ τοῦ κἀκείνους ὁρᾶν δυστυχοῦντας.

70. ΒΑΤΡΑΧΟΙ
[70.1] δύο βάτραχοι ἀλλήλοις ἐγειτνίων. ἐνέμοντο δὲ ὁ μὲν βαθεῖαν καὶ τῆς ὁδοῦ πόρρω λίμνην, ὁ δὲ ἐν ὁδῷ μικρὸν ὕδωρ ἔχων. καὶ δὴ τοῦ ἐν τῇ λίμνῃ παραινοῦντος τὸν ἕτερον μεταβῆναι πρὸς αὐτόν, ἵνα καὶ ἀμείνονος καὶ ἀσφαλεστέρας διαίτης μεταλάβῃ, ἐκεῖνος οὐκ ἐπείθετο λέγων δυσαποσπάστως ἔχειν τῆς τοῦ τόπου συνηθείας· ἕως οὗ συνέβη ἅμαξαν τῇδε παριοῦσαν ὀλέσαι αὐτόν.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς φαύλοις ἐπιτηδεύμασιν ἐνδιατρίβοντες φθάνουσιν ἀπολλύμενοι πρὶν ἢ ἐπὶ τὰ καλλίονα τραπέσθαι.

***
66. Οι ταξιδιώτες και η αρκούδα.
[66.1] Ήταν δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο, όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά τους μια αρκούδα. Τότε ο ένας από αυτούς πρόφτασε να σκαρφαλώσει σε κάποιο δέντρο και κρύφτηκε εκεί πάνω. Όσο για τον άλλον, ακριβώς τη στιγμή που κινδύνευε να τον τσακώσει το θηρίο, αυτός σωριάστηκε κάτω στο έδαφος και υποκρινόταν τον πεθαμένο. Η αρκούδα, που λέτε, έφερε κοντά του τη μουσούδα της και τον οσφραινόταν γύρω-γύρω· ο ανθρωπάκος, όμως, κρατούσε την ανάσα του. Φημολογείται, βλέπετε, ότι το θηρίο αυτό δεν αγγίζει τους πεθαμένους. Όταν πια σηκώθηκε και έφυγε το ζώο, ο φίλος κατέβηκε από το δέντρο και ρωτούσε τον σύντροφό τί του είχε ψιθυρίσει η αρκούδα στο αυτί. Εκείνος αποκρίθηκε: «Να σου πω: “Κοίτα καλά”, με ορμήνεψε, “μην τυχόν και ξαναταξιδέψεις συντροφιά με τέτοιους φίλους, που σε παρατούν σύξυλο στον κίνδυνο”».
Το δίδαγμα του μύθου: Οι συγκυρίες είναι η καλύτερη δοκιμασία που αποδεικνύει ποιός είναι φίλος πραγματικός.

67. Οι νεαροί και ο χασάπης.
[67.1] Ήταν δύο νεαροί που ψώνιζαν κρέας από το ίδιο μαγαζί. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, ο χασάπης έστρεψε αλλού την προσοχή του. Τότε ο ένας από τους νεαρούς βούτηξε ένα ποδαράκι και το έχωσε μέσα στον κόρφο του άλλου. Λίγο αργότερα ο χασάπης ξαναγύρισε το βλέμμα του στον πάγκο και άρχισε να ψάχνει το χαμένο ποδαράκι. Δεν θέλησε και πολύ για να κατηγορήσει τους δύο λεγάμενους. Εντούτοις ο ένας από αυτούς, εκείνος που είχε σουφρώσει το κρεατάκι, έπαιρνε όρκο ότι δεν το έχει· και ο άλλος, που το φύλαγε μέσα στον κόρφο του, ορκιζόταν ανάλογα ότι δεν το έκλεψε. Ο χασάπης, βέβαια, αντιλήφθηκε τη βρομοδουλειά τους και τους προειδοποίησε: «Ρε τσογλάνια, εμένα μπορεί να με ξεγελάσετε με τις ψευδορκίες σας, αλλά μη νομίζετε ότι θα γλιτώσετε από τους θεούς».
Το δίδαγμα του μύθου: Το να παίρνεις ψεύτικο όρκο είναι και παραμένει βλασφημία, ό,τι σοφιστείες και αν μηχανευτεί κανείς για να δικαιολογηθεί.

68. Οι ταξιδιώτες.
[68.1] Ήταν δύο άνθρωποι που ταξίδευαν μαζί πεζοπορώντας στον ίδιο δρόμο. Εκεί που πήγαιναν, λοιπόν, ο ένας τους βρήκε μπροστά του ένα τσεκούρι, οπότε ο άλλος αναφώνησε: «Κοίτα τί βρήκαμε!». Ωστόσο ο πρώτος τού έκανε παρατήρηση: «Γιατί “βρήκαμε”, ρε έξυπνε; “Βρήκες” πρέπει να λες». Ύστερα από λίγη ώρα, βέβαια, έπεσαν πάνω τους οι ιδιοκτήτες του τσεκουριού, που το είχαν χάσει, και τους πήραν στο κυνήγι. Τότε ο φιλαράκος με το τσεκούρι έτρεχε να ξεφύγει και φώναζε στον συνταξιδιώτη του: «Αμάν, πάμε χαμένοι!». Εκείνος όμως του την έφερε: «Όχι “πάμε”, φίλε — “πάω χαμένος” να λες. Για θυμήσου: όταν ανακάλυψες το τσεκούρι, δεν μου παραχώρησες μερίδιο».
Το δίδαγμα του μύθου: Όσους δεν έχουν πάρει μερίδιο από την καλή σου τύχη, μην τους λογαριάζεις για σταθερούς φίλους στα δεινά σου.

69. Οι εχθροί.
[69.1] Ήταν δύο εχθροί που ταξίδευαν πάνω στο ίδιο καράβι. Αυτοί, που λέτε, είχαν τόσο μεγάλη μανία να απομακρυνθούν αναμεταξύ τους, ώστε όρμησαν ο ένας στην πλώρη και ο άλλος στην πρύμνη και παρέμεναν κολλημένοι εκεί. Ξαφνικά ξέσπασε φοβερή θύελλα και το καράβι κόντευε να αναποδογυρίσει. Τότε ο άνθρωπος στην πρύμνη ρώτησε τον καπετάνιο ποιό μέρος του καραβιού κινδυνεύει πιο πολύ να φουντάρει πρώτο. «Μου φαίνεται η πλώρη», απάντησε ο καπετάνιος, και ο άνθρωπός μας ανέκραξε: «Μωρέ καλόδεχτος τέτοιος θάνατος! Τουλάχιστον θα έχω την ευχαρίστηση να δω τον εχθρό μου να σκυλοπνίγεται πριν από μένα».
Έτσι συμβαίνει και με κάποιους ανθρώπους: Από μίσος για τον πλησίον τους, δέχονται μετά χαράς να υπομείνουν δεινά και οι ίδιοι, αρκεί να δουν εκείνον να πέφτει στη δυστυχία.

70. Οι βάτραχοι.
[70.1] Ήταν δυο βάτραχοι που γειτόνευαν μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο ένας από αυτούς κατοικούσε σε βαθιά λίμνη μακριά από τη δημοσιά, ο άλλος σε μια γούρνα με λίγο νερό καταμεσής στον δρόμο. Κάποια φορά, λοιπόν, εκείνος που έμενε στη λίμνη προσκάλεσε τον άλλον να μετακομίσει στα μέρη του, όπου θα έβρισκε κατοικία πιο άνετη και ασφαλέστερη. Εντούτοις ο άλλος δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Από ό,τι έλεγε, δεν μπορούσε να αποχωριστεί τον τόπο του, που τον είχε καλοσυνηθίσει. Μέχρι που μια μέρα έτυχε να περάσει από εκεί μια άμαξα και τον έλιωσε.
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όσοι περνούν τη ζωή τους κάνοντας άθλιες δουλειές, βρίσκουν το τέλος τους προτού προλάβουν να στραφούν σε ωραιότερες ασχολίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου