Η πολιτική ύβρις στον αρχαίο και τον νεοελληνικό κόσμο
Στην αρχαία ελληνική σκέψη, από την εποχή ήδη του Ομήρου, η λέξη ύβρις είναι συνώνυμη με τον όλεθρο του ανθρώπου. Κλείνει μέσα της ό,τι πρέπει να αποφεύγει ο τελευταίος. Τι πρέπει να αποφεύγει; Την υπερβολή και την έπαρση, την αυθάδικη βία, την προσβολή του φυσικού-ανθρώπινου μέτρου, συνεπώς την προσβολή του θείου, τη βουλιμία για α-λογισμό και στρεψοδικία, με την οποία τείνει να επικαλύπτει το φθονερό και καταστροφικό του έργο, που μπορεί να διαπράττει από θέση ισχύος. Η ύβρις λοιπόν μπορεί να εγκατασταθεί στη ζωή μας μόνο ως βιασμός του μέτρου και της αρμονίας, ως καταστρατήγηση του «ξυνού λόγου» (=του κοινού-καθολικού λόγου) κατά Ηράκλειτο. Γι’ αυτό, ο μεγάλος Προσωκρατικός διανοητής παρατηρεί, με βαθυνόητο τρόπο, σχετικά: «ύβριν χρή σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν: την έπαρση πρέπει να κατασβήνει κανείς περισσότερο και από την πυρκαγιά» (απ. 43). Η ύβρις στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όχι λιγότερο δε και στον νεοελληνικό αναλογικά, είναι εκ πρώτης όψεως θρησκευτική, ουσιωδώς όμως πολιτική.
Στην περιοχή της θρησκείας, οι θεοί τιμωρούσαν τους ανθρώπους που διέπρατταν ύβρι, δηλαδή γίνονταν δέσμιοι της ξιπασιάς, της υπερβολής και της ακολασίας παντός είδους. Στο πεδίο της πολιτικής, δηλαδή της δημόσιας δραστηριότητας της πόλης, όσοι με το έργο τους διέπρατταν ύβρι, καθ’ όλες τις εκδοχές της, δεν απέφευγαν με κανένα τρόπο τον όλεθρο που οι ίδιοι απεργάζονταν για τους άλλους. Αναφέρει, για παράδειγμα, πολύ παραστατικά ο Ευριπίδης για τον νικητή που, αφού προκάλεσε στον εχθρό του τον όλεθρο είναι: «σαν έναν φτωχό άνθρωπο που, όταν έφτασε να γίνει πλούσιος, διαπράττει ύβρι [=ξιπάστηκε] και λόγω της ύβρεως [=της ξιπασιάς του] οδηγείται κι αυτός με τη σειρά του στον όλεθρο» (Ικέτιδες στ. 741-43). Το φαινόμενο της αρχαίας ύβρεως δεν είναι αποκλειστικά φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής ζωής, αλλά ισχύει εξίσου και στη σύγχρονη ζωή των λαών. Απλώς, οι Αρχαίοι συνέλαβαν μοναδικά την έννοια και τη θεωρία της ύβρεως, καθώς είχαν επιτύχει την ύψιστη διαύγεια σκέψης.
Η ύβρις, κατά κανόνα, συνυφαίνεται με τη δύναμη, την ισχύ και την εξουσία. Όπου υπάρχει πολιτική κυριαρχία, όπου επικρατεί ισχυρή δεσποτεία, εκεί εμφανίζεται η ύβρις, εκεί συμβαίνει υπέρβαση του ανθρώπινου μέτρου. Ωστόσο δεν εμφανίζεται μόνο ως πρόκληση μεγάλων συμφορών για τον καταδυναστευόμενο, για τον ηττημένο, για τον υπήκοο, αλλά και ως επιστροφή του κακού στον ίδιο το δυνάστη που το προκαλεί. Τούτο σημαίνει πως η ύβρις δεν είναι κάτι το μοιρολατρικό, που χρησιμοποιείται ως μια αφηρημένη παρηγοριά από [και για] τους υφιστάμενους την ύβρι, αλλά ανήκει στην ίδια την ανορθολογική φύση της εξ-ουσιαστικής δύναμης. Πρόκειται για εκείνο τον ανορθολογισμό που αντιστρατεύεται ευθέως τη φυσιολογική, την κατά τον ρυθμό του κοινού λόγου εξέλιξη των ανθρωπίνων πραγμάτων. Οι Αθηναίοι, για παράδειγμα, άσκησαν την ηγεμονία τους στις άλλες ελληνικές πόλεις με ύβρι, με αποκορύφωμα την ύβρι στη Μήλο. Παραβίασαν έτσι κατ’ εξακολούθηση τον κοινό λόγο, δηλαδή, την κοινή-την ανθρωπίνως κοινωνική συνθήκη ζωής, και έπρεπε να πληρώσουν. Έτσι, οι συμφορές που προκάλεσαν επέστρεψαν εις εαυτούς με ολοκληρωτική καταστροφή τους: με την αρχή του τέλους τους ως αρχαίας πόλεως-κράτους.
Πώς γεννιέται και ωριμάζει η λειτουργία της ύβρεως κατά την άσκηση της εξουσίας; Ανήκει στους «άγραφους νόμους» της εξ-ουσίας, όσο αυξάνεται και βιώνει τη στιγμιαία της κυριαρχία ως αιώνια πραγματικότητα, να αισθάνεται φόβο, ανασφάλεια, καχυποψία και -όχι λιγότερο- μίσος απέναντι στους υποτελείς της. Τότε συμβαίνει να εξαπολύει και τους τελευταίους κεραυνούς της πολιτικής ύβρεως. Λέει, για παράδειγμα, ο Περικλής στον Επιτάφιο: «δεν διακυβεύεται μόνο η δουλεία ή η ελευθερία, αλλά και η απώλεια της εξουσίας και ο κίνδυνος που γεννιέται από το μίσος που ενέπνευσε η άσκηση της εξουσίας» (Θουκυδίδης ΙΙ, 63). Πώς λειτουργεί η πολιτική ύβρις στην παρούσα νεοελληνική πραγματικότητα; Περίπου κατά παρόμοιο τρόπο: τόσο οι εν ενεργεία-εν εξ-ουσία δυνάμεις όσο και εκείνες της αντι-πολίτευσης, πρωτίστως της καθεστωτικής «αριστεράς», με στρεψόδικο λόγο, αλλά και βίαιη δράση –γεμάτη μίσος–καταπνίγουν κάθε αντί-παλη φωνή, συγκαλύπτοντας τις αιτίες και τους εκάστοτε υπεύθυνους της καταστροφής. Όταν, ας πούμε, στους κόλπους της καθεστωτικής αντιπολίτευσης σηκώνουν την αντιμνημονιακή σημαία άνθρωποι που πρωτοστάτησαν στην/για την έλευση των μνημονίων, τότε πώς η εν λόγω καθεστωτική «αριστερά» να μην πασχίζει να απο-ενοχοποιεί τους πρωταίτιους της καταστροφής, αερολογώντας ακατάσχετα και προκαλώντας σε απόλυτο βαθμό πολιτική ύβρι, μεγαλύτερη ακόμη και από την ορατή εκείνη της επίσημης καθεστηκυίας τάξης;
Στην αρχαία ελληνική σκέψη, από την εποχή ήδη του Ομήρου, η λέξη ύβρις είναι συνώνυμη με τον όλεθρο του ανθρώπου. Κλείνει μέσα της ό,τι πρέπει να αποφεύγει ο τελευταίος. Τι πρέπει να αποφεύγει; Την υπερβολή και την έπαρση, την αυθάδικη βία, την προσβολή του φυσικού-ανθρώπινου μέτρου, συνεπώς την προσβολή του θείου, τη βουλιμία για α-λογισμό και στρεψοδικία, με την οποία τείνει να επικαλύπτει το φθονερό και καταστροφικό του έργο, που μπορεί να διαπράττει από θέση ισχύος. Η ύβρις λοιπόν μπορεί να εγκατασταθεί στη ζωή μας μόνο ως βιασμός του μέτρου και της αρμονίας, ως καταστρατήγηση του «ξυνού λόγου» (=του κοινού-καθολικού λόγου) κατά Ηράκλειτο. Γι’ αυτό, ο μεγάλος Προσωκρατικός διανοητής παρατηρεί, με βαθυνόητο τρόπο, σχετικά: «ύβριν χρή σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν: την έπαρση πρέπει να κατασβήνει κανείς περισσότερο και από την πυρκαγιά» (απ. 43). Η ύβρις στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όχι λιγότερο δε και στον νεοελληνικό αναλογικά, είναι εκ πρώτης όψεως θρησκευτική, ουσιωδώς όμως πολιτική.
Στην περιοχή της θρησκείας, οι θεοί τιμωρούσαν τους ανθρώπους που διέπρατταν ύβρι, δηλαδή γίνονταν δέσμιοι της ξιπασιάς, της υπερβολής και της ακολασίας παντός είδους. Στο πεδίο της πολιτικής, δηλαδή της δημόσιας δραστηριότητας της πόλης, όσοι με το έργο τους διέπρατταν ύβρι, καθ’ όλες τις εκδοχές της, δεν απέφευγαν με κανένα τρόπο τον όλεθρο που οι ίδιοι απεργάζονταν για τους άλλους. Αναφέρει, για παράδειγμα, πολύ παραστατικά ο Ευριπίδης για τον νικητή που, αφού προκάλεσε στον εχθρό του τον όλεθρο είναι: «σαν έναν φτωχό άνθρωπο που, όταν έφτασε να γίνει πλούσιος, διαπράττει ύβρι [=ξιπάστηκε] και λόγω της ύβρεως [=της ξιπασιάς του] οδηγείται κι αυτός με τη σειρά του στον όλεθρο» (Ικέτιδες στ. 741-43). Το φαινόμενο της αρχαίας ύβρεως δεν είναι αποκλειστικά φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής ζωής, αλλά ισχύει εξίσου και στη σύγχρονη ζωή των λαών. Απλώς, οι Αρχαίοι συνέλαβαν μοναδικά την έννοια και τη θεωρία της ύβρεως, καθώς είχαν επιτύχει την ύψιστη διαύγεια σκέψης.
Η ύβρις, κατά κανόνα, συνυφαίνεται με τη δύναμη, την ισχύ και την εξουσία. Όπου υπάρχει πολιτική κυριαρχία, όπου επικρατεί ισχυρή δεσποτεία, εκεί εμφανίζεται η ύβρις, εκεί συμβαίνει υπέρβαση του ανθρώπινου μέτρου. Ωστόσο δεν εμφανίζεται μόνο ως πρόκληση μεγάλων συμφορών για τον καταδυναστευόμενο, για τον ηττημένο, για τον υπήκοο, αλλά και ως επιστροφή του κακού στον ίδιο το δυνάστη που το προκαλεί. Τούτο σημαίνει πως η ύβρις δεν είναι κάτι το μοιρολατρικό, που χρησιμοποιείται ως μια αφηρημένη παρηγοριά από [και για] τους υφιστάμενους την ύβρι, αλλά ανήκει στην ίδια την ανορθολογική φύση της εξ-ουσιαστικής δύναμης. Πρόκειται για εκείνο τον ανορθολογισμό που αντιστρατεύεται ευθέως τη φυσιολογική, την κατά τον ρυθμό του κοινού λόγου εξέλιξη των ανθρωπίνων πραγμάτων. Οι Αθηναίοι, για παράδειγμα, άσκησαν την ηγεμονία τους στις άλλες ελληνικές πόλεις με ύβρι, με αποκορύφωμα την ύβρι στη Μήλο. Παραβίασαν έτσι κατ’ εξακολούθηση τον κοινό λόγο, δηλαδή, την κοινή-την ανθρωπίνως κοινωνική συνθήκη ζωής, και έπρεπε να πληρώσουν. Έτσι, οι συμφορές που προκάλεσαν επέστρεψαν εις εαυτούς με ολοκληρωτική καταστροφή τους: με την αρχή του τέλους τους ως αρχαίας πόλεως-κράτους.
Πώς γεννιέται και ωριμάζει η λειτουργία της ύβρεως κατά την άσκηση της εξουσίας; Ανήκει στους «άγραφους νόμους» της εξ-ουσίας, όσο αυξάνεται και βιώνει τη στιγμιαία της κυριαρχία ως αιώνια πραγματικότητα, να αισθάνεται φόβο, ανασφάλεια, καχυποψία και -όχι λιγότερο- μίσος απέναντι στους υποτελείς της. Τότε συμβαίνει να εξαπολύει και τους τελευταίους κεραυνούς της πολιτικής ύβρεως. Λέει, για παράδειγμα, ο Περικλής στον Επιτάφιο: «δεν διακυβεύεται μόνο η δουλεία ή η ελευθερία, αλλά και η απώλεια της εξουσίας και ο κίνδυνος που γεννιέται από το μίσος που ενέπνευσε η άσκηση της εξουσίας» (Θουκυδίδης ΙΙ, 63). Πώς λειτουργεί η πολιτική ύβρις στην παρούσα νεοελληνική πραγματικότητα; Περίπου κατά παρόμοιο τρόπο: τόσο οι εν ενεργεία-εν εξ-ουσία δυνάμεις όσο και εκείνες της αντι-πολίτευσης, πρωτίστως της καθεστωτικής «αριστεράς», με στρεψόδικο λόγο, αλλά και βίαιη δράση –γεμάτη μίσος–καταπνίγουν κάθε αντί-παλη φωνή, συγκαλύπτοντας τις αιτίες και τους εκάστοτε υπεύθυνους της καταστροφής. Όταν, ας πούμε, στους κόλπους της καθεστωτικής αντιπολίτευσης σηκώνουν την αντιμνημονιακή σημαία άνθρωποι που πρωτοστάτησαν στην/για την έλευση των μνημονίων, τότε πώς η εν λόγω καθεστωτική «αριστερά» να μην πασχίζει να απο-ενοχοποιεί τους πρωταίτιους της καταστροφής, αερολογώντας ακατάσχετα και προκαλώντας σε απόλυτο βαθμό πολιτική ύβρι, μεγαλύτερη ακόμη και από την ορατή εκείνη της επίσημης καθεστηκυίας τάξης;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου