Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Σ’ αὐ­τό το άρθρο θά προ­σπα­θή­σου­με, ὅ­σο μπο­ροῦ­με πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, νά φω­τί­σου­με τό πρό­βλη­μα ποι­ά εἶ­ναι τά δι­δάγ­μα­τα πού θε­ω­ροῦ­με πώς προ­σφέ­ρει ἡ ἀρ­χαί­α ἐ­πι­στή­μη στή σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χή.
 
Πρῶ­τα ἀ­π’ ὁ­λα ὑ­πο­στη­ρί­ζου­με πώς ἡ ἀν­θρώ­πι­νη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα πού λέ­γε­ται ἐ­πι­στή­μη δέν ἐμ­φα­νί­στη­κε σάν τρό­πος σκέ­ψης γιά τά πράγ­μα­τα, τέ­τοι­ος πού νά μπο­ρεῖ νά δί­νει ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση μέ τό λό­γο γιά ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πρό­βλη­μα πού ἐμ­φα­νί­ζε­ται, μά σάν τρό­πος σκέ­ψης γιά τά πράγ­μα­τα πού μᾶς δί­νει τή δυ­να­τό­τη­τα νά τά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με γιά ἐ­πι­θυ­μη­τούς σκο­πούς. Ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη δι­α­φέ­ρει ἀ­πό τούς ἄλ­λους τρό­πους σκέ­ψης στό ὅ­τι ἡ ἀ­ξι­ο­πι­στί­α της ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται στήν πρά­ξη. Αὐ­τή μας τήν ἄ­πο­ψη, γι’ αὐ­τό τό ζή­τη­μα, μπο­ροῦ­με νά τήν ἐκ­φρά­σου­με μέ τά λό­για ἑ­νός Γάλ­λου συγ­γρα­φέ­α πού τό ἔρ­γο του φαί­νε­ται πώς δέν ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτό στήν πα­τρί­δα του :
 
«Ταυ­τό­χρο­να μέ τή θρη­σκευ­τι­κή σκέ­ψη», γρά­φει δ Felix Sartiaux «ὁ­μως πο­λύ πιό ἀρ­γά, ἐ­πει­δή ἀ­παι­τοῦν­ται πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρες προ­σπά­θει­ες, ἡ ἐ­πι­στη­μοι­κή σκέ­ψη ξε­κό­βει ἀ­πό τή νο­ο­τρο­πί­α τῆς μα­γεί­ας καί τοῦ μυ­στι­κι­σμοῦ πού χα­ρα­κτή­ρι­ζε τόν πρω­τό­γο­νο ἄν­θρω­πο. ¨Ο ἄν­θρω­πος μέ τή χει­ρω­να­κτι­κή ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α, μέ τήν κα­τα­σκευ­ή ἀν­τι­κει­μέ­νων γιά προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο σκο­πό, χά­ρη στήν κλί­ση του ν’ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τά πράγ­μα­τα μέ πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα, ἀρ­χί­ζει νά ξε­χω­ρί­ζει, νά τα­ξι­νο­μεῖ καί νά προ­σέ­χει τί σχέ­σεις πού εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τες ἀ­πό τή φαν­τα­σί­α του. Ἀρ­χί­ζει νά κα­τα­λα­βαί­νει πώς τά πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα δέν ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στίς ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­ες, πώς τά πράγ­μα­τα δέ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται ὁ­πως τά πνεύ­μα­τα. Ἄν δι­α­τη­ροῦ­σε τούς μύ­θους τῆς μα­γεί­ας καί τούς θρη­σκευ­τι­κούς μύ­θους, πο­τέ δέ θά μπο­ροῦ­σε νά κά­νει κά­τι. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀ­πό τήν πιό πα­λιά ἐ­πο­χή, σκό­τω­νε πραγ­μα­τι­κά τά ζῶ­α κι ἐ­πί­σης τά ἐ­ξη­μέ­ρω­νε, καλ­λι­ερ­γοῦ­σε φυ­τά, ἔ­βγα­ζε μέ­ταλ­λα ἀ­πό τά ὀ­ρυ­κτά, καί κα­τα­σκεύ­α­ζε Ἀν­τι­κεί­με­να γιά σκο­πούς πού ὁ ἴ­διος εἶ­χε κα­θο­ρί­σει. Αὐ­τές οἱ δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, ὁ­ποι­ες κι ἄν ἦ­ταν οἱ πα­ρα­στά­σεις πού τίς συ­νό­δευ­αν, ἦ­ταν πε­τυ­χη­μέ­νες ἐ­νέρ­γει­ες. Ὁ ἄν­θρω­πος, συ­νει­δη­τά ἤ ὄ­χι, κα­τα­νό­η­σε τίς σω­στές σχέ­σεις καί τίς ὑ­πό­τα­ξε. Ἡ ὕ­παρ­ξη τῆς τε­χνι­κῆς - πού ἔ­χει τίς ρί­ζες της στήν πα­λαι­ο­λι­θι­κή ἐ­πο­χή - δεί­χνει πώς καί στήν πιό πρω­τό­γο­νη σκέ­ψη ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἴ­χνη ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος» (Morale Kantienne et morale humaine, Paris 1917, σ 254).
 
Στούς ἀρ­χαί­ους πο­λι­τι­σμούς τῆς Ἐγ­γύς Ἀ­να­το­λῆς αὐ­τός ὁ ἐ­πι­στη­μο­νικ­δς τρό­πος τῆς σκέ­ψης σχε­δόν μό­λις καί με­τά βί­ας πε­τυ­χη­μέ­να ἐ­φαρ­μό­στη­κε στή σφαί­ρα τῆς τε­χνι­κῆς. Ὅ­μως ὑ­πῆρ­χε πλά­ϊ στή μυ­θο­λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ σύμ­παν­τος. Αὐ­τή ἡ μυ­θο­λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ σύμ­παν­τος ἐμ­φα­νί­στη­κε καί δι­α­δό­θη­κε στό σῶ­μα τῶν ἱ­ε­ρέ­ων καί σέ με­γά­λο βαθ­μό ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σε πο­λι­τι­κούς σκο­πούς. Οἱ τε­χνί­τες πού ἡ δου­λειά τους ἔ­κλι­νε τά σπέρ­μα­τα τῆς ἐ­πι­στή­μης, ἀ­σχο­λι­όν­του­σαν μέ τήν ὕ­λη. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς πού τό κα­θῆ­κον τους ἦ­ταν ἡ δι­α­τή­ρη­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς δι­άρ­θρω­σης, ἀ­σχο­λι­όν­του­σαν κυ­ρί­ως μέ τήν ἐ­πι­τή­ρη­ση τῶν ἀν­θρώ­πων. Οἱ ἀ­νάγ­κες τα­ῆς ἐ­πι­τή­ρη­σης τῶν ἀν­θρώ­πων δη­μι­ουρ­γή­σα­νε τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς δι­α­τή­ρη­σης τῶν μυ­θο­λο­γι­κῶν ἑρ­μη­νει­ῶν γιά τά με­γά­λα φαι­νό­με­να τῆς φύ­σης - γιά τίς κι­νή­σεις τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των, για τή δι­α­δο­χή τῶν ἐ­πο­χῶν τοῦ χρό­νου, γιά τή βλά­στη­ση, γιά τίς ἀ­νω­μα­λί­ες ἤ τή βι­αι­ό­τη­τα τῆς φύ­σης.
 
Ἡ Ἰ­δι­αί­τε­ρη πρω­το­τυ­πί­α τῶν στο­χα­στῶν τῆς Ἰ­ω­νί­ας ἦ­ταν πώς χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­νε γιά τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν κι­νή­σε­ων τῶν οὐ­ρα­νί­ων σω­μά­των καί τῶν με­γά­λων φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων ἕ­να τρό­πο σκέ­ψης πού πή­γα­ζε ἀ­πό τή γνώ­ση πού εἴ­χα­νε στίς τέ­χνες. Εὐ­νο­ϊ­κές πο­λι­τι­κές πε­ρι­στά­σεις τούς τό ἐ­πέ­τρε­ψαν. Ἐ­κρο­σω­πού­σα­νε ἕ­να νέ­ο στοι­χεῖ­ο, τή νέ­α τά­ξη τῶν πα­ρα­γω­γῶν καί τῶν ἐμ­πό­ρων πού φέρ­να­νε μί­α προ­σω­ρι­νή εἰ­ρή­νη κι εὐ­τυ­χί­α στήν κοι­νω­νί­α, στήν ἐ­ξαν­τλη­μέ­νη κοι­νω­νί­α ἀ­πό τούς ἀ­γῶ­νες ἀ­νά­με­σα στήν ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α τῆς γῆς καί στούς ἀ­παλ­λο­τρι­ω­μέ­νους ἀ­γρό­τες. Ἐ­πει­δή κυ­ρι­αρ­χού­σα­νε μέ­σα στήν κοι­νω­νί­α, κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ἐ­πί­σης κι ὁ τρό­πος τῆς σκέ­ψης τους. Αἰ­σθά­νον­ταν τήν πο­λι­τι­κή τους ἐ­ξου­σί­α στα­θε­ρή κ γι’ αὐ­τό δέ φο­βη­θή­κα­νε ν’ ἀλ­λά­ξου­νε τίς πα­λι­ές μυ­θο­λο­γι­κές ἑρ­μη­νεῖ­ες γιά τή φύ­ση καί νά τίς ἀν­τι­κα­τα­στή­σου­νε μέ μιά ἑρ­μη­νεί­α γιά τά «ἐ­πά­νω πράγ­μα­τα» πού πή­γα­ζε ἀ­πό τ πρα­κτι­κή πεί­ρα πού εἴ­χα­νε ἀ­πο­κτή­σει ἀ­πό τά ἐ­πί­γεια πράγ­μα­τα.
 
Ὁ Σό­λω­νας, στίς ἀρ­χές τοῦ ἕ­κτου αἰ­ώ­να, ἔ­βα­λε στήν Ἀτ­τι­κή τήν οἰ­κο­νο­μι­κή βά­ση αὐ­τοῦ τοῦ τρό­που ἀν­τί­λη­ψης τοῦ κό­σμου. Ὁ Σό­λω­νας ἦ­ταν ἔμ­πο­ρας πού κλή­θη­κε νά βγά­λει τήν Ἀ­θή­να ἀ­πό τό ἀ­δι­έ­ξο­δο πού τῆς δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ συ­νη­θι σμέ­νος ἀ­γώ­νας ἀ­νά­με­σα στούς γαι­ο­κτή­μο­νες καί στούς χω­ρι­κούς. Μέ τήν εἰ­σα­γω­γή τῶν βι­ο­μη­χα­νι­κῶν τε­χνι­κῶν κλά­δων ἔ­δω­σε στή χώ­ρα τίς οἰ­κο­νο­μι­κές δυ­να­τό­τη­τες καί προ­σπά­θη­σε νά μά­θει ὁ κά­θε Ἀ­θη­ναῖ­ος στό παι­δί του κά­ποι­α τέ­χνη. Ἡ Ἀ­θή­να, ὅ­ταν ἔ­γι­νε δη­μο­κρα­τί­α, ἦ­ταν μιά βι­ο­μη­χα­νι­κή καί ἐμ­πο­ρι­κή πό­λη στό κέν­τρο μί­ας ἀ­γρο­τι­κῆς πε­ρι­ο­χῆς.
 
«Εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρον νά ση­μει­ώ­σου­με», γρά­φει δ W.H Jones, «πώς ἡ τέ­χνη ξε­χώ­ρι­σε ἀ­πό τήν ἐ­πι­στή­μη τό­τε μο­νά­χα ὅ­ταν ἡ ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη εἶ­χε πιά ξε­πε­ρά­σει τό ζε­νίθ της». Στά μι­σά τοῦ με­γά­λου πέμ­πτου αἰ­ώ­να, στήν ἀ­πό­κο­ρύ­φω­ση τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Πε­ρι­κλῆ, αὐ­τός δ δι­α­χω­ρι­σμός δέν εἶ­χε ἀ­κό­μα πα­ρου­σια­στεῖ στήν Ἀ­θή­να. Σ’ αὐ­τή τήν ἐ­πο­χη ὁ ἐρ­γα­ζό­με­νος γλύ­πτης Φει­δί­ας ἤ ὁ ἐρ­γα­ζό­με­νος ἀρ­χι­τέ­κτο­νας Ἰ­κτῖ­νος ἦ­ταν τό κό­σμη­μα τῆς κα­λύ­τε­ρης κοι­νω­νί­ας. Αὐ­τή ἡ ἄ­πο­ψη ἀν­τι­κα­θρε­πτί­ζε­ται στά κα­λύ­τε­ρα λο­γο­τε­χνι­κά ἔρ­γα ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς.
 
Ἔ­τσι λ.χ. ὁ Αἰ­σχύ­λος - πού δη­μι­ούρ­γη­σε τό ἔρ­γο του στό τέ­λος τοῦ πρώ­του μι­σοῦ τοῦ πέμ­πτου αἰ­ώ­να - δί­νει μέ τό στό­μα τοῦ Προ­μη­θέ­α πού δί­δα­ξε τή φω­τιά μιά ὑ­πέ­ρο­χη πε­ρι­γρα­φι­κή εἰ­κό­να γιά τό ρό­λο τῆς τε­χνι­κῆς στήν ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος, λέ­ει ὁ Προ­μη­θέ­ας, εἶ­χε στήν ἀρ­χή τό­σο λί­γο μυα­λό ὅ­σο κι ἕ­να μω­ρό. Εἶ­χε μά­τια, μά δέν ἔ­βλε­πε. Εἶ­χε ἀ­φτιά κι ὅ­μως δέν ἄ­κου­γε. Ζοῦ­σε μέ­σα σ’ ἕ­να κό­σμο ὀ­νεί­ρων καί φαν­τα­σι­ώ­σε­ων ἴ­σα­με πού ὁ Προ­μη­θέ­ας τοῦ χά­ρι­σε τή λο­γι­κή καί τήν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς ἀν­τί­λη­ψης. Σέ τί ὠ­φε­λοῦ­σε αὐ­τό τό δῶ­ρο τῆς ἀν­τί­λη­ψης ; Στό ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος πού ζοῦ­σε προ­η­γού­με­να σάν ἔν­το­μο μέ­σα στίς σκο­τει­νές ὑ­πό­γει­ες σπη­λι­ές, χω­ρίς νά εἶ­ναι ἱ­κα­νός νά φτιά­χνει πλί­θους καί χω­ρίς νά γνω­ρί­ζει τήν τέ­χνη τοῦ μα­ραγ­γοῦ, τώ­ρα ζεῖ σ’ ὡ­ραῖ­α ἡ­λι­ό­λου­στα σπί­τια. Προ­η­γού­με­να δέν ἡ­ξε­ρε νά προ­βλἐ­ψει τό χει­μώ­να, τήν ἄ­νοι­ξη, τό κα­λο­καί­ρι. Τώ­ρα ἔ­μα­θε νά δι­α­βά­ζει τ’ ἄ­στρα κι ἔ­φτια­ξε τό ἡ­με­ρο­λό­γιο. Προ­η­γού­με­να δέν ἡ­ξε­ρε οὔ­τε νά λο­γα­ριά­ζει, οὔ­τε καί νά γρά­φει. Τώ­ρα ἔ­χει ἀ­ριθ­μη­τι­κό σύ­στη­μα κι ἀλ­φά­βη­το. Προ­η­γού­με­να μο­χθοῦ­σε σάν τά ζε­μέ­να ζῶ­α, τώ­ρα μέ­ρε­ψε τ’ ἄ­γρια ζῶ­α γιά νά κου­βα­λᾶ­νε τά φορ­τί­α καί τίς πα­νο­πλί­ες. Προ­η­γού­με­να δέν τά κα­τά­φερ­νε νά κο­λυμ­πά­ει στή θά­λασ­σα, νά γι­α­τρεύ­ε­ται ὅ­ταν ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος, ἤ καί νά προ­βλέ­πει τό μέλ­λον. Τώ­ρα ἔ­χει τά λι­νά πα­νιά, τά θε­ρα­πευ­τι­κά βό­τα­να καί τήν τέ­χνη τῆς πρό­βλε­ψης. Σάν ἀ­πο­κο­ρύ­φω­ση ὅ­λων αὐ­τῶν κα­τά­κτη­σε τούς θα­μέ­νους κά­τω ἀ­πό τή γῆ θη­σαυ­ρούς, τό χρυ­σά­φι, τ’ ἀ­σή­μι, τό χαλ­κό, τό σί­δε­ρο. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἔκ­θε­ση πού δί­νει ὁ Αἰ­σχύ­λος στόν Προ­μη­θέ­α του γιά τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Γι’ αὐ­τόν ἡ κα­τά­χτη­ση τῆς τε­χνι­κῆς εἶ­ναι ἀ­δι­α­χώ­ρι­στη ἀ­πό τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς νο­η­μο­σύ­νης. Τοῦ ἦ­ταν ἀ­δι­α­νό­η­τη ἡ ἰ­δέ­α μί­ας ὄ­χι ἐ­φαρ­μο­σμέ­νης ἐ­πι­στή­μης.
 
Με­ρι­κά χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα δ Σο­φο­κλῆς στήν Ἀν­τι­γό­νη του καί πά­λι ἀ­να­κι­νεῖ τό θέ­μα τῆς τε­χνο­λο­γι­κῆς ἐ­φευ­ρε­τι­κό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που. Θαυ­μα­στά, εἶ­ναι πολ­λά πράγ­μα­τα, λέ­ει, μά δέν ὑ­πάρ­χει πιό θαυ­μα­στό πράγ­μα ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν ἄν­θρω­πο. Αὐ­τός εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη πού δι­α­σχί­ζει τή θά­λασ­σα. Ἀ­ξι­ο­ποι­εῖ τούς δυ­να­τούς ἀ­έ­ρη­δες γιά νά τόν με­τα­φέ­ρου­νε πά­νω ἀ­πό τά με­γά­λα κύ­μα­τα πού ἀ­πει­λοῦ­νε νά τόν κα­τα­πιοῦν. Χρό­νια τώ­ρα τό μου­λά­ρι, αὐ­τό τό δυ­να­τό ζῶ­ο πού βγῆ­κε ἀ­πό τ’ ἄ­λο­γο, τρα­βά­ει τ’ ἄ­ρο­τρό του κι ὀρ­γώ­νει τό χῶ­μα τῆς Γῆς, τῆς πιό ἀρ­χαί­ας θε­ᾶς. Μέ τήν ἀ­νώ­τε­ρη νο­η­μο­σύ­νη του τρα­βά­ει στίς πα­γί­δες καί τά δί­χτυ­α του ζῶ­α, που­λιά καί ψά­ρια. Δά­μα­σε κι ὑ­πό­τα­ξε τ’ ἄ­λο­γο μέ τή δα­σύ­τρι­χη χαί­τη καί τόν ἀ­κα­τά­βλη­το βου­νή­σιο ταῦ­ρο. Ἔ­μα­θε νά μι­λά­ει, νά σκέ­πτε­ται καί νά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται πο­λι­τι­σμέ­να. Ἔ­κτι­σε τά σπί­τια γιά νά προ­στα­τευ­τεῖ ἀ­πό τή πα­γω­νιά καί τή βρο­χή. Γιά ὅ­λα - ἐ­κτός ἀ­πό τό θά­να­το - βρῆ­κε φάρ­μα­κο. Μπο­ρεῖ ἀ­κό­μα καί νά γι­α­τρέ­ψει τίς ἀρ­ρώ­στι­ες. Ἡ ἐ­φευ­ρε­τι­κό­τη­τά του στίς τέ­χνες, ἄν κι ἄλ­λο­τε τοῦ βγαί­νει σέ κα­κό κι ἄλ­λο­τε σέ κα­λό, μαρ­τυ­ρά­ει ἀ­φάν­τα­στη σο­φί­α.
 
Δώ­σα­με μί­α πε­ζή πα­ρά­φρα­ση τῆς ποί­η­σης πού δέ με­τα­γλω­τί­ζε­ται καί πού ἐκ­φρά­ζει τό με­γά­λο φό­ρο τι­μῆς πρός τήν ἐ­φευ­ρε­τι­κό­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δι­ά­νοι­ας. Του­λά­χι­στο φω­τί­σα­με τό πε­ρι­ε­χό­με­νό της. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Σο­φο­κλῆ γιά τ’ ἀν­θρώ­πι­να ἐ­πι­τεύγ­μα­τα ταυ­τί­ζε­ται μ’ ἐ­κεί­νη τοῦ Αἰ­σχύ­λου. Ὅ­μως, ἐ­νῶ τό ὑ­λι­κό τα­ῆς τρα­γω­δί­ας του ὑ­πο­χρε­ώ­νει τόν Αἰ­σχύ­λο ν’ ἀ­πο­δώ­σει τίς ἀ­να­κα­λύ­ψεις ὅ­λων τῶν τε­χνῶν στόν Προ­μη­θέ­α, ὁ Σο­φο­κλῆς ἀ­νοι­κτά δι­α­κη­ρύσ­σει πώς ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που. Αὐ­τό φυ­σι­κά οὔ­τε ὁ Αἰ­σχύ­λος τ’ ἀρ­νι­ό­τα­νε. Τήν ἴ­δια γνώ­μη εἶ­χε κι ὁ σύγ­χρο­νός τους φι­λό­σο­φος, ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας πού ζοῦ­σε κι αὐ­τός στήν Ἀ­θή­να τοῦ Πε­ρι­κλῆ. Δί­δα­ξε πώς ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­γι­νε σο­φός για­τί ἀ­πό­κτη­σε δυ­ό ἱ­κα­νά χέ­ρια.
 
Δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο ἀ­πό τά ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῆς ἀρ­χαί­ας φι­λο­λο­γί­ας νά φω­τι­στεῖ ὁ­λό­πλευ­ρα ἡ μέ­θο­δος ἐ­κεί­νων τῶν φι­λο­σό­φων - ἐ­πι­στη­μό­νων πού βλέ­πα­νε στήν τε­χνι­κή τό κλει­δί γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν τῆς φύ­σης. Μιά ὅ­μως πραγ­μα­τεί­α πού ἐ­ξε­τά­σα­με λε­πτο­με­ρεια­κά, το­νί­ζει τή συμ­βο­λή πού εἴ­χα­νε οἱ μά­γει­ροι γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὑ­πό­στα­σης καί τῆς φύ­σης γε­νι­κά. Ἀ­νά­με­σα στ’ ἄλ­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­να­φέ­ρα­με τήν προ­σπά­θεια τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ νά φω­τί­σει τή σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἀ­τμό­σφαι­ρα καί στήν κυ­κλο­φο­ρί­α τοῦ αἵ­μα­τος στ’ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα μέ τή βο­ή­θεια τῆς κλε­ψύ­δρας. Αὐ­τό τό πεί­ρα­μα ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε ἐ­πί­σης τό συμ­πέ­ρα­σμα πώς οἱ βα­σι­κές φυ­σι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες, ἡ ἀλ­λη­λο­ε­πί­δρα­ση τῶν στοι­χεί­ων, δι­α­δρα­μα­τί­ζον­ται ἔ­ξω ἀ­πό τά πλαί­σια τῆς ἀν­τί­λη­ψης τῶν αἰ­σθή­σε­ων. Τό κα­θῆ­κον τοῦ ἐ­πι­στή­μο­να ἦ­ταν τώ­ρα μέ βά­ση τίς ὁ­ρα­τές νά συμ­πε­ρά­νει τίς κρυμ­μέ­νες δι­α­δι­κα­σί­ες. Δι­α­σώ­θη­κε κι ἄλ­λο ἕ­να ἔρ­γο τῆς σχο­λῆς τοῦ Ἱπ­πό­κρα­τη κι ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο βλέ­που­με πώς ὁ δο­κι­μα­σμέ­νος ἐ­πι­στή­μο­νας προ­σπα­θεῖ νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει αὐ­τή τή μέ­θο­δο. Φαί­νε­ται πώς αὐ­τή ἡ πραγ­μα­τεί­α προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό δι­ευ­θυν­τή τοῦ Γυ­μνα­σί­ου πού ἔ­ζη­σε στά τέ­λη τοῦ πέμ­πτου αἰ­ώ­να. Πί­στευ­ε πώς ἡ ὑ­πό­στα­ση τοῦ ἀν­θρώ­πού εἶ­ναι ἕ­να μίγ­μα φω­τιᾶς καί νε­ροῦ. Ἡ δυ­σκο­λί­α του βρι­σκό­τα­νε στό ὅ­τι τά δυ­ό αὐ­τά στοι­χεῖ­α ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α ἐ­ξαρ­τι­ῶν­ται οἱ ζω­τι­κές ἐκ­δή­λω­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που - τό ἴ­διο ὅ­πως κι ὁ ἀ­έ­ρας πού ἐ­ρευ­νή­θη­κε ἀ­πό τόν Ἐμ­πε­δο­κλῆ - εἶ­ναι πο­λύ λε­πτά γιά νά μπο­ρεῖ ἄ­με­σα νά τά ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὁ ἄν­θρω­πος. Μέ ποι­ό τρό­πο ξε­περ­νά­ει αὐ­τή του τή δυ­σκο­λί­α; Εἶ­ναι φα­νε­ρό πώς ἦ­ταν μα­θη­τής τοῦ Ἠ­ρά­κλει­του, τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ καί τοῦ Ἀ­να­ξα­γό­ρα πού στίς ἀ­πό­ψεις τους γιά τό σύμ­παν βρή­κα­με πολ­λά ἴ­χνη τῆς ἐ­πί­δρα­σης τῆς τε­χνι­κῆς. Ὅ­πως αὐ­τοί οἱ κο­σμο­λό­γοι χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­νε πολ­λές ἔν­νοι­ες βγάλ- μέ­νες ἀ­πό τήν τε­χνι­κή γιά νά ἐ­ξη­γή­σου­νε τό σύμ­παν, ἔ­τσι κι ὁ για­τρός μας γυ­ρεύ­ει νά ἐ­ξη­γή­σει τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μέ τήν τε­χνι­κή. Ὅ­πως κι οἱ πρό­γο­νοί του πού χρη­σι­μο­ποι­ού­σα­νε τήν ἴ­δια μέ­θο­δο, λέ­ει κι αὐ­τός πολ­λές ἀ­νο­η­σί­ες. Ἐ­μᾶς ὅ­μως δέν μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρου­νε τ’ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, μά ἡ μέ­θο­δος.
 
Πρῶ­τα ἀ­π’ ὅ­λα δι­α­κη­ρύτ­τει τή γε­νι­κή του ἀρ­χή. Μπο­ροῦ­με, λέ­ει, νά πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τίς ἀ­ό­ρα­τες δι­α­δι­κα­σί­ες τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης ἄν προ­σέ­ξου­με τίς ὁ­ρα­τές δι­α­δι­κα­σί­ες τῆς τε­χνι­κῆς. Στούς ἀν­θρώ­πους ξε­φεύ­γει αὐ­το τό στοι­χεῖ­ο, ἐ­πει­δή δέν κα­τα­λα­βαί­νου­νε πώς οἱ τε­χνι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες πού συ­νει­δη­τά ἐ­λέγ­χον­ται ἀ­π’ αὐ­τούς ἀ­πο­τε­λοῦ­νε ἀν­τι­γρα­φή τῶν ἀ­συ­νει­δή­των δι­α­δι­κα­σι­ῶν τοῦ ἀν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος. Οἱ θε­οί, μᾶς ἐ­ξη­γεῖ, μά­θα­νε τούς ἀν­θρώ­πους ν’ ἀν­τι­γρά­φου­νε μέ τίς τέ­χνες τους τίς λει­τουρ­γί­ες τοῦ σώ­μα­τός τους. Οἱ ἄν­θρω­ποι κα­τα­λα­βαί­νου­νε τίς τέ­χνες (δη­λα­δή τίς χρη­σι­μο­ποι­οῦ­νε μ’ ἐ­πι­τυ­χί­α) , ὅ­μως δέν κα­τα­νο­οῦ­νε ποι­όν οἱ τέ­χνες ἀν­τι­γρά­φου­νε, θά ἔ­πρε­πε νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­νε τό γε­γο­νός πώς οἱ τέ­χνες εἶ­ναι τό κλει­δί γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῶν κρυμ­μέ­νων δι­α­δι­κα­σι­ῶν τῆς φύ­σης.
 
Ἐ­δῶ εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό νά πά­ρου­με ὑ­πό­ψη μας τί θε­ω­ρεῖ ὁ συγ­γρα­φέ­ας «κα­τα­νό­η­ση». Δέ θε­ω­ρεῖ τήν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς ἐ­ξή­γη­σης μέ τό λό­γο, μά θε­ω­ρεῖ τήν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς συ­νει­δη­τῆς δρά­σης γιά τήν ἐ­πί­τευ­ξη ἑ­νός συγ­κε­κρι­μέ­νου σκο­πού. Θέ­λει ν’ ἀ­σχο­λη­θεῖ μέ τ’ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα μέ σκο­πό νά δι­α­τη­ρή­σει καί νά κα­λυ­τε­ρέ­ψει τήν ὑ­γεί­α του. Εἶ­ναι πει­σμέ­νος πώς μπο­ρε­ΐ ἀ­πό τίς ὑ­πάρ­χου­σες σ’ ἐ­φαρ­μο­γή τέ­χνες νά βγά­λει συμ­πε­ρά­σμα­τα γιά τήν και­νούρ­για τέ­χνη τῆς ὑ- γι­ει­νῆς πού προ­σπα­θεῖ νά δη­μι­ουρ­γή­σει. Στρέ­φει τήν προ­σο­χή του στίς τέ­χνες τοῦ σι­δε­ρᾶ, τοῦ ὑ­φάν­τη, τοῦ λευ­κα­στή, τοῦ μα­ραγ­κοῦ, τοῦ χτί­στη, τοῦ μου­σι­κοῦ, τοῦ μά­γει­ρα, τοῦ βυρ­σο­δέ­ψη, τοῦ κα­λα­θά, τοῦ χρυ­σω­τή, τοῦ ἀ­ση­μω­τή, τοῦ γλύ­πτη, τοῦ ἀγ­γει­ο­πλά­στη καί τοῦ γρα­φέ­α. Φαί­νε­ται πώς ἡ κύ­ρια ἰ­δέ­α του εἶ­ναι πώς ἄν ἐ­νερ­γή­σου­με σω­στά γιά τίς ἀν­τι­λη­πτές πλευ­ρές τῶν πραγ­μά­των, τό­τε ἀ­να­πό­φευ­κτα θά μᾶς φα­νε­ρω­θοῦ­νε κι οἱ ἀ­ό­ρα­τες δι­α­δι­κα­σί­ες πού ἀ­να­ζη­τοῦ­με.
 
Κά­τω ἀ­π’ αὐ­τό τό πρῖ­σμα βλέ­πει νά ὑ­πάρ­χει μιά ἀ­να­λο­γί­α ἀ­νά­με­σα σ’ ὁ­ρι­σμέ­νες φυ­σι­ο­λο­γι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες καί στήν τέ­χνη τῆς πρό­βλε­ψης. Ὁ μάν­της προ­σέ­χει τά ἀν­τι­λη­πτά πράγ­μα­τα, δη­λα­δή τά γε­γο­νό­τα πού συμ­βαί­νουν, κι ἀ­π’ αὐ­τά μπο­ρεῖ νά προ­βλέ­ψει τά ἀ­ό­ρα­τα, δη­λα­δή τά μελ­λον­τι­κά γε­γο­νό­τα. Πα­ρό­μοι­α ἕ­νας ἄν­δρας καί μιά γυ­ναί­κα κά­νον­τας μιά ἐ­νέρ­γεια τοῦ πα­ρόν­τος - τήν ἐ­ρω­τι­κή πε­ρί­πτυ­ξή τους - ἀρ­χί­ζου­νε μιά δι­α­δι­κα­σί­α πού ἔ­χει γιά μελ­λον­τι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τή γέν­νη­ση ἑ­νός παι­διοῦ. Ἔ­τσι, ὑ­πο­στη­ρί­ζει, πρέ­πει νά ἐλ­πί­ζου­με πώς μπο­ροῦ­με ν’ ἀ­να­κα­λύ­ψου­με καί τήν πο­ρεί­α μί­ας δι­α­δι­κα­σί­ας πού θ’ ἀρ­χί­ζει στό πα­ρόν καί πού θά ἔ­χει γιά μελ­λον­τι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν ὑ­γεί­α.
 
Προ­σπα­θεῖ νά πλη­σιά­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν ἀ­πάν­τη­ση πά­νω σ’ αὐ­τό τό θέ­μα μέ τή με­λέ­τη τῆς πα­ρα­γω­γῆς τῶν σι­δε­ρέ­νι­ων ἐρ­γα­λεί­ων. Σύμ­φω­να μέ τή γνώ­μη του, ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μίγ­μα φω­τιᾶς καί νε­ροῦ. Ἡ φω­τιά καί τό νε­ρό εἶ­ναι ἐ­πί­σης τά βα­σι­κά στοι­χεῖ­α τοῦ χυ­το­σί­δε­ρου. Ὁ σι­δε­ράς ὅ­ταν φυ­σά­ει τή φω­τιά πά­νω στό σί­δε­ρο, βγά­ζει ἀ­π’ αὐ­τό τήν «τρο­φή» κι’ ἔ­τσι αὐ­τό γί­νε­ται «χα­λα­ρό» κι εὐ­λύ­γι­στο. Με­τά τό σφυ­ρη­λα­τεῖ, τό συγ­κολ­λά­ει καί τό «βά­φει» μέ νε­ρό. Τό «βά­ψι­μο» τοῦ ἐ­πι­στρέ­φει τήν «τρο­φή». Τό ἴ­διο γί­νε­ται κι ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος γυ­μνά­ζε­ται. Μέ τήν ἀ­να­πνο­ή φουν­τώ­νει μέ­σα του τή φω­τιά πού κα­τα­να­λώ­νει τήν τρο­φή. Ὅ­ταν γί­νει «χα­λα­ρός» εἶ­ναι κτυ­πη­μέ­νος, εὐ­κο­λο­δι­ά­πλα­στος καί κα­θα­ρι­σμέ­νος. Με­τά πού θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τό νε­ρό (δη­λα­δή τή τρο­φή), ἀ­πο­κτά­ει καί πά­λι δύ­να­μη.
 
Δέν πρό­κει­ται ἐ­δῶ νά συ­νε­χί­σου­με τήν πε­ρι­γρα­φή τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν πού ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται πώς ὑ­πάρ­χου­νε ἀ­νά­με­σα στήν ὑ­γι­ει­νή δι­α­τρο­φή καί σέ πολ­λές ἄλ­λες τέ­χνες πού ἀ­να­φέ­ρα­με. Εἶ­ναι πο­λύ φαν­τα­στι­κές. Ὅ­μως θά ἦ­ταν λά­θος νά νο­μί­σου­με πώς χά­νου­νε κά­θε ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­ξί­α. Μο­νά­χα αὐ­τός πού δέ γνω­ρί­ζει τίς τε­ρά­στι­ες δυ­σκο­λί­ες πού συ­ναν­τᾶ στά πρῶ­τα βή­μα­τά της κά­θε ἐ­πι­στή­μη, μο­νά­χα αὐ­τός πού δέ ξέ­ρει πώς ἡ ἀρ­χή κά­θε ἐ­πι­στή­μης συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πό δι­ε­ρευ­νη­τι­κές καί πει­ρα­μα­τι­κές σκέ­ψεις, μο­νά­χα, αὐ­τός μπό- ρεῖ νά πέ­σει σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο λά­θος. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας μᾶς προ­τεί­νει νά δο­κι­μά­σου­με πολ­λά πράγ­μα­τα γιά τ’ ἀν­θρώ­πι­να σώ­μα­τα. Τή γυ­μνα­στι­κή, τό λου­τρό, τό μα­σάζ, τήν κα­θα­ρι­ό­τη­τα καί τή δί­αι­τα πού μᾶς ἀ­να­φέ­ρει δέν εἶ­ναι κα­θό­λου ἄ­χρη­στα πράγ­μα­τα. Συγ­κρί­νον­τας τίς ἄλ­λες τέ­χνες μέ τή δι­κή του προ­σπα­θεῖ νά ξε­κα­θα­ρί­σει τί ὁ ἴ­διος κά­νει. Ὅ­μως ἐ­μεῖς ἐ­δῶ ἀ­σχο­λι­ό­μα­στε κυ­ρί­ως μέ τή μέ­θο­δό του κι ὄ­χι μέ τ’ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα πού πέ­τυ­χε. Ὅ­σο πιό φαν­τα­στι­κές εἶ­ναι οἱ ἀ­να­λο­γί­ες πού ἀ­να­φέ­ρει πώς ὑ­πάρ­χου­νε ἀ­νά­με­σα στίς φυ­σι­ο­λο­γι­κές λει­τουρ­γί­ες καί στήν τε­χνι­κή, τό­σο πιό ση­μαν­τι­κό γί­νε­ται τό γε­γο­νός πώς ὁ συγ­γρα­φέ­ας μας μπο­ρεῖ καί χρη­σι­μο­ποι­εῖ αὐ­τή τή μέ­θο­δο. Ἄν βρί­σκον­ταν στόν πιό πρω­τό­γο­νο βαθ­μό ἐ­ξέ­λι­ξης, τό­τε θά θε­ω­ροῦ­σε πώς τό σῶ­μα εἶ­ναι ἡ κα­τοι­κί­α τῶν πνευ­μά­των καί θά ἦ­ταν κι ἀ­νά­λο­γη ἡ πε­ρι­γρα­φή του. Αὐ­τός ὅ­μως ἔ­χει τή γνώ­μη πώς ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φυ­σι­ο­λο­γί­α μοιά­ζει μέ τή δου­λειά τοῦ σι­δε­ρᾶ, τοῦ λευ­κα­στή, τοῦ ἀγ­γει­ο­πλά­στη καί μέ βά­ση αὐ­τή του τή γνώ­μη κά­νει τήν πε­ρι­γρα­φή του. Ἡ πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη γιά τή φύ­ση ἀ­να­μορ­φώ­θη­κε ἀ­πό τήν ἴ­δια τή δύ­να­μη ἐ­κει­νη πού ἀ­να­μόρ­φω­σε καί τήν κοι­νω­νί­α, δη­λα­δή ἀ­πό τή χρη­σι­μο­ποί­η­ση τῆς πα­ρα­γω­γι­κῆς τε­χνι­κῆς.
 
Ποι­ά εἶ­ναι ἡ προ­σφο­ρά αὐ­τοῦ τοῦ τρό­που ἑρ­μη­νεί­ας ; Για­τί ἀ­πό­κτη­σε τό­σο με­γά­λη ση­μα­σί­α γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἐ­πι­στή­μης ; Ὁ Πλά­τω­νας σέ με­ρι­κές πλευ­ρές τῆς θε­ω­ρί­ας του ἔ­φτα­σε ἴ­σα­με τό μῦ­θο. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἔ­κα­νε τό ἴ­διο μέ τά Με­τα­φυ­σι­κά του ὅ­που ὑ­πο­στη­ρί­ζει πώς ἡ ἀ­λη­θι­νή ἐ­πι­στή­μη δέν εἶ­χε πο­τέ τί­πο­τα τό κοι­νό μέ τήν πα­ρα­γω­γή καί λέ­ει πώς ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τῶν μύ­θων εἶ­ναι ἕ­να εἶ­δος ἐ­πι­στή­μης. Δυ­στυ­χῶς εἴ­μα­στε ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά πού­με πώς ἡ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν της ἀρ­χαί­ας σκέ­ψης ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά συμ­φω­νεῖ μέ τοῦ Πλά­τω­να τήν πρά­ξη καί μέ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη τή γνώ­μη. Για­τί λοι­πόν ἐ­μεῖς δέ συμ­φω­νοῦ­με; Ὁ μύ­θος δέ μπο­ρεῖ ν’ ἀ­πο­δει­χτεῖ καί κα­τά συ­νέ­πεια δέ μπο­ρεῖ καί νά δδη­γή­σει στή γνώ­ση. Ἀν­τί­θε­τα, οἱ σκέ­ψεις πού πη­γά­ζου­νε ἀ­πό τήν τε­χνι­κή πάν­το­τε δο­κι­μά­στη­καν κι ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­καν στήν πρά­ξη. Θά ἦ­ταν σω­στό νά χα­ρα­κτη­ρί­σου­με τούς μύ­θους τοῦ Πλά­τω­να καί τῶν προ­γό­νων του στήν Αἴ­γυ­πτο καί τή Βα­βυ­λω­νί­α, σάν ἀν­τι­λή­ψεις γιά τή φύ­ση πού ἔ­χου­νε ἀ­ξί­α μο­νά­χα γιά τήν κυ­ρι­αρ­χί­α πά­νω στούς ἀν­θρώ­πους. Οἱ ἀν­τι­λή­ψεις γιά τή φύ­ση πού πη­γά­ζου­νε ἀ­πό τή τε­χνι­κή εἴ­χα­νε ἀ­ξί­α γιά τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ ἀν­θρώ­που πά­νω στήν ὕ­λη. Αὐ­τό ση­μαί­νει πώς εἶ­ναι οἱ ἴ­δι­ες ἐ­πι­στή­μη.
 
Στήν πιό πρώ­ϊ­μη ἐ­πο­χή τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς σκέ­ψης, ὅ­ταν δέν ξε­χω­ρι­ζό­τα­νε ἡ ἐ­πι­στή­μη ἀ­πό τήν τε­χνι­κή, ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­στή­μη ἕ­νας τρό­πος πού ἔ­δει­χνε πώς ἕ­να πράγ­μα εἶ­χε γί­νει. Στόν Πλά­τω­να εἶ­χε ὁ­μως γί­νει τρό­πος γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση τῆς πο­λυ­μά­θειας, πρᾶγ­μα πού σή­μαι­νε πώς ὅ­ταν κά­τι δέ μπο­ροῦ­σε νά ἐ­πι­βε­βαι­ω­θεῖ στήν πρά­ξη, τό­τε ἔ­φτα­νε νά συ­ζη­τη­θεῖ αὐ­τό ἐ­ξο­νυ­χι­στι­κά. Αὐ­τό τό και­νούρ­γιο εἶ­δος τῆς «ἐ­πι­στή­μης», ὅ­πως καί ὁ προ­η­γού­με­νος τρό­πος τῆς ἑρ­μη­νεί­ας μέ βά­ση τήν τε­χνι­κή, ἦ­ταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀλ­λα­γῆς στόν χα­ρα­κτή­ρα τῆς κοι­νω­νί­ας. Οἱ ἱ­στο­ρι­κοί πού ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ τήν κοι­νω­νι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη δια­ρκῶς ἀ­κό­μα συ­ζη­τᾶ­νε τό πρό­βλη­μα σέ ποι­ό βαθ­μό τήν ἔ­πο­χη τοῦ Πλά­τω­να ἡ πα­ρα­γω­γι­κή τε­χνι­κή εἶ­χε πέ­σει στά χέ­ρια τῶν δού­λων. Γιά τό δι­κό μας θέ­μα δέ χρει­ά­ζε­ται μί­α ἀ­πό­λυ­τα ἀ­κρι­βο­λό­γα ἀ­πάν­τη­ση. Φτά­νει νά ποῦ­με πώς γιά τόν Πλά­τω­να καί γιά τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἦ­ταν φυ­σι­κό κι ἐ­πι­τα­κτι­κό ζή­τη­μα ἡ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τοῦ πο­λί­τη ἀ­πό τή χει­ρο­να­κτι­κή δου­λειά κι ἀ­κό­μα κι ἀ­πό τήν ἄ­με­ση ἐ­πι­στα­σί­α του πά­νω στούς ἐρ­γα­ζό­με­νους. Θέ­λα­νε νά δη­μι­ουρ­γή­σου­νε μιά ἐ­πι­στή­μη γιά τούς πο­λί­τες τέ­τοι­α πού νά μήν εἶ­ναι ὑπ­χρε­ω­μέ­νοι νά ἔρ­χον­ται σ’ ἄ­με­ση σχέ­ση μέ τό φυ­σι­κό κό­σμο. Ἑ­πό­με­νο λοι­πόν ἦ­ταν νά μήν ὑ­πάρ­χει στίς ἑρ­μη­νεῖ­ες τους θέ­ση γιά τίς ἔν­νοι­ες πού πη­γά­ζα­νε ἀ­πό τήν τε­χνι­κή. Σκο­πός τῆς ἐ­πι­στή­μης τούς ἦ­ταν νά δί­νε­ται σω­στή ἀ­πάν­τη­ση σέ κά­θε ρώ­τη­μα πού τούς ἔμ­παι­νε. Ἡ ὀρ­θό­τη­τα τῆς ἀ­πάν­τη­σης ἐ­ξαρ­τι­ό­τα­νε ἀ­πό τή λο­γι­κή συ­νο­χή της. Αὐ­τό φυ­σι­κά δέν ἦ­ταν μο­νά­χα βλα­βε­ρό. Οἱ τε­ρά­στι­ες πρό­ο­δοι πού γί­να­νε στά μα­θη­μα­τι­κά ἀ­πό τόν Πλά­τω­να καί χά­ρη στήν ἐ­πί­δρα­ση τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας, με­τα­μορ­φώ­σα­νε τήν ἔν­νοι­α τοῦ σύμ­παν­τος. Οἱ Ἴ­ω­νες εἴ­χα­νε τό­σο λα­θε­μέ­νη ἀν­τι­λη­ψη γιά τά με­γέ­θη καί τίς ἀ­πο­στά­σεις τῶν οὐ­ρα­νί­ων σω­μά­των πού ἡ ἀ­στρο­λο­γί­α τους δέν ἦ­ταν δυ­να­τό νά ξε­χω­ρι­στε­ΐ ἀ­πό τή με­τε­ω­ρο­λο­γί­α. Ἀν­τί­θε­τα, οἱ μα­θη­μα­τι­κοί γρή­γο­ρα ξε­κα­θα­ρί­σα­νε πώς ὁ κό­σμος μας δέν εἶ­ναι πα­ρά μιά μι­κρή κη­λί­δα μέ­σα στό τε­ρά­στιο χῶ­ρο τοῦ σύμ­παν­τος. Οἱ Ἴ­ω­νες, γό­νι­μοι σέ ἰ­δέ­ες, ἐ­λά­χι­στα ἀ­να­πτύ­ξα­νε τήν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς ἀ­νά­λυ­σης τῶν λο­γι­κῶν τους συμ­πε­ρα­σμά­των. Μπρο­στά σέ μιά καί μό­νο κα­λή σε­λί­δα τῆς λο­γι­κῆς τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ὁ κό­σμος τῶν συ­ζη­τή­σε­ών τους φαί­νε­ται τό­σο πρω­τό­γο­νος, ὅ­σο πρω­τό­γο­νος φαί­νε­ται κι ὁ κό­σμος τους τοῦ ἥ­λιου, τοῦ φεγ­γα­ριοῦ, καί τῶν ἄ­στρων μπρο­στά στούς μα­θη­μα­τι­κούς. Ὅ­μως, πα­ρ’ ὅ­λες αὐ­τές τίς προ­ό­δους στά μα­θη­μα­τι­κά καί τή λο­γι­κή, ἡ δι­α­κο­πῆ τῶν δη­μι­ουρ­γι­κῶν σχέ­σε­ων τῆς ἐ­πι­στή­μης μέ τήν τε­χνι­κή ἦ­ταν ἕ­να βα­ρύ πλῆγ­μα σέ βά­ρος της, πλῆγ­μα πού δέ γι­α­τρεύ­τη­κε σ’ ὅ­λό τό δι­ά­στη­μα τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τας καί τοῦ με­σαί­ω­να.
 
Ἡ και­νούρ­για ἀν­τί­λη­ψη γιά τήν ἐ­πι­στή­μη πού ἐκ­δη­λώ­θη­κε μέ τόν Πλά­το)νά καί τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη εἶ­χε τήν κα­τα­γω­γή της στή νέ­α δι­άρ­θρω­ση τῆς κοι­νω­νί­ας πού χω­ρί­ζον­ταν σέ πο­λί­τες καί δού­λους. Παν­τοῦ, σ’ ὅ­λό τό ἔρ­γο τοῦ Πλά­τω­να, ἀν­τι­κα­θρε­πτί­ζε­ται αὐ­τή ἡ βα­σι­κή δι­χο­τό­μη­ση πού πή­γα­ζε ἀ­πό τόν κοι­νω­νι­κό δι­α­χω­ρι­σμό. Στήν ἀ­να­πτυγ­μέ­νη θε­ω­ρί­α τῆς δου­λεί­ας ὁ δοῦ­λος δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ταν γιά λο­γι­κή ὕ­παρ­ξη. Μο­νά­χα ὁ κύ­ριος ἦ­ταν προι­κι­σμέ­νος μέ τή λο­γι­κή. Ὁ δοῦ­λος μπο­ροῦ­σε νά εἶ­χε «σω­στή γνώ­μη» μο­νά­χα ἄν τη­ροῦ­σε ἀ­πό­λυ­τα τίς ἐν­το­λές τοῦ κυ­ρί­ου του. Αὐ­τή ἡ σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στόν κύ­ριο καί στό δοῦ­λο εἶ­ναι βα­σι­κό στοι­χεῖ­ο τῆς σκέ­ψης τοῦ Πλά­τω­να σ’ δλούς τούς το­μεῖς.
 
Ἄς δοῦ­με πρῶ­τα τόν πο­λι­τι­κό το­μέ­α. Ἐ­δῶ ἡ σχέ­ση ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τόν πού κυ­βερ­νά­ει καί σ’ αὐ­τόν πού κυ­βερ­νι­έ­ται πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀ­πό τόν Πλά­τω­να σά σχέ­ση ἀ­νά­με­σα σέ κύ­ριο καί σέ δοῦ­λο. Ἡ κυ­βέρ­νη­ση πρέ­πει νά κά­νει τό κα­λό γιά κεί­νους πού κυ­βερ­νι­οῦν­ται, ὅ­μως δέ χρει­ά­ζε­ται νά ἔ­χει τή συγ­κα­τά­θε­σή τους. Οἱ βα­σι­λι­κοί του ἄν­δρες, οἱ φω­τι­σμέ­νοι ἀ­ρι­στο­κρά­τες πού πρέ­πει νά κυ­βερ­νᾶ­νε, δέν εἶ­ναι πα­ρά μί­α μι­κρή μει­ο­ψη­φί­α στό σύ­νο­λο τοῦ πλη­θυ­σμοῦ. Ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι εἶ­ναι, ἴ­σα­με ἕ­να βαθ­μό, δοῦ­λοι πού μο­να­δι­κό τους κα­θῆ­κον ἔ­χου­νε νά ἐ­κτε­λοῦ­νε μη­χα­νι­κά τίς δι­α­τα­γές τῶν ἀ­νώ­τε­ρών τους. Ὁ χει­ρο­να­κτι­κά ἐρ­γα­ζό­με­νος, ἄν ἀ­φε­θεῖ κύ­ριος τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, δέ θά μπο­ρέ­σει νά κυ­βερ­νη­θεῖ, θά κυ­βερ­νι­έ­ται ἀ­πό τίς ὀ­ρέ­ξεις του. Γιά τόν Πλά­τω­να, ἀν­τι­κα­νο­νι­κά ἡ κύ­ρια δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ χει­ρο­να­κτι­κά ἐρ­γα­ζό­με­νου ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νη ὄ­χι στά χέ­ρια μά στό στο­μά­χι καί στά νε­φρά. Οἱ τε­χνί­τες ἀ­πέ­ναν­τι στούς φι­λό­σο­φους ἔ­χου­νε τήν ἴ­δια σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στούς δού­λους καί στούς κυ­ρί­ους. Δέν ὑ­πάρ­χει καμ­μιά δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στήν τέ­χνη τοῦ δου­λο­κτή­τη καί στήν τέ­χνη τοῦ βα­σι­λιᾶ. Ἡ δι­α­φο­ρά τους βρί­σκε­ται στήν ἔ­κτα­ση τῆς ἐ­πί­δρα­σής τους. Μιά τέ­τοι­α θε­ω­ρί­α δι­α­δο­σε δ Πλά­τω­νας στήν πό­λη πού ὁ Σό­λω­νας εἶ­χε κα­θι­ε­ρώ­σει σά βά­ση τῆς δη­μο­κρα­τι­κῆς της ζω­ῆς τή δι­ά­δο­ση τῶν τε­χνῶν.
 
Ἡ ψυ­χο­λο­γί­α, ἡ φυ­σι­ο­λο­γί­α κι ἡ ἡ­θι­κη τοῦ Πλά­τω­να κι οἱ τρεῖς βρί­σκον­ται σ’ ἁρ­μο­νί­α μ’ αὐ­τή τή θε­ώ­ρη­ση τῶν πραγ­μά­των. Στήν Πο­λι­τεί­α ὁ Πλά­τω­νας μι­λά­ει γιά τρί­α στρώ­μα­τα - γιά τούς κυ­βερ­νῆ­τες, γιά τούς φύ­λα­κες (στρα­τι­ῶ­τες κι’ ἀ­στυ­νο­μι­κούς καί γιά τούς πα­ρα­γω­γούς. Ἡ ἀ­να­φο­ρά στό τρί­το στρῶ­μα δέ ση­μαί­νει πε­ρέ­κλι­ση ἀ­πό τή βα­σι­κή σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στόν κύ­ριο καί στό δοῦ­λο, ἐ­πει­δή τό κύ­ριο κα­θῆ­κον πού ἔ­χου­νε οἱ φύ­λα­κες εἶ­ναι ἡ ἐ­ξα­σφά­λι­ση τῆς δι­α­κυ­βέρ­νη­σης τῶν πα­ρα­γω­γῶν ἀ­πό τούς κυ­βερ­νῆ­τες. Πα­ρό­μοι­α συν­θέ­τει καί τήν ψυ­χή ἀ­πό τρί­α μέ­ρη, ἀ­πό τή λο­γι­κή, τό πνεῦ­μα καί τά πά­θη. Ἡ λο­γι­κή ἀ­νή­κει στούς κυ­βερ­νῆ­τες, τό πνεῦ­μα στούς φύ­λα­κες καί τά πά­θη στούς πα­ρα­γω­γούς. Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς βλέ­που­με τήν κοι­νω­νι­κή ση­μα­σί­α τῆς ἀ­πόρ­ρι­ψης τῆς ἄ­πο­ψης τοῦ Ἀ­να­ξα­γό­ρα πώς τά χέ­ρια ὑ­πήρ­ξα­νε τό κύ­ριο ὄρ­γα­νο γιά τή δη­μι­ουρ­γί­α τῆς νό­η­σης. Οἱ ἐρ­γα­ζό­με­νοι δέν εἶ­ναι ἡ προ­σω­πο­ποί­η­ση τῆς χει­ρο­να­κτι­κῆς δε­ξι­ο­τε­χνί­ας, μά τῶν πα­θῶν. Ἄν συγ­κρί­νου­με τόν Πλά­τω­να μέ τόν Αἰ­σχύ­λο καί τό Σο­φο­κλῆ, τό­τε βλέ­που­με κα­θα­ρά τί με­γά­λη ἀλ­λα­γή εἶ­χε γί­νει.
 
Τή φυ­σι­ο­λο­γι­κή εἰ­κό­να αὐ­τῆς της ψυ­χο­λο­γί­ας τῶν τά­ξε­ων μᾶς τή δί­νει λε­πτο­με­ρεια­κά ὁ Τί­μαι­ος. Ἡ κε­φα­λή εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νη ἀ­πό τόν κορ­μό μέ τό λαι­μό κι’ αὐ­τό γιά νά μή μο­λύ­νε­ται τό θεῖ­ο μέ­ρος τῆς ψυ­χῆς πού κα­τοι­κεῖ στό κε­φά­λι ἀ­πό τή συγ­χρώ­τη­σή του μέ τό θνη­τό μέ­ρος πού κα­τοι­κεῖ στόν κορ­μό. Ὁ ἴ­διος ὁ κορ­μός χω­ρί­ζε­ται μέ τό δι­ά­φραγ­μα σέ δυ­ό μέ­ρη. Ἔ­τσι τά γυ­ναι­κεί­α καί δου­λι­κά στοι­χεῖ­α τῆς ψυ­χῆς κα­τοι­κοῦ­νε στό κά­τω μέ­ρος, ἐ­νῶ τ’ ἀν­δρι­κά πνευ­μα­τι­κά στοι­χεῖ­α στό πά­νω μέ­ρος γιά ν’ ἀ­κοῦ­νε τους δι­α­λο­γι­σμούς τῆς λο­γι­κῆς καί νά μπο­ροῦ­νε νά ἑ­νώ­νον­ται μα­ζί της γιά τήν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῶν πα­θῶν. Τό ἠ­θι­κό σύ­στη­μα πού πά­νω του στη­ρι­ζό­τα­νε μιά τέ­τοι­α φυ­σι­ο­λο­γί­α ἦ­ταν σκλη­ρό καί που­ρι­τα­νι­κό. Ἀ­νά­με­σα στήν ψυ­χή καί στό σῶ­μα ὑ­πήρ­χα­νε αὐ­στη­ρά δι­α­χω­ρι­στι­κά ὁ­ρια. Ἡ σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στήν ψυ­χή καί στό σῶ­μα εἶ­ναι πα­ρό­μοι­α μέ τή σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στόν κύ­ριο καί στό δοῦ­λο. Γι’ αὐ­τό κι ἡ ἀν­τί­λη­ψη πώς βά­ση τῆς ἡ­θι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ συμ­με­το­χή τοῦ πνεύ­μα­τος στά σω­μα­τι­κά αἰ­σθή­μα­τα τῆς χα­ρᾶς καί τοῦ πό­νου ἦ­ταν τό ἴ­διο ὕ­πο­πτη μέ τήν ἰ­δέ­α πώς οἱ μά­ζες θά ἔ­πρε­πε νά παίρ­νου­νε μέ­ρος στή δι­α­μόρ­φω­ση τῶν νό­μων.
 
Μέ τόν ἴ­διο τρό­πο ἀρ­χί­ζει ὁ Πλά­τω­νας τήν ἑρ­μη­νεί­α του γιά τή δι­άρ­θρω­ση τοῦ σύμ­παν­τος. Τό πνεῦ­μα κι’ ἡ ὕ­λη βρί­σκον­ται σ’ ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σά τους, ἔ­τσι ὅ­πως συμ­βαί­νει καί μέ τόν κύ­ριο καί τό δοῦ­λο. Ἄν μέ­σα στή φύ­ση πα­ρου­σι­ά­ζε­ται κά­ποι­α εὐ­τα­ξί­α ἡ ὀ­μορ­φιά, αὐ­τό συμ­βαί­νει για­τί τό πνεῦ­μα βά­ζει σέ τά­ξη τήν ὕ­λη πού βα­σι­κά βρί­σκε­ται σ’ ἀ­τα­ξί­α. Ἀ­π’ αὐ­τό βγαί­νει τό συμ­πέ­ρα­σμα πώς ὁ σω­στός δρό­μος γιά τήν ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι ὁ δρό­μος τῆς λο­γι­κῆς καί σέ κα­μιά πε­ρί­πτω­ση ὁ δρό­μος τῆς ἀν­τί­λη­ψης τῶν αἰ­σθή­σε­ων. Ἡ λο­γι­κή μας φέρ­νει σ’ ἄ­με­ση ἐ­πα­φή μέ τό πνεῦ­μα πού ἐ­πι­βάλ­λει τήν τά­ξη στήν ὕ­λη. Στόν κό­σμο τῶν φαι­νο­μέ­νων - πού μ’ αὐ­τόν ἔρ­χον­ται οἱ αἰ­σθή­σεις σ’ ἐ­πα­φή - ἡ τά­ξη αὐ­τή δέν εἶ­ναι τέ­λεια.
 
Αὐ­τή ἡ νέ­α ἀν­τί­λη­ψη γιά τή σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στό πνεῦ­μα καί στήν ὕ­λη σή­μαι­νε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πό τήν πρω­ταρ­χι­κή ὑ­πό­θε­ση τῆς πα­λιᾶς σχο­λῆς τῶν φυ­σι­ο­κρα­τῶν φι­λο­σό­φων. Ἡ πα­λι­ό­τε­ρη ἄ­πο­ψη ἦ­ταν πώς στόν ὑ­λι­κό κό­σμο ὑ­πάρ­χει μιά ἀ­ναγ­κα­στι­κή τά­ξη κι’ ὅ­τι τ’ ἀν­θρώ­πι­νο πνεῦ­μα μπο­ρεῖ νά κα­τα­νο­ή­σει τήν ἀ­λή­θεια, ὅ­ταν κα­τα­νο­ή­σει αὐ­τή τήν ἀ­ναγ­κα­στι­κή τά­ξη. Αὐ­τή τήν τά­ξη μπο­ροῦ­με νά τή συλ­λά­βου­με μο­νά­χα μέ τήν ἀν­τί­λη­ψη τῶν αἰ­σθή­σε­ων. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη πεί­ρα πού εἶ­χε κερ­δη­θεῖ μέ τήν τε­χνι­κή γί­νον­ταν ἡ βά­ση γιά τήν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου. Γιά τόν Πλά­τω­να ὅ­μως πραγ­μα­τι­κή ἐ­πι­στή­μη ἦ­ταν μο­νά­χα ἡ θε­ο­λο­γί­α. Αὐ­τή ἔ­χει γιά κα­θῆ­κον της νά ἐ­ξη­γεῖ τά φαι­νό­με­να κά­τω ἀ­πό τό φῶς τῶν σκο­πῶν πού μ’ αὐ­τούς προ­σπα­θεῖ τό πνεῦ­μα νά βάλ­λει τά πάν­τα σέ τά­ξη, μιά κι’ αὐ­τός εἶ­ναι ὁ προ­ο­ρι­σμός του. Κι’ αὐ­τόν τόν προ­ο­ρι­σμό τόν ἀ­να­κα­λύ­πτου­με μέ τή λο­γι­κή κι’ ὄ­χι μέ τήν πα­ρα­τή­ρη­ση. Δέν εἶ­ναι ἡ πρα­κτι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, μά ἡ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α γιά τούς σκο­πούς πού μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τήν ἀ­λή­θεια.
 
Αὐ­τή ἡ πε­ρί­ερ­γη και­νούρ­για ἄ­πο­ψη πού ἔ­βλε­πε τήν ὕ­λη σάν πη­γή τῆς ἀ­κα­τα­στα­σί­ας, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἐ­πί­σης καί στή φι­λο­σο­φί­α τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη. «Ἡ ὕ­λη εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νη γιά τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­νω­μα­λί­ες», ἔ­τσι δι­α­τύ­πω­σε τή θέ­ση τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ὁ D.M. Balme (Greek cience and mechanism). Πα­ράλ­λη­λα ὁ ἴ­διος ὁ συγ­γρα­φέ­ας ση­μει­ώ­νει πώς ἡ θέ­ση αὐ­τή σή­μαι­νε ρι­ζι­κή ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πό τήν ἰ­ω­νι­κή ἄ­πο­ψη. Ὅ­μως ὁ ἐ­ρευ­νη­τής δέ μπο­ρε­ΐ νά δώ­σει ἀ­πάν­τη­ση κι’ οὔ­τε θά κα­τα­φέ­ρει νά τή δώ­σει μί­α κι’ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά τή ψά­χνει σέ λα­θε­μέ­νο χῶ­ρο. Τό κλει­δί γιά τήν ἑρ­μη­νεί­α τῆς πε­ρί­ερ­γης ἄ­πο­ψης τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη γιά τήν ὕ­λη δέ βρί­σκε­ται στίς φυ­σι­κές τους με­λέ­τες, μά στά Πο­λι­τι­κά του. Ὅ­πως καί στόν Πλά­τω­να ἡ βά­ση κά­θε σκέ­ψης του εἶ­ναι ἡ σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στ’ ἀ­φεν­τι­κό καί στό δοῦ­λο.
 
Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στό, ὑ­πε­ρά­σπι­ζε τή δου­λεί­α σά φυ­σι­ο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση. Μέ τό νά τήν ὀ­νο­μά­ζει φυ­σι­ο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση, ἤ­θε­λε νά πεῖ πώς αὐ­τή ἐκ­φρά­ζει τό ὑ­πό­δειγ­μα πού κυ­ρια­ρχεῖ σ’ ὅ­λη τή φύ­ση. Πα­ρα­θέ­του­με τά ἴ­δια τά λό­για τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη: «Σέ κά­θε σύν­θε­το πράγ­μα πάν­το­τε θά βροῦ­με ἕ­να κυ­ρί­αρ­χο πα­ρά­γον­τα κι’ ἕ­να πού κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται κι’ αὐ­τή ἡ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἰ­δι­ό­τη­τα τῶν ζων­τα­νῶν πραγ­μά­των πη­γά­ζει ἀ­πό τό σύ­νο­λο τῆς φύ­σης» (Πο­λι­τι­κά 1254 α). Δέ θά πρέ­πει νά πα­ρα­συρ­θοῦ­με ἀ­πό τήν κα­κή λο­γι­κή. Εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά ὑ­πο­θέ­σου­με πώς ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης πραγ­μα­τι­κά θε­ω­ροῦ­σε τόν κύ­ριο κα­ϊ τό δοῦ­λο γιά «σύν­θε­τα πράγ­μα­τα». Ὅ­λη ἡ λο­γι­κή τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη γιά τή δι­καί­ω­ση τῆς δου­λεί­ας εἶ­ναι κα­κή. Ὅ­πως ἀ­πό και­ρό πα­ρα­τή­ρη­σε ο Μον­τε­σκι­έ: «ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης προ­σπα­θεῖ ν’ ἀ­πο­δεί­ξει πώς ἡ δου­λεί­α εἶ­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση, ὅ­μως τά λό­για του δέν τ’ ἀ­πο­δει­κνύ­ουν». Ἐ­μᾶς ἐ­δῶ δέ μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει ἡ ἀ­πό­πει­ρά του νά δι­και­ώ­σει τή δου­λεί­α, μά ἡ ἐ­πί­δρα­ση πού εἶ­χε ἡ ἀ­πό­πει­ρα αὐ­τή πά­νω στήν ἐ­πι­στή­μη. Βλέ­πει στή σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στόν κύ­ριο καί στό δοῦ­λο τό ὑ­πό­δειγ­μα πού κυ­ρια­ρχεῖ σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τή φύ­ση. Βλέ­πει τήν ὕ­λη νά εἶ­ναι ἀ­νυ­πό­τα­κτη, ἄ­τα­κτη καί ν’ ἀν­τι­στέ­κε­ται καί θε­ω­ρεῖ τή Φύ­ση ἤ τό Πνεῦ­μα τό φο­ρέ­α πού δί­νει τόν τε­λι­κό σκο­πό στήν ὕ­λη. Οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες πού δί­νει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης στήν ὕ­λη μᾶς εἶ­ναι αἰ­νιγ­μα­τι­κές, ἄν δέν τίς δοῦ­με σάν ἰ­δι­ό­τη­τες πού δί­νει στούς δού­λους.
 
Ἡ γνω­στή του θε­ω­ρί­α γιά τά τέσ­σε­ρα εἴ­δη αἴ­τι­ων πη­γά­ζου­νε ἀ­π’ αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς τήν ἄ­πο­ψή του γιά τή σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στήν ὕ­λη καί στή φύ­ση. Σύμ­φω­να μέ τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἴ­ω­νες φι­λό­σο­φοι παίρ­να­νε ὑ­πό­ψή τους μο­νά­χα τήν ὑ­λι­κή αἰ­τί­α καί γι’ αὐ­τό δη­μι­ουρ­γή­σα­νε μο­νά­χα μί­α ἁ­πλο­ϊ­κή «μα­ση­μέ­νη» ἐ­πι­στή­μη. Τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω δέ μπο­ροῦ­σε νά πε­ρι­μέ­νει κα­νείς μί­α κι’ ἀ­σχο­λη­θή­κα­νε μο­νά­χα μέ τό ὑ­πο­τα­κτι­κό, τό δου­λι­κό μέ­ρος τῶν πραγ­μά­των. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης προ­τεί­νει ἄλ­λα τρί­α εἴ­δη αἰ­τί­ας, τή δρα­στι­κή, τήν τυ­πι­κή καί τήν τε­λι­κή. Μ’ αὐ­τά τά εἴ­δη τῶν αἰ­τι­ῶν ἐ­ξη­γεῖ μέ ποι­ό τρό­πο ἡ φύ­ση ἐ­πι­βάλ­λει τούς σκο­πούς στήν ἀ­ναρ­χού­με­νη ὕ­λη. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη γιά τήν ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι πώς αὐ­τή ἔ­χει γιά κα­θῆ­κον της: νά κα­τα­νο­εῖ τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἡ φύ­ση, ὅ­μοι­α ὅ­πως ὁ κύ­ριος πού ἔ­χει συγ­κε­κρι­μέ­νο σκο­πό, ἐ­πι­βάλ­λει στήν ὕ­λη τή θέ­λη­σή της. Ἡ ὕ­λη κα­μιά φο­ρά ἐ­ξε­γεί­ρε­ται, δέ μπο­ρεῖ ὅ­μως - ὅ­πως κι’ ὁ δού­λος - νά κα­τα­φέ­ρει τί­πο­τα ἄν δέν κα­θο­δη­γεῖ­ται ἀ­πό τήν ἀ­νώ­τε­ρη θέ­λη­ση. Φτά­νει ἴ­σα­με νά ἰ­σχυ­ρι­στεῖ πώς ἡ δυ­σκο­λί­α στό νά ξε­χω­ρι­στεῖ φυ­σι­κά ὁ δοῦ­λος ἀ­πό τόν κύ­ριο πη­γά­ζει ἀ­πό τήν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τῆς φύ­σης νά ἐ­πι­βάλ­λει τή θέ­λη­σή της στήν ὕ­λη. Ἡ Φύ­ση ἔ­χει γιά σκο­πό της τή δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νός τύ­που ἀν­θρώ­που πού ἀ­μέ­σως νά φαί­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι χω­ρίς μυα­λό, πώς εἶ­ναι «ἔμ­ψυ­χη μη­χα­νή». Δέν τό κα­τα­φέρ­νει ὁ­μως αὐ­τό ἐ­πει­δή ἡ ὕ­λη εἶ­ναι ἀ­τί­θα­ση. Γι’ αὐ­τό ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης προ­σπα­θεῖ με­ρι­κά νά δι­ορ­θώ­σει αὐ­τή τήν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τῆς φύ­σης μέ τήν πο­λι­τι­κή τοῦ τέ­χνη. Ἄν οἱ ἄν­θρω­ποι πού εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση τούς δοῦ­λοι δέ τό γνω­ρί­ζου­νε, τό­τε εἶ­ναι φυ­σι­κό πράγ­μα οἱ κύ­ριοι νά τούς κά­νου­νε νά τ’ ἀν­τι­λη­φθοῦ­νε.
 
Σ’ ἕ­να ἀ­πό τά προ­η­γού­με­να άρθρα ἀ­πο­δεί­ξα­με τί συ­νέ­πει­ες εἶ­χε γιά τήν ἀ­στρο­νο­μί­α ἡ χρη­σι­μο­ποί­η­ση ἰ­δε­ῶν πού πάρ­θη­καν ἀ­πό τόν πο­λί­τι­κο - θρη­σκευ­τι­κό το­μέ­α. Ἐ­δῶ ἔ­χου­με κι’ ἄλ­λες ἀ­πο­δεί­ξεις. Ἡ πα­λιά ἰ­ω­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη γιά τήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή τά­ξη πού ὑ­πάρ­χει στή φύ­ση ἔ­βγαι­νε μέ­σα ἀ­πό τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα. Ὁ ἄν­θρω­πος, ἄν ἡ­θε­λε νά εἶ­χε ἐ­πι­τυ­χί­α στόν το­μέ­α τῆς τε­χνι­κῆς, ἔ­πρε­πε νά προ­σαρ­μο­στεῖ στήν ὁ­μα­λή συμ­πε­ρι­φο­ρά τῆς φύ­σης. Τήν πρώ­τη ἀν­τί­λη­ψη γιά τήν ὁ­μα­λό­τη­τα πού ἐ­πι­κρα­τεῖ στή φύ­ση δέν τή δη­μι­ούρ­γη­σε στόν ἄν­θρω­πο ἡ κί­νη­ση τῶν οὐ­ρα­νί­ων σω­μά­των, μά ἡ πεί­ρα πού δια­ρχῶς ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ταν καί πού ἔ­δει­χνε πώς τά πράγ­μα­τα συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται μ’ ἕ­να δι­κό τους τρό­πο. Κι’ αὐ­τή ἡ πεί­ρα ἔ­λε­γε πώς δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά πά­ρου­με σύ­κα ἀ­πό τά γα­ϊ­δου­ράγ­κα­θα, πώς γιά νά πα­ρά­γου­με τό πιό σκλη­ρό μπροῦν­τζο πρέ­πει νά ἀ­να­μί­ξου­με ἕ­να μέ­ρος κασ­σί­τε­ρου μέ δέ­κα μέ­ρη χαλ­κοῦ καί πώς δέ θά πε­τύ­χου­με τήν πιό ψη­λή ὀ­κτά­βα ἄν δέ δι­χο­το­μή­σου­με τή χορ­δή. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη πώς ἡ φύ­ση εἶ­ναι ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στα ποι­κι­λό­μορ­φη κι’ ἐ­φευ­ρε­τι­κή, μά πα­ράλ­λη­λα κι’ ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τη στούς νό­μους της, εἶ­ναι ἀν­τί­λη­ψη τῶν τε­χνι­κῶν πού προ­σπα­θού­σα­νε νά κυ­ρι­αρ­χή­σου­νε πά­νω στήν ὕ­λη. Ἡ και­νούρ­για ἀν­τί­λη­ψη γιά τή φύ­ση πού τή θε­ω­ροῦ­σε σά μί­α δύ­να­μη μέ κα­θο­ρι­σμέ­νο σκο­πό πού ἐ­πι­βάλ­λει τή θέ­λη­σή της στόν ὑ­πο­τα­κτι­κό της, στήν ἀ­τί­θα­ση ὕ­λη, εἶ­ναι ἀν­τί­λη­ψη τοῦ κυ­ρί­ου πού ἐ­ξου­σί­α­ζε τούς δού­λους.
 
J. S. Morrison πα­ρα­τη­ρεῖ γιά τόν Πρω­τα­γό­ρα πώς: «τό πιό ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι ἡ πο­λι­τι­κή ἄ­πο­ψη τοῦ Ἕλ­λη­να φι­λό­σο­φου γιά τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κι’ ἄν πο­τέ μπο­ρέ­σου­με νά βροῦ­με τά κλει­δί γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς ἀ­φη­ρη­μέ­νης σκέ­ψης του, τό­τε θά τό βροῦ­με ἐ­δῶ» . Αὐ­τή ἡ γνώ­μη πε­ρι­έ­χει μέ­σα τῆς μιά ση­μαν­τι­κή ἀ­λή­θεια, ὄ­χι ὁ­μως κι’ ὁ­λό­κλη­ρη τήν ἀ­λή­θεια. Στήν πε­ρί­ο­δο τῆς φι­λο­σο­φί­ας ἀ­πό τό Θα­λῆ ἴ­σα­με τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη - πού σύν­το­μα ἐ­ξε­τά­σα­με - ἔ­χει ἀ­πό τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ πώς ὑ­πήρ­χα­νε δυ­ό ρεύ­μα­τα, τό θρη­σκευ­τι­κό καί τό ἐ­πι­στη­μο­νι­κό. Ἡ πραγ­μα­τι­κή ὅ­μως ση­μα­σί­α αὐ­τοῦ του δι­α­χω­ρι­σμοῦ δέν ἔ­γι­νε πάν­τα ἀν­τι­λη­πτή. Ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή πα­ρά­δο­ση, πα­ρά τήν ἀ­φη­ρη­μέ­νη θε­ω­ρη­τι­κή ἐ­πέν­δυ­ση, ἔ­κλει­νε μέ­σα της τή γνή­σια πα­ρα­τή­ρη­ση τήν ἐ­πι­βε­βαι­ω­μέ­νη ἀ­πό τήν πρά­ξη. Αὐ­τή ἦ­ταν κι ἡ δι­α­φο­ρο­ποι­ός ἰ­δι­ό­τη­τά της. Στή θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση - πού θά ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα νά τήν ὀ­νο­μά­ζου­με πο­λι­τι­κό - θρη­σκευ­τι­κή ὑ­πε­ρί­σχυ­ε ἡ ἀν­τί­λη­ψη τῆς εὐ­νο­μί­ας πού πή­γα­ζε ἀ­πό τήν κοι­νω­νι­κή δι­άρ­θρω­ση. Αὐ­τή ἡ ἀν­τί­λη­ψη τῆς εὐ­νο­μί­ας δέν μπο­ρεῖ νά χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ μέ τόν ὅ­ρο ἐ­πι­στή­μη για­τί δέν πε­ρι­έ­χει σχε­δόν κα­μιά πα­ρα­τή­ρη­ση καί για­τί δέν εἶ­ναι δυ­να­τή ἡ ἐ­πι­βε­βαί­ω­σή της μέ­σα στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Σ’ αὐ­τή τήν πα­ρά­δο­ση ἀ­νή­κει ἡ θε­ο­λο­γι­κή ἀ­στρο­νο­μί­α τοῦ Πυ­θα­γό­ρα, τοῦ Πλά­τω­να καί τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη. Σ’ αὐ­τή τήν ἀν­τί­λη­ψη τῆς εὐ­νο­μί­ας πρέ­πει νά συμ­πε­ρι­λά­βου­με καί τήν ἰ­δέ­α πού εἴ­χα­νε ὁ Πλά­τω­νας κι’ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης γιά τήν ὕ­λη καί πού τή θε­ω­ρού­σα­νε ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ἀ­τα­ξί­ας καί τῆς ἀ­νο­μί­ας, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα κα­τα­νο­ού­σα­νε τήν πραγ­μα­τι­κή ἐ­πι­στή­μη σάν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ σκο­ποῦ τῆς Φύ­σης. Ἡ θε­ο­λο­γι­κή ἀ­στρο­νο­μί­α κι’ ἡ τε­λε­ο­λο­γι­κή φυ­σι­κή εἶ­ναι λα­θε­μέ­νη ἐ­πι­στή­μη πού βγῆ­κε μέ­σα ἀ­πό τίς πο­λι­τι­κές ἀ­νάγ­κες - ἀ­πό τό πρό­βλη­μα τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας πά­νω στίς μά­ζες καί στούς δού­λους. «Εἶ­ναι λά­θος ν’ ἀ­να­κα­τέ­βου­με τή φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α μέ τή νο­μο­θε­σί­αν, ση­μει­ώ­νει λα­κω­νι­κά ὁ Ἐ­πί­κου­ρος στήν πα­ρά­γρα­φο ἐ­κεί­νη ὅ­που ἀ­πορ­ρί­πτει τή θε­ο­λο­γι­κή ἀ­στρο­νο­μί­α τοῦ Πλά­τω­να καί μέ σα­φή­νεια δεί­χνει τήν πη­γή τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας της.
 
Ἔ­τσι ὁ­λο­κλη­ρώ­σα­με τή σύν­το­μη ἀ­να­δρο­μή μας. Θέ­σα­με ἕ­να πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο στό­χο καί γνω­ρί­ζου­με πο­λύ κα­λά πώς δέν τόν πε­τύ­χα­με τέ­λεια. Δώ­σα­με μιά πε­ρι­λη­πτι­κή εἰ­κό­να γιά τή συμ­βο­λή πού εἴ­χα­νε στήν ἐ­πι­στή­μη πολ­λοί ἔ­ξο­χοι ἄν­δρες: ὁ Θα­λῆς, ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης, ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, ὁ Πυ­θα­γό­ρας, ὁ Παρ­με­νί­δης, ὁ Ἐμ­πε­δο­κλῆς, ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας, ὁ Δη­μό­κρι­τος, ὁ Σω­κρά­της, ὁ Πλά­τω­νας, ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης κι οἱ ἀ­νώ­νυ­μοι συγ­γρα­φεῖς τῶν ἔρ­γων τῆς σχο­λῆς τοῦ Ἱπ­πό­κρα­τη. Ἡ γο­η­τεί­α τῆς σκέ­ψης τους δέν πει­ρά­χτη­κε ἀ­πό τό χρό­νο. Ὅ­μως δέ θά πε­τυ­χαί­να­με τό στό­χο μας καί δέ θά δεί­χνα­με τή ση­μα­σί­α πού ἔ­χει ἡ ἔλ­λη­νι­κή ἐ­πι­στή­μη γιά μας, ἄν δέ φω­τί­ζα­με πα­ράλ­λη­λα τή στε­νή σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἐπ­στη­μο­νι­κής θε­ω­ρί­ας καί στήν πρά­ξη καί σ’ ὅ­λη τήν κοι­νω­νι­κή ζω­ή τῆς δο­σμέ­νης ἐ­πο­χής, σχέ­ση πού ἐ­λά­χι­στα ἔ­χει ἐ­κτι­μη­θεῖ ἀ­πό τούς ἱ­στο­ρι­κούς.. Ἀ­σφα­λῶς, σύν­το­μα, θά γρα­φτοῦ­νε κα­λύ­τε­ρα ἔρ­γα γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πι­στή­μης. Ὅ­μως ὑ­πο­χρε­ω­τι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση γι’ αὐ­τό εἶ­ναι ἡ κα­λύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς ἀρ­χαί­ας τε­χνι­κῆς καί τῆς ἐ­πί­δρα­σής της πά­νω στή ζω­ή τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης.
 
Ἡ κα­τα­νό­η­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πι­στή­μης δέ θά προ­ω­θη­θεῖ ἄν οἱ ἱ­στο­ρι­κοί, ἀν­τί ν’ ἀ­να­κα­λύ­πτου­νε τήν ἱ­στο­ρι­κή κα­τα­γω­γή τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν θε­ω­ρι­ῶν, σπα­τα­λᾶ­νε τή ζω­τι­κό­τη­τά τους στό πρό­βλη­μα κα­τά πό­σο ἄν δέν ὑ­πήρ­χα­νε οἱ Ἕλ­λη­νες - ὑ­πάρ­ξεις προι­κι­σμέ­νες μέ ἐ­ξαι­ρε­τι­κή θε­ω­ρη­τι­κή με­γα­λο­φυ­ΐ­α - θά μπο­ρού­σα­με νά πη­δή­ξου­με αἰ­ῶ­νες καί νά φτά­σου­με στήν ἀ­να­κά­λυ­ψη τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πι­στή­μης. Λ. χ. ἄν ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης λέ­ει πώς ἡ ὕ­λη δέ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται μ’ εὐ­νο­μί­α, δέ θά εἶ­ναι σο­φό ἄν κά­ποι­ος προ­σπα­θή­σει νά ἐ­ξη­γή­σει αὐ­τό σάν πρό­βλε­ψη τῆς νε­ό­τε­ρης θε­ω­ρί­ας τοῦ ἀ­κα­θό­ρι­στου. Ἡ ὀρ­θό­τε­ρη ἑρ­μη­νεί­α βρί­σκε­ται πιό κον­τά μας. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς ἐ­πι­στή­μης πρέ­πει νά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἱ­στο­ρι­κή.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου