Χαρακτηριστικά των αυτόματων σκέψεων
Σύμφωνα με τον Beck (Αμερικανό ψυχίατρο και εισηγητή της γνωσιακής θεραπείας), οι αυτόματες σκέψεις είναι μία δύσκολα αναγνωρίσιμη μορφή σκέψεων που συνυπάρχει με άλλες, πιο έκδηλες, ροές σκέψεων. Αυτή η μορφή δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό των ατόμων που βιώνουν κάποια ψυχολογική διαταραχή, πρόκειται για σκέψεις που όλοι κάνουμε.
Αν και τις περισσότερες φορές δεν αντιλαμβανόμαστε την παρουσία τους, με λίγη εξάσκηση μπορούμε εύκολα να συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξή τους. Όταν το άτομο τις εντοπίσει, μπορεί άμεσα να κάνει έναν έλεγχο για να διαπιστώσει κατά πόσο αυτές οι σκέψεις ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Η διεργασία αυτή, όμως, μπορεί να γίνει μόνο εάν το άτομο δεν υποφέρει από κάποια ψυχολογική δυσλειτουργία. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση που κάποιος βιώνει μία ορισμένη ψυχολογική διαταραχή δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί με κριτική θεώρηση τις αυτόματες σκέψεις.
Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία διδάσκει τον θεραπευόμενο τρόπους αξιολόγησης των σκέψεών του μέσα από μία συνειδητή και δομημένη οδό, ειδικά σε περιπτώσεις που βιώνει μεγάλη αναστάτωση. Παρά το γεγονός ότι οι αυτόματες σκέψεις φαίνεται να εμφανίζονται αυθόρμητα, μπορούν να γίνουν αρκετά προβλέψιμες από τη στιγμή που αναγνωριστούν οι υποβόσκουσες πεποιθήσεις του θεραπευόμενου.
Οι αυτόματες σκέψεις είναι δυσλειτουργικές (δηλαδή διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα), δυσάρεστες συναισθηματικά και/ή παρεμποδίζουν την ικανότητα τού θεραπευόμενου να επιτύχει τους στόχους του. Είναι, συνήθως, αρκετά σύντομες και το άτομο τείνει περισσότερο να αντιλαμβάνεται το συναίσθημα που του προκαλούν παρά τις ίδιες τις αυτόματες σκέψεις. Τα συναισθήματα που πηγάζουν από αυτές είναι λογικά συνδεδεμένα με το περιεχόμενό τους. Συνήθως έχουν αρκετά συμπυκνωμένη μορφή, αλλά μπορούν εύκολα να αποκωδικοποιηθούν όταν αναζητήσουμε τη σημασία της σκέψης. Μπορεί να έχουν είτε λεκτική είτε οπτική μορφή, αν και μερικές φορές συναντώνται συνδυαστικά και οι δύο μορφές. Είναι πιθανό, δηλαδή, πολλοί ασθενείς να βιώνουν τις αυτόματες σκέψεις όχι μόνο ως σιωπηρές λέξεις στο μυαλό τους, αλλά και με τη μορφή διανοητικών εικόνων. Τέλος, οι αυτόματες σκέψεις μπορούν να αξιολογηθούν ανάλογα με την εγκυρότητα και τη χρησιμότητά τους.
Τύποι αυτόματων σκέψεων
Ο συνηθέστερος τύπος αυτόματης σκέψης είναι κατά κάποιον τρόπο διαστρεβλωτικός και λαμβάνει χώρα παρά την ύπαρξη αντικειμενικών ενδείξεων για το αντίθετο. Ένας δεύτερος τύπος αυτόματης σκέψης μπορεί να είναι ακριβής, ωστόσο το συμπέρασμα που εξάγει το άτομο μπορεί να είναι διαστρεβλωμένο. Ένας τρίτος τύπος αυτόματης σκέψης μπορεί να είναι καθόλα έγκυρος, αλλά σαφέστατα δυσλειτουργικός ως προς την επίδραση που ασκεί στο άτομο. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι αυτόματες σκέψεις σπάνια είναι εντελώς λανθασμένες, συνήθως περιέχουν κάποιον κόκκο αλήθειας. Συνεπώς, η αξιολόγηση της εγκυρότητας και της χρησιμότητάς τους, καθώς και η προσαρμοστικότητα στη διαχείρισή τους, προκαλεί γενικά μία θετική αλλαγή στον τρόπο που επιδρούν στο άτομο.
Εξήγηση φύσης αυτόματων σκέψεων στον θεραπευόμενο
Πώς όμως μπορεί ο θεραπευτής να εξηγήσει τη φύση των αυτόματων σκέψεων στον θεραπευόμενο; Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία προτείνει τη χρήση παραδειγμάτων που προέρχονται από τον ίδιο τον θεραπευόμενο. Στο πλαίσιο της συζήτησης ενός συγκεκριμένου προβλήματος που αντιμετωπίζει ο θεραπευόμενος, ο θεραπευτής μπορεί να εκμαιεύσει τις αυτόματες σκέψεις που σχετίζονται με το πρόβλημα και να τις χρησιμοποιήσει, στον κατάλληλο χρόνο, για την εξήγηση του φαινομένου.
Εάν, για παράδειγμα, ο θεραπευόμενος κάνει λόγο για κάποιο περιστατικό που του προκάλεσε αναστάτωση, ο θεραπευτής μπορεί να ρωτήσει ποια συναισθήματα κυριαρχούσαν μέσα του τη στιγμή που βίωνε το περιστατικό. Μετά την αναγνώριση του συναισθήματος, ο θεραπευτής μπορεί να κάνει την εξής καίρια ερώτηση: «Τι περνούσε από το μυαλό σου όταν ένιωσες το συγκεκριμένο συναίσθημα;». Ο θεραπευόμενος μπορεί να συνεχίσει να περιγράφει το περιστατικό χωρίς να αναφέρεται στην αυτόματη σκέψη που προκάλεσε το κυρίαρχο συναίσθημα, ωστόσο ο θεραπευτής επιμένει στο ερώτημα που έθεσε έως ότου ο θεραπευόμενος κατονομάσει την αυτόματη σκέψη που προκάλεσε το συναίσθημα.
Από εκεί και πέρα, ο θεραπευτής εξηγεί τι είναι οι αυτόματες σκέψεις, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη συζήτηση που προηγήθηκε, παραθέτει τα χαρακτηριστικά των αυτόματων σκέψεων και καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί ο θεραπευόμενος να τις εντοπίζει και να τις διαχειρίζεται. Η προσπάθεια εκμάθησης για τον εντοπισμό τους είναι ανάλογη με αυτήν που απαιτείται για την καλλιέργεια οποιασδήποτε άλλης δεξιότητας. Άλλοι σημειώνουν πρόοδο σε σύντομο χρονικό διάστημα ενώ άλλοι χρειάζονται μεγαλύτερης διάρκειας καθοδήγηση και πρακτική εξάσκηση για να επιτύχουν τη διαδικασία εντοπισμού.
Βασικό «εργαλείο» εξαγωγής αυτόματων σκέψεων
«Τι περνούσε από το μυαλό σου (όταν ένιωσες ένα συγκεκριμένο συναίσθημα);» Αυτό είναι το κύριο ερώτημα που πρέπει να θέτει ο θεραπευτής για να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να εντοπίσει τις αυτόματες σκέψεις.
Το ερώτημα αυτό πρέπει να τίθεται σε δύο περιπτώσεις:
1. Όταν ο θεραπευόμενος περιγράφει μία προβληματική κατάσταση που βίωσε εκτός συνεδρίας.
2. Όταν ο θεραπευτής αντιληφθεί κάποια αρνητική μετάπτωση εκ μέρους του θεραπευόμενου κατά τη διάρκεια της συνεδρίας.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο θεραπευτής θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση ώστε να αντιληφθεί είτε τα λεκτικά είτε τα μη λεκτικά σημάδια (όπως αλλαγές στις εκφράσεις του προσώπου, σφίξιμο των μυών, αλλαγές στη στάση του σώματος ή στις χειρονομίες, αλλαγές στον τόνο της φωνής ή στον ρυθμό ομιλίας κλπ.) που δείχνει ο θεραπευόμενος και να αξιοποιήσει αυτή την πρώτης τάξεως ευκαιρία για άμεση διασαφήνιση της φύσης των αυτόματων σκέψεων, τη στιγμή ακριβώς που διαμορφώνονται. Με άλλα λόγια, εντοπίζοντας μία αυτόματη σκέψη στο «εδώ και τώρα» της δημιουργίας της, ο θεραπευόμενος αποκτά τη δυνατότητα να εξετάσει και ανταποκριθεί άμεσα στο ερέθισμα, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η θεραπευτική διαδικασία στην υπόλοιπη διάρκεια της συνεδρίας.
Οι αυτόματες σκέψεις που προκαλούνται κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας μπορεί να αφορούν τον ίδιο τον θεραπευόμενο, τον θεραπευτή ή το υπό εξέταση θέμα και είναι σε θέση να υπονομεύσουν τα κίνητρα βελτίωσης του θεραπευόμενου και την αίσθηση επάρκειας ή της αξίας του εαυτού. Επίσης, μπορούν να επηρεάσουν το βαθμό συγκέντρωσης του θεραπευόμενου στη συνεδρία, καθώς και τη θεραπευτική σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ των δύο πλευρών.
Δυσκολίες κατά την εξαγωγή των αυτόματων σκέψεων
Εάν ο θεραπευόμενος δυσκολεύεται να απαντήσει στο ερώτημα «Τι περνούσε από το μυαλό σου (όταν ένιωσες ένα συγκεκριμένο συναίσθημα);» ο θεραπευτής μπορεί να ακολουθήσει ορισμένους από τους παρακάτω τρόπους για να επιτύχει το επιδιωκόμενο θεραπευτικό αποτέλεσμα.
1. Μπορεί να ρωτήσει τον θεραπευόμενο πώς ένιωθε (ή πώς νιώθει) και σε πιο σημείο ακριβώς του σώματος βίωσε (ή βιώνει) το συναίσθημα.
2. Μπορεί να προσπαθήσει να εξάγει μία λεπτομερή περιγραφή του προβληματικού περιστατικού.
3. Μπορεί να ζητήσει από τον θεραπευόμενο να οπτικοποιήσει τη δυσάρεστη κατάσταση.
4. Εάν η προβληματική κατάσταση ήταν διαπροσωπικής φύσεως, ο θεραπευτής μπορεί να προτείνει στον θεραπευόμενο να αναπαραστήσουν μαζί το περιστατικό.
5. Μπορεί να καθοδηγήσει τον θεραπευόμενο ως προς την εξαγωγή μίας συγκεκριμένης εικόνας.
6. Μπορεί να παραθέσει σκέψεις που έρχονται σε αντίθεση με αυτές που υποθέτει ότι πραγματικά πέρασαν (ή περνάνε) από το μυαλό του θεραπευόμενου.
7. Μπορεί να ζητήσει από τον θεραπευόμενο να προσδιορίσει τη σημασία της δυσάρεστης κατάστασης.
8. Τέλος, μπορεί να διατυπώσει με διαφορετικό τρόπο την αρχική ερώτηση κλειδί.
Ακόμα και μετά την αναφορά μιας αρχικής αυτόματης σκέψης, ο θεραπευτής οφείλει να απευθύνει επιπλέον ερωτήσεις στον θεραπευόμενο γιατί υπάρχει πιθανότητα να έρθουν στο φως και άλλες σημαντικές σκέψεις, οι οποίες μπορεί να μην αφορούν άμεσα την ίδια την περίσταση που τις προκάλεσε, αλλά να σχετίζονται με την αντίδραση τού θεραπευόμενου σε αυτές. Υπάρχει, δηλαδή, η πιθανότητα ο θεραπευόμενος να προσλαμβάνει το συναίσθημα που βιώνει, τη συμπεριφορά του ή τη σωματική του αντίδραση με αρνητικό τρόπο.
Ο θεραπευόμενος, μπορεί να έχει δυσάρεστες αυτόματες σκέψεις σε τρεις φάσεις:
1. Πριν από ένα περιστατικό, εν αναμονή του τι μπορεί να συμβεί.
2. Κατά τη διάρκεια ενός περιστατικού ή/και
3. μετά το περιστατικό, αναλογιζόμενος το τι συνέβη.
Συνεπώς, ο θεραπευτής, για να επιτύχει όσο το δυνατόν καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα, είναι σημαντικό να προσδιορίσει σε πιο σημείο ακριβώς ο θεραπευόμενος αισθάνθηκε περισσότερο αναστατωμένος και ποιες ήταν οι αυτόματες σκέψεις του στη συγκεκριμένη φάση.
Διαδικασία αξιολόγησης αυτόματων σκέψεων
Μετά την εξαγωγή της αυτόματης σκέψης και την περαιτέρω ταυτοποίησή της, ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος αποφασίζουν από κοινού για την αξιολόγησή της. Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπευτική προσέγγιση προτείνει τη χρήση ορισμένων ερωτήσεων που βοηθούν στη διαδικασία αξιολόγησης. Κάθε φορά προτάσσονται συνήθως μία ή δύο ερωτήσεις· αποφεύγεται η διατύπωση πολλαπλών ερωτήσεων για την ίδια αυτόματη σκέψη ώστε να αποκλειστεί η περίπτωση ο θεραπευόμενος να αισθανθεί ότι η διαδικασία που καλείται να αντιμετωπίσει είναι αρκετά πολύπλοκη και συνεπώς ακατόρθωτη.
Πιθανές ερωτήσεις που μπορεί να χρησιμοποιηθούν:
1. Ποια είναι τα στοιχεία που υποστηρίζουν αυτή την ιδέα; Ποια είναι τα στοιχεία που έρχονται σε αντίθεση με αυτή την ιδέα;
2. Υπάρχει εναλλακτική εξήγηση ή άποψη;
3. Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί (στην περίπτωση που το άτομο δεν σκέφτεται ήδη το χειρότερο σενάριο); Εάν συνέβαινε, πώς θα μπορούσα να το διαχειριστώ; Ποιο είναι το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί; Ποιο είναι το πιο ρεαλιστικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να προκύψει;
4. Ποια είναι η επίδραση της πίστης μου στην αυτόματη σκέψη; Ποιο θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα εάν αλλάξω το σκεπτικό μου;
5. Τι θα έλεγα στον/στην (ένα μέλος της οικογένειας ή κάποιον φίλο) εάν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση;
6. Τι πρέπει να κάνω;
Σύμφωνα με τη γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, τα παραπάνω ερωτήματα βοηθούν τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο ώστε:
Να εξετάσουν την εγκυρότητα της αυτόματης σκέψης.
Να εξερευνήσουν την πιθανότητα άλλων ερμηνειών ή απόψεων.
Να κατακερματίσουν την προβληματική κατάσταση.
Να αναγνωρίσουν το μέγεθος της επίδρασης της πίστης στην αυτόματη σκέψη.
Να αποκτήσουν κάποια απόσταση από την αυτόματη σκέψη.
Να λάβουν μέτρα για την επίλυση του προβλήματος.
Στην περίπτωση που κάποιες αυτόματες σκέψεις αποδειχθούν αληθινές ο θεραπευτής μπορεί να ακολουθήσει τα παρακάτω βήματα:
1. Να εστιάσει στην επίλυση των προβλημάτων.
2. Να εξετάσει εάν ο θεραπευόμενος έχει εξάγει ένα άτοπο ή δυσλειτουργικό συμπέρασμα.
3. Να καλλιεργήσει στον θεραπευόμενο τη διαδικασία αποδοχής.
-----------------
Βιβλιογραφία
Beck, A. T. (1976). Cognitive therapy and the emotional disorders. New York. International Universities Press.
Beck, A. T., Emery, G., & Greenberg, R. (1985). Anxiety disorders and phobias: A cognitive perspective. New York: Basic Books.
Beck, J. S. (2011). Cognitive behavior therapy: Basics and beyond. 2nd ed. New York: Guilford.
Σύμφωνα με τον Beck (Αμερικανό ψυχίατρο και εισηγητή της γνωσιακής θεραπείας), οι αυτόματες σκέψεις είναι μία δύσκολα αναγνωρίσιμη μορφή σκέψεων που συνυπάρχει με άλλες, πιο έκδηλες, ροές σκέψεων. Αυτή η μορφή δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό των ατόμων που βιώνουν κάποια ψυχολογική διαταραχή, πρόκειται για σκέψεις που όλοι κάνουμε.
Αν και τις περισσότερες φορές δεν αντιλαμβανόμαστε την παρουσία τους, με λίγη εξάσκηση μπορούμε εύκολα να συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξή τους. Όταν το άτομο τις εντοπίσει, μπορεί άμεσα να κάνει έναν έλεγχο για να διαπιστώσει κατά πόσο αυτές οι σκέψεις ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Η διεργασία αυτή, όμως, μπορεί να γίνει μόνο εάν το άτομο δεν υποφέρει από κάποια ψυχολογική δυσλειτουργία. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση που κάποιος βιώνει μία ορισμένη ψυχολογική διαταραχή δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί με κριτική θεώρηση τις αυτόματες σκέψεις.
Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία διδάσκει τον θεραπευόμενο τρόπους αξιολόγησης των σκέψεών του μέσα από μία συνειδητή και δομημένη οδό, ειδικά σε περιπτώσεις που βιώνει μεγάλη αναστάτωση. Παρά το γεγονός ότι οι αυτόματες σκέψεις φαίνεται να εμφανίζονται αυθόρμητα, μπορούν να γίνουν αρκετά προβλέψιμες από τη στιγμή που αναγνωριστούν οι υποβόσκουσες πεποιθήσεις του θεραπευόμενου.
Οι αυτόματες σκέψεις είναι δυσλειτουργικές (δηλαδή διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα), δυσάρεστες συναισθηματικά και/ή παρεμποδίζουν την ικανότητα τού θεραπευόμενου να επιτύχει τους στόχους του. Είναι, συνήθως, αρκετά σύντομες και το άτομο τείνει περισσότερο να αντιλαμβάνεται το συναίσθημα που του προκαλούν παρά τις ίδιες τις αυτόματες σκέψεις. Τα συναισθήματα που πηγάζουν από αυτές είναι λογικά συνδεδεμένα με το περιεχόμενό τους. Συνήθως έχουν αρκετά συμπυκνωμένη μορφή, αλλά μπορούν εύκολα να αποκωδικοποιηθούν όταν αναζητήσουμε τη σημασία της σκέψης. Μπορεί να έχουν είτε λεκτική είτε οπτική μορφή, αν και μερικές φορές συναντώνται συνδυαστικά και οι δύο μορφές. Είναι πιθανό, δηλαδή, πολλοί ασθενείς να βιώνουν τις αυτόματες σκέψεις όχι μόνο ως σιωπηρές λέξεις στο μυαλό τους, αλλά και με τη μορφή διανοητικών εικόνων. Τέλος, οι αυτόματες σκέψεις μπορούν να αξιολογηθούν ανάλογα με την εγκυρότητα και τη χρησιμότητά τους.
Τύποι αυτόματων σκέψεων
Ο συνηθέστερος τύπος αυτόματης σκέψης είναι κατά κάποιον τρόπο διαστρεβλωτικός και λαμβάνει χώρα παρά την ύπαρξη αντικειμενικών ενδείξεων για το αντίθετο. Ένας δεύτερος τύπος αυτόματης σκέψης μπορεί να είναι ακριβής, ωστόσο το συμπέρασμα που εξάγει το άτομο μπορεί να είναι διαστρεβλωμένο. Ένας τρίτος τύπος αυτόματης σκέψης μπορεί να είναι καθόλα έγκυρος, αλλά σαφέστατα δυσλειτουργικός ως προς την επίδραση που ασκεί στο άτομο. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι αυτόματες σκέψεις σπάνια είναι εντελώς λανθασμένες, συνήθως περιέχουν κάποιον κόκκο αλήθειας. Συνεπώς, η αξιολόγηση της εγκυρότητας και της χρησιμότητάς τους, καθώς και η προσαρμοστικότητα στη διαχείρισή τους, προκαλεί γενικά μία θετική αλλαγή στον τρόπο που επιδρούν στο άτομο.
Εξήγηση φύσης αυτόματων σκέψεων στον θεραπευόμενο
Πώς όμως μπορεί ο θεραπευτής να εξηγήσει τη φύση των αυτόματων σκέψεων στον θεραπευόμενο; Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία προτείνει τη χρήση παραδειγμάτων που προέρχονται από τον ίδιο τον θεραπευόμενο. Στο πλαίσιο της συζήτησης ενός συγκεκριμένου προβλήματος που αντιμετωπίζει ο θεραπευόμενος, ο θεραπευτής μπορεί να εκμαιεύσει τις αυτόματες σκέψεις που σχετίζονται με το πρόβλημα και να τις χρησιμοποιήσει, στον κατάλληλο χρόνο, για την εξήγηση του φαινομένου.
Εάν, για παράδειγμα, ο θεραπευόμενος κάνει λόγο για κάποιο περιστατικό που του προκάλεσε αναστάτωση, ο θεραπευτής μπορεί να ρωτήσει ποια συναισθήματα κυριαρχούσαν μέσα του τη στιγμή που βίωνε το περιστατικό. Μετά την αναγνώριση του συναισθήματος, ο θεραπευτής μπορεί να κάνει την εξής καίρια ερώτηση: «Τι περνούσε από το μυαλό σου όταν ένιωσες το συγκεκριμένο συναίσθημα;». Ο θεραπευόμενος μπορεί να συνεχίσει να περιγράφει το περιστατικό χωρίς να αναφέρεται στην αυτόματη σκέψη που προκάλεσε το κυρίαρχο συναίσθημα, ωστόσο ο θεραπευτής επιμένει στο ερώτημα που έθεσε έως ότου ο θεραπευόμενος κατονομάσει την αυτόματη σκέψη που προκάλεσε το συναίσθημα.
Από εκεί και πέρα, ο θεραπευτής εξηγεί τι είναι οι αυτόματες σκέψεις, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη συζήτηση που προηγήθηκε, παραθέτει τα χαρακτηριστικά των αυτόματων σκέψεων και καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί ο θεραπευόμενος να τις εντοπίζει και να τις διαχειρίζεται. Η προσπάθεια εκμάθησης για τον εντοπισμό τους είναι ανάλογη με αυτήν που απαιτείται για την καλλιέργεια οποιασδήποτε άλλης δεξιότητας. Άλλοι σημειώνουν πρόοδο σε σύντομο χρονικό διάστημα ενώ άλλοι χρειάζονται μεγαλύτερης διάρκειας καθοδήγηση και πρακτική εξάσκηση για να επιτύχουν τη διαδικασία εντοπισμού.
Βασικό «εργαλείο» εξαγωγής αυτόματων σκέψεων
«Τι περνούσε από το μυαλό σου (όταν ένιωσες ένα συγκεκριμένο συναίσθημα);» Αυτό είναι το κύριο ερώτημα που πρέπει να θέτει ο θεραπευτής για να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να εντοπίσει τις αυτόματες σκέψεις.
Το ερώτημα αυτό πρέπει να τίθεται σε δύο περιπτώσεις:
1. Όταν ο θεραπευόμενος περιγράφει μία προβληματική κατάσταση που βίωσε εκτός συνεδρίας.
2. Όταν ο θεραπευτής αντιληφθεί κάποια αρνητική μετάπτωση εκ μέρους του θεραπευόμενου κατά τη διάρκεια της συνεδρίας.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο θεραπευτής θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση ώστε να αντιληφθεί είτε τα λεκτικά είτε τα μη λεκτικά σημάδια (όπως αλλαγές στις εκφράσεις του προσώπου, σφίξιμο των μυών, αλλαγές στη στάση του σώματος ή στις χειρονομίες, αλλαγές στον τόνο της φωνής ή στον ρυθμό ομιλίας κλπ.) που δείχνει ο θεραπευόμενος και να αξιοποιήσει αυτή την πρώτης τάξεως ευκαιρία για άμεση διασαφήνιση της φύσης των αυτόματων σκέψεων, τη στιγμή ακριβώς που διαμορφώνονται. Με άλλα λόγια, εντοπίζοντας μία αυτόματη σκέψη στο «εδώ και τώρα» της δημιουργίας της, ο θεραπευόμενος αποκτά τη δυνατότητα να εξετάσει και ανταποκριθεί άμεσα στο ερέθισμα, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η θεραπευτική διαδικασία στην υπόλοιπη διάρκεια της συνεδρίας.
Οι αυτόματες σκέψεις που προκαλούνται κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας μπορεί να αφορούν τον ίδιο τον θεραπευόμενο, τον θεραπευτή ή το υπό εξέταση θέμα και είναι σε θέση να υπονομεύσουν τα κίνητρα βελτίωσης του θεραπευόμενου και την αίσθηση επάρκειας ή της αξίας του εαυτού. Επίσης, μπορούν να επηρεάσουν το βαθμό συγκέντρωσης του θεραπευόμενου στη συνεδρία, καθώς και τη θεραπευτική σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ των δύο πλευρών.
Δυσκολίες κατά την εξαγωγή των αυτόματων σκέψεων
Εάν ο θεραπευόμενος δυσκολεύεται να απαντήσει στο ερώτημα «Τι περνούσε από το μυαλό σου (όταν ένιωσες ένα συγκεκριμένο συναίσθημα);» ο θεραπευτής μπορεί να ακολουθήσει ορισμένους από τους παρακάτω τρόπους για να επιτύχει το επιδιωκόμενο θεραπευτικό αποτέλεσμα.
1. Μπορεί να ρωτήσει τον θεραπευόμενο πώς ένιωθε (ή πώς νιώθει) και σε πιο σημείο ακριβώς του σώματος βίωσε (ή βιώνει) το συναίσθημα.
2. Μπορεί να προσπαθήσει να εξάγει μία λεπτομερή περιγραφή του προβληματικού περιστατικού.
3. Μπορεί να ζητήσει από τον θεραπευόμενο να οπτικοποιήσει τη δυσάρεστη κατάσταση.
4. Εάν η προβληματική κατάσταση ήταν διαπροσωπικής φύσεως, ο θεραπευτής μπορεί να προτείνει στον θεραπευόμενο να αναπαραστήσουν μαζί το περιστατικό.
5. Μπορεί να καθοδηγήσει τον θεραπευόμενο ως προς την εξαγωγή μίας συγκεκριμένης εικόνας.
6. Μπορεί να παραθέσει σκέψεις που έρχονται σε αντίθεση με αυτές που υποθέτει ότι πραγματικά πέρασαν (ή περνάνε) από το μυαλό του θεραπευόμενου.
7. Μπορεί να ζητήσει από τον θεραπευόμενο να προσδιορίσει τη σημασία της δυσάρεστης κατάστασης.
8. Τέλος, μπορεί να διατυπώσει με διαφορετικό τρόπο την αρχική ερώτηση κλειδί.
Ακόμα και μετά την αναφορά μιας αρχικής αυτόματης σκέψης, ο θεραπευτής οφείλει να απευθύνει επιπλέον ερωτήσεις στον θεραπευόμενο γιατί υπάρχει πιθανότητα να έρθουν στο φως και άλλες σημαντικές σκέψεις, οι οποίες μπορεί να μην αφορούν άμεσα την ίδια την περίσταση που τις προκάλεσε, αλλά να σχετίζονται με την αντίδραση τού θεραπευόμενου σε αυτές. Υπάρχει, δηλαδή, η πιθανότητα ο θεραπευόμενος να προσλαμβάνει το συναίσθημα που βιώνει, τη συμπεριφορά του ή τη σωματική του αντίδραση με αρνητικό τρόπο.
Ο θεραπευόμενος, μπορεί να έχει δυσάρεστες αυτόματες σκέψεις σε τρεις φάσεις:
1. Πριν από ένα περιστατικό, εν αναμονή του τι μπορεί να συμβεί.
2. Κατά τη διάρκεια ενός περιστατικού ή/και
3. μετά το περιστατικό, αναλογιζόμενος το τι συνέβη.
Συνεπώς, ο θεραπευτής, για να επιτύχει όσο το δυνατόν καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα, είναι σημαντικό να προσδιορίσει σε πιο σημείο ακριβώς ο θεραπευόμενος αισθάνθηκε περισσότερο αναστατωμένος και ποιες ήταν οι αυτόματες σκέψεις του στη συγκεκριμένη φάση.
Διαδικασία αξιολόγησης αυτόματων σκέψεων
Μετά την εξαγωγή της αυτόματης σκέψης και την περαιτέρω ταυτοποίησή της, ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος αποφασίζουν από κοινού για την αξιολόγησή της. Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπευτική προσέγγιση προτείνει τη χρήση ορισμένων ερωτήσεων που βοηθούν στη διαδικασία αξιολόγησης. Κάθε φορά προτάσσονται συνήθως μία ή δύο ερωτήσεις· αποφεύγεται η διατύπωση πολλαπλών ερωτήσεων για την ίδια αυτόματη σκέψη ώστε να αποκλειστεί η περίπτωση ο θεραπευόμενος να αισθανθεί ότι η διαδικασία που καλείται να αντιμετωπίσει είναι αρκετά πολύπλοκη και συνεπώς ακατόρθωτη.
Πιθανές ερωτήσεις που μπορεί να χρησιμοποιηθούν:
1. Ποια είναι τα στοιχεία που υποστηρίζουν αυτή την ιδέα; Ποια είναι τα στοιχεία που έρχονται σε αντίθεση με αυτή την ιδέα;
2. Υπάρχει εναλλακτική εξήγηση ή άποψη;
3. Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί (στην περίπτωση που το άτομο δεν σκέφτεται ήδη το χειρότερο σενάριο); Εάν συνέβαινε, πώς θα μπορούσα να το διαχειριστώ; Ποιο είναι το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί; Ποιο είναι το πιο ρεαλιστικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να προκύψει;
4. Ποια είναι η επίδραση της πίστης μου στην αυτόματη σκέψη; Ποιο θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα εάν αλλάξω το σκεπτικό μου;
5. Τι θα έλεγα στον/στην (ένα μέλος της οικογένειας ή κάποιον φίλο) εάν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση;
6. Τι πρέπει να κάνω;
Σύμφωνα με τη γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, τα παραπάνω ερωτήματα βοηθούν τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο ώστε:
Να εξετάσουν την εγκυρότητα της αυτόματης σκέψης.
Να εξερευνήσουν την πιθανότητα άλλων ερμηνειών ή απόψεων.
Να κατακερματίσουν την προβληματική κατάσταση.
Να αναγνωρίσουν το μέγεθος της επίδρασης της πίστης στην αυτόματη σκέψη.
Να αποκτήσουν κάποια απόσταση από την αυτόματη σκέψη.
Να λάβουν μέτρα για την επίλυση του προβλήματος.
Στην περίπτωση που κάποιες αυτόματες σκέψεις αποδειχθούν αληθινές ο θεραπευτής μπορεί να ακολουθήσει τα παρακάτω βήματα:
1. Να εστιάσει στην επίλυση των προβλημάτων.
2. Να εξετάσει εάν ο θεραπευόμενος έχει εξάγει ένα άτοπο ή δυσλειτουργικό συμπέρασμα.
3. Να καλλιεργήσει στον θεραπευόμενο τη διαδικασία αποδοχής.
-----------------
Βιβλιογραφία
Beck, A. T. (1976). Cognitive therapy and the emotional disorders. New York. International Universities Press.
Beck, A. T., Emery, G., & Greenberg, R. (1985). Anxiety disorders and phobias: A cognitive perspective. New York: Basic Books.
Beck, J. S. (2011). Cognitive behavior therapy: Basics and beyond. 2nd ed. New York: Guilford.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου