Η αρχική περιοχή της Αρτέμιδος, το χοροστάστι της απάνω στις σπαθωτές βουνοπλαγιές και το αγαπημένο της βουνό, όπως ο Ταΰγετος, ήταν ο Ερύμανθος στη νοτιοδυτική γωνία της Αρκαδίας, όπου συνορεύει με την Αχαΐα και την Ήλιδα. Εκεί στάλθηκε ο Ηρακλής με την τέταρτη εντολή: να πιάση τον κάπρο. Όταν η θεά οργισμένη έστρεφε το πρόσωπό της σε μια χώρα, όπως στην Ιστορία του Μελεάγρου, έστελνε έναν μανιασμένο κάπρο, που κατάστρεφε τους αγρούς των χωρικών. Γι’ αυτό δεν αναφέρεται τίποτα εδώ, μόνο ότι οι κάτοικοι της Ψωφίδος παραπονιούνταν για τον Ερυμάνθιο κάπρο. Αλλά δεν ήταν αυτός πάλι ο λόγος που ο Ηρακλής έπρεπε να τον πιάση ζωντανό και να τον φέρη στις Μυκήνες. Στους γεωργούς θ’ αρκούσε, αν σκότωνε το ζώο.
Ο ήρωας περιπλανήθηκε κι αυτή τη φορά σ’ όλη την Αρκαδία κι έφτασε πρώτα στα δάση της Φολόης, του οροπεδίου ανάμεσα στην κοιλάδα του Αλφειού και στον Ερύμανθο. Σ’ αυτή την περιοχή κατοικούσαν οι Κένταυροι, που είχαν την ίδια φύση και τις ίδιες συνήθειες όπως οι ζωώδεις αντίπαλοι των Λαπιθών στη Θεσσαλία. Υπήρχαν επίσης και Λαπίθαι στα γύρω, με τους οποίους δεν είχε καμιά δουλειά ο Ηρακλής. Φιλοξενήθηκε εγκάρδια από τον Κένταυρο Φόλο, που κατοικούσε δω σε μια σπηλιά. Ο οικοδεσπότης του πρόσφερε ψητό κρέας, ενώ ο ίδιος έτρωγε ωμό. Σύμφωνα με μια διήγηση, ήταν μαζί τους και ο σοφός Κένταυρος Χείρων, ο πιο δίκαιος ανάμεσα στους Κενταύρους.
Ο Χείρων είχε αποτραβηχτή από τους Θεσσαλούς Λαπίθας στην Πελοπόννησο και, αντί να κατοική στο Πήλιο, κατοικούσε στο Ακρωτήριο Μαλέα. Ζήτησε άραγε ο Ηρακλής κρασί, ή ήταν κι αυτό μέσα στη φιλοξενία του Φόλου; Άνοιξε το κοινό κρασί των Κενταύρων, που ο Φόλος το φύλαγε σ’ ένα μεγάλο πιθάρι.
Αυτό το κρασί θα πρέπη να ήταν δώρο του Διονύσου προορισμένο απ’τον ίδιο το θεό για τον ήρωα. Ήταν ένα επικίνδυνο δώρο, που τη φύση του δεν την ήξεραν προφανώς οι Κένταυροι. Παλιοί αγγειογράφοι παριστάνανε μ’ ευχαρίστηση τη σκηνή, πως ο Ηρακλής άντλησε πρώτος από το μεγάλο βαρέλι.
Το άρωμα του κρασιού δελέασε τώρα και τους άλλους Κενταύρους, και το κενταυρικό συμπόσιο μεταβλήθηκε σε λίγο σε κενταυρική μάχη, που πάλι παρουσίαζαν ευχαρίστως οι καλλιτέχνες και οι αφηγητές. ‘Ισχυρίστηκαν ότι η μάχη απλώθηκε από το βουνό Φολόη μέχρι τη σπηλιά του Χείρωνος στο ακρωτήριο Μαλέα. Μέχρις εκεί θα κυνήγησε ο Ηρακλής με τα δηλητηριασμένα βέλη του τους Κενταύρους. Ένα βέλος, προορισμένο για τον Έλατο, αστόχησε και χτύπησε τον θεϊκό Χείρωνα. Μάταια προσπάθησε ο ήρωας να τον γιατρέψει με χειρονικά γιατρικά: το δηλητήριο της Ύδρας ήταν πολύ δραστικό.
Τραυματισμένος στο γόνατο ο Χείρων, δεν μπορούσε ούτε να γίνη καλά, αλλά ούτε και να πεθάνη. Έτσι αποτραβήχτηκε με την αγιάτρευτη πληγή του στη σπηλιά του και βασανιζόταν εκεί, μέχρι που μπόρεσε, αντί για τον βασανιζόμενο Προμηθέα, να προσφέρη στο Δία τον εαυτό του. Έτσι πέθανε ο Χείρων και λυτρώθηκε ο Προμηθεύς. Από ένα βέλος του Ηρακλέους πέθανε επίσης ο καλός Φόλος μ’ αυτό τον τρόπο: τράβηξε το δηλητηριασμένο βέλος από κάποιο πτώμα Κενταύρου κι απορούσε πως ένα τόσο μικρό πράγμα μπόρεσε να θανατώση ένα τόσο μεγάλο πλάσμα. Τότε το βέλος έπεσε στο πόδι του και σκότωσε και τον ίδιο. Ο Ηρακλής όμως έθαψε το φίλο του και πήρε το δρόμο για τον Ερύμανθο.
Εκεί καταδίωξε τον κάπρο από την κρυψώνα του. Τον παράσυρε στα χιόνια της κορυφής, τον έπιασε με μια θηλιά κι έριξε το ζώο στους ώμους του. Μετά τράβηξε για τις Μυκήνες, παίρνοντας και το ζώο μαζί του. Τότε ακολούθησε η από παλιά γνωστή σκηνή, που οι αγγειογράφοι απεικόνιζαν πάλι μ’ ευχαρίστηση. Ο ήρωας, με τ’ αγριογούρουνο στην πλάτη, πάτησε με το ένα του πόδι στην άκρη του υποχθόνιου πιθαριού, όπου είχε γλιστρήσει ο Ευρυσθεύς. Βλέπει κανείς μόνο τα κεφάλι και τα χέρια του φοβητσιάρη. Τόσο τρόμαξε, όταν είδε τον κάπρο, λες κι έβλεπε το θάνατο.
Ο ήρωας περιπλανήθηκε κι αυτή τη φορά σ’ όλη την Αρκαδία κι έφτασε πρώτα στα δάση της Φολόης, του οροπεδίου ανάμεσα στην κοιλάδα του Αλφειού και στον Ερύμανθο. Σ’ αυτή την περιοχή κατοικούσαν οι Κένταυροι, που είχαν την ίδια φύση και τις ίδιες συνήθειες όπως οι ζωώδεις αντίπαλοι των Λαπιθών στη Θεσσαλία. Υπήρχαν επίσης και Λαπίθαι στα γύρω, με τους οποίους δεν είχε καμιά δουλειά ο Ηρακλής. Φιλοξενήθηκε εγκάρδια από τον Κένταυρο Φόλο, που κατοικούσε δω σε μια σπηλιά. Ο οικοδεσπότης του πρόσφερε ψητό κρέας, ενώ ο ίδιος έτρωγε ωμό. Σύμφωνα με μια διήγηση, ήταν μαζί τους και ο σοφός Κένταυρος Χείρων, ο πιο δίκαιος ανάμεσα στους Κενταύρους.
Ο Χείρων είχε αποτραβηχτή από τους Θεσσαλούς Λαπίθας στην Πελοπόννησο και, αντί να κατοική στο Πήλιο, κατοικούσε στο Ακρωτήριο Μαλέα. Ζήτησε άραγε ο Ηρακλής κρασί, ή ήταν κι αυτό μέσα στη φιλοξενία του Φόλου; Άνοιξε το κοινό κρασί των Κενταύρων, που ο Φόλος το φύλαγε σ’ ένα μεγάλο πιθάρι.
Αυτό το κρασί θα πρέπη να ήταν δώρο του Διονύσου προορισμένο απ’τον ίδιο το θεό για τον ήρωα. Ήταν ένα επικίνδυνο δώρο, που τη φύση του δεν την ήξεραν προφανώς οι Κένταυροι. Παλιοί αγγειογράφοι παριστάνανε μ’ ευχαρίστηση τη σκηνή, πως ο Ηρακλής άντλησε πρώτος από το μεγάλο βαρέλι.
Το άρωμα του κρασιού δελέασε τώρα και τους άλλους Κενταύρους, και το κενταυρικό συμπόσιο μεταβλήθηκε σε λίγο σε κενταυρική μάχη, που πάλι παρουσίαζαν ευχαρίστως οι καλλιτέχνες και οι αφηγητές. ‘Ισχυρίστηκαν ότι η μάχη απλώθηκε από το βουνό Φολόη μέχρι τη σπηλιά του Χείρωνος στο ακρωτήριο Μαλέα. Μέχρις εκεί θα κυνήγησε ο Ηρακλής με τα δηλητηριασμένα βέλη του τους Κενταύρους. Ένα βέλος, προορισμένο για τον Έλατο, αστόχησε και χτύπησε τον θεϊκό Χείρωνα. Μάταια προσπάθησε ο ήρωας να τον γιατρέψει με χειρονικά γιατρικά: το δηλητήριο της Ύδρας ήταν πολύ δραστικό.
Τραυματισμένος στο γόνατο ο Χείρων, δεν μπορούσε ούτε να γίνη καλά, αλλά ούτε και να πεθάνη. Έτσι αποτραβήχτηκε με την αγιάτρευτη πληγή του στη σπηλιά του και βασανιζόταν εκεί, μέχρι που μπόρεσε, αντί για τον βασανιζόμενο Προμηθέα, να προσφέρη στο Δία τον εαυτό του. Έτσι πέθανε ο Χείρων και λυτρώθηκε ο Προμηθεύς. Από ένα βέλος του Ηρακλέους πέθανε επίσης ο καλός Φόλος μ’ αυτό τον τρόπο: τράβηξε το δηλητηριασμένο βέλος από κάποιο πτώμα Κενταύρου κι απορούσε πως ένα τόσο μικρό πράγμα μπόρεσε να θανατώση ένα τόσο μεγάλο πλάσμα. Τότε το βέλος έπεσε στο πόδι του και σκότωσε και τον ίδιο. Ο Ηρακλής όμως έθαψε το φίλο του και πήρε το δρόμο για τον Ερύμανθο.
Εκεί καταδίωξε τον κάπρο από την κρυψώνα του. Τον παράσυρε στα χιόνια της κορυφής, τον έπιασε με μια θηλιά κι έριξε το ζώο στους ώμους του. Μετά τράβηξε για τις Μυκήνες, παίρνοντας και το ζώο μαζί του. Τότε ακολούθησε η από παλιά γνωστή σκηνή, που οι αγγειογράφοι απεικόνιζαν πάλι μ’ ευχαρίστηση. Ο ήρωας, με τ’ αγριογούρουνο στην πλάτη, πάτησε με το ένα του πόδι στην άκρη του υποχθόνιου πιθαριού, όπου είχε γλιστρήσει ο Ευρυσθεύς. Βλέπει κανείς μόνο τα κεφάλι και τα χέρια του φοβητσιάρη. Τόσο τρόμαξε, όταν είδε τον κάπρο, λες κι έβλεπε το θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου