Ρενέ Ντεκάρτ: 1596–1650
Η αμφισβήτηση της κατασκευασμένης αυθεντίας
Στην περίοδο που ακολουθεί μετά την Αναγέννηση, απεριόριστη είναι η επιθυμία του νεωτερικού ανθρώπου να διεκδικεί μια εσωτερική ελευθερία της σκέψης. Προς τούτο χρειάζεται να προσλαμβάνει τη ζωή όχι ως μια «δωρεά» εκ μέρους της θρησκευτικής, πολιτικής ή οποιασδήποτε άλλης θεσμικής αυθεντίας, αλλά ως τη ζωντανή ολότητα των ανθρώπινων ενεργειών μέσα στην επώδυνη και εκρηκτική ρεαλιστικότητά τους. Το ελεύθερο Εγώ αναζητεί τη βεβαιότητά του στον ορθό Λόγο και στην εμπειρία: η υποκειμενικότητα αντικρίζει την αντικειμενικότητα έξω από τη θεολογική αυθεντία του Μεσαίωνα, έξω από την καθυπόταξη στη μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση πνευματική εξουσία της Εκκλησίας. Η νεωτερική σκέψη, όπως εκφράζεται κυρίως μέσα από τη μεθοδική εξέλιξη της φιλοσοφίας και των εκπροσώπων της, ενσαρκώνει την πρόθεση του ανθρώπου να προσδοκά από το φιλοσοφείν έναν ελεύθερο δρόμο ανάπτυξης και δι’ αυτού να βαθαίνει την κριτική ερμηνεία του κόσμου, εντός του οποίου καλείται να ζήσει. Οι φιλόσοφοι του ορθολογισμού αλλά και του εμπειρισμού διεκδικούν μια στοχαστική βεβαιότητα, ευθέως αντίθετη προς τις βεβαιότητες της θεολογικής πίστης και τις εικονικές βεβαιότητες των πολιτικών παθών της εποχής. Η σχολαστική φιλοσοφία των πανεπιστημίων, σύμφωνα με τον Λοκ, χαρακτηρίζεται περισσότερο από άγονες λογομαχίες και κομπορρημοσύνες παρά από κάποια ενδιάθετη τάση για αναζήτηση της αλήθειας. Αυτό που ενδιαφέρει τώρα τους φιλοσόφους, μας λέγει ο Ντεκάρτ, είναι «η φιλοσοφία που συναντούν μέσα τους και μέσα στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου» και όχι η ανάλωση σε ατέρμονες θρησκευτικο-πολιτικές έριδες ή το ξόδεμα χρόνου και δυνάμεων σε πανεπιστημιακές καριέρες. Στην περίπτωση του Ντεκάρτ, αλλά και των άλλων μεγάλων διανοητών της εποχής έχουμε να κάνουμε με φιλοσόφους, που κινούνται στη γραμμή της ριζοσπαστικής σκέψης και συνδέουν τις ομιλητικές τους πηγές με την εντατική φροντίδα του πνεύματος και τον γενικό μόχθο της αναγκαιότητας. Ο Ρενέ Ντεκάρτ επιχειρεί με περισσή μεθοδικότητα και σαφήνεια να κατανοήσει το αναγκαίο: υπό την επίδραση του γενικού κλίματος της σκεπτικής κρίσης αναγνωρίζει στον δικό του σκεπτικισμό τον σκεπτικισμό της εποχής του και αντίστροφα.
Η ιδιαίτερη αποστροφή του προς την ουσία και τον τύπο της σχολαστικής φιλοσοφίας που αισθάνθηκε κατά την περίοδο των σπουδών του στο εν λόγω ίδρυμα έμελλε να τον σημαδέψει για όλη του τη ζωή. Στην πνευματική του αυτοβιογραφία μιλά για εμπειρίες εσωτερικού διχασμού που συνέλεξε από το αυστηρό περιβάλλον του κολεγίου των σπουδών του και από την επιβολή της λογικής των αυθεντιών, η οποία δεν του επέτρεπε να βλέπει καθαρά μέσα στις πράξεις του και να πορεύεται με σιγουριά στη ζωή. Αν και, όπως ο ίδιος αναφέρει, είχε επισκεφτεί «μια από τις πιο ξακουστές σχολές της Ευρώπης», αυτό τελικά που γνώρισε στον όλο κύκλο των σπουδών του ήταν ένας σχολαστικός ορθολογισμός, ο οποίος προσκολλημένος δογματικά σε στείρες έννοιες και αξιωματικές γνώμες παραγνώριζε τη σημασία της ζωντανής πραγματικότητας και σκορπούσε τη σύγχυση ως προς τη συμβολή της μόρφωσης και των γραμμάτων στην ανάγνωση της αλήθειας:
«επειδή με έπειθαν πως χάρη σ’ αυτά [δηλ. τα γράμματα] μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει καθαρή και σίγουρη γνώση για το καθετί που είναι χρήσιμο στη ζωή, είχα ασυγκράτητο πόθο να τα μάθω. Μόλις όμως συμπλήρωσα όλο αυτό τον κύκλο των σπουδών, που στο τέλος τους είναι συνήθεια να γίνεται κανένας δεκτός στη σειρά των σοφών, άλλαξα ολότελα γνώμη. Γιατί βρισκόμουν μπερδεμένος με τόσες αμφιβολίες και πλάνες, ώστε μου φαινόταν πως από την προσπάθειά μου να μορφωθώ, δεν είχα αποκομίσει κανένα άλλο όφελος εκτός από το ότι όλο και περισσότερο ανακάλυπτα την αμάθειά μου».
Το να ανακαλύπτει κανείς μετά το τέλος των σπουδών του ότι δεν έμαθε τίποτε άλλο παρά μόνο πώς να είναι αμαθής σημαίνει για την καρτεσιανή αντίληψη της φιλοσοφίας ότι η αληθινή γνώση δεν βρίσκεται στα θεσμοποιημένα περιεχόμενα σπουδών ή στην πειθαρχημένη εκπαίδευση των εγχειριδίων, τα οποία συνήθως υπηρετούν ιδιοτελείς σκοπούς ή αποστεωμένες θεωρίες, αποκομμένες από τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά στην ελεύθερη και ανιδιοτελή πράξη της σκέψης. Αυτή η πράξη περιέχει μια στάση καχυποψίας, δυσπιστίας: α) απέναντι σε καθετί που λέγεται χωρίς να αποδεικνύεται, δηλαδή απέναντι σε γνώμες ή πεποιθήσεις που δεν πλημμυρίζουν τη ζωή του στοχασμού με επαλήθευση και βιωμένα νοήματα· β) απέναντι στην πρόοδο της αμάθειας που αποδυναμώνει την καλλιέργεια ενός εύρυθμου Λόγου και περιορίζει την ανάκτηση μιας αναδυόμενης από τον έλεγχο της αμφιβολίας βεβαιότητας· γ) απέναντι σε παραπλανητικές διδασκαλίες και θεωρίες, οι οποίες παρά το υψηλό επίπεδο τυπικής εκπαίδευσης δεν μας απαλλάσσουν «από πολλές πλάνες που μπορούν να σκοτίζουν το φυσικό μας φως και να μας κάνουν λιγότερο ικανούς να λογικευόμαστε» (Ντεκάρτ).
Η αμφισβήτηση της κατασκευασμένης αυθεντίας
Στην περίοδο που ακολουθεί μετά την Αναγέννηση, απεριόριστη είναι η επιθυμία του νεωτερικού ανθρώπου να διεκδικεί μια εσωτερική ελευθερία της σκέψης. Προς τούτο χρειάζεται να προσλαμβάνει τη ζωή όχι ως μια «δωρεά» εκ μέρους της θρησκευτικής, πολιτικής ή οποιασδήποτε άλλης θεσμικής αυθεντίας, αλλά ως τη ζωντανή ολότητα των ανθρώπινων ενεργειών μέσα στην επώδυνη και εκρηκτική ρεαλιστικότητά τους. Το ελεύθερο Εγώ αναζητεί τη βεβαιότητά του στον ορθό Λόγο και στην εμπειρία: η υποκειμενικότητα αντικρίζει την αντικειμενικότητα έξω από τη θεολογική αυθεντία του Μεσαίωνα, έξω από την καθυπόταξη στη μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση πνευματική εξουσία της Εκκλησίας. Η νεωτερική σκέψη, όπως εκφράζεται κυρίως μέσα από τη μεθοδική εξέλιξη της φιλοσοφίας και των εκπροσώπων της, ενσαρκώνει την πρόθεση του ανθρώπου να προσδοκά από το φιλοσοφείν έναν ελεύθερο δρόμο ανάπτυξης και δι’ αυτού να βαθαίνει την κριτική ερμηνεία του κόσμου, εντός του οποίου καλείται να ζήσει. Οι φιλόσοφοι του ορθολογισμού αλλά και του εμπειρισμού διεκδικούν μια στοχαστική βεβαιότητα, ευθέως αντίθετη προς τις βεβαιότητες της θεολογικής πίστης και τις εικονικές βεβαιότητες των πολιτικών παθών της εποχής. Η σχολαστική φιλοσοφία των πανεπιστημίων, σύμφωνα με τον Λοκ, χαρακτηρίζεται περισσότερο από άγονες λογομαχίες και κομπορρημοσύνες παρά από κάποια ενδιάθετη τάση για αναζήτηση της αλήθειας. Αυτό που ενδιαφέρει τώρα τους φιλοσόφους, μας λέγει ο Ντεκάρτ, είναι «η φιλοσοφία που συναντούν μέσα τους και μέσα στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου» και όχι η ανάλωση σε ατέρμονες θρησκευτικο-πολιτικές έριδες ή το ξόδεμα χρόνου και δυνάμεων σε πανεπιστημιακές καριέρες. Στην περίπτωση του Ντεκάρτ, αλλά και των άλλων μεγάλων διανοητών της εποχής έχουμε να κάνουμε με φιλοσόφους, που κινούνται στη γραμμή της ριζοσπαστικής σκέψης και συνδέουν τις ομιλητικές τους πηγές με την εντατική φροντίδα του πνεύματος και τον γενικό μόχθο της αναγκαιότητας. Ο Ρενέ Ντεκάρτ επιχειρεί με περισσή μεθοδικότητα και σαφήνεια να κατανοήσει το αναγκαίο: υπό την επίδραση του γενικού κλίματος της σκεπτικής κρίσης αναγνωρίζει στον δικό του σκεπτικισμό τον σκεπτικισμό της εποχής του και αντίστροφα.
Η ιδιαίτερη αποστροφή του προς την ουσία και τον τύπο της σχολαστικής φιλοσοφίας που αισθάνθηκε κατά την περίοδο των σπουδών του στο εν λόγω ίδρυμα έμελλε να τον σημαδέψει για όλη του τη ζωή. Στην πνευματική του αυτοβιογραφία μιλά για εμπειρίες εσωτερικού διχασμού που συνέλεξε από το αυστηρό περιβάλλον του κολεγίου των σπουδών του και από την επιβολή της λογικής των αυθεντιών, η οποία δεν του επέτρεπε να βλέπει καθαρά μέσα στις πράξεις του και να πορεύεται με σιγουριά στη ζωή. Αν και, όπως ο ίδιος αναφέρει, είχε επισκεφτεί «μια από τις πιο ξακουστές σχολές της Ευρώπης», αυτό τελικά που γνώρισε στον όλο κύκλο των σπουδών του ήταν ένας σχολαστικός ορθολογισμός, ο οποίος προσκολλημένος δογματικά σε στείρες έννοιες και αξιωματικές γνώμες παραγνώριζε τη σημασία της ζωντανής πραγματικότητας και σκορπούσε τη σύγχυση ως προς τη συμβολή της μόρφωσης και των γραμμάτων στην ανάγνωση της αλήθειας:
«επειδή με έπειθαν πως χάρη σ’ αυτά [δηλ. τα γράμματα] μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει καθαρή και σίγουρη γνώση για το καθετί που είναι χρήσιμο στη ζωή, είχα ασυγκράτητο πόθο να τα μάθω. Μόλις όμως συμπλήρωσα όλο αυτό τον κύκλο των σπουδών, που στο τέλος τους είναι συνήθεια να γίνεται κανένας δεκτός στη σειρά των σοφών, άλλαξα ολότελα γνώμη. Γιατί βρισκόμουν μπερδεμένος με τόσες αμφιβολίες και πλάνες, ώστε μου φαινόταν πως από την προσπάθειά μου να μορφωθώ, δεν είχα αποκομίσει κανένα άλλο όφελος εκτός από το ότι όλο και περισσότερο ανακάλυπτα την αμάθειά μου».
Το να ανακαλύπτει κανείς μετά το τέλος των σπουδών του ότι δεν έμαθε τίποτε άλλο παρά μόνο πώς να είναι αμαθής σημαίνει για την καρτεσιανή αντίληψη της φιλοσοφίας ότι η αληθινή γνώση δεν βρίσκεται στα θεσμοποιημένα περιεχόμενα σπουδών ή στην πειθαρχημένη εκπαίδευση των εγχειριδίων, τα οποία συνήθως υπηρετούν ιδιοτελείς σκοπούς ή αποστεωμένες θεωρίες, αποκομμένες από τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά στην ελεύθερη και ανιδιοτελή πράξη της σκέψης. Αυτή η πράξη περιέχει μια στάση καχυποψίας, δυσπιστίας: α) απέναντι σε καθετί που λέγεται χωρίς να αποδεικνύεται, δηλαδή απέναντι σε γνώμες ή πεποιθήσεις που δεν πλημμυρίζουν τη ζωή του στοχασμού με επαλήθευση και βιωμένα νοήματα· β) απέναντι στην πρόοδο της αμάθειας που αποδυναμώνει την καλλιέργεια ενός εύρυθμου Λόγου και περιορίζει την ανάκτηση μιας αναδυόμενης από τον έλεγχο της αμφιβολίας βεβαιότητας· γ) απέναντι σε παραπλανητικές διδασκαλίες και θεωρίες, οι οποίες παρά το υψηλό επίπεδο τυπικής εκπαίδευσης δεν μας απαλλάσσουν «από πολλές πλάνες που μπορούν να σκοτίζουν το φυσικό μας φως και να μας κάνουν λιγότερο ικανούς να λογικευόμαστε» (Ντεκάρτ).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου