ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
Στρατολόγηση
Οι γενίτσαροι (yeni çeri, που σημαίνει «νέος στρατός») ανήκαν στους «δούλους της πύλης δηλ. του σουλτάνου» (kapıkulları). Ο θεσμός αυτός, η χρήση δηλαδή βασιλικών σκλάβων στο στρατό και τη διοίκηση, εντάσσεται σε μια μακραίωνη μεσανατολική παράδοση (με καταβολές στο αρχαίο Ιράν, την κεντρική Ασία και τους Σελτζούκους) και εξασφάλιζε θεωρητικά την απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου, που είχε έτσι στη διάθεσή του ένα σώμα αφοσιωμένων και πειθαρχημένων ακολούθων, επάνω στους οποίους είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου. Οι σκλάβοι αυτοί συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή όμηροι από νεοκατακτημένες περιοχές. Επίσης μπορεί να προέρχονταν από σκλαβοπάζαρα, ή, τέλος, από το περιβόητο παιδομάζωμα (devşirme).
Οι πρώτες αναφορές για το παιδομάζωμα χρονολογούνται στα τέλη του 14ου αιώνα, η ακμή του θεσμού τοποθετείται στο 15ο και 16ο αιώνα, ενώ τελευταίες αναφορές γι' αυτό έχουμε στις αρχές του 18ου. Κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ειδικοί αξιωματούχοι από την Κωνσταντινούπολη γύριζαν σε χριστιανικά χωριά των Βαλκανίων, κυρίως της Αλβανίας και της Σερβίας, αλλά και της Μικράς Ασίας, και επέλεγαν αρσενικά παιδιά χριστιανών 8 - 20 ετών. Τα παιδιά αυτά μεταφέρονταν στην πρωτεύουσα και εκεί περνούσαν από μια πρώτη διαδικασία επιλογής: τα εξυπνότερα και ικανότερα ονομάζονταν iç oğlanı και έμεναν στο παλάτι, ενώ τα υπόλοιπα στέλνονταν σε οικογένειες Τούρκων στην ύπαιθρο προκειμένου να μάθουν τη γλώσσα και τους τύπους της θρησκείας.
Λίγα χρόνια μετά εκπαιδεύονταν στη στρατιωτική τέχνη και πειθαρχία (οπότε και ονομάζονταν acemî oğlan) και εντάσσονταν σε επίλεκτα σώματα τυφεκιοφόρων, τους περίφημους καθαυτό γενίτσαρους (yeniçeri), ή και σε άλλα έμμισθα σώματα, όπως τους «οπλουργούς» ή cebeci, τους «πυροβολητές» και κατασκευαστές κανονιών (topçu), τους λογχοφόρους ιππείς ή σπαχήδες (kapukulu süvarileri, sipahişer, οι σπαχήδες αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με το ομώνυμο σώμα τιμαριούχων ιππέων). Τα σώματα αυτά αποτελούσαν τις τρόπον τινά επίλεκτες μονάδες του Οθωμανικού στρατού, ιδίως κατά το 15ο και 16ο αιώνα, οπότε και χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα (το μεγάλο πλεονέκτημα των Οθωμανών) σε αντίθεση με τους λογχοφόρους σπαχήδες.
Από το 17ο αιώνα και μετά και άλλα σώματα (κυρίως μισθοφορικά) χρησιμοποιούν πλέον μουσκέτα, ο ρόλος των γενιτσάρων όμως στον πόλεμο παραμένει σημαντικός, καθώς ουσιαστικά αποτελούν το κύριο σώμα του μόνιμου στρατού της Αυτοκρατορίας. Δεν ήταν όμως μόνο στρατιωτικός ο σκοπός του παιδομαζώματος. Τα παιδιά που επιλέγονταν για υπηρεσία στο παλάτι, τα iç oğlanı, εκπαιδεύονταν στα γράμματα, μάθαιναν γραφή και ανάγνωση, καθώς και διάφορες τέχνες. Ύστερα από δύο ως εφτά χρόνια περνούσαν από μια δεύτερη διαδικασία επιλογής και τέλος έβγαιναν από το παλάτι με διάφορους βαθμούς της στρατιωτικής και διοικητικής ιεραρχίας.
Από τα μέσα του 15ου αιώνα και μετά, όλη η ανώτερη και ανώτατη διοίκηση, του μεγάλου βεζίρη συμπεριλαμβανομένου, αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τέτοιους δούλους του σουλτάνου.
Ο ''Νέος Στρατός''
Καθώς η διείσδυση των Τούρκων στη M. Ασία και στην Ευρώπη έπαιρνε τη μορφή χιονοστιβάδας, νέα ρεύματα και κοινότητες δημιουργούνταν στις Ισλαμικές περιοχές. Σε αυτά τα ρεύματα βρίσκουμε την απώτερη καταγωγή των γενιτσάρων. Οι αχήδες ή άχηδες (Akhi), δηλαδή ''αδελφοί'' στα Ελληνικά, θεωρούνται από τις παλαιότερες γνωστές Μουσουλμανικές θρησκευτικές αδελφότητες στο Μεσαίωνα, αναβιωτές μίας μυστικιστικής κουλτούρας, της φουτούουα (φουτουβά), που εκφραζόταν με μία προσεκτικά επεξεργασμένη συλλογή Κορανικών ρητών, όπως ''αγάπα τον πλησίον σου πάνω από τον εαυτό σου'', που αποτελεί βελτίωση του χριστιανικού ''αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν''.
Οι αχήδες δημιούργησαν συντεχνίες και ανέπτυξαν εμπορικές και πολιτικές δραστηριότητες στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της Σελτζουκικής και στα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής εποχής (13ος και 14ος αιώνας). Είχαν αναμείξει Ισλαμικές ιδέες με πολλά Ελληνικά στοιχεία και μπορούμε να υποθέσουμε ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αφομοίωση των Χριστιανών αστών της Ανατολής από τον κόσμο του Ισλάμ. Πολλοί Έλληνες και Αρμένιοι που έγιναν μέλη των οργανώσεων αχήδων, διατήρησαν τους δεσμούς τους με το Χριστιανισμό, αλλά με το πέρασμα του χρόνου εξισλαμίστηκαν.
Οι συντεχνίες αυτές ασπάζονταν την ιδέα του φουτουβά (Futuwwa), που βασίζεται σε ορισμένα αρχαία Αραβικά ιδανικά σχετικά με την ιδέα του νέου ανθρώπου (φάτα, πληθ. φιτγιάν) και τις αρετές που έπρεπε να τον διακρίνουν. Μετά τις Αραβικές κατακτήσεις, η Περσική αριστοκρατία υιοθέτησε το πλέγμα αυτών των ιδεών, ενώ οι μυστικιστές των Σούφι το τροποποίησαν και το προσάρμοσαν στη δική τους φιλοσοφική θεωρία, δίνοντας έμφαση κατά κύριο λόγο στον αλτρουισμό ως το υψηλότερο ιδανικό της ανθρώπινης αρετής. Πολλά μαθαίνουμε για τους αχήδες από το Μαροκινό περιηγητή Ιμπν Μπαττούτα (πρώτο μισό 14ου αιώνα).
Που τονίζει τον κυρίαρχο οικονομικό ρόλο τους στην περιοχή ιδιαίτερα της Καραμανίας (νοτιοδυτική Μικρασία), αλλά και από τον επίσημο βιογράφο των Μεβλεβήδων (μεβλεβί) δερβίσηδων, τον Αφλακί, κατά τον οποίο, βάση των δραστηριοτήτων τους υπήρξε το εμπορικό κέντρο της Άγκυρας. Υπάρχουν θεωρίες για την προέλευση και τη σύνδεση των κοινοτήτων των αχήδων με θεσμούς από την αρχαία Ανατολή και κυρίως από τις συντεχνίες της Κτησιφώντος, τις κοινωνίες των αρχαίων Ελληνικών και Περσικών πόλεων ή, τέλος, από τους Βυζαντινούς δήμους και τις φατρίες του ιπποδρόμου. Από τους κόλπους των αχήδων ξεπήδησαν πολλά άλλα τάγματα, όπως εκείνα των μπεκτασήδων, μαλαμήδων και νακσημπεντήδων.
Οι σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις αρχίζουν να αποκαλύπτουν και να σκιαγραφούν μία πραγματικότητα που δεν είναι αυστηρά προσκολλημένη στο Ισλάμ, αλλά στην αρχαιότερη παράδοση και στο παλαιότερο δομικό, πολιτιστικό υπόστρωμα των περιοχών αυτών της Ανατολής. H ιστορία των κοινοτήτων του ''φουτουβά'' πιθανότατα, λοιπόν, προέρχεται από θεσμούς της προϊσλαμικής Εγγύς Ανατολής. O Βυζαντινολόγος A. Σαββίδης εντοπίζει ορισμένα κοινά στοιχεία της τελετής ''φουτουβά'' με τη δυτική φεουδαρχική πράξη της ''περιβολής'' (investitura).
Περιγραφή μίας χαρακτηριστικής τελετής της ''φουτουβά'' εξάλλου, βρίσκουμε στον Αφλακί σχετικά με τη ανακήρυξη του Τουρκομάνου εμίρη του Αϊδινίου σε ''σουλτάνο των γαζήδων'' από το σεΐχη του τάγματος των μεβλεβί δερβίσηδων (τέλη 13ου ή αρχές του 14ου αιώνα): ''Από τα χέρια του σεΐχη πήρε το πολεμικό ρόπαλο, το οποίο ακούμπησε στο κεφάλι του, λέγοντας: -Με αυτό το ρόπαλο θα υποτάξω πρώτα όλα μου τα πάθη και κατόπιν όλους τους εχθρούς της μόνης και ορθής πίστης''. O Wittek διαβλέπει στον όρκο αυτό ότι ο εμίρης είχε αποδεχτεί το συγκεκριμένο σεΐχη ως πνευματικό καθοδηγητή του και αναλάμβανε ορισμένες ηθικές υποχρεώσεις, με την έννοια ότι προτάσσεται η εσωτερική μεταμόρφωση του πολεμιστή και έπεται η εξωτερική διάσταση του έργου του.
Κάτι που συνηγορεί στο ότι αυτή η τελετή χρησιμοποιήθηκε αρχικά στο πλαίσιο μίας ομάδας με πνευματικό προσανατολισμό και εσωτερική/ψυχολογική εργασία και αργότερα απέκτησε πολιτικο-στρατιωτική λειτουργία. Στα χρόνια των Σελτζούκων, από τον 11ο και κυρίως από τον 12ο και 13ο αιώνα, οι κύκλοι των μορφωμένων στις πόλεις της Μικράς Ασίας είχαν υιοθετήσει τις παραδόσεις της Περσικής λογιοσύνης, όπως αυτή εκφραζόταν από τις λυρικές και μυστικιστικές προσεγγίσεις των Σούφι ποιητών. Δεν επρόκειτο για μία αμιγώς ''Περσική'', Τουρκική ή Αραβική σκέψη. Δεν ήταν ξεκάθαρα Μουσουλμανική, Μανιχαϊστική, Ζωροαστρική, Εβραϊκή ή Χριστιανική. Ήταν Σουφική.
Με τον όρο οικουμενικός Σουφισμός (tasawwuf, ειδικό ρηματικό ουσιαστικό που σημαίνει ''να γίνω σοφός''), εννοούμε την παράδοση που επεκτάθηκε την περίοδο του Μεσαίωνα, ήδη πολύ πριν από την έλευση του Ισλάμ, κατά τον 7ο αιώνα, στον Περσικό - Συριακό - Αραβικό κόσμο, συνδυάζοντας και αναπλάθοντας δημιουργικά τα στοιχεία τόσο της Αρχαιοελληνικής και Ελληνιστικής παραγωγής όσο και της Ανατολής, του ερμητισμού, του νεοπλατωνισμού, του γνωστικισμού, του σαμανισμού και, φυσικά, του Χριστιανισμού. Οι ρίζες του οικουμενικού σουφισμού χάνονται στα βάθη των αιώνων.
Ωστόσο, μπορούμε να τις ψηλαφίσουμε στην πρώτη αφύπνιση της μονοθεϊστικής σκέψης που έχει τουλάχιστον καταγραφεί στην επίσημη ιστορία, στο Φαραώ της Αιγύπτου Ακενατόν και τη γυναίκα του, Νεφερτίτη (Ακ(χ)νατόν, Αμένοφις ο Δ', περίπου 1353 - 1335 π.X.) και σε άλλα εξέχοντα πνεύματα της αρχαιότητας που έδρασαν στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Ασία. Παράλληλα, για να επιστρέψουμε στην περίοδο των 11ου - 13ου αιώνα, οι νέοι κάτοικοι της Μικράς Ασίας ήταν όχι μόνο οι Αμπνταλάνι Ρουμ (οι απτάληδες, δηλαδή, σαλοί δερβίσηδες), αλλά και οι Αχηγιάνι Ρουμ (οι άχηδες ή αχήδες και οι ριντ). Οι πρώτοι εκπρόσωποί τους είχαν φτάσει στη Μικρά Ασία κατά τον 11ο αιώνα.
Αναμφίβολα, κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των ομάδων ήταν η πίστη τους στα ιδανικά του Σουφισμού, άλλοτε στην οικουμενική/ανεξίθρησκη και άλλοτε στην αυστηρά προσκολλημένη στο άρμα του Ισλάμ, καθώς από σχολή σε σχολή και από τάγμα σε τάγμα παρατηρούνταν διαφορετικές τοποθετήσεις, κατευθύνσεις, προσανατολισμοί και διαφορετικές ιδεολογικές, ακόμη και αισθητικές συζεύξεις και προτεραιότητες.
Όπως αναφέρει ο Nicholson στο κλασικό πια έργο του ''Οι Μυστικοί των Σούφι'', πολλοί Σούφι θεωρούν ότι ο Σουφισμός είναι η μυστική διδασκαλία μέσα σε όλες τις θρησκείες και προτιμούν να αυτοαποκαλούνται Αλ αλ-Χακ, δηλαδή, οι Οπαδοί της Αλήθειας. Στις καλύτερες στιγμές του (δηλαδή, τις πιο ανοιχτές και οικουμενικές, ανθρωπιστικές) ο Σουφισμός θεωρούσε όλες τις θρησκείες, λιγότερο ή περισσότερο, ''τέλειες σκιές δύναμης από το μεγάλο, κέντρο της Αλήθειας''. O οικουμενικός Σουφισμός, συνεπής στη μονοθεϊστική - ανθρωπιστική οπτική του, καλλιέργησε την ανεξιθρησκία και την ανάγκη συνύπαρξης όλων των λαών, των πολιτισμών και των θρησκειών.
O Spencer Trimingham, συγγραφέας του περιεκτικού έργου ''The Sufi orders in Islam'', υποστηρίζει ότι με τον όρο Σούφι ''μπορούμε να θεωρήσουμε καθέναν που πιστεύει ότι είναι δυνατή η άμεση εμπειρία της επικοινωνίας με το Θεό και ο οποίος προετοιμάζεται για κάτι τέτοιο, προκειμένου να φτάσει σε αυτό το επίπεδο''. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τους Σούφι, ''όλες οι παραδόσεις οδηγούν στη μία και μόνη αλήθεια''. Αν επιχειρούσαμε να απαντήσουμε στο ερώτημα ''ποια ήταν η στάση του σουφισμού απέναντι στο Ισλάμ'', καλό θα ήταν να είχαμε κατά νου, για μία ακόμη φορά, τα λόγια του Nicholson:
''Μία πρόχειρη τοποθέτηση στο θέμα είναι να πούμε ότι πολλοί απ’ αυτούς υπήρξαν καλοί μουσουλμάνοι, πολλοί ελάχιστα Μουσουλμάνοι και ένα τρίτο μέρος, ίσως το πολυπληθέστερο, επιφανειακά Μουσουλμάνοι (Moslems after a fashion). Κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων του Μεσαίωνα, το Ισλάμ ήταν ένας αναπτυσσόμενος οργανισμός και σιγά-σιγά μεταμορφώθηκε κάτω από την επιρροή διαφόρων κινημάτων, ένα από τα οποία ήταν και ο σουφισμός''. Σε τελική ανάλυση, ''ο σουφισμός μπορεί να συμβαδίσει με τον ελεύθερο στοχασμό - ήδη το έχει κάνει'', όπως ισχυρίζεται ο Nicholson, ''αλλά δύσκολα μπορεί να συμβαδίσει με την αίρεση. Αυτό εξηγεί γιατί η τεράστια πλειονότητα των Σούφι είναι, τουλάχιστον κατ’ όνομα, προσκολλημένοι στο καθολικό σώμα της μουσουλμανικής κοινότητας''.
H θεωρία του Σουφισμού εξυψώνει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στη Θέωση (fana fil’llah, η εκμηδένιση μέσα στο Θεό). Στην πορεία αυτή προτάσσεται η αυτογνωσία, το ''γνώθι σαυτόν'' του Σωκράτη, με την έννοια μίας ενδοσκόπησης που θα οδηγήσει στο ''καθρέφτισμα'', την παραδοχή του εγωισμού και της άγνοιας, θα ακολουθήσει το στάδιο του εσωτερικού καθαρμού και της αναζήτησης του θείου σπινθήρα που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο, έως την τελική Ένωση με την Αλήθεια (al-haqq) μέσω του Θείου έρωτα. Για την επίτευξη ενός τέτοιου γιγάντιου έργου, ο μαθητής χρειάζεται τη βοήθεια ενός μυημένου και έμπειρου δασκάλου, ''γέροντα'' (πιρ, σέιχ/σεΐχη, μπάμπα, ντέντε).
Από το 13ο αιώνα, στα χρόνια των Τουρκομανικών εμιράτων, πολλά Δερβισικά τάγματα που είχαν έρθει από την Κεντρική Ασία και την Περσία, κατέκλυσαν τις περιοχές της Συρίας και της Μικράς Ασίας και εντυπωσίαζαν τον κόσμο με τις μουσικές και τους χορούς τους. Οι θεατές έχαναν τα λογικά τους με τα παράξενα καμώματά τους. Ορισμένες ομάδες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της εποχής αυτής και συνέβαλαν στην πολιτιστική μεταμόρφωση της Μικράς Ασίας. Αρχικά, το 13ο αιώνα έλαβε χώρα η ανταρσία του δερβίση Μπαμπά (ή Μπάμπα, όρος που είχε τη σημασία του δημοφιλούς ιεροκήρυκα) Ισχάκ. H λέξη ''Δερβίσης'' προέρχεται από την Περσική Darwish και αρχικά σήμαινε τον επαίτη, τον άνθρωπο που κρούει την πόρτα του Θεού.
Το 1241, ο Μπαμπά Ισχάκ, αρχηγός των μπαμπαήδων , οδήγησε τους οπαδούς του στην πρώτη μεγάλη Τουρκομανική εξέγερση που μαρτυρείται στις ιστορικές πηγές. Το κήρυγμά του ξεκίνησε το 638 / 1240, στην περιοχή του Ταύρου και της Αμάσειας, και επεκτάθηκε στις γύρω περιοχές. Το 638 (με τη Μουσουλμανική χρονολόγηση) εκμεταλλεύτηκε το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του Καϊχοσρόη (Kay-Khusraw) και των Χορασμίων (Khwarizimians), ορισμένα απομεινάρια των οποίων, μετά την προσωρινή διαμονή τους στη Μικρά Ασία, είχαν βρει καταφύγιο στην Νταζίρα (Djazira).
Ήταν δύο χρόνια πριν από την εισβολή των Μογγόλων στην Κεντρική Μικρά Ασία και γενικά πιστεύεται αυτή ότι η εντυπωσιακή επανάσταση εξάντλησε τους Σελτζούκους και γι’ αυτό ηττήθηκαν στο Κιοσέ Νταγ (1243), ενώ μέσα σε λίγες δεκαετίες το Σελτζουκικό κράτος, μη μπορώντας να αφομοιώσει αυτούς τους σκληροτράχηλους νομάδες, κατέρρευσε. Τελικά, η ανταρσία κατεστάλη με πολύ αίμα από Φράγκους μισθοφόρους που συνεργάζονταν με τους Σελτζούκους και πολλοί από τους αιρετικούς Τουρκομάνους δερβίσηδες κατέφυγαν στα δυτικά παραμεθόρια εδάφη, όπου τους υποδέχτηκαν με ευμένεια.
Συνεχιστές του έργου του Μπαμπά Ισχάκ θεωρούνται οι δερβίσηδες Καλαντέρ (Qalender), έχοντας μάλιστα ως κέντρο τους το τέμενος που έκτισαν οι φρουροί των συνόρων προς τιμήν του Σεγίτ Γαζί, που αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από τους μπεκτασήδες. O Cahen θεωρεί ότι συνεχιστές της ιδεολογίας των μπαμπαήδων ήταν οι κιζιλμπάσηδες (κοκκινοκέφαλοι), με το χαρακτηριστικό κόκκινο καπελάκι ή κεφαλόδεσμο, μαύρο πανωφόρι και σανδάλια, ενώ αντιδιαστέλλει την κίνησή τους με εκείνη του Ρούμι και των μεβλεβί δερβίσηδων, που ακολούθησαν έναν αριστοκρατικό δρόμο και δεν ήρθαν σε ρήξη με το κατεστημένο. Παρόμοια ανταρσία δερβίσηδων αναφέρεται στη δεύτερη δεκαετία του 15ου αιώνα, αυτή του σεΐχη Μπεντρεντίν από τη Σιμάβνα.
Η οποία κατεστάλη μετά από πολλές προσπάθειες του σουλτάνου Μεχμέτ A' (1413 - 1421) και με τη σύμπραξη πολλών γενιτσαρικών δυνάμεων υπό την ηγεσία του πιστού του βεζίρη Βαγιαζήτ Πασά. H σύγκρουση ήταν σφοδρή. Πολύ χαρακτηριστική περιγραφή της μάχης δίνει ο γνωστός Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ Ραν σε ένα μακροσκελές ποίημα με τίτλο ''Το έπος του Σεΐχη Μπεντρεντίν, του γιου του καντή της Σιμαβνέ'', που εκδόθηκε στην Πόλη το 1936:
Η Ίδρυση του Σώματος των Γενιτσάρων
Τ ο σώμα αυτό πρωτοσυστάθηκε από τον Σουλτάνο Ορχάν (1327 - 1360), ως απειθάρχητα πεζά τάγματα τα λεγόμενα «ya-ya». Ο Οθωμανικός στρατός αρχικά αποτελούνταν από άτακτες ομάδες ιππέων τοπικών φυλών προσκείμενων στο Σουλτάνο. Καθώς όμως το Σουλτανάτο επεκτεινόταν, οι άρχοντες των φυλών αυτών διορίστηκαν ως «αφέντες των συνόρων» φέροντας τον τίτλο του «Üçbay (Ούτσμπεη)», προκειμένου αυτοί να διευρύνουν την επικράτεια. Ο Σουλτάνος Ορχάν αντιλήφθηκε την ανάγκη μιας ιδιαίτερης και αφοσιωμένης στρατιωτικής μετακινούμενης δύναμης, ανάθεσε στο βεζίρη του, Καρά Χαλί Τσεντερελή, να δημιουργήσει ένα νέο σώμα.
Που να μπορούσε αφενός μεν να τα βγάλει πέρα με τους Βυζαντινούς και αφετέρου να εξασφαλίσει αυτή την αφοσίωση και την πειθαρχία στο πρόσωπο του Σουλτάνου, σύμφωνα με τα πρότυπα του επίλεκτου Τάγματος της «Βαραγγικής Φρουράς», του Βυζαντίου. Ο θεσμός των γενιτσάρων συστηματοποιήθηκε και μονιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια που Σουλτάνος ήταν ο Μουράτ Α' (1362 - 1389). Αυτός ουσιαστικά μετέτρεψε τη νομαδική φυλή των Οθωμανών σε Αυτοκρατορία καθώς επίσης το 1383 καθιέρωσε τον τίτλο του Σουλτάνου. Για το πρόβλημα της στρατολογία σαν λύση αποφασίστηκε η εξής: Το 1362, που ανέλαβε την εξουσία, επέβαλε το νόμο του «ενός πέμπτου» εισάγοντας ένα νέο φορολογικό σύστημα.
Επειδή οι μόνιμοι υπόδουλοι του σουλτάνου (ραγιάδες) όφειλαν τη ζωή τους σ' αυτόν, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρο. Ο φόρος αυτός εξελίχθηκε με τον καιρό, σε φόρο «αίματος», το ονομαζόμενο «παιδομάζωμα» (devşirme). Σύμφωνα με αυτόν όλοι σχεδόν οι υπόδουλοι Χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν την υποχρέωση να δίνουν τα πιο δυνατά και έξυπνα αγόρια τους στο Σουλτάνο, ηλικίας από 6 - 15 χρονών εξ ού και το όνομα «παιδομάζωμα». Αργότερα η ηλικία αυτή έφθανε μέχρι 20 - 22 χρόνων. Το παιδομάζωμα συστηματοποιήθηκε την εποχή του Σελήμ του Α' και του Σουλεϊμάν του Α' του Μεγαλοπρεπούς. Στην αρχή ο απαίσιος αυτός φόρος πληρωνόταν κάθε 5 χρόνια, μετά κάθε 3 και τέλος κατάληξε η «πληρωμή» να γίνεται κάθε φορά που ο Τουρκικός στρατός είχε ανάγκη από καινούριους στρατιώτες.
Οι γενίτσαροι προέρχονταν κυρίως από τη στρατολόγηση νεαρών Χριστιανών από ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια και ιδιαίτερα από τα Βαλκάνια, εξαιρουμένων όμως της Κωνσταντινούπολης και της Ρόδου. Από το παιδομάζωμα εξαιρούνταν οι Εβραίοι, όπου σύμφωνα με έρευνα από πρόσφατους ιστορικούς η εξαίρεση αυτή έγινε είτε ως αποτέλεσμα συμφωνίας είτε διότι η πλειοψηφία ζούσε στις πόλεις. Μέχρι πρόσφατα, επίσης, εθεωρείτο ότι εξαιρούνταν και οι Αρμένιοι, όμως τώρα φαίνεται από τις ίδιες έρευνες, αυτό δεν ίσχυε πάντα. Τέλος οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας υπόκεινταν επίσης σε στρατολόγηση, αλλά υπηρετούσαν απευθείας στο παλάτι αντί του στρατού.
Το 1601 με φιρμάνι της Υψηλής Πύλης προς τις Οθωμανικές αρχές της Ρούμελης, που είχε ημερομηνία 29 Μαρτίου, ορίζεται ότι: «Οι νέοι των απίστων (που προορίζονται για γενίτσαροι) έπρεπε να είναι καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι. Εάν κάποιος αντισταθεί εις την παράδοσιν των γενιτσάρων να απαγχονίζεται αμέσως, εις το κατώφλι της θύρας του».
Γενίτσαροι και Παραβατικότητα
Οι σχέσεις των γενιτσάρων με τα αστικά στρώματα ήταν λοιπόν πολύμορφες. Πέρα από τις εμπορικές τους συναλλαγές, τις οποίες αναφέραμε παραπάνω, ή τους υπηρέτες (γιαμάκια) που αναφέρει ο Αθανάσιος Κομνηνός-Υψηλάντης, οι γενίτσαροι ήταν τακτικοί θαμώνες καφενείων και ταβερνών, όπου μαζεύονταν άτομα από όλα τα αστικά στρώματα, από τους μορφωμένους, «πνευματώδεις και ηδονιστές» μέχρι τα «παιδιά της πόλης». Μέλη των διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων (γενίτσαροι, άτακτοι στρατιώτες, ιππείς της Πύλης) αποτελούσαν τη σταθερή πελατεία των καφενείων της Κωνσταντινούπολης, των ταβερνών της αλλά και των χαμάμ - πορνείων της.
Γύρω στο 1640 αναφέρεται χαρακτηριστικά πως ό,τι φόρους και πρόστιμα μαζεύουν οι γενίτσαροι τα ξοδεύουν κατευθείαν στις ταβέρνες, σαν να ήταν πληρεξούσιοι εκπρόσωποι των ταβερνιάρηδων. Ευνόητο είναι ότι τέτοιες συμπεριφορές ήταν σχεδόν ενδημικές, παρά τις κατά καιρούς κατασταλτικές προσπάθειες. Διαβάζουμε λόγου χάριν για τη δυσαρέσκεια του Μουράτ Γ' όταν, περνώντας με πλοίο μπροστά από μια παραθαλάσσια Χριστιανική ταβέρνα, είδε μεθυσμένους γενίτσαρους να τον αναγνωρίζουν και να πίνουν στην υγεία του.
Σύμφωνα μάλιστα με τον ιστορικό και συγγραφέα Κιατίπ Τσελεμπή, μία από τις αιτίες της δυσαρέσκειας των γενιτσάρων κατά του Οσμάν Β' (που οδήγησε στην εκθρόνιση και εκτέλεσή του το 1622) ήταν και το ότι ο αρχηγός της ανακτορικής φρουράς, λόγω της έχθρας του με τον αγά των γενιτσάρων, έκανε εφόδους στις ταβέρνες, πετώντας στη θάλασσα όσους γενιτσάρους συνελάμβανε. Όσον αφορά τη σχέση των γενιτσάρων με περιθωριακές ή παραβατικές συμπεριφορές, πρέπει να τονίσουμε το καθεστώς ετεροδικίας το οποίο απολάμβαναν. Οι γενίτσαροι δικάζονταν όπως είδαμε και παραπάνω από τις δικές τους αρχές, κάτι που φαίνεται να ωθούσε εκείνους μεν σε μεγαλύτερη εγκληματικότητα και κοινούς εγκληματίες στην επιδίωξη να γράφονται στο σώμα προκειμένου να εξασφαλίσουν ατιμωρησία.
Στα τέλη του 16ου αιώνα, ένας Βόσνιος συγγραφέας, ο Χασάν Κιαφί, σημειώνει τις πολυάριθμες περιπτώσεις καταπίεσης και αυθαιρεσίας των στρατιωτικών έναντι των ραγιάδων (του φορολογούμενου πληθυσμού), παρατηρώντας ότι οι χειρότεροι ήταν οι δούλοι του σουλτάνου. Ένας από τους λόγους μάλιστα για τους οποίους, σε ένα συμβουλευτικό έργο των μέσων του 17ου αιώνα, θεωρείται ότι πρέπει κάθε στρατιωτικός να φορά την προορισμένη για το σώμα του ενδυμασία, είναι για να γίνεται εφικτή η άμεση εύρεση και τιμωρία του σε περίπτωση που εμπλακεί σε κάποια συμπλοκή.
Συχνά συναντάμε γενίτσαρους ή άλλους στρατιωτικούς μπλεγμένους σε διαφόρων ειδών εγκλήματα, στα ιεροδικαστικά κατάστιχα της Κωνσταντινούπολης παρατηρεί κανείς ότι μεγάλο ποσοστό των περιστατικών σωματικής βλάβης ή φόνου φαίνεται να διαπράχθηκε από μέλη κάποιου στρατιωτικού σώματος και κυρίως από δούλους του σουλτάνου.
Στις 25 Ιουλίου 1821, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ενεργώντας μάλλον αφελώς και αγνοώντας, ίσως, τις πραγματικές συνθήκες συμβίωσης χριστιανών Κρητών και Τουρκοκρητικών (ενδεχομένως, κατόπιν κακής πληροφόρησης ή και υπέρμετρης αισιοδοξίας), έστειλε επιστολή στον Τουρκοκρητικό Σερίφ Μεχμέτ, πασά του Ηρακλείου, προσδοκώντας την σύμπραξη Χριστιανών και Μουσουλμάνων Κρητών, λόγω κοινής εθνικής καταγωγής, για τον σκοπό της Επανάστασης. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος:
«Ο Σερίφ πασάς, αν δεν οργίσθη από το θράσος του επαναστάτου να αποστείλει προς αυτόν τον ίδιον τοιαύτην επιστολήν, θα εγέλασε με την προσπάθειάν του. Διότι εις την Κρήτη η ραγιάδες δεν υπέφεραν απλώς από το κράτος του σουλτάνου, όπως εις τας άλλας τουρκοκρατουμένας χώρας, αλλ' ετυραννούντο από εκείνους ακριβώς που ήθελε να προσεταιρισθή ο Υψηλάντης ως γηγενείς και έχοντας κοινά συμφέροντα με τους Έλληνας συμπατριώτας των. Τουναντίον, οι Τουρκοκρήτες είχαν συμφέρον, εκ των συνθηκών που είχαν αναπτυχθή εις την Κρήτην, περισσότερο παρά οι μουσουλμάνοι των άλλων χωρών, να διατηρηθή η τουρκοκρατία, αφού χάρις εις αυτήν καταδυνάστευαν τους χριστιανούς και απομυζούσαν την εργασίαν των».
Λίγο πριν την Επανάσταση του 1821, υπολογίζονταν πως υπήρχαν 28.000 Ελληνικές οικογένειες και 14.000 Τουρκοκρητικές. Στην απογραφή του 1858, οι Έλληνες και γενικότερα οι Χριστιανοί, ήταν 215.863 και οι Μουσουλμάνοι 62.138. Και το 1881, μετά τις αιματηρές επαναστάσεις, οι Έλληνες ήταν 205.000 και οι Τούρκοι 73.000. Μέχρι το 1826, το έτος κατάργησης των γενιτσαρικών σωμάτων της Αυτοκρατορίας από το σουλτάνο Μαχμούντ Β', το όνομα της Μουσουλμανικής κοινότητας της Κρήτης παρέμεινε άρρηκτα συνδεδεμένο με τα γενιτσαρικά σώματα που έδρευαν στο νησί.
Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Πολλοί ιστορικοί συμφωνούν ότι από τα τέλη του 16ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει και ότι αυτή η παρακμή διήρκεσε περισσότερο από τρεις αιώνες, μέχρι την τελική κατάρρευση της Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Άλλοι διαφωνούν και τοποθετούν την αρχή της παρακμής είτε στο 1683, όταν απέτυχε η δεύτερη πολιορκία της Βιέννης από τους Οθωμανούς και η Αυτοκρατορία άρχισε να χάνει πολέμους και εδάφη στην Ευρώπη, είτε στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε μία σταδιακή διαδικασία οικονομικής και πολιτικής ενσωμάτωσης στο παγκόσμιο σύστημα, όπου κυριαρχούσε η Δύση.
Το ζήτημα της Οθωμανικής παρακμής, παρόλο που ουσιαστικά αναπτύχθηκε από τις ιστορικές σπουδές του 20ου αιώνα, δεν αποτελεί μία εντελώς νέα κατασκευή. Το ίδιο ζήτημα εμφανίζεται συχνά σε έργα του 16ου και 17ου αιώνα, όταν οι Οθωμανοί λόγιοι υποστήριζαν ότι η «παλιά καλή τάξη» της «χρυσής εποχής» του Σουλεϊμάν Α' (1520 - 1566) είχε καταστραφεί από την αταξία και τη διαφθορά. Οι ιστορικοί προχώρησαν πρόσφατα στην αποδόμηση αυτής της εικόνας, καταδεικνύοντας τη χρήση της ως ιδεολογικού εργαλείου στους αγώνες που αναπτύχθηκαν στους κόλπους της Οθωμανικής άρχουσας τάξης.
Πρόσφατες μελέτες απέδειξαν επίσης ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση του ύστερου 16ου και πρώιμου 17ου αιώνα μέσα από μία διαδικασία εκσυγχρονισμού, εκχρηματισμού και ενδυνάμωσης της γραφειοκρατίας -διαδικασία παρόμοια στην ουσία με τις εξελίξεις που βίωσαν οι πιο σημαντικές ευρωπαϊκές και ασιατικές μοναρχίες της πρώιμης νεότερης εποχής. Έτσι, επιβεβαιώνουν το επιχείρημα ότι ο 17ος και ο 18ος αιώνας δεν ήταν μια περίοδος συνεχούς παρακμής, αλλά μια περίοδος πολύπλοκου εκσυγχρονισμού και από πολλές απόψεις, μια περίοδος ανάπτυξης και εξελίξεων. Η θεωρία αυτή δεν αρνείται την παρουσία πολυάριθμων στοιχείων κρίσης.
Οι άνθρωποι που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υποτάσσονταν -όπως και οι σύγχρονοί τους σε κάθε σημείο του σύγχρονου νεότερου κόσμου- σε σημαντικούς και ποικίλους περιορισμούς και πιέσεις. Κατ’ αρχήν, η φυσική επιβίωση δεν ήταν καθόλου σίγουρη. Οι σοδειές κινδύνευαν από φυσικές καταστροφές. Οι φωτιές κατέστρεφαν και το συσσωρευμένο πλούτο και τα αναγκαία μέσα για τη στοιχειώδη ύπαρξη, οι ξαφνικές ασθένειες έπλητταν τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις και τα μέσα για να θεραπευθούν. Η φορολογία αποτελούσε μία σημαντική απειλή για τα περισσότερα νοικοκυριά. Οι εξωτερικοί πόλεμοι έγιναν ιδιαίτερα δαπανηροί και εξασθενούσαν τα Οθωμανικά ταμεία.
Προκειμένου να συγκεντρωθούν εισοδήματα, οι αρχές είτε προχωρούσαν σε αύξηση της φορολογίας είτε υποτιμούσαν το νόμισμα. Ακόμα κι έτσι όμως, τα μέσα αυτά δεν ήταν αρκετά για να εξισορροπήσουν τον προϋπολογισμό. Η εκποίηση των αξιωμάτων και οι απροκάλυπτες δωροδοκίες αποτέλεσαν πρακτικές προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων για τη λειτουργία του κράτους, προκαλώντας όμως ταυτόχρονα και ένα πλέγμα αντικανονικών διασυνδέσεων, οι οποίες επέτρεπαν σε μικρές ομάδες αξιωματούχων και μεσαζόντων να καρπώνονται τα εισοδήματα τόσο του κράτους όσο και των φορολογούμενων υπηκόων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το 1381 ο Μουράτ ο Ι δημιουργεί το πρώτο επίλεκτο σώμα Στρατού, δίνοντας τους το όνομα ''Γενίτσαροι'' (yeniceri), που σημαίνει νέος στρατιώτης. Στην αρχή το σώμα των Γενιτσάρων επανδρώθηκε από νέους πολεμιστές που πιανόταν αιχμάλωτοι στη μάχη και τους δινόταν η ευκαιρία να γλιτώσουν τη ζωή τους αν προσηλυτιζόταν στο Ισλάμ και αποδεχόταν την κυριαρχία του Σουλτάνου. Αυτό το σημείο δεν θα πρέπει να προκαλέσει σύγχυση στον προσεκτικό αναγνώστη της Ισλαμικής παράδοσης.
Μπορεί, σύμφωνα με την Ισλαμική πίστη, η προσηλυτισμός απίστων στην Ισλαμική θρησκεία να μην ευνοούσε τη χρήση της άμεσης βίας, αλλά από την άλλη τόσο η δυνατότητα της επιλογής όσο και η άποψη της εποχής περί απόλυτης κυριαρχίας του νικητή στη μάχη επάνω στον αιχμάλωτο λειτουργούν ως νομιμοποιητικά στοιχεία για τη συγκεκριμένη μέθοδο θρησκευτικού προσηλυτισμού. Πολύ σύντομα όμως ο Μουράτ ο Ι αλλάζει το σύστημα στρατολόγησης των Γενιτσάρων, υιοθετώντας την πρακτική των Μαυριτανών στην Ισπανία, γνωστή ως devsirme (παιδομάζωμα). Τα μέλη του τάγματος των Γενιτσάρων πλέον ήταν παιδιά Χριστιανικών οικογενειών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης.
Έτσι, αποκοπτόταν από πολύ μικρή ηλικία από τις οικογένειες τους και μεταφερόταν σε ειδικά στρατόπεδα στρατιωτικής και θρησκευτικής εκπαίδευσης. Το τάγμα των Γενιτσάρων έγινε πολύ σύντομα το επίλεκτο σώμα του Οθωμανική Στρατού, ενώ ο ηθικός τους κώδικας μπορεί να παρομοιασθεί με αυτόν των Samurai, το αντίστοιχο επίλεκτο στρατιωτικό σώμα της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας. Η απόλυτη ηθική, ο λιτός κοινοβιακός τρόπος ζωής, η υποχρεωτική παρθενία και η μη υποχώρηση στη μάχη ήταν σε γενικές γραμμές ένα πλαίσιο συμπεριφοράς που αύξανε το θρύλο του τάγματος στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τόσο στους Μουσουλμανικούς όσο και στους Χριστιανικούς πληθυσμούς.
Χαρακτηριστικό είναι ότι θεωρούταν ιδιαίτερη τιμητική πράξη αντίστασης αλλά και απόδειξη ανδρείας για έναν «ραγιά» να οικειοποιηθεί τα άρματα ενός Γενίτσαρου που τα κέρδισε σε προσωπική μονομαχία και να «ανέβει» στο βουνό. Η Ελληνική δημοτική παράδοση είναι πολύ πλούσια από τέτοια τραγούδια που εξυμνούν την ανδρεία των Ελλήνων πολεμάρχων που κέρδισαν τα άρματα τους σκοτώνοντας έναν Γενίτσαρο π.χ τα τραγούδια των Κολοκοτρωναίων κ.α. Η πολιτική επιρροή των Γενιτσάρων σύντομα αυξήθηκε και από ένα στρατιωτικό σώμα επίλεκτων πολεμιστών, προορισμένο να νικά πολέμους για να μεγιστοποιείται η πολιτική ισχύς του Σουλτάνου, μεταμορφώθηκε σε ένα σημαντικό πολιτικό κίνημα με ισχύ ακόμα και μέσα στο παλάτι.
Με σημαντικό μερίδιο στην παραγωγή πλούτου και τον έλεγχο μεγάλης μερίδας της οικονομικής ζωής της Αυτοκρατορίας. Μεγάλες εκτάσεις γης δινόταν από τον εκάστοτε Σουλτάνο ως ανταμοιβή για κάθε νέα κατάκτηση στους υψηλόβαθμους Γενίτσαρους, ενώ το ίδιο το παλάτι, για να εξασφαλίσει την υποστήριξη τους, ενθάρρυνε αλλά και βοήθησε τις οικονομικές δραστηριότητες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής τους επιρροής φαίνεται το 1648 όταν μετά από μια γενικευμένη ανταρσία στο κεντρικό στρατόπεδο των Γενιτσάρων στην Κωνσταντινούπολη, καταλαμβάνουν την Πόλη, ξεκινούν διώξεις εναντίον του αυτοκρατορικού συστήματος εξουσίας και στο τέλος εισβάλουν στο παλάτι και δολοφονούν τον Σουλτάνο Ιμπραήμ τον Ι.
Η πράξη αυτή μπορεί σήμερα να ακούγεται ως μια πολιτική εξέγερση από τις πολλές που έχει να επιδείξει η παγκόσμια ιστορία ανά τους αιώνες. Η σπουδαιότητα όμως της πράξης αυτής και οι προεκτάσεις της είναι δυνατόν να κατανοηθούν πλήρως μόνο αν αναλογισθούμε ότι ο Οθωμανός Σουλτάνος εκτός των πολιτικών του καθηκόντων ήταν και ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης της πίστης, ιερό πρόσωπο για τους απανταχού Μουσουλμάνους, αφού θεωρούταν η προέκταση της παρουσίας του Προφήτη Μωάμεθ επί της γης. Η εισβολή των Γενιτσάρων στο παλάτι και η δολοφονία του Ιμπραήμ του Ι δείχνει την αυτοπεποίθηση των πρώτων αλλά και την πολιτική ισχύ που διέθεταν στο εσωτερικό του Οθωμανικού πολιτικού συστήματος που τους έδινε την δυνατότητα να προβούν σε μια «ιερόσυλη πολιτική πράξη».
Αλλά και το 1807, όταν μετά από πραξικόπημα των Γενιτσάρων ο Σελίμ ο ΙΙΙ εκθρονίστηκε και τη θέση του κατέλαβε ο Μουσταφά ο ΙV, επιλογή των Γενιτσάρων ο οποίος είχε υποσχεθεί σημαντικά πολιτικά και οικονομικά προνόμια στους υποστηρικτές του. Όσον αφορά την οικονομική τους ισχύ, από μαρτυρίες του Βρετανού περιηγητή και ταγματάρχη του Βρετανικού Βασιλικού πυροβολικού Peter William Winthrop, πληροφορούμαστε ότι στα τέλη του 18ου αιώνα μεγάλο μέρος των εμπορικών συνδιαλλαγών στην Κωνσταντινούπολη αλλά και η λειτουργία των καφενείων και των τεκέδων της Πόλης ήταν αποκλειστικό προνόμιο των Γενιτσάρων, που πλέον λειτουργούσαν ως αυτόνομος τραπεζο-πιστωτικός φορέας στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας.
Ο συνεχώς αυξανόμενος ρόλος των Γενιτσάρων στις πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το καθεστώς διαφθοράς στο οποίο είχαν περιπέσει, αλλά και η αδυναμία τους να καταπνίξουν την Ελληνική Επανάσταση στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, έπεισε τον Μαχμούτ τον ΙΙ να αναδιαρθρώσει το Οθωμανικό στράτευμα, καλώντας στρατιωτικούς εκπαιδευτές από τις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις και δημιουργώντας ένα νέο σώμα πεζικού υπό την ονομασία Muallem Asakir-i Mansure-i Muhammede (Εκπαιδευμένοι Νικηφόροι Μωαμεθανοί Στρατιώτες). Σ' αυτό το νέο σώμα υποχρεώθηκαν να ενταχθούν εγκαταλείποντας τα στρατόπεδα τους 150 Γενίτσαροι από κάθε τάγμα της Οθωμανικής επικράτειας.
Η κίνηση αυτή, που ως σκοπό είχε την αποδυνάμωση των Γενιτσάρων, προκάλεσε μια νέα εξέγερση στο εσωτερικό του επίλεκτου Οθωμανικού στρατιωτικού σώματος και οι ταραχές δεν άργησαν να ξεσπάσουν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας. Ο Σουλτάνος με ειδικό φιρμάνι κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον των Γενιτσάρων και στα μέσα του Ιουνίου του 1826 μεγάλες δυνάμεις Ιππικού (Σπαχήδες) και Πυροβολικού περικύκλωσαν το στρατόπεδο των Γενιτσάρων στην Κωνσταντινούπολη και κατάφεραν να εξουδετερώσουν την αντίσταση τους. Ένας μεγάλος αριθμός Γενιτσάρων εξολοθρεύτηκε, άλλοι θανατώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες μετά από σύντομη φυλάκιση, ενώ συντονισμένες διώξεις εναντίον των περιφερειακών ταγμάτων έλαβαν χώρα σε όλη την Αυτοκρατορία.
Σε λίγους μήνες οι Γενίτσαροι έπαψαν να υφίστανται ως πόλος στρατιωτικό-πολιτικής και οικονομικής ισχύος, αλλά η μακρά παρουσία τους και ο σημαντικός τους ρόλος για αιώνες στο στρατηγικό σχεδιασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσέδωσε ιδιαίτερη αίγλη στο Στρατό και νομιμοποίησε στη συνείδηση της κοινής γνώμης την παρεμβατική λειτουργία και νοοτροπία του στρατεύματος στην πολιτική ζωή της Αυτοκρατορίας. Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε ότι το τέλος του τάγματος των Γενιτσάρων, που επιβίωσαν και απέκτησαν δύναμη και πλούτο για σχεδόν πέντε αιώνες, έκλεισε και την περίοδο της αδιαμφισβήτητης ισχύος της Υψηλής Πύλης στις Διεθνείς Σχέσεις του τότε γνωστού κόσμου.
Η εξιστόρηση της Ελληνικής ιστορίας σταματούσε στο κεφάλαιο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, το 1453, ακολουθούσε ένα κεφάλαιο περί των 400 χρόνων Τουρκοκρατίας, όπου επικρατούν εκφράσεις όπως "το μαύρο σκοτάδι της σκλαβιάς, το παιδομάζωμα, οι εξισλαμισμοί, οι σφαγές, η καταπίεση, το κρυφό σχολειό, η Τουρκοκρατία" και αμέσως μετά ακολουθεί το κεφάλαιο για την επανάσταση του 1821. Εν ολίγοις, ένα κεφάλαιο της Ελληνικής ιστορίας διάρκειας περίπου 4 αιώνων, ο Έλληνας διδάχθηκε έως πρόσφατα να το παρακάμπτει ως οιονεί "μη γενόμενο" ή κατά κάποιο τρόπο ως ανεπιθύμητο για πολλή έρευνα και μελέτη.
Δεν είναι τυχαίο ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αυξηθεί οι σχολές και τα τμήματα που διδάσκουν Τουρκική και Αραβική γλώσσα, αλλά και άλλες γλώσσες της Ανατολής (Εγγύς και Μέσης, καμιά φορά ακόμη και της Άπω), διδάσκουν την ιστορία της Περσίας, των Αράβων, των Σελτζούκων, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σημειωτέον ότι το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων ειδικότερα, αλλά και γενικότερα των Δυτικών για την ''Ανατολή'', χρονολογείται από το 18ο και 19ο αιώνα. Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι η νέα γενιά στην Ελλάδα, ενέταξε μέσα στις σπουδές της και τη μελέτη της ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία συνιστά επίσης μελέτη ενός πολύ σημαντικού τμήματος της Ελληνικής ιστορίας.
Για παράδειγμα, ο Αραβικός πολιτισμός, από τους πλέον αξιόλογους της υφηλίου με ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις κατά την περίοδο του Μεσαίωνα έως τη σύγχρονη εποχή σε όλα τα κεφάλαια της ανθρώπινης δραστηριότητας, γράμματα, τέχνες, επιστήμες και τεχνολογία, πολιτική και οικονομική ζωή, θεωρείται από τους ειδικούς ως ο κληρονόμος των πολιτισμών της αρχαιότητας (συμπεριλαμβανομένου του αρχαιοελληνικού) και της Ελληνιστικής εποχής που τελούσαν υπό εξαφάνιση λόγω δυσμενών συνθηκών, βλ. το φανατισμό του Βυζαντίου εναντίον όχι μόνο του Ελληνικού, αλλά και του Αιγυπτιακού και Συριακού πολιτισμού, ιδιαίτερα μετά την ανακήρυξη του Χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία τον 4ο αιώνα μ.X.
Οι Άραβες ήταν εκείνοι που διέσωσαν ένα σημαντικό μέρος της κληρονομιάς όλων αυτών των διωκόμενων παραδόσεων και στη συνέχεια, μετά την κατάκτηση της αχανούς Αυτοκρατορίας των Περσών, αγκάλιασαν με τον ίδιο ζήλο και τον Περσικό πολιτισμό. Αυτά μας λέει η ιστορία. Και δεν περιορίστηκαν μόνο να διασώσουν, αλλά στη συνέχεια επεξεργάστηκαν γόνιμα όλα αυτά τα στοιχεία που μελετούσαν και δημιούργησαν νέες εκφράσεις που συνδύαζαν το δικό τους με τον πολιτισμό των άλλων. Στη συνέχεια, μετέδωσαν αυτό τον πολιτισμό στη Μεσαιωνική Δύση, που ακριβώς λόγω αυτής της αφύπνισης μπόρεσε να περάσει σταδιακά στην Αναγέννηση και να αποτινάξει από πάνω της το σκοτάδι της δεισιδαιμονίας και του θρησκευτικού φανατισμού.
Οι λαοί, λοιπόν, δεν βρέθηκαν μόνο αντιμέτωποι στα πεδία των μαχών, αλλά -και ίσως αυτό είναι το σπουδαιότερο- έζησαν μαζί, συγχρωτίστηκαν, δημιούργησαν κοινούς πολιτισμούς, κοινές πολιτισμικές εκφράσεις, αγαπήθηκαν, ωρίμασαν μαζί, υπήρξαν γείτονες, έκαναν κοινά όνειρα, συχνά ερωτεύονταν ο ένας τον άλλο και δημιούργησαν μικτές οικογένειες. Επηρέαζαν ο ένας τον άλλο, βασίζονταν ο ένας τον άλλο. Και από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει κατακτητής και κατακτημένος, νικητής και νικημένος. Αντίθετα, και αυτό το έχουμε δει πάμπολλες φορές να επαναλαμβάνεται στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο κατακτημένος και θεωρητικά νικημένος, αν ήταν πιο ισχυρός και πολύπλευρος πολιτισμικά, "κατακτούσε", γοήτευε το νικητή του.
Αυτό έγινε με τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Αυτό έγινε, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο του 7ου έως τα μισά του 8ου αιώνα, με τους Άραβες και τους Βυζαντινούς στις νεοκατακτηθείσες επαρχίες της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης. Οι Άραβες κράτησαν όλη την κρατική δομή των Βυζαντινών, ακόμη και τη γλώσσα, με αποτέλεσμα στη δυναστεία των Ομμεϋαδών η επίσημη γλώσσα του κράτους της Δαμασκού, να είναι τα Ελληνικά. Αυτό έγινε με τους Σελτζούκους στη Μικρά Ασία και στην Περσία (11ος - 13ος αιώνα μ.X.), οι οποίοι λάτρεψαν τους πολιτισμούς που βρήκαν και αφέθηκαν σε έναν γόνιμο συγκρητισμό με το Ελληνικό και το Περσικό στοιχείο.
Επομένως, αναζητούμε και τα στοιχεία που μας ενώνουν με τους άλλους λαούς. Δεν εστιάζουμε μόνο στα αρνητικά του άλλου. Προσπαθούμε να τον κατανοήσουμε, να μας κατανοήσουμε. Βλέπουμε χωρίς φόβο τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις μας και με ειλικρίνεια τα αποβάλλουμε. Παύουμε εμείς πρώτα να λειτουργούμε τραυματικά και, χωρίς διάθεση δικαιολογίας, βλέπουμε τις δυσκολίες και τα βάσανα του άλλου ανθρώπου, του άλλου λαού. Επιστήμη και ειδικότερα στην περίπτωσή μας η επιστήμη της ιστορίας, είναι η αναζήτηση της αλήθειας και υγιής επιστήμονας είναι εκείνος που αφοσιώνεται σε αυτό το ταξίδι, κατ' αρχάς, για λόγους προσωπικής ανάγκης-εξέλιξης και στη συνέχεια από διάθεση να υπηρετήσει με εντιμότητα τους συνανθρώπους του.
Όταν δημιουργήθηκαν τα πρώτα Τουρκικά κράτη - Εμιράτα - Σουλτανάτα στη Μικρά Ασία, οι Χριστιανοί αγρότες των περιοχών αυτών, απογοητευμένοι από την εξαθλίωση και την παρακμή στην οποία τους είχε καταδικάσει το παραλυμένο από αιώνες Βυζαντινό κράτος, σε αρκετές περιπτώσεις αποδέχτηκαν ασμένως τους Τούρκους ή και τους χαιρέτησαν ως απελευθερωτές. Πράγματι, σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι η τύχη των αγροτών όντως βελτιώθηκε επί Σελτζούκων και Οθωμανών, από τα τέλη του 13ου αιώνα και εξής. H αναρχία κι ο τρόμος που επικρατούσαν στην ύπαιθρο, έδωσαν τη θέση τους στην ειρήνη και την ησυχία.
Στη θέση των πρώην απόντων γαιοκτημόνων βρέθηκε μία νέα τάξη μικροκτηματιών, η οποία, όπως ήταν φυσικό, ταύτισε την ευμάρειά της με την Τουρκική εξουσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκική εξάπλωση ήταν στρωμένη πάντα με ροδοπέταλα. Αλλά έγιναν και αυτά και δεν χρειάζεται να απομονώνουμε μόνο στα αρνητικά. Για παράδειγμα, οι Χριστιανοί της εποχής εκείνης θα πρέπει να εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα από τις δερβισικές αδελφότητες, όπως οι άχηδες και οι μπεκτασήδες. Σε αντίθεση με τον 19ο αιώνα, οπότε οι αντιμαχόμενες εθνικές εγέρσεις φανάτισαν εξίσου Μουσουλμάνους κι Έλληνες.
Οι διαφορές ανάμεσα στις αντίπαλες θρησκείες εκείνο τον καιρό, ήταν εντυπωσιακά θολές στο μυαλό των ανθρώπων, όπως ισχυρίζεται ο καθηγητής Λ. Σταυριανός. H δερβισική αδελφότητα των μπεκτασήδων, για παράδειγμα, επηρεαζόταν ελάχιστα από τις διαφορές στα δόγματα και τις τελετουργικές πρακτικές και στόχευε στη συμφιλίωση Χριστιανισμού και Ισλαμισμού. Θα μπορούσε να υποθέσει, λοιπόν, κάποιος ότι πολλοί Χριστιανοί εκείνης της εποχής πίστευαν ότι η αποστασία θα μπορούσε να αποβεί πρόσφορη, καθώς θα απαιτούνταν μόνο μία ελάχιστη προσαρμογή των πιστεύω και των πρακτικών τους ή δεν χρειαζόταν καμία αποστασία και αλλαγή θρησκεύματος, καθώς το οικουμενικό και ανεξίθρησκο πνεύμα που διέπνεε αυτές τις αδελφότητες δεν τις οδηγούσε στον προσηλυτισμό.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποιες φορές, ίσως και αρκετές, αυτό δεν συνέβη. Έχουμε πάμπολλα παραδείγματα μελών δερβισικών σχολών που παρέμειναν Χριστιανοί, Εβραίοι και έφθασαν να γίνουν ακόμη και σεΐχηδες, δηλαδή, επικεφαλής τους και δάσκαλοι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του μεγάλου συνθέτη Βυζαντινής μουσικής, του Πέτρου Πελοποννήσιου ή Λαμπαδάριου κατά τον 18ο αιώνα. Σ' αυτή την τεράστια Αυτοκρατορία ζούσαν λαοί διαφόρων εθνοτικών προελεύσεων και θρησκευτικών πεποιθήσεων, ενώ δεν έλειψαν και εκείνοι, κυρίως Εβραίοι, που μετανάστευσαν μαζικά (περί τους 100.000) στα εδάφη που εξουσίαζε ο σουλτάνος (κυρίως μετά την απέλασή τους από την Ισπανία), επειδή εκεί συναντούσαν έναν βαθμό θρησκευτικής ανοχής που ήταν άγνωστος κι αδιανόητος στη Χριστιανική Ευρώπη της εποχής εκείνης.
Θα μπορούσαμε χωρίς υπερβολή να πούμε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία διακρινόταν για έναν πρωτοφανή βαθμό θρησκευτικής ελευθερίας, την ίδια στιγμή που σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη καθολικοί και διαμαρτυρόμενοι αλληλοσκοτώνονταν και οι Εβραίοι διώκονταν από το ένα Χριστιανικό κράτος στο άλλο. Αντιθέτως, οι υπήκοοι του σουλτάνου ήταν ελεύθεροι να λατρεύουν το θεό τους όπως ήθελαν, και με συγκριτικά ελάχιστες συνέπειες. H Οθωμανική διοίκηση στηριζόταν στα πιο ρωμαλέα και ευφυή παιδιά των Χριστιανικών πληθυσμών, για να προωθήσει και να εδραιώσει το κατακτητικό και οργανωτικό έργο της.
Αυτοί ήταν οι γενίτσαροι, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες και κατά συνέπεια η μελέτη της ιστορίας τους μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως υποκεφάλαιο της Ελληνικής ιστορίας αυτής της περιόδου. Και ίσως "το πλέον ωραιώτερον βασίλειον του κόσμου που εκθειάζεται πανταχόθεν από τους σοφούς της γης", η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλαδή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ρήγας Φεραίος στις πρώτες παραγράφους του περίφημου Συντάγματός του, όφειλε τη μεγαλοσύνη της και τη φήμη της ακριβώς στο ότι όχι μόνο σεβάστηκε, αλλά και γόνιμα ενσωμάτωσε τα ποικίλα έθνη και λαούς που απάρτιζαν την πολυπολιτισμική οντότητά της, τουλάχιστον κατά τους πρώτους αιώνες.
Αντίθετα, όταν σταδιακά άρχισε να καταπιέζει με τυραννικό τρόπο τους λαούς της λόγω διαφορετικής φυλετικής ή θρησκευτικής προέλευσης, τότε επήλθε η παρακμή, μετατράπηκε σε Τουρκοκρατία, με ό,τι αρνητικό φορτίο κουβαλάει ο όρος και γι' αυτό ακόμη και ο Ρήγας, στη συνέχεια του Συντάγματός του, ομιλεί για διεφθαρμένο σουλτάνο και κακοδιοίκηση, από την οποία η μόνη λύση ήταν, κατά τη γνώμη του, η δημιουργία μίας Βαλκανικής Συνομοσπονδίας όλων των λαών των Βαλκανίων, μηδέ των Τούρκων εξαιρουμένων, και με βάση τις αρχές του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Από το πλήθος των παρανοήσεων που σχετίζονται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η πιο συνηθισμένη αφορά στον πολιτισμό της, καθώς επικρατεί η πεποίθηση ότι η αυτοκρατορία μπορεί να ήταν μεγάλη και ισχυρή, αλλά ήταν υπανάπτυκτη και βάρβαρη. Κι, όμως, μία πιο προσεκτική ματιά θα μας οδηγούσε σε άλλα συμπεράσματα. O Οθωμανικός πολιτισμός ήταν ένας εκλεπτυσμένος και πολύ ανεπτυγμένος πολιτισμός, που απλώς, όπως και άλλοι πολιτισμοί της Ανατολής, δεν έδειξε να επιθυμεί να συμβαδίσει με τη δυναμική Δύση, η οποία μεταλλασσόταν από την Αναγέννηση, τις ανακαλύψεις, τη βιομηχανική και επιστημονική επανάσταση και τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό.
O Οθωμανικός πολιτισμός κατ' αρχάς, δεν ήταν προϊόν μόνο των Τούρκων, αφού η Τουρκική συμμετοχή δεν ήταν τόσο κυρίαρχη. O Τουρκικός λαός ήταν μία μειονότητα μέσα στην Αυτοκρατορία του και προσανατολιζόταν περισσότερο προς τους πολέμους και τις κατακτήσεις. Σ' αυτή την τεράστια Αυτοκρατορία ζούσαν και δραστηριοποιούνταν λαοί, όπως οι Τάταροι, οι Άραβες, ο Κούρδοι, οι Τουρκομάνοι, οι Μπερμπερίνοι κι ο Μαμελούκοι, που ανήκαν στο Ισλάμ, και υπήρχαν οι Βόσνιοι, οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι, που ασπάστηκαν την πίστη του κατακτητή τους.
Ενώ ο υπόλοιπες εθνοτικές ομάδες -Έλληνες, Ούγγροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αρμένιοι, Γεωργιανοί κι Αιγύπτιοι κόπτες- ανήκαν σε διάφορες Χριστιανικές Εκκλησίες, από τις οποίες η σημαντικότερη ήταν η ορθόδοξη. Όλοι αυτοί οι λαοί, με προεξάρχοντες τους Έλληνες, τους Σύριους, τους Αιγυπτίους και, φυσικά, τους Τούρκους, συνεισέφεραν στη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού, που εύστοχα μπορεί να χαρακτηριστεί "Οθωμανικός". Χαρακτηριστική είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση του πιο διάσημου αρχιτέκτονα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του Μεϊμάρ (Μιμάρ) Σινάν, ο οποίος γεννήθηκε το 1589 σε ένα χωριό κοντά στην Καισάρεια από Έλληνες Χριστιανούς γονείς, ο οποίος μπήκε στο τάγμα των γενιτσάρων κατόπιν παιδομαζώματος.
Σε κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας άφησε μνημειώδη έργα, γι' αυτό έγινε παγκοσμίως γνωστός ως ο "Τούρκος Μιχαήλ Άγγελος", καθώς το ύφος του ήταν σαφώς Οθωμανικό, όπως και η γενικότερη εκπαίδευσή του. Επομένως, δεν ήταν ένας Τούρκος, ούτε ένας Έλληνας αρχιτέκτονας, ήταν Οθωμανός. Σημειωτέον ότι ο Σινάν, έως το τέλος της ζωής του, μακάριζε την ευκαιρία που του δόθηκε να πάρει την παιδεία των γενιτσάρων, η οποία του επέτρεψε να αναρριχηθεί πολύ γρήγορα, φυσικά, χάρη και στο θεϊκό ταλέντο του. Ουσιαστικά, οι λαοί που απάρτιζαν την Οθωμανική αυτοκρατορία, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους και να αναδυθούν στο διάβα του χρόνου ως ανεξάρτητοι λαοί και κράτη.
Ίσως η σημαντικότερη αιτία πίσω από αυτό το φαινόμενο ήταν η χαλαρή δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία παρέμεινε ένα συνονθύλευμα λαών και θρησκειών, καθώς οι υποτελείς λαοί είχαν το δικαίωμα να διατηρούν τους θεσμούς και τους πολιτισμούς, εφόσον πλήρωναν τους φόρους τους στο σουλτάνο. H μελέτη της ιστορίας των γενιτσάρων, λοιπόν και της θέσης τους στην Οθωμανική κοινωνία έχει ενδιαφέρον, ιδιαίτερα για τους λαούς των Βαλκανίων, που ουσιαστικά τροφοδότησαν το συγκεκριμένο σώμα.
Ο ΠΕΛΕΚΥΣ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ
Από τον 15o αιώνα και επί εκατοντάδες χρόνια οι γενίτσαροι αποτελούσαν τη μάστιγα της Ευρώπης. Στρατολογημένο από όλες τις Χριστιανικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το επίλεκτο αυτό σώμα φαινόταν ανίκητο με τις φανταχτερές στολές, τα μουσκέτα, τη στρατιωτική μουσική και τις πειθαρχημένες πορείες του. Συνδυάζοντας μαχητική ικανότητα και πολιτικό αριβισμό κατάφερε να τρομοκρατήσει τους πάντες, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του σουλτάνου. Από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν στη Μικρά Ασία οι νομάδες Σελτζούκοι, η φήμη των Τούρκων μαχητών για το πείσμα με το οποίο αμύνονταν και την ορμητικότητα με την οποία επιτίθεντο τους συνόδευσε επί αιώνες, τουλάχιστον μέχρι την κατάρρευση της κραταιάς Αυτοκρατορίας τους που κράτησε υπόδουλους δεκάδες λαούς της ανατολικής Μεσογείου μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα...
Το παράδοξο είναι ότι από όλα τα στρατιωτικά τμήματα που υπηρέτησαν κατά καιρούς κάτω από τα λάβαρα με την ημισέληνο το πλέον επίφοβο και επίλεκτο σώμα δεν ήταν Τουρκικό. Αποτελείτο από στρατολογημένους διά της βίας Χριστιανούς. Αυτοί ήταν οι διαβόητοι γενίτσαροι, που στο ζενίθ της δόξας και της ισχύος τους συνδύαζαν τις πολεμικές αρετές της Παλαιάς Φρουράς του Ναπολέοντα με τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό της Ρωμαϊκής Πραιτωριανής Φρουράς. Το Σώμα των Γενιτσάρων αποδείχθηκε ιδιαίτερα μακρόβιο, φθάνοντας σχεδόν τους πέντε αιώνες ζωής, κατά τη διάρκεια των οποίων απετέλεσε κυριολεκτικά τον "τρομοκράτη" των Χριστιανικών εθνών της Ευρώπης.
Η δημιουργία των γενιτσάρων δεν προέκυψε από τυχαία συμβάντα, αλλά από καλά υπολογισμένες επιλογές της Οθωμανικής κυβέρνησης με τις οποίες προσπάθησε από νωρίς να επιβάλει τον απόλυτο έλεγχό της στην τεράστια και πολύγλωσση Αυτοκρατορία της, στην οποία περιλαμβάνονταν Έλληνες, Σύροι, Αιγύπτιοι, Αρμένιοι, Σλάβοι, Ούγγροι, Αλγερινοί, Κούρδοι, Τάταροι, Τυνήσιοι, Μογγόλοι και δεκάδες μικρότερες εθνικές και φυλετικές ομάδες. Ο όρος γενίτσαρος προέρχεται από την ελαφρά αλλοίωση των Τουρκικών λέξεων "γιενί τσερί", που σημαίνουν "νέος στρατός". Σύμφωνα με τις παραδόσεις ο αρχικός σχηματισμός του γενιτσαρικού σώματος έγινε από τον Οθωμανό ηγεμόνα Ορχάν Γαζί.
Ο οποίος κυβέρνησε κατά την περίοδο 1326 - 1360, δεύτερος κατά σειρά στο "δέντρο" των σουλτάνων έπειτα από τον θρυλικό Οσμάν Α' ο οποίος και έδωσε το όνομά του στους Οθωμανούς. Ο Ορχάν, δεινός πολεμιστής και ο ίδιος, συνέλαβε την ιδέα της συγκρότησης μίας προσωπικής σωματοφυλακής του που θα απαρτιζόταν από εξισλαμισθέντες ρωμαλέους αιχμαλώτους πολέμου, από σκλάβους και από νεαρούς πολεμιστές. Κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα αυτός ο αρχικός πυρήνας εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο επίλεκτο σώμα πεζικού υποστηριζόμενο από πολλά βοηθητικά τμήματα, του οποίου η στελέχωση γινόταν αποκλειστικά με τη στρατολόγηση νεαρών Χριστιανών από ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια και ιδιαίτερα από τα Βαλκάνια.
Κατά την περίοδο της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν ο σουλτάνος είχε πάψει πλέον να συμμετέχει προσωπικά στις μάχες πολεμώντας στην πρώτη γραμμή και αρκείτο να ασκεί τη διακυβέρνηση του κράτους του (του μεγαλύτερου σε έκταση στη Μεσόγειο από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) από τα πολυτελή παλάτια (σαράι) της Κωνσταντινούπολης, το Σώμα των Γενιτσάρων αποτελούσε έναν στρατιωτικό νεωτερισμό που προηγήθηκε χρονικά τουλάχιστον κατά τρεις αιώνες του "Στρατού Νέου Υποδείγματος" του Κρόμγουελ. Οι γενίτσαροι φορούσαν ομοιόμορφες φανταχτερές στολές πολύ πριν οι Ευρωπαϊκοί στρατοί ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα τον 18ο αιώνα.
Βρίσκονταν σε διαρκή ετοιμότητα και πληρώνονταν από τον σουλτάνο. Το επίπεδο πειθαρχίας τους ήταν επίσης κατά πολύ ανώτερο σε σύγκριση με εκείνο των αντιπάλων τους και η έμφαση που έδιναν στον ψυχολογικό πόλεμο τους έδινε ένα σαφές πλεονέκτημα κατά τη μάχη. Μία γεύση της υπερηφάνειας των Οθωμανών σουλτάνων για τους γενίτσαρους δίνει η θαρραλέα (αλλά όπως αποδείχθηκε εσφαλμένη) απάντηση του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α' προς τον Μογγόλο κατακτητή Ταμερλάνο το 1400, η οποία ανέφερε μεταξύ άλλων: "Τα στρατεύματά σου είναι αναρίθμητα αλλά δεν πειράζει. Τι είναι άλλωστε τα βέλη των Τατάρων σου απέναντι στα γιαταγάνια και τους πελέκεις των γενιτσάρων μου".
Όμως στη μάχη της Άγκυρας τα 1402 ο στρατός του Βαγιαζήτ κατεσφάγη. Ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε και πέθανε οκτώ χρόνια αργότερα από αποπληξία μέσα στο σιδερένιο κλουβί με το οποίο τον περιέφερε σαν άγριο θηρίο ο Ταμερλάνος στην Αυτοκρατορία του. Ακόμη και μετά τον θάνατο του Βαγιαζήτ και όταν η Ταταρική πλημμυρίδα είχε σταματήσει, το Σώμα των Γενιτσάρων εξακολουθούσε να υπάρχει αλλά και να αυξάνει το κύρος του μέσα στον Μουσουλμανικό κόσμο διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο κατά τα επόμενα 60 χρόνια στην κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η μεγάλη καμπή τόσο για τους γενίτσαρους όσο και για τους Οθωμανούς γενικότερα ήταν βέβαια η άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453.
Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, κατά την τελική έφοδο εναντίον των τειχών της Βασιλεύουσας ηγέτης των επιτιθέμενων ήταν ένας σωματώδης γενίτσαρος με το όνομα Χασάν. Έχοντας αποσπάσει ένα καίριο έρεισμα των εξωτερικών τειχών ο τελευταίος έπεσε μαχόμενος, όμως οι υπόλοιποι γενίτσαροι που ακολουθούσαν άσκησαν τέτοια πίεση στους ολιγάριθμους αμυνόμενους ώστε έκαμψαν τελικά την αντίσταση και ξεχύθηκαν μέσα στην Πόλη κυριεύοντάς την σε λίγες ώρες. Κατά τη διάρκεια των σκληρότατων μαχών που είχαν προηγηθεί στα τείχη της Κωνσταντινούπολης οι αμυνόμενοι εντυπωσιάστηκαν από την αδιαφορία των γενιτσάρων προς τον θάνατο και από την προθυμία με την οποία διακινδύνευαν τη ζωή τους.
Χαρακτηριστικό είναι ότι, για να απομακρύνουν από τον εχθρό τα πτώματα των συντρόφων τους, θυσιάζοντας συχνά δύο ή τρεις άνδρες προκειμένου να μεταφέρουν στα μετόπισθεν έναν νεκρό τους. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Τουρκικών στιφών και θα αποτελούσε κατά τους επόμενους αιώνες το κέντρο διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε περιόδους ειρήνης οι γενίτσαροι υπηρετούσαν ως φρουροί των ανακτόρων του σουλτάνου και των κατοικιών του μεγάλου βεζίρη και άλλων υψηλόβαθμων κρατικών λειτουργών, εκτελούσαν δε και χρέη δημοτικής αστυνομίας και πολιτοφυλάκων.
Όταν εκστράτευαν παρουσίαζαν ένα εκπληκτικό θέαμα προχωρώντας με πειθαρχημένο βηματισμό υπό τους ήχους της δικής τους στρατιωτικής μουσικής (μεχτέρ) και κραυγάζοντας "Κερίμ Αλλάχ, Ραχίμ Αλλάχ" ("Γενναιόδωρε Θεέ, Ελεήμονα Θεέ"). Ο χαρακτηριστικός ήχος της στρατιωτικής μουσικής τους παραγόταν με τη βοήθεια αυλών από καλάμια, σαλπίγγων, τυμπάνων και κυμβάλων. Η εκπαίδευση και ο εξοπλισμός τους ήταν αρκετά ανώτερα από τα τυπικά Ευρωπαϊκά επίπεδα της εποχής. Αν και άρχισαν την πορεία τους ως δεινοί τοξότες και ακοντιστές, οι γενίτσαροι ενστερνίστηκαν γρήγορα τη χρήση της πυρίτιδας, σε αντίθεση με τους ευγενείς έφιππους "σπαχήδες" (τους ιππότες του τακτικού Τουρκικού στρατού).
Οι οποίοι σπαχήδες απεχθάνονταν τα πυροβόλα όπλα επειδή λέρωναν τις κομψές στολές τους. Ο Γάλλος περιηγητής ντε Νικολάι σημείωσε το 1551 ότι κάθε πεζός γενίτσαρος ήταν οπλισμένος με ένα γιαταγάνι και ένα μικρό στιλέτο περασμένο στη ζώνη του, χρησιμοποιούσε δε και ένα μακρύκαννο αρκεβούζιο το οποίο έδειχνε ότι γνώριζε να χειρίζεται πολύ καλά. Ψηλόκορμοι και αθλητικοί, οι γενίτσαροι φρόντιζαν να τονίζουν το ύψος τους φορώντας το διακριτικό καπέλο του Σώματός τους, το ζάρκολα, που τους έκανε να φαίνονται ακόμη πιο επιβλητικοί, καθώς και κόκκινα παντελόνια (σαλβάρ).
Ο ντε Νικολάι παρατήρησε επίσης ότι οι γενίτσαροι κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να δείχνουν ακόμη πιο άγριοι από όσο ήταν "αφήνοντας τα μουστάκια τους να αναπτυχθούν σε μεγάλο βαθμό ώστε να γίνουν μακριά και πυκνά", μόδα που υιοθέτησαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα και οι επίλεκτοι γρεναδιέροι των Ευρωπαϊκών στρατών. Μια άλλη εκκεντρικότητα των γενιτσάρων ήταν και ο συσχετισμός αρκετών στρατιωτικών όρων τους με όρους της μαγειρικής. Έτσι ο διοικητής τους (αγάς) αποκαλείτο και τσορμπατζίμπασι ("επικεφαλής σερβιτόρος σούπας"), ο υποδιοικητής τους ατεστζίμπασι ("αρχιμάγειρος"), οι διοικητές των λόχων τσορμπατζί ("μάγειρος σούπας"). Αυτοί είχαν μάλιστα ως έμβλημά τους μία κουτάλα.
Οι υπολοχαγοί καλούντο και αστζίμπασι ("μάγειρος"), οι αμέσως κατώτεροι αξιωματικοί σακάμπασι («αρχινεροκουβαλητές») και ούτω καθεξής μέχρι το επίπεδο του λοχία και του δεκανέα. Τα μαγειρικά σκεύη μέσα στα οποία κάθε γενιτσαρική ορτά παρασκεύαζε τα γεύματά της είχαν την ίδια αξία με εκείνη των λαβάρων και η απώλειά τους κατά τη μάχη θεωρείτο μεγάλο όνειδος για τη μονάδα. Οι παραπάνω ονομασίες δεν ήταν τυχαίες. Μεγάλο μέρος του ημερήσιου χρόνου εργασίας των κατώτερων αξιωματικών αλλά και της κορυφής της ιεραρχίας των γενιτσάρων αφιερωνόταν στη φροντίδα για την όσο το δυνατόν καλύτερη διατροφή των πολεμιστών.
Οι γενίτσαροι δεν κατανάλωναν ποτέ ξηρή τροφή και μπισκότα όπως οι Ευρωπαίοι στρατιώτες της εποχής. Είχαν την πολυτέλεια να τρώνε καθημερινά φρέσκο ψωμί και ζεστό, μαγειρεμένο φαγητό το οποίο περιελάμβανε αρκετές ποσότητες αρνίσιου κρέατος, ρυζιού και βουτύρου.
Από τον 15o αιώνα και επί εκατοντάδες χρόνια οι γενίτσαροι αποτελούσαν τη μάστιγα της Ευρώπης. Στρατολογημένο από όλες τις Χριστιανικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το επίλεκτο αυτό σώμα φαινόταν ανίκητο με τις φανταχτερές στολές, τα μουσκέτα, τη στρατιωτική μουσική και τις πειθαρχημένες πορείες του. Συνδυάζοντας μαχητική ικανότητα και πολιτικό αριβισμό κατάφερε να τρομοκρατήσει τους πάντες, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του σουλτάνου. Από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν στη Μικρά Ασία οι νομάδες Σελτζούκοι, η φήμη των Τούρκων μαχητών για το πείσμα με το οποίο αμύνονταν και την ορμητικότητα με την οποία επιτίθεντο τους συνόδευσε επί αιώνες, τουλάχιστον μέχρι την κατάρρευση της κραταιάς Αυτοκρατορίας τους που κράτησε υπόδουλους δεκάδες λαούς της ανατολικής Μεσογείου μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα...
Το παράδοξο είναι ότι από όλα τα στρατιωτικά τμήματα που υπηρέτησαν κατά καιρούς κάτω από τα λάβαρα με την ημισέληνο το πλέον επίφοβο και επίλεκτο σώμα δεν ήταν Τουρκικό. Αποτελείτο από στρατολογημένους διά της βίας Χριστιανούς. Αυτοί ήταν οι διαβόητοι γενίτσαροι, που στο ζενίθ της δόξας και της ισχύος τους συνδύαζαν τις πολεμικές αρετές της Παλαιάς Φρουράς του Ναπολέοντα με τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό της Ρωμαϊκής Πραιτωριανής Φρουράς. Το Σώμα των Γενιτσάρων αποδείχθηκε ιδιαίτερα μακρόβιο, φθάνοντας σχεδόν τους πέντε αιώνες ζωής, κατά τη διάρκεια των οποίων απετέλεσε κυριολεκτικά τον "τρομοκράτη" των Χριστιανικών εθνών της Ευρώπης.
Η δημιουργία των γενιτσάρων δεν προέκυψε από τυχαία συμβάντα, αλλά από καλά υπολογισμένες επιλογές της Οθωμανικής κυβέρνησης με τις οποίες προσπάθησε από νωρίς να επιβάλει τον απόλυτο έλεγχό της στην τεράστια και πολύγλωσση Αυτοκρατορία της, στην οποία περιλαμβάνονταν Έλληνες, Σύροι, Αιγύπτιοι, Αρμένιοι, Σλάβοι, Ούγγροι, Αλγερινοί, Κούρδοι, Τάταροι, Τυνήσιοι, Μογγόλοι και δεκάδες μικρότερες εθνικές και φυλετικές ομάδες. Ο όρος γενίτσαρος προέρχεται από την ελαφρά αλλοίωση των Τουρκικών λέξεων "γιενί τσερί", που σημαίνουν "νέος στρατός". Σύμφωνα με τις παραδόσεις ο αρχικός σχηματισμός του γενιτσαρικού σώματος έγινε από τον Οθωμανό ηγεμόνα Ορχάν Γαζί.
Ο οποίος κυβέρνησε κατά την περίοδο 1326 - 1360, δεύτερος κατά σειρά στο "δέντρο" των σουλτάνων έπειτα από τον θρυλικό Οσμάν Α' ο οποίος και έδωσε το όνομά του στους Οθωμανούς. Ο Ορχάν, δεινός πολεμιστής και ο ίδιος, συνέλαβε την ιδέα της συγκρότησης μίας προσωπικής σωματοφυλακής του που θα απαρτιζόταν από εξισλαμισθέντες ρωμαλέους αιχμαλώτους πολέμου, από σκλάβους και από νεαρούς πολεμιστές. Κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα αυτός ο αρχικός πυρήνας εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο επίλεκτο σώμα πεζικού υποστηριζόμενο από πολλά βοηθητικά τμήματα, του οποίου η στελέχωση γινόταν αποκλειστικά με τη στρατολόγηση νεαρών Χριστιανών από ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια και ιδιαίτερα από τα Βαλκάνια.
Κατά την περίοδο της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν ο σουλτάνος είχε πάψει πλέον να συμμετέχει προσωπικά στις μάχες πολεμώντας στην πρώτη γραμμή και αρκείτο να ασκεί τη διακυβέρνηση του κράτους του (του μεγαλύτερου σε έκταση στη Μεσόγειο από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) από τα πολυτελή παλάτια (σαράι) της Κωνσταντινούπολης, το Σώμα των Γενιτσάρων αποτελούσε έναν στρατιωτικό νεωτερισμό που προηγήθηκε χρονικά τουλάχιστον κατά τρεις αιώνες του "Στρατού Νέου Υποδείγματος" του Κρόμγουελ. Οι γενίτσαροι φορούσαν ομοιόμορφες φανταχτερές στολές πολύ πριν οι Ευρωπαϊκοί στρατοί ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα τον 18ο αιώνα.
Βρίσκονταν σε διαρκή ετοιμότητα και πληρώνονταν από τον σουλτάνο. Το επίπεδο πειθαρχίας τους ήταν επίσης κατά πολύ ανώτερο σε σύγκριση με εκείνο των αντιπάλων τους και η έμφαση που έδιναν στον ψυχολογικό πόλεμο τους έδινε ένα σαφές πλεονέκτημα κατά τη μάχη. Μία γεύση της υπερηφάνειας των Οθωμανών σουλτάνων για τους γενίτσαρους δίνει η θαρραλέα (αλλά όπως αποδείχθηκε εσφαλμένη) απάντηση του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α' προς τον Μογγόλο κατακτητή Ταμερλάνο το 1400, η οποία ανέφερε μεταξύ άλλων: "Τα στρατεύματά σου είναι αναρίθμητα αλλά δεν πειράζει. Τι είναι άλλωστε τα βέλη των Τατάρων σου απέναντι στα γιαταγάνια και τους πελέκεις των γενιτσάρων μου".
Όμως στη μάχη της Άγκυρας τα 1402 ο στρατός του Βαγιαζήτ κατεσφάγη. Ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε και πέθανε οκτώ χρόνια αργότερα από αποπληξία μέσα στο σιδερένιο κλουβί με το οποίο τον περιέφερε σαν άγριο θηρίο ο Ταμερλάνος στην Αυτοκρατορία του. Ακόμη και μετά τον θάνατο του Βαγιαζήτ και όταν η Ταταρική πλημμυρίδα είχε σταματήσει, το Σώμα των Γενιτσάρων εξακολουθούσε να υπάρχει αλλά και να αυξάνει το κύρος του μέσα στον Μουσουλμανικό κόσμο διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο κατά τα επόμενα 60 χρόνια στην κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η μεγάλη καμπή τόσο για τους γενίτσαρους όσο και για τους Οθωμανούς γενικότερα ήταν βέβαια η άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453.
Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, κατά την τελική έφοδο εναντίον των τειχών της Βασιλεύουσας ηγέτης των επιτιθέμενων ήταν ένας σωματώδης γενίτσαρος με το όνομα Χασάν. Έχοντας αποσπάσει ένα καίριο έρεισμα των εξωτερικών τειχών ο τελευταίος έπεσε μαχόμενος, όμως οι υπόλοιποι γενίτσαροι που ακολουθούσαν άσκησαν τέτοια πίεση στους ολιγάριθμους αμυνόμενους ώστε έκαμψαν τελικά την αντίσταση και ξεχύθηκαν μέσα στην Πόλη κυριεύοντάς την σε λίγες ώρες. Κατά τη διάρκεια των σκληρότατων μαχών που είχαν προηγηθεί στα τείχη της Κωνσταντινούπολης οι αμυνόμενοι εντυπωσιάστηκαν από την αδιαφορία των γενιτσάρων προς τον θάνατο και από την προθυμία με την οποία διακινδύνευαν τη ζωή τους.
Χαρακτηριστικό είναι ότι, για να απομακρύνουν από τον εχθρό τα πτώματα των συντρόφων τους, θυσιάζοντας συχνά δύο ή τρεις άνδρες προκειμένου να μεταφέρουν στα μετόπισθεν έναν νεκρό τους. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Τουρκικών στιφών και θα αποτελούσε κατά τους επόμενους αιώνες το κέντρο διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε περιόδους ειρήνης οι γενίτσαροι υπηρετούσαν ως φρουροί των ανακτόρων του σουλτάνου και των κατοικιών του μεγάλου βεζίρη και άλλων υψηλόβαθμων κρατικών λειτουργών, εκτελούσαν δε και χρέη δημοτικής αστυνομίας και πολιτοφυλάκων.
Όταν εκστράτευαν παρουσίαζαν ένα εκπληκτικό θέαμα προχωρώντας με πειθαρχημένο βηματισμό υπό τους ήχους της δικής τους στρατιωτικής μουσικής (μεχτέρ) και κραυγάζοντας "Κερίμ Αλλάχ, Ραχίμ Αλλάχ" ("Γενναιόδωρε Θεέ, Ελεήμονα Θεέ"). Ο χαρακτηριστικός ήχος της στρατιωτικής μουσικής τους παραγόταν με τη βοήθεια αυλών από καλάμια, σαλπίγγων, τυμπάνων και κυμβάλων. Η εκπαίδευση και ο εξοπλισμός τους ήταν αρκετά ανώτερα από τα τυπικά Ευρωπαϊκά επίπεδα της εποχής. Αν και άρχισαν την πορεία τους ως δεινοί τοξότες και ακοντιστές, οι γενίτσαροι ενστερνίστηκαν γρήγορα τη χρήση της πυρίτιδας, σε αντίθεση με τους ευγενείς έφιππους "σπαχήδες" (τους ιππότες του τακτικού Τουρκικού στρατού).
Οι οποίοι σπαχήδες απεχθάνονταν τα πυροβόλα όπλα επειδή λέρωναν τις κομψές στολές τους. Ο Γάλλος περιηγητής ντε Νικολάι σημείωσε το 1551 ότι κάθε πεζός γενίτσαρος ήταν οπλισμένος με ένα γιαταγάνι και ένα μικρό στιλέτο περασμένο στη ζώνη του, χρησιμοποιούσε δε και ένα μακρύκαννο αρκεβούζιο το οποίο έδειχνε ότι γνώριζε να χειρίζεται πολύ καλά. Ψηλόκορμοι και αθλητικοί, οι γενίτσαροι φρόντιζαν να τονίζουν το ύψος τους φορώντας το διακριτικό καπέλο του Σώματός τους, το ζάρκολα, που τους έκανε να φαίνονται ακόμη πιο επιβλητικοί, καθώς και κόκκινα παντελόνια (σαλβάρ).
Ο ντε Νικολάι παρατήρησε επίσης ότι οι γενίτσαροι κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να δείχνουν ακόμη πιο άγριοι από όσο ήταν "αφήνοντας τα μουστάκια τους να αναπτυχθούν σε μεγάλο βαθμό ώστε να γίνουν μακριά και πυκνά", μόδα που υιοθέτησαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα και οι επίλεκτοι γρεναδιέροι των Ευρωπαϊκών στρατών. Μια άλλη εκκεντρικότητα των γενιτσάρων ήταν και ο συσχετισμός αρκετών στρατιωτικών όρων τους με όρους της μαγειρικής. Έτσι ο διοικητής τους (αγάς) αποκαλείτο και τσορμπατζίμπασι ("επικεφαλής σερβιτόρος σούπας"), ο υποδιοικητής τους ατεστζίμπασι ("αρχιμάγειρος"), οι διοικητές των λόχων τσορμπατζί ("μάγειρος σούπας"). Αυτοί είχαν μάλιστα ως έμβλημά τους μία κουτάλα.
Οι υπολοχαγοί καλούντο και αστζίμπασι ("μάγειρος"), οι αμέσως κατώτεροι αξιωματικοί σακάμπασι («αρχινεροκουβαλητές») και ούτω καθεξής μέχρι το επίπεδο του λοχία και του δεκανέα. Τα μαγειρικά σκεύη μέσα στα οποία κάθε γενιτσαρική ορτά παρασκεύαζε τα γεύματά της είχαν την ίδια αξία με εκείνη των λαβάρων και η απώλειά τους κατά τη μάχη θεωρείτο μεγάλο όνειδος για τη μονάδα. Οι παραπάνω ονομασίες δεν ήταν τυχαίες. Μεγάλο μέρος του ημερήσιου χρόνου εργασίας των κατώτερων αξιωματικών αλλά και της κορυφής της ιεραρχίας των γενιτσάρων αφιερωνόταν στη φροντίδα για την όσο το δυνατόν καλύτερη διατροφή των πολεμιστών.
Οι γενίτσαροι δεν κατανάλωναν ποτέ ξηρή τροφή και μπισκότα όπως οι Ευρωπαίοι στρατιώτες της εποχής. Είχαν την πολυτέλεια να τρώνε καθημερινά φρέσκο ψωμί και ζεστό, μαγειρεμένο φαγητό το οποίο περιελάμβανε αρκετές ποσότητες αρνίσιου κρέατος, ρυζιού και βουτύρου.
ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Στρατολόγηση
Οι γενίτσαροι (yeni çeri, που σημαίνει «νέος στρατός») ανήκαν στους «δούλους της πύλης δηλ. του σουλτάνου» (kapıkulları). Ο θεσμός αυτός, η χρήση δηλαδή βασιλικών σκλάβων στο στρατό και τη διοίκηση, εντάσσεται σε μια μακραίωνη μεσανατολική παράδοση (με καταβολές στο αρχαίο Ιράν, την κεντρική Ασία και τους Σελτζούκους) και εξασφάλιζε θεωρητικά την απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου, που είχε έτσι στη διάθεσή του ένα σώμα αφοσιωμένων και πειθαρχημένων ακολούθων, επάνω στους οποίους είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου. Οι σκλάβοι αυτοί συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή όμηροι από νεοκατακτημένες περιοχές. Επίσης μπορεί να προέρχονταν από σκλαβοπάζαρα, ή, τέλος, από το περιβόητο παιδομάζωμα (devşirme).
Οι πρώτες αναφορές για το παιδομάζωμα χρονολογούνται στα τέλη του 14ου αιώνα, η ακμή του θεσμού τοποθετείται στο 15ο και 16ο αιώνα, ενώ τελευταίες αναφορές γι' αυτό έχουμε στις αρχές του 18ου. Κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ειδικοί αξιωματούχοι από την Κωνσταντινούπολη γύριζαν σε χριστιανικά χωριά των Βαλκανίων, κυρίως της Αλβανίας και της Σερβίας, αλλά και της Μικράς Ασίας, και επέλεγαν αρσενικά παιδιά χριστιανών 8 - 20 ετών. Τα παιδιά αυτά μεταφέρονταν στην πρωτεύουσα και εκεί περνούσαν από μια πρώτη διαδικασία επιλογής: τα εξυπνότερα και ικανότερα ονομάζονταν iç oğlanı και έμεναν στο παλάτι, ενώ τα υπόλοιπα στέλνονταν σε οικογένειες Τούρκων στην ύπαιθρο προκειμένου να μάθουν τη γλώσσα και τους τύπους της θρησκείας.
Λίγα χρόνια μετά εκπαιδεύονταν στη στρατιωτική τέχνη και πειθαρχία (οπότε και ονομάζονταν acemî oğlan) και εντάσσονταν σε επίλεκτα σώματα τυφεκιοφόρων, τους περίφημους καθαυτό γενίτσαρους (yeniçeri), ή και σε άλλα έμμισθα σώματα, όπως τους «οπλουργούς» ή cebeci, τους «πυροβολητές» και κατασκευαστές κανονιών (topçu), τους λογχοφόρους ιππείς ή σπαχήδες (kapukulu süvarileri, sipahişer, οι σπαχήδες αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με το ομώνυμο σώμα τιμαριούχων ιππέων). Τα σώματα αυτά αποτελούσαν τις τρόπον τινά επίλεκτες μονάδες του Οθωμανικού στρατού, ιδίως κατά το 15ο και 16ο αιώνα, οπότε και χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα (το μεγάλο πλεονέκτημα των Οθωμανών) σε αντίθεση με τους λογχοφόρους σπαχήδες.
Από το 17ο αιώνα και μετά και άλλα σώματα (κυρίως μισθοφορικά) χρησιμοποιούν πλέον μουσκέτα, ο ρόλος των γενιτσάρων όμως στον πόλεμο παραμένει σημαντικός, καθώς ουσιαστικά αποτελούν το κύριο σώμα του μόνιμου στρατού της Αυτοκρατορίας. Δεν ήταν όμως μόνο στρατιωτικός ο σκοπός του παιδομαζώματος. Τα παιδιά που επιλέγονταν για υπηρεσία στο παλάτι, τα iç oğlanı, εκπαιδεύονταν στα γράμματα, μάθαιναν γραφή και ανάγνωση, καθώς και διάφορες τέχνες. Ύστερα από δύο ως εφτά χρόνια περνούσαν από μια δεύτερη διαδικασία επιλογής και τέλος έβγαιναν από το παλάτι με διάφορους βαθμούς της στρατιωτικής και διοικητικής ιεραρχίας.
Από τα μέσα του 15ου αιώνα και μετά, όλη η ανώτερη και ανώτατη διοίκηση, του μεγάλου βεζίρη συμπεριλαμβανομένου, αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τέτοιους δούλους του σουλτάνου.
Εκπαίδευση
Ο ι γενίτσαροι συγκεντρώνονταν στην Κωνσταντινούπολη όπου και χωρίζονταν σε ομάδες. Λίγα χρόνια μετά εκπαιδεύονταν στη στρατιωτική τέχνη και πειθαρχία (οπότε και ονομάζονταν «νεοσύλλεκτοι») και εντάσσονταν σε επίλεκτα σώματα τυφεκιοφόρων, τους περίφημους καθ’ αυτό γενίτσαρους, ή και σε άλλα έμμισθα σώματα, όπως τους «οπλουργούς» ή τους «πυροβολητές» και κατασκευαστές κανονιών, τους λογχοφόρους ιππείς ή σπαχήδες (οι σπαχήδες αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με το ομώνυμο σώμα των τιμαριούχων ιππέων). Αυτοί έχαναν τελείως το συναίσθημα της καταγωγής τους και μη έχοντας κοινωνικές σχέσεις (τους απαγορευόταν και ο γάμος), γίνονταν πολεμικές μηχανές.
Θεωρούσαν τον εαυτό τους «δούλο» με αρχηγό τους τον ανώτατο διοικητή τους και πατρίδα τους το θάλαμο του στρατοπέδου τους. Το ιερότατο πράγμα γι' αυτούς ήταν το καζάνι του μαγειρείου τους πάνω στο οποίο έδιναν και τον όρκο του γενίτσαρου. Η αντικατάσταση του παλιού καζανιού από ένα άλλο καινούριο αποτελούσε σημαντικό γεγονός γι' αυτούς και το γιόρταζαν με μεγάλες γιορτές. Συμπερασματικά, οι γενίτσαροι ανήκαν στους «δούλους της πύλης (του σουλτάνου)». (όχι με την έννοια του «δούλου», όπως την εννοούμε σήμερα). Ο θεσμός αυτός, η χρήση δηλαδή «βασιλικών σκλάβων» στο στρατό και τη διοίκηση, εντάσσεται σε μια μακραίωνη μεσανατολική παράδοση (με καταβολές στο αρχαίο Ιράν, την κεντρική Ασία και τους Σελτζούκους Τούρκους).
Εξασφάλιζε θεωρητικά την απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου, που είχε έτσι στη διάθεσή του ένα σώμα αφοσιωμένων και πειθαρχημένων ακολούθων, επάνω στους οποίους είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου γιατί όπως αναφέρθηκε παραπάνω οι «σκλάβοι» αυτοί συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή όμηροι από νεοκατακτημένες περιοχές ή προέρχονταν από σκλαβοπάζαρα, ή, τέλος, από το περιβόητο παιδομάζωμα Γενικός διοικητής όλων των ταγμάτων του Σώματος των Γενιτσάρων ήταν ο «Αγάς των Γενιτσάρων», που ήταν υπεύθυνος για τη στρατολόγηση των νεοσύλλεκτων, την εκπαίδευσή τους, τη συνεχή εκπαίδευση όλων των ταγμάτων, την ασφάλειά κατά τις μετακινήσεις τους, τη στρατιωτική τακτική.
Καθώς και για όλα τα θέματα διοικητικής μέριμνας, (τροφοδοσίας, διανομής λαφύρων, πληρωμών κλπ). «Τιμής ένεκεν» τον τίτλο αυτό έφερε και ο ίδιος ο Σουλτάνος . Οι πληρωμές γίνονταν ανά τρίμηνο στα Ανάκτορα. Παρά ταύτα, ο Σουλτάνος, στους τελευταίους αιώνες, πήγαινε ο ίδιος στη διοίκηση των Γενιτσάρων και λάμβανε από εκεί τον μισθό του ως διοικητού, του 1ου ορτά των γενιτσάρων (Λόχος Ανακτόρων), για ανάπτυξη αφοσίωσης και πίστης των Γενιτσάρων στο πρόσωπό του. Σημειώνεται ότι στους πρώτους αιώνες της δημιουργίας του Σώματος των Γενίτσαρων, οι Σουλτάνοι ηγούνταν αυτών στις πολεμικές επιχειρήσεις. Τα τάγματα του Σώματος των Γενιτσάρων αποτελούσαν, τις επίλεκτες μονάδες του Οθωμανικού στρατού.
Ιδίως κατά το 15ο και 16ο αιώνα και χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα (το μεγάλο πλεονέκτημα των Οθωμανών) σε αντίθεση με τους λογχοφόρους σπαχήδες. Από το 17ο αιώνα και μετά και άλλα σώματα (κυρίως μισθοφορικά) χρησιμοποιούν πλέον μουσκέτα, ο ρόλος των γενιτσάρων παραμένει σημαντικός, καθώς ουσιαστικά αποτελούν το κύριο σώμα του μόνιμου στρατού της Αυτοκρατορίας, γνωστό για τις αγριότητες του και ορθά αποκαλείτο ως «τρομοκράτης» των Χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Παρακμή του Συστήματος Στρατολόγησης
Ήταν τέτοιες οι προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας από την ένταξη στο σώμα των δούλων του σουλτάνου ώστε πολύ σύντομα Μουσουλμανικές οικογένειες άρχισαν παράτυπα να επιδιώκουν, με διάφορους τρόπους, την ένταξη των παιδιών τους στην κατηγορία αυτή. Για το λόγο αυτό άλλωστε οι Μουσουλμάνοι της Βοσνίας κατέκτησαν από νωρίς το δικαίωμα να συμμετέχουν στο παιδομάζωμα όπως και οι Χριστιανοί. Είναι κοινός τόπος σε όλα τα συμβουλευτικά κείμενα, τα οποία διεκτραγωδούν την κατάσταση της Αυτοκρατορίας και προτείνουν μέτρα για την επάνοδο στην παλαιότερη ακμή, η έμφαση στην παρακμή του σώματος των γενιτσάρων.
Συχνά αναφέρεται η καταστρατήγηση των κανόνων που από παλιά ρύθμιζαν την οργάνωση και την ιεραρχία τους (απαγόρευση γάμου ή ενασχόλησης με άλλες δραστηριότητες), κυρίως όμως στηλιτεύεται η χωρίς λόγο υπέρμετρη αύξηση του αριθμού τους. Ορισμένοι αριθμοί που δίνονται είναι χαρακτηριστικοί. Σύμφωνα με τον σπουδαίο λόγιο Χεζαρφέν Χουσεΐν Εφέντη, το σύνολο των στρατιωτών που μισθοδοτούνταν από το κρατικό ταμείο εκτινάχτηκε από 48.000 περίπου επί Σουλεϊμάν Α' σε 100.000 στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Κατά τη βασιλεία του Μουράτ Δ' (1623 - 1640) ο αριθμός τους μειώθηκε σχεδόν στο μισό (59.000), για να φτάσει πάλι στις 95.000 το 1670.
Για να κατανοήσουμε τα αίτια αυτής της αλματώδους αύξησης αρκεί να αναλογιστούμε τη μείωση του αριθμού των νεοσυλλέκτων (acem oğlanı) από 7.745 το 1568 σε 4.372 το 1670, ενώ αντίστοιχα ο αριθμός των γενιτσάρων αυξήθηκε από 12.789 σε 53.849. Η αύξηση λοιπόν δεν οφείλεται σε ένταση του παιδομαζώματος, το οποίο άλλωστε φαίνεται να είχε ατονήσει από τις αρχές τουλάχιστον του 17ου αιώνα σε αντίθεση με το ποσοστό των αγορασμένων σκλάβων και των αιχμαλώτων πολέμου, αλλά -όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω- στην εισχώρηση στις τάξεις των γενιτσάρων διαφόρων ξένων στοιχείων, τα οποία δεν προέρχονταν από το παιδομάζωμα αλλά ούτε και από τις άλλες πηγές σκλάβων.
Στα κείμενα της λεγόμενης συμβουλευτικής γραμματείας είναι κοινός τόπος οι αναφορές σε Τσιγγάνους και σε «παιδιά της πόλης» (şehr oğlanları, δηλαδή νεαρούς Μουσουλμάνους από τις κατώτερες τάξεις της Κωνσταντινούπολης), που είχαν παράτυπα ενταχθεί στους γενιτσαρικούς καταλόγους. Οι καταγγελίες αυτές συμπληρώνονται συνήθως με «Τούρκους» (Μουσουλμάνους αγρότες, δηλαδή, από τη Μικρασιατική ύπαιθρο), Λαζούς και άλλες Μουσουλμανικές εθνότητες. Σύμφωνα με τον Κοτσί Μπέη, η αρχή του κακού έγινε όταν διάφορα άτομα τα οποία βοήθησαν στις γιορτές του 1574 συγκρατώντας τα πλήθη με λαδωμένα τουλούμια ζήτησαν και πέτυχαν να εγγραφούν ως γενίτσαροι.
Το 1610 αναφέρεται ότι οι γενίτσαροι μπορούν να γράψουν τους πρωτότοκους γιους τους στους καταλόγους, όχι όμως τους υπόλοιπους απογόνους τους. Στα μέσα πάντως του 17ου αιώνα αναφέρεται ότι οι θαλαμοφύλακες των γενιτσάρων έγραφαν στα κατάστιχα μπακάληδες και χαμάληδες, με συνέπεια τη διαμαρτυρία των νεοσύλλεκτων acemî oğlan. Τόσο εύκολο ήταν να γραφτεί κάποιος γενίτσαρος ώστε, σύμφωνα με ένα μαρτυρολόγιο, την ίδια εποχή ο Αρμένιος Γαβριήλ, ο οποίος μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας το παράδειγμα του μεγαλύτερου αδελφού του εξισλαμίστηκε και γράφτηκε όπως και εκείνος στους γενιτσάρους.
Στη συνέχεια λιποτάκτησε, επανήλθε στην αρχική θρησκεία του και εκτελέστηκε το 1662. Στα τέλη του ίδιου αιώνα πολλοί φέρονται μάλιστα να γράφονται στους καταλόγους των γενιτσάρων χωρίς να πληρώνονται, μόνο και μόνο για να απολαμβάνουν φορολογικές απαλλαγές. Το 1765 ο διαβόητος Φαναριώτης Σταυράκογλου φέρεται μάλιστα, αν και Χριστιανός, να «είναι απ’ τους αλτμής μπες κη αυτός γιανίτζαρης γραμμένος και είναι μέσα ‘ς τον ορτάν πολύ εξακουσμένος, τόσο που ο μποσταντζήμπασης φοβάται να τον εκτελέσει«μήπως οι γιολντάσιδες έλθουν καί τόν επάρουν».
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Αθανάσιος Κομνηνός - Υψηλάντης μπορεί πλέον να γράψει απλώς ότι «ο τίτλος των γιαννιτζάρων εστί κληρονομικός, το περισσότερον μέρος των Τούρκων καταγράφεται εις εν τάγμα γιαννιτζάρων με την εκλογή τους διά να απολαμβάνωσι τα προνόμια».
H ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
Ο ι γενίτσαροι συγκεντρώνονταν στην Κωνσταντινούπολη όπου και χωρίζονταν σε ομάδες. Λίγα χρόνια μετά εκπαιδεύονταν στη στρατιωτική τέχνη και πειθαρχία (οπότε και ονομάζονταν «νεοσύλλεκτοι») και εντάσσονταν σε επίλεκτα σώματα τυφεκιοφόρων, τους περίφημους καθ’ αυτό γενίτσαρους, ή και σε άλλα έμμισθα σώματα, όπως τους «οπλουργούς» ή τους «πυροβολητές» και κατασκευαστές κανονιών, τους λογχοφόρους ιππείς ή σπαχήδες (οι σπαχήδες αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με το ομώνυμο σώμα των τιμαριούχων ιππέων). Αυτοί έχαναν τελείως το συναίσθημα της καταγωγής τους και μη έχοντας κοινωνικές σχέσεις (τους απαγορευόταν και ο γάμος), γίνονταν πολεμικές μηχανές.
Θεωρούσαν τον εαυτό τους «δούλο» με αρχηγό τους τον ανώτατο διοικητή τους και πατρίδα τους το θάλαμο του στρατοπέδου τους. Το ιερότατο πράγμα γι' αυτούς ήταν το καζάνι του μαγειρείου τους πάνω στο οποίο έδιναν και τον όρκο του γενίτσαρου. Η αντικατάσταση του παλιού καζανιού από ένα άλλο καινούριο αποτελούσε σημαντικό γεγονός γι' αυτούς και το γιόρταζαν με μεγάλες γιορτές. Συμπερασματικά, οι γενίτσαροι ανήκαν στους «δούλους της πύλης (του σουλτάνου)». (όχι με την έννοια του «δούλου», όπως την εννοούμε σήμερα). Ο θεσμός αυτός, η χρήση δηλαδή «βασιλικών σκλάβων» στο στρατό και τη διοίκηση, εντάσσεται σε μια μακραίωνη μεσανατολική παράδοση (με καταβολές στο αρχαίο Ιράν, την κεντρική Ασία και τους Σελτζούκους Τούρκους).
Εξασφάλιζε θεωρητικά την απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου, που είχε έτσι στη διάθεσή του ένα σώμα αφοσιωμένων και πειθαρχημένων ακολούθων, επάνω στους οποίους είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου γιατί όπως αναφέρθηκε παραπάνω οι «σκλάβοι» αυτοί συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή όμηροι από νεοκατακτημένες περιοχές ή προέρχονταν από σκλαβοπάζαρα, ή, τέλος, από το περιβόητο παιδομάζωμα Γενικός διοικητής όλων των ταγμάτων του Σώματος των Γενιτσάρων ήταν ο «Αγάς των Γενιτσάρων», που ήταν υπεύθυνος για τη στρατολόγηση των νεοσύλλεκτων, την εκπαίδευσή τους, τη συνεχή εκπαίδευση όλων των ταγμάτων, την ασφάλειά κατά τις μετακινήσεις τους, τη στρατιωτική τακτική.
Καθώς και για όλα τα θέματα διοικητικής μέριμνας, (τροφοδοσίας, διανομής λαφύρων, πληρωμών κλπ). «Τιμής ένεκεν» τον τίτλο αυτό έφερε και ο ίδιος ο Σουλτάνος . Οι πληρωμές γίνονταν ανά τρίμηνο στα Ανάκτορα. Παρά ταύτα, ο Σουλτάνος, στους τελευταίους αιώνες, πήγαινε ο ίδιος στη διοίκηση των Γενιτσάρων και λάμβανε από εκεί τον μισθό του ως διοικητού, του 1ου ορτά των γενιτσάρων (Λόχος Ανακτόρων), για ανάπτυξη αφοσίωσης και πίστης των Γενιτσάρων στο πρόσωπό του. Σημειώνεται ότι στους πρώτους αιώνες της δημιουργίας του Σώματος των Γενίτσαρων, οι Σουλτάνοι ηγούνταν αυτών στις πολεμικές επιχειρήσεις. Τα τάγματα του Σώματος των Γενιτσάρων αποτελούσαν, τις επίλεκτες μονάδες του Οθωμανικού στρατού.
Ιδίως κατά το 15ο και 16ο αιώνα και χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα (το μεγάλο πλεονέκτημα των Οθωμανών) σε αντίθεση με τους λογχοφόρους σπαχήδες. Από το 17ο αιώνα και μετά και άλλα σώματα (κυρίως μισθοφορικά) χρησιμοποιούν πλέον μουσκέτα, ο ρόλος των γενιτσάρων παραμένει σημαντικός, καθώς ουσιαστικά αποτελούν το κύριο σώμα του μόνιμου στρατού της Αυτοκρατορίας, γνωστό για τις αγριότητες του και ορθά αποκαλείτο ως «τρομοκράτης» των Χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Παρακμή του Συστήματος Στρατολόγησης
Ήταν τέτοιες οι προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας από την ένταξη στο σώμα των δούλων του σουλτάνου ώστε πολύ σύντομα Μουσουλμανικές οικογένειες άρχισαν παράτυπα να επιδιώκουν, με διάφορους τρόπους, την ένταξη των παιδιών τους στην κατηγορία αυτή. Για το λόγο αυτό άλλωστε οι Μουσουλμάνοι της Βοσνίας κατέκτησαν από νωρίς το δικαίωμα να συμμετέχουν στο παιδομάζωμα όπως και οι Χριστιανοί. Είναι κοινός τόπος σε όλα τα συμβουλευτικά κείμενα, τα οποία διεκτραγωδούν την κατάσταση της Αυτοκρατορίας και προτείνουν μέτρα για την επάνοδο στην παλαιότερη ακμή, η έμφαση στην παρακμή του σώματος των γενιτσάρων.
Συχνά αναφέρεται η καταστρατήγηση των κανόνων που από παλιά ρύθμιζαν την οργάνωση και την ιεραρχία τους (απαγόρευση γάμου ή ενασχόλησης με άλλες δραστηριότητες), κυρίως όμως στηλιτεύεται η χωρίς λόγο υπέρμετρη αύξηση του αριθμού τους. Ορισμένοι αριθμοί που δίνονται είναι χαρακτηριστικοί. Σύμφωνα με τον σπουδαίο λόγιο Χεζαρφέν Χουσεΐν Εφέντη, το σύνολο των στρατιωτών που μισθοδοτούνταν από το κρατικό ταμείο εκτινάχτηκε από 48.000 περίπου επί Σουλεϊμάν Α' σε 100.000 στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Κατά τη βασιλεία του Μουράτ Δ' (1623 - 1640) ο αριθμός τους μειώθηκε σχεδόν στο μισό (59.000), για να φτάσει πάλι στις 95.000 το 1670.
Για να κατανοήσουμε τα αίτια αυτής της αλματώδους αύξησης αρκεί να αναλογιστούμε τη μείωση του αριθμού των νεοσυλλέκτων (acem oğlanı) από 7.745 το 1568 σε 4.372 το 1670, ενώ αντίστοιχα ο αριθμός των γενιτσάρων αυξήθηκε από 12.789 σε 53.849. Η αύξηση λοιπόν δεν οφείλεται σε ένταση του παιδομαζώματος, το οποίο άλλωστε φαίνεται να είχε ατονήσει από τις αρχές τουλάχιστον του 17ου αιώνα σε αντίθεση με το ποσοστό των αγορασμένων σκλάβων και των αιχμαλώτων πολέμου, αλλά -όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω- στην εισχώρηση στις τάξεις των γενιτσάρων διαφόρων ξένων στοιχείων, τα οποία δεν προέρχονταν από το παιδομάζωμα αλλά ούτε και από τις άλλες πηγές σκλάβων.
Στα κείμενα της λεγόμενης συμβουλευτικής γραμματείας είναι κοινός τόπος οι αναφορές σε Τσιγγάνους και σε «παιδιά της πόλης» (şehr oğlanları, δηλαδή νεαρούς Μουσουλμάνους από τις κατώτερες τάξεις της Κωνσταντινούπολης), που είχαν παράτυπα ενταχθεί στους γενιτσαρικούς καταλόγους. Οι καταγγελίες αυτές συμπληρώνονται συνήθως με «Τούρκους» (Μουσουλμάνους αγρότες, δηλαδή, από τη Μικρασιατική ύπαιθρο), Λαζούς και άλλες Μουσουλμανικές εθνότητες. Σύμφωνα με τον Κοτσί Μπέη, η αρχή του κακού έγινε όταν διάφορα άτομα τα οποία βοήθησαν στις γιορτές του 1574 συγκρατώντας τα πλήθη με λαδωμένα τουλούμια ζήτησαν και πέτυχαν να εγγραφούν ως γενίτσαροι.
Το 1610 αναφέρεται ότι οι γενίτσαροι μπορούν να γράψουν τους πρωτότοκους γιους τους στους καταλόγους, όχι όμως τους υπόλοιπους απογόνους τους. Στα μέσα πάντως του 17ου αιώνα αναφέρεται ότι οι θαλαμοφύλακες των γενιτσάρων έγραφαν στα κατάστιχα μπακάληδες και χαμάληδες, με συνέπεια τη διαμαρτυρία των νεοσύλλεκτων acemî oğlan. Τόσο εύκολο ήταν να γραφτεί κάποιος γενίτσαρος ώστε, σύμφωνα με ένα μαρτυρολόγιο, την ίδια εποχή ο Αρμένιος Γαβριήλ, ο οποίος μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας το παράδειγμα του μεγαλύτερου αδελφού του εξισλαμίστηκε και γράφτηκε όπως και εκείνος στους γενιτσάρους.
Στη συνέχεια λιποτάκτησε, επανήλθε στην αρχική θρησκεία του και εκτελέστηκε το 1662. Στα τέλη του ίδιου αιώνα πολλοί φέρονται μάλιστα να γράφονται στους καταλόγους των γενιτσάρων χωρίς να πληρώνονται, μόνο και μόνο για να απολαμβάνουν φορολογικές απαλλαγές. Το 1765 ο διαβόητος Φαναριώτης Σταυράκογλου φέρεται μάλιστα, αν και Χριστιανός, να «είναι απ’ τους αλτμής μπες κη αυτός γιανίτζαρης γραμμένος και είναι μέσα ‘ς τον ορτάν πολύ εξακουσμένος, τόσο που ο μποσταντζήμπασης φοβάται να τον εκτελέσει«μήπως οι γιολντάσιδες έλθουν καί τόν επάρουν».
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Αθανάσιος Κομνηνός - Υψηλάντης μπορεί πλέον να γράψει απλώς ότι «ο τίτλος των γιαννιτζάρων εστί κληρονομικός, το περισσότερον μέρος των Τούρκων καταγράφεται εις εν τάγμα γιαννιτζάρων με την εκλογή τους διά να απολαμβάνωσι τα προνόμια».
H ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
Ο ''Νέος Στρατός''
Καθώς η διείσδυση των Τούρκων στη M. Ασία και στην Ευρώπη έπαιρνε τη μορφή χιονοστιβάδας, νέα ρεύματα και κοινότητες δημιουργούνταν στις Ισλαμικές περιοχές. Σε αυτά τα ρεύματα βρίσκουμε την απώτερη καταγωγή των γενιτσάρων. Οι αχήδες ή άχηδες (Akhi), δηλαδή ''αδελφοί'' στα Ελληνικά, θεωρούνται από τις παλαιότερες γνωστές Μουσουλμανικές θρησκευτικές αδελφότητες στο Μεσαίωνα, αναβιωτές μίας μυστικιστικής κουλτούρας, της φουτούουα (φουτουβά), που εκφραζόταν με μία προσεκτικά επεξεργασμένη συλλογή Κορανικών ρητών, όπως ''αγάπα τον πλησίον σου πάνω από τον εαυτό σου'', που αποτελεί βελτίωση του χριστιανικού ''αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν''.
Οι αχήδες δημιούργησαν συντεχνίες και ανέπτυξαν εμπορικές και πολιτικές δραστηριότητες στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της Σελτζουκικής και στα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής εποχής (13ος και 14ος αιώνας). Είχαν αναμείξει Ισλαμικές ιδέες με πολλά Ελληνικά στοιχεία και μπορούμε να υποθέσουμε ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αφομοίωση των Χριστιανών αστών της Ανατολής από τον κόσμο του Ισλάμ. Πολλοί Έλληνες και Αρμένιοι που έγιναν μέλη των οργανώσεων αχήδων, διατήρησαν τους δεσμούς τους με το Χριστιανισμό, αλλά με το πέρασμα του χρόνου εξισλαμίστηκαν.
Οι συντεχνίες αυτές ασπάζονταν την ιδέα του φουτουβά (Futuwwa), που βασίζεται σε ορισμένα αρχαία Αραβικά ιδανικά σχετικά με την ιδέα του νέου ανθρώπου (φάτα, πληθ. φιτγιάν) και τις αρετές που έπρεπε να τον διακρίνουν. Μετά τις Αραβικές κατακτήσεις, η Περσική αριστοκρατία υιοθέτησε το πλέγμα αυτών των ιδεών, ενώ οι μυστικιστές των Σούφι το τροποποίησαν και το προσάρμοσαν στη δική τους φιλοσοφική θεωρία, δίνοντας έμφαση κατά κύριο λόγο στον αλτρουισμό ως το υψηλότερο ιδανικό της ανθρώπινης αρετής. Πολλά μαθαίνουμε για τους αχήδες από το Μαροκινό περιηγητή Ιμπν Μπαττούτα (πρώτο μισό 14ου αιώνα).
Που τονίζει τον κυρίαρχο οικονομικό ρόλο τους στην περιοχή ιδιαίτερα της Καραμανίας (νοτιοδυτική Μικρασία), αλλά και από τον επίσημο βιογράφο των Μεβλεβήδων (μεβλεβί) δερβίσηδων, τον Αφλακί, κατά τον οποίο, βάση των δραστηριοτήτων τους υπήρξε το εμπορικό κέντρο της Άγκυρας. Υπάρχουν θεωρίες για την προέλευση και τη σύνδεση των κοινοτήτων των αχήδων με θεσμούς από την αρχαία Ανατολή και κυρίως από τις συντεχνίες της Κτησιφώντος, τις κοινωνίες των αρχαίων Ελληνικών και Περσικών πόλεων ή, τέλος, από τους Βυζαντινούς δήμους και τις φατρίες του ιπποδρόμου. Από τους κόλπους των αχήδων ξεπήδησαν πολλά άλλα τάγματα, όπως εκείνα των μπεκτασήδων, μαλαμήδων και νακσημπεντήδων.
Οι σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις αρχίζουν να αποκαλύπτουν και να σκιαγραφούν μία πραγματικότητα που δεν είναι αυστηρά προσκολλημένη στο Ισλάμ, αλλά στην αρχαιότερη παράδοση και στο παλαιότερο δομικό, πολιτιστικό υπόστρωμα των περιοχών αυτών της Ανατολής. H ιστορία των κοινοτήτων του ''φουτουβά'' πιθανότατα, λοιπόν, προέρχεται από θεσμούς της προϊσλαμικής Εγγύς Ανατολής. O Βυζαντινολόγος A. Σαββίδης εντοπίζει ορισμένα κοινά στοιχεία της τελετής ''φουτουβά'' με τη δυτική φεουδαρχική πράξη της ''περιβολής'' (investitura).
Περιγραφή μίας χαρακτηριστικής τελετής της ''φουτουβά'' εξάλλου, βρίσκουμε στον Αφλακί σχετικά με τη ανακήρυξη του Τουρκομάνου εμίρη του Αϊδινίου σε ''σουλτάνο των γαζήδων'' από το σεΐχη του τάγματος των μεβλεβί δερβίσηδων (τέλη 13ου ή αρχές του 14ου αιώνα): ''Από τα χέρια του σεΐχη πήρε το πολεμικό ρόπαλο, το οποίο ακούμπησε στο κεφάλι του, λέγοντας: -Με αυτό το ρόπαλο θα υποτάξω πρώτα όλα μου τα πάθη και κατόπιν όλους τους εχθρούς της μόνης και ορθής πίστης''. O Wittek διαβλέπει στον όρκο αυτό ότι ο εμίρης είχε αποδεχτεί το συγκεκριμένο σεΐχη ως πνευματικό καθοδηγητή του και αναλάμβανε ορισμένες ηθικές υποχρεώσεις, με την έννοια ότι προτάσσεται η εσωτερική μεταμόρφωση του πολεμιστή και έπεται η εξωτερική διάσταση του έργου του.
Κάτι που συνηγορεί στο ότι αυτή η τελετή χρησιμοποιήθηκε αρχικά στο πλαίσιο μίας ομάδας με πνευματικό προσανατολισμό και εσωτερική/ψυχολογική εργασία και αργότερα απέκτησε πολιτικο-στρατιωτική λειτουργία. Στα χρόνια των Σελτζούκων, από τον 11ο και κυρίως από τον 12ο και 13ο αιώνα, οι κύκλοι των μορφωμένων στις πόλεις της Μικράς Ασίας είχαν υιοθετήσει τις παραδόσεις της Περσικής λογιοσύνης, όπως αυτή εκφραζόταν από τις λυρικές και μυστικιστικές προσεγγίσεις των Σούφι ποιητών. Δεν επρόκειτο για μία αμιγώς ''Περσική'', Τουρκική ή Αραβική σκέψη. Δεν ήταν ξεκάθαρα Μουσουλμανική, Μανιχαϊστική, Ζωροαστρική, Εβραϊκή ή Χριστιανική. Ήταν Σουφική.
Με τον όρο οικουμενικός Σουφισμός (tasawwuf, ειδικό ρηματικό ουσιαστικό που σημαίνει ''να γίνω σοφός''), εννοούμε την παράδοση που επεκτάθηκε την περίοδο του Μεσαίωνα, ήδη πολύ πριν από την έλευση του Ισλάμ, κατά τον 7ο αιώνα, στον Περσικό - Συριακό - Αραβικό κόσμο, συνδυάζοντας και αναπλάθοντας δημιουργικά τα στοιχεία τόσο της Αρχαιοελληνικής και Ελληνιστικής παραγωγής όσο και της Ανατολής, του ερμητισμού, του νεοπλατωνισμού, του γνωστικισμού, του σαμανισμού και, φυσικά, του Χριστιανισμού. Οι ρίζες του οικουμενικού σουφισμού χάνονται στα βάθη των αιώνων.
Ωστόσο, μπορούμε να τις ψηλαφίσουμε στην πρώτη αφύπνιση της μονοθεϊστικής σκέψης που έχει τουλάχιστον καταγραφεί στην επίσημη ιστορία, στο Φαραώ της Αιγύπτου Ακενατόν και τη γυναίκα του, Νεφερτίτη (Ακ(χ)νατόν, Αμένοφις ο Δ', περίπου 1353 - 1335 π.X.) και σε άλλα εξέχοντα πνεύματα της αρχαιότητας που έδρασαν στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Ασία. Παράλληλα, για να επιστρέψουμε στην περίοδο των 11ου - 13ου αιώνα, οι νέοι κάτοικοι της Μικράς Ασίας ήταν όχι μόνο οι Αμπνταλάνι Ρουμ (οι απτάληδες, δηλαδή, σαλοί δερβίσηδες), αλλά και οι Αχηγιάνι Ρουμ (οι άχηδες ή αχήδες και οι ριντ). Οι πρώτοι εκπρόσωποί τους είχαν φτάσει στη Μικρά Ασία κατά τον 11ο αιώνα.
Αναμφίβολα, κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των ομάδων ήταν η πίστη τους στα ιδανικά του Σουφισμού, άλλοτε στην οικουμενική/ανεξίθρησκη και άλλοτε στην αυστηρά προσκολλημένη στο άρμα του Ισλάμ, καθώς από σχολή σε σχολή και από τάγμα σε τάγμα παρατηρούνταν διαφορετικές τοποθετήσεις, κατευθύνσεις, προσανατολισμοί και διαφορετικές ιδεολογικές, ακόμη και αισθητικές συζεύξεις και προτεραιότητες.
Όπως αναφέρει ο Nicholson στο κλασικό πια έργο του ''Οι Μυστικοί των Σούφι'', πολλοί Σούφι θεωρούν ότι ο Σουφισμός είναι η μυστική διδασκαλία μέσα σε όλες τις θρησκείες και προτιμούν να αυτοαποκαλούνται Αλ αλ-Χακ, δηλαδή, οι Οπαδοί της Αλήθειας. Στις καλύτερες στιγμές του (δηλαδή, τις πιο ανοιχτές και οικουμενικές, ανθρωπιστικές) ο Σουφισμός θεωρούσε όλες τις θρησκείες, λιγότερο ή περισσότερο, ''τέλειες σκιές δύναμης από το μεγάλο, κέντρο της Αλήθειας''. O οικουμενικός Σουφισμός, συνεπής στη μονοθεϊστική - ανθρωπιστική οπτική του, καλλιέργησε την ανεξιθρησκία και την ανάγκη συνύπαρξης όλων των λαών, των πολιτισμών και των θρησκειών.
O Spencer Trimingham, συγγραφέας του περιεκτικού έργου ''The Sufi orders in Islam'', υποστηρίζει ότι με τον όρο Σούφι ''μπορούμε να θεωρήσουμε καθέναν που πιστεύει ότι είναι δυνατή η άμεση εμπειρία της επικοινωνίας με το Θεό και ο οποίος προετοιμάζεται για κάτι τέτοιο, προκειμένου να φτάσει σε αυτό το επίπεδο''. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τους Σούφι, ''όλες οι παραδόσεις οδηγούν στη μία και μόνη αλήθεια''. Αν επιχειρούσαμε να απαντήσουμε στο ερώτημα ''ποια ήταν η στάση του σουφισμού απέναντι στο Ισλάμ'', καλό θα ήταν να είχαμε κατά νου, για μία ακόμη φορά, τα λόγια του Nicholson:
''Μία πρόχειρη τοποθέτηση στο θέμα είναι να πούμε ότι πολλοί απ’ αυτούς υπήρξαν καλοί μουσουλμάνοι, πολλοί ελάχιστα Μουσουλμάνοι και ένα τρίτο μέρος, ίσως το πολυπληθέστερο, επιφανειακά Μουσουλμάνοι (Moslems after a fashion). Κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων του Μεσαίωνα, το Ισλάμ ήταν ένας αναπτυσσόμενος οργανισμός και σιγά-σιγά μεταμορφώθηκε κάτω από την επιρροή διαφόρων κινημάτων, ένα από τα οποία ήταν και ο σουφισμός''. Σε τελική ανάλυση, ''ο σουφισμός μπορεί να συμβαδίσει με τον ελεύθερο στοχασμό - ήδη το έχει κάνει'', όπως ισχυρίζεται ο Nicholson, ''αλλά δύσκολα μπορεί να συμβαδίσει με την αίρεση. Αυτό εξηγεί γιατί η τεράστια πλειονότητα των Σούφι είναι, τουλάχιστον κατ’ όνομα, προσκολλημένοι στο καθολικό σώμα της μουσουλμανικής κοινότητας''.
H θεωρία του Σουφισμού εξυψώνει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στη Θέωση (fana fil’llah, η εκμηδένιση μέσα στο Θεό). Στην πορεία αυτή προτάσσεται η αυτογνωσία, το ''γνώθι σαυτόν'' του Σωκράτη, με την έννοια μίας ενδοσκόπησης που θα οδηγήσει στο ''καθρέφτισμα'', την παραδοχή του εγωισμού και της άγνοιας, θα ακολουθήσει το στάδιο του εσωτερικού καθαρμού και της αναζήτησης του θείου σπινθήρα που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο, έως την τελική Ένωση με την Αλήθεια (al-haqq) μέσω του Θείου έρωτα. Για την επίτευξη ενός τέτοιου γιγάντιου έργου, ο μαθητής χρειάζεται τη βοήθεια ενός μυημένου και έμπειρου δασκάλου, ''γέροντα'' (πιρ, σέιχ/σεΐχη, μπάμπα, ντέντε).
Από το 13ο αιώνα, στα χρόνια των Τουρκομανικών εμιράτων, πολλά Δερβισικά τάγματα που είχαν έρθει από την Κεντρική Ασία και την Περσία, κατέκλυσαν τις περιοχές της Συρίας και της Μικράς Ασίας και εντυπωσίαζαν τον κόσμο με τις μουσικές και τους χορούς τους. Οι θεατές έχαναν τα λογικά τους με τα παράξενα καμώματά τους. Ορισμένες ομάδες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της εποχής αυτής και συνέβαλαν στην πολιτιστική μεταμόρφωση της Μικράς Ασίας. Αρχικά, το 13ο αιώνα έλαβε χώρα η ανταρσία του δερβίση Μπαμπά (ή Μπάμπα, όρος που είχε τη σημασία του δημοφιλούς ιεροκήρυκα) Ισχάκ. H λέξη ''Δερβίσης'' προέρχεται από την Περσική Darwish και αρχικά σήμαινε τον επαίτη, τον άνθρωπο που κρούει την πόρτα του Θεού.
Το 1241, ο Μπαμπά Ισχάκ, αρχηγός των μπαμπαήδων , οδήγησε τους οπαδούς του στην πρώτη μεγάλη Τουρκομανική εξέγερση που μαρτυρείται στις ιστορικές πηγές. Το κήρυγμά του ξεκίνησε το 638 / 1240, στην περιοχή του Ταύρου και της Αμάσειας, και επεκτάθηκε στις γύρω περιοχές. Το 638 (με τη Μουσουλμανική χρονολόγηση) εκμεταλλεύτηκε το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του Καϊχοσρόη (Kay-Khusraw) και των Χορασμίων (Khwarizimians), ορισμένα απομεινάρια των οποίων, μετά την προσωρινή διαμονή τους στη Μικρά Ασία, είχαν βρει καταφύγιο στην Νταζίρα (Djazira).
Ήταν δύο χρόνια πριν από την εισβολή των Μογγόλων στην Κεντρική Μικρά Ασία και γενικά πιστεύεται αυτή ότι η εντυπωσιακή επανάσταση εξάντλησε τους Σελτζούκους και γι’ αυτό ηττήθηκαν στο Κιοσέ Νταγ (1243), ενώ μέσα σε λίγες δεκαετίες το Σελτζουκικό κράτος, μη μπορώντας να αφομοιώσει αυτούς τους σκληροτράχηλους νομάδες, κατέρρευσε. Τελικά, η ανταρσία κατεστάλη με πολύ αίμα από Φράγκους μισθοφόρους που συνεργάζονταν με τους Σελτζούκους και πολλοί από τους αιρετικούς Τουρκομάνους δερβίσηδες κατέφυγαν στα δυτικά παραμεθόρια εδάφη, όπου τους υποδέχτηκαν με ευμένεια.
Συνεχιστές του έργου του Μπαμπά Ισχάκ θεωρούνται οι δερβίσηδες Καλαντέρ (Qalender), έχοντας μάλιστα ως κέντρο τους το τέμενος που έκτισαν οι φρουροί των συνόρων προς τιμήν του Σεγίτ Γαζί, που αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από τους μπεκτασήδες. O Cahen θεωρεί ότι συνεχιστές της ιδεολογίας των μπαμπαήδων ήταν οι κιζιλμπάσηδες (κοκκινοκέφαλοι), με το χαρακτηριστικό κόκκινο καπελάκι ή κεφαλόδεσμο, μαύρο πανωφόρι και σανδάλια, ενώ αντιδιαστέλλει την κίνησή τους με εκείνη του Ρούμι και των μεβλεβί δερβίσηδων, που ακολούθησαν έναν αριστοκρατικό δρόμο και δεν ήρθαν σε ρήξη με το κατεστημένο. Παρόμοια ανταρσία δερβίσηδων αναφέρεται στη δεύτερη δεκαετία του 15ου αιώνα, αυτή του σεΐχη Μπεντρεντίν από τη Σιμάβνα.
Η οποία κατεστάλη μετά από πολλές προσπάθειες του σουλτάνου Μεχμέτ A' (1413 - 1421) και με τη σύμπραξη πολλών γενιτσαρικών δυνάμεων υπό την ηγεσία του πιστού του βεζίρη Βαγιαζήτ Πασά. H σύγκρουση ήταν σφοδρή. Πολύ χαρακτηριστική περιγραφή της μάχης δίνει ο γνωστός Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ Ραν σε ένα μακροσκελές ποίημα με τίτλο ''Το έπος του Σεΐχη Μπεντρεντίν, του γιου του καντή της Σιμαβνέ'', που εκδόθηκε στην Πόλη το 1936:
''Φοβερή γένηκε αμάχη. / Οι Τούρκοι ξωμάχοι του Αϊδίνι, /
οι Γραικοί θαλασσινοί της Χιός, / οι Οβραίοι εσνάφηδες, /
οι δέκα χιλιάδες άθεοι σύντροφοι του Μπόρκλιτζε Μουσταφά, /
οι δέκα χιλιάδες μπαλτάδες χυμήξανε μέσ’ τ’ οχτρικό ρουμάνι, /
οι κόκκινες, πράσινες σημαίες τους, οι πλουμιστές ασπίδες τους, /
οι φάλαγγές τους με τα μπρούτζινα κράνη τους, / γενήκαν σκορποχώρια, /
όμως, / μέσ’ τη δυνατή βροχή καθώς έγερνε η μέρα /
οι δέκα χιλιάδες απόμειναν δύο χιλιάδες. / Νικήθηκαν. / Οι νικητές /
στα λευκά κι άραφτα πουκάμισα των νικημένων /
σκουπίσανε το αίμα των σπαθιών τους''.
Η Ίδρυση του Σώματος των Γενιτσάρων
Τ ο σώμα αυτό πρωτοσυστάθηκε από τον Σουλτάνο Ορχάν (1327 - 1360), ως απειθάρχητα πεζά τάγματα τα λεγόμενα «ya-ya». Ο Οθωμανικός στρατός αρχικά αποτελούνταν από άτακτες ομάδες ιππέων τοπικών φυλών προσκείμενων στο Σουλτάνο. Καθώς όμως το Σουλτανάτο επεκτεινόταν, οι άρχοντες των φυλών αυτών διορίστηκαν ως «αφέντες των συνόρων» φέροντας τον τίτλο του «Üçbay (Ούτσμπεη)», προκειμένου αυτοί να διευρύνουν την επικράτεια. Ο Σουλτάνος Ορχάν αντιλήφθηκε την ανάγκη μιας ιδιαίτερης και αφοσιωμένης στρατιωτικής μετακινούμενης δύναμης, ανάθεσε στο βεζίρη του, Καρά Χαλί Τσεντερελή, να δημιουργήσει ένα νέο σώμα.
Που να μπορούσε αφενός μεν να τα βγάλει πέρα με τους Βυζαντινούς και αφετέρου να εξασφαλίσει αυτή την αφοσίωση και την πειθαρχία στο πρόσωπο του Σουλτάνου, σύμφωνα με τα πρότυπα του επίλεκτου Τάγματος της «Βαραγγικής Φρουράς», του Βυζαντίου. Ο θεσμός των γενιτσάρων συστηματοποιήθηκε και μονιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια που Σουλτάνος ήταν ο Μουράτ Α' (1362 - 1389). Αυτός ουσιαστικά μετέτρεψε τη νομαδική φυλή των Οθωμανών σε Αυτοκρατορία καθώς επίσης το 1383 καθιέρωσε τον τίτλο του Σουλτάνου. Για το πρόβλημα της στρατολογία σαν λύση αποφασίστηκε η εξής: Το 1362, που ανέλαβε την εξουσία, επέβαλε το νόμο του «ενός πέμπτου» εισάγοντας ένα νέο φορολογικό σύστημα.
Επειδή οι μόνιμοι υπόδουλοι του σουλτάνου (ραγιάδες) όφειλαν τη ζωή τους σ' αυτόν, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρο. Ο φόρος αυτός εξελίχθηκε με τον καιρό, σε φόρο «αίματος», το ονομαζόμενο «παιδομάζωμα» (devşirme). Σύμφωνα με αυτόν όλοι σχεδόν οι υπόδουλοι Χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν την υποχρέωση να δίνουν τα πιο δυνατά και έξυπνα αγόρια τους στο Σουλτάνο, ηλικίας από 6 - 15 χρονών εξ ού και το όνομα «παιδομάζωμα». Αργότερα η ηλικία αυτή έφθανε μέχρι 20 - 22 χρόνων. Το παιδομάζωμα συστηματοποιήθηκε την εποχή του Σελήμ του Α' και του Σουλεϊμάν του Α' του Μεγαλοπρεπούς. Στην αρχή ο απαίσιος αυτός φόρος πληρωνόταν κάθε 5 χρόνια, μετά κάθε 3 και τέλος κατάληξε η «πληρωμή» να γίνεται κάθε φορά που ο Τουρκικός στρατός είχε ανάγκη από καινούριους στρατιώτες.
Οι γενίτσαροι προέρχονταν κυρίως από τη στρατολόγηση νεαρών Χριστιανών από ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια και ιδιαίτερα από τα Βαλκάνια, εξαιρουμένων όμως της Κωνσταντινούπολης και της Ρόδου. Από το παιδομάζωμα εξαιρούνταν οι Εβραίοι, όπου σύμφωνα με έρευνα από πρόσφατους ιστορικούς η εξαίρεση αυτή έγινε είτε ως αποτέλεσμα συμφωνίας είτε διότι η πλειοψηφία ζούσε στις πόλεις. Μέχρι πρόσφατα, επίσης, εθεωρείτο ότι εξαιρούνταν και οι Αρμένιοι, όμως τώρα φαίνεται από τις ίδιες έρευνες, αυτό δεν ίσχυε πάντα. Τέλος οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας υπόκεινταν επίσης σε στρατολόγηση, αλλά υπηρετούσαν απευθείας στο παλάτι αντί του στρατού.
Το 1601 με φιρμάνι της Υψηλής Πύλης προς τις Οθωμανικές αρχές της Ρούμελης, που είχε ημερομηνία 29 Μαρτίου, ορίζεται ότι: «Οι νέοι των απίστων (που προορίζονται για γενίτσαροι) έπρεπε να είναι καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι. Εάν κάποιος αντισταθεί εις την παράδοσιν των γενιτσάρων να απαγχονίζεται αμέσως, εις το κατώφλι της θύρας του».
Χρονολογία της Ίδρυσης των Γενιτσάρων
Μολονότι η αυθεντία του Χάμμερ έχει κερδίσει τη γενική αποδοχή για το μύθο που αναφέραμε πιο πάνω και τη σύνδεση των γενίτσαρων με το λαοφιλές και ανεξίθρησκο τάγμα των μπεκτασήδων, αν ανατρέξουμε στους πριν από τον Χάμμερ συγγραφείς, θα δούμε ότι οι διάφορες μαρτυρίες περιέχουν πολύ αντικρουόμενες μεταξύ τους αναφορές για την προέλευση των γενίτσαρων και ιδιαίτερα για το ζήτημα της χρονολόγησής τους. H ίδρυσή τους τοποθετείται κατά τις βασιλείες τουλάχιστον τεσσάρων σουλτάνων, δηλαδή:
1. Του Οσμάν A' (1299 έως 1326), αποτελεί την εκδοχή του Χαλκοκονδύλη, ο οποίος υποτίθεται ότι πέθανε λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
2. Του Ορχάν (1326 έως 1362), αποτελεί την επίσημη εκδοχή που αποδέχεται ο Χάμμερ, βάσει της μαρτυρίας των Τούρκων ιστορικών Νεσρί (αρχές 16ου αιώνα) και Αλή (πεθ. 1599). Το όνομα του βεζίρη που ευθύνεται άμεσα για το σύστημα των γενίτσαρων παραδίδεται ως Καρά Χαλίλ.
3. Του Μουράτ A' (1362 έως 1389), στον οποίο αποδίδουν την ίδρυση των γενίτσαρων δύο αναφορές (Relazioni) Βενετών αξιωματούχων στα τέλη του 16ου αιώνα, καθώς και των Μαρσίλι και Καντεμίρ.
4. Του Μουράτ B' (1421 έως 1451), δίνεται από τον Τζόβιο και τον Γκεοργκίεβιτς, όπως και από άλλες πηγές με μικρότερη, όμως, αξία ως ανεξάρτητες μαρτυρίες.
H συνήθης αντιμετώπιση αυτών των δυσερμήνευτων διαφοροποιήσεων μέχρι τώρα ήταν να υποθέτουμε ότι το σύστημα των γενίτσαρων ιδρύθηκε από έναν αρχαιότερο σουλτάνο και απλώς αναμορφώθηκε ή συστηματοποιήθηκε από τον Μουράτ A' ή τον Μουράτ B'. Το διακριτικό χαρακτηριστικό του συστήματος των γενίτσαρων είναι η στρατολόγηση των σωμάτων από τη φορολόγηση των χριστιανόπουλων της αυτοκρατορίας, τα οποία με τη βία εξισλαμίζονταν και εκπαιδεύονταν ειδικά για τη σταδιοδρομία τους. Σχετικά με το σύστημα φορολόγησης των παιδιών, όπως αυτό εφαρμοζόταν το 17ο αιώνα. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί, ο γνωστός Τούρκος περιηγητής του 17ου αιώνα (στο διάσημο βιβλίο του, Σεγιαχάτ-ναμέ, Βιβλίο των Ταξιδίων), δίνει την ακόλουθη περιγραφή:
''Κάθε 7 χρόνια, ένας συνταγματάρχης των γενίτσαρων ξεκινά με 500 ή 600 άνδρες για τη Ρούμελη, με αποστολή να στρατολογήσει από όλα τα χωριά αρσενικά παιδιά, Αρβανιτόπουλα, Ελληνόπουλα, Αλβανόπουλα, Σερβόπουλα και Βουλγαρόπουλα. Τα 7 ή 8 χιλιάδες αγόρια που συγκεντρώνονται με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με το θεσμό του σουλτάνου Ορχάν, αφού καθαγιαστούν με την ευλογία του Χατζή Μπεκτάς, ενδύονται στην πόλη των Σκοπίων πανωφόρια (μουβαχαντί) από κόκκινο αμπά, με ένα σχίσιμο στους ώμους και με καπέλα από κόκκινη τσόχα. Μόλις φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη, καταγράφονται τα ονόματά τους σε καταλόγους, ονομάζονται ''τζέμ ογλάν'' και παίρνουν δώδεκα άσπρα (το νόμισμα της οθωμανικής περιόδου, στα Τουρκικά ακτσέ) και μισό κομμάτι ύφασμα το χρόνο. Οι καλύτεροι παραδίδονται στο πυροβολικό, στο οπλοποιείο και στους μποσταντζήδες, επειδή τούτη είναι η σκληρότερη υπηρεσία''.
Σχετικά με αυτή τη συστηματική συγκέντρωση Χριστιανόπουλων για στρατιωτική υπηρεσία δεν γίνεται καμία νύξη στις πρώιμες αναφορές για τους γενίτσαρους. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η σιωπή που τηρούν ο Ιμπν Μπατούτα, ένας Μαυριτανός (από το Μαρόκο) περιηγητής, ο οποίος επισκέφθηκε την αυλή του Ορχάν, ο Σιλτμπέργκερ, ένας αιχμάλωτος της μάχης της Νικόπολης (1396), ο οποίος πέρασε πολλά χρόνια σκλάβος στη Δυτική Μικρά Ασία, αλλά και ο Μπερτραντόν ντε λα Μπροκιέρ, ένας Βουργουνδός στρατιώτης που ταξίδεψε διά ξηράς από τη Συρία στην Ευρώπη, το 1432 - 1433, επιδεικνύοντας ιδιαίτερο, και μάλιστα επαγγελματικό, ενδιαφέρον για τα Τουρκικά στρατιωτικά πράγματα.
H αλήθεια φαίνεται να είναι ότι οι πρώτοι σουλτάνοι συντηρούσαν ένα είδος προσωπικής φρουράς ή επίλεκτου σώματος (corps d’ elite), που αποτελούνταν από σκλάβους, αγορασμένους ή αιχμαλώτους. Όπως και σε άλλες Μουσουλμανικές χώρες, ο σουλτάνος είχε δικαίωμα στο ένα πέμπτο όλων των αιχμαλώτων, όπως και σε κάθε πολεμική λεία. Στην περίπτωση των πρώτων Τούρκων σουλτάνων, οι αιχμάλωτοι θα πρέπει να ήταν κυρίως Χριστιανοί. Αυτή τη δύναμη αναδιοργάνωσε ένας εκ των Μουράτ. Οι αιχμάλωτοι πιέζονταν να αρνηθούν την πίστη τους για χάρη των προνομίων που πρόσφερε η υπηρεσία και εκπαιδεύονταν ειδικά στην τέχνη του πολέμου. Τα μέλη αυτού του σώματος ονομάζονται από τον Χαλκοκονδύλη και τον Δούκα (ο οποίος σημειώνει την παρουσία του σώματος στη μάχη της Νικόπολης) Πόρτα ή Θύρα.
O τελευταίος μάλιστα ερμηνεύει αυτές τις ονομασίες, λέγοντας ότι τα στρατεύματα αυτά στέκονταν στην πύλη του σουλτάνου. Σε μετέπειτα εποχές, ορισμένοι γενίτσαροι στους οποίους ανατίθεντο αυτά τα καθήκοντα, ονομάζονταν Καπού Κουλού (Σκλάβοι της Πύλης) που, απ’ ό,τι μπορούμε να υποθέσουμε, ήταν ο αρχικός τίτλος των φρουρών των πρώτων σουλτάνων. H πρώτη αναφορά της λέξης γενίτσαροι (γενίτζερι, που μεταφράζεται ''νεοσύλλεκτος στρατός'') από Χριστιανό συγγραφέα φαίνεται ότι ανήκει στο Δούκα, το γνωστό Βυζαντινό χρονικογράφο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης και προσωπικό φίλο του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου IA' (ή IB') Παλαιολόγου, και έγινε στα μέσα του 15ου αιώνα.
Οι γενίτσαροι της εποχής του ήταν και τότε ακόμη κατά κύριο λόγο Χριστιανοί αιχμάλωτοι πολέμου. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η συλλογή των Χριστιανόπουλων, ο φόρος αίματος, μνημονεύεται έτσι απλά από έναν Έλληνα συγγραφέα, αν το σύστημα υπήρχε ήδη. Και, όμως, είναι βέβαιο ότι υπήρχε με κάποια μορφή, αφού στο έγγραφο των Διομολογήσεων του Πέραν (1453), τα παιδιά των Γενοβέζων του Πέραν εξαιρούνται ρητά από την αναγκαστική στρατολόγηση. Πιθανώς η αλήθεια να βρίσκεται στο ότι ο φόρος των παιδιών δεν είχε συστηματοποιηθεί ακόμη. Μόλις το 1472 ο Τσίππικο παρουσιάζει τους γενίτσαρους ως στρατολογούμενους από το ένα πέμπτο των αιχμαλώτων πολέμου του σουλτάνου.
Μόνο όταν δεν ήταν διαθέσιμος επαρκής αριθμός αιχμαλώτων, η δύναμη συμπληρωνόταν με τη βίαιη στρατολόγηση Χριστιανόπουλων. Επομένως, η οργάνωση του συστήματος, είτε λάβουμε ως χρονολογική της αφετηρία τον Ορχάν είτε ακόμη και τον Μουράτ A', πρέπει να αναφέρεται σε μία χρονολογία μεταγενέστερη του 1472.
Μύθοι και Θρύλοι για την Ίδρυση των Γενιτσάρων
Το ενδιαφέρον είναι ότι η ίδρυση του πρώτου μόνιμου Τουρκικού στρατού, του γνωστού σώματος των γενίτσαρων, για το οποίο οι σουλτάνοι στρατολογούσαν Χριστιανόπουλα ως φόρο της δεκάτης, συνδέεται με παρόμοιες τελετές σαν αυτές που περιγράφουμε παραπάνω. Μάλιστα ειδικά για την περίπτωση των γενίτσαρων υπάρχει ένας γραφικός θρύλος, τον οποίο μέχρι πρόσφατα αποδέχονταν ως γεγονός ακόμη και οι πιο σοβαροί ιστορικοί. Αυτός ο θρύλος συνδέει τον Οθωμανό σουλτάνο Ορχάν με τον άγιο Χατζή Μπεκτάς, θεωρώντας τους ως συνιδρυτές του γενιτσαρικού συστήματος. O Ορχάν, σύμφωνα με το μύθο, αφού στρατολόγησε την πρώτη ομάδα νεαρών Χριστιανών για το σώμα, τους έστειλε στον Χατζή Μπεκτάς, τον οποίο βρήκαν στην περιοχή της Αμάσειας, για να ζητήσουν την ευλογία του.
O Χατζή Μπεκτάς, τοποθετώντας το χέρι του στα κεφάλια των νεοσυλλέκτων, επικαλέστηκε την ευλογία του ουρανού για το ''νέο στράτευμα'' ή γεντσερί. Αυτή ήταν και η αρχική προέλευση της ονομασίας του στρατεύματος, που οι Δυτικοί παρέδωσαν σε μία παρεφθαρμένη μορφή σε Janissary. Σε ανάμνηση, λένε, αυτής της ευλογίας, οι γενίτσαροι φορούσαν προσαρτημένο στο κάλυμμα του κεφαλιού ένα πτερύγιο ή κρεμαστό ύφασμα, που υποτίθεται ότι αναπαρίστανε το μανίκι από το ράσο του Αγίου, έτσι όπως είχε πέσει, καθώς εκείνος σήκωσε το χέρι του στα κεφάλια των νεοσυλλέκτων κατά την πράξη της ευλογίας τους.
OI ΜΠΕΚΤΑΣΗΔΕΣ KAI OI ΜΕΒΛΕΒΙ ΔΕΡΒΙΣΗΔΕΣ
O Χατζή Μπεκτάς Βελή (1209 - 1271) ήταν Περσικής καταγωγής, γεννήθηκε στη Νισαπούρ του Χορασάν, μυήθηκε στον κόσμο του μυστικισμού από τον Μπαμπά Ισχάκ και συνδέθηκε με το μεγάλο κίνημα των Τουρκομάνων Μπαμπάδων. Θεωρείται ο πνευματικός ιδρυτής του πολυπληθέστερου και λαοφιλέστερου θρησκευτικού τάγματος δερβίσηδων, των μπεκτασήδων, το οποίο καθιερώθηκε ως το επίσημο τάγμα των γενίτσαρων. Μία εξήγηση που δίνεται για την ευρεία εξάπλωσή του στους γενίτσαρους, είναι ότι αυτοί ήταν παιδιά παιδομαζώματος, δηλαδή, συνήθως Χριστιανόπουλα, και κατά συνέπεια βρίσκονταν πιο κοντά στις λαϊκές μορφές της θρησκείας παρά στο Σουνιτικό Ισλάμ.
O Χατζή Μπεκτάς αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους αγίους της Ανατολής και ήταν πολλοί οι Χριστιανοί που συνδέθηκαν με το τάγμα του, το οποίο διακρίθηκε σε όλη την Οθωμανική ιστορία για το φιλανθρωπικό έργο του απέναντι σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους αδιακρίτως, τη στιγμή που η Χριστιανική Εκκλησία δεν μπορούσε πια να προσφέρει ανάλογη στήριξη. Πέρα από τις προσωπικές διασυνδέσεις του με τους Χριστιανούς, ο Χατζή Μπεκτάς απέστειλε μαθητές του σε Χριστιανικά εδάφη για να διαδώσουν τα πιστεύω των μπεκτασήδων, ένα μωσαϊκό ιδεών με ισχυρές Σιϊτικές τάσεις, αφού αναγνώριζαν τους 12 ιμάμηδες και λάτρευαν τον Αλή, εξάδελφο του Προφήτη Μωάμεθ -από εκεί πήραν το άλλο όνομά τους, Αλεβήδες.
O πρώτος Ευρωπαίος συγγραφέας που αναφέρει τον Χατζή Μπεκτάς, ο Γεώργιος εξ Ουγγαρίας, αν και πέρα-σε ένα μέρος της μακροχρόνιας αιχμαλωσίας του στην Τουρκία και μάλιστα, απ’ ό,τι φαίνεται, στο Εσκή Σεχίρ, στις αρχές του 15ου αιώνα, γνωρίζει τον Άγιο μόνο ως προστάτη προσκυνητών. O Ασίκ Πασά Ζαντέ, ο παλαιότερος Τούρκος ιστορικός, η οικογένεια του οποίου καταγόταν από την περιοχή του Κίρσεχιρ, όπου βρίσκεται ενταφιασμένος ο Χατζή Μπεκτάς, αρνείται τη σχέση του αγίου με τον Ορχάν και τη συμμετοχή του στην πολιορκία της Προύσας, δίνοντας την ακόλουθη αναφορά γι’ αυτόν:
''(O Χατζή Μπεκτάς) δεν είχε ποτέ καμία σχέση με τους Οθωμανούς σουλτάνους. Ήρθε από το Χορασάν μαζί με τον αδελφό του, Μεντίς, και εγκαταστάθηκαν στο Σιβάς (Σεβάστεια) κοντά στον Μπαμπά Ιλιάς. Αργότερα πήγαν στην Καισάρεια, απ’ όπου ο αδελφός του, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους μέσω του Σιβάς, δολοφονήθηκε στο δρόμο. O Μπεκτάς, ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν από την Καισάρεια προς το Καζά Χογιούκ, πέθανε και ενταφιάστηκε εκεί όπου ακόμη βρίσκεται ο ιερός τάφος του''.
Έχουμε, λοιπόν, εδώ έναν πρώιμο συγγραφέα από την πατρίδα του Χατζή Μπεκτάς που αρνείται σθεναρά την παραδοσιακή σχέση του τελευταίου με τους Οθωμανούς σουλτάνους, κάτι που αποκλείεται εξαρχής, αφού ούτε η περιοχή της Αμάσειας, όπου κατά κανόνα τοποθετείται η σκηνή της ευλογίας των γενίτσαρων, ούτε το σημείο του τάφου του Αγίου συμπεριλαμβάνονταν στις Οθωμανικές κτήσεις μέχρι αρκετά αργότερα. Το σημαντικότερο γεγονός ήταν η επίσημη αναγνώριση του δεσμού των μπεκτασήδων με το σώμα των γενίτσαρων. O ηγέτης τους έγινε αξιωματικός, ενώ οχτώ δερβίσηδες τοποθετήθηκαν στην 99η εστία και πήραν δωμάτια στους Νέους Στρατώνες (Γενί Ονταλάρ), κάτω από το τζαμί Σεχζαντέ.
Σε επίσημες περιπτώσεις, ο αρχηγός των μπεκτασήδων, ντυμένος με το πράσινο ράσο του, προπορευόταν του αγά και προσευχόταν μεγαλοφώνως για το καλό της Αυτοκρατορίας και των πολεμιστών της, ενώ μία ομάδα δερβίσηδων έκανε το αντίφωνο. Το έμβλημά τους, το τεμπέρ (διπλός πέλεκυς), έγινε διακριτικό της εστίας αυτής. Λέγεται ότι οι μπεκτασήδες προσέλκυαν Χριστιανούς πιστούς, διότι ήταν ανεξίθρησκοι και σε πάμπολλες περιπτώσεις, έως και τον 20ό αιώνα, συμπαραστάθηκαν στο Χριστιανικό πληθυσμό. Κατά συνέπεια, και οι γενίτσαροι τους συμπαθούσαν, επειδή άλλωστε και οι ίδιοι είχαν γεννηθεί Χριστιανοί.
O συντεχνιακός χαρακτήρας του τάγματος των μπεκτασήδων ήταν ενδεχομένως πολύτιμος σε μία περίοδο όπου οι συντεχνίες γνώριζαν αναγέννηση στην Κωνσταντινούπολη, ενώ απόστρατοι ή εν ενεργεία γενίτσαροι σχετίζονταν όλο και περισσότερο με διάφορα επαγγέλματα. Εκτός αυτού, οι μπεκτασήδες είχαν απήχηση σε άτομα που δεν ήταν προσκολλημένα σε κάποιο ιερό βιβλίο, είτε αυτό ήταν η Αγία Γραφή είτε το Κοράνι, αλλά περισσότερο σε αρχαιότερους, πρωτόγονους Θεούς. Το τάγμα των μπεκτασήδων ήταν καθιερωμένο και είχε την έδρα του σε μία μικρή πόλη του Κιρσεχίρ, μετά την ίδρυσή του από τους Μπαμπάδες (πατέρες) της Κεντρικής Ασίας και ιδιαίτερα του Χορασάν.
H γοητεία τους επιζεί, όπως αποδεικνύει ο αριθμός των σχεδόν εκτός νόμου οπαδών τους, παρότι ο Ατατούρκ κήρυξε το κίνημα και πάλι παράνομο, το 1925. Χρειάστηκαν 25 χρόνια για να εξέλθουν από την παρανομία, την οποία τούς επέβαλε ο Μαχμούτ B' στις αρχές του 19ου αιώνα και άλλα τόσα για να επανέλθουν όταν τους κήρυξε εκτός νόμου η Δημοκρατία στον 20ό αιώνα. Το τάγμα περιφρονούσε τις ορθόδοξες Σουνιτικές δοξασίες. Οι μπεκτασήδες διατήρησαν πολλές αξίες, συνήθειες και ταμπού κληρονομημένα από το Σαμανισμό, όπως το ότι δεν έπρεπε να αφήνεις το κουτάλι σου στο τραπέζι. Μογγολική προέλευση είχε εξάλλου η παράδοση ότι δεν έπρεπε να πατάς ποτέ ένα κατώφλι.
H παράδοση αυτή συνδεόταν επίσης με τους αηδές, αλλά οι ρίζες της χάνονταν σε ξεχασμένες πανάρχαιες ιεροτελεστίες. Σύμφωνα με την παράδοση του Σουφισμού, στο κατώφλι ενός σπιτιού κατοικεί ένας δερβίσης και κατά συνέπεια πρέπει να μην πατιέται προς ένδειξη σεβασμού. Χαρακτηριστική ήταν επίσης η αγάπη των μπεκτασήδων για τους γίγαντες και την κολοσσιαία δύναμη, η οποία συνδεόταν με το άθλημα της πάλης. Οι μπεκτασήδες χαρακτηρίζονταν από επικούρεια διάθεση και πνεύμα τύπου Ναστρεντίν Χότζα. Τους άρεσε το κρασί και ήταν ανεκτικοί απέναντι στις γυναίκες.
Στις τελετές των μπεκτασήδων, η γυναίκα παραμένει μαζί με τους άνδρες στον ίδιο χώρο προσευχής και δεν κρύβεται πίσω από καφασωτά, όπως συμβαίνει σε άλλες πιο συντηρητικές αδελφότητες. O τεκές τους στο Κιρσεχίρ, όπου προΐστατο ένας τσελεμπής (αρχηγός του τάγματος και κάτοχος της σοφίας του), ήταν αρκετά εκτεταμένος ώστε να περιλαμβάνει διαμερίσματα για γυναίκες πλάι στην κουζίνα και το αρτοποιείο, κελιά και αίθουσες προσευχής και χορού. Όλοι οι άλλοι τεκέδες, όπου επικεφαλής ήταν ένας μπαμπάς (πατέρας), υπάγονταν στον τεκέ του Κιρσεχίρ. Οι μπεκτασήδες απλώθηκαν σε όλη την Ανατολία, με αποτέλεσμα να συμμαχήσουν με πολλούς αντάρτες των επαρχιών εναντίον της κεντρικής εξουσίας.
Διέσχισαν τη Θάλασσα του Μαρμαρά, απλώθηκαν σε όλα τα Βαλκάνια και έφτασαν έως την Αλβανία. Έτσι, απέκτησαν οπαδούς σε όλες τις Χριστιανικές επαρχίες, κάτι το οποίο εξηγεί εν μέρει τη σχέση τους με τους προερχόμενους από το παιδομάζωμα, πριν αυτή αναγνωριστεί επισήμως. H αδελφότητα τράβηξε ακόμη και τον Μεχμέτ B', ο οποίος, όμως, τρόμαξε, τελικά, από τις ανατρεπτικές τάσεις τους. Έβαλε να κάψουν μερικούς αδελφούς στο προαύλιο του τζαμιού Οτς Σερεφελή ως αιρετικούς, ενώ ένας φανατικός ονόματι Σαχ Ισμαήλ κάηκε στην Προύσα, το 1502. Παρόλα αυτά, ο Μπαγιαζίτ B' βοήθησε το τάγμα με δωρεές.
Μία από τις συνέπειες της ένωσης των μπεκτασήδων, του τάγματος της φτωχολογιάς και της αγροτιάς, και των γενίτσαρων, ήταν η αποδοχή όλων ανεξαιρέτως όσοι επιθυμούσαν να προσχωρήσουν στο σώμα. Δεν είναι απορίας άξιο που το 1630, το άλλοτε κλειστό σώμα των γενίτσαρων περιελάμβανε στις τάξεις του Τατάρους, καμηλιέρηδες, μουλαράδες, μέλη φυλών από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας στη Λαζική κι όλη την αλητεία από τα λιμάνια και τις φτωχογειτονιές. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι και στην Ευρώπη συνέβη κάτι αντίστοιχο, καθώς άτομα ταπεινής καταγωγής στρατολογήθηκαν σε μερικά από τα ενδοξότερα συντάγματα Ευρωπαϊκών χωρών.
O πιο γνωστός μαθητής του Χατζή Μπεκτάς ήταν ο Σαρί Σαλτίκ ένα βοσκός, ο οποίος ανέπτυξε δράση στη Γεωργία και στα Βαλκάνια, όταν, μετά το 1261, με 40 περίπου οικογένειες πέρασε στην επικράτεια του Βυζαντίου. Στο βιβλίο ''Σαλτίκ-ναμέ'', εμφανίζεται να σκοτώνει έναν δράκοντα, σαν τον Αγιο Γεώργιο, και από ευγνωμοσύνη οι Χριστιανοί να προσχωρούν στο Ισλάμ. Σε άλλα σημεία του έπους εμφανίζεται να διασχίζει πετώντας τις θάλασσες, να κηρύσσει το Ισλάμ στις εκκλησίες μεταμφιεσμένος σε Χριστιανό καλόγερο. Γενικά, μέσα σε όλους αυτούς τους μύθους, θρύλους και παραδόσεις, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιος τον Σαρί Σαλτίκ από έναν Χριστιανό Άγιο.
Κάτι που μπορεί να μας οδηγήσει στη βάσιμη υπόθεση ότι ένας έντονος συγκρητισμός βρίσκεται σε εξέλιξη κατά τον 13ο αιώνα. Το τάγμα των μπεκτασήδων εξαπλώθηκε μέσα στους επόμενους αιώνες σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο (κυρίως στην Αλβανία) και στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα μεταξύ των αγροτικών πληθυσμών. Στη δημοφιλή αυτή ομάδα μέλος και κορυφαία πνευματική προσωπικότητα της εποχής του, με την ακτινοβολία του να παραμένει ισχυρή ακόμη και σήμερα, ήταν ο Νασρεντίν Χότζα (13ος αιώνας) με το αστείρευτο, φιλοσοφημένο χιούμορ του, ενώ εξέχοντες μπεκτασήδες ήταν ο ποιητής Γιουνούς Εμρέ.
Και αργότερα ο Έλληνας (Ρωμιός) αρχιτέκτονας των σουλτάνων του 16ου αιώνα στο ζενίθ της οθωμανικής δύναμης, Μιμάρ Σινάν ο Μέγας, ο οποίος είχε διατελέσει γενίτσαρος στα παιδικά χρόνια και στην πρώτη νιότη του. Αντίθετα, οι μεβλεβήδες, η σχολή του Τζελαλεντίν Ρούμι, κατά κύριο λόγο κέρδισε την τάξη των διανοουμένων και των μεσαίων και ανώτερων αστικών στρωμάτων. H τελετουργία που έκανε διάσημους τους μεβλεβί ήταν το σεμά, ο χορός των Στροβιλιζόμενων Δερβίσηδων, που γινόταν συνήθως στο μοναστήρι των δερβίσηδων μετά την προσευχή της Παρασκευής. Οι ορθόδοξοι θεολόγοι του Ισλάμ αντέδρασαν με σφοδρή επίθεση κατά της τελετουργίας αυτής.
Κι, όμως, ήταν τέτοια η ακτινοβολία του Ρούμι και των διαδόχων του, που κατόρθωσαν να αποκτήσουν σεβασμό, γόητρο και πλούτο, επηρεάζοντας σουλτάνους, μπέηδες ακόμη και τους Μογγόλους. H τελετή των Περιδινούμενων Δερβίσηδων, που διατηρείται ακόμη και σήμερα σε πολλές χώρες της Ανατολής, δίνει την ευκαιρία στο χορευτή να οδηγηθεί σε πνευματική έκσταση, δηλαδή, σε επικοινωνία και ένωση με το Θείο αλλά και με τον εσώτερο εαυτό του. H παλάμη του δεξιού χεριού είναι στραμμένη προς τον ουρανό και του αριστερού προς τη γη, κίνηση που συμβολίζει ότι ''παίρνουμε από το Θεό και δίνουμε στους ανθρώπους''.
O χορευτής περιστρεφόμενος φτάνει σε αρμονία με όλα τα πράγματα στη φύση, ταυτίζεται με την ύπαρξη και το μεγαλείο του Δημιουργού, Τον σκέπτεται, Τον ευχαριστεί, προσεύχεται σ’ Αυτόν, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Κορανίου ''Όλα στους ουρανούς και τη γη επικαλούνται τον Θεό''. H μυστικιστική έκσταση μέσω του περιστρεφόμενου χορού μαρτυρείται στους ορφικούς ύμνους, στα μυστήρια της Σαμοθράκης και στους στροβιλισμούς των Διονυσιακών μαινάδων, σε στοιχεία, δηλαδή, αρχαίων μυστηριακών θρησκειών που είχαν επιβιώσει κατά τους Χριστιανικούς χρόνους, φθάνοντας έως την εποχή του Ισλάμ.
H αδελφότητα των μεβλεβί άσκησε τεράστια επίδραση στην κοινωνία της Ανατολής κατά τους επόμενους αιώνες. Έως τα μέσα του 14ου αιώνα, το τάγμα είχε γνωρίσει ραγδαία γεωγραφική εξάπλωση σε όλη την Ανατολή, αποτελώντας πια ζωτικής σημασίας κοινωνικό παράγοντα, με σημαντική παρουσία σε όλες τις τάξεις στα αστικά κέντρα και ασκώντας επίδραση όχι μόνο στους Μουσουλμάνους αλλά και στους ζίμμι (τους μη Μουσουλμάνους), λόγω της θρησκευτικής του ανεκτικότητας.
ΕΞΗΓΗΣΗ TOY ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ
Στην περίπτωση των ομάδων που εισέρρευσαν στη Μικρά Ασία, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τη σύνθεση του Σελτζουκικού σουλτανάτου του Ρουμ και τις τεράστιες πολιτισμικές αντιθέσεις μεταξύ των Σελτζούκων που ασπάστηκαν το Σουνιτικό Ισλάμ και δημιούργησαν μία κουλτούρα με έντονο το περσικό στοιχείο, ιδιαίτερα στις πόλεις, και από την άλλη των Τουρκομάνων που ήρθαν από την Κεντρική Ασία, σπρωγμένοι από τις πιέσεις πρώτα των Χορασμίων και μετά των Μογγόλων, οι οποίοι ήταν φορείς προϊσλαμικών, δηλαδή, παλιών Τουρκικών παραδόσεων και συνηθειών, με πολλά Σαμανιστικά κατάλοιπα από την Κεντρική Ασία.
Αυτή η επιρροή του Σαμανισμού διακρίνεται στους εκστατικούς χορούς και στις θαυματουργές ιδιότητες που απέδιδαν πολλά δερβισικά τάγματα στους αγίους τους, που βρίσκονται με την ίδια ακριβώς μορφή στους Τούρκους Βουδιστές του Κινεζικού Τουρκεστάν. Εξάλλου, το τελετουργικό δείπνο, το καθεστώς ελευθερίας και ισότητας που απολάμβαναν οι γυναίκες, ιδιαίτερα στους μπεκτασήδες (στις οποίες επιτρεπόταν να συμμετέχουν στις τελετές τους και μάλιστα χωρίς φερετζέ), η χρήση αλκοόλ (κυρίως κρασιού ή ρακί) στα δείπνα τους, μολονότι το απαγορεύει ρητά το Κοράνι.
Καθώς και άλλες τέτοιες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των Τουρκομάνων, που μεγάλωσαν το ρήγμα μεταξύ του αστικού πληθυσμού και των ετερόδοξων κατοίκων των χωριών και της υπαίθρου, ασφαλώς έλκουν την καταγωγή τους τόσο στην προϊσλαμική κοινωνία όσο και στα ντόπια παγανιστικά - αρχαιοελληνικά κατάλοιπα και στις Χριστιανικές δοξασίες των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας. Για παράδειγμα, πολλές δοξασίες των μπεκτασήδων μοιάζουν να έχουν Χριστιανική προέλευση, όπως η αντίληψη για την ενότητα του Θεού, του Μωάμεθ και του Αλή απηχεί την έννοια της Αγίας Τριάδας, οι 12 ιμάμηδες τους δώδεκα Αποστόλους, ενώ η συνήθεια σε πολλές αδελφότητες να εξομολογείται ο μαθητής τις αμαρτίες του στο σεΐχη, αντανακλά το Χριστιανικό μυστήριο της εξομολόγησης.
Οι ορθόδοξοι Σουνίτες Μουσουλμάνοι σκανδαλίζονταν από τις Σιιτικές, αιρετικές δοξασίες των μπεκτασήδων, που παρουσίαζαν μία μεγάλη ποικιλία, από τον πανθεϊσμό ως την αθεΐα, αλλά και από τις καθημερινές πράξεις τους, όπως την αδιαφορία τους όσον αφορά στην περιτομή, το ότι η προσευχή τους τελούνταν όχι σε τζαμί, αλλά στο ιμπαντέτ χανέ, δηλαδή, σε κάποιο δωμάτιο λατρείας, συχνά στο σπίτι του επικεφαλής τους, και βέβαια τη φιλελεύθερη αρχή τους να αντιμετωπίζουν τους πάντες ισότιμα χωρίς διακρίσεις και προκαταλήψεις. Από ορισμένους ιστορικούς θεωρείται ότι αυτός ο θρησκευτικός συγκρητισμός διευκόλυνε τον εξισλαμισμό των Χριστιανών, όπως παλιότερα στην ύστερη Ελληνιστική εποχή επιτάχυνε τη μετάβαση από την ειδωλολατρία στο Χριστιανισμό.
Στα τάγματα των μπεκτασήδων, των μεβλεβί και των αχήδων γίνονταν δεκτοί και μη Μουσουλμάνοι, οι οποίοι μπορούσαν ελεύθερα να επισκέπτονται τους τεκέδες (τα μοναστήρια των δερβίσηδων). Αναφέρεται μάλιστα στα μέσα του 19ου αιώνα ένας Έλληνας, ονόματι Αντωνάκης Βαλσαμάκης, που κατάφερε να φτάσει στον ανώτατο μπεκτασικό βαθμό στο βιλαέτι της Προύσας. Παράλληλα, πολλοί άγιοι των Χριστιανών λατρεύονταν ως Μουσουλμάνοι, όπως ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Χαράλαμπος και ο Προφήτης Ηλίας ή το αντίστροφο. Τόση ήταν η σύγχυση που προκλήθηκε από την κοινή λατρεία Χριστιανών και Μουσουλμάνων, ώστε οι ξένοι περιηγητές εντυπωσιάζονταν από το φαινόμενο:
''Είναι (οι Αλβανοί) το μεν Χριστιανοί, το δε Μωαμεθανοί, αλλά οι τελευταίοι συχνάζουν στην Εκκλησία, όπως οι πρώτοι στο τζαμί εναλλάξ''. Στο πλαίσιο των αμοιβαίων δανείων του Χριστιανισμού με το Ισλάμ, ο πρωτεϊκός Άγιος Khidr των Μουσουλμάνων συχνά ταυτίζεται με τον Άγιο Γεώργιο ή τον Άγιο Θεόδωρο, ο Χατζή Μπεκτάς με τον Άγιο Χαράλαμπο και ο Σαρί Σαλτίκ με τον Άγιο Νικόλαο, ''Σβέτι Νικόλα'' ή τον Άγιο Σπυρίδωνα, γι’ αυτό οι Αλβανοί μπεκτασήδες πήγαιναν στην Κέρκυρα για να προσκυνήσουν το σκήνωμα του Αγίου. Τον 13ο αιώνα, ο εμίρης της Σεβάστειας έστειλε τη γυναίκα του να γιατρευτεί με τις προσευχές των Χριστιανών στο μοναστήρι του Αγίου Φωκά στην Τραπεζούντα.
Πολλοί Τούρκοι κατέφευγαν για να θεραπευτούν από σοβαρές παθήσεις στην Αγία Φωτεινή της Σμύρνης, στην Παναγία Σουμελά στην Τραπεζούντα, ενώ οι πηγές αναφέρουν συχνά το βάφτισμα (βαφτίζ στα Τουρκικά) ως μία από τις σημαντικές Χριστιανικές τελετές που υιοθέτησαν οι Τούρκοι. Τον 15ο αιώνα, μαρτυρείται θρησκευτική τελετή των Χριστιανών της Σινασσού για τον Χατζή Μπεκτάς, ενώ στο Ικόνιο οι Μουσουλμάνοι τιμούσαν τον Άγιο Αμφιλοχία, μεταμφιεσμένο σε Πλάτωνα (Εφλατούν). O Hasluck, ο πρώτος ερευνητής (αρχές 20ού αιώνα) που μελέτησε τη Χριστιανική επίδραση στη λαϊκή έκφραση του Ισλάμ, απέδειξε ότι Χριστιανικά έθιμα, πεποιθήσεις και τύποι βρίσκονται στη βάση της θρησκευτικότητας των Τούρκων Μουσουλμάνων.
Κάτι που ισχύει, φυσικά, και προς την αντίθετη κατεύθυνση, μία διαδικασία που επιτεύχθηκε μέσω των μικτών γάμων, των προσηλυτισμών, του θρησκευτικού συγκρητισμού των δημοφιλών δερβισικών ταγμάτων και βέβαια του καθημερινού συγχρωτισμού Χριστιανών και Μουσουλμάνων, καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: ''H πνευματική κληρονομιά είναι τόσο δύσκολο να ψηλαφηθεί, ώστε κάθε λογικός άνθρωπος θα αρκεστεί να πει ότι αυτές οι λατρείες, άσχετα με το αν τις καθιέρωσαν Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί ή ειδωλολάτρες, ανήκουν στο ίδιο πρωτόγονο στάδιο θρησκευτικής σκέψης και εξελίσσονται σε παράλληλες πορείες. Το αθάνατο στοιχείο και η αληθινή επιβίωση έγκεινται στην πορεία της σκέψης και όχι σε κάθε εκδήλωσή της ξεχωριστά ή ακόμη και στην πλειονότητα των εκδηλώσεών της''.
H ΣΧΕΣΗ TOY ΧΑΤΖΗ ΜΠΕΚΤΑΣ ME ΤΟΥΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΥΣ
Από φυλετικός επώνυμος άρχοντας που λατρευόταν σε ένα χωριό, ο Χατζή Μπεκτάς μεταβλήθηκε, προϊόντος του χρόνου, σε Άγιο στον οποίο εστίαζε την ευλάβειά της μία ευρύτερη κοινότητα. H επονομαζόμενη αδελφότητα (τάγμα) των μπεκτασήδων, αποκτώντας ολοένα μεγαλύτερη δύναμη, τελικά, συνδέθηκε με την οργάνωση των γενιτσάρων. Οι γενίτσαροι υιοθέτησαν τον Χατζή Μπεκτάς ως προστάτη τους και έγιναν όλοι μέλη του τάγματος. Από το 1591 και εξής, ο σύνδεσμος αυτός αναγνωρίστηκε επίσημα. O αρχηγός των μπεκτασήδων πήρε τον τιμητικό τίτλο του συνταγματάρχη των γενιτσάρων και οι δερβίσηδες του τάγματος στρατωνίζονταν κανονικά με τους γενίτσαρους και παρήλαυναν μαζί τους σε δημόσιες πομπές και σε εκστρατείες.
Ακριβώς πριν από αυτή την επίσημη αναγνώριση, ακούμε για πρώτη φορά για το θρύλο που συνδέει τον Χατζή Μπεκτάς με αυτό το στρατιωτικό σώμα. Υπάρχουν δύο διακριτοί κύκλοι θρύλων που αφορούν στη σχέση του Χατζή Μπεκτάς με τους γενίτσαρους:
1) H Αγιοποιημένη εκδοχή, όπως έχουμε δει, υπογραμμίζει τον επίσημο Αγιασμό των νέων στρατευμένων από τον Χατζή Μπεκτάς, που έλαβε χώρα στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Ορχάν έπειτα από παράκληση του τελευταίου. Αυτή η εκδοχή, που περιλαμβάνει και το περιστατικό με το μανίκι, απαντάται τουλάχιστον από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. H ιστορία, ωστόσο, δεν έγινε παγκόσμια αποδεκτή και την αυθεντικότητά της αρνούνται οι σύγχρονοι ιστορικοί, Τας Κιοπρού Ζαντέ (πεθ. 1560) και Αλή (πεθ. 1599).
2) Στη δεύτερη εκδοχή του θρύλου ο Χατζή Μπεκτάς παίζει λιγότερο εμφανή ρόλο. H ίδρυση των γενιτσάρων συνδέεται με τον Μουράτ A' και το μαρτυρικό θάνατό του στο πεδίο μάχης στο Κοσσυφοπέδιο. O Χατζή Μπεκτάς εισάγεται, σύμφωνα με το θρύλο, με κάπως αδέξιο τρόπο και χάνει τη ζωή του μαζί με το σουλτάνο.
Οι γενίτσαροι ιδρύονται σύμφωνα με τις παραγγελίες που εκείνος άφησε πριν πεθάνει ή ως φόρος τιμής στη μνήμη του. Οι εκδοχές αυτού του θρύλου που διαθέτουμε, χρονολογούνται από το 17ο και το 18 αιώνα, φαίνεται, όμως, ότι ήσαν διαδεδομένες και νωρίτερα, αφού μία αναφορά (Relazione) Βενετού αξιωματούχου, το 1590, κάνει λόγο για την ίδρυση των γενιτσάρων από τον Μουράτ A': ''Εις μνήμη ενός από τους Santons του, ονόματι Aribietas''. O Ρυκώ παραδίδει την ιστορία ως εξής:
''Την εποχή που ο πολεμικός και νικηφόρος σουλτάνος Αμουράτ πέρασε με το στρατό του στη Σερβία και νίκησε τον Λάζαρο, το δεσπότη εκείνης της χώρας, και τον κατέσφαξε στη μάχη, ο Μπεκτάς ήταν τότε ένας ιεροκήρυκας του Αμουράτ, ο οποίος, ανάμεσα σε άλλες παροτρύνσεις του, προειδοποίησε το σουλτάνο να μην εμπιστεύεται τους Σέρβους. Αλλά ο Αμουράτ, κινούμενος από το θαρραλέο πνεύμα του, βασίστηκε στη σοφία και τη δύναμή του και δέχτηκε κάποιον ευπατρίδη ονόματι Βίλβο, που ήρθε με την πρόφαση να του δηλώσει υποταγή. Τον άφησε να πλησιάσει και να του φιλήσει το χέρι, εκείνος, όμως, με το μαχαίρι του έτοιμο και κρυμμένο, μαχαίρωσε τον Αμουράτ στην καρδιά και με αυτή την αιφνιδιαστική επίθεση τον έκανε μάρτυρα.
O Μπεκτάς, γνωρίζοντας ότι αυτός ο δόλιος θάνατος του ηγεμόνα του έπρεπε εξ ανάγκης να σταθεί αιτία και του δικού του θανάτου, καθώς ο ίδιος ανήκε στα πολύ κοντινά πρόσωπα του σουλτάνου, και παρόλο που είχε προφητεύσει αυτό το μοιραίο πλήγμα, δεν είχε κάνει τίποτε για να το αποφύγει, έκανε προετοιμασίες και για το δικό του θάνατο. Και έχοντας αυτό κατά νου, εφοδιάστηκε με έναν λευκό χιτώνα με μακριά μανίκια, τον οποίο προσέφερε σε όλους εκείνους που ήταν θαυμαστές του και προσήλυτοι, να τον ασπαστούν ως ένδειξη της υπακοής τους σε αυτόν και τα θεσπίσματά του.
Αυτός ο Μπεκτάς την ώρα του θανάτου του έκοψε ένα από τα μανίκια του και το τοποθέτησε στο κεφάλι ενός από τους ευσεβείς του άνδρες, τμήμα του οποίου κρεμόταν κάτω στους ώμους του λέγοντας, ''μετά από αυτό, θα είσαι γενίτσαρος'', που πάει να πει, ένα νέο στρατιωτικό σώμα. Και από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η αρχική στρατολόγησή τους. Έτσι, αυτός είναι ο λόγος που οι γενίτσαροι φορούν καπέλα που πέφτουν προς τα πίσω σαν μανίκια και ονομάζονται κετσέ''.
O Άαρον Χιλλ δίνει έναν παρόμοιο μύθο με μικρές διαφοροποιήσεις στις λεπτομέρειες:
''O θάνατος του Μπεκτάς ακολούθησε αμέσως εκείνον του Αμουράτ, καθώς πολλές φορές είχε προφητέψει την αιφνίδια επίθεση και δεν την παρεμπόδισε, αν και ήταν κοντά στο πρόσωπο του σουλτάνου, αλλά κομματιάστηκε από τους εξοργισμένους φρουρούς, ως συμμέτοχος στην προδοσία. Ωστόσο, προβλέποντας με ευκολία τι θα έφερνε σύντομα η μοίρα, ξέσκισε ένα μακρύ μανίκι, το οποίο φορούσε συνεχώς στο δεξί χέρι του, και τοποθετώντας το πάνω στο κεφάλι ενός από τους στρατιώτες του, φώναξε προφητικά στην τουρκική γλώσσα: ''Ζωή από το θάνατό μου θα ξεπηδήσει σαν το φοίνικα, Για να φυλάει απ’ τους κινδύνους τον κατοπινό βασιλιά σας''.
Αφού είπε αυτά, έπεσε, αιματοβαμμένο θύμα της οργής των στρατιωτών, αλλά η προφητεία του επαληθεύτηκε πλήρως κατά τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του επόμενου σουλτάνου, ο οποίος, συλλογιζόμενος σοβαρά τη μοίρα του Μπεκτάς, αποφάσισε να εφαρμόσει κάποια μέθοδο για να διαιωνίσει τη μνήμη του και έτσι ίδρυσε ένα νέο στρατιωτικό σώμα με το όνομα γενίτσαροι, οι οποίοι μέχρι σήμερα, μιμούμενοι το μανίκι που τοποθέτησε ο Μπεκτάς πάνω στο κεφάλι των στρατιωτών, υποχρεώνονται να φορούν ένα κάλυμμα της κεφαλής που έχει στην εμπρόσθια όψη στιλβωμένο ατσάλι. Πάνω απ’ αυτό στερεώνεται ένα μεγάλο κομμάτι από κετσέ, που πέφτοντας με μέτριο πλάτος από την κορυφή της κεφαλής τους, απλώνεται ολοένα πιο ευρύ μέχρι τη μέση της πλάτης τους''.
Δεν υπάρχει αντίστοιχος κύκλος θρύλων που να συνδέει τον Χατζή Μπεκτάς με τη λιγότερο διαπρεπή μορφή του Μουράτ B', ο οποίος ωστόσο, τουλάχιστον όπως καταγράφεται από την ιστορία, φαίνεται ότι βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό κάτω από την επιρροή των δερβίσηδων. Για να συνοψίσουμε, ο θρυλούμενος σύνδεσμος ανάμεσα στον Χατζή Μπεκτάς και τους γενίτσαρους δεν εντοπίζεται νωρίτερα από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και τουλάχιστον δύο έγκριτοι συγγραφείς εκείνης της εποχής αρνούνται την αυθεντικότητά της. Συνεπώς, ο θρύλος προηγείται χρονολογικά της επίσημης αναγνώρισης του συνδέσμου ανάμεσα στους μπεκτασήδες δερβίσηδες και τους γενιτσάρους μόνο κατά μερικά χρόνια.
Τα συμπεράσματά μας, λοιπόν, είναι ότι:
1) Η στρατολόγηση των γενιτσάρων από ειδικά εκπαιδευμένα Χριστιανόπουλα, σε αντίθεση με την παλαιότερη χρήση σκλάβων και αιχμαλώτων πολέμου ως σωματοφυλακής του σουλτάνου, ήταν μία σταδιακή μεταβολή που αναδιοργανώθηκε πάνω σε νεότερη βάση το νωρίτερο το 15ο αιώνα.
2) Ο Χατζή Μπεκτάς ήταν αρχικά ένας δάσκαλος, Μπάμπα του σουφισμού, τον οποίο υιοθέτησαν αυθαίρετα (κατά τον Hasluck) οι γενίτσαροι.
3) Ο Αγιοποιημένος θρύλος του Χατζή Μπεκτάς, του Ορχάν, και των πρώτων γενιτσάρων πιθανώς επινοήθηκε για να προωθηθεί η επίσημη αναγνώριση του Χατζή Μπεκτάς ως πνευματικού προστάτη των γενιτσάρων και του τάγματος των μπεκτασήδων ως πνευματικού συμμάχου τους.
Οι δεσμοί τους με τους δερβίσηδες Μπεκτασί, που είχαν πάνω από 7 εκατομμύρια οπαδούς στην Ανατολία και περισσότερους από 120.000 στην πρωτεύουσα, παρείχε στους γενίτσαρους την απαραίτητη λαϊκή βάση υποστήριξης. Και, φυσικά, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι μπεκτασήδες αποτελούσαν ένα σημαντικό στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού και της λαϊκής, κοινωνικής ιστορίας του Μεσαίωνα στα Βαλκάνια και στην Εγγύς Ανατολής, με τις ανεξίθρησκες και ανθρωπιστικές αντιλήψεις τους. H δράση τους, τουλάχιστον κατά τους πρώιμους χρόνους της Οθωμανικής ιστορίας, δείχνει ξεκάθαρα ότι ανήκαν στους κλάδους του οικουμενικού σουφισμού.
Αργότερα συνδέθηκαν, ίσως και για λόγους επιβίωσης, περισσότερο, αν και μερικώς, με το Σουνιτικό Ισλάμ και, φυσικά, λόγω της τεράστιας απήχησης που είχαν στον απλό άνθρωπο και δη ακόμη και τον μη Μουσουλμάνο, έγιναν αγαπητοί και στους γενίτσαρους που ήταν αρχικά παιδιά Χριστιανικών οικογενειών που εξισλαμίστηκαν. Από εκεί και πέρα, το να παίρνουμε στα σοβαρά θρύλους και μύθους που χαλκεύτηκαν τους επόμενους αιώνες (17ο κ.εξ.), προκειμένου να εξυπηρετηθούν προπαγανδιστικοί σκοποί εθνικιστικής ή σοβινιστικής - φονταμεταλιστικής ιδεολογίας, ασφαλώς δεν συνιστά σώφρονα στάση ούτε επιβεβαιώνεται από την επιστημονική κοινότητα.
H ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
Χαρακτηριστική ήταν και η προσευχή των γενίτσαρων:
''Είμαστε οι πιστοί από την αρχή ακόμη του κόσμου. Από τότε αναγνωρίσαμε την αρμονία του Αλλάχ. Θα θυσιάσουμε το κεφάλι μας γι’ αυτή την πίστη. Είμαστε μεθυσμένοι από την αιωνιότητα, είμαστε πεταλούδες μέσα στο θείο φως, είμαστε σ’ αυτό τον κόσμο μία λεγεώνα με παντοτινή έκσταση μπροστά στη μεγαλοσύνη του Αλλάχ, είμαστε τόσο πολυάριθμοι, ώστε δεν μπορούν να μας μετρήσουν στα δάχτυλα. H πηγή μας είναι αστείρευτη, οι βλάσφημοι δεν θα καταλάβουν ποτέ τη θέση μας''.
H ΖΩΗ TOY ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΥ
Για να γίνει ένα παιδί που στρατολογούνταν από το παιδομάζωμα ολοκληρωμένος γενίτσαρος, έπρεπε να περάσει από πολλά στάδια και μία επίπονη διαδικασία μάθησης. Τα παιδιά που συγκεντρώνονταν μέσω του ντεβσιρμέ, αποτελούσαν τη μαγιά για τη δημιουργία των γενίτσαρων. Ωστόσο, μέχρι να φθάσουν στο σημείο να αποτελέσουν τις επίλεκτες δυνάμεις των Οθωμανών με το χαρακτηριστικό καπέλο, τα παιδιά αυτά υφίσταντο μακρόχρονη εκπαίδευση. Από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο - μονογραφία, του Godfrey Goodwin, "Οι Γενίτσαροι", αντλούμε πολύτιμες πληροφορίες για την εκπαίδευση των γενίτσαρων από τη στιγμή που στρατολογούνται διά του παιδομαζώματος και εξής.
Για να φτάσουν σε αυτά τα υψηλά αξιώματα, τα παιδιά μάθαιναν ανάγνωση, μελετούσαν το Κοράνι πρώτα στην Αραβική και κατόπιν στην Περσική γλώσσα, αλλά οι δάσκαλοί τους φαίνεται πως θεωρούσαν την καλλιγραφία ως ξεχωριστή τέχνη. Μάθαιναν, λοιπόν, την Περσική, μαζί με τη λόγια και λαϊκή Αραβική, έτσι ώστε, όταν αναλάμβαναν ανώτερες θέσεις, να είναι σε θέση να κάνουν κάτι παραπάνω από το να καταλαβαίνουν απλώς την καινούργια θρησκεία τους. Καθώς οι νόμοι του Ισλάμ στηρίζονται στο Κοράνι, η μελέτη της θρησκείας ήταν επίσης μελέτη του Δικαίου κι αυτό βοηθούσε τους αποφοίτους να καταλαβαίνουν τις εκθέσεις των δικαστών και τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης.
Στη συνέχεια, μελετούσαν τον αστικό κώδικα που ήταν συγκεντρωμένος στον Κανούν-ναμέ (κώδικα νόμων και διαταγμάτων), τον οποίο κάποια μέρα μερικοί από αυτούς θα έπρεπε να εφαρμόσουν. Παράλληλα, διδάσκονταν ανεκδοτολογική περιγραφή των γεγονότων της Τουρκικής ιστορίας, Μαθηματικά, Γεωμετρία, λίγη Γεωγραφία και μάθαιναν, όπως άλλωστε και ο σουλτάνος, κάποια τέχνη για τους δύσκολους καιρούς ή για να ξεκουράζονται στον ελεύθερο χρόνο τους. Μάθαιναν, λοιπόν, κηπουρική (το πάθος του Μεχμέτ B'), να φτιάχνουν βέλη και τόξα ή φιλιγκράν από χρυσό και πολλά άλλα πράγματα.
Αλλά η σπουδαιότερη απ' όλες ήταν η τέχνη του πολέμου, μάθαιναν τη δύναμη πυρός του αρκεβουζίου και του μουσκέτου και διαφόρων τύπων κανονιών, τοξοβολία και ξιφομαχία. Ασκούνταν επίσης στην πάλη και στο τζερίντ (έφιππη τοξοβολία), άθλημα το οποίο εξακολουθούσε να υπάρχει το 1836, χρονιά που επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη ο αιδεσιμότατος Κόλτον. Οι μεγάλες αίθουσες όπου κοιμούνταν τα παιδιά, μετατρέπονταν την ημέρα σε αίθουσες μελέτης, ευρύχωρες καθώς ήταν και με καλό φωτισμό. Τα παιδιά κοιμούνταν σε ομάδες των δέκα πάνω σε ένα βάθρο με χαμηλά ξύλινα χωρίσματα στις τρεις πλευρές του. Οι ευνούχοι, ένας γέρος κι ένας νέος, κοιμούνταν σε παρόμοια βάθρα στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας, ενώ οι ανώτεροι λαλάδες είχαν καμπίνες με καφασωτό στα δύο άκρα.
Οι αίθουσες αυτές χρησιμοποιούνταν, λοιπόν, πολύ. Τα παιδιά κοιμούνταν σχεδόν με τα ρούχα για λόγους σεμνότητας και προστασίας. Καθώς δεν πλένονταν συχνά, υπήρχε πρόβλημα με ψείρες και ψύλλους κι όταν ένα βάθρο γέμιζε ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο, το άφηναν για τους καινούργιους. Πάντως, τα παιδιά είχαν δικά τους αποχωρητήρια με πλήρεις εγκαταστάσεις και δικό τους χαμάμ για εβδομαδιαία χρήση. Αφότου μάλιστα χτίστηκε το μεγάλο περίπτερο του Μουράτ Γ', είχαν εβδομαδιαία πρόσβαση στη θερμαινόμενη ανοιχτή πισίνα στα υπόγειά του, που ο σουλτάνος είχε σχεδιάσει για τις γυναίκες του. Το φαγητό ήταν απλό, αλλά καλό και άφθονο.
Το διαιτολόγιό τους προέβλεπε τακτική χορήγηση σούπας, πρόβειου κρέατος και ρυζιού. Άρα μπορούμε να τους θεωρήσουμε ως την πιο καλοθρεμμένη ένοπλη δύναμη της Ευρώπης, λαμβάνοντας υπόψη συγκριτικά στοιχεία για την εκπαίδευση και συντήρηση άλλων Ευρωπαϊκών στρατών. Τα μαγειρεία που έδωσαν τόσα σύμβολα βαθμού στους γενίτσαρους, βρίσκονταν πάντα στο κέντρο του ενδιαφέροντος της αυτοκρατορίας. Στα χρόνια του Σουλεϊμάν, υπήρχαν 50 μάγειροι κάτω από έναν αρχιμάγειρα και άλλοι 30 κάτω από τον βασιλικό χαλβατζή (ζαχαροπλάστη). H τροφή έπαιζε τόσο κεντρικό ρόλο στη ζωή τους, που ο διοικητής κάθε ορτά (γενιτσαρική μονάδα, θεωρητικά δύναμης 100 ανδρών) έφερε τον τίτλο του τσορμπατζή, του μάγειρα της σούπας, δηλαδή.
Κι είχε κρεμασμένη στη ζώνη του μία κουτάλα ως διακριτικό της θέσης του. Για να επανέλθουμε στην εκπαίδευση των γενιτσάρων, υπήρχε νοσοκομείο για τα ιτς ογλάν, με αρκετούς θαλάμους και ένα χαμάμ. H επιτήρηση από αξιωματικούς και ευνούχους ήταν αυστηρή. O κανόνας της σιωπής επιβαλλόταν αρχικά, όπως και άλλοι κανόνες, με τη χρήση του φάλαγγα, έτσι που τα αποχωρητήρια ήταν οι μόνοι χώροι ανθρώπινης επαφής και χαλάρωσης από την πειθαρχία. Όποιο άλλο αποτέλεσμα κι αν είχε αυτή η εκπαίδευση, που χαρακτηριζόταν από πολλές ιδιορρυθμίες και προκαταλήψεις, τις οποίες θα ασπαζόταν αργότερα μία ολόκληρη γενιά Άγγλων διευθυντών σχολείων του 19ου αιώνα, χάραξε τον κώδικά της στις καρδιές των μαθητών της.
Τα παιδιά πληρώνονταν με μέτριο μισθό, συνήθως κάθε τρίμηνο, και, παρότι ορισμένοι χαίρονταν τα είδη πολυτελείας και ό,τι άλλο έμπαινε κρυφά στο σαράι, άλλοι κατάφερναν να βάζουν στην άκρη μερικά χρήματα για την αποφοίτησή τους, γύρω στα 25 τους, ή για το γάμο τους. Τους μοίραζαν κόκκινες φορεσιές δύο φορές το χρόνο κι ένα λευκό καφτάνι το καλοκαίρι. O ρουχισμός τους πλενόταν μία φορά την εβδομάδα με μοσχοσάπουνο, αν πιστέψουμε τις αναφορές ότι τα ρούχα των νεαρών τροφίμων του σαραγιού μοσχοβολούσαν τριαντάφυλλο. Το πρώτο που απαιτούσαν από κάθε παιδί, ήταν ζήλος για σκληρή δουλειά και πολλή διασκέδαση.
Το σχολείο άρχιζε την αυγή και έως τον απογευματινό ύπνο, ελάχιστος πρέπει να ήταν ο ελεύθερος χρόνος τους. H σχολή μαράζωσε μετά το 1826, όταν διαλύθηκε το σώμα των γενιτσάρων, αλλά έκλεισε τελικά το 1922, όταν έληξε ουσιαστικά το σουλτανικό καθεστώς. Κάθε ορτά είχε τη δική του σημαία, που πάνω της εικονίζονταν διάφορα διακριτικά σύμβολα: ένα λιοντάρι, ένα τζαμί, ένας άμβωνας ή ένα πλοίο. Οι γενίτσαροι φορούσαν στολές από μπλε ύφασμα κι ένα μεγαλοπρεπές πτυχωτό λευκό κάλυμμα της κεφαλής σαν γιγάντιο ανεμοδείκτη, ορισμένες φορές διακοσμημένο με λοφία από φτερά και πετράδια. Όταν οι γενίτσαροι έκλιναν τα κεφάλια τους ταυτόχρονα, έμοιαζαν σαν χωράφι με ώριμα σπαρτά που κυμάτιζαν στο φύσημα του ανέμου.
Τα πλούσια καπέλα τους με τα φτερά έκαναν το σουλτάνο να φαίνεται σαν να γλιστρούσε πάνω στα σύννεφα την ώρα που μετέβαινε έφιππος στο παλάτι ή στο τέμενος. Από τους 196 ορτά, ο 60ός, ο 61ος, ο 62ος και ο 63ος αποτελούσαν την προσωπική σωματοφυλακή του σουλτάνου, γνωστή ως τσολάκ. Άλλοι ορτά είχαν επίσης συγκεκριμένα καθήκοντα στο παλάτι. O 64ος ήταν υπεύθυνος για τα κυνηγόσκυλα του σουλτάνου, ενώ ο 69ος για τα σκυλιά κυνοδρομιών και τα γεράκια του. Υπήρχαν τρία βασικά είδη σωματοφυλάκων του σουλτάνου. Οι μουταφερίκα (υπασπιστές) ήταν πάντα γύρω του, όταν πήγαινε στον πόλεμο. Προέρχονταν αποκλειστικά από τους απόφοιτους της Σχολής του Εντερούν και, τελικά, από 100 έφτασαν τους 800.
Υπήρχαν επίσης τέσσερις λόχοι σολάκ, παλαίμαχων τοξοτών του σώματος των γενιτσάρων, υπό τις διαταγές ενός διοικητή ο οποίος είχε το σπουδαίο καθήκον να κρατάει τους βασιλικούς αναβολείς. Οι μισοί από αυτούς τους φρουρούς έπρεπε να είναι αριστερόχειρες, έτσι ώστε να τραβούν το τόξο με το αριστερό χέρι, επειδή βάδιζαν πάντα στα δεξιά του σουλτάνου. H τρίτη φρουρά ήταν οι πεΐκ (πεζικάριοι σωματοφύλακες), που είχαν το καθόλου αξιοζήλευτο γνώρισμα ότι τους είχε αφαιρεθεί η σπλήνα. Το έθιμο αυτό το πήρε ο Μεχμέτ B' από τους Βυζαντινούς, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, όπως πήρε και τη βυζαντινή αμφίεση: χρυσαφί και ασημί μπροκάρ σε μενεξεδί ή ροζ φόντο με επίχρυση ασημένια περικεφαλαία, στολισμένη με το φτερό ενός ερωδιού.
Βεβαίως, οι γενίτσαροι σε καιρό ειρήνης είχαν και άλλα καθήκοντα. Εκτελούσαν μαζί με τους μποσταντζήδες χρέη αστυνόμων, πυροσβεστών και αξιωματούχων των τελωνείων της πρωτεύουσας. Ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο της ταυτότητας των εποίκων που έρχονταν στην πόλη ή για την απέλαση των προσφάτως αφιχθέντων, όταν ο σουλτάνος θεωρούσε την πόλη υπερπλήρη. Το συγκρότημα στρατώνων των γενιτσάρων ανάμεσα στο τέμενος Σουλεϊμανίγιε και το Χρυσό Κέρας ήταν ένα από τα κέντρα εξουσίας της Κωνσταντινούπολης, μαζί με το παλάτι, την Πύλη, τα τεμένη, το πατριαρχείο των Ορθοδόξων Χριστιανών και τις πρεσβείες των ξένων δυνάμεων. Εκεί ζούσε και ο αγάς των γενιτσάρων, ο ανώτατος διοικητής τους, σε ένα παλάτι τόσο εξαίσιο που το είχε ζηλέψει ακόμη και ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, που είχε πει κάποτε αναστενάζοντας: "Να μπορούσα να ήμουν αγάς των γενιτσάρων έστω για σαράντα μέρες".
O ΠΥΡΗΝΑΣ TOY ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Αποστολή του σώματος των γενιτσάρων ήταν να αποτελέσει ένα επίλεκτο σώμα πεζικού που θα βρισκόταν μονίμως σε υπηρεσία στους στρατώνες του, όταν δεν βρισκόταν σε εκστρατεία σε κάποια φρουρά. Γι' αυτό το λόγο απαγορευόταν ο γάμος. O στρατιώτης πληρωνόταν και όταν έπαιρνε σύνταξη, στα 45 του, εξακολουθούσε να φορά τη στολή του και μπορούσε, αν ήθελε, να μένει στους στρατώνες, όπου ενέπνεε τους νεοσύλλεκτους με τα θρυλικά κατορθώματά του. Συγκρινόμενοι με τα θορυβώδη και απείθαρχα στρατεύματα των δυτικών μοναρχών προ του 1700, οι γενίτσαροι ήταν αρχικά υπόδειγμα σοβαρότητας και πειθαρχίας. Καθώς ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, δέχτηκαν πρόθυμα να χρησιμοποιούν πυροβόλα όπλα ως κύριο μέσο επίθεσης.
Υιοθέτησαν τα τουφέκια με πυρόλιθο από πολύ νωρίς, ίσως επειδή το 1389 αντιμετώπισαν τα πυροβόλα του στρατού του Ουνυάδη στο Κοσσυφοπέδιο, που ήταν από τα πρώτα. Εκείνη την εποχή, οι Οθωμανοί στρατηγοί μάθαιναν γρήγορα από τους αντιπάλους τους. Αλλά πολύ αργότερα, το σώμα εντάχθηκε πλήρως στη ζωή της πόλης ως κοινότητα προνομιούχων κι έτσι το φως των δυτικών στρατιωτικών καινοτομιών ήταν μοιραίο να σβήσει και να αγνοηθεί. Στα χρόνια της βασιλείας του Μεχμέτ B', οι γενίτσαροι χρησιμοποιούσαν το τόξο, τη βαλλίστρα και το μουσκέτο, καθώς και ένα είδος όλμων. Δεν ήταν καλοί στο να κρατάνε τη θέση τους ή σε ελιγμούς που θα κατέληγαν στο σχηματισμό ενός τετραγώνου.
Κάτι που ήταν αναμενόμενο την εποχή αυτή, που, γενικά, οι μουσκετοφόροι πολεμούσαν σε χαλαρή παράταξη. Οι γενίτσαροι, όμως, απέτυχαν να υιοθετήσουν τις νεότερες στρατιωτικές εξελίξεις, που θα δημιουργούσαν κατά τον 18ο αιώνα τους πανίσχυρους δυτικούς στρατούς των πειθαρχημένων τυφεκιοφόρων και έτσι μοιραία έμειναν κάποια στιγμή να εκφράζουν έναν τραγικό αναχρονισμό, πολεμώντας με "γιουρούσια", με την κύρια τακτική μάχης τους να είναι η εξαπόλυση μίας μαζικής (αλλά καθόλου καλά συντονισμένης) ομοβροντίας με τα όπλα τους, πριν προωθηθούν για να κάνουν έφοδο με τα γιαταγάνια τους. Την εποχή του 16ου αιώνα, αυτή η τακτική ήταν αποτελεσματική και προκαλούσε τρόμο σε κάθε Ευρωπαϊκό στρατό.
Δύο αιώνες αργότερα, ήταν ένας αναχρονισμός που εξασφάλιζε την ήττα σε οποιοδήποτε Οθωμανικό στράτευμα αναμετριόταν σε ανοιχτό πεδίο με έναν καλά οργανωμένο Ευρωπαϊκό στρατό. Το σώμα χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες. Οι Σεκμπάνηδες ή Σεϊμένηδες (σκυλοτρόφοι) αποτελούνταν από 34 ορτάδες (λόχους), που ξεχώριζαν από τις κόκκινες μπότες τους. Οι Τζεμαάτ αποτελούνταν από 101 ορτάδες και φρουρούσαν τα σημαντικά φρούρια. Οι αξιωματικοί είχαν το δικαίωμα να ιππεύουν παρουσία του αγά τους και φορούσαν κίτρινες μπότες. Τέλος, υπήρχαν τα Μπολούκ (μπουλούκια ή διμοιρίες), που αποτελούνταν από 61 ορτάδες. Συνολικά, δηλαδή, υπήρχαν 196 λόχοι.
Κάθε λόχος απαρτιζόταν αρχικά από 100 άντρες, αλλά κατά καιρούς έφτανε τους 600 ή και τους 800, στα χαρτιά τουλάχιστον, στα τέλη του 17ου αιώνα, όταν το σώμα έφτασε να αριθμεί 70.000 άντρες. Στρατιώτες ήταν λιγότεροι από τους μισούς, αλλά ο αριθμός αυτός περιλάμβανε και πολλούς στρατιώτες - φαντάσματα που εμ φανίζονταν ως γενίτσαροι ώστε να εισπράττεται ο μισθός τους. Κάθε τόσο γίνονταν περικοπές, αλλά πολύ σύντομα το σύνολο έφτανε ξανά στον αριθμό των 70.000 και στην ανάγκη υπολογίζονταν και οι προ πολλού αποβιώσαντες. Επικεφαλής κάθε ορτά ήταν ο Τσορμπατζής ("σουπάς"), που είχε για έμβλημά του μία κουτάλα.
O Οντά μπασής του ήταν θαλαμάρχης των γενίτσαρων και είχε για βοηθούς τους αξιωματικούς που ήταν υπεύθυνοι για την επιμελητεία και τον Αστσήμπαση (μάγειρα του σαραγιού). Το έργο του τελευταίου ήταν εξαιρετικά σημαντικό, αφού έπρεπε να φροντίζει για τα κανονικά και καλομαγειρεμένα γεύματα, που εξασφάλιζαν την καλή διάθεση του στρατού. Οι γενίτσαροι δεν έτρωγαν γαλέτα, όπως οι στρατιώτες άλλων στρατών, αλλά φρεσκοζυμωμένο ψωμί, εκτός από τη βασική μερίδα αρνίσιου κρέατος, πιλαφιού και βουτύρου. O αστσήμπασης ήταν επίσης υπεύθυνος για την πειθαρχία στους στρατώνες και -επειδή ίσως χρησιμοποιούσε καλοακονισμένα μαχαίρια και ήταν έμπειρος χασάπης- έκανε και το δήμιο.
H συνηθισμένη τιμωρία ήταν να τους βάζει να κάνουν τη λάντζα στα μαγειρεία, κάτι που γίνεται και σήμερα σε όλους σχεδόν τους στρατούς του κόσμου. Κάθε οτζάκιο (εστία) είχε επίσης το δικό της υπεύθυνο για τη μισθοδοσία, ο ρόλος του οποίου κατέληξε πολύ ύποπτος, όταν η διαφθορά έγινε καθεστώς στα τέλη του 16ου αιώνα, την εποχή αυτή οι παντρεμένοι γενίτσαροι έμεναν έξω από τους στρατώνες, επομένως, είχαν χάσει -και δικαιολογημένα- το δικαίωμα προαγωγής, οπότε έσπευδαν να ανακατευτούν με το εμπόριο και άλλες, ακόμη λιγότερο "τιμημένες", ασχολίες. Διοικητής του σώματος ήταν ο Αγάς των γενιτσάρων, ex-officio μέλος του Αυτοκρατορικού συμβουλίου, κατώτερος των τεσσάρων βεζίρηδων του Τρούλου και ανώτερος όλων των άλλων διοικητών.
Διοικητής του τμήματος των σεκμπάνηδων ήταν ο Σεκμπάντασης, υπαρχηγός του αγά, με υπαρχηγό τον Κουλκαγιά ή κετχουντά των κουλ, που ήταν διοικητής του τμήματος των μπολούκ. Αυτοί, μαζί με τους αξιωματικούς των τριών αρχαιότερων οτζακίων (εστιών), ήταν οι λεγόμενοι έξι Οτζάκ Αγάδες και είχαν βαθμό στρατηγού. Υπήρχε επίσης ο Γενίτσερη Κατίπ (γραμματικός και αγάς της Κωνσταντινούπολης), που διοικούσε τους 34 ορτάδες των παιδιών, απ' όπου όλοι οι ορτάδες στρατολογούσαν τους στρατιώτες τους, οπότε συνολικά υπήρχαν 230 λόχοι. O ατεστσήμπασης (αρχιμάγειρος) ήταν γενικός επιστάτης και διοικητής της στρατιωτικής αστυνομίας.
Φορούσε μαύρη δερμάτινη δαλματική, στολισμένη με χρυσά κουμπιά, στο ζωνάρι του ήταν στερεωμένοι γάντζοι, απ' όπου κρέμονταν αλυσίδες με κουτάλια, μία γαβάθα και διάφορα μαγειρικά σκεύη, όπως δύο τεράστια χασαπομάχαιρα. Όλα αυτά ήταν τόσο βαριά, που για να περπατάει ή για ν' ανέβει στο άλογό του τον στήριζαν δύο γενίτσαροι. Όλοι φορούσαν το κόκκινο ή άσπρο κάλυμμα των μπεκτασήδων που δίπλωνε ψηλά πάνω από το φρύδι και κρεμόταν στο λαιμό τους, με ένα κουτάλι ως έμβλημα. Το κάλυμμα κουνιόταν με καμάρι όταν περπατούσαν κι αυτό τους τόνωνε το ηθικό.
Μία φορά το χρόνο, τη Νύχτα της Εξουσίας, το μήνα του Ραμαζανιού, μοίραζαν στους άντρες γαλάζιες στολές, που τις έφερναν από τη Θεσσαλονίκη και τις μοίραζαν από μία αποθήκη στο νομισματοκοπείο, κοντά στο τζαμί του Μπαγιαζίτ B' .
OI ΣΗΜΑΙΕΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
H σημαία των γενιτσάρων ήταν η μισή κίτρινη και η άλλη μισή κόκκινη, με το Ζουλφικάρ ζωγραφισμένο στο κέντρο. Σημαίες χάνονταν συχνά στη θάλασσα, αλλά Οθωμανική σημαία έπεσε για πρώτη φορά σε εχθρικά χέρια το 1559. Εκείνη την εποχή, είχε χρώμα σταχτογάλανο, αλλά στη συνέχεια επίσημο χρώμα των Οθωμανών έγινε το σταχτοπράσινο. Οι σημαίες των γενιτσάρων ενέπνεαν σχεδόν τον ίδιο σεβασμό και ευλάβεια. Ήταν όλες διαφορετικές. H σημαία του 1ου λόχου είχε για έμβλημα μία καμήλα, του 43ου έναν ελέφαντα και του 17ου ένα λιοντάρι, του 10ου λόχου ένα γεράκι και του 68ου έναν πελαργό, ενώ του 74ου έναν παράξενο μιμπέρ (άμβωνα).
Του 84ου λόχου είχε έμβλημα ένα τζαμί με δύο μιναρέδες, του 30ου ένα τζαμί με μιναρέ, ο 41ος λόχος είχε για έμβλημα ένα κεροψάλιδο, ενώ ο 56ος μία καραβέλα με ανοιγμένα όλα της τα πανιά. Άλλα εμβλήματα ήταν άγκυρες, σημαίες, όπλα, κλειδιά, το τόξο και το βέλος του 54ου λόχου και το τριαντάφυλλο του 44ου. Όταν έληγε η εκστρατεία, οι σημαίες μεταφέρονταν στα τζαμιά και στους τεκέδες με την προσήκουσα τελετή και υψώνονταν δεξιά ή αριστερά του μιμπέρ.
OI ΘΑΛΑΜΟΙ - ΣΤΡΑΤΩΝΕΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
Οι στρατώνες των γενιτσάρων ήταν μνημειώδεις. Τον 18ο αιώνα, υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη 60 ονταλάρ (θάλαμοι, κοιτώνες) ικανοί να στεγάσουν 40.000 άντρες. O Sanderson αναφέρει, το 1594, ότι οι γενίτσαροι στεγάζονταν σαν καλόγεροι, κάτι το οποίο υπονοεί ίσως μία σειρά κελιών (αυτό αληθεύει μάλλον για το Εσκί Ονταλάρ). Τον 16ο αιώνα, χτίστηκε ένα τεράστιο νέο συγκρότημα, το Γενί Ονταλάρ (Νέοι Στρατώνες): καταλάμβανε την περιοχή από το σημερινό δημαρχείο ως το Ακσαράι, το τζαμί του Μουράτ Πασά και το Σοφαλάρ Χαμάμ. Το Γενί Ονταλάρ είχε εφτά πύλες.
H κεντρική -η μεγάλη πύλη, πίσω από την οποία οι γενίτσαροι πρόβαλαν την τελευταία μάταιη αντίστασή τους, το 1826- ήταν η Πύλη των Τελετών, που οδηγούσε στο τεράστιο Ετμεϊντάν ή εσωτερικό Στάδιο Παρελάσεων. Το 1800, ο Le Chevalier ανέφερε ότι καμία τίμια γυναίκα δεν πλησίαζε ατιμωρητί αυτούς τους στρατώνες, αλλά αυτό ίσχυε και στη Γαλλία και σε πολλές άλλες χώρες. Ένα εργοστάσιο στην πύλη του σαραγιού απέναντι από την πρώτη βασιλική τους Αγίας Σοφίας ήταν επιφορτισμένο να φτιάχνει κεριά για τους γενίτσαρους, οι οποίοι προμηθεύονταν από διάφορους εμπορικούς οίκους το μποζά, το αγαπημένο τους χειμερινό ποτό από κριθάρι που είχε υποστεί ζύμωση.
Το ψωμί ερχόταν από τους φούρνους, όπου εργάζονταν 300 παιδιά. Παξιμάδια παρασκευάζονταν εκεί κοντά. Το κρέας ετοίμαζαν 80 Έλληνες χασάπηδες σε 20 μαγαζιά. Το μεγαλείο των επίσημων στολών των Οθωμανών στρατιωτικών μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις σκηνές τους, αφού αυτές ήταν πολύ πιο μεγαλόπρεπες από τα κτήριά τους. Οι σκηνές ήταν ιδιοκτησία του σουλτάνου και μοιράζονταν, όπως άλλωστε και τα όπλα και οι πανοπλίες, μόνο σε εποχές πολέμου. Κατά την ενθρόνισή του, ο σουλτάνος παράγγελνε μία καινούργια μεταξωτή οτάκ (Αυτοκρατορική σκηνή, στην κυριολεξία "υψηλός τρούλος"), η οποία προερχόταν από τα μεγάλα αντίσκηνα των χάνων τους Κεντρικής Ασίας.
Αλλά δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τις σκηνές του Ταμερλάνου, για παράδειγμα, που ήταν πραγματικά παλάτια. Για να φτιαχτεί μία Αυτοκρατορική σκηνή, χρειαζόταν χρόνια. Οι σκηνές εκστρατείας ήταν συνήθως λιγότερο φανταχτερές, αν και η σκηνή του σουλτάνου στηνόταν μέσα σε ένα περιτειχισμένο κάστρο από ύφασμα, κατά το κινεζικό στυλ, με πόρτα σε δύο επίπεδα και θόλο στην κορυφή. Υπήρχε εντός τους μία μεγάλη σκηνή, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις του Ντιβανίου και των άλλων συμβουλίων. H οτάκ ήταν σύμβολο μεγαλειότητας: ο Προφήτης, έλεγαν, είχε καθίσει κάτω από μία σκηνή με τρούλο στην έρημο, ενώ οι θρυλικοί Άγιοι Σουφίτες είχαν τις σκηνές τους στον ουρανό. H σκηνή έχει εν γένει μεγάλη σημασία στο Ισλάμ. Στην Ινδία, η σκηνή του Μογγόλου Αυτοκράτορα ήταν κόκκινη.
H MEPA ΤΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Ανά τρίμηνο, σε μία επιβλητική τελετή, την οποία παρακολουθούσε ο μέγας βεζίρης και περιστασιακά κάποιος πρέσβης, λάμβανε χώρα η πληρωμή των γενιτσάρων. Τα χρήματα τοποθετούνταν σε μικρά δερμάτινα πουγκιά και δίνονταν σε κάθε λόχο με τη σειρά: στο τέλος της τελετής, οι ανώτεροι αξιωματικοί έμπαιναν στο Ντιβάνι και φιλούσαν την άκρη του μανδύα του μεγάλου βεζίρη. O σουλτάνος ήταν εγγεγραμμένος στις τάξεις του 61ου ορτά και, όταν έπαιρνε την πληρωμή του, την επέστρεφε επαυξημένη στο διοικητή του.
Ουσιαστικά, υπήρχε ένας "γάμος" του σουλτάνου και της φρουράς του αλλά, ως γνωστόν, όπως έγραψε ο Ιουβενάλιος για την πραιτοριανή φρουρά, "Quis custodiet ipsos custodes?" (Ποιος θα μας φυλάει από τους ίδιους τους φρουρούς;), επρόκειτο για μία αμφιταλαντευόμενη ισορροπία φόβου και ανάγκης, ισχύος και αδυναμίας, αίματος και χρυσού. Δεν είναι τυχαίο ότι το σώμα των γενιτσάρων εγκωμιαζόταν συχνά στις Αυτοκρατορικές διακηρύξεις, ενώ οι σουλτάνοι με αναρίθμητες εκδηλώσεις εύνοιας έτειναν να επαυξάνουν το κύρος και την υπόληψή τους, αλλά, φυσικά, ταυτόχρονα και την αυθαιρεσία τους.
Οι γενίτσαροι είχαν συμφέρον να αλλάζουν οι σουλτάνοι, καθώς ο νέος σουλτάνος σήμαινε και ένα νέο "δώρο" ανάρρησης γι' αυτούς. Ελλείψει κάποιου αντιπροσωπευτικού θεσμού όπως το κοινοβούλιο, οι γενίτσαροι συχνά δρούσαν ως ισοδύναμό του. Εξέφραζαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ενώ άλλες φορές χρησιμοποιούνταν από επιτήδειους βεζίρηδες ή ουλεμάδες (θρησκευτικούς ηγέτες) ως μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η επαναστατικότητα των γενιτσάρων είχε να κάνει και με τους στενούς δεσμούς τους με το δερβισικό τάγμα των μπεκτασήδων.
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΕΙΡΗΝΗΣ
O γενίτσαρος, πέρα από τις υποχρεώσεις στον πόλεμο, είχε επίσης ορισμένα καθήκοντα σε καιρό ειρήνης, ενώ οι αξιωματικοί του κατείχαν πολιτικά αξιώματα. O διοικητής του 56ου ορτά, ο τσαρντάκ τσορμπατζής (αρχιτελώνης), βοηθούσε τον καδή που ήταν υπεύθυνος για τον εφοδιασμό της πόλης με τρόφιμα. Τόσο σπουδαίοι αξιωματούχοι εκπαιδεύονταν κανονικά σε κάποια από τις σχολές για τα παιδιά, αλλά αναδεικνύονταν επίσης κατά καιρούς από τις τάξεις του στρατού, κυρίως σε καιρό πολέμου. Με τις μεγάλες απώλειες στα χρόνια της βασιλείας του Σελίμ A', οι προαγωγές αυξήθηκαν σε σχέση με άλλες περιόδους. O αγάς των γενιτσάρων ήταν ισχυρός όσο και ο άλλοι πασάδες και συγκαλούσε δικό του Ντιβάνι στο παλάτι κάτω από το Σουλεϊμανίγιε.
Εκτός αυτού, ήταν επιφορτισμένος με τον έλεγχο των βασιλικών μαγειρείων, όπως άρμοζε στο γενικό διοικητή ενός σώματος που είχε τόσο στενή σχέση με τα καζάνια. Αυτή η σχέση στρατιωτών και καζανιών είχε κεντροασιατικές και Μογγολικές ρίζες, όπως και το ιερό τόξο και οι ιππουρίδες (σύμβολα των ανώτατων αξιωματικών), με έντονη την επιρροή του Σαμανισμού (και της πρωτόγονης πίστης στα πνεύματα του καλού και του κακού), που ήταν καθοριστικός παράγοντας σε κινήματα όπως οι μπεκτασήδες δερβίσηδες. Αλλά, τον 16ο αιώνα ο αγάς διοριζόταν κυρίως από τις τάξεις των αξιωματούχων του σαραγιού, που είχαν εκπαιδευτεί ως παιδόπουλα.
Αυτοί οι αξιωματούχοι κατείχαν ήδη άλλα λιγότερο σπουδαία αξιώματα και μπορούσαν να προαχθούν σε βεζίρηδες του Τρούλου και τελικά να φτάσουν στο ύπατο αξίωμα. Κάθε ορτά έφερε το όνομα της υπηρεσίας του στο παλάτι και το όνομα της υπηρεσίας του στη μάχη. O διοικητής είχε το προνόμιο να φορά σαρίκι βασιλικού τύπου (αυτό ήταν μεγάλη τιμή, γιατί, όταν το σαρίκι του σουλτάνου μεταφερόταν κατά τις παρελάσεις πριν από αυτόν, οι γενίτσαροι το χαιρετούσαν με μεγαλύτερο σεβασμό από τον άντρα που ακολουθούσε έφιππος πιο πίσω). Αυτά τα προνόμια προστατεύονταν με ζήλο ως μέρος του μεγάλου μυστηρίου που περιέβαλλε το σώμα. Κάποια εποχή, διοικητής του 82ου ορτά ήταν ο Μιμάρ Σινάν Αγάς, ο μεγαλύτερος Οθωμανός αρχιτέκτονας.
O Σινάν περηφανευόταν περισσότερο για το ότι ήταν γενίτσαρος και για τη σταδιοδρομία του από νεοσύλλεκτου σε αξιωματικό και κατόπιν αξιωματικό της βασιλικής φρουράς, παρά για την πεντηκονταετή υπηρεσία του ως αρχιτέκτονα της Αυτοκρατορίας. Οι ορθόδοξοι ιμάμηδες διορίζονταν αρχικά από τον 84ο ορτά, αλλά η επιρροή τους μειώθηκε, όταν επιτράπηκε να μπουν στο σώμα οκτώ μπεκτασήδες δερβίσηδες που τοποθετήθηκαν στον 99ο ορτά και ο μπαμπάς (μπάμπα - πνευματικός πατέρας) τους τιμήθηκε ως αξιωματικός. Όσο κι αν πολλοί πολίτες μισούσαν και έτρεμαν το νταηλίκι και τις κλοπές τους, οι γενίτσαροι ήταν οι φύλακες της τάξης στην πόλη.
Ήταν κανόνας οι ανώτεροι αξιωματούχοι να διασχίζουν τη νύχτα έφιπποι τις κακόφημες συνοικίες της πόλης, για να εντυπωσιάζουν τις συμμορίες των κακοποιών και τους αλήτες της περιοχής, ώστε ο νόμος του σουλτάνου να τηρείται από άκρη σ' άκρη. Ως προς αυτό, η Κωνσταντινούπολη υπερτερούσε των άλλων Ισλαμικών και Ευρωπαϊκών πόλεων, γιατί οι γενίτσαροι ήταν πανταχού παρόντες φορείς της εξουσίας και, όταν περιπολούσαν στους δρόμους τη νύχτα, κανείς δεν τολμούσε να τους αψηφήσει. Οι γενίτσαροι ήταν επίσης υπεύθυνοι για την επιβολή της τάξης και των κανόνων του ελεύθερου εμπορίου στις αγορές και τα παζάρια και είχαν δικαίωμα να επιβάλλουν συνοπτικές τιμωρίες για αθέμιτες συναλλαγές ή κλέψιμο στο ζύγι.
Φυλούσαν επίσης τις πύλες της πόλης και επάνδρωναν τα φρούρια και τις φυλακές. Αν και η περιπολία στις οδικές αρτηρίες και η αστυνόμευση των επαρχιακών πόλεων ήταν καθήκον των γενιτσάρων της περιοχής αυτής, οι γενίτσαροι της επαρχίας ήταν προέκταση της έννοιας των στρατιωτών ως ένοπλων και ένστολων αστυνομικών που προστάτευαν όλα τα τμήματα του απλού λαού. Μία από τις αδυναμίες αυτών των στρατιωτών ήταν η αγάπη τους για τα κρασοπουλειά, όπου έπιναν και έπαιζαν τυχερά παιχνίδια όλη νύχτα, όταν το μαγαζί έπρεπε, υποτίθεται, να έχει κλείσει και αμπαρωθεί. Οι γενίτσαροι είχαν επίσης προτίμηση στο λάγνο χορό αγοριών και νέων σε αυτά τα στέκια και ήταν διατεθειμένοι να τους ράνουν με ασήμι, αν όχι να τους λούσουν με χρυσάφι .
Το Ετ Μεϊντάν, ο παλιός χώρος του Βυζαντινού ιπποδρόμου, ήταν ο κυριότερος χώρος συνάθροισης των γενιτσάρων. Βρισκόταν στην καρδιά της πόλης κοντά στο Τζαμί του Πορθητή και σήμαινε "ο τόπος του κρέατος". Το Ετ Μεϊντάν δεν ήταν πλατεία με την Ευρωπαϊκή έννοια, αν και όλοι το ήξεραν ως Πλατεία του Κρέατος. H χωμάτινη ανοιχτή έκταση κατακλυζόταν από ομάδες ανθρώπων, σκηνές, άλογα και υπαίθριες φωτιές, όπου έψηναν κρέας. Αλλά το Ετ Μεϊντάν δεν ήταν συνηθισμένη αγορά. Είχε πάρει το όνομα Πλατεία του Κρέατος, επειδή εκεί έπαιρναν το καθημερινό συσσίτιό τους οι γενίτσαροι, μαγειρεμένο στα τεράστια καζάνια που αποτελούσαν το τιμημένο σύμβολο κάθε ορτά.
Ήταν το κέντρο της συνοικίας των γενιτσάρων μέσα στην πόλη. Το Ετ Μεϊντάν δεν ήταν μόνο στρατώνας: ήταν επίσης χώρος συναλλαγών. Πολλοί από τους στρατιώτες ήταν τεχνίτες και δούλευαν ως μπαλωματήδες, ξυλουργοί και επιπλοποιοί, μεταλλουργοί ή σαμαράδες. Πουλούσαν τα προϊόντα τους σε μαγαζάκια γύρω από το Ετ Μεϊντάν ή μέσα στα πολυσύχναστα σοκάκια που κατέληγαν στον Κεράτιο Κόλπο. Διέφεραν ελάχιστα από τους άλλους τεχνίτες στα εργαστήριά τους, αλλά η πραγματική τους δουλειά ήταν η άσκηση βίας. Αλλοι γενίτσαροι, με φαρδιά παντελόνια, κοντά γιλέκα και λευκά τουρμπάνια, με μακριά μαχαίρια και πιστόλια στα ζωνάρια τους, τριγύριζαν κορδωμένοι στους δρόμους.
Όταν τους κάλεσαν να πάνε στον πόλεμο, το 1811, παρήλασαν 13.000 άντρες. Αλλά όταν η φάλαγγα ξεκίνησε την επίπονη πορεία της προς Βορρά, ο αριθμός τους είχε μειωθεί στους 1.600. H γενική εκτίμηση ότι υπήρχαν 20.000 γενίτσαροι μέσα την πρωτεύουσα, ίσως δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα, αφού περιλάμβανε τα παιδιά και τις οικογένειές τους, καθώς και ηλικιωμένους στρατιώτες που λάμβαναν γενναιόδωρες συντάξεις Το Τουρκικό όνομα για το σώμα των γενιτσάρων ήταν οτζάκ, δηλαδή, η κοινή εστία ενός καταυλισμού. O συμβολισμός του μαγειρέματος και του γεύματος ήταν βαθιά ριζωμένος στα έθιμά τους. Οι τίτλοι των αξιωματικών τους, όπως αυτός του συνταγματάρχη, τσορμπατζή (μάγειρας της σούπας), σχετίζονταν άμεσα με τον εφοδιασμό και το μαγείρεμα του φαγητού.
Τα πελώρια καζάνια ήταν το πολυτιμότερο κτήμα των γενιτσάρων, έμβλημα της κοινής ζωής τους: όποιο σύνταγμα έχανε τα καζάνια του στον πόλεμο, ατιμαζόταν για πάντα. Όταν οι γενίτσαροι στασίαζαν, αναποδογύριζαν με επισημότητα τα τεράστια χάλκινα καζάνια, για να διακηρύξουν ότι αποποιούνταν το συσσίτιο του σουλτάνου και αρνούνταν να τον υπακούσουν. Σύμφωνα με την παράδοση της Ανατολής, η συνήθεια να μοιράζονται καθημερινά το φαγητό και να τρώνε όλοι μαζί από το ίδιο καζάνι, έδενε κάθε άτομο με την κοινότητα. Οι προσκλήσεις στο συσσίτιο των γενίτσαρων ήταν περιζήτητες, επειδή έβαζαν τον καλεσμένο κάτω από την προστασία των οτζάκ.
Ορισμένοι κατατάσσονταν επίσημα ως γιαμάκα -βοηθητικοί του σώματος των γενίτσαρων, υπεύθυνοι για την επάνδρωση των οχυρών κατά μήκος του Βοσπόρου- ενώ πολλοί από τους αχθοφόρους, τους γυρολόγους και τους μικροκλέφτες της πόλης κατατάσσονταν σε έναν από τους ορτάδες, για να απολαμβάνουν τα προνόμιά του. Οι γενίτσαροι αποτελούσαν μία δεμένη κοινότητα ενάντια στον έξω κόσμο. Κάθε σύνταγμα συγκεντρωνόταν τακτικά γύρω από το πελώριο χάλκινο καζάνι που συμβόλιζε την κοινή ζωή του και στις συνελεύσεις κάθε γενίτσαρος είχε δικαίωμα να εκφέρει γνώμη για τις υποθέσεις του συντάγματος. Συχνά λαμβάνονταν βαρυσήμαντες αποφάσεις με αυτό το δημοκρατικό τρόπο, όπως στις περιπτώσεις που αποφάσιζαν να αψηφήσουν τις διαταγές του σουλτάνου ή να εκδικηθούν κάποιο εχθρό.
Σε αυτές τις συνελεύσεις συχνά έπαιζε ηγετικό ρόλο ένας απλός στρατιώτης ή σεβαστός βετεράνος, ενώ οι αξιωματικοί παρακολουθούσαν ως αμέτοχοι θεατές. Μόνο οι αξιωματικοί που είχαν την εκτίμηση των αντρών τους, μπορούσαν να τους επηρεάσουν, ο βαθμός από μόνος του δεν είχε κανένα κύρος. Το σύνταγμα ήταν η ισόβια κατοικία κάθε μέλους του. Ακόμη κι ο γενίτσαρος που έπαιρνε σύνταξη, παρέμενε μέλος του ορτά του. O μόνος τρόπος για να αποκοπεί, ήταν η λιποταξία, ο θάνατος ή, για ένα συνταγματάρχη, η μετάθεσή του σε κάποιον άλλο ορτά.
H συνοικία των γενίτσαρων, κατάμεστη από τις γυναίκες και τα παιδιά τους, καθώς και από τους γιαμάκα και τα άλλα μειράκιά τους, θύμιζε περισσότερο χωριό ή μικρή πόλη στα μάτια ενός Δυτικού, παρά ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα. Οι γενίτσαροι ζούσαν στα δικά τους σπίτια ή σε επιπλωμένα δωμάτια και σπάνια σε στρατώνες ή καταλύματα. Στην πρωτεύουσα και στα μεγάλα κέντρα των επαρχιών, όπως η Βαγδάτη και το Βελιγράδι, μεγάλα τμήματα της πόλης παραχωρούνταν στη συνοικία των γενίτσαρων, που ξεχώριζε γιατί ήταν καθαρότερη και πιο τακτική από τους γύρω δρόμους.
Ακόμη κι οι μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας -το Χαλέπι, η Δαμασκός, η Θεσσαλονίκη, η Αδριανούπολη κι η Προύσα- είχαν τις δικές τους μονάδες γενιτσάρων, που με το πέρασμα του χρόνου αποκτούσαν τη δική τους κλειστή κοινότητα, μέσα στην πόλη. Οι πρώτες μονάδες αποτελούνταν από νεαρούς ανύπαντρους άντρες, αλλά στις αρχές του 17ου αιώνα, οι γενίτσαροι είχαν παντρευτεί και εδραιωθεί μέσα στις τοπικές κοινωνίες. Και επειδή οι μισθοί τους σπάνια έφταναν στην ώρα τους από την πρωτεύουσα, είχαν αρχίσει να ασκούν διάφορες τέχνες, μολονότι θεωρητικά αυτό απαγορευόταν.
Προς το τέλος του 18ου αιώνα, οι γενίτσαροι, σε πολλές πόλεις, είχαν εγκαταλείψει κάθε πρόσχημα ότι αποτελούσαν μάχιμη δύναμη: αποτελούσαν περισσότερο τον πυρήνα ενός δικτύου πανίσχυρων συμφερόντων σε καθένα από τα φυλάκιά τους. H πρόσκληση να καταταγούν στο οτζάκ και κυρίως το δικαίωμα να συμμετέχουν στο συσσίτιο των γενιτσάρων, ήταν το μέσο που χρησιμοποιούσαν πολλοί αγρότες Μουσουλμάνοι για να εισχωρήσουν στη ζωή της πόλης. Έτσι, οι αυτόχθονες συγκεκριμένων περιοχών εισχωρούσαν σε συγκεκριμένα συντάγματα και λόχους. Το 1821, ο αιδεσιμότατος Ρόμπερτ Γουόλς περιέγραψε τους γενίτσαρους και τα μειράκιά τους ως εξής:
"Ανάμικτο πλήθος αγοριών κι ηλικιωμένων αντρών, χωρίς καθορισμένη στολή, εκτός από ένα μεγάλο, λιγδιασμένο, πολύ παράξενο τσόχινο καπέλο. Είναι τόσο άχαρο, ώστε πέφτει συνέχεια. Οι συνταγματάρχες ξεχωρίζουν από τα απίστευτα κράνη τους, τόσο ψηλά και ασταθή, ώστε μερικές φορές αναγκάζονται να τα στηρίζουν στο κεφάλι τους και με τα δύο τους χέρια. Πράγματι, κάθε κάλυμμα του κεφαλιού στους Τούρκους φαίνεται εντελώς ασυνδύαστο με την άνεση. Το σαρίκι είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ανοικονόμητο, ενώ μερικά θυμίζουν μάλλινα σακιά, που πρέπει κάποιος να ισορροπεί συνέχεια πάνω στο κεφάλι του σαν καρδάρα με γάλα".
Στη συνέχεια, ο Γουόλς εξέφραζε τη γενική γνώμη των Ευρωπαίων, την οποία υποστήριζαν κι αρκετοί Οθωμανοί, ότι οι γενίτσαροι είχαν διαφθαρεί, ήταν επικίνδυνοι και αποτελούσαν μία σοβαρή απειλή για την ασφάλεια του κράτους. Δεν ήταν πια οι φημισμένοι για την πειθαρχία τους στη μάχη και την εγκράτειά τους σε περίοδο ειρήνης στρατιώτες. Μέχρι το 17ο αιώνα, οι νεοσύλλεκτοι ήταν τα αγόρια του παιδομαζώματος που είχαν έρθει στην Κωνσταντινούπολη ως καινούργιοι σκλάβοι του σουλτάνου. Έχοντας υποστεί περιτομή και ασπαστεί τον Ισλαμισμό, ενηλικιώνονταν δουλεύοντας ως εργάτες στις αγροτικές περιοχές της Ανατολίας. Στην ηλικία των 17 με 18 χρόνων, ήταν εύρωστοι και καλογυμνασμένοι, ιδανικός έμψυχος πυρήνας για τους στρατολόγους των συνταγμάτων.
Το οτζάκ γινόταν η καινούργια τους οικογένεια. H υπηρεσία του σουλτάνου φαινόταν σαν παράδεισος στα μάτια αυτών των αγροτόπαιδων. Τους έδιναν όμορφες στολές, ένα μακρύ καφτάνι και κοντό σακάκι, φαρδιά Τουρκικά παντελόνια και βαριές μπότες ή σανδάλια και γίνονταν καπού-κουλού, στρατιώτες - σκλάβοι του σουλτάνου. Μερικοί εκπαιδεύονταν για το ιππικό, αλλά οι περισσότεροι γίνονταν πεζικάριοι γενίτσαροι και υπηρετούσαν σε κάποιον από τους 150 ορτάδες. Κάθε ορτά είχε τα διακριτικά του που ζωγραφίζονταν στις πόρτες του στρατώνα κάθε συντάγματος και στόλιζαν τα λευκά μεταξένια λάβαρά του και τις στρογγυλές σκηνές, όπου κατέλυε στη διάρκεια μίας εκστρατείας κάθε μπολούκ (ομάδα) νεαρών στρατιωτών.
Λίγες εβδομάδες μετά την κατάταξή τους, οι περισσότεροι νεαροί γενίτσαροι είχαν τριμμένο μπαρούτι στα μπράτσα ή στο πρόσωπό τους κι είχαν κάνει τατουάζ με τα διακριτικά του ορτά τους, με το οποίο δήλωναν ότι ανήκαν στις ένδοξες τάξεις των γενιτσάρων. Το ψηλό πηλήκιό τους, με το μαλακό λευκό ύφασμα που κάλυπτε το σβέρκο, ήταν το αδιαφιλονίκητο σήμα της προνομιακής θέσης τους.
Ο Ρόλος των Γενιτσάρων στη Ζωή της Πρωτεύουσας
Ένα φαινόμενο που τονίζεται συχνά από την Οθωμανική πολιτική γραμματεία είναι η ενασχόληση πολλών δούλων της πύλης με διάφορες δραστηριότητες ξένες προς την αποστολή τους, κυρίως με κερδοφόρες εμπορικές επιχειρήσεις, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι καν νόμιμες. Αναφέρεται, για παράδειγμα, η συνεργασία γενιτσάρων με απίστους για το λαθρεμπόριο κρασιού, ή η παράνομη ενασχόληση γενιτσάρων με το δουλεμπόριο.Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι ολόκληρο αυτό το ιστοριογραφικό μοτίβο εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο είδος «λόγου της παρακμής» και πρέπει να εξετάζεται με προσοχή.
Στην πραγματικότητα, η οικονομική δραστηριότητα δεν ήταν ποτέ ασύμβατη με την ιδιότητα του «στρατιωτικού» (askerî) και δούλοι του σουλτάνου -είτε γενίτσαροι είτε αξιωματούχοι- ασκούσαν αγροτικές και εμπορικές δραστηριότητες ήδη (τουλάχιστον) από τις αρχές του 16ου αιώνα. Άλλωστε, κάποιες από τις δραστηριότητες αυτές είχαν ενίοτε όχι συμπληρωματικό αλλά βιοποριστικό χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τις φρουρές των συνοριακών κάστρων, οι οποίες πληρώνονταν πολύ λιγότερο τακτικά απ’ ό,τι τα τακτικά στρατεύματα και αναγκάζονταν να κάνουν εμπόριο (ή και λαθρεμπόριο) με τους τοπικούς πληθυσμούς μέχρι να πληρωθούν τους μισθούς τους.
Στο πλαίσιο αυτό της γενιτσαρικής επιχειρηματικότητας, είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι στις απογραφές περιουσιών της Κωνσταντινούπολης του 17ου αιώνα οι κατώτεροι στρατιωτικοί φαίνεται να έχουν κυρίως μετρητά και δευτερευόντως ακίνητη περιουσία, κάτι που μοιάζει να αντιστρέφεται στους στρατιωτικούς αξιωματούχους (kethüda, çavuş), οι οποίοι ενδεχομένως στρέφονταν και σε επενδύσεις. Το πώς μια τέτοια περιουσία μπορούσε να αποκτηθεί φαίνεται, για παράδειγμα, όταν το 1651 οι γενίτσαροι που κυριαρχούν τότε στην πρωτεύουσα επιβάλλουν υψηλότερες τιμές στα υλικά που πουλούν στο δημόσιο, ανακατεύονται στον ορισμό των τιμών των προϊόντων και επενδύουν κεφάλαιο σε καταστήματα (π.χ. φούρνους ή παντοπωλεία) τα οποία χαίρουν προνομιακής μεταχείρισης.
Αργότερα, και αντίθετα με τις εξεγέρσεις των σπαχήδων, οι οποίες εξέφραζαν ίσως περισσότερο τα συμφέροντα της μικρασιατικής αγροτικής οικονομίας, οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων μοιάζουν να επιδιώκουν συχνά το συμφέρον των εμποροβιοτεχνικών τάξεων της πρωτεύουσας, σε συμμαχία συνήθως με κάποιες ομάδες της ελίτ. Το 18ο αιώνα πια η συμμαχία των γενιτσάρων με τους εμποροβιοτέχνες της Κωνσταντινούπολης, πολλοί από τους οποίους οπωσδήποτε ανήκαν στο σώμα ή είχαν συγγενικές σχέσεις με γενιτσάρους, ήταν γεγονός.
Μολονότι η αυθεντία του Χάμμερ έχει κερδίσει τη γενική αποδοχή για το μύθο που αναφέραμε πιο πάνω και τη σύνδεση των γενίτσαρων με το λαοφιλές και ανεξίθρησκο τάγμα των μπεκτασήδων, αν ανατρέξουμε στους πριν από τον Χάμμερ συγγραφείς, θα δούμε ότι οι διάφορες μαρτυρίες περιέχουν πολύ αντικρουόμενες μεταξύ τους αναφορές για την προέλευση των γενίτσαρων και ιδιαίτερα για το ζήτημα της χρονολόγησής τους. H ίδρυσή τους τοποθετείται κατά τις βασιλείες τουλάχιστον τεσσάρων σουλτάνων, δηλαδή:
1. Του Οσμάν A' (1299 έως 1326), αποτελεί την εκδοχή του Χαλκοκονδύλη, ο οποίος υποτίθεται ότι πέθανε λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
2. Του Ορχάν (1326 έως 1362), αποτελεί την επίσημη εκδοχή που αποδέχεται ο Χάμμερ, βάσει της μαρτυρίας των Τούρκων ιστορικών Νεσρί (αρχές 16ου αιώνα) και Αλή (πεθ. 1599). Το όνομα του βεζίρη που ευθύνεται άμεσα για το σύστημα των γενίτσαρων παραδίδεται ως Καρά Χαλίλ.
3. Του Μουράτ A' (1362 έως 1389), στον οποίο αποδίδουν την ίδρυση των γενίτσαρων δύο αναφορές (Relazioni) Βενετών αξιωματούχων στα τέλη του 16ου αιώνα, καθώς και των Μαρσίλι και Καντεμίρ.
4. Του Μουράτ B' (1421 έως 1451), δίνεται από τον Τζόβιο και τον Γκεοργκίεβιτς, όπως και από άλλες πηγές με μικρότερη, όμως, αξία ως ανεξάρτητες μαρτυρίες.
H συνήθης αντιμετώπιση αυτών των δυσερμήνευτων διαφοροποιήσεων μέχρι τώρα ήταν να υποθέτουμε ότι το σύστημα των γενίτσαρων ιδρύθηκε από έναν αρχαιότερο σουλτάνο και απλώς αναμορφώθηκε ή συστηματοποιήθηκε από τον Μουράτ A' ή τον Μουράτ B'. Το διακριτικό χαρακτηριστικό του συστήματος των γενίτσαρων είναι η στρατολόγηση των σωμάτων από τη φορολόγηση των χριστιανόπουλων της αυτοκρατορίας, τα οποία με τη βία εξισλαμίζονταν και εκπαιδεύονταν ειδικά για τη σταδιοδρομία τους. Σχετικά με το σύστημα φορολόγησης των παιδιών, όπως αυτό εφαρμοζόταν το 17ο αιώνα. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί, ο γνωστός Τούρκος περιηγητής του 17ου αιώνα (στο διάσημο βιβλίο του, Σεγιαχάτ-ναμέ, Βιβλίο των Ταξιδίων), δίνει την ακόλουθη περιγραφή:
''Κάθε 7 χρόνια, ένας συνταγματάρχης των γενίτσαρων ξεκινά με 500 ή 600 άνδρες για τη Ρούμελη, με αποστολή να στρατολογήσει από όλα τα χωριά αρσενικά παιδιά, Αρβανιτόπουλα, Ελληνόπουλα, Αλβανόπουλα, Σερβόπουλα και Βουλγαρόπουλα. Τα 7 ή 8 χιλιάδες αγόρια που συγκεντρώνονται με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με το θεσμό του σουλτάνου Ορχάν, αφού καθαγιαστούν με την ευλογία του Χατζή Μπεκτάς, ενδύονται στην πόλη των Σκοπίων πανωφόρια (μουβαχαντί) από κόκκινο αμπά, με ένα σχίσιμο στους ώμους και με καπέλα από κόκκινη τσόχα. Μόλις φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη, καταγράφονται τα ονόματά τους σε καταλόγους, ονομάζονται ''τζέμ ογλάν'' και παίρνουν δώδεκα άσπρα (το νόμισμα της οθωμανικής περιόδου, στα Τουρκικά ακτσέ) και μισό κομμάτι ύφασμα το χρόνο. Οι καλύτεροι παραδίδονται στο πυροβολικό, στο οπλοποιείο και στους μποσταντζήδες, επειδή τούτη είναι η σκληρότερη υπηρεσία''.
Σχετικά με αυτή τη συστηματική συγκέντρωση Χριστιανόπουλων για στρατιωτική υπηρεσία δεν γίνεται καμία νύξη στις πρώιμες αναφορές για τους γενίτσαρους. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η σιωπή που τηρούν ο Ιμπν Μπατούτα, ένας Μαυριτανός (από το Μαρόκο) περιηγητής, ο οποίος επισκέφθηκε την αυλή του Ορχάν, ο Σιλτμπέργκερ, ένας αιχμάλωτος της μάχης της Νικόπολης (1396), ο οποίος πέρασε πολλά χρόνια σκλάβος στη Δυτική Μικρά Ασία, αλλά και ο Μπερτραντόν ντε λα Μπροκιέρ, ένας Βουργουνδός στρατιώτης που ταξίδεψε διά ξηράς από τη Συρία στην Ευρώπη, το 1432 - 1433, επιδεικνύοντας ιδιαίτερο, και μάλιστα επαγγελματικό, ενδιαφέρον για τα Τουρκικά στρατιωτικά πράγματα.
H αλήθεια φαίνεται να είναι ότι οι πρώτοι σουλτάνοι συντηρούσαν ένα είδος προσωπικής φρουράς ή επίλεκτου σώματος (corps d’ elite), που αποτελούνταν από σκλάβους, αγορασμένους ή αιχμαλώτους. Όπως και σε άλλες Μουσουλμανικές χώρες, ο σουλτάνος είχε δικαίωμα στο ένα πέμπτο όλων των αιχμαλώτων, όπως και σε κάθε πολεμική λεία. Στην περίπτωση των πρώτων Τούρκων σουλτάνων, οι αιχμάλωτοι θα πρέπει να ήταν κυρίως Χριστιανοί. Αυτή τη δύναμη αναδιοργάνωσε ένας εκ των Μουράτ. Οι αιχμάλωτοι πιέζονταν να αρνηθούν την πίστη τους για χάρη των προνομίων που πρόσφερε η υπηρεσία και εκπαιδεύονταν ειδικά στην τέχνη του πολέμου. Τα μέλη αυτού του σώματος ονομάζονται από τον Χαλκοκονδύλη και τον Δούκα (ο οποίος σημειώνει την παρουσία του σώματος στη μάχη της Νικόπολης) Πόρτα ή Θύρα.
O τελευταίος μάλιστα ερμηνεύει αυτές τις ονομασίες, λέγοντας ότι τα στρατεύματα αυτά στέκονταν στην πύλη του σουλτάνου. Σε μετέπειτα εποχές, ορισμένοι γενίτσαροι στους οποίους ανατίθεντο αυτά τα καθήκοντα, ονομάζονταν Καπού Κουλού (Σκλάβοι της Πύλης) που, απ’ ό,τι μπορούμε να υποθέσουμε, ήταν ο αρχικός τίτλος των φρουρών των πρώτων σουλτάνων. H πρώτη αναφορά της λέξης γενίτσαροι (γενίτζερι, που μεταφράζεται ''νεοσύλλεκτος στρατός'') από Χριστιανό συγγραφέα φαίνεται ότι ανήκει στο Δούκα, το γνωστό Βυζαντινό χρονικογράφο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης και προσωπικό φίλο του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου IA' (ή IB') Παλαιολόγου, και έγινε στα μέσα του 15ου αιώνα.
Οι γενίτσαροι της εποχής του ήταν και τότε ακόμη κατά κύριο λόγο Χριστιανοί αιχμάλωτοι πολέμου. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η συλλογή των Χριστιανόπουλων, ο φόρος αίματος, μνημονεύεται έτσι απλά από έναν Έλληνα συγγραφέα, αν το σύστημα υπήρχε ήδη. Και, όμως, είναι βέβαιο ότι υπήρχε με κάποια μορφή, αφού στο έγγραφο των Διομολογήσεων του Πέραν (1453), τα παιδιά των Γενοβέζων του Πέραν εξαιρούνται ρητά από την αναγκαστική στρατολόγηση. Πιθανώς η αλήθεια να βρίσκεται στο ότι ο φόρος των παιδιών δεν είχε συστηματοποιηθεί ακόμη. Μόλις το 1472 ο Τσίππικο παρουσιάζει τους γενίτσαρους ως στρατολογούμενους από το ένα πέμπτο των αιχμαλώτων πολέμου του σουλτάνου.
Μόνο όταν δεν ήταν διαθέσιμος επαρκής αριθμός αιχμαλώτων, η δύναμη συμπληρωνόταν με τη βίαιη στρατολόγηση Χριστιανόπουλων. Επομένως, η οργάνωση του συστήματος, είτε λάβουμε ως χρονολογική της αφετηρία τον Ορχάν είτε ακόμη και τον Μουράτ A', πρέπει να αναφέρεται σε μία χρονολογία μεταγενέστερη του 1472.
Μύθοι και Θρύλοι για την Ίδρυση των Γενιτσάρων
Το ενδιαφέρον είναι ότι η ίδρυση του πρώτου μόνιμου Τουρκικού στρατού, του γνωστού σώματος των γενίτσαρων, για το οποίο οι σουλτάνοι στρατολογούσαν Χριστιανόπουλα ως φόρο της δεκάτης, συνδέεται με παρόμοιες τελετές σαν αυτές που περιγράφουμε παραπάνω. Μάλιστα ειδικά για την περίπτωση των γενίτσαρων υπάρχει ένας γραφικός θρύλος, τον οποίο μέχρι πρόσφατα αποδέχονταν ως γεγονός ακόμη και οι πιο σοβαροί ιστορικοί. Αυτός ο θρύλος συνδέει τον Οθωμανό σουλτάνο Ορχάν με τον άγιο Χατζή Μπεκτάς, θεωρώντας τους ως συνιδρυτές του γενιτσαρικού συστήματος. O Ορχάν, σύμφωνα με το μύθο, αφού στρατολόγησε την πρώτη ομάδα νεαρών Χριστιανών για το σώμα, τους έστειλε στον Χατζή Μπεκτάς, τον οποίο βρήκαν στην περιοχή της Αμάσειας, για να ζητήσουν την ευλογία του.
O Χατζή Μπεκτάς, τοποθετώντας το χέρι του στα κεφάλια των νεοσυλλέκτων, επικαλέστηκε την ευλογία του ουρανού για το ''νέο στράτευμα'' ή γεντσερί. Αυτή ήταν και η αρχική προέλευση της ονομασίας του στρατεύματος, που οι Δυτικοί παρέδωσαν σε μία παρεφθαρμένη μορφή σε Janissary. Σε ανάμνηση, λένε, αυτής της ευλογίας, οι γενίτσαροι φορούσαν προσαρτημένο στο κάλυμμα του κεφαλιού ένα πτερύγιο ή κρεμαστό ύφασμα, που υποτίθεται ότι αναπαρίστανε το μανίκι από το ράσο του Αγίου, έτσι όπως είχε πέσει, καθώς εκείνος σήκωσε το χέρι του στα κεφάλια των νεοσυλλέκτων κατά την πράξη της ευλογίας τους.
OI ΜΠΕΚΤΑΣΗΔΕΣ KAI OI ΜΕΒΛΕΒΙ ΔΕΡΒΙΣΗΔΕΣ
O Χατζή Μπεκτάς Βελή (1209 - 1271) ήταν Περσικής καταγωγής, γεννήθηκε στη Νισαπούρ του Χορασάν, μυήθηκε στον κόσμο του μυστικισμού από τον Μπαμπά Ισχάκ και συνδέθηκε με το μεγάλο κίνημα των Τουρκομάνων Μπαμπάδων. Θεωρείται ο πνευματικός ιδρυτής του πολυπληθέστερου και λαοφιλέστερου θρησκευτικού τάγματος δερβίσηδων, των μπεκτασήδων, το οποίο καθιερώθηκε ως το επίσημο τάγμα των γενίτσαρων. Μία εξήγηση που δίνεται για την ευρεία εξάπλωσή του στους γενίτσαρους, είναι ότι αυτοί ήταν παιδιά παιδομαζώματος, δηλαδή, συνήθως Χριστιανόπουλα, και κατά συνέπεια βρίσκονταν πιο κοντά στις λαϊκές μορφές της θρησκείας παρά στο Σουνιτικό Ισλάμ.
O Χατζή Μπεκτάς αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους αγίους της Ανατολής και ήταν πολλοί οι Χριστιανοί που συνδέθηκαν με το τάγμα του, το οποίο διακρίθηκε σε όλη την Οθωμανική ιστορία για το φιλανθρωπικό έργο του απέναντι σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους αδιακρίτως, τη στιγμή που η Χριστιανική Εκκλησία δεν μπορούσε πια να προσφέρει ανάλογη στήριξη. Πέρα από τις προσωπικές διασυνδέσεις του με τους Χριστιανούς, ο Χατζή Μπεκτάς απέστειλε μαθητές του σε Χριστιανικά εδάφη για να διαδώσουν τα πιστεύω των μπεκτασήδων, ένα μωσαϊκό ιδεών με ισχυρές Σιϊτικές τάσεις, αφού αναγνώριζαν τους 12 ιμάμηδες και λάτρευαν τον Αλή, εξάδελφο του Προφήτη Μωάμεθ -από εκεί πήραν το άλλο όνομά τους, Αλεβήδες.
O πρώτος Ευρωπαίος συγγραφέας που αναφέρει τον Χατζή Μπεκτάς, ο Γεώργιος εξ Ουγγαρίας, αν και πέρα-σε ένα μέρος της μακροχρόνιας αιχμαλωσίας του στην Τουρκία και μάλιστα, απ’ ό,τι φαίνεται, στο Εσκή Σεχίρ, στις αρχές του 15ου αιώνα, γνωρίζει τον Άγιο μόνο ως προστάτη προσκυνητών. O Ασίκ Πασά Ζαντέ, ο παλαιότερος Τούρκος ιστορικός, η οικογένεια του οποίου καταγόταν από την περιοχή του Κίρσεχιρ, όπου βρίσκεται ενταφιασμένος ο Χατζή Μπεκτάς, αρνείται τη σχέση του αγίου με τον Ορχάν και τη συμμετοχή του στην πολιορκία της Προύσας, δίνοντας την ακόλουθη αναφορά γι’ αυτόν:
''(O Χατζή Μπεκτάς) δεν είχε ποτέ καμία σχέση με τους Οθωμανούς σουλτάνους. Ήρθε από το Χορασάν μαζί με τον αδελφό του, Μεντίς, και εγκαταστάθηκαν στο Σιβάς (Σεβάστεια) κοντά στον Μπαμπά Ιλιάς. Αργότερα πήγαν στην Καισάρεια, απ’ όπου ο αδελφός του, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους μέσω του Σιβάς, δολοφονήθηκε στο δρόμο. O Μπεκτάς, ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν από την Καισάρεια προς το Καζά Χογιούκ, πέθανε και ενταφιάστηκε εκεί όπου ακόμη βρίσκεται ο ιερός τάφος του''.
Έχουμε, λοιπόν, εδώ έναν πρώιμο συγγραφέα από την πατρίδα του Χατζή Μπεκτάς που αρνείται σθεναρά την παραδοσιακή σχέση του τελευταίου με τους Οθωμανούς σουλτάνους, κάτι που αποκλείεται εξαρχής, αφού ούτε η περιοχή της Αμάσειας, όπου κατά κανόνα τοποθετείται η σκηνή της ευλογίας των γενίτσαρων, ούτε το σημείο του τάφου του Αγίου συμπεριλαμβάνονταν στις Οθωμανικές κτήσεις μέχρι αρκετά αργότερα. Το σημαντικότερο γεγονός ήταν η επίσημη αναγνώριση του δεσμού των μπεκτασήδων με το σώμα των γενίτσαρων. O ηγέτης τους έγινε αξιωματικός, ενώ οχτώ δερβίσηδες τοποθετήθηκαν στην 99η εστία και πήραν δωμάτια στους Νέους Στρατώνες (Γενί Ονταλάρ), κάτω από το τζαμί Σεχζαντέ.
Σε επίσημες περιπτώσεις, ο αρχηγός των μπεκτασήδων, ντυμένος με το πράσινο ράσο του, προπορευόταν του αγά και προσευχόταν μεγαλοφώνως για το καλό της Αυτοκρατορίας και των πολεμιστών της, ενώ μία ομάδα δερβίσηδων έκανε το αντίφωνο. Το έμβλημά τους, το τεμπέρ (διπλός πέλεκυς), έγινε διακριτικό της εστίας αυτής. Λέγεται ότι οι μπεκτασήδες προσέλκυαν Χριστιανούς πιστούς, διότι ήταν ανεξίθρησκοι και σε πάμπολλες περιπτώσεις, έως και τον 20ό αιώνα, συμπαραστάθηκαν στο Χριστιανικό πληθυσμό. Κατά συνέπεια, και οι γενίτσαροι τους συμπαθούσαν, επειδή άλλωστε και οι ίδιοι είχαν γεννηθεί Χριστιανοί.
O συντεχνιακός χαρακτήρας του τάγματος των μπεκτασήδων ήταν ενδεχομένως πολύτιμος σε μία περίοδο όπου οι συντεχνίες γνώριζαν αναγέννηση στην Κωνσταντινούπολη, ενώ απόστρατοι ή εν ενεργεία γενίτσαροι σχετίζονταν όλο και περισσότερο με διάφορα επαγγέλματα. Εκτός αυτού, οι μπεκτασήδες είχαν απήχηση σε άτομα που δεν ήταν προσκολλημένα σε κάποιο ιερό βιβλίο, είτε αυτό ήταν η Αγία Γραφή είτε το Κοράνι, αλλά περισσότερο σε αρχαιότερους, πρωτόγονους Θεούς. Το τάγμα των μπεκτασήδων ήταν καθιερωμένο και είχε την έδρα του σε μία μικρή πόλη του Κιρσεχίρ, μετά την ίδρυσή του από τους Μπαμπάδες (πατέρες) της Κεντρικής Ασίας και ιδιαίτερα του Χορασάν.
H γοητεία τους επιζεί, όπως αποδεικνύει ο αριθμός των σχεδόν εκτός νόμου οπαδών τους, παρότι ο Ατατούρκ κήρυξε το κίνημα και πάλι παράνομο, το 1925. Χρειάστηκαν 25 χρόνια για να εξέλθουν από την παρανομία, την οποία τούς επέβαλε ο Μαχμούτ B' στις αρχές του 19ου αιώνα και άλλα τόσα για να επανέλθουν όταν τους κήρυξε εκτός νόμου η Δημοκρατία στον 20ό αιώνα. Το τάγμα περιφρονούσε τις ορθόδοξες Σουνιτικές δοξασίες. Οι μπεκτασήδες διατήρησαν πολλές αξίες, συνήθειες και ταμπού κληρονομημένα από το Σαμανισμό, όπως το ότι δεν έπρεπε να αφήνεις το κουτάλι σου στο τραπέζι. Μογγολική προέλευση είχε εξάλλου η παράδοση ότι δεν έπρεπε να πατάς ποτέ ένα κατώφλι.
H παράδοση αυτή συνδεόταν επίσης με τους αηδές, αλλά οι ρίζες της χάνονταν σε ξεχασμένες πανάρχαιες ιεροτελεστίες. Σύμφωνα με την παράδοση του Σουφισμού, στο κατώφλι ενός σπιτιού κατοικεί ένας δερβίσης και κατά συνέπεια πρέπει να μην πατιέται προς ένδειξη σεβασμού. Χαρακτηριστική ήταν επίσης η αγάπη των μπεκτασήδων για τους γίγαντες και την κολοσσιαία δύναμη, η οποία συνδεόταν με το άθλημα της πάλης. Οι μπεκτασήδες χαρακτηρίζονταν από επικούρεια διάθεση και πνεύμα τύπου Ναστρεντίν Χότζα. Τους άρεσε το κρασί και ήταν ανεκτικοί απέναντι στις γυναίκες.
Στις τελετές των μπεκτασήδων, η γυναίκα παραμένει μαζί με τους άνδρες στον ίδιο χώρο προσευχής και δεν κρύβεται πίσω από καφασωτά, όπως συμβαίνει σε άλλες πιο συντηρητικές αδελφότητες. O τεκές τους στο Κιρσεχίρ, όπου προΐστατο ένας τσελεμπής (αρχηγός του τάγματος και κάτοχος της σοφίας του), ήταν αρκετά εκτεταμένος ώστε να περιλαμβάνει διαμερίσματα για γυναίκες πλάι στην κουζίνα και το αρτοποιείο, κελιά και αίθουσες προσευχής και χορού. Όλοι οι άλλοι τεκέδες, όπου επικεφαλής ήταν ένας μπαμπάς (πατέρας), υπάγονταν στον τεκέ του Κιρσεχίρ. Οι μπεκτασήδες απλώθηκαν σε όλη την Ανατολία, με αποτέλεσμα να συμμαχήσουν με πολλούς αντάρτες των επαρχιών εναντίον της κεντρικής εξουσίας.
Διέσχισαν τη Θάλασσα του Μαρμαρά, απλώθηκαν σε όλα τα Βαλκάνια και έφτασαν έως την Αλβανία. Έτσι, απέκτησαν οπαδούς σε όλες τις Χριστιανικές επαρχίες, κάτι το οποίο εξηγεί εν μέρει τη σχέση τους με τους προερχόμενους από το παιδομάζωμα, πριν αυτή αναγνωριστεί επισήμως. H αδελφότητα τράβηξε ακόμη και τον Μεχμέτ B', ο οποίος, όμως, τρόμαξε, τελικά, από τις ανατρεπτικές τάσεις τους. Έβαλε να κάψουν μερικούς αδελφούς στο προαύλιο του τζαμιού Οτς Σερεφελή ως αιρετικούς, ενώ ένας φανατικός ονόματι Σαχ Ισμαήλ κάηκε στην Προύσα, το 1502. Παρόλα αυτά, ο Μπαγιαζίτ B' βοήθησε το τάγμα με δωρεές.
Μία από τις συνέπειες της ένωσης των μπεκτασήδων, του τάγματος της φτωχολογιάς και της αγροτιάς, και των γενίτσαρων, ήταν η αποδοχή όλων ανεξαιρέτως όσοι επιθυμούσαν να προσχωρήσουν στο σώμα. Δεν είναι απορίας άξιο που το 1630, το άλλοτε κλειστό σώμα των γενίτσαρων περιελάμβανε στις τάξεις του Τατάρους, καμηλιέρηδες, μουλαράδες, μέλη φυλών από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας στη Λαζική κι όλη την αλητεία από τα λιμάνια και τις φτωχογειτονιές. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι και στην Ευρώπη συνέβη κάτι αντίστοιχο, καθώς άτομα ταπεινής καταγωγής στρατολογήθηκαν σε μερικά από τα ενδοξότερα συντάγματα Ευρωπαϊκών χωρών.
O πιο γνωστός μαθητής του Χατζή Μπεκτάς ήταν ο Σαρί Σαλτίκ ένα βοσκός, ο οποίος ανέπτυξε δράση στη Γεωργία και στα Βαλκάνια, όταν, μετά το 1261, με 40 περίπου οικογένειες πέρασε στην επικράτεια του Βυζαντίου. Στο βιβλίο ''Σαλτίκ-ναμέ'', εμφανίζεται να σκοτώνει έναν δράκοντα, σαν τον Αγιο Γεώργιο, και από ευγνωμοσύνη οι Χριστιανοί να προσχωρούν στο Ισλάμ. Σε άλλα σημεία του έπους εμφανίζεται να διασχίζει πετώντας τις θάλασσες, να κηρύσσει το Ισλάμ στις εκκλησίες μεταμφιεσμένος σε Χριστιανό καλόγερο. Γενικά, μέσα σε όλους αυτούς τους μύθους, θρύλους και παραδόσεις, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιος τον Σαρί Σαλτίκ από έναν Χριστιανό Άγιο.
Κάτι που μπορεί να μας οδηγήσει στη βάσιμη υπόθεση ότι ένας έντονος συγκρητισμός βρίσκεται σε εξέλιξη κατά τον 13ο αιώνα. Το τάγμα των μπεκτασήδων εξαπλώθηκε μέσα στους επόμενους αιώνες σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο (κυρίως στην Αλβανία) και στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα μεταξύ των αγροτικών πληθυσμών. Στη δημοφιλή αυτή ομάδα μέλος και κορυφαία πνευματική προσωπικότητα της εποχής του, με την ακτινοβολία του να παραμένει ισχυρή ακόμη και σήμερα, ήταν ο Νασρεντίν Χότζα (13ος αιώνας) με το αστείρευτο, φιλοσοφημένο χιούμορ του, ενώ εξέχοντες μπεκτασήδες ήταν ο ποιητής Γιουνούς Εμρέ.
Και αργότερα ο Έλληνας (Ρωμιός) αρχιτέκτονας των σουλτάνων του 16ου αιώνα στο ζενίθ της οθωμανικής δύναμης, Μιμάρ Σινάν ο Μέγας, ο οποίος είχε διατελέσει γενίτσαρος στα παιδικά χρόνια και στην πρώτη νιότη του. Αντίθετα, οι μεβλεβήδες, η σχολή του Τζελαλεντίν Ρούμι, κατά κύριο λόγο κέρδισε την τάξη των διανοουμένων και των μεσαίων και ανώτερων αστικών στρωμάτων. H τελετουργία που έκανε διάσημους τους μεβλεβί ήταν το σεμά, ο χορός των Στροβιλιζόμενων Δερβίσηδων, που γινόταν συνήθως στο μοναστήρι των δερβίσηδων μετά την προσευχή της Παρασκευής. Οι ορθόδοξοι θεολόγοι του Ισλάμ αντέδρασαν με σφοδρή επίθεση κατά της τελετουργίας αυτής.
Κι, όμως, ήταν τέτοια η ακτινοβολία του Ρούμι και των διαδόχων του, που κατόρθωσαν να αποκτήσουν σεβασμό, γόητρο και πλούτο, επηρεάζοντας σουλτάνους, μπέηδες ακόμη και τους Μογγόλους. H τελετή των Περιδινούμενων Δερβίσηδων, που διατηρείται ακόμη και σήμερα σε πολλές χώρες της Ανατολής, δίνει την ευκαιρία στο χορευτή να οδηγηθεί σε πνευματική έκσταση, δηλαδή, σε επικοινωνία και ένωση με το Θείο αλλά και με τον εσώτερο εαυτό του. H παλάμη του δεξιού χεριού είναι στραμμένη προς τον ουρανό και του αριστερού προς τη γη, κίνηση που συμβολίζει ότι ''παίρνουμε από το Θεό και δίνουμε στους ανθρώπους''.
O χορευτής περιστρεφόμενος φτάνει σε αρμονία με όλα τα πράγματα στη φύση, ταυτίζεται με την ύπαρξη και το μεγαλείο του Δημιουργού, Τον σκέπτεται, Τον ευχαριστεί, προσεύχεται σ’ Αυτόν, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Κορανίου ''Όλα στους ουρανούς και τη γη επικαλούνται τον Θεό''. H μυστικιστική έκσταση μέσω του περιστρεφόμενου χορού μαρτυρείται στους ορφικούς ύμνους, στα μυστήρια της Σαμοθράκης και στους στροβιλισμούς των Διονυσιακών μαινάδων, σε στοιχεία, δηλαδή, αρχαίων μυστηριακών θρησκειών που είχαν επιβιώσει κατά τους Χριστιανικούς χρόνους, φθάνοντας έως την εποχή του Ισλάμ.
H αδελφότητα των μεβλεβί άσκησε τεράστια επίδραση στην κοινωνία της Ανατολής κατά τους επόμενους αιώνες. Έως τα μέσα του 14ου αιώνα, το τάγμα είχε γνωρίσει ραγδαία γεωγραφική εξάπλωση σε όλη την Ανατολή, αποτελώντας πια ζωτικής σημασίας κοινωνικό παράγοντα, με σημαντική παρουσία σε όλες τις τάξεις στα αστικά κέντρα και ασκώντας επίδραση όχι μόνο στους Μουσουλμάνους αλλά και στους ζίμμι (τους μη Μουσουλμάνους), λόγω της θρησκευτικής του ανεκτικότητας.
ΕΞΗΓΗΣΗ TOY ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ
Στην περίπτωση των ομάδων που εισέρρευσαν στη Μικρά Ασία, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τη σύνθεση του Σελτζουκικού σουλτανάτου του Ρουμ και τις τεράστιες πολιτισμικές αντιθέσεις μεταξύ των Σελτζούκων που ασπάστηκαν το Σουνιτικό Ισλάμ και δημιούργησαν μία κουλτούρα με έντονο το περσικό στοιχείο, ιδιαίτερα στις πόλεις, και από την άλλη των Τουρκομάνων που ήρθαν από την Κεντρική Ασία, σπρωγμένοι από τις πιέσεις πρώτα των Χορασμίων και μετά των Μογγόλων, οι οποίοι ήταν φορείς προϊσλαμικών, δηλαδή, παλιών Τουρκικών παραδόσεων και συνηθειών, με πολλά Σαμανιστικά κατάλοιπα από την Κεντρική Ασία.
Αυτή η επιρροή του Σαμανισμού διακρίνεται στους εκστατικούς χορούς και στις θαυματουργές ιδιότητες που απέδιδαν πολλά δερβισικά τάγματα στους αγίους τους, που βρίσκονται με την ίδια ακριβώς μορφή στους Τούρκους Βουδιστές του Κινεζικού Τουρκεστάν. Εξάλλου, το τελετουργικό δείπνο, το καθεστώς ελευθερίας και ισότητας που απολάμβαναν οι γυναίκες, ιδιαίτερα στους μπεκτασήδες (στις οποίες επιτρεπόταν να συμμετέχουν στις τελετές τους και μάλιστα χωρίς φερετζέ), η χρήση αλκοόλ (κυρίως κρασιού ή ρακί) στα δείπνα τους, μολονότι το απαγορεύει ρητά το Κοράνι.
Καθώς και άλλες τέτοιες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των Τουρκομάνων, που μεγάλωσαν το ρήγμα μεταξύ του αστικού πληθυσμού και των ετερόδοξων κατοίκων των χωριών και της υπαίθρου, ασφαλώς έλκουν την καταγωγή τους τόσο στην προϊσλαμική κοινωνία όσο και στα ντόπια παγανιστικά - αρχαιοελληνικά κατάλοιπα και στις Χριστιανικές δοξασίες των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας. Για παράδειγμα, πολλές δοξασίες των μπεκτασήδων μοιάζουν να έχουν Χριστιανική προέλευση, όπως η αντίληψη για την ενότητα του Θεού, του Μωάμεθ και του Αλή απηχεί την έννοια της Αγίας Τριάδας, οι 12 ιμάμηδες τους δώδεκα Αποστόλους, ενώ η συνήθεια σε πολλές αδελφότητες να εξομολογείται ο μαθητής τις αμαρτίες του στο σεΐχη, αντανακλά το Χριστιανικό μυστήριο της εξομολόγησης.
Οι ορθόδοξοι Σουνίτες Μουσουλμάνοι σκανδαλίζονταν από τις Σιιτικές, αιρετικές δοξασίες των μπεκτασήδων, που παρουσίαζαν μία μεγάλη ποικιλία, από τον πανθεϊσμό ως την αθεΐα, αλλά και από τις καθημερινές πράξεις τους, όπως την αδιαφορία τους όσον αφορά στην περιτομή, το ότι η προσευχή τους τελούνταν όχι σε τζαμί, αλλά στο ιμπαντέτ χανέ, δηλαδή, σε κάποιο δωμάτιο λατρείας, συχνά στο σπίτι του επικεφαλής τους, και βέβαια τη φιλελεύθερη αρχή τους να αντιμετωπίζουν τους πάντες ισότιμα χωρίς διακρίσεις και προκαταλήψεις. Από ορισμένους ιστορικούς θεωρείται ότι αυτός ο θρησκευτικός συγκρητισμός διευκόλυνε τον εξισλαμισμό των Χριστιανών, όπως παλιότερα στην ύστερη Ελληνιστική εποχή επιτάχυνε τη μετάβαση από την ειδωλολατρία στο Χριστιανισμό.
Στα τάγματα των μπεκτασήδων, των μεβλεβί και των αχήδων γίνονταν δεκτοί και μη Μουσουλμάνοι, οι οποίοι μπορούσαν ελεύθερα να επισκέπτονται τους τεκέδες (τα μοναστήρια των δερβίσηδων). Αναφέρεται μάλιστα στα μέσα του 19ου αιώνα ένας Έλληνας, ονόματι Αντωνάκης Βαλσαμάκης, που κατάφερε να φτάσει στον ανώτατο μπεκτασικό βαθμό στο βιλαέτι της Προύσας. Παράλληλα, πολλοί άγιοι των Χριστιανών λατρεύονταν ως Μουσουλμάνοι, όπως ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Χαράλαμπος και ο Προφήτης Ηλίας ή το αντίστροφο. Τόση ήταν η σύγχυση που προκλήθηκε από την κοινή λατρεία Χριστιανών και Μουσουλμάνων, ώστε οι ξένοι περιηγητές εντυπωσιάζονταν από το φαινόμενο:
''Είναι (οι Αλβανοί) το μεν Χριστιανοί, το δε Μωαμεθανοί, αλλά οι τελευταίοι συχνάζουν στην Εκκλησία, όπως οι πρώτοι στο τζαμί εναλλάξ''. Στο πλαίσιο των αμοιβαίων δανείων του Χριστιανισμού με το Ισλάμ, ο πρωτεϊκός Άγιος Khidr των Μουσουλμάνων συχνά ταυτίζεται με τον Άγιο Γεώργιο ή τον Άγιο Θεόδωρο, ο Χατζή Μπεκτάς με τον Άγιο Χαράλαμπο και ο Σαρί Σαλτίκ με τον Άγιο Νικόλαο, ''Σβέτι Νικόλα'' ή τον Άγιο Σπυρίδωνα, γι’ αυτό οι Αλβανοί μπεκτασήδες πήγαιναν στην Κέρκυρα για να προσκυνήσουν το σκήνωμα του Αγίου. Τον 13ο αιώνα, ο εμίρης της Σεβάστειας έστειλε τη γυναίκα του να γιατρευτεί με τις προσευχές των Χριστιανών στο μοναστήρι του Αγίου Φωκά στην Τραπεζούντα.
Πολλοί Τούρκοι κατέφευγαν για να θεραπευτούν από σοβαρές παθήσεις στην Αγία Φωτεινή της Σμύρνης, στην Παναγία Σουμελά στην Τραπεζούντα, ενώ οι πηγές αναφέρουν συχνά το βάφτισμα (βαφτίζ στα Τουρκικά) ως μία από τις σημαντικές Χριστιανικές τελετές που υιοθέτησαν οι Τούρκοι. Τον 15ο αιώνα, μαρτυρείται θρησκευτική τελετή των Χριστιανών της Σινασσού για τον Χατζή Μπεκτάς, ενώ στο Ικόνιο οι Μουσουλμάνοι τιμούσαν τον Άγιο Αμφιλοχία, μεταμφιεσμένο σε Πλάτωνα (Εφλατούν). O Hasluck, ο πρώτος ερευνητής (αρχές 20ού αιώνα) που μελέτησε τη Χριστιανική επίδραση στη λαϊκή έκφραση του Ισλάμ, απέδειξε ότι Χριστιανικά έθιμα, πεποιθήσεις και τύποι βρίσκονται στη βάση της θρησκευτικότητας των Τούρκων Μουσουλμάνων.
Κάτι που ισχύει, φυσικά, και προς την αντίθετη κατεύθυνση, μία διαδικασία που επιτεύχθηκε μέσω των μικτών γάμων, των προσηλυτισμών, του θρησκευτικού συγκρητισμού των δημοφιλών δερβισικών ταγμάτων και βέβαια του καθημερινού συγχρωτισμού Χριστιανών και Μουσουλμάνων, καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: ''H πνευματική κληρονομιά είναι τόσο δύσκολο να ψηλαφηθεί, ώστε κάθε λογικός άνθρωπος θα αρκεστεί να πει ότι αυτές οι λατρείες, άσχετα με το αν τις καθιέρωσαν Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί ή ειδωλολάτρες, ανήκουν στο ίδιο πρωτόγονο στάδιο θρησκευτικής σκέψης και εξελίσσονται σε παράλληλες πορείες. Το αθάνατο στοιχείο και η αληθινή επιβίωση έγκεινται στην πορεία της σκέψης και όχι σε κάθε εκδήλωσή της ξεχωριστά ή ακόμη και στην πλειονότητα των εκδηλώσεών της''.
H ΣΧΕΣΗ TOY ΧΑΤΖΗ ΜΠΕΚΤΑΣ ME ΤΟΥΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΥΣ
Από φυλετικός επώνυμος άρχοντας που λατρευόταν σε ένα χωριό, ο Χατζή Μπεκτάς μεταβλήθηκε, προϊόντος του χρόνου, σε Άγιο στον οποίο εστίαζε την ευλάβειά της μία ευρύτερη κοινότητα. H επονομαζόμενη αδελφότητα (τάγμα) των μπεκτασήδων, αποκτώντας ολοένα μεγαλύτερη δύναμη, τελικά, συνδέθηκε με την οργάνωση των γενιτσάρων. Οι γενίτσαροι υιοθέτησαν τον Χατζή Μπεκτάς ως προστάτη τους και έγιναν όλοι μέλη του τάγματος. Από το 1591 και εξής, ο σύνδεσμος αυτός αναγνωρίστηκε επίσημα. O αρχηγός των μπεκτασήδων πήρε τον τιμητικό τίτλο του συνταγματάρχη των γενιτσάρων και οι δερβίσηδες του τάγματος στρατωνίζονταν κανονικά με τους γενίτσαρους και παρήλαυναν μαζί τους σε δημόσιες πομπές και σε εκστρατείες.
Ακριβώς πριν από αυτή την επίσημη αναγνώριση, ακούμε για πρώτη φορά για το θρύλο που συνδέει τον Χατζή Μπεκτάς με αυτό το στρατιωτικό σώμα. Υπάρχουν δύο διακριτοί κύκλοι θρύλων που αφορούν στη σχέση του Χατζή Μπεκτάς με τους γενίτσαρους:
1) H Αγιοποιημένη εκδοχή, όπως έχουμε δει, υπογραμμίζει τον επίσημο Αγιασμό των νέων στρατευμένων από τον Χατζή Μπεκτάς, που έλαβε χώρα στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Ορχάν έπειτα από παράκληση του τελευταίου. Αυτή η εκδοχή, που περιλαμβάνει και το περιστατικό με το μανίκι, απαντάται τουλάχιστον από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. H ιστορία, ωστόσο, δεν έγινε παγκόσμια αποδεκτή και την αυθεντικότητά της αρνούνται οι σύγχρονοι ιστορικοί, Τας Κιοπρού Ζαντέ (πεθ. 1560) και Αλή (πεθ. 1599).
2) Στη δεύτερη εκδοχή του θρύλου ο Χατζή Μπεκτάς παίζει λιγότερο εμφανή ρόλο. H ίδρυση των γενιτσάρων συνδέεται με τον Μουράτ A' και το μαρτυρικό θάνατό του στο πεδίο μάχης στο Κοσσυφοπέδιο. O Χατζή Μπεκτάς εισάγεται, σύμφωνα με το θρύλο, με κάπως αδέξιο τρόπο και χάνει τη ζωή του μαζί με το σουλτάνο.
Οι γενίτσαροι ιδρύονται σύμφωνα με τις παραγγελίες που εκείνος άφησε πριν πεθάνει ή ως φόρος τιμής στη μνήμη του. Οι εκδοχές αυτού του θρύλου που διαθέτουμε, χρονολογούνται από το 17ο και το 18 αιώνα, φαίνεται, όμως, ότι ήσαν διαδεδομένες και νωρίτερα, αφού μία αναφορά (Relazione) Βενετού αξιωματούχου, το 1590, κάνει λόγο για την ίδρυση των γενιτσάρων από τον Μουράτ A': ''Εις μνήμη ενός από τους Santons του, ονόματι Aribietas''. O Ρυκώ παραδίδει την ιστορία ως εξής:
''Την εποχή που ο πολεμικός και νικηφόρος σουλτάνος Αμουράτ πέρασε με το στρατό του στη Σερβία και νίκησε τον Λάζαρο, το δεσπότη εκείνης της χώρας, και τον κατέσφαξε στη μάχη, ο Μπεκτάς ήταν τότε ένας ιεροκήρυκας του Αμουράτ, ο οποίος, ανάμεσα σε άλλες παροτρύνσεις του, προειδοποίησε το σουλτάνο να μην εμπιστεύεται τους Σέρβους. Αλλά ο Αμουράτ, κινούμενος από το θαρραλέο πνεύμα του, βασίστηκε στη σοφία και τη δύναμή του και δέχτηκε κάποιον ευπατρίδη ονόματι Βίλβο, που ήρθε με την πρόφαση να του δηλώσει υποταγή. Τον άφησε να πλησιάσει και να του φιλήσει το χέρι, εκείνος, όμως, με το μαχαίρι του έτοιμο και κρυμμένο, μαχαίρωσε τον Αμουράτ στην καρδιά και με αυτή την αιφνιδιαστική επίθεση τον έκανε μάρτυρα.
O Μπεκτάς, γνωρίζοντας ότι αυτός ο δόλιος θάνατος του ηγεμόνα του έπρεπε εξ ανάγκης να σταθεί αιτία και του δικού του θανάτου, καθώς ο ίδιος ανήκε στα πολύ κοντινά πρόσωπα του σουλτάνου, και παρόλο που είχε προφητεύσει αυτό το μοιραίο πλήγμα, δεν είχε κάνει τίποτε για να το αποφύγει, έκανε προετοιμασίες και για το δικό του θάνατο. Και έχοντας αυτό κατά νου, εφοδιάστηκε με έναν λευκό χιτώνα με μακριά μανίκια, τον οποίο προσέφερε σε όλους εκείνους που ήταν θαυμαστές του και προσήλυτοι, να τον ασπαστούν ως ένδειξη της υπακοής τους σε αυτόν και τα θεσπίσματά του.
Αυτός ο Μπεκτάς την ώρα του θανάτου του έκοψε ένα από τα μανίκια του και το τοποθέτησε στο κεφάλι ενός από τους ευσεβείς του άνδρες, τμήμα του οποίου κρεμόταν κάτω στους ώμους του λέγοντας, ''μετά από αυτό, θα είσαι γενίτσαρος'', που πάει να πει, ένα νέο στρατιωτικό σώμα. Και από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η αρχική στρατολόγησή τους. Έτσι, αυτός είναι ο λόγος που οι γενίτσαροι φορούν καπέλα που πέφτουν προς τα πίσω σαν μανίκια και ονομάζονται κετσέ''.
O Άαρον Χιλλ δίνει έναν παρόμοιο μύθο με μικρές διαφοροποιήσεις στις λεπτομέρειες:
''O θάνατος του Μπεκτάς ακολούθησε αμέσως εκείνον του Αμουράτ, καθώς πολλές φορές είχε προφητέψει την αιφνίδια επίθεση και δεν την παρεμπόδισε, αν και ήταν κοντά στο πρόσωπο του σουλτάνου, αλλά κομματιάστηκε από τους εξοργισμένους φρουρούς, ως συμμέτοχος στην προδοσία. Ωστόσο, προβλέποντας με ευκολία τι θα έφερνε σύντομα η μοίρα, ξέσκισε ένα μακρύ μανίκι, το οποίο φορούσε συνεχώς στο δεξί χέρι του, και τοποθετώντας το πάνω στο κεφάλι ενός από τους στρατιώτες του, φώναξε προφητικά στην τουρκική γλώσσα: ''Ζωή από το θάνατό μου θα ξεπηδήσει σαν το φοίνικα, Για να φυλάει απ’ τους κινδύνους τον κατοπινό βασιλιά σας''.
Αφού είπε αυτά, έπεσε, αιματοβαμμένο θύμα της οργής των στρατιωτών, αλλά η προφητεία του επαληθεύτηκε πλήρως κατά τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του επόμενου σουλτάνου, ο οποίος, συλλογιζόμενος σοβαρά τη μοίρα του Μπεκτάς, αποφάσισε να εφαρμόσει κάποια μέθοδο για να διαιωνίσει τη μνήμη του και έτσι ίδρυσε ένα νέο στρατιωτικό σώμα με το όνομα γενίτσαροι, οι οποίοι μέχρι σήμερα, μιμούμενοι το μανίκι που τοποθέτησε ο Μπεκτάς πάνω στο κεφάλι των στρατιωτών, υποχρεώνονται να φορούν ένα κάλυμμα της κεφαλής που έχει στην εμπρόσθια όψη στιλβωμένο ατσάλι. Πάνω απ’ αυτό στερεώνεται ένα μεγάλο κομμάτι από κετσέ, που πέφτοντας με μέτριο πλάτος από την κορυφή της κεφαλής τους, απλώνεται ολοένα πιο ευρύ μέχρι τη μέση της πλάτης τους''.
Δεν υπάρχει αντίστοιχος κύκλος θρύλων που να συνδέει τον Χατζή Μπεκτάς με τη λιγότερο διαπρεπή μορφή του Μουράτ B', ο οποίος ωστόσο, τουλάχιστον όπως καταγράφεται από την ιστορία, φαίνεται ότι βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό κάτω από την επιρροή των δερβίσηδων. Για να συνοψίσουμε, ο θρυλούμενος σύνδεσμος ανάμεσα στον Χατζή Μπεκτάς και τους γενίτσαρους δεν εντοπίζεται νωρίτερα από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και τουλάχιστον δύο έγκριτοι συγγραφείς εκείνης της εποχής αρνούνται την αυθεντικότητά της. Συνεπώς, ο θρύλος προηγείται χρονολογικά της επίσημης αναγνώρισης του συνδέσμου ανάμεσα στους μπεκτασήδες δερβίσηδες και τους γενιτσάρους μόνο κατά μερικά χρόνια.
Τα συμπεράσματά μας, λοιπόν, είναι ότι:
1) Η στρατολόγηση των γενιτσάρων από ειδικά εκπαιδευμένα Χριστιανόπουλα, σε αντίθεση με την παλαιότερη χρήση σκλάβων και αιχμαλώτων πολέμου ως σωματοφυλακής του σουλτάνου, ήταν μία σταδιακή μεταβολή που αναδιοργανώθηκε πάνω σε νεότερη βάση το νωρίτερο το 15ο αιώνα.
2) Ο Χατζή Μπεκτάς ήταν αρχικά ένας δάσκαλος, Μπάμπα του σουφισμού, τον οποίο υιοθέτησαν αυθαίρετα (κατά τον Hasluck) οι γενίτσαροι.
3) Ο Αγιοποιημένος θρύλος του Χατζή Μπεκτάς, του Ορχάν, και των πρώτων γενιτσάρων πιθανώς επινοήθηκε για να προωθηθεί η επίσημη αναγνώριση του Χατζή Μπεκτάς ως πνευματικού προστάτη των γενιτσάρων και του τάγματος των μπεκτασήδων ως πνευματικού συμμάχου τους.
Οι δεσμοί τους με τους δερβίσηδες Μπεκτασί, που είχαν πάνω από 7 εκατομμύρια οπαδούς στην Ανατολία και περισσότερους από 120.000 στην πρωτεύουσα, παρείχε στους γενίτσαρους την απαραίτητη λαϊκή βάση υποστήριξης. Και, φυσικά, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι μπεκτασήδες αποτελούσαν ένα σημαντικό στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού και της λαϊκής, κοινωνικής ιστορίας του Μεσαίωνα στα Βαλκάνια και στην Εγγύς Ανατολής, με τις ανεξίθρησκες και ανθρωπιστικές αντιλήψεις τους. H δράση τους, τουλάχιστον κατά τους πρώιμους χρόνους της Οθωμανικής ιστορίας, δείχνει ξεκάθαρα ότι ανήκαν στους κλάδους του οικουμενικού σουφισμού.
Αργότερα συνδέθηκαν, ίσως και για λόγους επιβίωσης, περισσότερο, αν και μερικώς, με το Σουνιτικό Ισλάμ και, φυσικά, λόγω της τεράστιας απήχησης που είχαν στον απλό άνθρωπο και δη ακόμη και τον μη Μουσουλμάνο, έγιναν αγαπητοί και στους γενίτσαρους που ήταν αρχικά παιδιά Χριστιανικών οικογενειών που εξισλαμίστηκαν. Από εκεί και πέρα, το να παίρνουμε στα σοβαρά θρύλους και μύθους που χαλκεύτηκαν τους επόμενους αιώνες (17ο κ.εξ.), προκειμένου να εξυπηρετηθούν προπαγανδιστικοί σκοποί εθνικιστικής ή σοβινιστικής - φονταμεταλιστικής ιδεολογίας, ασφαλώς δεν συνιστά σώφρονα στάση ούτε επιβεβαιώνεται από την επιστημονική κοινότητα.
H ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
Χαρακτηριστική ήταν και η προσευχή των γενίτσαρων:
''Είμαστε οι πιστοί από την αρχή ακόμη του κόσμου. Από τότε αναγνωρίσαμε την αρμονία του Αλλάχ. Θα θυσιάσουμε το κεφάλι μας γι’ αυτή την πίστη. Είμαστε μεθυσμένοι από την αιωνιότητα, είμαστε πεταλούδες μέσα στο θείο φως, είμαστε σ’ αυτό τον κόσμο μία λεγεώνα με παντοτινή έκσταση μπροστά στη μεγαλοσύνη του Αλλάχ, είμαστε τόσο πολυάριθμοι, ώστε δεν μπορούν να μας μετρήσουν στα δάχτυλα. H πηγή μας είναι αστείρευτη, οι βλάσφημοι δεν θα καταλάβουν ποτέ τη θέση μας''.
H ΖΩΗ TOY ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΥ
Για να γίνει ένα παιδί που στρατολογούνταν από το παιδομάζωμα ολοκληρωμένος γενίτσαρος, έπρεπε να περάσει από πολλά στάδια και μία επίπονη διαδικασία μάθησης. Τα παιδιά που συγκεντρώνονταν μέσω του ντεβσιρμέ, αποτελούσαν τη μαγιά για τη δημιουργία των γενίτσαρων. Ωστόσο, μέχρι να φθάσουν στο σημείο να αποτελέσουν τις επίλεκτες δυνάμεις των Οθωμανών με το χαρακτηριστικό καπέλο, τα παιδιά αυτά υφίσταντο μακρόχρονη εκπαίδευση. Από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο - μονογραφία, του Godfrey Goodwin, "Οι Γενίτσαροι", αντλούμε πολύτιμες πληροφορίες για την εκπαίδευση των γενίτσαρων από τη στιγμή που στρατολογούνται διά του παιδομαζώματος και εξής.
Για να φτάσουν σε αυτά τα υψηλά αξιώματα, τα παιδιά μάθαιναν ανάγνωση, μελετούσαν το Κοράνι πρώτα στην Αραβική και κατόπιν στην Περσική γλώσσα, αλλά οι δάσκαλοί τους φαίνεται πως θεωρούσαν την καλλιγραφία ως ξεχωριστή τέχνη. Μάθαιναν, λοιπόν, την Περσική, μαζί με τη λόγια και λαϊκή Αραβική, έτσι ώστε, όταν αναλάμβαναν ανώτερες θέσεις, να είναι σε θέση να κάνουν κάτι παραπάνω από το να καταλαβαίνουν απλώς την καινούργια θρησκεία τους. Καθώς οι νόμοι του Ισλάμ στηρίζονται στο Κοράνι, η μελέτη της θρησκείας ήταν επίσης μελέτη του Δικαίου κι αυτό βοηθούσε τους αποφοίτους να καταλαβαίνουν τις εκθέσεις των δικαστών και τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης.
Στη συνέχεια, μελετούσαν τον αστικό κώδικα που ήταν συγκεντρωμένος στον Κανούν-ναμέ (κώδικα νόμων και διαταγμάτων), τον οποίο κάποια μέρα μερικοί από αυτούς θα έπρεπε να εφαρμόσουν. Παράλληλα, διδάσκονταν ανεκδοτολογική περιγραφή των γεγονότων της Τουρκικής ιστορίας, Μαθηματικά, Γεωμετρία, λίγη Γεωγραφία και μάθαιναν, όπως άλλωστε και ο σουλτάνος, κάποια τέχνη για τους δύσκολους καιρούς ή για να ξεκουράζονται στον ελεύθερο χρόνο τους. Μάθαιναν, λοιπόν, κηπουρική (το πάθος του Μεχμέτ B'), να φτιάχνουν βέλη και τόξα ή φιλιγκράν από χρυσό και πολλά άλλα πράγματα.
Αλλά η σπουδαιότερη απ' όλες ήταν η τέχνη του πολέμου, μάθαιναν τη δύναμη πυρός του αρκεβουζίου και του μουσκέτου και διαφόρων τύπων κανονιών, τοξοβολία και ξιφομαχία. Ασκούνταν επίσης στην πάλη και στο τζερίντ (έφιππη τοξοβολία), άθλημα το οποίο εξακολουθούσε να υπάρχει το 1836, χρονιά που επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη ο αιδεσιμότατος Κόλτον. Οι μεγάλες αίθουσες όπου κοιμούνταν τα παιδιά, μετατρέπονταν την ημέρα σε αίθουσες μελέτης, ευρύχωρες καθώς ήταν και με καλό φωτισμό. Τα παιδιά κοιμούνταν σε ομάδες των δέκα πάνω σε ένα βάθρο με χαμηλά ξύλινα χωρίσματα στις τρεις πλευρές του. Οι ευνούχοι, ένας γέρος κι ένας νέος, κοιμούνταν σε παρόμοια βάθρα στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας, ενώ οι ανώτεροι λαλάδες είχαν καμπίνες με καφασωτό στα δύο άκρα.
Οι αίθουσες αυτές χρησιμοποιούνταν, λοιπόν, πολύ. Τα παιδιά κοιμούνταν σχεδόν με τα ρούχα για λόγους σεμνότητας και προστασίας. Καθώς δεν πλένονταν συχνά, υπήρχε πρόβλημα με ψείρες και ψύλλους κι όταν ένα βάθρο γέμιζε ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο, το άφηναν για τους καινούργιους. Πάντως, τα παιδιά είχαν δικά τους αποχωρητήρια με πλήρεις εγκαταστάσεις και δικό τους χαμάμ για εβδομαδιαία χρήση. Αφότου μάλιστα χτίστηκε το μεγάλο περίπτερο του Μουράτ Γ', είχαν εβδομαδιαία πρόσβαση στη θερμαινόμενη ανοιχτή πισίνα στα υπόγειά του, που ο σουλτάνος είχε σχεδιάσει για τις γυναίκες του. Το φαγητό ήταν απλό, αλλά καλό και άφθονο.
Το διαιτολόγιό τους προέβλεπε τακτική χορήγηση σούπας, πρόβειου κρέατος και ρυζιού. Άρα μπορούμε να τους θεωρήσουμε ως την πιο καλοθρεμμένη ένοπλη δύναμη της Ευρώπης, λαμβάνοντας υπόψη συγκριτικά στοιχεία για την εκπαίδευση και συντήρηση άλλων Ευρωπαϊκών στρατών. Τα μαγειρεία που έδωσαν τόσα σύμβολα βαθμού στους γενίτσαρους, βρίσκονταν πάντα στο κέντρο του ενδιαφέροντος της αυτοκρατορίας. Στα χρόνια του Σουλεϊμάν, υπήρχαν 50 μάγειροι κάτω από έναν αρχιμάγειρα και άλλοι 30 κάτω από τον βασιλικό χαλβατζή (ζαχαροπλάστη). H τροφή έπαιζε τόσο κεντρικό ρόλο στη ζωή τους, που ο διοικητής κάθε ορτά (γενιτσαρική μονάδα, θεωρητικά δύναμης 100 ανδρών) έφερε τον τίτλο του τσορμπατζή, του μάγειρα της σούπας, δηλαδή.
Κι είχε κρεμασμένη στη ζώνη του μία κουτάλα ως διακριτικό της θέσης του. Για να επανέλθουμε στην εκπαίδευση των γενιτσάρων, υπήρχε νοσοκομείο για τα ιτς ογλάν, με αρκετούς θαλάμους και ένα χαμάμ. H επιτήρηση από αξιωματικούς και ευνούχους ήταν αυστηρή. O κανόνας της σιωπής επιβαλλόταν αρχικά, όπως και άλλοι κανόνες, με τη χρήση του φάλαγγα, έτσι που τα αποχωρητήρια ήταν οι μόνοι χώροι ανθρώπινης επαφής και χαλάρωσης από την πειθαρχία. Όποιο άλλο αποτέλεσμα κι αν είχε αυτή η εκπαίδευση, που χαρακτηριζόταν από πολλές ιδιορρυθμίες και προκαταλήψεις, τις οποίες θα ασπαζόταν αργότερα μία ολόκληρη γενιά Άγγλων διευθυντών σχολείων του 19ου αιώνα, χάραξε τον κώδικά της στις καρδιές των μαθητών της.
Τα παιδιά πληρώνονταν με μέτριο μισθό, συνήθως κάθε τρίμηνο, και, παρότι ορισμένοι χαίρονταν τα είδη πολυτελείας και ό,τι άλλο έμπαινε κρυφά στο σαράι, άλλοι κατάφερναν να βάζουν στην άκρη μερικά χρήματα για την αποφοίτησή τους, γύρω στα 25 τους, ή για το γάμο τους. Τους μοίραζαν κόκκινες φορεσιές δύο φορές το χρόνο κι ένα λευκό καφτάνι το καλοκαίρι. O ρουχισμός τους πλενόταν μία φορά την εβδομάδα με μοσχοσάπουνο, αν πιστέψουμε τις αναφορές ότι τα ρούχα των νεαρών τροφίμων του σαραγιού μοσχοβολούσαν τριαντάφυλλο. Το πρώτο που απαιτούσαν από κάθε παιδί, ήταν ζήλος για σκληρή δουλειά και πολλή διασκέδαση.
Το σχολείο άρχιζε την αυγή και έως τον απογευματινό ύπνο, ελάχιστος πρέπει να ήταν ο ελεύθερος χρόνος τους. H σχολή μαράζωσε μετά το 1826, όταν διαλύθηκε το σώμα των γενιτσάρων, αλλά έκλεισε τελικά το 1922, όταν έληξε ουσιαστικά το σουλτανικό καθεστώς. Κάθε ορτά είχε τη δική του σημαία, που πάνω της εικονίζονταν διάφορα διακριτικά σύμβολα: ένα λιοντάρι, ένα τζαμί, ένας άμβωνας ή ένα πλοίο. Οι γενίτσαροι φορούσαν στολές από μπλε ύφασμα κι ένα μεγαλοπρεπές πτυχωτό λευκό κάλυμμα της κεφαλής σαν γιγάντιο ανεμοδείκτη, ορισμένες φορές διακοσμημένο με λοφία από φτερά και πετράδια. Όταν οι γενίτσαροι έκλιναν τα κεφάλια τους ταυτόχρονα, έμοιαζαν σαν χωράφι με ώριμα σπαρτά που κυμάτιζαν στο φύσημα του ανέμου.
Τα πλούσια καπέλα τους με τα φτερά έκαναν το σουλτάνο να φαίνεται σαν να γλιστρούσε πάνω στα σύννεφα την ώρα που μετέβαινε έφιππος στο παλάτι ή στο τέμενος. Από τους 196 ορτά, ο 60ός, ο 61ος, ο 62ος και ο 63ος αποτελούσαν την προσωπική σωματοφυλακή του σουλτάνου, γνωστή ως τσολάκ. Άλλοι ορτά είχαν επίσης συγκεκριμένα καθήκοντα στο παλάτι. O 64ος ήταν υπεύθυνος για τα κυνηγόσκυλα του σουλτάνου, ενώ ο 69ος για τα σκυλιά κυνοδρομιών και τα γεράκια του. Υπήρχαν τρία βασικά είδη σωματοφυλάκων του σουλτάνου. Οι μουταφερίκα (υπασπιστές) ήταν πάντα γύρω του, όταν πήγαινε στον πόλεμο. Προέρχονταν αποκλειστικά από τους απόφοιτους της Σχολής του Εντερούν και, τελικά, από 100 έφτασαν τους 800.
Υπήρχαν επίσης τέσσερις λόχοι σολάκ, παλαίμαχων τοξοτών του σώματος των γενιτσάρων, υπό τις διαταγές ενός διοικητή ο οποίος είχε το σπουδαίο καθήκον να κρατάει τους βασιλικούς αναβολείς. Οι μισοί από αυτούς τους φρουρούς έπρεπε να είναι αριστερόχειρες, έτσι ώστε να τραβούν το τόξο με το αριστερό χέρι, επειδή βάδιζαν πάντα στα δεξιά του σουλτάνου. H τρίτη φρουρά ήταν οι πεΐκ (πεζικάριοι σωματοφύλακες), που είχαν το καθόλου αξιοζήλευτο γνώρισμα ότι τους είχε αφαιρεθεί η σπλήνα. Το έθιμο αυτό το πήρε ο Μεχμέτ B' από τους Βυζαντινούς, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, όπως πήρε και τη βυζαντινή αμφίεση: χρυσαφί και ασημί μπροκάρ σε μενεξεδί ή ροζ φόντο με επίχρυση ασημένια περικεφαλαία, στολισμένη με το φτερό ενός ερωδιού.
Βεβαίως, οι γενίτσαροι σε καιρό ειρήνης είχαν και άλλα καθήκοντα. Εκτελούσαν μαζί με τους μποσταντζήδες χρέη αστυνόμων, πυροσβεστών και αξιωματούχων των τελωνείων της πρωτεύουσας. Ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο της ταυτότητας των εποίκων που έρχονταν στην πόλη ή για την απέλαση των προσφάτως αφιχθέντων, όταν ο σουλτάνος θεωρούσε την πόλη υπερπλήρη. Το συγκρότημα στρατώνων των γενιτσάρων ανάμεσα στο τέμενος Σουλεϊμανίγιε και το Χρυσό Κέρας ήταν ένα από τα κέντρα εξουσίας της Κωνσταντινούπολης, μαζί με το παλάτι, την Πύλη, τα τεμένη, το πατριαρχείο των Ορθοδόξων Χριστιανών και τις πρεσβείες των ξένων δυνάμεων. Εκεί ζούσε και ο αγάς των γενιτσάρων, ο ανώτατος διοικητής τους, σε ένα παλάτι τόσο εξαίσιο που το είχε ζηλέψει ακόμη και ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, που είχε πει κάποτε αναστενάζοντας: "Να μπορούσα να ήμουν αγάς των γενιτσάρων έστω για σαράντα μέρες".
O ΠΥΡΗΝΑΣ TOY ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Αποστολή του σώματος των γενιτσάρων ήταν να αποτελέσει ένα επίλεκτο σώμα πεζικού που θα βρισκόταν μονίμως σε υπηρεσία στους στρατώνες του, όταν δεν βρισκόταν σε εκστρατεία σε κάποια φρουρά. Γι' αυτό το λόγο απαγορευόταν ο γάμος. O στρατιώτης πληρωνόταν και όταν έπαιρνε σύνταξη, στα 45 του, εξακολουθούσε να φορά τη στολή του και μπορούσε, αν ήθελε, να μένει στους στρατώνες, όπου ενέπνεε τους νεοσύλλεκτους με τα θρυλικά κατορθώματά του. Συγκρινόμενοι με τα θορυβώδη και απείθαρχα στρατεύματα των δυτικών μοναρχών προ του 1700, οι γενίτσαροι ήταν αρχικά υπόδειγμα σοβαρότητας και πειθαρχίας. Καθώς ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, δέχτηκαν πρόθυμα να χρησιμοποιούν πυροβόλα όπλα ως κύριο μέσο επίθεσης.
Υιοθέτησαν τα τουφέκια με πυρόλιθο από πολύ νωρίς, ίσως επειδή το 1389 αντιμετώπισαν τα πυροβόλα του στρατού του Ουνυάδη στο Κοσσυφοπέδιο, που ήταν από τα πρώτα. Εκείνη την εποχή, οι Οθωμανοί στρατηγοί μάθαιναν γρήγορα από τους αντιπάλους τους. Αλλά πολύ αργότερα, το σώμα εντάχθηκε πλήρως στη ζωή της πόλης ως κοινότητα προνομιούχων κι έτσι το φως των δυτικών στρατιωτικών καινοτομιών ήταν μοιραίο να σβήσει και να αγνοηθεί. Στα χρόνια της βασιλείας του Μεχμέτ B', οι γενίτσαροι χρησιμοποιούσαν το τόξο, τη βαλλίστρα και το μουσκέτο, καθώς και ένα είδος όλμων. Δεν ήταν καλοί στο να κρατάνε τη θέση τους ή σε ελιγμούς που θα κατέληγαν στο σχηματισμό ενός τετραγώνου.
Κάτι που ήταν αναμενόμενο την εποχή αυτή, που, γενικά, οι μουσκετοφόροι πολεμούσαν σε χαλαρή παράταξη. Οι γενίτσαροι, όμως, απέτυχαν να υιοθετήσουν τις νεότερες στρατιωτικές εξελίξεις, που θα δημιουργούσαν κατά τον 18ο αιώνα τους πανίσχυρους δυτικούς στρατούς των πειθαρχημένων τυφεκιοφόρων και έτσι μοιραία έμειναν κάποια στιγμή να εκφράζουν έναν τραγικό αναχρονισμό, πολεμώντας με "γιουρούσια", με την κύρια τακτική μάχης τους να είναι η εξαπόλυση μίας μαζικής (αλλά καθόλου καλά συντονισμένης) ομοβροντίας με τα όπλα τους, πριν προωθηθούν για να κάνουν έφοδο με τα γιαταγάνια τους. Την εποχή του 16ου αιώνα, αυτή η τακτική ήταν αποτελεσματική και προκαλούσε τρόμο σε κάθε Ευρωπαϊκό στρατό.
Δύο αιώνες αργότερα, ήταν ένας αναχρονισμός που εξασφάλιζε την ήττα σε οποιοδήποτε Οθωμανικό στράτευμα αναμετριόταν σε ανοιχτό πεδίο με έναν καλά οργανωμένο Ευρωπαϊκό στρατό. Το σώμα χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες. Οι Σεκμπάνηδες ή Σεϊμένηδες (σκυλοτρόφοι) αποτελούνταν από 34 ορτάδες (λόχους), που ξεχώριζαν από τις κόκκινες μπότες τους. Οι Τζεμαάτ αποτελούνταν από 101 ορτάδες και φρουρούσαν τα σημαντικά φρούρια. Οι αξιωματικοί είχαν το δικαίωμα να ιππεύουν παρουσία του αγά τους και φορούσαν κίτρινες μπότες. Τέλος, υπήρχαν τα Μπολούκ (μπουλούκια ή διμοιρίες), που αποτελούνταν από 61 ορτάδες. Συνολικά, δηλαδή, υπήρχαν 196 λόχοι.
Κάθε λόχος απαρτιζόταν αρχικά από 100 άντρες, αλλά κατά καιρούς έφτανε τους 600 ή και τους 800, στα χαρτιά τουλάχιστον, στα τέλη του 17ου αιώνα, όταν το σώμα έφτασε να αριθμεί 70.000 άντρες. Στρατιώτες ήταν λιγότεροι από τους μισούς, αλλά ο αριθμός αυτός περιλάμβανε και πολλούς στρατιώτες - φαντάσματα που εμ φανίζονταν ως γενίτσαροι ώστε να εισπράττεται ο μισθός τους. Κάθε τόσο γίνονταν περικοπές, αλλά πολύ σύντομα το σύνολο έφτανε ξανά στον αριθμό των 70.000 και στην ανάγκη υπολογίζονταν και οι προ πολλού αποβιώσαντες. Επικεφαλής κάθε ορτά ήταν ο Τσορμπατζής ("σουπάς"), που είχε για έμβλημά του μία κουτάλα.
O Οντά μπασής του ήταν θαλαμάρχης των γενίτσαρων και είχε για βοηθούς τους αξιωματικούς που ήταν υπεύθυνοι για την επιμελητεία και τον Αστσήμπαση (μάγειρα του σαραγιού). Το έργο του τελευταίου ήταν εξαιρετικά σημαντικό, αφού έπρεπε να φροντίζει για τα κανονικά και καλομαγειρεμένα γεύματα, που εξασφάλιζαν την καλή διάθεση του στρατού. Οι γενίτσαροι δεν έτρωγαν γαλέτα, όπως οι στρατιώτες άλλων στρατών, αλλά φρεσκοζυμωμένο ψωμί, εκτός από τη βασική μερίδα αρνίσιου κρέατος, πιλαφιού και βουτύρου. O αστσήμπασης ήταν επίσης υπεύθυνος για την πειθαρχία στους στρατώνες και -επειδή ίσως χρησιμοποιούσε καλοακονισμένα μαχαίρια και ήταν έμπειρος χασάπης- έκανε και το δήμιο.
H συνηθισμένη τιμωρία ήταν να τους βάζει να κάνουν τη λάντζα στα μαγειρεία, κάτι που γίνεται και σήμερα σε όλους σχεδόν τους στρατούς του κόσμου. Κάθε οτζάκιο (εστία) είχε επίσης το δικό της υπεύθυνο για τη μισθοδοσία, ο ρόλος του οποίου κατέληξε πολύ ύποπτος, όταν η διαφθορά έγινε καθεστώς στα τέλη του 16ου αιώνα, την εποχή αυτή οι παντρεμένοι γενίτσαροι έμεναν έξω από τους στρατώνες, επομένως, είχαν χάσει -και δικαιολογημένα- το δικαίωμα προαγωγής, οπότε έσπευδαν να ανακατευτούν με το εμπόριο και άλλες, ακόμη λιγότερο "τιμημένες", ασχολίες. Διοικητής του σώματος ήταν ο Αγάς των γενιτσάρων, ex-officio μέλος του Αυτοκρατορικού συμβουλίου, κατώτερος των τεσσάρων βεζίρηδων του Τρούλου και ανώτερος όλων των άλλων διοικητών.
Διοικητής του τμήματος των σεκμπάνηδων ήταν ο Σεκμπάντασης, υπαρχηγός του αγά, με υπαρχηγό τον Κουλκαγιά ή κετχουντά των κουλ, που ήταν διοικητής του τμήματος των μπολούκ. Αυτοί, μαζί με τους αξιωματικούς των τριών αρχαιότερων οτζακίων (εστιών), ήταν οι λεγόμενοι έξι Οτζάκ Αγάδες και είχαν βαθμό στρατηγού. Υπήρχε επίσης ο Γενίτσερη Κατίπ (γραμματικός και αγάς της Κωνσταντινούπολης), που διοικούσε τους 34 ορτάδες των παιδιών, απ' όπου όλοι οι ορτάδες στρατολογούσαν τους στρατιώτες τους, οπότε συνολικά υπήρχαν 230 λόχοι. O ατεστσήμπασης (αρχιμάγειρος) ήταν γενικός επιστάτης και διοικητής της στρατιωτικής αστυνομίας.
Φορούσε μαύρη δερμάτινη δαλματική, στολισμένη με χρυσά κουμπιά, στο ζωνάρι του ήταν στερεωμένοι γάντζοι, απ' όπου κρέμονταν αλυσίδες με κουτάλια, μία γαβάθα και διάφορα μαγειρικά σκεύη, όπως δύο τεράστια χασαπομάχαιρα. Όλα αυτά ήταν τόσο βαριά, που για να περπατάει ή για ν' ανέβει στο άλογό του τον στήριζαν δύο γενίτσαροι. Όλοι φορούσαν το κόκκινο ή άσπρο κάλυμμα των μπεκτασήδων που δίπλωνε ψηλά πάνω από το φρύδι και κρεμόταν στο λαιμό τους, με ένα κουτάλι ως έμβλημα. Το κάλυμμα κουνιόταν με καμάρι όταν περπατούσαν κι αυτό τους τόνωνε το ηθικό.
Μία φορά το χρόνο, τη Νύχτα της Εξουσίας, το μήνα του Ραμαζανιού, μοίραζαν στους άντρες γαλάζιες στολές, που τις έφερναν από τη Θεσσαλονίκη και τις μοίραζαν από μία αποθήκη στο νομισματοκοπείο, κοντά στο τζαμί του Μπαγιαζίτ B' .
OI ΣΗΜΑΙΕΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
H σημαία των γενιτσάρων ήταν η μισή κίτρινη και η άλλη μισή κόκκινη, με το Ζουλφικάρ ζωγραφισμένο στο κέντρο. Σημαίες χάνονταν συχνά στη θάλασσα, αλλά Οθωμανική σημαία έπεσε για πρώτη φορά σε εχθρικά χέρια το 1559. Εκείνη την εποχή, είχε χρώμα σταχτογάλανο, αλλά στη συνέχεια επίσημο χρώμα των Οθωμανών έγινε το σταχτοπράσινο. Οι σημαίες των γενιτσάρων ενέπνεαν σχεδόν τον ίδιο σεβασμό και ευλάβεια. Ήταν όλες διαφορετικές. H σημαία του 1ου λόχου είχε για έμβλημα μία καμήλα, του 43ου έναν ελέφαντα και του 17ου ένα λιοντάρι, του 10ου λόχου ένα γεράκι και του 68ου έναν πελαργό, ενώ του 74ου έναν παράξενο μιμπέρ (άμβωνα).
Του 84ου λόχου είχε έμβλημα ένα τζαμί με δύο μιναρέδες, του 30ου ένα τζαμί με μιναρέ, ο 41ος λόχος είχε για έμβλημα ένα κεροψάλιδο, ενώ ο 56ος μία καραβέλα με ανοιγμένα όλα της τα πανιά. Άλλα εμβλήματα ήταν άγκυρες, σημαίες, όπλα, κλειδιά, το τόξο και το βέλος του 54ου λόχου και το τριαντάφυλλο του 44ου. Όταν έληγε η εκστρατεία, οι σημαίες μεταφέρονταν στα τζαμιά και στους τεκέδες με την προσήκουσα τελετή και υψώνονταν δεξιά ή αριστερά του μιμπέρ.
OI ΘΑΛΑΜΟΙ - ΣΤΡΑΤΩΝΕΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
Οι στρατώνες των γενιτσάρων ήταν μνημειώδεις. Τον 18ο αιώνα, υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη 60 ονταλάρ (θάλαμοι, κοιτώνες) ικανοί να στεγάσουν 40.000 άντρες. O Sanderson αναφέρει, το 1594, ότι οι γενίτσαροι στεγάζονταν σαν καλόγεροι, κάτι το οποίο υπονοεί ίσως μία σειρά κελιών (αυτό αληθεύει μάλλον για το Εσκί Ονταλάρ). Τον 16ο αιώνα, χτίστηκε ένα τεράστιο νέο συγκρότημα, το Γενί Ονταλάρ (Νέοι Στρατώνες): καταλάμβανε την περιοχή από το σημερινό δημαρχείο ως το Ακσαράι, το τζαμί του Μουράτ Πασά και το Σοφαλάρ Χαμάμ. Το Γενί Ονταλάρ είχε εφτά πύλες.
H κεντρική -η μεγάλη πύλη, πίσω από την οποία οι γενίτσαροι πρόβαλαν την τελευταία μάταιη αντίστασή τους, το 1826- ήταν η Πύλη των Τελετών, που οδηγούσε στο τεράστιο Ετμεϊντάν ή εσωτερικό Στάδιο Παρελάσεων. Το 1800, ο Le Chevalier ανέφερε ότι καμία τίμια γυναίκα δεν πλησίαζε ατιμωρητί αυτούς τους στρατώνες, αλλά αυτό ίσχυε και στη Γαλλία και σε πολλές άλλες χώρες. Ένα εργοστάσιο στην πύλη του σαραγιού απέναντι από την πρώτη βασιλική τους Αγίας Σοφίας ήταν επιφορτισμένο να φτιάχνει κεριά για τους γενίτσαρους, οι οποίοι προμηθεύονταν από διάφορους εμπορικούς οίκους το μποζά, το αγαπημένο τους χειμερινό ποτό από κριθάρι που είχε υποστεί ζύμωση.
Το ψωμί ερχόταν από τους φούρνους, όπου εργάζονταν 300 παιδιά. Παξιμάδια παρασκευάζονταν εκεί κοντά. Το κρέας ετοίμαζαν 80 Έλληνες χασάπηδες σε 20 μαγαζιά. Το μεγαλείο των επίσημων στολών των Οθωμανών στρατιωτικών μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις σκηνές τους, αφού αυτές ήταν πολύ πιο μεγαλόπρεπες από τα κτήριά τους. Οι σκηνές ήταν ιδιοκτησία του σουλτάνου και μοιράζονταν, όπως άλλωστε και τα όπλα και οι πανοπλίες, μόνο σε εποχές πολέμου. Κατά την ενθρόνισή του, ο σουλτάνος παράγγελνε μία καινούργια μεταξωτή οτάκ (Αυτοκρατορική σκηνή, στην κυριολεξία "υψηλός τρούλος"), η οποία προερχόταν από τα μεγάλα αντίσκηνα των χάνων τους Κεντρικής Ασίας.
Αλλά δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τις σκηνές του Ταμερλάνου, για παράδειγμα, που ήταν πραγματικά παλάτια. Για να φτιαχτεί μία Αυτοκρατορική σκηνή, χρειαζόταν χρόνια. Οι σκηνές εκστρατείας ήταν συνήθως λιγότερο φανταχτερές, αν και η σκηνή του σουλτάνου στηνόταν μέσα σε ένα περιτειχισμένο κάστρο από ύφασμα, κατά το κινεζικό στυλ, με πόρτα σε δύο επίπεδα και θόλο στην κορυφή. Υπήρχε εντός τους μία μεγάλη σκηνή, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις του Ντιβανίου και των άλλων συμβουλίων. H οτάκ ήταν σύμβολο μεγαλειότητας: ο Προφήτης, έλεγαν, είχε καθίσει κάτω από μία σκηνή με τρούλο στην έρημο, ενώ οι θρυλικοί Άγιοι Σουφίτες είχαν τις σκηνές τους στον ουρανό. H σκηνή έχει εν γένει μεγάλη σημασία στο Ισλάμ. Στην Ινδία, η σκηνή του Μογγόλου Αυτοκράτορα ήταν κόκκινη.
H MEPA ΤΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Ανά τρίμηνο, σε μία επιβλητική τελετή, την οποία παρακολουθούσε ο μέγας βεζίρης και περιστασιακά κάποιος πρέσβης, λάμβανε χώρα η πληρωμή των γενιτσάρων. Τα χρήματα τοποθετούνταν σε μικρά δερμάτινα πουγκιά και δίνονταν σε κάθε λόχο με τη σειρά: στο τέλος της τελετής, οι ανώτεροι αξιωματικοί έμπαιναν στο Ντιβάνι και φιλούσαν την άκρη του μανδύα του μεγάλου βεζίρη. O σουλτάνος ήταν εγγεγραμμένος στις τάξεις του 61ου ορτά και, όταν έπαιρνε την πληρωμή του, την επέστρεφε επαυξημένη στο διοικητή του.
Ουσιαστικά, υπήρχε ένας "γάμος" του σουλτάνου και της φρουράς του αλλά, ως γνωστόν, όπως έγραψε ο Ιουβενάλιος για την πραιτοριανή φρουρά, "Quis custodiet ipsos custodes?" (Ποιος θα μας φυλάει από τους ίδιους τους φρουρούς;), επρόκειτο για μία αμφιταλαντευόμενη ισορροπία φόβου και ανάγκης, ισχύος και αδυναμίας, αίματος και χρυσού. Δεν είναι τυχαίο ότι το σώμα των γενιτσάρων εγκωμιαζόταν συχνά στις Αυτοκρατορικές διακηρύξεις, ενώ οι σουλτάνοι με αναρίθμητες εκδηλώσεις εύνοιας έτειναν να επαυξάνουν το κύρος και την υπόληψή τους, αλλά, φυσικά, ταυτόχρονα και την αυθαιρεσία τους.
Οι γενίτσαροι είχαν συμφέρον να αλλάζουν οι σουλτάνοι, καθώς ο νέος σουλτάνος σήμαινε και ένα νέο "δώρο" ανάρρησης γι' αυτούς. Ελλείψει κάποιου αντιπροσωπευτικού θεσμού όπως το κοινοβούλιο, οι γενίτσαροι συχνά δρούσαν ως ισοδύναμό του. Εξέφραζαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ενώ άλλες φορές χρησιμοποιούνταν από επιτήδειους βεζίρηδες ή ουλεμάδες (θρησκευτικούς ηγέτες) ως μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η επαναστατικότητα των γενιτσάρων είχε να κάνει και με τους στενούς δεσμούς τους με το δερβισικό τάγμα των μπεκτασήδων.
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΕΙΡΗΝΗΣ
O γενίτσαρος, πέρα από τις υποχρεώσεις στον πόλεμο, είχε επίσης ορισμένα καθήκοντα σε καιρό ειρήνης, ενώ οι αξιωματικοί του κατείχαν πολιτικά αξιώματα. O διοικητής του 56ου ορτά, ο τσαρντάκ τσορμπατζής (αρχιτελώνης), βοηθούσε τον καδή που ήταν υπεύθυνος για τον εφοδιασμό της πόλης με τρόφιμα. Τόσο σπουδαίοι αξιωματούχοι εκπαιδεύονταν κανονικά σε κάποια από τις σχολές για τα παιδιά, αλλά αναδεικνύονταν επίσης κατά καιρούς από τις τάξεις του στρατού, κυρίως σε καιρό πολέμου. Με τις μεγάλες απώλειες στα χρόνια της βασιλείας του Σελίμ A', οι προαγωγές αυξήθηκαν σε σχέση με άλλες περιόδους. O αγάς των γενιτσάρων ήταν ισχυρός όσο και ο άλλοι πασάδες και συγκαλούσε δικό του Ντιβάνι στο παλάτι κάτω από το Σουλεϊμανίγιε.
Εκτός αυτού, ήταν επιφορτισμένος με τον έλεγχο των βασιλικών μαγειρείων, όπως άρμοζε στο γενικό διοικητή ενός σώματος που είχε τόσο στενή σχέση με τα καζάνια. Αυτή η σχέση στρατιωτών και καζανιών είχε κεντροασιατικές και Μογγολικές ρίζες, όπως και το ιερό τόξο και οι ιππουρίδες (σύμβολα των ανώτατων αξιωματικών), με έντονη την επιρροή του Σαμανισμού (και της πρωτόγονης πίστης στα πνεύματα του καλού και του κακού), που ήταν καθοριστικός παράγοντας σε κινήματα όπως οι μπεκτασήδες δερβίσηδες. Αλλά, τον 16ο αιώνα ο αγάς διοριζόταν κυρίως από τις τάξεις των αξιωματούχων του σαραγιού, που είχαν εκπαιδευτεί ως παιδόπουλα.
Αυτοί οι αξιωματούχοι κατείχαν ήδη άλλα λιγότερο σπουδαία αξιώματα και μπορούσαν να προαχθούν σε βεζίρηδες του Τρούλου και τελικά να φτάσουν στο ύπατο αξίωμα. Κάθε ορτά έφερε το όνομα της υπηρεσίας του στο παλάτι και το όνομα της υπηρεσίας του στη μάχη. O διοικητής είχε το προνόμιο να φορά σαρίκι βασιλικού τύπου (αυτό ήταν μεγάλη τιμή, γιατί, όταν το σαρίκι του σουλτάνου μεταφερόταν κατά τις παρελάσεις πριν από αυτόν, οι γενίτσαροι το χαιρετούσαν με μεγαλύτερο σεβασμό από τον άντρα που ακολουθούσε έφιππος πιο πίσω). Αυτά τα προνόμια προστατεύονταν με ζήλο ως μέρος του μεγάλου μυστηρίου που περιέβαλλε το σώμα. Κάποια εποχή, διοικητής του 82ου ορτά ήταν ο Μιμάρ Σινάν Αγάς, ο μεγαλύτερος Οθωμανός αρχιτέκτονας.
O Σινάν περηφανευόταν περισσότερο για το ότι ήταν γενίτσαρος και για τη σταδιοδρομία του από νεοσύλλεκτου σε αξιωματικό και κατόπιν αξιωματικό της βασιλικής φρουράς, παρά για την πεντηκονταετή υπηρεσία του ως αρχιτέκτονα της Αυτοκρατορίας. Οι ορθόδοξοι ιμάμηδες διορίζονταν αρχικά από τον 84ο ορτά, αλλά η επιρροή τους μειώθηκε, όταν επιτράπηκε να μπουν στο σώμα οκτώ μπεκτασήδες δερβίσηδες που τοποθετήθηκαν στον 99ο ορτά και ο μπαμπάς (μπάμπα - πνευματικός πατέρας) τους τιμήθηκε ως αξιωματικός. Όσο κι αν πολλοί πολίτες μισούσαν και έτρεμαν το νταηλίκι και τις κλοπές τους, οι γενίτσαροι ήταν οι φύλακες της τάξης στην πόλη.
Ήταν κανόνας οι ανώτεροι αξιωματούχοι να διασχίζουν τη νύχτα έφιπποι τις κακόφημες συνοικίες της πόλης, για να εντυπωσιάζουν τις συμμορίες των κακοποιών και τους αλήτες της περιοχής, ώστε ο νόμος του σουλτάνου να τηρείται από άκρη σ' άκρη. Ως προς αυτό, η Κωνσταντινούπολη υπερτερούσε των άλλων Ισλαμικών και Ευρωπαϊκών πόλεων, γιατί οι γενίτσαροι ήταν πανταχού παρόντες φορείς της εξουσίας και, όταν περιπολούσαν στους δρόμους τη νύχτα, κανείς δεν τολμούσε να τους αψηφήσει. Οι γενίτσαροι ήταν επίσης υπεύθυνοι για την επιβολή της τάξης και των κανόνων του ελεύθερου εμπορίου στις αγορές και τα παζάρια και είχαν δικαίωμα να επιβάλλουν συνοπτικές τιμωρίες για αθέμιτες συναλλαγές ή κλέψιμο στο ζύγι.
Φυλούσαν επίσης τις πύλες της πόλης και επάνδρωναν τα φρούρια και τις φυλακές. Αν και η περιπολία στις οδικές αρτηρίες και η αστυνόμευση των επαρχιακών πόλεων ήταν καθήκον των γενιτσάρων της περιοχής αυτής, οι γενίτσαροι της επαρχίας ήταν προέκταση της έννοιας των στρατιωτών ως ένοπλων και ένστολων αστυνομικών που προστάτευαν όλα τα τμήματα του απλού λαού. Μία από τις αδυναμίες αυτών των στρατιωτών ήταν η αγάπη τους για τα κρασοπουλειά, όπου έπιναν και έπαιζαν τυχερά παιχνίδια όλη νύχτα, όταν το μαγαζί έπρεπε, υποτίθεται, να έχει κλείσει και αμπαρωθεί. Οι γενίτσαροι είχαν επίσης προτίμηση στο λάγνο χορό αγοριών και νέων σε αυτά τα στέκια και ήταν διατεθειμένοι να τους ράνουν με ασήμι, αν όχι να τους λούσουν με χρυσάφι .
Το Ετ Μεϊντάν, ο παλιός χώρος του Βυζαντινού ιπποδρόμου, ήταν ο κυριότερος χώρος συνάθροισης των γενιτσάρων. Βρισκόταν στην καρδιά της πόλης κοντά στο Τζαμί του Πορθητή και σήμαινε "ο τόπος του κρέατος". Το Ετ Μεϊντάν δεν ήταν πλατεία με την Ευρωπαϊκή έννοια, αν και όλοι το ήξεραν ως Πλατεία του Κρέατος. H χωμάτινη ανοιχτή έκταση κατακλυζόταν από ομάδες ανθρώπων, σκηνές, άλογα και υπαίθριες φωτιές, όπου έψηναν κρέας. Αλλά το Ετ Μεϊντάν δεν ήταν συνηθισμένη αγορά. Είχε πάρει το όνομα Πλατεία του Κρέατος, επειδή εκεί έπαιρναν το καθημερινό συσσίτιό τους οι γενίτσαροι, μαγειρεμένο στα τεράστια καζάνια που αποτελούσαν το τιμημένο σύμβολο κάθε ορτά.
Ήταν το κέντρο της συνοικίας των γενιτσάρων μέσα στην πόλη. Το Ετ Μεϊντάν δεν ήταν μόνο στρατώνας: ήταν επίσης χώρος συναλλαγών. Πολλοί από τους στρατιώτες ήταν τεχνίτες και δούλευαν ως μπαλωματήδες, ξυλουργοί και επιπλοποιοί, μεταλλουργοί ή σαμαράδες. Πουλούσαν τα προϊόντα τους σε μαγαζάκια γύρω από το Ετ Μεϊντάν ή μέσα στα πολυσύχναστα σοκάκια που κατέληγαν στον Κεράτιο Κόλπο. Διέφεραν ελάχιστα από τους άλλους τεχνίτες στα εργαστήριά τους, αλλά η πραγματική τους δουλειά ήταν η άσκηση βίας. Αλλοι γενίτσαροι, με φαρδιά παντελόνια, κοντά γιλέκα και λευκά τουρμπάνια, με μακριά μαχαίρια και πιστόλια στα ζωνάρια τους, τριγύριζαν κορδωμένοι στους δρόμους.
Όταν τους κάλεσαν να πάνε στον πόλεμο, το 1811, παρήλασαν 13.000 άντρες. Αλλά όταν η φάλαγγα ξεκίνησε την επίπονη πορεία της προς Βορρά, ο αριθμός τους είχε μειωθεί στους 1.600. H γενική εκτίμηση ότι υπήρχαν 20.000 γενίτσαροι μέσα την πρωτεύουσα, ίσως δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα, αφού περιλάμβανε τα παιδιά και τις οικογένειές τους, καθώς και ηλικιωμένους στρατιώτες που λάμβαναν γενναιόδωρες συντάξεις Το Τουρκικό όνομα για το σώμα των γενιτσάρων ήταν οτζάκ, δηλαδή, η κοινή εστία ενός καταυλισμού. O συμβολισμός του μαγειρέματος και του γεύματος ήταν βαθιά ριζωμένος στα έθιμά τους. Οι τίτλοι των αξιωματικών τους, όπως αυτός του συνταγματάρχη, τσορμπατζή (μάγειρας της σούπας), σχετίζονταν άμεσα με τον εφοδιασμό και το μαγείρεμα του φαγητού.
Τα πελώρια καζάνια ήταν το πολυτιμότερο κτήμα των γενιτσάρων, έμβλημα της κοινής ζωής τους: όποιο σύνταγμα έχανε τα καζάνια του στον πόλεμο, ατιμαζόταν για πάντα. Όταν οι γενίτσαροι στασίαζαν, αναποδογύριζαν με επισημότητα τα τεράστια χάλκινα καζάνια, για να διακηρύξουν ότι αποποιούνταν το συσσίτιο του σουλτάνου και αρνούνταν να τον υπακούσουν. Σύμφωνα με την παράδοση της Ανατολής, η συνήθεια να μοιράζονται καθημερινά το φαγητό και να τρώνε όλοι μαζί από το ίδιο καζάνι, έδενε κάθε άτομο με την κοινότητα. Οι προσκλήσεις στο συσσίτιο των γενίτσαρων ήταν περιζήτητες, επειδή έβαζαν τον καλεσμένο κάτω από την προστασία των οτζάκ.
Ορισμένοι κατατάσσονταν επίσημα ως γιαμάκα -βοηθητικοί του σώματος των γενίτσαρων, υπεύθυνοι για την επάνδρωση των οχυρών κατά μήκος του Βοσπόρου- ενώ πολλοί από τους αχθοφόρους, τους γυρολόγους και τους μικροκλέφτες της πόλης κατατάσσονταν σε έναν από τους ορτάδες, για να απολαμβάνουν τα προνόμιά του. Οι γενίτσαροι αποτελούσαν μία δεμένη κοινότητα ενάντια στον έξω κόσμο. Κάθε σύνταγμα συγκεντρωνόταν τακτικά γύρω από το πελώριο χάλκινο καζάνι που συμβόλιζε την κοινή ζωή του και στις συνελεύσεις κάθε γενίτσαρος είχε δικαίωμα να εκφέρει γνώμη για τις υποθέσεις του συντάγματος. Συχνά λαμβάνονταν βαρυσήμαντες αποφάσεις με αυτό το δημοκρατικό τρόπο, όπως στις περιπτώσεις που αποφάσιζαν να αψηφήσουν τις διαταγές του σουλτάνου ή να εκδικηθούν κάποιο εχθρό.
Σε αυτές τις συνελεύσεις συχνά έπαιζε ηγετικό ρόλο ένας απλός στρατιώτης ή σεβαστός βετεράνος, ενώ οι αξιωματικοί παρακολουθούσαν ως αμέτοχοι θεατές. Μόνο οι αξιωματικοί που είχαν την εκτίμηση των αντρών τους, μπορούσαν να τους επηρεάσουν, ο βαθμός από μόνος του δεν είχε κανένα κύρος. Το σύνταγμα ήταν η ισόβια κατοικία κάθε μέλους του. Ακόμη κι ο γενίτσαρος που έπαιρνε σύνταξη, παρέμενε μέλος του ορτά του. O μόνος τρόπος για να αποκοπεί, ήταν η λιποταξία, ο θάνατος ή, για ένα συνταγματάρχη, η μετάθεσή του σε κάποιον άλλο ορτά.
H συνοικία των γενίτσαρων, κατάμεστη από τις γυναίκες και τα παιδιά τους, καθώς και από τους γιαμάκα και τα άλλα μειράκιά τους, θύμιζε περισσότερο χωριό ή μικρή πόλη στα μάτια ενός Δυτικού, παρά ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα. Οι γενίτσαροι ζούσαν στα δικά τους σπίτια ή σε επιπλωμένα δωμάτια και σπάνια σε στρατώνες ή καταλύματα. Στην πρωτεύουσα και στα μεγάλα κέντρα των επαρχιών, όπως η Βαγδάτη και το Βελιγράδι, μεγάλα τμήματα της πόλης παραχωρούνταν στη συνοικία των γενίτσαρων, που ξεχώριζε γιατί ήταν καθαρότερη και πιο τακτική από τους γύρω δρόμους.
Ακόμη κι οι μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας -το Χαλέπι, η Δαμασκός, η Θεσσαλονίκη, η Αδριανούπολη κι η Προύσα- είχαν τις δικές τους μονάδες γενιτσάρων, που με το πέρασμα του χρόνου αποκτούσαν τη δική τους κλειστή κοινότητα, μέσα στην πόλη. Οι πρώτες μονάδες αποτελούνταν από νεαρούς ανύπαντρους άντρες, αλλά στις αρχές του 17ου αιώνα, οι γενίτσαροι είχαν παντρευτεί και εδραιωθεί μέσα στις τοπικές κοινωνίες. Και επειδή οι μισθοί τους σπάνια έφταναν στην ώρα τους από την πρωτεύουσα, είχαν αρχίσει να ασκούν διάφορες τέχνες, μολονότι θεωρητικά αυτό απαγορευόταν.
Προς το τέλος του 18ου αιώνα, οι γενίτσαροι, σε πολλές πόλεις, είχαν εγκαταλείψει κάθε πρόσχημα ότι αποτελούσαν μάχιμη δύναμη: αποτελούσαν περισσότερο τον πυρήνα ενός δικτύου πανίσχυρων συμφερόντων σε καθένα από τα φυλάκιά τους. H πρόσκληση να καταταγούν στο οτζάκ και κυρίως το δικαίωμα να συμμετέχουν στο συσσίτιο των γενιτσάρων, ήταν το μέσο που χρησιμοποιούσαν πολλοί αγρότες Μουσουλμάνοι για να εισχωρήσουν στη ζωή της πόλης. Έτσι, οι αυτόχθονες συγκεκριμένων περιοχών εισχωρούσαν σε συγκεκριμένα συντάγματα και λόχους. Το 1821, ο αιδεσιμότατος Ρόμπερτ Γουόλς περιέγραψε τους γενίτσαρους και τα μειράκιά τους ως εξής:
"Ανάμικτο πλήθος αγοριών κι ηλικιωμένων αντρών, χωρίς καθορισμένη στολή, εκτός από ένα μεγάλο, λιγδιασμένο, πολύ παράξενο τσόχινο καπέλο. Είναι τόσο άχαρο, ώστε πέφτει συνέχεια. Οι συνταγματάρχες ξεχωρίζουν από τα απίστευτα κράνη τους, τόσο ψηλά και ασταθή, ώστε μερικές φορές αναγκάζονται να τα στηρίζουν στο κεφάλι τους και με τα δύο τους χέρια. Πράγματι, κάθε κάλυμμα του κεφαλιού στους Τούρκους φαίνεται εντελώς ασυνδύαστο με την άνεση. Το σαρίκι είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ανοικονόμητο, ενώ μερικά θυμίζουν μάλλινα σακιά, που πρέπει κάποιος να ισορροπεί συνέχεια πάνω στο κεφάλι του σαν καρδάρα με γάλα".
Στη συνέχεια, ο Γουόλς εξέφραζε τη γενική γνώμη των Ευρωπαίων, την οποία υποστήριζαν κι αρκετοί Οθωμανοί, ότι οι γενίτσαροι είχαν διαφθαρεί, ήταν επικίνδυνοι και αποτελούσαν μία σοβαρή απειλή για την ασφάλεια του κράτους. Δεν ήταν πια οι φημισμένοι για την πειθαρχία τους στη μάχη και την εγκράτειά τους σε περίοδο ειρήνης στρατιώτες. Μέχρι το 17ο αιώνα, οι νεοσύλλεκτοι ήταν τα αγόρια του παιδομαζώματος που είχαν έρθει στην Κωνσταντινούπολη ως καινούργιοι σκλάβοι του σουλτάνου. Έχοντας υποστεί περιτομή και ασπαστεί τον Ισλαμισμό, ενηλικιώνονταν δουλεύοντας ως εργάτες στις αγροτικές περιοχές της Ανατολίας. Στην ηλικία των 17 με 18 χρόνων, ήταν εύρωστοι και καλογυμνασμένοι, ιδανικός έμψυχος πυρήνας για τους στρατολόγους των συνταγμάτων.
Το οτζάκ γινόταν η καινούργια τους οικογένεια. H υπηρεσία του σουλτάνου φαινόταν σαν παράδεισος στα μάτια αυτών των αγροτόπαιδων. Τους έδιναν όμορφες στολές, ένα μακρύ καφτάνι και κοντό σακάκι, φαρδιά Τουρκικά παντελόνια και βαριές μπότες ή σανδάλια και γίνονταν καπού-κουλού, στρατιώτες - σκλάβοι του σουλτάνου. Μερικοί εκπαιδεύονταν για το ιππικό, αλλά οι περισσότεροι γίνονταν πεζικάριοι γενίτσαροι και υπηρετούσαν σε κάποιον από τους 150 ορτάδες. Κάθε ορτά είχε τα διακριτικά του που ζωγραφίζονταν στις πόρτες του στρατώνα κάθε συντάγματος και στόλιζαν τα λευκά μεταξένια λάβαρά του και τις στρογγυλές σκηνές, όπου κατέλυε στη διάρκεια μίας εκστρατείας κάθε μπολούκ (ομάδα) νεαρών στρατιωτών.
Λίγες εβδομάδες μετά την κατάταξή τους, οι περισσότεροι νεαροί γενίτσαροι είχαν τριμμένο μπαρούτι στα μπράτσα ή στο πρόσωπό τους κι είχαν κάνει τατουάζ με τα διακριτικά του ορτά τους, με το οποίο δήλωναν ότι ανήκαν στις ένδοξες τάξεις των γενιτσάρων. Το ψηλό πηλήκιό τους, με το μαλακό λευκό ύφασμα που κάλυπτε το σβέρκο, ήταν το αδιαφιλονίκητο σήμα της προνομιακής θέσης τους.
Ο Ρόλος των Γενιτσάρων στη Ζωή της Πρωτεύουσας
Ένα φαινόμενο που τονίζεται συχνά από την Οθωμανική πολιτική γραμματεία είναι η ενασχόληση πολλών δούλων της πύλης με διάφορες δραστηριότητες ξένες προς την αποστολή τους, κυρίως με κερδοφόρες εμπορικές επιχειρήσεις, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι καν νόμιμες. Αναφέρεται, για παράδειγμα, η συνεργασία γενιτσάρων με απίστους για το λαθρεμπόριο κρασιού, ή η παράνομη ενασχόληση γενιτσάρων με το δουλεμπόριο.Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι ολόκληρο αυτό το ιστοριογραφικό μοτίβο εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο είδος «λόγου της παρακμής» και πρέπει να εξετάζεται με προσοχή.
Στην πραγματικότητα, η οικονομική δραστηριότητα δεν ήταν ποτέ ασύμβατη με την ιδιότητα του «στρατιωτικού» (askerî) και δούλοι του σουλτάνου -είτε γενίτσαροι είτε αξιωματούχοι- ασκούσαν αγροτικές και εμπορικές δραστηριότητες ήδη (τουλάχιστον) από τις αρχές του 16ου αιώνα. Άλλωστε, κάποιες από τις δραστηριότητες αυτές είχαν ενίοτε όχι συμπληρωματικό αλλά βιοποριστικό χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τις φρουρές των συνοριακών κάστρων, οι οποίες πληρώνονταν πολύ λιγότερο τακτικά απ’ ό,τι τα τακτικά στρατεύματα και αναγκάζονταν να κάνουν εμπόριο (ή και λαθρεμπόριο) με τους τοπικούς πληθυσμούς μέχρι να πληρωθούν τους μισθούς τους.
Στο πλαίσιο αυτό της γενιτσαρικής επιχειρηματικότητας, είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι στις απογραφές περιουσιών της Κωνσταντινούπολης του 17ου αιώνα οι κατώτεροι στρατιωτικοί φαίνεται να έχουν κυρίως μετρητά και δευτερευόντως ακίνητη περιουσία, κάτι που μοιάζει να αντιστρέφεται στους στρατιωτικούς αξιωματούχους (kethüda, çavuş), οι οποίοι ενδεχομένως στρέφονταν και σε επενδύσεις. Το πώς μια τέτοια περιουσία μπορούσε να αποκτηθεί φαίνεται, για παράδειγμα, όταν το 1651 οι γενίτσαροι που κυριαρχούν τότε στην πρωτεύουσα επιβάλλουν υψηλότερες τιμές στα υλικά που πουλούν στο δημόσιο, ανακατεύονται στον ορισμό των τιμών των προϊόντων και επενδύουν κεφάλαιο σε καταστήματα (π.χ. φούρνους ή παντοπωλεία) τα οποία χαίρουν προνομιακής μεταχείρισης.
Αργότερα, και αντίθετα με τις εξεγέρσεις των σπαχήδων, οι οποίες εξέφραζαν ίσως περισσότερο τα συμφέροντα της μικρασιατικής αγροτικής οικονομίας, οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων μοιάζουν να επιδιώκουν συχνά το συμφέρον των εμποροβιοτεχνικών τάξεων της πρωτεύουσας, σε συμμαχία συνήθως με κάποιες ομάδες της ελίτ. Το 18ο αιώνα πια η συμμαχία των γενιτσάρων με τους εμποροβιοτέχνες της Κωνσταντινούπολης, πολλοί από τους οποίους οπωσδήποτε ανήκαν στο σώμα ή είχαν συγγενικές σχέσεις με γενιτσάρους, ήταν γεγονός.
Γενίτσαροι και Παραβατικότητα
Οι σχέσεις των γενιτσάρων με τα αστικά στρώματα ήταν λοιπόν πολύμορφες. Πέρα από τις εμπορικές τους συναλλαγές, τις οποίες αναφέραμε παραπάνω, ή τους υπηρέτες (γιαμάκια) που αναφέρει ο Αθανάσιος Κομνηνός-Υψηλάντης, οι γενίτσαροι ήταν τακτικοί θαμώνες καφενείων και ταβερνών, όπου μαζεύονταν άτομα από όλα τα αστικά στρώματα, από τους μορφωμένους, «πνευματώδεις και ηδονιστές» μέχρι τα «παιδιά της πόλης». Μέλη των διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων (γενίτσαροι, άτακτοι στρατιώτες, ιππείς της Πύλης) αποτελούσαν τη σταθερή πελατεία των καφενείων της Κωνσταντινούπολης, των ταβερνών της αλλά και των χαμάμ - πορνείων της.
Γύρω στο 1640 αναφέρεται χαρακτηριστικά πως ό,τι φόρους και πρόστιμα μαζεύουν οι γενίτσαροι τα ξοδεύουν κατευθείαν στις ταβέρνες, σαν να ήταν πληρεξούσιοι εκπρόσωποι των ταβερνιάρηδων. Ευνόητο είναι ότι τέτοιες συμπεριφορές ήταν σχεδόν ενδημικές, παρά τις κατά καιρούς κατασταλτικές προσπάθειες. Διαβάζουμε λόγου χάριν για τη δυσαρέσκεια του Μουράτ Γ' όταν, περνώντας με πλοίο μπροστά από μια παραθαλάσσια Χριστιανική ταβέρνα, είδε μεθυσμένους γενίτσαρους να τον αναγνωρίζουν και να πίνουν στην υγεία του.
Σύμφωνα μάλιστα με τον ιστορικό και συγγραφέα Κιατίπ Τσελεμπή, μία από τις αιτίες της δυσαρέσκειας των γενιτσάρων κατά του Οσμάν Β' (που οδήγησε στην εκθρόνιση και εκτέλεσή του το 1622) ήταν και το ότι ο αρχηγός της ανακτορικής φρουράς, λόγω της έχθρας του με τον αγά των γενιτσάρων, έκανε εφόδους στις ταβέρνες, πετώντας στη θάλασσα όσους γενιτσάρους συνελάμβανε. Όσον αφορά τη σχέση των γενιτσάρων με περιθωριακές ή παραβατικές συμπεριφορές, πρέπει να τονίσουμε το καθεστώς ετεροδικίας το οποίο απολάμβαναν. Οι γενίτσαροι δικάζονταν όπως είδαμε και παραπάνω από τις δικές τους αρχές, κάτι που φαίνεται να ωθούσε εκείνους μεν σε μεγαλύτερη εγκληματικότητα και κοινούς εγκληματίες στην επιδίωξη να γράφονται στο σώμα προκειμένου να εξασφαλίσουν ατιμωρησία.
Στα τέλη του 16ου αιώνα, ένας Βόσνιος συγγραφέας, ο Χασάν Κιαφί, σημειώνει τις πολυάριθμες περιπτώσεις καταπίεσης και αυθαιρεσίας των στρατιωτικών έναντι των ραγιάδων (του φορολογούμενου πληθυσμού), παρατηρώντας ότι οι χειρότεροι ήταν οι δούλοι του σουλτάνου. Ένας από τους λόγους μάλιστα για τους οποίους, σε ένα συμβουλευτικό έργο των μέσων του 17ου αιώνα, θεωρείται ότι πρέπει κάθε στρατιωτικός να φορά την προορισμένη για το σώμα του ενδυμασία, είναι για να γίνεται εφικτή η άμεση εύρεση και τιμωρία του σε περίπτωση που εμπλακεί σε κάποια συμπλοκή.
Συχνά συναντάμε γενίτσαρους ή άλλους στρατιωτικούς μπλεγμένους σε διαφόρων ειδών εγκλήματα, στα ιεροδικαστικά κατάστιχα της Κωνσταντινούπολης παρατηρεί κανείς ότι μεγάλο ποσοστό των περιστατικών σωματικής βλάβης ή φόνου φαίνεται να διαπράχθηκε από μέλη κάποιου στρατιωτικού σώματος και κυρίως από δούλους του σουλτάνου.
Η ΑΛΥΣΙΔΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΩΝ
Όσο διάστημα οι γενίτσαροι παρέμειναν όπως τους είχε περιγράψει ο εντυπωσιασμένος Ιταλός παρατηρητής, ο δρόμος των κατακτήσεων ήταν ορθάνοιχτος μπροστά τους. Στα 65 χρόνια που ακολούθησαν την άλωση της Κωνσταντινούπολης υπέταξαν το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων, τα νησιά του Αιγαίου, τη δυτική Περσία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τη δυτική Αραβική χερσόνησο. Το 1521 υπό τη δυναμική ηγεσία του Σουλεϊμάν κυρίευσαν το Βελιγράδι και έστειλαν κύματα ρίγους να διαπεράσουν όλη τη Χριστιανική Ευρώπη, η οποία είχε να αντιμετωπίσει παρόμοιο Ασιατικό κίνδυνο από το 1241, όταν οι Μογγολικές ορδές του Σουμπουτάι είχαν πνίξει στο αίμα την Πολωνία και την Ουγγαρία.
Το 1522 με μία αμφίβια επιχείρηση οι γενίτσαροι απέσπασαν τη Ρόδο από τους ιππότες του Αγίου Ιωάννη. Τέσσερα χρόνια αργότερα εξολόθρευσαν μία ολόκληρη γενιά της Ουγγρικής αριστοκρατίας (συμπεριλαμβανομένου του νεαρού βασιλιά Λάγιος Β') στο μουντό πεδίο μάχης του Μοχάκς, εμπνέοντας τον Σαίξπηρ να γράψει σε ένα από τα έργα του: "Ο Θεός ας μας δώσει ειρήνη, αλλά όχι την ειρήνη του βασιλιά της Ουγγαρίας". Το 1529 ο Σουλεϊμάν και οι γενίτσαροί του εμφανίστηκαν μπροστά στις πύλες της Βιέννης προκαλώντας για πρώτη φορά τη δημιουργία ενός κοινού Χριστιανικού μετώπου μεταξύ των διαρκώς φιλονικούντων Καθολικών και Προτεσταντών ηγεμόνων.
Ακόμα και ο Μαρτίνος Λούθηρος προσευχήθηκε για τη σωτηρία της Καθολικής Αυστρίας από τον διαφαινόμενο όλεθρο παρακαλώντας να απαλλαγεί η χώρα από "τον τρόμο των Τούρκων", ανέστειλε τις οξείες προσωπικές επιθέσεις του κατά του παπισμού και δημοσίευσε ένα φλογερό κείμενο στο οποίο αποκαλούσε τους Τούρκους "πραγματικούς εχθρούς του Θεού". Λίγο αργότερα οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία της Βιέννης και να συμπτυχθούν, δίνοντας τη δυνατότητα και πάλι στους Χριστιανούς των αντίπαλων δογμάτων να ασχοληθούν απερίσπαστοι με τις θρησκευτικές διαμάχες τους.
Αν και η προσωρινή Τουρκική υποχώρηση οφειλόταν περισσότερο στις κακές καιρικές συνθήκες και στο ανεπαρκές σύστημα διοικητικής μέριμνας, η συγκεκριμένη εκστρατεία απετέλεσε ένα σημείο καμπής για την ιστορία των γενιτσάρων αλλά και για τον ανταγωνισμό Δύσης - Ισλάμ. Στα 40 χρόνια διακυβέρνησης του Σουλεϊμάν που απέμεναν θα ακολουθούσαν κι άλλοι Τουρκικοί θρίαμβοι, αλλά ο σουλτάνος ο οποίος είχε την τύχη να διαθέτει το καλύτερο Σώμα Γενιτσάρων όλων των εποχών δεν έμελλε να απειλήσει πάλι την καρδιά της χριστιανικής Ευρώπης.
Μετά τον θάνατο του Σουλεϊμάν άλλοι φιλόδοξοι σουλτάνοι επιχείρησαν να αναβιώσουν το όραμα της παντοδύναμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο ένας συνδυασμός ασθενών ηγεμόνων και διαβρωμένων θεσμών μετασχημάτισε προοδευτικά το κράτος από τη μεγαλύτερη δύναμη μετά τη Ρώμη σε "Μεγάλο Ασθενή".
AKMH KAI ΠΑΡΑΚΜΗ
Από την αρχή της ύπαρξής τους, οι γενίτσαροι είχαν κερδίσει με το σπαθί τους το χαρακτηρισμό του "επίλεκτου σώματος". Στη μάχη ήταν τρομεροί και όλοι τους φοβούνταν. Στη μάχη, οι γενίτσαροι πολεμούσαν για την τιμή του σουλτάνου και της τάξης τους. Οι καπού-κουλού εκπαιδεύονταν για να είναι περισσότερο γενναίοι παρά επιδέξιοι στρατιώτες. Κάθε νεαρός γενίτσαρος διάλεγε το όπλο της προτίμησής του -το οπλοστάσιο του συντάγματος στην παλιά εκκλησία της Αγίας Ειρήνης ήταν γεμάτο μαστίγια, ρόπαλα, πέλεκεις, απελατίκια (σιδερένια ρόπαλα, συχνά με μεταλλικά καρφιά), λογχοπέλεκεις, τσεκούρια και αμέτρητα σπαθιά, μαχαίρια και ξίφη- αλλά έπρεπε να είναι εξοικειωμένος με όλα τα βαλλιστικά όπλα κι όσα χρησίμευαν στη μάχη σώμα με σώμα.
Στη διάρκεια του 16ου αιώνα, οι ουλαμοί εκπαιδεύονταν πια στη χρήση των πυροβόλων. Τα όπλα άλλαξαν, όπως και οι παραδοσιακές στολές, αλλά οι γενίτσαροι συνέχισαν να πολεμούν με τον ίδιο τρόπο. Χρησιμοποιούσαν τα εκηβόλα όπλα τους -τόξα, βαλλίστρες ή τόξαυλους και τα μακριά μουσκέτα αρχικά φιτιλιού και στη συνέχεια πυρόλιθου- για να εξαπολύουν αλλεπάλληλες, αλλά ασυντόνιστες (μαζικές και όχι κατά στίχο ή βάσει κάποιου οργανωμένου συστήματος πυρός) ομοβροντίες εναντίον του εχθρού, ώσπου έπαιρναν διαταγή να προσεγγίσουν. Τότε τα πυροβόλα παραμερίζονταν κι οι γενίτσαροι τραβούσαν τις σπάθες ή τα γιαταγάνια τους.
Οι δυνατότεροι στρατιώτες σήκωναν τα απελατίκια τους μαζί με τα νατζάκ (τσεκούρια με ημικυκλική κόψη και κοντή λαβή, που στηρίζονταν σε ένα χοντρό καρφί). Οι αξιωματικοί ίσιωναν τις γραμμές κι έπαιρναν θέση δίπλα στους άντρες τους. Από πίσω, η μεχτέρ του συντάγματος (στρατιωτική μπάντα) έπαιζε έναν σταθερό, μονότονο ρυθμό με τις φλογέρες, τα τύμπανα και τα πνευστά της. H επίθεση των γενιτσάρων ήταν αμείλικτη, σαν παλιρροϊκό κύμα. συνοδευόταν από πολεμικές κραυγές και επικλήσεις στον Αλλάχ, για να τους χαρίσει τη νίκη. Οι Χριστιανοί διοικητές ανέφεραν ότι οι γενίτσαροι προέλαυναν μέσα σε μία κόλαση φωτιάς, τσαλαπατώντας τις σορούς των νεκρών τους κι εκμεταλλευόμενοι ακαριαία το παραμικρό λάθος ή αδυναμία της άμυνας.
Αν αποτύγχανε η πρώτη έφοδος, ακολουθούσε δεύτερη και τρίτη. Τον 18ο αιώνα, τα όπλα και οι μέθοδοι των γενιτσάρων ήταν πρωτόγονα σε σύγκριση με τα πρότυπα της Δυτικής Ευρώπης, αλλά η σταθερότητά τους τόσο στην επίθεση όσο και στην άμυνα έσπερνε τον τρόμο στους αντιπάλους τους. O Αυστριακός στρατάρχης, Ερνέστος Λάουντον, έγραψε με θαυμασμό για τους γενίτσαρους που υπερασπίζονταν ένα οχυρό, το οποίο προσπαθούσε να καταλάβει στην εκστρατεία του 1788:
"Είναι πέρα από τις δυνάμεις της ανθρώπινης αντίληψης να φανταστεί κάποιος πόσο στέρεα είναι χτισμένα αυτά τα οχυρά και πόσο πεισματικά τα υπερασπίζονται οι Τούρκοι. Μόλις γκρεμίζεται ένα οχύρωμα, χτίζουν οι ίδιοι ένα καινούργιο. Οποιοδήποτε συμβατικό οχυρό και οποιοσδήποτε άλλος στρατός είναι ευκολότερα από τους Τούρκους που υπερασπίζονταν ένα φυλάκιο".
Ολοι οι γενίτσαροι έβλεπαν με περιφρόνηση τις πειθαρχημένες γραμμές των δυτικών στρατευμάτων, που γέμιζαν τα όπλα τους και πυροβολούσαν σαν αυτόματα. Χλεύαζαν τις περίπλοκες ασκήσεις και τους ελιγμούς που χαρακτήριζαν τη δυτική τακτική του πολέμου. Οι γενίτσαροι μάχονταν ατομικά, εκπαιδεύονταν ξεσκίζοντας με τις σπάθες τους τσόχινα καπέλα, στημένα πάνω σε πασσάλους, και σκοπεύοντας μεγάλους στόχους με τα τουφέκια τους. Δεν έβρισκαν ούτε τιμή ούτε ανδρεία στις μεθόδους των Δυτικών. Και παρά τις αλλεπάλληλες ήττες τους στο πεδίο της μάχης, παρέμεναν σίγουροι ότι η δική τους πολεμική μέθοδος, σώμα με σώμα με τον εχθρό, ήταν η σωστή -ο αληθινά Ισλαμικός τρόπος.
Οι αρχές και οι παραδόσεις τους ενίσχυαν την πεισματική προσπάθειά τους να διατηρήσουν την προνομιακή θέση τους. Οι γενίτσαροι δεν θα μπορούσαν να μετατραπούν σε "καλούς" στρατιώτες σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, χωρίς να απαρνηθούν τα έθιμα που είχαν διατηρηθεί για πάνω από δύο αιώνες κι είχαν γίνει ο πυρήνας της κοινής ταυτότητάς τους. Οι ουλεμάδες -οι ανώτεροι κληρικοί- είχαν υποστηρίξει την άρνησή τους να υιοθετήσουν τις πολεμικές μεθόδους των Χριστιανών, λέγοντας ότι οι γαζήδες έπρεπε να πολεμούν όπως πάντα, με τα όπλα και τις μεθόδους των προγόνων τους. H πίστη στην παράδοση καθιερώθηκε τότε ως θρησκευτικό καθήκον.
Για τους ξένους, η συμπεριφορά τους φαινόταν συχνά παράδοξη, σχεδόν Δονκιχωτική. H επιμονή τους να αρνούνται τα Ευρωπαϊκά όπλα, δεν βασιζόταν στην ιδιοτέλεια, αφού πολλοί παραδέχονταν ότι θα επαύξαναν το κύρος και τη δύναμή τους μέσα στο κράτος. Οι αλλαγές στις οποίες αντιστέκονταν πιο σθεναρά, ήταν αυτές που αντίκεινται στην εικόνα που είχαν για τον εαυτό τους κι αυτή συνδεόταν άμεσα με την εμμονή τους στην εκ του συστάδην μάχη. Το αίσθημα της τιμής τους ως πολεμικής κάστας σχετιζόταν άμεσα με τη χρήση σπαθιών, λογχών και μαχαιριών. Εδώ ο ηρωισμός συνδέεται με το ήθος που επιδείκνυε ο καθένας στη μάχη σώμα με σώμα.
Τα παράσημα ανδρείας (τρία ή τέσσερα φτερά ή τσελένκ) που έφεραν οι γενίτσαροι στο τουρμπάνι τους, δίνονταν ύστερα από επίδειξη μεγάλης γενναιότητας και κυρίως στην αναμέτρηση με έναν ανώτερο εχθρό. Το σύστημα αξιών τους, οτζάκ, στηριζόταν στην αδάμαστη τόλμη κατά τη μάχη. Όπως ακριβώς οι τολμηρότεροι πολεμιστές των φυλών των πεδιάδων της Βόρειας Αμερικής ήταν αυτοί που "μετρούσαν χτυπήματα" πάνω στα σώματα των εχθρών τους, έτσι και στις τάξεις των γενιτσάρων, οι συναρπαστικότερες ιστορίες που λέγονταν γύρω από τα καζάνια κάθε βράδυ, ήταν αυτών που πέρασαν πρώτοι το ρήγμα των τειχών και έζησαν για να διηγηθούν την ιστορία τους.
H έμφαση στην προσωπική γενναιότητα καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο πολεμούσαν οι γενίτσαροι, προς μεγάλη απογοήτευση των διοικητών τους, που ήθελαν να τους παρατάξουν με διαφορετικό τρόπο. Για τους γενίτσαρους, τα εκηβόλα όπλα -είτε ήταν τόξα είτε τουφέκια ή μουσκέτα- ήταν απλό προκαταρκτικό στάδιο πριν από την κυρίως μάχη. Πίστευαν ότι οι Ευρωπαϊκοί στρατοί είχαν καταργήσει την ατομική ανδρεία, δίνοντας σε κάθε στρατιώτη ένα τουφέκι και μία ξιφολόγχη. Αντιδρούσαν κυρίως στην ξιφολόγχη, αφού θεωρούσαν ότι διέφθειρε το ήθος του σπαθιού. H ξιφολόγχη ήταν ένα όπλο που κρατούσε το στρατιώτη δέσμιο της γραμμής του, σβήνοντας την "έμφυτη πολεμοχαρή φλόγα" του.
Οι Τούρκοι δεν είχαν αναπτύξει ποτέ τον προκάτοχο της ξιφολόγχης, τη μακριά λόγχη ή σάρισα (pike), που αναβίωσε τις αρχαίες Ελληνικές τακτικές της φάλαγγας δορυφόρων και διαμόρφωσε τη χαρακτηριστική τακτική μάχης των Δυτικοευρωπαίων, από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα. Οι συνέπειες για το μεμονωμένο μαχητή ήταν ότι "στα τέλη του Τριακονταετούς Πολέμου, οι Ευρωπαϊκοί στρατοί δεν ήταν πια ένα απλό σύνολο από μεμονωμένα καλοεκπαιδευμένα και πολεμοχαρή άτομα, αλλά μία μάζα αντρών που ενεργούσαν από κοινού με ασύγκριτη αγριότητα, χωρίς, όμως, αποτελεσματικό έλεγχο μόλις άρχιζε η μάχη".
H γέννηση αυτού που ο Γουίλιαμ Μακνίλ είχε αποκαλέσει εύστοχα "γραφειοκρατικοποίηση της βίας", δημιούργησε μία συνειδητά καλλιεργημένη και επιμελώς τελειοποιημένη πολεμική τακτική που επέτρεπε, θεωρητικά τουλάχιστον, στο γενικό διοικητή να ελέγχει τις πράξεις μέχρι και 30.000 αντρών στη μάχη. Άντρες εφοδιασμένοι με διαφορετικά όπλα και εκπαιδευμένοι για διαφορετικά είδη μάχης ήταν ικανοί να ελίσσονται μπροστά στον εχθρό. Αντίθετα, οι γενίτσαροι δεν μπόρεσαν να εκσυγχρονιστούν λόγω της παρακμής και σταδιακής αποσύνθεσής τους. Το πρώτο ευρύτερο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ήρθε από το νεαρό σουλτάνο Σελίμ Γ', που διαδέχτηκε το θείο του, Αμπντούλ Χαμίτ τον A', την άνοιξη του 1789.
O νεαρός σουλτάνος αναγκάστηκε να συνεχίσει τον πόλεμο με την Αυστρία και τη Ρωσία, που, εκτός από μία ή δύο αξιοσημείωτες νίκες, έληξε καταστροφικά. Τόσο ο πατέρας του, Μουσταφά ο Γ', όσο και ο θείος του, είχαν ευνοήσει την αλλαγή. H εμπειρία της ταπεινωτικής στρατιωτικής ήττας από τους Αυστριακούς, στη διάρκεια του πρώτου χρόνου της βασιλείας του, τον έπεισε ότι όφειλε να προωθήσει δυναμικά την αλλαγή. Έτσι, η αμοιβή και οι συνθήκες διαβίωσης των γενιτσάρων βελτιώθηκαν θεαματικά: Ο σουλτάνος προσπαθούσε να πετύχει με την καλοσύνη εκεί όπου είχε αποτύχει ο εξαναγκασμός. Για πρώτη φορά στη διάρκεια μισού αιώνα, οι μισθοί καταβάλλονταν χωρίς κρατήσεις και τακτικά, κάθε τρίμηνο, όπως όριζαν οι κανονισμοί.
Οι στρατώνες των γενιτσάρων μεγάλωσαν και βελτιώθηκαν κι ο σουλτάνος έφτασε σε σημείο να τους καταβάλλει τον παραδοσιακό φόρο στέψης που είχε περιπέσει σε αχρηστία. Αυτοί αντέδρασαν σε όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις, όπως είχαν αντιδράσει και σε κάθε προηγούμενη μεταρρυθμιστική πρόταση: στασιάζοντας. Οι γενίτσαροι διαμαρτύρονταν κάθε φορά που γίνονταν απόπειρες να τους εξοπλίσουν με τουφέκια και ξιφολόγχες, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Κάθε ξένος εκπαιδευτής, προσήλυτος ή όχι, διακινδύνευε το κεφάλι του αν επιχειρούσε να τους διδάξει τη χρήση νέων όπλων. Επιπλέον, η προσπάθεια να εκκαθαριστεί το σώμα από τα ανύπαρκτα ή μη λειτουργικά μέλη του δεν έφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Μεγάλος μεταρρυθμιστής ο Σελίμ, πολύπλευρο ταλέντο και καλλιτεχνική φύση -υπήρξε εκτός των άλλων, σημαντικός συνθέτης Τουρκικής μουσικής και στιχουργός- οργάνωσε έμπιστη σε αυτόν ομάδα μεταρρυθμιστών και εξέδωσε μία σειρά νέων κανονισμών, γνωστών ως Νέα Τάξη (Νιζάμ ι-Τζεντίντ). Ακόμη, δημιούργησε νέα στρατιωτικά σώματα, πάνω σε δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, τους "Εκπαιδευμένους στρατιώτες (Ταλιμλί Ασκέρι) του Αλλάχ". Πυρήνας αυτών των σωμάτων ήταν μία ομάδα από Γερμανούς και Ρώσους λιποτάκτες που αιχμαλώτισε ο μεγάλος βεζίρης, Κοτζά Γιουσέφ Πασάς, κατά την εκστρατεία ενάντια στους Ρώσους στο Βορρά..
Σ' αυτούς παραχωρήθηκαν προνόμια (μαζί με τη ζωή τους) και εκπαιδεύτηκαν ως τακτικό σώμα, χρησιμοποιώντας ρωσικά όπλα που είχαν συλλεγεί από τα πεδία της μάχης και κοστούμια που έμοιαζαν με στρατιωτική στολή των Ευρωπαίων. Οι Ταλιμλί Ασκέρι σχημάτιζαν διμοιρίες, πυροβολούσαν κατά στίχο και με ομοβροντίες κι ασκούνταν στη χρήση της ξιφολόγχης, στις αντιπαρατάξεις και σε άλλες μεθόδους που αναφέρονταν στα ευρωπαϊκά στρατιωτικά εγχειρίδια. Ωστόσο, δεν είχαν συγκεκριμένο ρόλο, εκτός ίσως τον αντίστοιχο των διασκεδαστών που συνόδευαν κάποτε τους Οθωμανούς διοικητές μαζί με τις αποσκευές τους. Είναι πολύ χαρακτηριστική η αφήγηση από τον A. Wheatcroft, στο βιβλίο του ''Οι Οθωμανοί'':
"H ύπαρξη αυτού του μικρού (αλλά μάλλον αξιόμαχου) στρατεύματος κρατήθηκε μυστική από τα παραδοσιακά στρατιωτικά σώματα. Οι Εκπαιδευμένοι στρατιώτες απέκτησαν δική τους διοίκηση, ταμείο κι επιμελητεία, χωριστά από την υπάρχουσα στρατιωτική ηγεσία. Οι επικερδείς εκμισθώσεις φόρων που παραχώρησε ο σουλτάνος στον καινούργιο στρατό του, απέδιδαν κεφάλαια που υπερκάλυπταν τις άμεσες ανάγκες του: ο Επόπτης των Εκπαιδευμένων στρατιωτών είχε τη δυνατότητα να στρατολογεί αξιωματικούς από τη Δυτική Ευρώπη και να αντικαθιστά τις πολυποίκιλες στολές και τον εξοπλισμό με τον οποίο είχαν ξεκινήσει. Ακόμη, αύξησε τον αριθμό τους σε 200 άντρες, που προέρχονταν για άλλη μία φορά από τους άπορους των δρόμων της Κωνσταντινούπολης.
Για δύο χρόνια, αυτός ο μικρός στρατός αναπτυσσόταν εντελώς απομονωμένος. Με τις καθημερινές ασκήσεις κι έναν αυστηρό κώδικα πειθαρχίας που θέσπισε ο Γάλλος διοικητής του, έφτασε σε πολύ υψηλό βαθμό ικανότητας. Το φθινόπωρο του 1794, όταν ανακοινώθηκε επίσημα η ύπαρξη ενός συντάγματος από 1.600 άντρες κι αξιωματικούς, όλοι προέβλεψαν ότι οι Εκπαιδευμένοι στρατιώτες θα αυξάνονταν σύντομα σε ένα αξιόμαχο σώμα 12.000 αντρών. Επίσημα ονομάστηκαν Τυφεκιοφόροι του σώματος των Κηπουρών, ένας ευφημισμός που δεν κατάφερε να καλύψει την καινοτομία τους μέσα στον Οθωμανικό στρατό και δήλωνε την επιθυμία του σουλτάνου να αποφύγει τη σύγκρουση με τους συντηρητικούς.
Την εποχή που ανακοινώθηκε η ύπαρξη του καινούργιου συντάγματος, στην πραγματικότητα μόνο 468 άντρες και 20 αξιωματικοί είχαν εγκατασταθεί στο καινούργιο πεδίο εκπαίδευσης και οι περίτεχνοι στρατώνες ήταν ακόμη μισοχτισμένοι, οι άντρες έμεναν σε ένα συνονθύλευμα σκηνών και προχειροστημένων παραπηγμάτων. Παρόλα αυτά, η ικανότητά τους να προελαύνουν, να ελίσσονται και να βάλλουν εντυπωσίασε όλους όσοι τους είδαν." Όπως αναφέραμε, υπήρξαν και στο παρελθόν ανάλογες με τη δημιουργία των Εκπαιδευμένων στρατιωτών προσπάθειες, αλλά όχι κάποια που θα μπορούσε να επικαλεστεί δημόσια ο σουλτάνος. στην ουσία, αυτοί θα ήταν οι καινούργιοι γενίτσαροι.
Οι αναλογίες ήταν εμφανείς. Όπως ακριβώς οι γενίτσαροι του 14ου αιώνα είχαν στρατολογηθεί ανάμεσα σε αυτούς που δεν ανήκαν στην Οθωμανική κοινωνία (μέσω του παιδομαζώματος), έτσι και οι Εκπαιδευμένοι στρατιώτες προέρχονταν από το περιθώριο της κοινωνίας -στη δική τους περίπτωση, ήταν κυρίως άνεργοι και άποροι των δρόμων της Κωνσταντινούπολης ή χωριατόπαιδα από την αγροτική Ανατολία, που στέλνονταν από τους μπέηδες ή τους τοπικούς προύχοντες. Κι όπως ακριβώς οι πρώτοι γενίτσαροι είχαν τις δικές τους, μοναδικές πολεμικές μεθόδους, έτσι και οι Εκπαιδευμένοι στρατιώτες ανέπτυσσαν τις δικές τους.
Επιπλέον, επειδή οι καλοπληρωμένες τάξεις του στρατού της Νέας Τάξης ήταν ανοιχτές σε εκατομμύρια Τούρκους της επαρχίας, το σύνταγμα και οι εφεδρείες του δεν άργησαν να σχηματιστούν στ' αλήθεια. Νέοι Γάλλοι αξιωματικοί που στάλθηκαν από το Παρίσι από την επαναστατική κυβέρνηση του Ναπολέοντα, δίδασκαν τις παλιές τυπικές στρατιωτικές μεθόδους της Ευρώπης, καθώς και τις πιο πρόσφατες του Βοναπαρτικού στρατού. Το 1799, ένα δεύτερο σύνταγμα εγκαταστάθηκε στο Σκούταρι και πάλι σε διακριτική απόσταση από την πρωτεύουσα. Τον επόμενο χρόνο, μετακόμισαν στους καινούργιους στρατώνες στο Κατίκιοϊ, που δέσποζε στον Κεράτιο Κόλπο.
Εκεί, με τις ανοιχτογάλαζες στολές τους (για να ξεχωρίζουν από το πρώτο σύνταγμα του Λεβέντ Τσιφτλίκ), έκαναν καθημερινά ασκήσεις στο άνετο πεδίο παρελάσεων και πορείες στην ύπαιθρο της περιφέρειας. Αυτές οι νέες μονάδες σχηματίστηκαν αποκλειστικά από αυστηρά επιλεγμένους άντρες της Ανατολίας, με κριτήρια την υγεία και τη ρώμη. Οι οικογένειές τους εισέπρατταν ένα επίδομα για την κατάταξή τους. Αυτό, λοιπόν, ήταν το νέο ντεβσιρμέ (παιδομάζωμα), που υποστηρίχθηκε στις προτάσεις που υποβλήθηκαν στον Σελίμ, με τη διαφορά ότι, για πρώτη φορά από το 14ο αιώνα, θα ήταν ένας στρατός που θα αποτελείτο από ελεύθερους Τούρκους.
O στρατός της Νέας Τάξης μεγάλωνε γοργά: οι 4.300 άντρες, το 1799, είχαν αυξηθεί σε 9.200, το 1801, ενώ το 1806, μετά από γενική επιστράτευση στην Ανατολία, πάνω από 22.500 άντρες υπηρετούσαν το σώμα. Αλλά οι γενίτσαροι αρνούνταν την παραμικρή σχέση με τους Εκπαιδευμένους στρατιώτες -δεν δέχονταν να πολεμήσουν δίπλα τους ούτε να μοιράζονται το ίδιο στρατόπεδο. Το μίσος κι η καχυποψία τους μεγάλωνε όσο ο αριθμός των κόκκινων ή των μπλε στολών αυξανόταν μέσα τις γραμμές του Οθωμανικού στρατού. σύντομα άρχισαν να ταλαιπωρούν το νέο στρατό τα ίδια προβλήματα που ταλάνιζαν και τους γενίτσαρους.
Απειθαρχία, αισχροκέρδεια και αρπακτικότητα. σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο καινούργιος στρατός άρχισε να ακολουθεί στον κατήφορο τους γενίτσαρους. στην αρχή, από το 1792, εισάγονταν έτοιμα όπλα και εξαρτύσεις από τη Γαλλία, την Αγγλία και τη Σκανδιναβία, αλλά τα κεφάλαια της Νέας Τάξης χρησιμοποιούνταν κυρίως για την αγορά του εξοπλισμού που θα έδινε στους Οθωμανούς τη δυνατότητα να τα κατασκευάζουν μόνοι τους. H κυβέρνηση της επαναστατικής Γαλλίας δέχτηκε να παραχωρήσει 70 αρχιτεχνίτες και όλες τις απαραίτητες μηχανές και πρώτες ύλες για τη δημιουργία μίας σύγχρονης βιομηχανίας όπλων στο παλιό οπλοστάσιο του Τοπχανέ, δίπλα στον Κεράτιο Κόλπο.
Σύντομα, κάθε στρατώνας είχε ένα οπλοποιείο κοντά του, που ήταν εξοπλισμένο με σύγχρονα μηχανήματα όμοια με τα καλύτερα της Ευρώπης, αλλά το αποτέλεσμα δεν έφτανε ποτέ στα επίπεδα ποιότητας που πετύχαιναν οι Ευρωπαίοι. Αντίθετα, ένα τεράστιο καινούργιο εργοστάσιο πυρίτιδας, κατασκευασμένο το 1794, με όλο τον εξοπλισμό του να δουλεύει με νερόμυλους, αποδείχτηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο. Αλλά αυτό συνέβη χάρη σε ένα μέλος της αρμενικής κοινότητας και γιατί, κυρίως, χτίστηκε με την ενεργητική υποστήριξη Οθωμανών αρχόντων.
ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ
Η αργή αλλά σταθερή πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ίσως σε κανέναν άλλον τομέα τόσο άμεσα ορατή όσο σε εκείνον των γενιτσάρων. Το 1582 οι γενίτσαροι απέκτησαν το δικαίωμα να νυμφεύονται και έγιναν για πρώτη φορά δεκτοί στις τάξεις του Σώματος ελεύθεροι Τούρκοι, αρκετοί από αυτούς παράνομα τέκνα γενιτσάρων. Οι αριθμοί του Σώματος διογκώθηκαν απότομα, το ποιοτικό επίπεδο έπεσε και τα φαινόμενα νεποτισμού άρχισαν να πληθαίνουν. Η επόμενη κρίσιμη καμπή για τους γενιτσάρους ήλθε το 1648, οπότε καταργήθηκε τυπικά η ντεβσιρμέ (αν και το τελευταίο παιδομάζωμα αναφέρεται ότι έγινε το 1666) και υπογράφηκε η Συνθήκη της Βεστφαλίας.
Η οποία έδωσε και τυπικά τέλος στον καταστρεπτικό τριακονταετή πόλεμο ο οποίος ρήμαξε την κεντρική και τη δυτική Ευρώπη. Από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά η Χριστιανική Δύση και η Οθωμανική Αυτοκρατορία άλλαξαν ξαφνικά ρόλους: οι δομές του Οθωμανικού κράτους και η ποιότητα των στρατιωτικών του δυνάμεων και κυρίως των γενιτσάρων (που ήταν η αιχμή του δόρατός του) άρχισαν να καταρρέουν, ενώ παράλληλα η Ευρώπη γνώριζε μία πρωτοφανή οικονομική και πολιτιστική άνθηση η οποία την ισχυροποίησε πολιτικά και στρατιωτικά. Επιπλέον η ζωτικότητα με την οποία επιδιώχθηκε η ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας και του ορθολογισμού στη Δύση, καταδίκασε τους Τούρκους σε μόνιμη τεχνολογική υστέρηση και τους υποχρέωσε να ξεχάσουν κάθε σκέψη για επέκταση προς δυσμάς.
Από καθαρά στρατιωτική άποψη η Δύση άρχισε και πάλι να ηγείται εκεί ακριβώς όπου υστερούσε απελπιστικά έναντι των Οθωμανών: τις τακτικές, τη διοικητική μέριμνα, το μηχανικό, το πυροβολικό, την οχυρωματική τέχνη και κυρίως την πειθαρχία. Στα τέλη του 17ου αιώνα οι σύγχρονοι πλέον ευρωπαϊκοί στρατοί είχαν αντικαταστήσει τις λόγχες με τις ξιφολόγχες, πράγμα που σήμαινε πως στο εξής κάθε πεζός στρατιώτης ενός συντάγματος μπορούσε τόσο να βάλει κατά του εχθρού, όσο και να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τον εαυτό του κατά τη μάχη σώμα με σώμα. Πεπεισμένοι ότι το προσωπικό θάρρος υπερείχε πάντα έναντι των τεχνολογικών εξελίξεων, οι γενίτσαροι αγνόησαν επιδεικτικά την ξιφολόγχη.
Αυτό θα το πλήρωναν αργότερα πολύ ακριβά. Οι τακτικές τους δεν ακολούθησαν τον ρου των εξελίξεων και απέμεναν παγωμένες στον χρόνο, σαν απολιθώματα μιας περασμένης, ηρωικής εποχής. Με την αυγή του 18ου αιώνα οι γενίτσαροι εξακολούθησαν να βασίζονται στην εξαπόλυση ακανόνιστων ομοβροντιών από τα μουσκέτα τους και στην εκτόξευση μαζικών εφόδων που δεν είχαν πλέον καμία τύχη απέναντι σε πειθαρχημένα τακτικά ευρωπαϊκά στρατεύματα. Την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς αρκούσε το θέαμα της ορμητικής εφόδου των γιγαντόσωμων μυστακοφόρων γενιτσάρων που ανέμιζαν τα γυμνά γιαταγάνια τους και ούρλιαζαν "Αλλάχ ουάκμπαρ" (Ο Θεός είναι μεγάλος!) για να τραπεί σε φυγή οποιοσδήποτε αντίπαλος.
Όμως 100 χρόνια αργότερα ο ανθρώπινος ποταμός των φανατισμένων δούλων προσέκρουε πλέον πάνω σε ένα αδιαπέραστο τείχος από ξιφολόγχες, δεχόταν απαντητικά πυρά καλύτερα σκοπευμένα και συντονισμένα και είχε απέναντί του εχθρικές δυνάμεις ιππικού και πυροβολικού που ήταν καλύτερα εξοπλισμένες. Η ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη έγινε για πρώτη φορά ορατή το 1606, όταν έπειτα από μία σειρά ταπεινωτικών ηττών, κατά τις οποίες έπεσε για πρώτη φορά σε Χριστιανικά χέρια Τουρκικό λάβαρο, οι Οθωμανοί υποχρεώθηκαν να υπογράψουν με τους Αυστριακούς την ειρήνη του Σιτβατορόκ. Ενδεικτικό των δραματικών αλλαγών υπήρξε επίσης το αποτέλεσμα της μάχης του Σαίν Γκοτάρ, το 1664.
Όπου οι Αυστριακές δυνάμεις του στρατάρχη Ραϊμούντο Μοντεκουτσόλι κατατρόπωσαν ένα αρκετά μεγαλύτερο Τουρκικό στράτευμα. Παρατηρώντας αυτή τη μάχη ο κόμης Τερπίν ντε Κριζέ έγραψε: "Το Σώμα των Γενιτσάρων είναι το καλύτερο τμήμα του Οθωμανικού πεζικού, αλλά αυτοί οι άνδρες προκαλούν πλέον περισσότερο τρόμο στον σουλτάνο παρά στους αντιπάλους τους". Οι γενίτσαροι ήταν ακόμα σε θέση να εξαπολύουν τολμηρές επιθέσεις ελπίζοντας σε κάποιο μοιραίο λάθος του εχθρού. "Οταν δεν μπορούν να επιτύχουν μία διάσπαση ευθύς αμέσως", γράφει ο ντε Κριζέ, "υποχωρούν για λίγο, ανασυντάσσονται και επιστρέφουν με μεγαλύτερη ορμή.
Καθώς δεν διαθέτουν ξιφολόγχες, πετούν κάτω τα μουσκέτα τους, τραβούν από τη θήκη το ξίφος και ξεχύνονται σαν ορμητικό ρεύμα πάνω στις εχθρικές ξιφολόγχες που τους περιμένουν προτεταμένες. Αν τα δικά μας τάγματα δεν αντέξουν αυτή την πίεση και διαρραγούν, τότε είναι σίγουρο ότι θα κατακοπούν και δεν θα μπορέσει να τα σώσει ο ανώτερος οπλισμός τους". Όπως έδειξε και η μάχη του Σαίν Γκοτάρ, η διάλυση των πειθαρχημένων Ευρωπαϊκών σχηματισμών γινόταν ολοένα και δυσκολότερη για τους αναχρονιστικούς γενίτσαρους. Το παράδοξο ήταν πως όσο οι πολεμικές ικανότητές τους υποχωρούσαν, τόσο αυξάνονταν οι πολιτικές φιλοδοξίες τους.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός Βρετανού λόρδου, "στο πεδίο της μάχης αποκτούσαν σταδιακά τη φήμη ενός ανίκανου, ακόμη και δειλού θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, στρατιωτικού τμήματος, αλλά στην Κωνσταντινούπολη, καθώς ο ένας αδύναμος σουλτάνος διαδεχόταν τον άλλον, οι γενίτσαροι έτειναν να καταστούν η κυρίαρχη δύναμη και ο μόνιμος πυρήνας εξεγέρσεων και στάσεων". Οι ατυχίες στο πεδίο της μάχης συνεχίζονταν για τους γενίτσαρους αλλά και για ολόκληρο τον Τουρκικό στρατό. Το 1691 ο μεγάλος βεζύρης Κιοπρουλής ζαντέ Φαζίλ Μουσταφά Πασά έχασε 28.000 άνδρες και 150 πυροβόλα από τους Γερμανούς κατά τη μάχη του Σαλανκμέν.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1697 οι δυνάμεις του σουλτάνου Μουσταφά Β' κατατροπώθηκαν από τα στρατεύματα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του πρίγκηπα Ευγένιου της Σαβοϊας στη μάχη της Ζέντα. Αυτό οδήγησε τους Οθωμανούς να υπογράψουν την ταπεινωτική ειρήνη του Κάρλοβιτς το 1699. Καθώς οι σουλτάνοι έπαψαν να συμμετέχουν προσωπικά στις εκστρατείες, οι δεσμοί πίστης και αφοσίωσης που έδεναν τους γενίτσαρους με τον ηγεμόνα τους άρχισαν να ατονούν, σε τέτοιο βαθμό ώστε μερικές φορές τα πράγματα έτειναν να φύγουν εκτός ελέγχου. Αυτοί που κάποτε ήταν οι γενναιότεροι στο πεδίο της μάχης μετατράπηκαν σε κοινούς κακοποιούς, παράνομους εμπόρους οι οποίοι πλούτιζαν εκμεταλλευόμενοι την ισχύ των όπλων τους και πάτρονες των ίδιων των σουλτάνων.
Ένας Δυτικός ιστορικός του 19ου αιώνα περιέγραψε πώς οι γενίτσαροι συναθροίζονταν στο προαύλιο του Τοπκαπί μετά το τέλος της καθιερωμένης προσευχής της Παρασκευής προκειμένου να γευματίσουν: "Ο σουλτάνος καθόταν μεταξύ της Αίθουσας Συσκέψεων και της Πύλης της Ευδαιμονίας παρακολουθώντας την όλη διαδικασία με έκδηλη ανησυχία. Αν οι μάγειροι έφερναν το ρύζι για διανομή μέσα στα μαγειρικά σκεύη τους την καθορισμένη ώρα, αυτό ήταν ένα σήμα ότι όλα έβαιναν καλά.
Αν όμως παρέμεναν συντεταγμένοι ανάμεσα στους συναδέλφους τους και κρατούσαν τα σκεύη αναποδογυρισμένα, αυτό σήμαινε πως υπήρχε δυσαρέσκεια και ότι πιθανώς η πρωτεύουσα βρισκόταν στα πρόθυρα μιας ακόμη εξέγερσης. Από τον 17ο αιώνα και μετά η δύναμη των γενιτσάρων έγινε τόσο μεγάλη ώστε τουλάχιστον έξι σουλτάνοι εκθρονίστηκαν ή δολοφονήθηκαν από αυτούς τους ένοπλους μηχανορράφους".
ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα, οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσαν ενδημικό φαινόμενο. Διεκδικώντας, είτε αύξηση του μισθού τους, είτε αποπομπή ή και εκτέλεση μη αρεστών σε αυτούς αξιωματούχων, στασίαζαν συχνά και συνήθως πετύχαιναν τους στόχους τους. Με την εξέγερση του 1622, η ανάμειξη των γενιτσάρων στην πολιτική περνά σε νέο επίπεδο, καθώς στόχος τους πλέον, δεν ήταν κάποιος βεζίρης ή άλλος αξιωματούχος, αλλά ο ίδιος ο σουλτάνος (ο Οσμάν Β'), ο οποίος πλήρωσε μάλιστα με τη ζωή του, τις φήμες ότι σκόπευε να καταργήσει το γενιτσαρικό σώμα.
Στη συνέχεια και καθ΄ όλη τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα, οι γενίτσαροι αποτέλεσαν έναν από τους ισχυρότερους παίκτες στο πολιτικό παιχνίδι, συμμαχώντας με διάφορες παρατάξεις της διοικητικής ελίτ και του παλατιού. Σουλτάνοι όπως ο Μωάμεθ Δ' (1648 - 1687), ο Μουσταφά Β' (1695 - 1703) και ο Αχμέτ Γ' (1703 - 1730) έχασαν το θρόνο τους εξαιτίας εξεγέρσεων στις οποίες πρωταγωνίστησαν οι γενίτσαροι. Το ίδιο συνέβη και όταν το 1789, ο Σελίμ Γ' θέλησε να ιδρύσει ένα νέο τακτικό σώμα στρατού, πάνω σε Ευρωπαϊκά πρότυπα, καταργώντας τελείως το Σώμα των Γενίτσαρων. Η προσπάθειά του αυτή βρήκε πολλούς γενίτσαρους αντιμέτωπους, με αποτέλεσμα να εκθρονιστεί και να δολοφονηθεί από αυτούς το 1808.
Τέλος κατά τη διάρκεια όμως της βασιλείας του διαδόχου του Σελήμ Γ', του Μαχμούτ του Β' (1808 - 1839), το Σώμα των γενιτσάρων διαλύθηκε οριστικά. Ο Μαχμούτ παίρνοντας σαν αφορμή τη δολοφονία του Σελήμ από τους γενίτσαρους και την επανάσταση που εκδηλώθηκε εναντίον του, το 1826, στις 5 / 17 Ιουνίου του ίδιου χρόνου τους κυνήγησε με τη Φρουρά του, τους κατέσφαξε κυριολεκτικά όλους και κατέστρεψε με φωτιά το κύριο στρατόπεδό τους στην Κωνσταντινούπολη (15.000 περίπου οι νεκροί). Τη σφαγή στην Κωνσταντινούπολη ακολούθησε μαζικός διωγμός των γενιτσάρων σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, με αρκετές χιλιάδες επιπλέον θύματα.
Με αυτόν τον τραγικό τρόπο, μετά από περίπου 5 αιώνες τερματίσθηκε ο θεσμός των γενιτσάρων, που συσσώρευσε αίμα και δάκρυ στους υπόδουλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ πολλές φορές απείλησε ακόμα και την ίδια την Αυτοκρατορία και ορισμένους Σουλτάνους της.
Οι Εξεγέρσεις
H στρατιωτική περηφάνια και η αποφασιστικότητα που έκανε τους γενίτσαρους τόσο επίφοβους στη μάχη, τους καθιστούσε, επίσης, μόνιμη απειλή και στις ειρηνικές περιόδους. Οι διαρκείς πολεμικές επιχειρήσεις μεγάλωσαν σε αριθμό ανδρών το οτζάκ, πολύ πάνω από τα αρχικά όριά του. Έως το 1574, το σώμα είχε ξεπεράσει ελάχιστες φορές τους 20.000 άντρες, αφού τα μέλη περιορίζονταν στον αριθμό των αγοριών που απέφερε το ντεβσιρμέ. Αλλά στη δεκαετία του 1580, οι συνθήκες της κατάταξης χαλάρωσαν σημαντικά. Οι γιοι -αλλά και πιο μακρινοί συγγενείς- πρώην γενιτσάρων μπορούσαν να καταταγούν στους ορτάδες. (H αρχική απαγόρευση να παντρεύονται οι γενίτσαροι, είχε αδρανήσει προ πολλού.)
Το 1591, το οτζάκ αριθμούσε περί τους 50.000 άντρες. Μεταρρυθμιστές βεζίρηδες και δραστήριοι σουλτάνοι, όπως ο Μουράτ Δ', έκαναν εκκαθαρίσεις στις τάξεις του, αλλά ο αριθμός είχε σταθερά ανοδική πορεία. Το ντεβσιρμέ είχε εγκαταλειφθεί και το οτζάκ ήταν ανοιχτό στους εθελοντές: στη διάρκεια του πολέμου με την Αυστρία, εισχώρησαν στις τάξεις των γενιτσάρων 30.000 νέοι άντρες. Το 1826, η κυβέρνηση πλήρωνε σιτηρέσιο και μισθούς σε 135.000 γενίτσαρους το μήνα. Το οτζάκ απολάμβανε μεγάλα προνόμια που αποκλείονταν από τους απλούς πολίτες. Ως στρατιώτες, οι γενίτσαροι απαλλάσσονταν από τη φορολογία που βάραινε τους ώμους των χωρικών και των αστών.
H θέση τους τούς έδινε προνόμια σε κάθε συναλλαγή, ακόμη και εμπορική. Μολονότι η δύναμή τους ήταν εμφανέστερη στην πρωτεύουσα, όπου οι γενίτσαροι ανέτρεπαν κι ενθρόνιζαν σουλτάνους κατά βούληση ή δολοφονούσαν αξιωματικούς κι αξιωματούχους που τους καταπίεζαν, ωστόσο, κυριαρχούσαν και στις επαρχιακές πόλεις. Περισσότερα από 150 συντάγματα είχαν τη βάση τους στις επαρχίες ή κοντά στα σύνορα. Τοποθετήθηκαν εκεί στα τέλη του 16ου αιώνα για να προστατεύουν την Αυτοκρατορία από τις εσωτερικές ταραχές ή τους ξένους επιδρομείς, αλλά μόλις οι γενίτσαροι εγκαταστάθηκαν σε άνετα καταλύματα, έπαψαν να είναι μάχιμοι.
Παρέμειναν στην ίδια περιοχή για γενιές, δημιουργώντας οικογένειες και ιδρύοντας ακμάζουσες επιχειρήσεις. στις αρχές του 19ου αιώνα πλέον, πολεμούσαν αποκλειστικά για την υπεράσπιση των πόλεών τους ή των προνομίων τους. Οι παραδόσεις του οτζάκ συνέδεαν τους γενίτσαρους μεταξύ τους -έως το 1800, η αφοσίωση και η νομιμοφροσύνη προς το σώμα είχε αντικαταστήσει ουσιαστικά την υποταγή στο σουλτάνο ή στο οθωμανικό κράτος. O Αδόλφος Σλέιντ, Άγγλος αξιωματικός του ναυτικού, έγραψε: "Κανένας άνδρας που δεν ανήκε στις τάξεις τους, καμία περιουσία που δεν ανήκε στους ίδιους, δεν ήταν ασφαλείς. Και, συνηθισμένοι στην αναρχία, δεν αναγνώριζαν κανένα έγκλημα, παρά μόνο όποιο είχε ως στόχο τα δικά τους προνόμια.
Οι ορτάδες που είχαν την έδρα τους στην πρωτεύουσα, ήταν πια εξίσου απρόθυμοι να πολεμήσουν, όπως κι οι γενίτσαροι των επαρχιών, κι ο σουλτάνος αναγκαζόταν να στηρίζεται σε μισθοφόρους ή άτακτους για να ενισχύει το στρατό του. Παράλληλα, υπήρχε και μία σταθερή εισροή εθελοντών που έπαιρναν διάφορα ονόματα. Το 17ο αιώνα, λέγονταν τουφεκτσήδες (τυφεκιοφόροι), άλλα σώματα, μερικά Χριστιανικά κι άλλα Μουσουλμανικά, ονομάζονταν σεϊμέν και σαρίτζα. Το 18ο αιώνα, ήταν γνωστοί ως γιαμάκα. Γι' αυτούς, η στρατιωτική ζωή σήμαινε τακτικό μισθό και προμήθειες και την προνομιακή θέση που απολάμβαναν οι γενίτσαροι. Ωστόσο, στη μάχη έμοιαζαν περισσότερο με όχλο, αφού δεν είχαν καμία εκπαίδευση και ελάχιστα κίνητρα να πολεμήσουν".
Το 1416, το σώμα των γενιτσάρων εμφανίζεται να αριθμεί γύρω στους 6.000 άνδρες, επί σουλτανίας του Μεχμέτ A', τον οποίο στήριξαν τα ποικιλώνυμα τάγματα δερβίσηδων, την εποχή του αδελφοκτόνου πολέμου μεταξύ των διαδόχων γιων του Βαγιαζίτ του Γιλντιρίμ, μετά τη σύλληψη και το θάνατό του από τον Μογγόλο Ταμερλάνο (μάχη της Άγκυρας, 1402). O γιος του Μεχμέτ, Μουράτ B', κληρονόμησε και τις μυστικιστικές τάσεις του πατέρα του, αλλά και το ηγετικό χάρισμά του να διοικεί άνδρες με επιτυχία. Πράγματι, ο τελευταίος οργάνωσε το σώμα των γενιτσάρων και το καθιέρωσε ως πλήρως τακτικό στρατό της Αυτοκρατορίας.
Με την πάροδο του χρόνου, οι γενίτσαροι κατέληξαν σε χρόνιο πρόβλημα της Αυτοκρατορίας, που χρονολογούνταν, τελικώς, από τις αρχές του Οθωμανικού καθεστώτος. Οι γενίτσαροι είχαν συγκροτηθεί το 14ο αιώνα, αποτελώντας μία πειθαρχημένη, πιστή και ανιδιοτελή εναλλακτική λύση προς τους άτακτους Τούρκους κληρωτούς. Τέσσερις αιώνες αργότερα, ήταν φανερό ότι, ενώ πολεμούσαν σαν τίγρεις για να υπερασπιστούν τα σπίτια και τις οικογένειές τους -όπως βεβαιώνουν οι Ρώσοι και οι Αυστριακοί από πικρή πείρα- δεν ήταν πια πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους στην μάχη ενάντια στις ανώτερες πολεμικές τακτικές και τη δύναμη πυρός των δυτικών εθνών.
H πρώτη εξέγερση γενιτσάρων πρέπει να τοποθετηθεί το 1444, όταν ο Μουράτ αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση και να αφοσιωθεί στην περισυλλογή, οπότε τα γενιτσαρικά στρατεύματα που είχε οργανώσει, ξεσηκώθηκαν εναντίον της βασιλείας του δεκατετράχρονου γιου του, Μεχμέτ B', του μετέπειτα σουλτάνου με την επωνυμία Φατίχ, δηλαδή, Πορθητής, καθώς αυτός έμελλε να εκπορθήσει την Κωνσταντινούπολη. στη συνέχεια, στράφηκαν εναντίον του βεζίρη Καρά Χαλίλ Πασά, της οικογένειας των γαιοκτημόνων Τσανταρλί, που διαφέντευαν την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. O Καρά Χαλίλ κάλεσε εκ νέου τον Μουράτ B', προκειμένου να καταστείλει την ανταρσία.
Βέβαια, στην πορεία, όταν πέθανε ο Μουράτ B', το 1451, ο Μεχμέτ B' έγινε και πάλι σουλτάνος και επειδή χρειαζόταν εκπαιδευμένους στρατιώτες για να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του για κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, ενίσχυσε το σώμα των γενιτσάρων και αύξησε τον αριθμό των παιδιών του Χριστιανικού παιδομαζώματος. Κατά την ενθρόνιση του Σελίμ B', το 1566, οι γενίτσαροι δυσαρεστήθηκαν με το νέο σουλτάνο που διαδέχτηκε τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, διότι δεν πήραν το συνηθισμένο φιλοδώρημα. στο Βελιγράδι εκτόξευσαν ύβρεις κατά του Σουλεϊμάν και του γιου του, του Σελίμ B', ενώ εμπόδισαν τη σουλτανική πομπή να εισέλθει στο παλάτι πριν πάρουν δημόσιες εγγυήσεις από το νέο σουλτάνο ότι "το φιλοδώρημα και η αύξηση μισθού θα σας χορηγηθούν σύμφωνα με το έθιμο που μου μεταφέρθηκε από τους προγόνους μου".
Έτσι, στο αποκορύφωμα της Οθωμανικής ισχύος, ο γιος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς δεν μπορούσε να μπει στο παλάτι και να αναλάβει τα καθήκοντά του, αν δεν του το επέτρεπαν οι γενίτσαροι. Τόση ήταν η δύναμή τους την εποχή αυτή. Ωστόσο, από τα μέσα του 16ου αιώνα και συγκεκριμένα στην εποχή του Μουράτ Γ' επιτράπηκε (1582) στο σώμα η είσοδος χιλιάδων μελών ψυχαγωγικών θιάσων, ακροβατών και παλαιστών, ως ανταμοιβή του σουλτάνου για την επιτυχία των εορταστικών εκδηλώσεων για την περιτομή του γιου του. Ορισμένες δεκαετίες αργότερα (1650), πολλοί πασάδες κατέτασσαν τους υπηρέτες τους στους γενίτσαρους για να μετακυλίσουν τα έξοδα των οίκων τους στο κράτος.
Οι γενίτσαροι έγιναν τμήμα του οικονομικού ιστού της Κωνσταντινούπολης, διεισδύοντας σε διάφορες επαγγελματικές συντεχνίες. Το αποτέλεσμα ήταν να αριθμούν το 1528, 27.000 άτομα, το 1591 ήταν 48.088 και μολονότι τον 17ο αιώνα επί Κιοπρουλήδων οι αριθμοί τους μειώθηκαν, ωστόσο, στα τέλη του 18ου αιώνα παρουσίαζαν σταθερή αύξηση: 43.403 (1776), 55.226 (1800) και 109.971 (1809). H αναπτυσσόμενη συνεργασία των συντεχνιών με τους γενίτσαρους, που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στις επαρχιακές πόλεις είτε ως ομάδες προστασίας είτε ως ανεπιθύμητοι που εξαναγκάζονται να φύγουν από την Κωνσταντινούπολη, επιτεύχθηκε εξαιτίας της γνωστής συνεργασίας που είχαν οι γενίτσαροι με ορισμένες οργανώσεις δερβίσηδων.
Στην πραγματικότητα, οι πρώην αυτοί πολεμιστές ανέλαβαν τρομοκρατική δράση, καθώς διέφευγαν τον έλεγχο των ανώτερων υπαλλήλων της συντεχνίας, επειδή ως "στρατιώτες" μπορούσαν να πειθαρχήσουν ή να τιμωρηθούν μόνο από τους δικούς τους προϊσταμένους. H διείσδυση των γενιτσάρων μέσα στις συντεχνίες αύξησε μεν τον αριθμό των μελών τους, αλλά όχι και την παραγωγικότητα ή την οργάνωσή τους. Επίσης, η παρουσία τους μέσα στις συντεχνίες αποδυνάμωσε και τους παλιούς κανονισμούς futuwwa, ενώ κλόνισε και την εξουσία των ανώτερων διοικητικών υπαλλήλων των συντεχνιών, που έχαναν όλο και περισσότερο τη θρησκευτική και ηθική επιρροή τους καθώς μεγάλωνε η αντίστοιχη των δερβίσηδων.
H αυξανόμενη δύναμη και ασυδοσία των γενιτσάρων δεν υπήρχε τρόπος να συγκρατηθούν, ούτε από την ατελέσφορη διοίκηση ούτε από τις συντεχνίες. Οι γενίτσαροι ήταν ταυτόχρονα σύμπτωμα και αίτιο της οθωμανικής κρίσης το 17ο αιώνα. στα τέλη του 16ου αιώνα, ένας Οθωμανός διαμαρτυρόταν: "Δεν υπάρχει πια πειθαρχία. Κανένας δεν παίρνει στα σοβαρά υπόψη του τις απαγορεύσεις. Οι άσπλαχνοι... λεηλατούν την τιμή και την περιουσία μουσουλμάνων και χριστιανών. Μεταξύ εκείνων που διαπράττουν αυτό το έγκλημα, η πλειονότητα απαρτίζεται από αυτούς που αποκαλούνται κούληδες (σκλάβοι) του σουλτάνου.
"H παρακμή του σώματος των γενιτσάρων είχε αρχίσει πριν από το θάνατο του Σουλεϊμάν, το 1566, και δεν οφειλόταν αποκλειστικά, όπως έχει υποστηριχτεί, στη στρατολόγηση μουσουλμάνων (όχι πάντως Αράβων ή Τσιγγάνων) από χαμηλές τάξεις και όχι με παιδομάζωμα. Ούτε οφειλόταν μόνο στη νέα σχέση των γενιτσάρων με τις συντεχνίες ή στην επιρροή των μπεκτασήδων που είχαν στενές σχέσεις με τον απλό κόσμο. Οι γενίτσαροι είχαν αφηνιάσει νωρίτερα. στασίαζαν πάντα όταν τους υποχρέωναν να πολεμούν για μεγάλο διάστημα και είχαν ψύχωση με το χρήμα. Εκτός αυτού έπιναν: αυτοί υποχρέωσαν, στις αρχές του 16ου αιώνα, τον Μπαγιαζίτ B' να ανοίξει ξανά τα κρασοπουλειά.
Στα κρασοπουλειά του Γαλατά ή όταν βρίσκονταν εκτός υπηρεσίας στα προάστια της Αδριανούπολης, οι γενίτσαροι διασκέδαζαν με τις κωμωδίες του θεάτρου σκιών, του Καραγκιόζη και των συντρόφων του, και με το λαϊκό θέατρο, το λεγόμενο Μεϊντάν Ογιουνού (θέατρο της Πλατείας), που λεγόταν έτσι, επειδή οι ηθοποιοί έπαιζαν σε οποιονδήποτε ανοιχτό χώρο. Οι καραγκιοζοπαίχτες είχαν τη σοφία να μην περιλαμβάνουν τις παρεκτροπές των γενιτσάρων στο ρεπερτόριό τους. H μόνη γνωστή θεατρική αναφορά στο σώμα ήταν ένα έργο εμπνευσμένο από κάποιο πραγματικό περιστατικό χαρακτηριστικό της απείθειας των γενιτσάρων στα τέλη του 16ου αιώνα: μεθυσμένοι γενίτσαροι όρμησαν σε ένα γυναικείο χαμάμ, έγινε σκάνδαλο.
Οι γενίτσαροι οδηγήθηκαν να δικαστούν από τον καδή και όχι από το δικό τους δικαστήριο. Αυτοί οι ταραξίες δεν παρέμειναν γενίτσαροι για μεγάλο διάστημα. To 1514, οι γενίτσαροι ανάγκασαν το σουλτάνο Σελίμ A' να εγκαταλείψει μία επίθεση εναντίον της Περσίας, απειλώντας τον ακόμη και με στάση, ρίχνοντας έως και πυροβολισμούς προς τη σκηνή του για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για τις προθέσεις τους. Το 1529, υποχρέωσαν τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή να σταματήσει την πολιορκία της Βιέννης. Πιστεύεται ότι και στις δύο περιπτώσεις ο λόγος ήταν ότι επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ο Σελίμ A' επιχείρησε να πειραματιστεί με μία λογική προσέγγισης με την κουλτούρα των Αράβων, ιδιαίτερα μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου, το 1517, οπότε έμεινε για λίγο στο Κάιρο, οι γενίτσαροι του επέβαλαν να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Τα σχέδια εξάλλου του σουλτάνου Οσμάν B' να αναχωρήσει για τη Μέκκα, το 1622, οδήγησαν στην εκθρόνισή του από τους γενίτσαρους και στη δολοφονία του. Από το 1622 έως το 1632, την εξουσία στην Πόλη ασκούσαν οι γενίτσαροι, εκτελώντας τους υπουργούς του Μουράτ Δ' και τον ευνοούμενό του, Μουσά, και απειλώντας και τον ίδιο το σουλτάνο. Βεβαίως εκείνος, όταν κατάφερε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, μείωσε τον αριθμό των γενιτσάρων και επιδόθηκε σε ένα πραγματικό κυνηγητό.
Κατά το οποίο έκλεισε τα περισσότερα καφενεία και ταβέρνες της Πόλης (1633), με στόχο να τρομοκρατήσει γενικότερα το λαό, αλλά κυρίως να πλήξει τους γενίτσαρους, καθώς τα καπηλειά ήταν συχνός τόπος συναντήσεών τους και χώροι όπου εξυφαίνονταν διάφορες μικρές ή μεγαλύτερες συνωμοσίες τους, αλλά και επιδίδονταν σε συστηματική κριτική κατά του σουλτάνου και της πολιτικής του. O Μουράτ, ο πιο αιμοσταγής και ανηλεής σουλτάνος της οθωμανικής δυναστείας, είχε δώσει εντολή να εκτελείται όποιος κυκλοφορούσε στην πόλη με πίπα ή φλιτζάνι του καφέ στο χέρι. H συνήθης τιμωρία ήταν ο επί τόπου και με συνοπτικές διαδικασίες αποκεφαλισμός του συλληφθέντος.
Οι γενίτσαροι αποφάσισαν να αντιδράσουν απέναντι στη θηριωδία του Μουράτ, με όπλο τη φωτιά. Τα ξύλινα σπίτια της πρωτεύουσας συχνά στην ιστορία της έγιναν παρανάλωμα του πυρός, ενώ κάθε λίγα χρόνια το περίγραμμα των τρούλων και των μιναρέδων διαγραφόταν στον ορίζοντα με φόντο έναν φλογισμένο ουρανό. H κραυγή "Γιανγκίν βαρ" (υπάρχει φωτιά) από τα στόματα των γενιτσάρων που έσπευδαν για να τη σβήσουν, ήταν κάτι συνηθισμένο. σύμφωνα με μία οθωμανική παροιμία, "αν δεν υπήρχαν οι φωτιές της Ισταμπούλ (Τουρκικό όνομα της Κωνσταντινούπολης), τα κατώφλια των σπιτιών της θα ήταν στρωμένα με χρυσάφι".
Πράγματι, ένα από τα σπουδαιότερα καθήκοντα των γενιτσάρων, εκτός από τα αστυνομικά, ήταν η πυρόσβεση, για την οποία ήταν εκπαιδευμένοι και διέθεταν τον κατάλληλο εξοπλισμό. H αστυνόμευση και η πυρόσβεση συνδέονταν άλλωστε στενά, αφού ήταν δύσκολο να διακρίνει κάποιος τους εμπρησμούς, που ήταν συχνοί στην Κωνσταντινούπολη, από τις φωτιές για καύση των σκουπιδιών, που συχνά άναβαν μόνες τους και ήταν πολύ διαδεδομένες. Αν ξεσπούσε πυρκαγιά, την εντόπιζαν αμέσως από τον Πύργο του Γαλατά ή τον πύργο Σταμπούλ, στο Μπαγιαζίτ Μεϊντάν, δίπλα στο Παλιό σαράι. Και στους δύο πύργους υπήρχε φρουρά γενιτσάρων που σήμαινε συναγερμό, χτυπώντας τα τύμπανα.
Επομένως, ένα από τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι γενίτσαροι οποτεδήποτε ήθελαν να εκφράσουν τη δυσφορία τους για την πολιτική του σουλτάνου ή να εκβιάσουν για την αλλαγή ενός υπουργού που δεν ήταν της αρεσκείας τους ή απλώς για να προκαλέσουν ζημιές στους πλουσίους, ήταν και οι πυρκαγιές. Στη φωτιά του 1755, ένα ολόκληρο τάγμα γενιτσάρων κάηκαν ζωντανοί λόγω της αγωνιώδους προσπάθειάς τους να τη σβήσουν. Λόγω του βόρειου ανέμου, η φωτιά επεκτάθηκε πολύ γρήγορα και γι' αυτό έσπευσαν στον τόπο της φωτιάς ακόμη και ο ίδιος ο σουλτάνος και ο μεγάλος βεζίρης. O μόλυβδος στον τρούλο της Αγίας Σοφιάς έλιωσε, καθώς η φωτιά μαινόταν για 36 ώρες, καταστρέφοντας το ένα έβδομο της πόλης, συμπεριλαμβανομένων της Πύλης και των γραφείων του θησαυροφυλακίου.
Ειδικά τον 18ο αιώνα, η κοινή γνώμη με όπλα της τους γενίτσαρους και τις φωτιές, ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. O κόσμος ασκούσε κριτική, περιλούζοντας με βρισιές το σουλτάνο κατά την άφιξή του στην περιοχή κάποιας πυρκαγιάς. Ξένοι διπλωματικοί υπάλληλοι θεωρούσαν ότι η ελευθερία που απολάμβαναν οι κάτοικοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σχεδόν ελευθεριότητα, ήταν μεγαλύτερη από εκείνη οποιουδήποτε άλλου πολιτισμένου λαού στην Ευρώπη. Οι ξένοι έγραφαν ότι ο Οθωμανικός λαός ήταν une populace devenue souveraine, δηλαδή, ένας πληθυσμός που είχε γίνει κυρίαρχος. Εξεγέρσεις γενίτσαρων σημειώθηκαν ακόμη τις χρονιές 1651, 1655, 1687, 1703, 1730, 1740, 1742, 1743 και 1783.
H παρακμή της αυτοκρατορίας ήταν εμφανής πλέον, ειδικά από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και τις πρώτες του 19ου. H αδυναμία του σουλτάνου, η αποσύνθεση του Οθωμανικού στρατού, μηδέ των γενιτσάρων εξαιρουμένων, η επιθυμία των κατοίκων για σωστότερη διοίκηση, όλα αυτά μαζί επέτρεψαν σε κυβερνήτες και ντόπιους γαιοκτήμονες να δημιουργούν ημιανεξάρτητες ηγεμονίες στις επαρχίες, συχνά με τη σύμπραξη των γενιτσάρων που δυσανασχετούσαν και εκείνοι από όλη αυτή την παρακμή. O Μωχάμετ Άλυ στην Αίγυπτο, ο Αλή Πασάς στην Ήπειρο, η οικογένεια Καραοσμάνογλου στη νοτιοδυτική Ανατολία και ο Πασβάνογλου στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της προϊούσας κατάρρευσης.
O Πασβάνογλου μάλιστα απείλησε να πολιορκήσει και την πρωτεύουσα. Το 1804, σημειώθηκε εξέγερση στη σερβία ενάντια στο βασίλειο του τρόμου που είχαν επιβάλει τα γενιτσαρικά στρατεύματα. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, είχε δημιουργηθεί το πρώτο ημιανεξάρτητο σερβικό κράτος με πρωτεύουσα το Βελιγράδι, που αναγνώριζε την επικυριαρχία του σουλτάνου και όρισε ακόμη και δικό του σύνταγμα. Όσο οι επαρχίες αποσκιρτούσαν η μία μετά την άλλη, κάτι που προφανώς είχε οικονομικές επιπτώσεις, καθώς μειώνονταν τα έσοδα και αυτά που έφταναν, έφταναν καθυστερημένα, τόσο αυξανόταν η επιθετικότητα των γενιτσάρων.
Έως το 1800, οι γενίτσαροι, οι άλλοτε προστάτες της Κωνσταντινούπολης, είχαν γίνει οι καταπιεστές της. Δύο με τρεις φορές την ημέρα, έβγαιναν από το Ετ Μεϊντάν ομάδες περιπολίας στην πόλη. Ήταν οπλισμένοι με βαριά ρόπαλα και σπαθιά, αλλά σπάνια αναγκάζονταν να τα χρησιμοποιήσουν: ο φόβος που έσπερναν, ήταν αρκετός για να αποσοβήσει την παραμικρή ενόχληση. O Γουόλς περιέγραψε πως οι άνθρωποι σκορπίζονταν, μόλις τους έβλεπαν να πλησιάζουν. Οι γενίτσαροι της περιπόλου έφεραν τα όργανα της τιμωρίας, το φελέκε και το φάλαγγα, και τα χρησιμοποιούσαν για να αποδίδουν... δικαιοσύνη. Το φελέκε έμοιαζε με μεγάλο τόξο ελαφρά τεντωμένο. H χορδή δενόταν γύρω από τα γυμνά πόδια του θύματος κι έσφιγγε σαν βρόχος.
O πόνος ήταν αφόρητος, αλλά ο πραγματικός σκοπός του ήταν να ακινητοποιεί τον ένοχο, ενώ ένας γενίτσαρος τον χτυπούσε στις πατούσες με μία βαριά σανίδα, το φάλαγγα. Αυτή η τιμωρία ήταν πολύ συνηθισμένη και για τα πιο ασήμαντα παραπτώματα: μία γενναία δωροδοκία ήταν το μοναδικό μέσο για να αποφύγει κάποιος τον πόνο και τον εξευτελισμό. Όσοι μπορούσαν να πληρώσουν, ήταν σχετικά ασφαλείς. Όλοι οι Ευρωπαίοι πρεσβευτές προσλάμβαναν γενίτσαρους σωματοφύλακες, όπως και κάθε πλούσιος Κωνσταντινουπολίτης που μπορούσε να καλύψει τους μισθούς και τα μπαξίσια (φιλοδωρήματά) τους. Οι γενίτσαροι επίσης ήταν, όπως προαναφέραμε, υπεύθυνοι για την κατάσβεση των πυρκαγιών.
Κάτι που μέσα στην υπερβολικά πυκνοκατοικημένη πρωτεύουσα σήμαινε συνήθως τη δημιουργία μίας ζώνης πυρόσβεσης, γκρεμίζοντας τα ξύλινα σπίτια που βρίσκονταν γύρω από την εστία. Αυτό αποτελούσε άλλο ένα πεδίο παράνομου κέρδους, αφού πολλοί οικογενειάρχες πλήρωναν ακριβά για να μείνουν ανέπαφα τα σπίτια τους. Ήταν πασίγνωστο ότι σε ήσυχες περιόδους οι γενίτσαροι έβαζαν οι ίδιοι φωτιά, εκτός αν οι ιδιοκτήτες πλήρωναν "προστασία". Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στη διάρκεια της βασιλείας του Αμπντούλ Χαμίτ του A' (1774 - 1789) σημειώθηκαν περισσότερες από 140 πυρκαγιές. Το Φεβρουάριο του 1807, επτά Βρετανικά πολεμικά πλοία αγκυροβόλησαν σε απόσταση βολής πυροβόλου από το παλάτι.
Ήταν η πρώτη ξένη δύναμη που έφθανε μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ξέσπασαν ταραχές στην Κωνσταντινούπολη και επήλθε χάος. Άλλοι ήταν φιλοδυτικοί και δρούσαν υπέρ των δυτικών δυνάμεων και άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και οι γενίτσαροι, τάχθηκαν υπέρ της φατρίας της Βαλιντέ Σουλτάν. Λίγο αργότερα, όμως, τον Μάιο του 1807, βλέποντας το σουλτάνο να λουφάζει στο παλάτι και με σχεδόν σίγουρο το φιλοδυτικό προσανατολισμό του, προσχώρησαν στους στασιαστές, διακήρυξαν ότι ο σουλτάνος είχε συνεταιριστεί με απίστους και ότι απαξίωνε τους στρατιώτες του και τους ουλεμάδες. Μία μέρα αργότερα, στις 29 Μαΐου, ο σουλτάνος παραιτήθηκε υπέρ του αδελφού του, Μουσταφά Δ'.
O Wheatcroft περιγράφει ως εξής την εξέγερση των γενιτσάρων το 1807: ''Νωρίς το πρωί της 25ης Μαΐου 1807, ο Ραΐφ Μαχμούτ Πασάς, διοικητής των οχυρών που δέσποζαν στη θάλασσα του Μαρμαρά, ξεκίνησε με το στολίσκο του για το κάστρο Ρούμελι Χισάρ, για να πληρώσει στους γιαμάκα τους μισθούς τους, που καταβάλλονταν κάθε τρίμηνο. Νωρίτερα τον ίδιο μήνα, είχε κυκλοφορήσει ένα διάταγμα που όριζε ότι οι γιαμάκα, αρχικά κυρίως Αλβανοί και Κιρκάσιοι μισθοφόροι, θα συγχωνεύονταν στο μέλλον με το στρατό της Νέας Τάξης και δεν θα συνδέονταν πια με το σώμα των γενιτσάρων. Ήδη είχαν σταλεί αξιωματικοί στα οχυρά κι έμπειροι εκπαιδευτές τους ασκούσαν στην πειθαρχία, ενώ 3.000 στολές ράφτηκαν βιαστικά στο Σκούταρι.
O Ραΐφ Μαχμούτ συνοδευόταν όχι από γενίτσαρους, αλλά από μία μονάδα των Εκπαιδευμένων Στρατιωτών, που ήταν εντυπωσιακοί με τις καινούργιες γαλάζιες στολές τους. Αφού μοιράστηκαν τα χρήματα, με ένα σινιάλο από τον Ραΐφ Μαχμούτ, ο διοικητής της μικρής φρουράς του, Χαλίλ Αγάς, μίλησε στους συγκεντρωμένους μπροστά του σκυθρωπούς άντρες. Τους παρότρυνε να τον ακολουθήσουν στις τάξεις των Εκπαιδευμένων Στρατιωτών. Οι γιαμάκα με την κραυγή "αποστάτη", όρμησαν πάνω του και, όπως περιγράφουν χρονικά της εποχής, "τον έκαναν κομμάτια".
O πασάς και το μεγαλύτερο μέρος της φρουράς του ξέφυγαν στα σκάφη τους και προχώρησαν κωπηλατώντας με ταχύτητα κατά μήκος της ακτής, με την ελπίδα να κρυφτούν μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Σύντομα, όλα τα οχυρά είχαν πέσει στα χέρια των στασιαστών. Τις νυχτερινές ώρες, τα άλλα σώματα που θεωρητικά ήταν πιστά στο σουλτάνο -οι βομβιστές και οι άντρες του πυροβολικού- ενώθηκαν με τους στασιαστές. Από το χάραμα της 28ης Μαΐου, ένας στόλος από μικρά πλοία διέσχιζε επανειλημμένα τον Κεράτιο Κόλπο, μεταφέροντας βαριά οπλισμένους βοηθητικούς και πυροβολητές. Οι πύλες ήταν ανοιχτές χάρη στους γενίτσαρους της φρουράς κι οι στασιαστές κατέκλυσαν τη συνοικία των γενίτσαρων, προχωρώντας όλοι μαζί προς το Ετ Μεϊντάν.
Στο μεταξύ, οι Εκπαιδευμένοι Στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί στους στρατώνες τους κι ετοιμάζονταν να προελάσουν κατά της πόλης με εντολή του σουλτάνου. Αντί γι' αυτό, έλαβαν ένα διάταγμα που τους ανακοίνωνε την άμεση αποστράτευσή τους. Χωρίς την απειλή μίας δυναμικής απάντησης, οι στασιαστές αποθρασύνθηκαν: τώρα απαιτούσαν να σταλούν οι ηγέτες της μεταρρύθμισης στο Ετ Μεϊντάν για να λογοδοτήσουν για τα εγκλήματά τους εναντίον του Ισλάμ. Μετά τις προσευχές της Παρασκευής, οι γενίτσαροι συγκεντρώθηκαν στο Ετ Μεϊντάν για να ακούσουν έναν φλογερό λόγο από τον αρχηγό των γιαμάκα: "Μέχρι να πέσει ο Σελίμ από το θρόνο", βροντοφώναξε, "το Ισλάμ δεν είναι ασφαλές".
Έτσι ο μόνος τρόπος να ξεριζωθεί οριστικά το κακό, ήταν να εκθρονιστεί ο σουλτάνος. Το απόγευμα, ο ανώτατος θρησκευτικός αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Σεΐχ ουλ-ισλάμ Ατταουλάχ Εφέντι, μυστικός υποκινητής της στάσης των βοηθητικών, διάβασε το φετβά του στους συγκεντρωμένους γενίτσαρους. O Σελίμ, δήλωνε, δεν ήταν αληθινός σουλτάνος κι έπρεπε να εκθρονιστεί ως ένοχος για κακή διοίκηση και καταπάτηση της παράδοσης και της θρησκείας. Στο μεταξύ, το πλήθος καλούσε τον "Σουλτάν Μουσταφά" -ξάδελφο του Σελίμ, που ήταν μέσα στο παλάτι - να αντικαταστήσει τον άπιστο σουλτάνο''.
H τελευταία πράξη αυτού του δράματος παίχτηκε έναν χρόνο αργότερα. H σύντομη βασιλεία του Μουσταφά Δ' ήταν άδοξη και η διακοπή των μεταρρυθμίσεων δεν επανέφερε ως διά μαγείας τη ρώμη και την καλοτυχία της Αυτοκρατορίας. Νέος σουλτάνος ανακηρύχθηκε ο Μαχμούτ B', σε ηλικία μόλις 23 ετών. Θεωρούνταν ως άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό και γνώστης της πραγματικότητας, καθώς ο Σελίμ τον κρατούσε ενήμερο σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις αλλά και τις πολιτικές και διπλωματικές υποθέσεις. Το 1808, είχε ελάχιστα μέσα στα χέρια του. Για ένα διάστημα, οι μεταρρυθμιστές υπερίσχυσαν ξανά. Διορισμένος μεγάλος βεζίρης, ο Μπαϊρακτάρ Μουσταφά Πασάς ανασυγκρότησε το στρατό της Νέας Τάξης, τον οποίο μετονόμασε σε νέους Σεϊμέν.
Οι σεϊμέν, Κύριοι των Λαγωνικών, ήταν ένα από τα παραδοσιακά σώματα που συνδεόταν με τους γενίτσαρους. Τη νύχτα της 14ης Νοεμβρίου 1808, τελευταία ημέρα της νηστείας του Ραμαζανιού, οι σεϊμέν εμφανίστηκαν στους εορτασμούς, που κατά παράδοση σηματοδοτούσαν το τέλος των ημερών της νηστείας. Οι γενίτσαροι επαναστάτησαν, θεωρώντας ότι απειλούνταν να καταργηθούν από το νέο σώμα. Επιτέθηκαν στο κτήριο του μεγάλου βεζίρη και το ανατίναξαν. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί και ο βεζίρης με τους φρουρούς του, αλλά και πολλοί γενίτσαροι. H σορός του Μπαϊρακτάρ Μουσταφά Πασά ανακαλύφθηκε και αφού μεταφέρθηκε στο Ετ Μεϊντάν, ανασκολοπίστηκε στο κέντρο του πεδίου παρελάσεων.
O σουλτάνος διατηρούσε ακόμη τις γραμμές επικοινωνίας του προς τη θάλασσα μέσω των παράκτιων πυλών του παλατιού κι έστειλε μήνυμα στα Οθωμανικά πολεμικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στον Κεράτιο κόλπο να βομβαρδίσουν τους γενίτσαρους, που συνωστίζονταν γύρω από το παλάτι, κι έπειτα τους στρατώνες τους. Πολύ σύντομα, ολόκληρη η πόλη λουζόταν στο φως της φωτιάς που κατέκαιγε αμέτρητα κτήρια, αλλά, αφού οι πυροσβέστες (όλοι οι γενίτσαροι) ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά τις πύλες του παλατιού, οι πυρκαγιές μαίνονταν ανεξέλεγκτες. H πιο δημοφιλής συνοικία της Κωνσταντινούπολης είχε καλυφθεί από μία λαίλαπα φωτιάς.
Οι κραυγές, τα ουρλιαχτά γυναικών, γέρων και παιδιών δεν τράβηξαν την προσοχή κανενός ούτε προκάλεσαν οίκτο. Μάταια ύψωναν τα χέρια τους, ικετεύοντας για δοκάρια ή σανίδες για να ξεφύγουν από τις ταράτσες των φλεγόμενων σπιτιών. Τους έβλεπαν με αδιαφορία να πέφτουν και να εξαφανίζονται μέσα στις φλόγες. Οι γενίτσαροι ήταν τώρα σε κατάσταση εκστατικής μανίας ενάντια σε όσους βρίσκονταν μέσα στα τείχη, τους οποίους καταδίκασαν χωρίς καμία εξαίρεση σε θάνατο. Ήταν η ίδια φρενίτιδα που είχαν αντιμετωπίσει τόσες φορές στο παρελθόν οι Χριστιανοί, αλλά που τώρα έπληττε τον ίδιο τον Οίκο του Οσμάν. O ουλεμά προσπάθησε να μεσολαβήσει, κάνοντας έκκληση στην υποταγή των γενιτσάρων στην Πίστη.
Τελικά, μετά από δύο ημέρες κλιμάκωσης των μαχών, συνήφθη συμφωνία. Οι γενίτσαροι θα έλυναν την πολιορκία τους κι οι σεϊμέν, αφού πετούσαν τα όπλα τους κι έβγαζαν τις μισητές στολές τους, θα μπορούσαν να διασχίσουν την πόλη προς το Λεβέντ Τσιφλίκ, όπου θα αποστρατεύονταν. Σε αντάλλαγμα, ο σουλτάνος θα έδινε αμνηστία στους γενίτσαρους και δεν θα μιλούσε ξανά πια για μεταρρυθμιστικά σχέδια. Το πρωί της 18ης Νοεμβρίου 1808, οι μεγάλες πύλες του παλατιού άνοιξαν και μία μακριά φάλαγγα σεϊμέν βγήκε από τα τείχη. Ξαφνικά, οι γενίτσαροι τους περικύκλωσαν και, σε ένα λουτρό αίματος, οι περισσότεροι από τους σεϊμέν λιντσαρίστηκαν σε μικρή απόσταση από τα τείχη του παλατιού.
Τα κεφάλια κόπηκαν από τα ακρωτηριασμένα σώματα και στοιβάχτηκαν έξω από την πύλη του παλατιού, ως σαρκαστική πρόκληση και προειδοποίηση προς το σουλτάνο. H απάντηση του σουλτάνου ήταν να αγνοήσει το σαρκασμό τους και να στηρίξει την ειρήνη. Άλλωστε, ο ίδιος δεν είχε παραχωρήσει τίποτε, παρά μόνο με την εγγύηση της Ουλεμά, του Μουσουλμανικού θεολογικού κατεστημένου, είχε δε υπερασπιστεί το Ισλάμ μέσα στις απαραβίαστες πύλες του παλατιού του. Το 1811, μία συμμορία γενιτσάρων επιτέθηκε σ' έναν ηλικιωμένο ιμάμη και το οτζάκ κάλυψε τους ενόχους, όταν οι θρησκευτικές αρχές απαίτησαν παραδειγματική τιμωρία.
Στα επόμενα χρόνια, γίνονταν τακτικά συμπλοκές στους δρόμους ανάμεσα σε γενίτσαρους και σοφτά (φοιτητές της θεολογίας), που συνδέονταν με τα Αυτοκρατορικά τζαμιά. Οι φοιτητές εκτελούνταν έπειτα με διαταγή του διοικητή των γενιτσάρων, ενώ οι στρατιώτες έμεναν ατιμώρητοι. Τα συντάγματα είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Το οτζάκ διοικούνταν από τον αγά των γενιτσάρων (γενιτσάρ αγασί) -έναν από τους μεγαλύτερους αξιωματούχους του κράτους, που διοριζόταν άμεσα από το σουλτάνο ή το μεγάλο βεζίρη- αλλά οι διαταγές του απλώς αγνοούνταν. Κανείς από τους άλλους ανώτερους αξιωματικούς που έφεραν τους βαρύγδουπους τίτλους, όπως Κύριος των Λαγωνικών, Κύριος των Κυνηγόσκυλων της Αρκούδας, Κύριος των Πελαργών, δεν είχε καλύτερη τύχη.
Μόνο ο καϊμακάμης (υπασπιστής), που εκλεγόταν από τους ίδιους τους γενίτσαρους κι ενεργούσε ως εκπρόσωπός τους, ήξερε πώς να χειρίζεται τους δύσκολους κι επικίνδυνους άντρες του. Οι υπαξιωματικοί διορίζονταν από τις τάξεις των γενιτσάρων με βάση την αρχαιότητα -ακόμη κι οι συνταγματάρχες ταυτίζονταν πιο εύκολα με τους άντρες τους παρά με τους ανωτέρους τους. Πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί υπηρέτησαν για ελάχιστο χρονικό διάστημα: στη διάρκεια της βασιλείας του Μαχμούτ του B', οι περισσότεροι αγάδες των γενιτσάρων έμειναν στο πόστο τους μόλις μερικούς μήνες, αφού, ο ένας μετά τον άλλο, αποτύγχαναν να τιθασεύσουν τους άντρες τους. Άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί είχαν αγοράσει το βαθμό τους, κάτι που επιτρεπόταν από το 1740 και μετά.
Το μόνο που τους ενδιέφερε, ήταν τα κέρδη που μπορούσαν να αποκομίσουν από την "επένδυσή" τους. Άλλωστε, υπήρχαν απίστευτα περιθώρια διαφθοράς. O αγάς και οι ανώτεροι αξιωματικοί του εισέπρατταν ένα ποσοστό του μισθού και των επιχορηγήσεων για ολόκληρο το οτζάκ. Δώρα και δωροδοκίες εισέρρεαν σε κάθε βαθμό. Οι συνταγματάρχες ειδικά ήταν βαθιά αναμεμειγμένοι στις αμέτρητες απάτες που γίνονταν με τους καταλόγους μισθοδοσίας. Πρόσθεταν ονόματα ανύπαρκτων νεοσυλλέκτων ή "ξεχνούσαν" να αναφέρουν το θάνατο παλιών γενιτσάρων. Οι περιουσίες των νεκρών γενιτσάρων κατάσχονταν, εκτός αν οι οικογένειές τους δέχονταν να μοιράζονται τις αποδοχές τους.
Οι συνταγματάρχες ήταν υπεύθυνοι για τις προμήθειες σε ρύζι, βούτυρο και λαχανικά στους άντρες τους κι έκλειναν αμέτρητες προσοδοφόρες συμφωνίες με τους αξιωματικούς της επιμελητείας και τους εμπόρους της πόλης, πάντα σε βάρος του θησαυροφυλακίου του σουλτάνου. Τα συντάγματα, πάντως, μεριμνούσαν για τους δικούς τους. στις χήρες και στις οικογένειες των πιστών στρατιωτών καταβάλλονταν συντάξεις, ενώ τα παιδιά των γενιτσάρων που δεν κατατάσσονταν στο οτζάκ, πήγαιναν ως μαθητευόμενοι τεχνίτες. Ακόμη, έβρισκαν συζύγους στα κορίτσια και όριζαν αργομισθίες στους ανάπηρους βετεράνους, εξασφαλίζοντάς τους ένα μικρό εισόδημα.
Οι σύγχρονοί τους κατηγορούσαν τους γενίτσαρους ότι ήταν δειλοί, φανφαρόνοι και αχρείοι. H κατάσταση ήταν παράλογη: οι στρατιώτες απλώς αρνούνταν ν' ανταποκριθούν στην πρόσκληση στα όπλα και το οθωμανικό κράτος κατέφευγε σε μισθοφόρους, αφού οι δικοί του καλοπληρωμένοι μόνιμοι αρνούνταν να βγουν από τους στρατώνες τους. σε περίοδο πολέμου, ο σουλτάνος έπρεπε να παρακαλεί για την υποστήριξη των επαρχιακών πασάδων (κυβερνητών), που στρατολογούσαν και εξόπλιζαν το δικό τους στρατό. Το ίδιο έκαναν και οι ισχυροί τοπικοί μεγιστάνες ντερέ-μπεϊ -κατά λέξη "αφέντες των κοιλάδων"- αλλά με πολύ μεγάλο αντάλλαγμα.
H δύναμη των τοπικών ηγεμόνων μεγάλωνε όσο παρήκμαζε η εξουσία της κεντρικής εξουσίας. Αξιωματούχοι όπως ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, απλούστατα αγνοούσαν κάθε κυβερνητικό διάταγμα που δεν ενέκριναν οι ίδιοι. Έτσι, μέχρι να καταφέρει ο σουλτάνος να ηγηθεί ενός στρατεύματος που θα πολεμούσε πρόθυμα ενάντια σε όλους του εχθρούς του, εσωτερικούς και εξωτερικούς, ήταν καταδικασμένος στην ανικανότητα. Κάθε προσπάθεια να δημιουργήσει στρατό πρόθυμο να πολεμήσει, προσέκρουε στην πεισματική αντίσταση των γενιτσάρων. Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι σουλτάνοι και οι μεγάλοι βεζίρηδες πάσχιζαν να πείσουν τους γενίτσαρους ότι η φύση του πολέμου είχε αλλάξει.
Τους παρείχαν όπλα εξίσου καλά με εκείνα των Ευρωπαίων αντιπάλων τους και εκπαιδευτές να τους διδάξουν τη χρήση τους. Τους διέταζαν να υιοθετήσουν τη χρήση της ξιφολόγχης, που είχε αποδειχτεί τόσο καταστροφική στα χέρια των Ρώσων και των Αυστριακών. Οι γενίτσαροι δέχονταν τις δωροδοκίες και τα καλοπιάσματα, αλλά αρνούνταν να χρησιμοποιήσουν τα καινούργια, "άπιστα" όπλα. H άρνησή τους είχε μία πολύ απλή ερμηνεία: καλύτερα όπλα σήμαινε ότι έπρεπε να πολεμήσουν, ενώ εκείνοι δεν είχαν καμία πρόθεση να πεθάνουν στο πεδίο της μάχης.
Η ΑΝΑΜΙΞΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥΣ
Η ανοικτή παρέμβαση των γενιτσάρων στην πολιτική είχε εκδηλωθεί από τις αρχές ακόμα του 17ου αιώνα. Πρώτο θύμα της οργής τους υπήρξε ο σουλτάνος Οσμάν Β', που παρέμεινε στον θρόνο από το 1618 ως το 1622 -ένας νεαρός ηγεμόνας ο οποίος είχε την ατυχή έμπνευση να θελήσει να αποκαταστήσει την ισχύ του αξιώματος του σουλτάνου πάνω στους απείθαρχους σκλάβους. Η πρόθεση του 16χρονου Οσμάν να λογαριαστεί με τους γενίτσαρους αποκρυσταλλώθηκε το 1621, έπειτα από μία βαριά ήττα που υπέστη ο στρατός του από τους Πολωνούς στο Χοτίν και την οποία απέδωσε στη μειωμένη μαχητική ικανότητα των γενιτσάρων.
Σε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό οι γενίτσαροι, αφού συνέλαβαν και έκλεισαν τον σουλτάνο στο κάστρο Γεντικουλέ (την Οθωμανική "Βαστίλλη"), έσυραν κυριολεκτικά μέχρι τον θρόνο τον τρελό αδελφό του Οσμάν, Μουσταφά, που κρυβόταν μαζί με δύο έμπιστες μαύρες δούλες του σε ένα κελάρι επί τρεις μέρες χωρίς φαγητό και νερό, φοβούμενος για τη ζωή του. Βγάζοντας άναρθρες κραυγές ο τρεμάμενος Μουσταφά (τον οποίο οι γενίτσαροι είχαν καθαιρέσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα για να ανεβάσουν στον θρόνο τον Οσμάν) αποδέχθηκε για μία ακόμη φορά τον τίτλο του σουλτάνου, τον οποίο και κράτησε για λιγότερο από δύο χρόνια.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα η παρακμή και το θράσος των γενιτσάρων αυξήθηκαν, ουσιαστικά δε οι ίδιοι έπαψαν να αποτελούν αξιόλογη στρατιωτική δύναμη, όπως καταδεικνύει και η ακόλουθη αναφορά που συνέταξε ένας Βρετανός διπλωμάτης προς το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του έπειτα από μία επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη: «Την Πέμπτη παρακολουθήσαμε μία παρέλαση των γενιτσάρων στην οποία συμμετείχε σχεδόν το σύνολό τους -από παιδιά 8 χρόνων μέχρι γέροι άνω των 70. Η εμφάνισή τους ήταν πολύ κακή, πολλοί ήταν ρακένδυτοι, με κακοσυντηρημένα όπλα που ανήκαν σε πανσπερμία τύπων και διαμετρημάτων, μερικοί έφεραν ξίφη και πιστόλια και άλλοι όχι.
Οι ηλικιωμένοι άνδρες ήταν εξασθενημένοι και πολλοί από τους νεώτερους ασθενείς και καχεκτικοί». Οι παρηκμασμένοι γενίτσαροι, ωστόσο, είχαν ακόμα αρκετή δύναμη ώστε να μπορούν να αποτρέπουν τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις τις οποίες επιχειρούσαν κατά καιρούς ορισμένοι ικανοί σουλτάνοι, όπως ο Σελίμ Γ', τον οποίο εκθρόνισαν το 1807 και δολοφόνησαν το επόμενο έτος. Σύμφωνα με το εύστοχο σχόλιο του λόρδου Στράτφορντ ντε Ρέντκλιφ, ενός άλλου Βρετανού διπλωμάτη που έζησε αρκετά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, οι γενίτσαροι είχαν γίνει κύριοι της κυβέρνησης, σφαγείς των κυβερνητών τους και πηγή δεινών για όλους εκτός από τους εξωτερικούς εχθρούς της χώρας.
Η τιμωρία ήλθε τελικά για τους γενίτσαρους με τη μορφή του σουλτάνου Μαχμούτ Β', ο οποίος ως νεαρός Οθωμανός πρίγκηπας είχε αποφύγει τη θανάτωση από τα χέρια τους κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος κατά του Σελίμ. Η μητέρα του, η περίφημη «Γαλλίδα Σουλτάνα», είχε τη φήμη καλλιεργημένης γυναίκας που τον ενθάρρυνε να μάθει τον δυτικό τρόπο σκέψης και να κρατά πάντα το πνεύμα του ανοικτό στις καινοτομίες. Ως ανταμοιβή ο Μαχμούτ της ανακοίνωσε όταν βρισκόταν στις τελευταίες ώρες της ζωής της ότι θα της επέτρεπε «να πεθάνει σύμφωνα με τη θρησκεία των προγόνων της», αφήνοντας να ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία προς τιμήν της από τον πατέρα Χρυσόστομο, τον ηγούμενο της μονής του Αγίου Αντωνίου στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης.
Αν και η ευρύτητα πνεύματος και η ευφυΐα του Μαχμούτ του έδωσαν αργότερα το προσωνύμιο «Ο Μεταρρυθμιστής», τα πραγματικά προσόντα που του επέτρεψαν να λύσει το σοβαρότερο πρόβλημα της χώρας και να απαλλαγεί από τους γενίτσαρους ήταν η πονηριά και η επιμονή. Από τη φύση του προσεκτικός, προχώρησε σε μία τομή η οποία δεν ήταν προϊόν παρόρμησης αλλά βαθιάς σκέψης και μακρόχρονης προετοιμασίας που κράτησε περισσότερα από 15 χρόνια. Μοιράζοντας με καλά υπολογισμένο τρόπο αμοιβές και αξιώματα σε επιφανείς γενίτσαρους κατάφερε να τους πάρει με το μέρος του (μεταξύ αυτών και τον αγά του Σώματος).
Ώστε να μην προβάλουν αντιδράσεις στον σχηματισμό ενός νέου και απόλυτα πιστού στον σουλτάνο στρατιωτικού σώματος εκπαιδευμένου κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, των εσκεντζί. Η δημιουργία αυτών των μονάδων απετέλεσε τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε αργότερα η διάλυση των γενιτσάρων, γεγονός που καλείτο αργότερα στην οθωμανική ιστορία με τον τίτλο «Αίσιο Περιστατικό». Τον Ιούνιο του 1826 και αφού είχε κερδίσει πρώτα την υποστήριξη, τη σιωπηρή συγκατάθεση ή την απλή ανοχή των κύριων θρησκευτικών και πολιτικών αρχών, ο Μαχμούτ εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο όριζε ότι 150 άνδρες από κάθε ορτά των γενιτσάρων όφειλαν να ενσωματωθούν στους εσκεντζί για λόγους αύξησης της αποτελεσματικότητας του στρατεύματος.
Στο διάταγμα δεν γινόταν βέβαια καμία αναφορά στην πρόθεση οριστικής διάλυσης του Σώματος των Γενιτσάρων. Ωστόσο, όπως ανέμενε ο πανούργος Μαχμούτ, οι γενίτσαροι πείσθηκαν. Στις 14 Ιουνίου αναποδογύρισαν τα σκεύη τους για τελευταία φορά σε ένδειξη δυσαρέσκειας και στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν κατά μάζες στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, ένα στάδιο το οποίο (κατά ειρωνεία της τύχης) είχε κατασκευάσει ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο αυτοκράτορας που είχε διαλύσει την Πραιτοριανή Φρουρά 1.500 χρόνια νωρίτερα.
Αφού φώναξαν αρκετά ζητώντας τον θάνατο του «άπιστου σουλτάνου» και δολοφόνησαν τέσσερις απεσταλμένους του Μαχμούτ οι οποίοι είχαν μεταβεί για να διαπραγματευτούν μαζί τους κρατώντας σημαία ανακωχής, οι μαινόμενοι γενίτσαροι με αυτοπεποίθηση βάδισαν προς το παλάτι, σίγουροι ότι θα έφθαναν σε νέα πολιτική επιτυχία. Οι καιροί όμως είχαν αλλάξει. Στην πύλη του παλατιού τους περίμενε ο ίδιος ο Μαχμούτ έφιππος, κρατώντας το τεράστιο πράσινο λάβαρο του προφήτη. Με σταθερή και αποφασιστική φωνή απηύθυνε έκκληση στα αισθήματα πίστης και φιλοπατρίας όλων των αληθινών Μουσουλμάνων.
Απευθύνθηκε ειδικότερα προς τον σκληροτράχηλο στρατηγό Καρά Τζεχενέμ (Μαύρη Κόλαση), που διοικούσε ένα ισχυρό απόσπασμα των εσκεντζί και του πυροβολικού. Η τελευταία έφοδος στη μακραίωνη ιστορία των γενιτσάρων αποκρούστηκε από μία θεριστική ομοβροντία των πιστών τακτικών στρατευμάτων, τα οποία την κρίσιμη στιγμή επέλεξαν να στηρίξουν τον σουλτάνο και όχι τους στασιαστές. Οι γενίτσαροι που επέζησαν απωθήθηκαν προς τον Ιππόδρομο, όπου τους πρόλαβε ένα άλλο τμήμα του Καρά Τζεχενέμ και τους προκάλεσε μερικές ακόμη εκατοντάδες απωλειών. Οι υπόλοιποι γενίτσαροι τράπηκαν σε άτακτη φυγή και οχυρώθηκαν στο στρατόπεδό τους, όπου υπολόγιζαν να προβάλουν σθεναρή αντίσταση.
Ο τακτικός Τουρκικός στρατός όμως περιέζωσε το στρατόπεδο με πυροβόλα και άνοιξε πυρ αδιακρίτως, μετατρέποντας τα ξύλινα καταλύματα των γενιτσάρων σε παρανάλωμα φωτιάς μέσα σε μισή ώρα. Οσοι προσπάθησαν να διαφύγουν από τον πύρινο κλοιό τυφεκίστηκαν ή θανατώθηκαν με τις ξιφολόγχες. Ο τραγικός επίλογος του Σώματος των Γενιτσάρων γράφηκε κάτω από τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, στη Δεξαμενή των Χιλίων Κιόνων, που είχε κατασκευαστεί επίσης επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Παγιδευμένη από τους αντιπάλους της μία μικρή ομάδα αποφασισμένων γενιτσάρων αγωνίστηκε μέχρις εσχάτων, μαχόμενη σώμα με σώμα έως ότου εξοντώθηκε.
Περίπου 6.000 γενίτσαροι σκοτώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη την ημέρα του «Αίσιου Περιστατικού». Μήνες αργότερα τα τυμπανισμένα πτώματά τους επέπλεαν ακόμη στα νερά του Βοσπόρου, σε τόσο μεγάλους αριθμούς ώστε σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις επί αρκετό διάστημα τα ψάρια στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν πλέον βρώσιμα. Ενώ το στρατόπεδο των γενιτσάρων κάπνιζε ακόμα μετά την καταστροφή του, ο σουλτάνος κήρυξε τη διάλυση του επίλεκτου Σώματος θέτοντας τέρμα σε μια ιστορία πέντε αιώνων. Τη σφαγή στην Κωνσταντινούπολη ακολούθησε μαζικός διωγμός των γενιτσάρων σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, με αρκετές χιλιάδες επιπλέον θύματα.
Φαινόταν ότι τίποτα από όσα θύμιζαν αυτό το Σώμα δεν θα απέφευγε τον αφανισμό, ούτε η στρατιωτική μουσική του. Τον επόμενο χρόνο ο σουλτάνος Μαχμούτ διέλυσε και τυπικά τους μεχτέρ και ανέθεσε σε έναν διπλωμάτη από τη Σαρδηνία, που έμενε στην Κωνσταντινούπολη, να οργανώσει μία νέα στρατιωτική μουσική εφοδιάζοντάς την με δυτικά μουσικά όργανα. Αυτή στο εξής θα έπαιζε μόνο Ευρωπαϊκά εμβατήρια. Πρώτος διευθυντής της ορίστηκε ο Τζουζέπε Ντονιτσέτι, αδελφός του διάσημου συνθέτη, ο οποίος μέσα σε έναν χρόνο είχε εκπαιδεύσει αρκετούς Τούρκους μουσικούς στους νέους ρυθμούς ώστε να στελεχώσει με αυτούς 50 μουσικές.
Οι γενίτσαροι έσβησαν άδοξα και τραγικά με την εκκαθάριση του 1826. Κατά μια άποψη συνήθως οι ηττημένοι της Ιστορίας είναι εκείνοι που παίρνουν μεταγενέστερα την εκδίκησή τους για περισσότερο χρόνο. Από το 1953 (500ή επέτειο της άλωσης της Πόλης) οι δρόμοι της παλαιάς πρωτεύουσας ηχούν κάθε χρόνο από τις μπάντες των νεώτερων μεχτέρ. Ντυμένοι με αυθεντικές στολές γενιτσάρων και φέροντας το «βάρβαρο και οργισμένο μουστάκι», που είχε προκαλέσει τόση εντύπωση στους Δυτικούς στην Αυλή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, άνδρες του σύγχρονου Τουρκικού Στρατού οι οποίοι ανήκουν σε μία ειδική μονάδα επιδείξεων πραγματοποιούν καθημερινά την αλλαγή φρουράς προς τέρψη των σημερινών Τούρκων αλλά και των τουριστών.
Ογδόντα χρόνια μετά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη φυγή του τελευταίου σουλτάνου οι νέοι "γενίτσαροι" στέκονται και πάλι ζωντανοί φρουροί, τονίζοντας ίσως πως ο ρόλος του Τουρκικού Στρατού σήμερα δεν διαφέρει πολύ από εκείνον των γενιτσάρων του παρελθόντος.
TO ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
H Τελευταία Αναμέτρηση με τον Μαχμούτ B'
Οι γενίτσαροι πέρασαν όλα τα στάδια, από την απόλυτη ακμή στη θλιβερή παρακμή, ωστόσο το τέλος τους ήταν λιγότερο άδοξο απ' ό,τι θα περίμενε κάποιος, αφού έσβησαν τιμώντας τις παραδόσεις του σώματος στο οποίο ανήκαν: πολεμώντας. Το 1785 γεννήθηκε ο μοναδικός γιος του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ A', ο Μαχμούτ B', ο σουλτάνος κατά τη διάρκεια και της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Είχε τύχει καλύτερης παιδείας από τους περισσότερους πρίγκιπες, καθώς από το 1808 έως το 1809 διδασκόταν στο χαρέμι από τον καθαιρεμένο σουλτάνο, Σελίμ Γ'.
Τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του, το 1808, τον φρικιαστικότερο χρόνο στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης, όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στην εξέγερση των γενιτσάρων κατά της Υψηλής Πύλης, δολοφονήθηκε ο μεγάλος βεζίρης, ο Μουσταφά Μπαϊρακτάρ, κατ' άλλους αυτοπυρπολήθηκε για να αποφύγει την παράδοση και την ταπείνωσή του. H Κωνσταντινούπολη για εβδομάδες υπέφερε από τις πυρκαγιές και τις ταραχές των γενιτσάρων, οι οποίοι, αθετώντας τις συμφωνίες τους με το σουλτάνο, κατεδίωξαν και εκτελούσαν τα μέλη της διαλυμένης Νιζαμί Τζεντίντ, τους νέους σεϊμέν. O Μαχμούτ διέθετε την αρετή της υπομονής.
Στη δεκαετία που ακολούθησε από την εξέγερση στο παλάτι, προέβη σε ελάχιστες ενέργειες που θα προκαλούσαν τους γενίτσαρους. Όσοι είχαν στην κατοχή τους βιβλιάρια πληρωμής των γενιτσάρων αφέθηκαν στην ησυχία τους να εισπράττουν τις αμοιβές. Προσπάθησε να βελτιώσει την εκπαίδευση και την κοινωνική θέση των αντρών του πυροβολικού και του σώματος μεταγωγών, αυξάνοντας σταδιακά τον αριθμό τους από 6.000 σε 14.000 έως το 1826. H μέθοδός του ήταν πάντα να βρίσκει συμμάχους, παρά να δημιουργεί εχθρούς. Ένα άλλο πολύ σημαντικό πλεονέκτημά του ήταν ότι η έξωθεν εικόνα του, για την οποία ξένοι διπλωμάτες και ιεραπόστολοι που τον είχαν γνωρίσει, είχαν να πουν τα καλύτερα λόγια.
Μιλούν για "αέρα απερίγραπτου μεγαλείου" ή "μπροστά στη ματιά του αισθανόμουν όλη την ώρα περιδεής". Ένας Βρετανός στρατηγός τον περιγράφει ως αναμφίβολα ευπαρουσίαστο, με έξυπνα μαύρα μάτια, πολύ φαρδείς ώμους κι ευρύ ανοιχτό στήθος. "H γενειάδα του είναι μία από τις ωραιότερες και πιο μαύρες που έχω δει". Αντίθετα, την εποχή αυτή πλέον ο γενίτσαροι βρίσκονταν σε πλήρη παρακμή. Σε μια ακρόαση στο Τοπκαπί παλάτι, το 1810, ο Τζων Καμ Χομπχάουζ, Βρετανός αξιωματούχος, παρατήρησε πως οι γενίτσαροι ήταν "από εμφάνιση τα τελευταία κατακάθια της πόλης". O Μαχμούτ, επίσης, θεωρείται ότι δεν ήταν μοιρολάτρης, όπως οι περισσότεροι από τους προκατόχους του.
Έλεγε πως, αν και τα πάντα τελικά ήταν στα χέρια του Θεού, ο Θεός είχε κάνει τα πάντα να εξαρτώνται απ' την ανθρώπινη προσπάθεια. Διακρινόταν από μια ανάγκη για δράση του τύπου "εδώ και τώρα". O πιο ισχυρός υπήκοός του ήταν ο Μωχάμετ Άλυ (γεννημένος στην Καβάλα και μέλος του τάγματος των μπεκτασήδων), κυβερνήτης της Αιγύπτου από το 1805, ο οποίος είχε στα χέρια του την ανώτερη εξουσία και τον πλούτο της Αιγύπτου, αφού κατέστρεψε τους Μαμελούκους (Αιγύπτιοι αντίστοιχοι των γενιτσάρων). Το 1818 O Μαχμούτ τον χρησιμοποίησε για να συντρίψει τους αντικαθεστωτικούς Βαχαμπί της Αραβίας. Πράγματι η Μέκκα επέστρεψε υπό την κυριαρχία του το 1813.
Το 1818, οι ανυπότακτοι σεΐχηδες των βαχαμπί περιφέρθηκαν σε πομπή στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια εκτελέστηκαν και τα κεφάλια τους εκτέθηκαν στην πρώτη αυλή του παλατιού. Βέβαια, θεωρείται από τους ιστορικούς που έχουν μελετήσει τον βίο και την πολιτεία του ότι χρησιμοποίησε την τρομοκρατία ως μέσο διακυβέρνησης πιο πολύ απ' τους περισσότερους προκατόχους του. Για παράδειγμα, εκτέλεσε με πνιγμό στο Βόσπορο περίπου 200 γυναίκες του χαρεμιού για να αποτραπεί η γέννηση κάποιου γιου του Μουσταφά Δ', αντίπαλου της δυναστείας του, διότι φοβόταν ότι οι γενίτσαροι θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν εναντίον του.
Κατά συνέπεια οι θηριωδίες του κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 εναντίον του Πατριάρχη Γρηγορίου του E' και άλλων Ελλήνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν μεμονωμένες εκρήξεις βίας και επιθετικότητας εναντίον των Ελλήνων, όπως συνήθως παρουσιάζεται, αλλά αποτελούσε πάγια τακτική του η χρήση αλόγιστης και απάνθρωπης βίας. Το 1814, θυροκολλήθηκε στην πύλη του παλατιού από τους γενίτσαρους ένα χαρτί άκρως προσβλητικό για το σουλτάνο. Τον παρουσίαζε σαν σκυλί που το οδηγούσε ένας γενίτσαρος: "Βλέπετε πώς χρησιμοποιούμε τα σκυλιά μας, όσο καιρό μας είναι χρήσιμα κι ανέχονται να τα οδηγούμε, τους φερόμαστε καλά, όταν όμως οι υπηρεσίες τους πάψουν να μας είναι χρήσιμες, τα ξαμολάμε στους δρόμους".
Έναν χρόνο αργότερα, απείλησαν να κάψουν την πόλη. H Κωνσταντινούπολη, η πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια της Οθωμανικής, παρουσίαζε τέτοια εικόνα αναρχίας και εγκληματικότητας, που χαρακτηριζόταν από τους ίδιους τους Οθωμανούς αξιωματούχους "περίγελως της Ευρώπης". Την τελική αναμέτρηση του Μαχμούτ με τους γενίτσαρους ανέβαλε η επανάσταση του 1821, όπου και εκεί φάνηκαν οι ελλείψεις και οι φτωχές επιδόσεις των γενιτσάρων έναντι των εξεγερμένων Ελλήνων. O Μαχμούτ έχει εύστοχα παρουσιαστεί ως τυφλοπόντικας που δουλεύει μέσα στη σιωπή και στο σκοτάδι ή ως σκορπιός που κρύβει το κεντρί του έως την κατάλληλη στιγμή.
Είχε ήδη αρχίσει από αυτή την περίοδο να απομακρύνει τους πιο επικίνδυνους γενίτσαρους κι έβαλε κατασκόπους του στις ταβέρνες - κρασοπουλειά και στα καφενεία τους για να ελέγχει και την παραμικρή κίνησή τους. Το 1822 ο σουλτάνος άρχισε να αποκόπτεται από το παρελθόν και να εμφανίζει τις αληθινές προθέσεις του. Καθαίρεσε το μεγάλο βεζίρη που τον υπηρετούσε χρόνια, τον Χαλέτ Εφέντι, που ήταν ένας από τους πιο σταθερούς αντίπαλους της μεταρρύθμισης. Ωστόσο, ακόμα και καθαιρεθείς ο Χαλέτ ήταν επικίνδυνος. Ήταν πολύ ισχυρός και πολύ καλά δικτυωμένος για να μείνει ζωντανός. Λίγες ημέρες αργότερα το κεφάλι του εκτέθηκε πάνω από μία μαρμάρινη στήλη στην εξωτερική αυλή του παλατιού.
O Μαχμούτ έδινε μεγάλη σημασία στο να εμφανίζει την εικόνα ενός ευσεβούς πιστού, παραχωρώντας υποτροφίες, χτίζοντας τζαμιά και πληρώνοντας για την έκδοση ιερών έργων. Με αργά και μεθοδικά βήματα έσπασε τον ιστορικό δεσμό ανάμεσα στους γενίτσαρους και στον κλήρο, που τους είχε κατ' επανάληψη βοηθήσει σε πράξεις κατάχρησης εξουσίας. Στο μεταξύ συσσώρευσε σιγά-σιγά δυτικά όπλα και εφόδια, που φυλάσσονταν με μεγάλη μυστικότητα στο παλάτι. Αναμφίβολα ο Μαχμούτ είχε καταστρώσει ένα σχέδιο όχι για να εκσυγχρονίσει τους γενίτσαρους, αλλά για να τους εξαλείψει ολοκληρωτικά.
H επιτυχία που σημείωσε ο Μωχάμετ Άλυ μετά την εξολόθρευση των Μαμελούκων ήταν διαρκώς στο μυαλό του, μολονότι οι γενίτσαροι ήταν πολύ οξυδερκείς για να πέσουν στην ίδια παγίδα που είχαν πέσει οι Μαμελούκοι. Από το 1811, μάλιστα, που οι θρίαμβοι των Αιγυπτιακών στρατευμάτων άρχισαν να βελτιώνουν την Οθωμανική και Ισλαμική εικόνα στο διεθνές προσκήνιο, η δημιουργία ενός σύγχρονου στρατού από τον Μαχμούτ ήταν απλώς θέμα χρόνου. Το 1825 και το 1826, η Κωνσταντινούπολη βούιζε από ειδήσεις για την επιτυχία του Αιγυπτιακού στρατού που είχε καλέσει ο σουλτάνος για να επιβάλει την τάξη στις επαναστατημένες Ελληνικές επαρχίες.
Χρόνια ολόκληρα αποτυχίας των γενιτσάρων ακολουθούνταν από μια σειρά επιτυχιών από τους επιδέξιους και πειθαρχημένους Αιγυπτίους. Αυτοί οι στρατιώτες εμφανίζονταν ως πολεμιστές του Ισλάμ, που κατανικούσαν τις "μοχθηρές δυνάμεις της Χριστιανοσύνης". Ιστορίες για Ελληνικές αγριότητες κυκλοφορούσαν για άλλη μία φορά στην πρωτεύουσα και πρόσφυγες από το Μοριά εξέφραζαν ανοιχτά τον τρόμο τους. Το 1821, στη Μάνη, 15.000 Μουσουλμάνοι χωρικοί σφαγιάστηκαν και 40.000 κατέφυγαν στις πόλεις και στα οχυρά που ήταν ακόμα στα χέρια Οθωμανών. Ελάχιστα απ' αυτά τα γεγονότα μαθεύτηκαν στη Δύση, ενώ έγινε πολύ περισσότερος θόρυβος για τις Οθωμανικές βαρβαρότητες.
O Μαχμούτ εκτέλεσε διαπρεπείς Έλληνες που ζούσαν στην πρωτεύουσα και κρέμασε τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον E' από τις πύλες του πατριαρχείου, την Κυριακή του Πάσχα, απορρίπτοντας όλες τις εκκλήσεις των Ελλήνων για ταφή της σορού. Αντίθετα, διέταξε λίγες μέρες αργότερα να πετάξουν το σκήνωμα του Πατριάρχη στη θάλασσα του Βοσπόρου. Στις 23 Απριλίου 1826, μετά από πολιορκία ενός έτους, έπεσε το ηρωικό Μεσολόγγι από τους Αιγυπτίους, υπό την ηγεσία του Ιμπραήμ Πασά, που επανέκτησε παράλληλα την Κρήτη και το Μοριά. Με αυτό το θρίαμβο των Μουσουλμάνων να δελεάζει το λαό, ο Μαχμούτ αποκάλυψε τελικά το σχέδιό του, να δημιουργήσει έναν σύγχρονο στρατό, όχι στη βάση κάποιου δυτικού προτύπου αλλά του Αιγυπτιακού.
Οι προτάσεις διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της Οθωμανικής ορθοδοξίας. Οι στρατιώτες θα λέγονταν εσκεντζήδες, που ήταν απλώς το παραδοσιακό όνομα που έφεραν οι γενίτσαροι όσο ήταν σ' ενεργό υπηρεσία. Κι αυτοί δεν θα ήταν νεαροί χωρικοί από την Ανατολία, ξένοι μισθοφόροι ή αλήτες από τους δρόμους, όπως οι εκπαιδευμένοι στρατιώτες ή οι σεϊμέν, αλλά επίλεκτοι γενίτσαροι που θα διαλέγονταν από κάθε σύνταγμα της πρωτεύουσας. O καδής (διορισμένος από το σουλτάνο) ανήγγειλε την επίσημη απόφαση της Ουλεμά σχετικά με το υπό εξέταση διάταγμα τόσο για τους γενίτσαρους που ήταν παρόντες όσο και για εκείνους που βρίσκονταν στους στρατώνες τους.
Πάνω από 150 αξιωματικοί των γενιτσάρων δήλωσαν δημόσια την υποστήριξή τους και υπέγραψαν το έγγραφο. Ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, πολλοί από τους αξιωματικούς που είχαν υπογράψει το φιρμάνι έλεγαν ότι οι άντρες τους δεν θα δέχονταν ποτέ τις μεταρρυθμίσεις και ότι δεν θα συμπαρατάσσονταν ποτέ με τους εσκεντζήδες. Τη Δευτέρα, 12 Ιουνίου 1826, έχοντας περάσει λιγότερες από 15 μέρες από την έκδοση του μεταρρυθμιστικού διατάγματος, ο σουλτάνος οργάνωσε την πρώτη παρέλαση των εσκεντζήδων και μάλιστα μέσα στο Ετ Μεϊντάν, το κέντρο της τάξης των γενιτσάρων, και μετά από δύο μέρες άρχισαν κανονικά την εκπαίδευσή τους.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι γενίτσαροι στασίασαν, προστάζοντας να αναποδογυρίσουν τα καζάνια σε μια επίσημη αποκήρυξη του συσσιτίου του σουλτάνου και, κατ' επέκταση, της εξουσίας του. H ανταρσία είχε ξεσπάσει, αλλά δεν είχε ακόμα γενικευτεί. H ιαχή "Θάνατος στο σουλτάνο Μαχμούτ. Κάτω ο Νιζάμ ι-Τζεντίντ (στρατός της Νέας Τάξης)" αντηχούσε σε όλους τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Τώρα, ωστόσο, εκτός από τις πιστές στο σουλτάνο στρατιωτικές δυνάμεις, οι γενίτσαροι είχαν απέναντί τους ακόμα και το μεγαλύτερο μέρος του λαού, που ήταν φανερό ότι δεν τους άντεχε άλλο πια. Όταν ο Καρά Γκεχεννέμ, "ο μαύρος κολασμένος" όρμησε κι άναψε τα φιτίλια των κανονιών, χιλιάδες πέθαναν στη σφαγή που ακολούθησε.
Πολλοί γενίτσαροι αφανίστηκαν από το όπλο που είχαν οι ίδιοι χρησιμοποιήσει: οι αντίπαλοί τους έβαλαν φωτιά στους στρατώνες τους και τα απανθρακωμένα πτώματά τους βρέθηκαν μέσα στα ερείπια το επόμενο πρωί. Περισσότεροι από 120 εκτελέστηκαν στα κελάρια του σπιτιού του Αγά των γενιτσάρων. Στις 16 Ιουνίου 1806, ο Βρετανός δραγουμάνος Μπαρτολομέο Πιζάνι έγραφε στον πρεσβευτή του, σερ Στράτφορντ Κάννιγκ:
"Ερευνάται κάθε γωνιά της πόλης και κάθε γενίτσαρος ή αξιωματούχος που συλλαμβάνεται, οδηγείται στο μεγάλο βεζίρη και καταδικάζεται από εκείνον σε θάνατο κι εκτελείται ipso facto και το πτώμα του ρίχνεται στο μέσο του Ιπποδρόμου για να παραμείνει εκεί τρεις μέρες. Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν σφραγιστεί, οι αγορές έχουν ανασταλεί και δεν υπάρχει κανενός είδους επιχειρηματική δραστηριότητα".
Στις 17 Ιουνίου, το σώμα των γενιτσάρων καταργήθηκε επισήμως με ένα διάταγμα που διακήρυττε πως, για να υπηρετηθεί "η Οθωμανική μοναρχία που έπρεπε να διαρκέσει όσο ο κόσμος", η επιστήμη αποτελούσε συστατικό επιτυχίας πολύ ασφαλέστερο από τους αριθμούς ή το θάρρος ορισμένων, υπονοώντας σαφέστατα ότι η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις κι εκσυγχρονισμό στον οθωμανικό στρατό δεν έπρεπε να σταματήσει, παρά την πεισματική κι αναχρονιστική άρνηση των γενιτσάρων. Συνολικά βρήκαν το θάνατο τουλάχιστον 6.000 άντρες, τόσο στην έφοδο του Ετ Μεϊντάν όσο και στην εκκαθαριστική επιχείρηση που ακολούθησε (κάποιες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών στις 20.000, αλλά τούτο φαίνεται απίθανο).
Τουλάχιστον 5.000 πρέπει να εκτοπίστηκαν. "H είσοδος στο Σαράι, η ακτή κάτω από το παράθυρο του σουλτάνου κι η επιφάνεια της θάλασσας έχουν καλυφθεί με πτώματα, πολλά από αυτά κομματιασμένα και κατασπαραγμένα εν μέρει από τα σκυλιά." Πολλοί γενίτσαροι κρεμάστηκαν, κατ' εντολή του μεγάλου βεζίρη, από το ίδιο δέντρο όπου κάποιοι άλλοι είχαν κρεμάσει έναν μεγάλο βεζίρη πριν από 178 χρόνια. Λίγες ημέρες αργότερα, οι γενίτσαροι των επαρχιακών πόλεων που είχαν γίνει κάτι παραπάνω από τοπικοί έμποροι, δέχτηκαν ξαφνική επίθεση και σφαγιάστηκαν χωρίς προειδοποίηση.
Μακριά από την πρωτεύουσα, το όνομα "γενίτσαρος" ταυτιζόταν με την ενοχή και οι εκτελέσεις συνοδεύονταν συχνά από φοβερές αγριότητες, καθώς αυτοί που φθονούσαν την προνομιούχα θέση τους, ξεσπούσαν τη μανία τους πάνω στα σώματα αυτών που, μέχρι λίγες ημέρες πριν, τυραννούσαν τους γείτονές τους. Στην επίσημη έκθεση των γεγονότων, που εγκρίθηκε και διορθώθηκε απ' τον ίδιο το σουλτάνο, περιγράφεται το τέλος ενός στασιαστή σε μια υπόγεια αίθουσα του τεμένους Σουλταχμέτ: "Οι δήμιοι έδεσαν γύρω από το λαιμό του μια θηλιά από φιδόδερμα και εκείνος τους είπε 'Τραβάτε, παλικάρια μου' και πέθανε με αρειμάνιο θάρρος". Σε διάστημα λίγων ημερών, ο Μαχμούτ ανακοίνωσε επισήμως ότι η μεταλλαγή της Οθωμανικής κοινωνίας είχε αρχίσει.
Εμφανίστηκε στην προσευχή της Παρασκευής την ημέρα της νίκης, στις 16 Ιουνίου 1826, κι αντί για την παραδοσιακή φρουρά από γενίτσαρους και λογχοφόρους, περιστοιχιζόταν από άντρες του πυροβολικού και βομβιστές. O ίδιος "η υψηλότης του", ήταν ντυμένος κατά τα αιγυπτιακά πρότυπα (δηλαδή με σύγχρονη στολή), οπλισμένος με πιστόλια και σπαθί, και στο κεφάλι του, αντί του αυτοκρατορικού τουρμπανιού, φορούσε ένα είδος Αιγυπτιακού φεσιού. Πρόκειται για μια αλλαγή εξίσου πρωτότυπη και αποφασιστική με την υιοθέτηση του καπέλου από τον Μουσταφά Κεμάλ εκατό χρόνια αργότερα. Τα καινούργια ρούχα του σουλτάνου εξέπεμπαν το μήνυμα πως η αυτοκρατορία του άνοιγε τα σύνορά της στη δυτική κουλτούρα.
Μέσα σε μία εβδομάδα, οι πρώτοι από τους καινούργιους στρατιώτες που θα αντικαταστούσαν τους γενίτσαρους, που τώρα ονομάζονταν "Θριαμβευτές Στρατιώτες του Αλλάχ", ήταν έτοιμοι για επιθεώρηση από το σουλτάνο. Το τάγμα των μπεκτασήδων δερβίσηδων, κατηγορούμενο για τις επαφές του με τους γενίτσαρους, τέθηκε υπό απαγόρευση, τα μέλη του διώχθηκαν και πολλοί από τους τεκέδες του (τόποι συνάντησης και προσευχής των μελών δερβίσικων ταγμάτων) καταστράφηκαν.
ΟΙ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Οι ''Ξεκουκούλωτοι'' - Οι ''Γερλήδες'' - Οι Αδίστακτοι ''Τουρκοκρητικοί''
Τον τουρκικό στρατό της Κρήτης αποτελούσαν δύο κυρίως τάξεις γενιτσάρων, οι Αυτοκρατορικοί γενίτσαροι (kapu-kulu) και οι εντόπιοι γενίτσαροι, οι λεγόμενοι γερλήδες (yerli yeniceri). «Τούτο θα σου πάρω, εκείνο θα μου δώσεις κι αυτό θα μου το χαρίσεις». Ήταν μια φράση που έλεγαν συχνά οι Τουρκοκρητικοί που έζησαν στο νησί την περίοδο της Τουρκοκρατίας και σημάδεψε γενιές ανθρώπων που είτε ταυτίστηκε με τους γενίτσαρους είτε όχι κατάφερε να σπείρει τον πανικό και την απέχθεια των Κρητικών απέναντι σε οτιδήποτε τους θύμιζε αυτούς τους « τρομερούς» κατακτητές .
Κατά τον Πόλεμο της Κρήτης (1645 - 1669) η Οθωμανική κυβέρνηση έστειλε χιλιάδες γενιτσάρους στο νησί για να αντιμετωπίσει τα βενετικά στρατεύματα και παράλληλα, στην προσπάθειά της αυτή, προσεταιρίστηκε χιλιάδες ντόπιους κατοίκους εντάσσοντάς τους στις τάξεις του Οθωμανικού στρατού. Τον τουρκικό στρατό της Κρήτης αποτελούσαν δύο κυρίως τάξεις γενιτσάρων, οι Αυτοκρατορικοί γενίτσαροι (kapu-kulu) και οι εντόπιοι γενίτσαροι, οι λεγόμενοι γερλήδες (yerli yeniceri). Ο αρχηγός των αυτοκρατορικών γενιτσάρων είχε τον τίτλο του ''Γενιτσάρ-αγασί'', ενώ των γερλήδων του ''Γερλή-αγασί''. Η διοικητική ιεραρχία στα γενιτσαρικά τάγματα ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη.
Στον Χάνδακα υπήρχαν πέντε τάγματα ή ορντάδες Αυτοκρατορικών γενιτσάρων, που το καθένα είχε δύναμη 5000 ανδρών, και 28 οντζάκια (στρατώνες) γερλήδων γενιτσάρων. Στην πόλη των Χανίων, υπήρχαν τρεις ορντάδες (τάγματα) Γιανίτσαρων. Βέβαια ο αριθμός των ορντάδων δεν ήταν πάντα σταθερός σε όλες τις εποχές. Σε μια έκθεση του 1783 αναφέρεται ότι στα Χανιά υπήρχαν 3600 γενίτσαροι, χωρισμένοι σε πέντε ορντάδες και ότι στην πόλη υπηρετούσαν 1200 γερλήδες και 1150 στρατιώτες του πεζικού. Οι γενίτσαροι ήταν αρχικά άγαμοι. Ο κανόνας αγαμίας τηρούνταν αυστηρά μέχρι το 15ο αιώνα, οπότε άρχισε να παραβιάζεται.
Κάθε Γενίτσαρος κατατασσόταν σ’ έναν από τους ορντάδες (τάγματα) και ορκιζόταν στο Ιερό Καζάνι του Ορντά. Το καζάνι αυτό ήταν το καζάνι όπου παρασκευαζόταν το φαγητό των Γενιτσάρων. Κάθε ορντάς είχε ένα καζάνι. Ό,τι συμβολίζει, σήμερα, η σημαία κάθε κράτους, συμβόλιζε για κάθε Γενίτσαρο το καζάνι του ορντά, όπου ήταν καταταγμένος. Το ιερό αυτό σύμβολο το μετέφερε στις πορείες και εκστρατείες επίλεκτη φρουρά του ορντά και πάντοτε προπορευόταν. Ως μέλος του ορντά ο νέος Γενίτσαρος είχε υποχρέωση να πληρώνει στον αρχηγό του ορντά (Γιανιτσάραγα) ένα χρηματικό ποσό κάθε χρόνο και αμέσως αποκτούσε το δικαίωμα, στο Μπαϊράμι να παίρνει από το Ιερό Καζάνι του ορντά μια κουταλιά πιλάφι και να συντρώγει με τους άλλους Γενίτσαρους του ίδιου ορντά.
Το καζάνι του ορντά είχε τέτοια ιερότητα, ώστε δημιουργήθηκε άγραφος μα και ακατάλυτος θεσμός, σύμφωνα με τον οποίο αν ένας θανατοποινίτης, οποιασδήποτε φυλής και θρησκείας κατόρθωνε να πλησιάσει το καζάνι και να το ακουμπήσει με το χέρι του, αμέσως του χαριζόταν η ποινή και κανείς, ούτε άτομο ούτε κρατικός λειτουργός ούτε και αυτός ακόμη ο σουλτάνος, δεν μπορούσε, ποτέ πια, να τον τιμωρήσει ή και να τον ενοχλήσει. Ο τυχερός αυτός κατάδικος προστατευόταν από τους Γενίτσαρους. Το πλύσιμο και το γάνωμα του καζανιού γινόταν με ειδική τελετή. Επίσης ειδική τελετή γινόταν όταν ένας ορντάς αποκτούσε για πρώτη φορά καζάνι. Η μεγαλύτερη ύβρις, η μεγαλύτερη προσβολή για τους Γιανίτσαρους ενός ορντά, ήταν να χάσουν το καζάνι ή να πέσει αυτό στα χέρια του εχθρού.
Ο αρχηγός του ορντά (Γιανιτσάραγας) είχε τον τίτλο του αγά και ασκούσε απεριόριστη εξουσία σε όλα τα μέλη του ορντά. Ο Γιανιτσαρισμός, ως στρατιωτικός θεσμός, άρχισε να χάνει τη σημασία του και τον αρχικό του προορισμό από τα μέσα του 18ου αιώνα. Από όργανο δύναμης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταβλήθηκε τότε σε όργανο κρατικής σαπίλας και αυτοκαταστροφής. Οι Γιανίτσαροι είχαν πάψει να λαμβάνουν τη διαπαιδαγώγηση που λάμβαναν στις ειδικές σχολές της Κωνσταντινούπολης. Έπαψαν οι ορντάδες να αποτελούνται από παιδιά χριστιανών. Η αγριότητα των γενιτσάρων της Κρήτης υπήρξε παροιμιώδης και μοναδική. Καμιά περιοχή του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, με εξαίρεση, ίσως, τη Μακεδονία, δεν αντιμετώπισε τόση ωμότητα.
Οι γενίτσαροι της Κρήτης, τόσο οι Αυτοκρατορικοί, όσο και οι εντόπιοι, οι γερλήδες, δεν υπάκουαν σε κανένα νόμο και δεν ανέχονταν κανένα περιορισμό. Στην πρώτη περίοδο της κυριαρχίας των Τούρκων στα Χανιά (1645 - 1830), η κοινωνική ζωή των κατοίκων ρυθμιζόταν από το κέφι των Γιανίτσαρων, των Κρητογιανίτσαρων, των αγάδων και μπέηδων. Ήταν αυτοί οι οποίοι περιφρονούσαν πρώτα απ΄όλα και καταπατούσαν τα ίδια τα σουλτανικά φιρμάνια. Η κατά τόπους εξουσία των πασάδων δεν είχε καμία επίπτωση στην ασυδοσία των γενιτσάρων. Αυτοί, δεν αποτελούσαν ιδιαίτερη φυλετική ομάδα, γιατί δεν ήταν Τούρκοι, αλλά εξισλαμισθέντες Κρητικοί.
Διατηρούσαν την Ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιώντας ως δεύτερη την Τουρκική, την οποία πολλές φορές δεν μπορούσαν να μιλήσουν καλά. Δεν ακολουθούσαν πιστά το Κοράνι (π.χ. έπιναν κρασί) και είχαν περίπου τα ίδια έθιμα με τους Χριστιανούς, χόρευαν τους ίδιους χορούς και τραγουδούσαν τα ίδια τραγούδια. Ιδιαίτερη κατηγορία των Τουρκοκρητικών της υπαίθρου, ήταν οι λεγόμενοι Αμπαδιώτες που κατοικούσαν κυρίως στη περιοχή Αμαρίου νοτιοανατολικά της Ίδης. Αυτοί διακρίνονταν από τους άλλους προερχόμενοι από αραβική φυλή. Άλλη ονομασία των γενιτσάρων της Κρήτης είτε εντόπιοι ήταν είτε οι λεγόμενοι αυτοκρατορικού ήταν Γερλήδες και ήταν από τους πιο φοβερούς .
Ο Ι. Δ. Μουρέλλος αναφέρει, επίσης, πως οι Γενίτσαροι του Ηρακλείου υιοθέτησαν το έμβλημα του θρησκευτικού τάγματος των Μπεκτασίδων (1668 - 1669), στο οποίο ανήκαν, το διπλό πέλεκυ. Εκείνη την εποχή, ο πληθυσμός της Κρήτης έφτανε μόλις τις 80.000 ψυχές, από τους οποίους οι 50.000 ήταν Χριστιανοί (κυρίως Ελληνικής καταγωγής) και 30.000 Μουσουλμάνοι. Αυτοί οι ντόπιοι γενίτσαροι, ήταν ιδιαιτέρως σκληροί με τους Χριστιανούς συμπατριώτες τους και στάθηκαν εναντίον τους σε κάθε επαναστατική προσπάθεια που έκαναν για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού. Ενεργώντας ως συνειδητοί Τούρκοι, πρωταγωνίστησαν σε πολλούς από τους λεγόμενους «αρμπαντέδες», δηλαδή τις επιδρομές του «ανεύθυνου» και φανατισμένου Τουρκικού όχλου στις Χριστιανικές συνοικίες, οι οποίες συνοδεύονταν κατά κανόνα από ανελέητες σφαγές, καταστροφές και πλιάτσικο.
Οι Τουρκοκρητικοί, είχαν αποκτήσει τέτοια δύναμη, ώστε περιφρονούσαν ακόμα και τα σουλτανικά φιρμάνια. Ήταν ουσιαστικά ένα κράτος εν κράτει. Υπήρχαν αρκετοί, ονομαστοί για τις αγριότητές τους, αρχιγενίτσαροι, οι οποίοι κατατυραννούσαν όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά συχνά κι αυτούς τους Τούρκους. Υπήρχε ωστόσο και μια άλλη κατηγορία Τουρκοκρητικών, που ονομάζονταν Λινοβάμβακοι, οι οποίοι ήταν κρυπτοχριστιανοί και πρόσφεραν εξαιρετικές εθνικές υπηρεσίες από αυθαιρεσίες των Τούρκων. Ήταν όμως μειοψηφία και σίγουρα δεν ήταν ικανή να σταθεί εμπόδιο στο μένος και την ασυδοσία των μουσουλμάνων Κρητικών. Ο καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης στην Ιστορία της Κρήτης γράφει σχετικά :
''Η κατάσταση έγινε αφόρητη μετά το 1750. Οι χρόνοι που θα ακολουθήσουν, και ως τις παραμονές της μεγάλης Επανάστασης του 1821, θα είναι η περίοδος της σκληρότερης δοκιμασίας του κρητικού λαού, μια εποχή αχαλίνωτου γενιτσαρισμού. Οι περιηγητές περιγράφουν φρικώδη περιστατικά και οι ιστορικοί της Κρήτης δεν κουράζονται να εξιστορούν τις γενιτσαρικές βιαιότητες και τις κτηνώδεις πράξεις εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού. Χαρακτηριστικό, είναι το απόσπασμα από σουλτανική διαταγή, σχετική με τις υπερβάσεις των γενιτσάρων του Χάνδακα, με χρονολογία 6 Ιουλίου 1762:
«Οι εν τη φρουρά του φρουρίου τούτου λησταί και κακούργοι αποπλανήσαντες και εξαπατήσαντες τους αρχηγούς των και απομακρυνθέντες των υποχρεώσεών των, εύρον την ευκαιρίαν να επιδοθούν δημοσία εις ληστείας και κακουργίας και διατελούντες εν μέθη να περιφέρωνται ανά τας συνοικίας ένοπλοι, να προσβάλλουν την τιμήν των κατοίκων και να επιτίθενται κατά των οικογενειών και των τέκνων των. Και πλην των τοιούτων κατά της τιμής και υπολήψεως επιθέσεών των, προέβησαν εις πράξιν άνευ προηγουμένου, επιτεθέντες μετά θρασύτητας και ένοπλοι κατά της Πόρτας του Αγά του μεγίστου τούτον φρουρίου. Το θεοφύλακτον και μέγιστον τούτο μεθοριακόν οχυρόν δέον να αποκαθαρθή και εκκαθαρισθή από την λύμην αυτών των ληστών και τας μιαράς πράξεις των και να εξασφαλισθή και ανακουφισθή ο λαός».
Οι σουλτανικές διαταγές δεν αρκούσαν για την περιστολή της γενιτσαρικής ασυδοσίας. Ορισμένοι μάλιστα γενίτσαροι, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρξαν διαβόητοι για τα κακουργήματά τους και έμειναν στη μνήμη και στα τραγούδια του λαού. Ο Αληδάκης στα Χανιά, ο Αρίφ Αγάς στο Ρέθυμνο, ο Μπεντρή εφέντης και ο Χάνιαλης στο Ηράκλειο, ο Μεμέτ Αγάς ή Μεμέτακας στη Σητεία, ανήκουν σ' αυτήν την κατηγορία των γενιτσάρων''.
Ο αριθμός των ντόπιων γενιτσάρων είχε αυξηθεί μετά τα Ορλωφικά. Πολλοί Τουρκοκρήτες γράφονταν πλέον στα γενιτσαρικά τάγματα, παρά τις απαγορεύσεις που επέβαλε στα 1762 συνυποσχετικό των διοικητών των γενιτσαρικών ταγμάτων: «Να μη γίνεται δεκτή άνευ υψηλής αυτοκρατορικής διαταγής ή εντολής εκ μέρους του αγά των Αυτοκρατορικών γενιτσάρων, ή λόγω απληστίας των αξιωματικών των ορτάδων η παρατηρούμενη εγγραφή και είσοδος εις τους ορτάδες νέων συντρόφων, προερχομένων εκ της τάξεως εκείνης των ανθρώπων, των αποκαλουμένων μπουρμά, οίτινες δεν έχουν ουδένα πόρον ζωής και αγνοούν τας βάσεις και τους όρους της ισλαμικής θρησκείας και διατελούν εισέτι υπό την επίρροιαν του ραγιαδισμού».
Μετά το 1770, όπου οι Τουρκοκρητικοί είχαν αποθρασυνθεί και έγιναν πραγματικοί κυρίαρχοι του νησιού, αγνοώντας ακόμα και τον βαλή, δηλαδή τον στρατιωτικό διοικητή, καθώς και τους πασάδες. Η Υψηλή Πύλη, για να καταφέρει να τους περιορίσει, αναγκάστηκε να στείλει έναν δυναμικό διοικητή, για να επαναφέρει την τάξη. Ήταν η εποχή, όπου ο νεωτεριστής σουλτάνος Μαχμούτ Β', ετοιμαζόταν να καταργήσει το επικίνδυνο σώμα των γενιτσάρων. Ο νέος διοικητής, ονομάζονταν Χατζή Οσμάν πασάς, ο οποίος είχε γεννηθεί στο Κουρδιστάν και φημίζονταν για την διοικητική του ικανότητα. Το 1810, επέβαλε πλήρη τάξη στην Εύβοια, καταστέλλοντας τις αυθαιρεσίες των εκεί Τούρκων.
Έπειτα από εκείνη την επιτυχία του, κατέβηκε στην Κρήτη. Μέχρι πριν από την άφιξη του Οσμάν πασά, όπως γράφει ο Αμερικανός περιηγητής Ρόμπερτ Πάσλεϊ, οι Τουρκοκρητικοί εκτόξευαν σφαίρες τυλιγμένες σε ένα χαρτί που έγραφε το ποσόν το οποίο έπρεπε να πληρώσουν, και αν οι παραλήπτες του σημειώματος δεν πλήρωναν, τότε δολοφονούνταν ασελγώς. Αυτά τα διεφθαρμένα άτομα είχαν φτάσει στο σημείο να παίζουν με τα όπλα, πυροβολούσαν δηλαδή από τα τείχη της πύλης τα άτομα που παρουσιάζονταν για να μπουν, και στοιχημάτιζαν από ποια πλευρά θα πέσει το θύμα τους.
Όσο διάστημα οι γενίτσαροι παρέμειναν όπως τους είχε περιγράψει ο εντυπωσιασμένος Ιταλός παρατηρητής, ο δρόμος των κατακτήσεων ήταν ορθάνοιχτος μπροστά τους. Στα 65 χρόνια που ακολούθησαν την άλωση της Κωνσταντινούπολης υπέταξαν το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων, τα νησιά του Αιγαίου, τη δυτική Περσία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τη δυτική Αραβική χερσόνησο. Το 1521 υπό τη δυναμική ηγεσία του Σουλεϊμάν κυρίευσαν το Βελιγράδι και έστειλαν κύματα ρίγους να διαπεράσουν όλη τη Χριστιανική Ευρώπη, η οποία είχε να αντιμετωπίσει παρόμοιο Ασιατικό κίνδυνο από το 1241, όταν οι Μογγολικές ορδές του Σουμπουτάι είχαν πνίξει στο αίμα την Πολωνία και την Ουγγαρία.
Το 1522 με μία αμφίβια επιχείρηση οι γενίτσαροι απέσπασαν τη Ρόδο από τους ιππότες του Αγίου Ιωάννη. Τέσσερα χρόνια αργότερα εξολόθρευσαν μία ολόκληρη γενιά της Ουγγρικής αριστοκρατίας (συμπεριλαμβανομένου του νεαρού βασιλιά Λάγιος Β') στο μουντό πεδίο μάχης του Μοχάκς, εμπνέοντας τον Σαίξπηρ να γράψει σε ένα από τα έργα του: "Ο Θεός ας μας δώσει ειρήνη, αλλά όχι την ειρήνη του βασιλιά της Ουγγαρίας". Το 1529 ο Σουλεϊμάν και οι γενίτσαροί του εμφανίστηκαν μπροστά στις πύλες της Βιέννης προκαλώντας για πρώτη φορά τη δημιουργία ενός κοινού Χριστιανικού μετώπου μεταξύ των διαρκώς φιλονικούντων Καθολικών και Προτεσταντών ηγεμόνων.
Ακόμα και ο Μαρτίνος Λούθηρος προσευχήθηκε για τη σωτηρία της Καθολικής Αυστρίας από τον διαφαινόμενο όλεθρο παρακαλώντας να απαλλαγεί η χώρα από "τον τρόμο των Τούρκων", ανέστειλε τις οξείες προσωπικές επιθέσεις του κατά του παπισμού και δημοσίευσε ένα φλογερό κείμενο στο οποίο αποκαλούσε τους Τούρκους "πραγματικούς εχθρούς του Θεού". Λίγο αργότερα οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία της Βιέννης και να συμπτυχθούν, δίνοντας τη δυνατότητα και πάλι στους Χριστιανούς των αντίπαλων δογμάτων να ασχοληθούν απερίσπαστοι με τις θρησκευτικές διαμάχες τους.
Αν και η προσωρινή Τουρκική υποχώρηση οφειλόταν περισσότερο στις κακές καιρικές συνθήκες και στο ανεπαρκές σύστημα διοικητικής μέριμνας, η συγκεκριμένη εκστρατεία απετέλεσε ένα σημείο καμπής για την ιστορία των γενιτσάρων αλλά και για τον ανταγωνισμό Δύσης - Ισλάμ. Στα 40 χρόνια διακυβέρνησης του Σουλεϊμάν που απέμεναν θα ακολουθούσαν κι άλλοι Τουρκικοί θρίαμβοι, αλλά ο σουλτάνος ο οποίος είχε την τύχη να διαθέτει το καλύτερο Σώμα Γενιτσάρων όλων των εποχών δεν έμελλε να απειλήσει πάλι την καρδιά της χριστιανικής Ευρώπης.
Μετά τον θάνατο του Σουλεϊμάν άλλοι φιλόδοξοι σουλτάνοι επιχείρησαν να αναβιώσουν το όραμα της παντοδύναμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο ένας συνδυασμός ασθενών ηγεμόνων και διαβρωμένων θεσμών μετασχημάτισε προοδευτικά το κράτος από τη μεγαλύτερη δύναμη μετά τη Ρώμη σε "Μεγάλο Ασθενή".
AKMH KAI ΠΑΡΑΚΜΗ
Από την αρχή της ύπαρξής τους, οι γενίτσαροι είχαν κερδίσει με το σπαθί τους το χαρακτηρισμό του "επίλεκτου σώματος". Στη μάχη ήταν τρομεροί και όλοι τους φοβούνταν. Στη μάχη, οι γενίτσαροι πολεμούσαν για την τιμή του σουλτάνου και της τάξης τους. Οι καπού-κουλού εκπαιδεύονταν για να είναι περισσότερο γενναίοι παρά επιδέξιοι στρατιώτες. Κάθε νεαρός γενίτσαρος διάλεγε το όπλο της προτίμησής του -το οπλοστάσιο του συντάγματος στην παλιά εκκλησία της Αγίας Ειρήνης ήταν γεμάτο μαστίγια, ρόπαλα, πέλεκεις, απελατίκια (σιδερένια ρόπαλα, συχνά με μεταλλικά καρφιά), λογχοπέλεκεις, τσεκούρια και αμέτρητα σπαθιά, μαχαίρια και ξίφη- αλλά έπρεπε να είναι εξοικειωμένος με όλα τα βαλλιστικά όπλα κι όσα χρησίμευαν στη μάχη σώμα με σώμα.
Στη διάρκεια του 16ου αιώνα, οι ουλαμοί εκπαιδεύονταν πια στη χρήση των πυροβόλων. Τα όπλα άλλαξαν, όπως και οι παραδοσιακές στολές, αλλά οι γενίτσαροι συνέχισαν να πολεμούν με τον ίδιο τρόπο. Χρησιμοποιούσαν τα εκηβόλα όπλα τους -τόξα, βαλλίστρες ή τόξαυλους και τα μακριά μουσκέτα αρχικά φιτιλιού και στη συνέχεια πυρόλιθου- για να εξαπολύουν αλλεπάλληλες, αλλά ασυντόνιστες (μαζικές και όχι κατά στίχο ή βάσει κάποιου οργανωμένου συστήματος πυρός) ομοβροντίες εναντίον του εχθρού, ώσπου έπαιρναν διαταγή να προσεγγίσουν. Τότε τα πυροβόλα παραμερίζονταν κι οι γενίτσαροι τραβούσαν τις σπάθες ή τα γιαταγάνια τους.
Οι δυνατότεροι στρατιώτες σήκωναν τα απελατίκια τους μαζί με τα νατζάκ (τσεκούρια με ημικυκλική κόψη και κοντή λαβή, που στηρίζονταν σε ένα χοντρό καρφί). Οι αξιωματικοί ίσιωναν τις γραμμές κι έπαιρναν θέση δίπλα στους άντρες τους. Από πίσω, η μεχτέρ του συντάγματος (στρατιωτική μπάντα) έπαιζε έναν σταθερό, μονότονο ρυθμό με τις φλογέρες, τα τύμπανα και τα πνευστά της. H επίθεση των γενιτσάρων ήταν αμείλικτη, σαν παλιρροϊκό κύμα. συνοδευόταν από πολεμικές κραυγές και επικλήσεις στον Αλλάχ, για να τους χαρίσει τη νίκη. Οι Χριστιανοί διοικητές ανέφεραν ότι οι γενίτσαροι προέλαυναν μέσα σε μία κόλαση φωτιάς, τσαλαπατώντας τις σορούς των νεκρών τους κι εκμεταλλευόμενοι ακαριαία το παραμικρό λάθος ή αδυναμία της άμυνας.
Αν αποτύγχανε η πρώτη έφοδος, ακολουθούσε δεύτερη και τρίτη. Τον 18ο αιώνα, τα όπλα και οι μέθοδοι των γενιτσάρων ήταν πρωτόγονα σε σύγκριση με τα πρότυπα της Δυτικής Ευρώπης, αλλά η σταθερότητά τους τόσο στην επίθεση όσο και στην άμυνα έσπερνε τον τρόμο στους αντιπάλους τους. O Αυστριακός στρατάρχης, Ερνέστος Λάουντον, έγραψε με θαυμασμό για τους γενίτσαρους που υπερασπίζονταν ένα οχυρό, το οποίο προσπαθούσε να καταλάβει στην εκστρατεία του 1788:
"Είναι πέρα από τις δυνάμεις της ανθρώπινης αντίληψης να φανταστεί κάποιος πόσο στέρεα είναι χτισμένα αυτά τα οχυρά και πόσο πεισματικά τα υπερασπίζονται οι Τούρκοι. Μόλις γκρεμίζεται ένα οχύρωμα, χτίζουν οι ίδιοι ένα καινούργιο. Οποιοδήποτε συμβατικό οχυρό και οποιοσδήποτε άλλος στρατός είναι ευκολότερα από τους Τούρκους που υπερασπίζονταν ένα φυλάκιο".
Ολοι οι γενίτσαροι έβλεπαν με περιφρόνηση τις πειθαρχημένες γραμμές των δυτικών στρατευμάτων, που γέμιζαν τα όπλα τους και πυροβολούσαν σαν αυτόματα. Χλεύαζαν τις περίπλοκες ασκήσεις και τους ελιγμούς που χαρακτήριζαν τη δυτική τακτική του πολέμου. Οι γενίτσαροι μάχονταν ατομικά, εκπαιδεύονταν ξεσκίζοντας με τις σπάθες τους τσόχινα καπέλα, στημένα πάνω σε πασσάλους, και σκοπεύοντας μεγάλους στόχους με τα τουφέκια τους. Δεν έβρισκαν ούτε τιμή ούτε ανδρεία στις μεθόδους των Δυτικών. Και παρά τις αλλεπάλληλες ήττες τους στο πεδίο της μάχης, παρέμεναν σίγουροι ότι η δική τους πολεμική μέθοδος, σώμα με σώμα με τον εχθρό, ήταν η σωστή -ο αληθινά Ισλαμικός τρόπος.
Οι αρχές και οι παραδόσεις τους ενίσχυαν την πεισματική προσπάθειά τους να διατηρήσουν την προνομιακή θέση τους. Οι γενίτσαροι δεν θα μπορούσαν να μετατραπούν σε "καλούς" στρατιώτες σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, χωρίς να απαρνηθούν τα έθιμα που είχαν διατηρηθεί για πάνω από δύο αιώνες κι είχαν γίνει ο πυρήνας της κοινής ταυτότητάς τους. Οι ουλεμάδες -οι ανώτεροι κληρικοί- είχαν υποστηρίξει την άρνησή τους να υιοθετήσουν τις πολεμικές μεθόδους των Χριστιανών, λέγοντας ότι οι γαζήδες έπρεπε να πολεμούν όπως πάντα, με τα όπλα και τις μεθόδους των προγόνων τους. H πίστη στην παράδοση καθιερώθηκε τότε ως θρησκευτικό καθήκον.
Για τους ξένους, η συμπεριφορά τους φαινόταν συχνά παράδοξη, σχεδόν Δονκιχωτική. H επιμονή τους να αρνούνται τα Ευρωπαϊκά όπλα, δεν βασιζόταν στην ιδιοτέλεια, αφού πολλοί παραδέχονταν ότι θα επαύξαναν το κύρος και τη δύναμή τους μέσα στο κράτος. Οι αλλαγές στις οποίες αντιστέκονταν πιο σθεναρά, ήταν αυτές που αντίκεινται στην εικόνα που είχαν για τον εαυτό τους κι αυτή συνδεόταν άμεσα με την εμμονή τους στην εκ του συστάδην μάχη. Το αίσθημα της τιμής τους ως πολεμικής κάστας σχετιζόταν άμεσα με τη χρήση σπαθιών, λογχών και μαχαιριών. Εδώ ο ηρωισμός συνδέεται με το ήθος που επιδείκνυε ο καθένας στη μάχη σώμα με σώμα.
Τα παράσημα ανδρείας (τρία ή τέσσερα φτερά ή τσελένκ) που έφεραν οι γενίτσαροι στο τουρμπάνι τους, δίνονταν ύστερα από επίδειξη μεγάλης γενναιότητας και κυρίως στην αναμέτρηση με έναν ανώτερο εχθρό. Το σύστημα αξιών τους, οτζάκ, στηριζόταν στην αδάμαστη τόλμη κατά τη μάχη. Όπως ακριβώς οι τολμηρότεροι πολεμιστές των φυλών των πεδιάδων της Βόρειας Αμερικής ήταν αυτοί που "μετρούσαν χτυπήματα" πάνω στα σώματα των εχθρών τους, έτσι και στις τάξεις των γενιτσάρων, οι συναρπαστικότερες ιστορίες που λέγονταν γύρω από τα καζάνια κάθε βράδυ, ήταν αυτών που πέρασαν πρώτοι το ρήγμα των τειχών και έζησαν για να διηγηθούν την ιστορία τους.
H έμφαση στην προσωπική γενναιότητα καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο πολεμούσαν οι γενίτσαροι, προς μεγάλη απογοήτευση των διοικητών τους, που ήθελαν να τους παρατάξουν με διαφορετικό τρόπο. Για τους γενίτσαρους, τα εκηβόλα όπλα -είτε ήταν τόξα είτε τουφέκια ή μουσκέτα- ήταν απλό προκαταρκτικό στάδιο πριν από την κυρίως μάχη. Πίστευαν ότι οι Ευρωπαϊκοί στρατοί είχαν καταργήσει την ατομική ανδρεία, δίνοντας σε κάθε στρατιώτη ένα τουφέκι και μία ξιφολόγχη. Αντιδρούσαν κυρίως στην ξιφολόγχη, αφού θεωρούσαν ότι διέφθειρε το ήθος του σπαθιού. H ξιφολόγχη ήταν ένα όπλο που κρατούσε το στρατιώτη δέσμιο της γραμμής του, σβήνοντας την "έμφυτη πολεμοχαρή φλόγα" του.
Οι Τούρκοι δεν είχαν αναπτύξει ποτέ τον προκάτοχο της ξιφολόγχης, τη μακριά λόγχη ή σάρισα (pike), που αναβίωσε τις αρχαίες Ελληνικές τακτικές της φάλαγγας δορυφόρων και διαμόρφωσε τη χαρακτηριστική τακτική μάχης των Δυτικοευρωπαίων, από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα. Οι συνέπειες για το μεμονωμένο μαχητή ήταν ότι "στα τέλη του Τριακονταετούς Πολέμου, οι Ευρωπαϊκοί στρατοί δεν ήταν πια ένα απλό σύνολο από μεμονωμένα καλοεκπαιδευμένα και πολεμοχαρή άτομα, αλλά μία μάζα αντρών που ενεργούσαν από κοινού με ασύγκριτη αγριότητα, χωρίς, όμως, αποτελεσματικό έλεγχο μόλις άρχιζε η μάχη".
H γέννηση αυτού που ο Γουίλιαμ Μακνίλ είχε αποκαλέσει εύστοχα "γραφειοκρατικοποίηση της βίας", δημιούργησε μία συνειδητά καλλιεργημένη και επιμελώς τελειοποιημένη πολεμική τακτική που επέτρεπε, θεωρητικά τουλάχιστον, στο γενικό διοικητή να ελέγχει τις πράξεις μέχρι και 30.000 αντρών στη μάχη. Άντρες εφοδιασμένοι με διαφορετικά όπλα και εκπαιδευμένοι για διαφορετικά είδη μάχης ήταν ικανοί να ελίσσονται μπροστά στον εχθρό. Αντίθετα, οι γενίτσαροι δεν μπόρεσαν να εκσυγχρονιστούν λόγω της παρακμής και σταδιακής αποσύνθεσής τους. Το πρώτο ευρύτερο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ήρθε από το νεαρό σουλτάνο Σελίμ Γ', που διαδέχτηκε το θείο του, Αμπντούλ Χαμίτ τον A', την άνοιξη του 1789.
O νεαρός σουλτάνος αναγκάστηκε να συνεχίσει τον πόλεμο με την Αυστρία και τη Ρωσία, που, εκτός από μία ή δύο αξιοσημείωτες νίκες, έληξε καταστροφικά. Τόσο ο πατέρας του, Μουσταφά ο Γ', όσο και ο θείος του, είχαν ευνοήσει την αλλαγή. H εμπειρία της ταπεινωτικής στρατιωτικής ήττας από τους Αυστριακούς, στη διάρκεια του πρώτου χρόνου της βασιλείας του, τον έπεισε ότι όφειλε να προωθήσει δυναμικά την αλλαγή. Έτσι, η αμοιβή και οι συνθήκες διαβίωσης των γενιτσάρων βελτιώθηκαν θεαματικά: Ο σουλτάνος προσπαθούσε να πετύχει με την καλοσύνη εκεί όπου είχε αποτύχει ο εξαναγκασμός. Για πρώτη φορά στη διάρκεια μισού αιώνα, οι μισθοί καταβάλλονταν χωρίς κρατήσεις και τακτικά, κάθε τρίμηνο, όπως όριζαν οι κανονισμοί.
Οι στρατώνες των γενιτσάρων μεγάλωσαν και βελτιώθηκαν κι ο σουλτάνος έφτασε σε σημείο να τους καταβάλλει τον παραδοσιακό φόρο στέψης που είχε περιπέσει σε αχρηστία. Αυτοί αντέδρασαν σε όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις, όπως είχαν αντιδράσει και σε κάθε προηγούμενη μεταρρυθμιστική πρόταση: στασιάζοντας. Οι γενίτσαροι διαμαρτύρονταν κάθε φορά που γίνονταν απόπειρες να τους εξοπλίσουν με τουφέκια και ξιφολόγχες, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Κάθε ξένος εκπαιδευτής, προσήλυτος ή όχι, διακινδύνευε το κεφάλι του αν επιχειρούσε να τους διδάξει τη χρήση νέων όπλων. Επιπλέον, η προσπάθεια να εκκαθαριστεί το σώμα από τα ανύπαρκτα ή μη λειτουργικά μέλη του δεν έφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Μεγάλος μεταρρυθμιστής ο Σελίμ, πολύπλευρο ταλέντο και καλλιτεχνική φύση -υπήρξε εκτός των άλλων, σημαντικός συνθέτης Τουρκικής μουσικής και στιχουργός- οργάνωσε έμπιστη σε αυτόν ομάδα μεταρρυθμιστών και εξέδωσε μία σειρά νέων κανονισμών, γνωστών ως Νέα Τάξη (Νιζάμ ι-Τζεντίντ). Ακόμη, δημιούργησε νέα στρατιωτικά σώματα, πάνω σε δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, τους "Εκπαιδευμένους στρατιώτες (Ταλιμλί Ασκέρι) του Αλλάχ". Πυρήνας αυτών των σωμάτων ήταν μία ομάδα από Γερμανούς και Ρώσους λιποτάκτες που αιχμαλώτισε ο μεγάλος βεζίρης, Κοτζά Γιουσέφ Πασάς, κατά την εκστρατεία ενάντια στους Ρώσους στο Βορρά..
Σ' αυτούς παραχωρήθηκαν προνόμια (μαζί με τη ζωή τους) και εκπαιδεύτηκαν ως τακτικό σώμα, χρησιμοποιώντας ρωσικά όπλα που είχαν συλλεγεί από τα πεδία της μάχης και κοστούμια που έμοιαζαν με στρατιωτική στολή των Ευρωπαίων. Οι Ταλιμλί Ασκέρι σχημάτιζαν διμοιρίες, πυροβολούσαν κατά στίχο και με ομοβροντίες κι ασκούνταν στη χρήση της ξιφολόγχης, στις αντιπαρατάξεις και σε άλλες μεθόδους που αναφέρονταν στα ευρωπαϊκά στρατιωτικά εγχειρίδια. Ωστόσο, δεν είχαν συγκεκριμένο ρόλο, εκτός ίσως τον αντίστοιχο των διασκεδαστών που συνόδευαν κάποτε τους Οθωμανούς διοικητές μαζί με τις αποσκευές τους. Είναι πολύ χαρακτηριστική η αφήγηση από τον A. Wheatcroft, στο βιβλίο του ''Οι Οθωμανοί'':
"H ύπαρξη αυτού του μικρού (αλλά μάλλον αξιόμαχου) στρατεύματος κρατήθηκε μυστική από τα παραδοσιακά στρατιωτικά σώματα. Οι Εκπαιδευμένοι στρατιώτες απέκτησαν δική τους διοίκηση, ταμείο κι επιμελητεία, χωριστά από την υπάρχουσα στρατιωτική ηγεσία. Οι επικερδείς εκμισθώσεις φόρων που παραχώρησε ο σουλτάνος στον καινούργιο στρατό του, απέδιδαν κεφάλαια που υπερκάλυπταν τις άμεσες ανάγκες του: ο Επόπτης των Εκπαιδευμένων στρατιωτών είχε τη δυνατότητα να στρατολογεί αξιωματικούς από τη Δυτική Ευρώπη και να αντικαθιστά τις πολυποίκιλες στολές και τον εξοπλισμό με τον οποίο είχαν ξεκινήσει. Ακόμη, αύξησε τον αριθμό τους σε 200 άντρες, που προέρχονταν για άλλη μία φορά από τους άπορους των δρόμων της Κωνσταντινούπολης.
Για δύο χρόνια, αυτός ο μικρός στρατός αναπτυσσόταν εντελώς απομονωμένος. Με τις καθημερινές ασκήσεις κι έναν αυστηρό κώδικα πειθαρχίας που θέσπισε ο Γάλλος διοικητής του, έφτασε σε πολύ υψηλό βαθμό ικανότητας. Το φθινόπωρο του 1794, όταν ανακοινώθηκε επίσημα η ύπαρξη ενός συντάγματος από 1.600 άντρες κι αξιωματικούς, όλοι προέβλεψαν ότι οι Εκπαιδευμένοι στρατιώτες θα αυξάνονταν σύντομα σε ένα αξιόμαχο σώμα 12.000 αντρών. Επίσημα ονομάστηκαν Τυφεκιοφόροι του σώματος των Κηπουρών, ένας ευφημισμός που δεν κατάφερε να καλύψει την καινοτομία τους μέσα στον Οθωμανικό στρατό και δήλωνε την επιθυμία του σουλτάνου να αποφύγει τη σύγκρουση με τους συντηρητικούς.
Την εποχή που ανακοινώθηκε η ύπαρξη του καινούργιου συντάγματος, στην πραγματικότητα μόνο 468 άντρες και 20 αξιωματικοί είχαν εγκατασταθεί στο καινούργιο πεδίο εκπαίδευσης και οι περίτεχνοι στρατώνες ήταν ακόμη μισοχτισμένοι, οι άντρες έμεναν σε ένα συνονθύλευμα σκηνών και προχειροστημένων παραπηγμάτων. Παρόλα αυτά, η ικανότητά τους να προελαύνουν, να ελίσσονται και να βάλλουν εντυπωσίασε όλους όσοι τους είδαν." Όπως αναφέραμε, υπήρξαν και στο παρελθόν ανάλογες με τη δημιουργία των Εκπαιδευμένων στρατιωτών προσπάθειες, αλλά όχι κάποια που θα μπορούσε να επικαλεστεί δημόσια ο σουλτάνος. στην ουσία, αυτοί θα ήταν οι καινούργιοι γενίτσαροι.
Οι αναλογίες ήταν εμφανείς. Όπως ακριβώς οι γενίτσαροι του 14ου αιώνα είχαν στρατολογηθεί ανάμεσα σε αυτούς που δεν ανήκαν στην Οθωμανική κοινωνία (μέσω του παιδομαζώματος), έτσι και οι Εκπαιδευμένοι στρατιώτες προέρχονταν από το περιθώριο της κοινωνίας -στη δική τους περίπτωση, ήταν κυρίως άνεργοι και άποροι των δρόμων της Κωνσταντινούπολης ή χωριατόπαιδα από την αγροτική Ανατολία, που στέλνονταν από τους μπέηδες ή τους τοπικούς προύχοντες. Κι όπως ακριβώς οι πρώτοι γενίτσαροι είχαν τις δικές τους, μοναδικές πολεμικές μεθόδους, έτσι και οι Εκπαιδευμένοι στρατιώτες ανέπτυσσαν τις δικές τους.
Επιπλέον, επειδή οι καλοπληρωμένες τάξεις του στρατού της Νέας Τάξης ήταν ανοιχτές σε εκατομμύρια Τούρκους της επαρχίας, το σύνταγμα και οι εφεδρείες του δεν άργησαν να σχηματιστούν στ' αλήθεια. Νέοι Γάλλοι αξιωματικοί που στάλθηκαν από το Παρίσι από την επαναστατική κυβέρνηση του Ναπολέοντα, δίδασκαν τις παλιές τυπικές στρατιωτικές μεθόδους της Ευρώπης, καθώς και τις πιο πρόσφατες του Βοναπαρτικού στρατού. Το 1799, ένα δεύτερο σύνταγμα εγκαταστάθηκε στο Σκούταρι και πάλι σε διακριτική απόσταση από την πρωτεύουσα. Τον επόμενο χρόνο, μετακόμισαν στους καινούργιους στρατώνες στο Κατίκιοϊ, που δέσποζε στον Κεράτιο Κόλπο.
Εκεί, με τις ανοιχτογάλαζες στολές τους (για να ξεχωρίζουν από το πρώτο σύνταγμα του Λεβέντ Τσιφτλίκ), έκαναν καθημερινά ασκήσεις στο άνετο πεδίο παρελάσεων και πορείες στην ύπαιθρο της περιφέρειας. Αυτές οι νέες μονάδες σχηματίστηκαν αποκλειστικά από αυστηρά επιλεγμένους άντρες της Ανατολίας, με κριτήρια την υγεία και τη ρώμη. Οι οικογένειές τους εισέπρατταν ένα επίδομα για την κατάταξή τους. Αυτό, λοιπόν, ήταν το νέο ντεβσιρμέ (παιδομάζωμα), που υποστηρίχθηκε στις προτάσεις που υποβλήθηκαν στον Σελίμ, με τη διαφορά ότι, για πρώτη φορά από το 14ο αιώνα, θα ήταν ένας στρατός που θα αποτελείτο από ελεύθερους Τούρκους.
O στρατός της Νέας Τάξης μεγάλωνε γοργά: οι 4.300 άντρες, το 1799, είχαν αυξηθεί σε 9.200, το 1801, ενώ το 1806, μετά από γενική επιστράτευση στην Ανατολία, πάνω από 22.500 άντρες υπηρετούσαν το σώμα. Αλλά οι γενίτσαροι αρνούνταν την παραμικρή σχέση με τους Εκπαιδευμένους στρατιώτες -δεν δέχονταν να πολεμήσουν δίπλα τους ούτε να μοιράζονται το ίδιο στρατόπεδο. Το μίσος κι η καχυποψία τους μεγάλωνε όσο ο αριθμός των κόκκινων ή των μπλε στολών αυξανόταν μέσα τις γραμμές του Οθωμανικού στρατού. σύντομα άρχισαν να ταλαιπωρούν το νέο στρατό τα ίδια προβλήματα που ταλάνιζαν και τους γενίτσαρους.
Απειθαρχία, αισχροκέρδεια και αρπακτικότητα. σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο καινούργιος στρατός άρχισε να ακολουθεί στον κατήφορο τους γενίτσαρους. στην αρχή, από το 1792, εισάγονταν έτοιμα όπλα και εξαρτύσεις από τη Γαλλία, την Αγγλία και τη Σκανδιναβία, αλλά τα κεφάλαια της Νέας Τάξης χρησιμοποιούνταν κυρίως για την αγορά του εξοπλισμού που θα έδινε στους Οθωμανούς τη δυνατότητα να τα κατασκευάζουν μόνοι τους. H κυβέρνηση της επαναστατικής Γαλλίας δέχτηκε να παραχωρήσει 70 αρχιτεχνίτες και όλες τις απαραίτητες μηχανές και πρώτες ύλες για τη δημιουργία μίας σύγχρονης βιομηχανίας όπλων στο παλιό οπλοστάσιο του Τοπχανέ, δίπλα στον Κεράτιο Κόλπο.
Σύντομα, κάθε στρατώνας είχε ένα οπλοποιείο κοντά του, που ήταν εξοπλισμένο με σύγχρονα μηχανήματα όμοια με τα καλύτερα της Ευρώπης, αλλά το αποτέλεσμα δεν έφτανε ποτέ στα επίπεδα ποιότητας που πετύχαιναν οι Ευρωπαίοι. Αντίθετα, ένα τεράστιο καινούργιο εργοστάσιο πυρίτιδας, κατασκευασμένο το 1794, με όλο τον εξοπλισμό του να δουλεύει με νερόμυλους, αποδείχτηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο. Αλλά αυτό συνέβη χάρη σε ένα μέλος της αρμενικής κοινότητας και γιατί, κυρίως, χτίστηκε με την ενεργητική υποστήριξη Οθωμανών αρχόντων.
ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ
Η αργή αλλά σταθερή πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ίσως σε κανέναν άλλον τομέα τόσο άμεσα ορατή όσο σε εκείνον των γενιτσάρων. Το 1582 οι γενίτσαροι απέκτησαν το δικαίωμα να νυμφεύονται και έγιναν για πρώτη φορά δεκτοί στις τάξεις του Σώματος ελεύθεροι Τούρκοι, αρκετοί από αυτούς παράνομα τέκνα γενιτσάρων. Οι αριθμοί του Σώματος διογκώθηκαν απότομα, το ποιοτικό επίπεδο έπεσε και τα φαινόμενα νεποτισμού άρχισαν να πληθαίνουν. Η επόμενη κρίσιμη καμπή για τους γενιτσάρους ήλθε το 1648, οπότε καταργήθηκε τυπικά η ντεβσιρμέ (αν και το τελευταίο παιδομάζωμα αναφέρεται ότι έγινε το 1666) και υπογράφηκε η Συνθήκη της Βεστφαλίας.
Η οποία έδωσε και τυπικά τέλος στον καταστρεπτικό τριακονταετή πόλεμο ο οποίος ρήμαξε την κεντρική και τη δυτική Ευρώπη. Από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά η Χριστιανική Δύση και η Οθωμανική Αυτοκρατορία άλλαξαν ξαφνικά ρόλους: οι δομές του Οθωμανικού κράτους και η ποιότητα των στρατιωτικών του δυνάμεων και κυρίως των γενιτσάρων (που ήταν η αιχμή του δόρατός του) άρχισαν να καταρρέουν, ενώ παράλληλα η Ευρώπη γνώριζε μία πρωτοφανή οικονομική και πολιτιστική άνθηση η οποία την ισχυροποίησε πολιτικά και στρατιωτικά. Επιπλέον η ζωτικότητα με την οποία επιδιώχθηκε η ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας και του ορθολογισμού στη Δύση, καταδίκασε τους Τούρκους σε μόνιμη τεχνολογική υστέρηση και τους υποχρέωσε να ξεχάσουν κάθε σκέψη για επέκταση προς δυσμάς.
Από καθαρά στρατιωτική άποψη η Δύση άρχισε και πάλι να ηγείται εκεί ακριβώς όπου υστερούσε απελπιστικά έναντι των Οθωμανών: τις τακτικές, τη διοικητική μέριμνα, το μηχανικό, το πυροβολικό, την οχυρωματική τέχνη και κυρίως την πειθαρχία. Στα τέλη του 17ου αιώνα οι σύγχρονοι πλέον ευρωπαϊκοί στρατοί είχαν αντικαταστήσει τις λόγχες με τις ξιφολόγχες, πράγμα που σήμαινε πως στο εξής κάθε πεζός στρατιώτης ενός συντάγματος μπορούσε τόσο να βάλει κατά του εχθρού, όσο και να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τον εαυτό του κατά τη μάχη σώμα με σώμα. Πεπεισμένοι ότι το προσωπικό θάρρος υπερείχε πάντα έναντι των τεχνολογικών εξελίξεων, οι γενίτσαροι αγνόησαν επιδεικτικά την ξιφολόγχη.
Αυτό θα το πλήρωναν αργότερα πολύ ακριβά. Οι τακτικές τους δεν ακολούθησαν τον ρου των εξελίξεων και απέμεναν παγωμένες στον χρόνο, σαν απολιθώματα μιας περασμένης, ηρωικής εποχής. Με την αυγή του 18ου αιώνα οι γενίτσαροι εξακολούθησαν να βασίζονται στην εξαπόλυση ακανόνιστων ομοβροντιών από τα μουσκέτα τους και στην εκτόξευση μαζικών εφόδων που δεν είχαν πλέον καμία τύχη απέναντι σε πειθαρχημένα τακτικά ευρωπαϊκά στρατεύματα. Την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς αρκούσε το θέαμα της ορμητικής εφόδου των γιγαντόσωμων μυστακοφόρων γενιτσάρων που ανέμιζαν τα γυμνά γιαταγάνια τους και ούρλιαζαν "Αλλάχ ουάκμπαρ" (Ο Θεός είναι μεγάλος!) για να τραπεί σε φυγή οποιοσδήποτε αντίπαλος.
Όμως 100 χρόνια αργότερα ο ανθρώπινος ποταμός των φανατισμένων δούλων προσέκρουε πλέον πάνω σε ένα αδιαπέραστο τείχος από ξιφολόγχες, δεχόταν απαντητικά πυρά καλύτερα σκοπευμένα και συντονισμένα και είχε απέναντί του εχθρικές δυνάμεις ιππικού και πυροβολικού που ήταν καλύτερα εξοπλισμένες. Η ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη έγινε για πρώτη φορά ορατή το 1606, όταν έπειτα από μία σειρά ταπεινωτικών ηττών, κατά τις οποίες έπεσε για πρώτη φορά σε Χριστιανικά χέρια Τουρκικό λάβαρο, οι Οθωμανοί υποχρεώθηκαν να υπογράψουν με τους Αυστριακούς την ειρήνη του Σιτβατορόκ. Ενδεικτικό των δραματικών αλλαγών υπήρξε επίσης το αποτέλεσμα της μάχης του Σαίν Γκοτάρ, το 1664.
Όπου οι Αυστριακές δυνάμεις του στρατάρχη Ραϊμούντο Μοντεκουτσόλι κατατρόπωσαν ένα αρκετά μεγαλύτερο Τουρκικό στράτευμα. Παρατηρώντας αυτή τη μάχη ο κόμης Τερπίν ντε Κριζέ έγραψε: "Το Σώμα των Γενιτσάρων είναι το καλύτερο τμήμα του Οθωμανικού πεζικού, αλλά αυτοί οι άνδρες προκαλούν πλέον περισσότερο τρόμο στον σουλτάνο παρά στους αντιπάλους τους". Οι γενίτσαροι ήταν ακόμα σε θέση να εξαπολύουν τολμηρές επιθέσεις ελπίζοντας σε κάποιο μοιραίο λάθος του εχθρού. "Οταν δεν μπορούν να επιτύχουν μία διάσπαση ευθύς αμέσως", γράφει ο ντε Κριζέ, "υποχωρούν για λίγο, ανασυντάσσονται και επιστρέφουν με μεγαλύτερη ορμή.
Καθώς δεν διαθέτουν ξιφολόγχες, πετούν κάτω τα μουσκέτα τους, τραβούν από τη θήκη το ξίφος και ξεχύνονται σαν ορμητικό ρεύμα πάνω στις εχθρικές ξιφολόγχες που τους περιμένουν προτεταμένες. Αν τα δικά μας τάγματα δεν αντέξουν αυτή την πίεση και διαρραγούν, τότε είναι σίγουρο ότι θα κατακοπούν και δεν θα μπορέσει να τα σώσει ο ανώτερος οπλισμός τους". Όπως έδειξε και η μάχη του Σαίν Γκοτάρ, η διάλυση των πειθαρχημένων Ευρωπαϊκών σχηματισμών γινόταν ολοένα και δυσκολότερη για τους αναχρονιστικούς γενίτσαρους. Το παράδοξο ήταν πως όσο οι πολεμικές ικανότητές τους υποχωρούσαν, τόσο αυξάνονταν οι πολιτικές φιλοδοξίες τους.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός Βρετανού λόρδου, "στο πεδίο της μάχης αποκτούσαν σταδιακά τη φήμη ενός ανίκανου, ακόμη και δειλού θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, στρατιωτικού τμήματος, αλλά στην Κωνσταντινούπολη, καθώς ο ένας αδύναμος σουλτάνος διαδεχόταν τον άλλον, οι γενίτσαροι έτειναν να καταστούν η κυρίαρχη δύναμη και ο μόνιμος πυρήνας εξεγέρσεων και στάσεων". Οι ατυχίες στο πεδίο της μάχης συνεχίζονταν για τους γενίτσαρους αλλά και για ολόκληρο τον Τουρκικό στρατό. Το 1691 ο μεγάλος βεζύρης Κιοπρουλής ζαντέ Φαζίλ Μουσταφά Πασά έχασε 28.000 άνδρες και 150 πυροβόλα από τους Γερμανούς κατά τη μάχη του Σαλανκμέν.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1697 οι δυνάμεις του σουλτάνου Μουσταφά Β' κατατροπώθηκαν από τα στρατεύματα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του πρίγκηπα Ευγένιου της Σαβοϊας στη μάχη της Ζέντα. Αυτό οδήγησε τους Οθωμανούς να υπογράψουν την ταπεινωτική ειρήνη του Κάρλοβιτς το 1699. Καθώς οι σουλτάνοι έπαψαν να συμμετέχουν προσωπικά στις εκστρατείες, οι δεσμοί πίστης και αφοσίωσης που έδεναν τους γενίτσαρους με τον ηγεμόνα τους άρχισαν να ατονούν, σε τέτοιο βαθμό ώστε μερικές φορές τα πράγματα έτειναν να φύγουν εκτός ελέγχου. Αυτοί που κάποτε ήταν οι γενναιότεροι στο πεδίο της μάχης μετατράπηκαν σε κοινούς κακοποιούς, παράνομους εμπόρους οι οποίοι πλούτιζαν εκμεταλλευόμενοι την ισχύ των όπλων τους και πάτρονες των ίδιων των σουλτάνων.
Ένας Δυτικός ιστορικός του 19ου αιώνα περιέγραψε πώς οι γενίτσαροι συναθροίζονταν στο προαύλιο του Τοπκαπί μετά το τέλος της καθιερωμένης προσευχής της Παρασκευής προκειμένου να γευματίσουν: "Ο σουλτάνος καθόταν μεταξύ της Αίθουσας Συσκέψεων και της Πύλης της Ευδαιμονίας παρακολουθώντας την όλη διαδικασία με έκδηλη ανησυχία. Αν οι μάγειροι έφερναν το ρύζι για διανομή μέσα στα μαγειρικά σκεύη τους την καθορισμένη ώρα, αυτό ήταν ένα σήμα ότι όλα έβαιναν καλά.
Αν όμως παρέμεναν συντεταγμένοι ανάμεσα στους συναδέλφους τους και κρατούσαν τα σκεύη αναποδογυρισμένα, αυτό σήμαινε πως υπήρχε δυσαρέσκεια και ότι πιθανώς η πρωτεύουσα βρισκόταν στα πρόθυρα μιας ακόμη εξέγερσης. Από τον 17ο αιώνα και μετά η δύναμη των γενιτσάρων έγινε τόσο μεγάλη ώστε τουλάχιστον έξι σουλτάνοι εκθρονίστηκαν ή δολοφονήθηκαν από αυτούς τους ένοπλους μηχανορράφους".
ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα, οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσαν ενδημικό φαινόμενο. Διεκδικώντας, είτε αύξηση του μισθού τους, είτε αποπομπή ή και εκτέλεση μη αρεστών σε αυτούς αξιωματούχων, στασίαζαν συχνά και συνήθως πετύχαιναν τους στόχους τους. Με την εξέγερση του 1622, η ανάμειξη των γενιτσάρων στην πολιτική περνά σε νέο επίπεδο, καθώς στόχος τους πλέον, δεν ήταν κάποιος βεζίρης ή άλλος αξιωματούχος, αλλά ο ίδιος ο σουλτάνος (ο Οσμάν Β'), ο οποίος πλήρωσε μάλιστα με τη ζωή του, τις φήμες ότι σκόπευε να καταργήσει το γενιτσαρικό σώμα.
Στη συνέχεια και καθ΄ όλη τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα, οι γενίτσαροι αποτέλεσαν έναν από τους ισχυρότερους παίκτες στο πολιτικό παιχνίδι, συμμαχώντας με διάφορες παρατάξεις της διοικητικής ελίτ και του παλατιού. Σουλτάνοι όπως ο Μωάμεθ Δ' (1648 - 1687), ο Μουσταφά Β' (1695 - 1703) και ο Αχμέτ Γ' (1703 - 1730) έχασαν το θρόνο τους εξαιτίας εξεγέρσεων στις οποίες πρωταγωνίστησαν οι γενίτσαροι. Το ίδιο συνέβη και όταν το 1789, ο Σελίμ Γ' θέλησε να ιδρύσει ένα νέο τακτικό σώμα στρατού, πάνω σε Ευρωπαϊκά πρότυπα, καταργώντας τελείως το Σώμα των Γενίτσαρων. Η προσπάθειά του αυτή βρήκε πολλούς γενίτσαρους αντιμέτωπους, με αποτέλεσμα να εκθρονιστεί και να δολοφονηθεί από αυτούς το 1808.
Τέλος κατά τη διάρκεια όμως της βασιλείας του διαδόχου του Σελήμ Γ', του Μαχμούτ του Β' (1808 - 1839), το Σώμα των γενιτσάρων διαλύθηκε οριστικά. Ο Μαχμούτ παίρνοντας σαν αφορμή τη δολοφονία του Σελήμ από τους γενίτσαρους και την επανάσταση που εκδηλώθηκε εναντίον του, το 1826, στις 5 / 17 Ιουνίου του ίδιου χρόνου τους κυνήγησε με τη Φρουρά του, τους κατέσφαξε κυριολεκτικά όλους και κατέστρεψε με φωτιά το κύριο στρατόπεδό τους στην Κωνσταντινούπολη (15.000 περίπου οι νεκροί). Τη σφαγή στην Κωνσταντινούπολη ακολούθησε μαζικός διωγμός των γενιτσάρων σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, με αρκετές χιλιάδες επιπλέον θύματα.
Με αυτόν τον τραγικό τρόπο, μετά από περίπου 5 αιώνες τερματίσθηκε ο θεσμός των γενιτσάρων, που συσσώρευσε αίμα και δάκρυ στους υπόδουλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ πολλές φορές απείλησε ακόμα και την ίδια την Αυτοκρατορία και ορισμένους Σουλτάνους της.
Οι Εξεγέρσεις
H στρατιωτική περηφάνια και η αποφασιστικότητα που έκανε τους γενίτσαρους τόσο επίφοβους στη μάχη, τους καθιστούσε, επίσης, μόνιμη απειλή και στις ειρηνικές περιόδους. Οι διαρκείς πολεμικές επιχειρήσεις μεγάλωσαν σε αριθμό ανδρών το οτζάκ, πολύ πάνω από τα αρχικά όριά του. Έως το 1574, το σώμα είχε ξεπεράσει ελάχιστες φορές τους 20.000 άντρες, αφού τα μέλη περιορίζονταν στον αριθμό των αγοριών που απέφερε το ντεβσιρμέ. Αλλά στη δεκαετία του 1580, οι συνθήκες της κατάταξης χαλάρωσαν σημαντικά. Οι γιοι -αλλά και πιο μακρινοί συγγενείς- πρώην γενιτσάρων μπορούσαν να καταταγούν στους ορτάδες. (H αρχική απαγόρευση να παντρεύονται οι γενίτσαροι, είχε αδρανήσει προ πολλού.)
Το 1591, το οτζάκ αριθμούσε περί τους 50.000 άντρες. Μεταρρυθμιστές βεζίρηδες και δραστήριοι σουλτάνοι, όπως ο Μουράτ Δ', έκαναν εκκαθαρίσεις στις τάξεις του, αλλά ο αριθμός είχε σταθερά ανοδική πορεία. Το ντεβσιρμέ είχε εγκαταλειφθεί και το οτζάκ ήταν ανοιχτό στους εθελοντές: στη διάρκεια του πολέμου με την Αυστρία, εισχώρησαν στις τάξεις των γενιτσάρων 30.000 νέοι άντρες. Το 1826, η κυβέρνηση πλήρωνε σιτηρέσιο και μισθούς σε 135.000 γενίτσαρους το μήνα. Το οτζάκ απολάμβανε μεγάλα προνόμια που αποκλείονταν από τους απλούς πολίτες. Ως στρατιώτες, οι γενίτσαροι απαλλάσσονταν από τη φορολογία που βάραινε τους ώμους των χωρικών και των αστών.
H θέση τους τούς έδινε προνόμια σε κάθε συναλλαγή, ακόμη και εμπορική. Μολονότι η δύναμή τους ήταν εμφανέστερη στην πρωτεύουσα, όπου οι γενίτσαροι ανέτρεπαν κι ενθρόνιζαν σουλτάνους κατά βούληση ή δολοφονούσαν αξιωματικούς κι αξιωματούχους που τους καταπίεζαν, ωστόσο, κυριαρχούσαν και στις επαρχιακές πόλεις. Περισσότερα από 150 συντάγματα είχαν τη βάση τους στις επαρχίες ή κοντά στα σύνορα. Τοποθετήθηκαν εκεί στα τέλη του 16ου αιώνα για να προστατεύουν την Αυτοκρατορία από τις εσωτερικές ταραχές ή τους ξένους επιδρομείς, αλλά μόλις οι γενίτσαροι εγκαταστάθηκαν σε άνετα καταλύματα, έπαψαν να είναι μάχιμοι.
Παρέμειναν στην ίδια περιοχή για γενιές, δημιουργώντας οικογένειες και ιδρύοντας ακμάζουσες επιχειρήσεις. στις αρχές του 19ου αιώνα πλέον, πολεμούσαν αποκλειστικά για την υπεράσπιση των πόλεών τους ή των προνομίων τους. Οι παραδόσεις του οτζάκ συνέδεαν τους γενίτσαρους μεταξύ τους -έως το 1800, η αφοσίωση και η νομιμοφροσύνη προς το σώμα είχε αντικαταστήσει ουσιαστικά την υποταγή στο σουλτάνο ή στο οθωμανικό κράτος. O Αδόλφος Σλέιντ, Άγγλος αξιωματικός του ναυτικού, έγραψε: "Κανένας άνδρας που δεν ανήκε στις τάξεις τους, καμία περιουσία που δεν ανήκε στους ίδιους, δεν ήταν ασφαλείς. Και, συνηθισμένοι στην αναρχία, δεν αναγνώριζαν κανένα έγκλημα, παρά μόνο όποιο είχε ως στόχο τα δικά τους προνόμια.
Οι ορτάδες που είχαν την έδρα τους στην πρωτεύουσα, ήταν πια εξίσου απρόθυμοι να πολεμήσουν, όπως κι οι γενίτσαροι των επαρχιών, κι ο σουλτάνος αναγκαζόταν να στηρίζεται σε μισθοφόρους ή άτακτους για να ενισχύει το στρατό του. Παράλληλα, υπήρχε και μία σταθερή εισροή εθελοντών που έπαιρναν διάφορα ονόματα. Το 17ο αιώνα, λέγονταν τουφεκτσήδες (τυφεκιοφόροι), άλλα σώματα, μερικά Χριστιανικά κι άλλα Μουσουλμανικά, ονομάζονταν σεϊμέν και σαρίτζα. Το 18ο αιώνα, ήταν γνωστοί ως γιαμάκα. Γι' αυτούς, η στρατιωτική ζωή σήμαινε τακτικό μισθό και προμήθειες και την προνομιακή θέση που απολάμβαναν οι γενίτσαροι. Ωστόσο, στη μάχη έμοιαζαν περισσότερο με όχλο, αφού δεν είχαν καμία εκπαίδευση και ελάχιστα κίνητρα να πολεμήσουν".
Το 1416, το σώμα των γενιτσάρων εμφανίζεται να αριθμεί γύρω στους 6.000 άνδρες, επί σουλτανίας του Μεχμέτ A', τον οποίο στήριξαν τα ποικιλώνυμα τάγματα δερβίσηδων, την εποχή του αδελφοκτόνου πολέμου μεταξύ των διαδόχων γιων του Βαγιαζίτ του Γιλντιρίμ, μετά τη σύλληψη και το θάνατό του από τον Μογγόλο Ταμερλάνο (μάχη της Άγκυρας, 1402). O γιος του Μεχμέτ, Μουράτ B', κληρονόμησε και τις μυστικιστικές τάσεις του πατέρα του, αλλά και το ηγετικό χάρισμά του να διοικεί άνδρες με επιτυχία. Πράγματι, ο τελευταίος οργάνωσε το σώμα των γενιτσάρων και το καθιέρωσε ως πλήρως τακτικό στρατό της Αυτοκρατορίας.
Με την πάροδο του χρόνου, οι γενίτσαροι κατέληξαν σε χρόνιο πρόβλημα της Αυτοκρατορίας, που χρονολογούνταν, τελικώς, από τις αρχές του Οθωμανικού καθεστώτος. Οι γενίτσαροι είχαν συγκροτηθεί το 14ο αιώνα, αποτελώντας μία πειθαρχημένη, πιστή και ανιδιοτελή εναλλακτική λύση προς τους άτακτους Τούρκους κληρωτούς. Τέσσερις αιώνες αργότερα, ήταν φανερό ότι, ενώ πολεμούσαν σαν τίγρεις για να υπερασπιστούν τα σπίτια και τις οικογένειές τους -όπως βεβαιώνουν οι Ρώσοι και οι Αυστριακοί από πικρή πείρα- δεν ήταν πια πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους στην μάχη ενάντια στις ανώτερες πολεμικές τακτικές και τη δύναμη πυρός των δυτικών εθνών.
H πρώτη εξέγερση γενιτσάρων πρέπει να τοποθετηθεί το 1444, όταν ο Μουράτ αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση και να αφοσιωθεί στην περισυλλογή, οπότε τα γενιτσαρικά στρατεύματα που είχε οργανώσει, ξεσηκώθηκαν εναντίον της βασιλείας του δεκατετράχρονου γιου του, Μεχμέτ B', του μετέπειτα σουλτάνου με την επωνυμία Φατίχ, δηλαδή, Πορθητής, καθώς αυτός έμελλε να εκπορθήσει την Κωνσταντινούπολη. στη συνέχεια, στράφηκαν εναντίον του βεζίρη Καρά Χαλίλ Πασά, της οικογένειας των γαιοκτημόνων Τσανταρλί, που διαφέντευαν την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. O Καρά Χαλίλ κάλεσε εκ νέου τον Μουράτ B', προκειμένου να καταστείλει την ανταρσία.
Βέβαια, στην πορεία, όταν πέθανε ο Μουράτ B', το 1451, ο Μεχμέτ B' έγινε και πάλι σουλτάνος και επειδή χρειαζόταν εκπαιδευμένους στρατιώτες για να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του για κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, ενίσχυσε το σώμα των γενιτσάρων και αύξησε τον αριθμό των παιδιών του Χριστιανικού παιδομαζώματος. Κατά την ενθρόνιση του Σελίμ B', το 1566, οι γενίτσαροι δυσαρεστήθηκαν με το νέο σουλτάνο που διαδέχτηκε τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, διότι δεν πήραν το συνηθισμένο φιλοδώρημα. στο Βελιγράδι εκτόξευσαν ύβρεις κατά του Σουλεϊμάν και του γιου του, του Σελίμ B', ενώ εμπόδισαν τη σουλτανική πομπή να εισέλθει στο παλάτι πριν πάρουν δημόσιες εγγυήσεις από το νέο σουλτάνο ότι "το φιλοδώρημα και η αύξηση μισθού θα σας χορηγηθούν σύμφωνα με το έθιμο που μου μεταφέρθηκε από τους προγόνους μου".
Έτσι, στο αποκορύφωμα της Οθωμανικής ισχύος, ο γιος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς δεν μπορούσε να μπει στο παλάτι και να αναλάβει τα καθήκοντά του, αν δεν του το επέτρεπαν οι γενίτσαροι. Τόση ήταν η δύναμή τους την εποχή αυτή. Ωστόσο, από τα μέσα του 16ου αιώνα και συγκεκριμένα στην εποχή του Μουράτ Γ' επιτράπηκε (1582) στο σώμα η είσοδος χιλιάδων μελών ψυχαγωγικών θιάσων, ακροβατών και παλαιστών, ως ανταμοιβή του σουλτάνου για την επιτυχία των εορταστικών εκδηλώσεων για την περιτομή του γιου του. Ορισμένες δεκαετίες αργότερα (1650), πολλοί πασάδες κατέτασσαν τους υπηρέτες τους στους γενίτσαρους για να μετακυλίσουν τα έξοδα των οίκων τους στο κράτος.
Οι γενίτσαροι έγιναν τμήμα του οικονομικού ιστού της Κωνσταντινούπολης, διεισδύοντας σε διάφορες επαγγελματικές συντεχνίες. Το αποτέλεσμα ήταν να αριθμούν το 1528, 27.000 άτομα, το 1591 ήταν 48.088 και μολονότι τον 17ο αιώνα επί Κιοπρουλήδων οι αριθμοί τους μειώθηκαν, ωστόσο, στα τέλη του 18ου αιώνα παρουσίαζαν σταθερή αύξηση: 43.403 (1776), 55.226 (1800) και 109.971 (1809). H αναπτυσσόμενη συνεργασία των συντεχνιών με τους γενίτσαρους, που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στις επαρχιακές πόλεις είτε ως ομάδες προστασίας είτε ως ανεπιθύμητοι που εξαναγκάζονται να φύγουν από την Κωνσταντινούπολη, επιτεύχθηκε εξαιτίας της γνωστής συνεργασίας που είχαν οι γενίτσαροι με ορισμένες οργανώσεις δερβίσηδων.
Στην πραγματικότητα, οι πρώην αυτοί πολεμιστές ανέλαβαν τρομοκρατική δράση, καθώς διέφευγαν τον έλεγχο των ανώτερων υπαλλήλων της συντεχνίας, επειδή ως "στρατιώτες" μπορούσαν να πειθαρχήσουν ή να τιμωρηθούν μόνο από τους δικούς τους προϊσταμένους. H διείσδυση των γενιτσάρων μέσα στις συντεχνίες αύξησε μεν τον αριθμό των μελών τους, αλλά όχι και την παραγωγικότητα ή την οργάνωσή τους. Επίσης, η παρουσία τους μέσα στις συντεχνίες αποδυνάμωσε και τους παλιούς κανονισμούς futuwwa, ενώ κλόνισε και την εξουσία των ανώτερων διοικητικών υπαλλήλων των συντεχνιών, που έχαναν όλο και περισσότερο τη θρησκευτική και ηθική επιρροή τους καθώς μεγάλωνε η αντίστοιχη των δερβίσηδων.
H αυξανόμενη δύναμη και ασυδοσία των γενιτσάρων δεν υπήρχε τρόπος να συγκρατηθούν, ούτε από την ατελέσφορη διοίκηση ούτε από τις συντεχνίες. Οι γενίτσαροι ήταν ταυτόχρονα σύμπτωμα και αίτιο της οθωμανικής κρίσης το 17ο αιώνα. στα τέλη του 16ου αιώνα, ένας Οθωμανός διαμαρτυρόταν: "Δεν υπάρχει πια πειθαρχία. Κανένας δεν παίρνει στα σοβαρά υπόψη του τις απαγορεύσεις. Οι άσπλαχνοι... λεηλατούν την τιμή και την περιουσία μουσουλμάνων και χριστιανών. Μεταξύ εκείνων που διαπράττουν αυτό το έγκλημα, η πλειονότητα απαρτίζεται από αυτούς που αποκαλούνται κούληδες (σκλάβοι) του σουλτάνου.
"H παρακμή του σώματος των γενιτσάρων είχε αρχίσει πριν από το θάνατο του Σουλεϊμάν, το 1566, και δεν οφειλόταν αποκλειστικά, όπως έχει υποστηριχτεί, στη στρατολόγηση μουσουλμάνων (όχι πάντως Αράβων ή Τσιγγάνων) από χαμηλές τάξεις και όχι με παιδομάζωμα. Ούτε οφειλόταν μόνο στη νέα σχέση των γενιτσάρων με τις συντεχνίες ή στην επιρροή των μπεκτασήδων που είχαν στενές σχέσεις με τον απλό κόσμο. Οι γενίτσαροι είχαν αφηνιάσει νωρίτερα. στασίαζαν πάντα όταν τους υποχρέωναν να πολεμούν για μεγάλο διάστημα και είχαν ψύχωση με το χρήμα. Εκτός αυτού έπιναν: αυτοί υποχρέωσαν, στις αρχές του 16ου αιώνα, τον Μπαγιαζίτ B' να ανοίξει ξανά τα κρασοπουλειά.
Στα κρασοπουλειά του Γαλατά ή όταν βρίσκονταν εκτός υπηρεσίας στα προάστια της Αδριανούπολης, οι γενίτσαροι διασκέδαζαν με τις κωμωδίες του θεάτρου σκιών, του Καραγκιόζη και των συντρόφων του, και με το λαϊκό θέατρο, το λεγόμενο Μεϊντάν Ογιουνού (θέατρο της Πλατείας), που λεγόταν έτσι, επειδή οι ηθοποιοί έπαιζαν σε οποιονδήποτε ανοιχτό χώρο. Οι καραγκιοζοπαίχτες είχαν τη σοφία να μην περιλαμβάνουν τις παρεκτροπές των γενιτσάρων στο ρεπερτόριό τους. H μόνη γνωστή θεατρική αναφορά στο σώμα ήταν ένα έργο εμπνευσμένο από κάποιο πραγματικό περιστατικό χαρακτηριστικό της απείθειας των γενιτσάρων στα τέλη του 16ου αιώνα: μεθυσμένοι γενίτσαροι όρμησαν σε ένα γυναικείο χαμάμ, έγινε σκάνδαλο.
Οι γενίτσαροι οδηγήθηκαν να δικαστούν από τον καδή και όχι από το δικό τους δικαστήριο. Αυτοί οι ταραξίες δεν παρέμειναν γενίτσαροι για μεγάλο διάστημα. To 1514, οι γενίτσαροι ανάγκασαν το σουλτάνο Σελίμ A' να εγκαταλείψει μία επίθεση εναντίον της Περσίας, απειλώντας τον ακόμη και με στάση, ρίχνοντας έως και πυροβολισμούς προς τη σκηνή του για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για τις προθέσεις τους. Το 1529, υποχρέωσαν τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή να σταματήσει την πολιορκία της Βιέννης. Πιστεύεται ότι και στις δύο περιπτώσεις ο λόγος ήταν ότι επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ο Σελίμ A' επιχείρησε να πειραματιστεί με μία λογική προσέγγισης με την κουλτούρα των Αράβων, ιδιαίτερα μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου, το 1517, οπότε έμεινε για λίγο στο Κάιρο, οι γενίτσαροι του επέβαλαν να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Τα σχέδια εξάλλου του σουλτάνου Οσμάν B' να αναχωρήσει για τη Μέκκα, το 1622, οδήγησαν στην εκθρόνισή του από τους γενίτσαρους και στη δολοφονία του. Από το 1622 έως το 1632, την εξουσία στην Πόλη ασκούσαν οι γενίτσαροι, εκτελώντας τους υπουργούς του Μουράτ Δ' και τον ευνοούμενό του, Μουσά, και απειλώντας και τον ίδιο το σουλτάνο. Βεβαίως εκείνος, όταν κατάφερε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, μείωσε τον αριθμό των γενιτσάρων και επιδόθηκε σε ένα πραγματικό κυνηγητό.
Κατά το οποίο έκλεισε τα περισσότερα καφενεία και ταβέρνες της Πόλης (1633), με στόχο να τρομοκρατήσει γενικότερα το λαό, αλλά κυρίως να πλήξει τους γενίτσαρους, καθώς τα καπηλειά ήταν συχνός τόπος συναντήσεών τους και χώροι όπου εξυφαίνονταν διάφορες μικρές ή μεγαλύτερες συνωμοσίες τους, αλλά και επιδίδονταν σε συστηματική κριτική κατά του σουλτάνου και της πολιτικής του. O Μουράτ, ο πιο αιμοσταγής και ανηλεής σουλτάνος της οθωμανικής δυναστείας, είχε δώσει εντολή να εκτελείται όποιος κυκλοφορούσε στην πόλη με πίπα ή φλιτζάνι του καφέ στο χέρι. H συνήθης τιμωρία ήταν ο επί τόπου και με συνοπτικές διαδικασίες αποκεφαλισμός του συλληφθέντος.
Οι γενίτσαροι αποφάσισαν να αντιδράσουν απέναντι στη θηριωδία του Μουράτ, με όπλο τη φωτιά. Τα ξύλινα σπίτια της πρωτεύουσας συχνά στην ιστορία της έγιναν παρανάλωμα του πυρός, ενώ κάθε λίγα χρόνια το περίγραμμα των τρούλων και των μιναρέδων διαγραφόταν στον ορίζοντα με φόντο έναν φλογισμένο ουρανό. H κραυγή "Γιανγκίν βαρ" (υπάρχει φωτιά) από τα στόματα των γενιτσάρων που έσπευδαν για να τη σβήσουν, ήταν κάτι συνηθισμένο. σύμφωνα με μία οθωμανική παροιμία, "αν δεν υπήρχαν οι φωτιές της Ισταμπούλ (Τουρκικό όνομα της Κωνσταντινούπολης), τα κατώφλια των σπιτιών της θα ήταν στρωμένα με χρυσάφι".
Πράγματι, ένα από τα σπουδαιότερα καθήκοντα των γενιτσάρων, εκτός από τα αστυνομικά, ήταν η πυρόσβεση, για την οποία ήταν εκπαιδευμένοι και διέθεταν τον κατάλληλο εξοπλισμό. H αστυνόμευση και η πυρόσβεση συνδέονταν άλλωστε στενά, αφού ήταν δύσκολο να διακρίνει κάποιος τους εμπρησμούς, που ήταν συχνοί στην Κωνσταντινούπολη, από τις φωτιές για καύση των σκουπιδιών, που συχνά άναβαν μόνες τους και ήταν πολύ διαδεδομένες. Αν ξεσπούσε πυρκαγιά, την εντόπιζαν αμέσως από τον Πύργο του Γαλατά ή τον πύργο Σταμπούλ, στο Μπαγιαζίτ Μεϊντάν, δίπλα στο Παλιό σαράι. Και στους δύο πύργους υπήρχε φρουρά γενιτσάρων που σήμαινε συναγερμό, χτυπώντας τα τύμπανα.
Επομένως, ένα από τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι γενίτσαροι οποτεδήποτε ήθελαν να εκφράσουν τη δυσφορία τους για την πολιτική του σουλτάνου ή να εκβιάσουν για την αλλαγή ενός υπουργού που δεν ήταν της αρεσκείας τους ή απλώς για να προκαλέσουν ζημιές στους πλουσίους, ήταν και οι πυρκαγιές. Στη φωτιά του 1755, ένα ολόκληρο τάγμα γενιτσάρων κάηκαν ζωντανοί λόγω της αγωνιώδους προσπάθειάς τους να τη σβήσουν. Λόγω του βόρειου ανέμου, η φωτιά επεκτάθηκε πολύ γρήγορα και γι' αυτό έσπευσαν στον τόπο της φωτιάς ακόμη και ο ίδιος ο σουλτάνος και ο μεγάλος βεζίρης. O μόλυβδος στον τρούλο της Αγίας Σοφιάς έλιωσε, καθώς η φωτιά μαινόταν για 36 ώρες, καταστρέφοντας το ένα έβδομο της πόλης, συμπεριλαμβανομένων της Πύλης και των γραφείων του θησαυροφυλακίου.
Ειδικά τον 18ο αιώνα, η κοινή γνώμη με όπλα της τους γενίτσαρους και τις φωτιές, ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. O κόσμος ασκούσε κριτική, περιλούζοντας με βρισιές το σουλτάνο κατά την άφιξή του στην περιοχή κάποιας πυρκαγιάς. Ξένοι διπλωματικοί υπάλληλοι θεωρούσαν ότι η ελευθερία που απολάμβαναν οι κάτοικοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σχεδόν ελευθεριότητα, ήταν μεγαλύτερη από εκείνη οποιουδήποτε άλλου πολιτισμένου λαού στην Ευρώπη. Οι ξένοι έγραφαν ότι ο Οθωμανικός λαός ήταν une populace devenue souveraine, δηλαδή, ένας πληθυσμός που είχε γίνει κυρίαρχος. Εξεγέρσεις γενίτσαρων σημειώθηκαν ακόμη τις χρονιές 1651, 1655, 1687, 1703, 1730, 1740, 1742, 1743 και 1783.
H παρακμή της αυτοκρατορίας ήταν εμφανής πλέον, ειδικά από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και τις πρώτες του 19ου. H αδυναμία του σουλτάνου, η αποσύνθεση του Οθωμανικού στρατού, μηδέ των γενιτσάρων εξαιρουμένων, η επιθυμία των κατοίκων για σωστότερη διοίκηση, όλα αυτά μαζί επέτρεψαν σε κυβερνήτες και ντόπιους γαιοκτήμονες να δημιουργούν ημιανεξάρτητες ηγεμονίες στις επαρχίες, συχνά με τη σύμπραξη των γενιτσάρων που δυσανασχετούσαν και εκείνοι από όλη αυτή την παρακμή. O Μωχάμετ Άλυ στην Αίγυπτο, ο Αλή Πασάς στην Ήπειρο, η οικογένεια Καραοσμάνογλου στη νοτιοδυτική Ανατολία και ο Πασβάνογλου στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της προϊούσας κατάρρευσης.
O Πασβάνογλου μάλιστα απείλησε να πολιορκήσει και την πρωτεύουσα. Το 1804, σημειώθηκε εξέγερση στη σερβία ενάντια στο βασίλειο του τρόμου που είχαν επιβάλει τα γενιτσαρικά στρατεύματα. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, είχε δημιουργηθεί το πρώτο ημιανεξάρτητο σερβικό κράτος με πρωτεύουσα το Βελιγράδι, που αναγνώριζε την επικυριαρχία του σουλτάνου και όρισε ακόμη και δικό του σύνταγμα. Όσο οι επαρχίες αποσκιρτούσαν η μία μετά την άλλη, κάτι που προφανώς είχε οικονομικές επιπτώσεις, καθώς μειώνονταν τα έσοδα και αυτά που έφταναν, έφταναν καθυστερημένα, τόσο αυξανόταν η επιθετικότητα των γενιτσάρων.
Έως το 1800, οι γενίτσαροι, οι άλλοτε προστάτες της Κωνσταντινούπολης, είχαν γίνει οι καταπιεστές της. Δύο με τρεις φορές την ημέρα, έβγαιναν από το Ετ Μεϊντάν ομάδες περιπολίας στην πόλη. Ήταν οπλισμένοι με βαριά ρόπαλα και σπαθιά, αλλά σπάνια αναγκάζονταν να τα χρησιμοποιήσουν: ο φόβος που έσπερναν, ήταν αρκετός για να αποσοβήσει την παραμικρή ενόχληση. O Γουόλς περιέγραψε πως οι άνθρωποι σκορπίζονταν, μόλις τους έβλεπαν να πλησιάζουν. Οι γενίτσαροι της περιπόλου έφεραν τα όργανα της τιμωρίας, το φελέκε και το φάλαγγα, και τα χρησιμοποιούσαν για να αποδίδουν... δικαιοσύνη. Το φελέκε έμοιαζε με μεγάλο τόξο ελαφρά τεντωμένο. H χορδή δενόταν γύρω από τα γυμνά πόδια του θύματος κι έσφιγγε σαν βρόχος.
O πόνος ήταν αφόρητος, αλλά ο πραγματικός σκοπός του ήταν να ακινητοποιεί τον ένοχο, ενώ ένας γενίτσαρος τον χτυπούσε στις πατούσες με μία βαριά σανίδα, το φάλαγγα. Αυτή η τιμωρία ήταν πολύ συνηθισμένη και για τα πιο ασήμαντα παραπτώματα: μία γενναία δωροδοκία ήταν το μοναδικό μέσο για να αποφύγει κάποιος τον πόνο και τον εξευτελισμό. Όσοι μπορούσαν να πληρώσουν, ήταν σχετικά ασφαλείς. Όλοι οι Ευρωπαίοι πρεσβευτές προσλάμβαναν γενίτσαρους σωματοφύλακες, όπως και κάθε πλούσιος Κωνσταντινουπολίτης που μπορούσε να καλύψει τους μισθούς και τα μπαξίσια (φιλοδωρήματά) τους. Οι γενίτσαροι επίσης ήταν, όπως προαναφέραμε, υπεύθυνοι για την κατάσβεση των πυρκαγιών.
Κάτι που μέσα στην υπερβολικά πυκνοκατοικημένη πρωτεύουσα σήμαινε συνήθως τη δημιουργία μίας ζώνης πυρόσβεσης, γκρεμίζοντας τα ξύλινα σπίτια που βρίσκονταν γύρω από την εστία. Αυτό αποτελούσε άλλο ένα πεδίο παράνομου κέρδους, αφού πολλοί οικογενειάρχες πλήρωναν ακριβά για να μείνουν ανέπαφα τα σπίτια τους. Ήταν πασίγνωστο ότι σε ήσυχες περιόδους οι γενίτσαροι έβαζαν οι ίδιοι φωτιά, εκτός αν οι ιδιοκτήτες πλήρωναν "προστασία". Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στη διάρκεια της βασιλείας του Αμπντούλ Χαμίτ του A' (1774 - 1789) σημειώθηκαν περισσότερες από 140 πυρκαγιές. Το Φεβρουάριο του 1807, επτά Βρετανικά πολεμικά πλοία αγκυροβόλησαν σε απόσταση βολής πυροβόλου από το παλάτι.
Ήταν η πρώτη ξένη δύναμη που έφθανε μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ξέσπασαν ταραχές στην Κωνσταντινούπολη και επήλθε χάος. Άλλοι ήταν φιλοδυτικοί και δρούσαν υπέρ των δυτικών δυνάμεων και άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και οι γενίτσαροι, τάχθηκαν υπέρ της φατρίας της Βαλιντέ Σουλτάν. Λίγο αργότερα, όμως, τον Μάιο του 1807, βλέποντας το σουλτάνο να λουφάζει στο παλάτι και με σχεδόν σίγουρο το φιλοδυτικό προσανατολισμό του, προσχώρησαν στους στασιαστές, διακήρυξαν ότι ο σουλτάνος είχε συνεταιριστεί με απίστους και ότι απαξίωνε τους στρατιώτες του και τους ουλεμάδες. Μία μέρα αργότερα, στις 29 Μαΐου, ο σουλτάνος παραιτήθηκε υπέρ του αδελφού του, Μουσταφά Δ'.
O Wheatcroft περιγράφει ως εξής την εξέγερση των γενιτσάρων το 1807: ''Νωρίς το πρωί της 25ης Μαΐου 1807, ο Ραΐφ Μαχμούτ Πασάς, διοικητής των οχυρών που δέσποζαν στη θάλασσα του Μαρμαρά, ξεκίνησε με το στολίσκο του για το κάστρο Ρούμελι Χισάρ, για να πληρώσει στους γιαμάκα τους μισθούς τους, που καταβάλλονταν κάθε τρίμηνο. Νωρίτερα τον ίδιο μήνα, είχε κυκλοφορήσει ένα διάταγμα που όριζε ότι οι γιαμάκα, αρχικά κυρίως Αλβανοί και Κιρκάσιοι μισθοφόροι, θα συγχωνεύονταν στο μέλλον με το στρατό της Νέας Τάξης και δεν θα συνδέονταν πια με το σώμα των γενιτσάρων. Ήδη είχαν σταλεί αξιωματικοί στα οχυρά κι έμπειροι εκπαιδευτές τους ασκούσαν στην πειθαρχία, ενώ 3.000 στολές ράφτηκαν βιαστικά στο Σκούταρι.
O Ραΐφ Μαχμούτ συνοδευόταν όχι από γενίτσαρους, αλλά από μία μονάδα των Εκπαιδευμένων Στρατιωτών, που ήταν εντυπωσιακοί με τις καινούργιες γαλάζιες στολές τους. Αφού μοιράστηκαν τα χρήματα, με ένα σινιάλο από τον Ραΐφ Μαχμούτ, ο διοικητής της μικρής φρουράς του, Χαλίλ Αγάς, μίλησε στους συγκεντρωμένους μπροστά του σκυθρωπούς άντρες. Τους παρότρυνε να τον ακολουθήσουν στις τάξεις των Εκπαιδευμένων Στρατιωτών. Οι γιαμάκα με την κραυγή "αποστάτη", όρμησαν πάνω του και, όπως περιγράφουν χρονικά της εποχής, "τον έκαναν κομμάτια".
O πασάς και το μεγαλύτερο μέρος της φρουράς του ξέφυγαν στα σκάφη τους και προχώρησαν κωπηλατώντας με ταχύτητα κατά μήκος της ακτής, με την ελπίδα να κρυφτούν μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Σύντομα, όλα τα οχυρά είχαν πέσει στα χέρια των στασιαστών. Τις νυχτερινές ώρες, τα άλλα σώματα που θεωρητικά ήταν πιστά στο σουλτάνο -οι βομβιστές και οι άντρες του πυροβολικού- ενώθηκαν με τους στασιαστές. Από το χάραμα της 28ης Μαΐου, ένας στόλος από μικρά πλοία διέσχιζε επανειλημμένα τον Κεράτιο Κόλπο, μεταφέροντας βαριά οπλισμένους βοηθητικούς και πυροβολητές. Οι πύλες ήταν ανοιχτές χάρη στους γενίτσαρους της φρουράς κι οι στασιαστές κατέκλυσαν τη συνοικία των γενίτσαρων, προχωρώντας όλοι μαζί προς το Ετ Μεϊντάν.
Στο μεταξύ, οι Εκπαιδευμένοι Στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί στους στρατώνες τους κι ετοιμάζονταν να προελάσουν κατά της πόλης με εντολή του σουλτάνου. Αντί γι' αυτό, έλαβαν ένα διάταγμα που τους ανακοίνωνε την άμεση αποστράτευσή τους. Χωρίς την απειλή μίας δυναμικής απάντησης, οι στασιαστές αποθρασύνθηκαν: τώρα απαιτούσαν να σταλούν οι ηγέτες της μεταρρύθμισης στο Ετ Μεϊντάν για να λογοδοτήσουν για τα εγκλήματά τους εναντίον του Ισλάμ. Μετά τις προσευχές της Παρασκευής, οι γενίτσαροι συγκεντρώθηκαν στο Ετ Μεϊντάν για να ακούσουν έναν φλογερό λόγο από τον αρχηγό των γιαμάκα: "Μέχρι να πέσει ο Σελίμ από το θρόνο", βροντοφώναξε, "το Ισλάμ δεν είναι ασφαλές".
Έτσι ο μόνος τρόπος να ξεριζωθεί οριστικά το κακό, ήταν να εκθρονιστεί ο σουλτάνος. Το απόγευμα, ο ανώτατος θρησκευτικός αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Σεΐχ ουλ-ισλάμ Ατταουλάχ Εφέντι, μυστικός υποκινητής της στάσης των βοηθητικών, διάβασε το φετβά του στους συγκεντρωμένους γενίτσαρους. O Σελίμ, δήλωνε, δεν ήταν αληθινός σουλτάνος κι έπρεπε να εκθρονιστεί ως ένοχος για κακή διοίκηση και καταπάτηση της παράδοσης και της θρησκείας. Στο μεταξύ, το πλήθος καλούσε τον "Σουλτάν Μουσταφά" -ξάδελφο του Σελίμ, που ήταν μέσα στο παλάτι - να αντικαταστήσει τον άπιστο σουλτάνο''.
H τελευταία πράξη αυτού του δράματος παίχτηκε έναν χρόνο αργότερα. H σύντομη βασιλεία του Μουσταφά Δ' ήταν άδοξη και η διακοπή των μεταρρυθμίσεων δεν επανέφερε ως διά μαγείας τη ρώμη και την καλοτυχία της Αυτοκρατορίας. Νέος σουλτάνος ανακηρύχθηκε ο Μαχμούτ B', σε ηλικία μόλις 23 ετών. Θεωρούνταν ως άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό και γνώστης της πραγματικότητας, καθώς ο Σελίμ τον κρατούσε ενήμερο σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις αλλά και τις πολιτικές και διπλωματικές υποθέσεις. Το 1808, είχε ελάχιστα μέσα στα χέρια του. Για ένα διάστημα, οι μεταρρυθμιστές υπερίσχυσαν ξανά. Διορισμένος μεγάλος βεζίρης, ο Μπαϊρακτάρ Μουσταφά Πασάς ανασυγκρότησε το στρατό της Νέας Τάξης, τον οποίο μετονόμασε σε νέους Σεϊμέν.
Οι σεϊμέν, Κύριοι των Λαγωνικών, ήταν ένα από τα παραδοσιακά σώματα που συνδεόταν με τους γενίτσαρους. Τη νύχτα της 14ης Νοεμβρίου 1808, τελευταία ημέρα της νηστείας του Ραμαζανιού, οι σεϊμέν εμφανίστηκαν στους εορτασμούς, που κατά παράδοση σηματοδοτούσαν το τέλος των ημερών της νηστείας. Οι γενίτσαροι επαναστάτησαν, θεωρώντας ότι απειλούνταν να καταργηθούν από το νέο σώμα. Επιτέθηκαν στο κτήριο του μεγάλου βεζίρη και το ανατίναξαν. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί και ο βεζίρης με τους φρουρούς του, αλλά και πολλοί γενίτσαροι. H σορός του Μπαϊρακτάρ Μουσταφά Πασά ανακαλύφθηκε και αφού μεταφέρθηκε στο Ετ Μεϊντάν, ανασκολοπίστηκε στο κέντρο του πεδίου παρελάσεων.
O σουλτάνος διατηρούσε ακόμη τις γραμμές επικοινωνίας του προς τη θάλασσα μέσω των παράκτιων πυλών του παλατιού κι έστειλε μήνυμα στα Οθωμανικά πολεμικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στον Κεράτιο κόλπο να βομβαρδίσουν τους γενίτσαρους, που συνωστίζονταν γύρω από το παλάτι, κι έπειτα τους στρατώνες τους. Πολύ σύντομα, ολόκληρη η πόλη λουζόταν στο φως της φωτιάς που κατέκαιγε αμέτρητα κτήρια, αλλά, αφού οι πυροσβέστες (όλοι οι γενίτσαροι) ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά τις πύλες του παλατιού, οι πυρκαγιές μαίνονταν ανεξέλεγκτες. H πιο δημοφιλής συνοικία της Κωνσταντινούπολης είχε καλυφθεί από μία λαίλαπα φωτιάς.
Οι κραυγές, τα ουρλιαχτά γυναικών, γέρων και παιδιών δεν τράβηξαν την προσοχή κανενός ούτε προκάλεσαν οίκτο. Μάταια ύψωναν τα χέρια τους, ικετεύοντας για δοκάρια ή σανίδες για να ξεφύγουν από τις ταράτσες των φλεγόμενων σπιτιών. Τους έβλεπαν με αδιαφορία να πέφτουν και να εξαφανίζονται μέσα στις φλόγες. Οι γενίτσαροι ήταν τώρα σε κατάσταση εκστατικής μανίας ενάντια σε όσους βρίσκονταν μέσα στα τείχη, τους οποίους καταδίκασαν χωρίς καμία εξαίρεση σε θάνατο. Ήταν η ίδια φρενίτιδα που είχαν αντιμετωπίσει τόσες φορές στο παρελθόν οι Χριστιανοί, αλλά που τώρα έπληττε τον ίδιο τον Οίκο του Οσμάν. O ουλεμά προσπάθησε να μεσολαβήσει, κάνοντας έκκληση στην υποταγή των γενιτσάρων στην Πίστη.
Τελικά, μετά από δύο ημέρες κλιμάκωσης των μαχών, συνήφθη συμφωνία. Οι γενίτσαροι θα έλυναν την πολιορκία τους κι οι σεϊμέν, αφού πετούσαν τα όπλα τους κι έβγαζαν τις μισητές στολές τους, θα μπορούσαν να διασχίσουν την πόλη προς το Λεβέντ Τσιφλίκ, όπου θα αποστρατεύονταν. Σε αντάλλαγμα, ο σουλτάνος θα έδινε αμνηστία στους γενίτσαρους και δεν θα μιλούσε ξανά πια για μεταρρυθμιστικά σχέδια. Το πρωί της 18ης Νοεμβρίου 1808, οι μεγάλες πύλες του παλατιού άνοιξαν και μία μακριά φάλαγγα σεϊμέν βγήκε από τα τείχη. Ξαφνικά, οι γενίτσαροι τους περικύκλωσαν και, σε ένα λουτρό αίματος, οι περισσότεροι από τους σεϊμέν λιντσαρίστηκαν σε μικρή απόσταση από τα τείχη του παλατιού.
Τα κεφάλια κόπηκαν από τα ακρωτηριασμένα σώματα και στοιβάχτηκαν έξω από την πύλη του παλατιού, ως σαρκαστική πρόκληση και προειδοποίηση προς το σουλτάνο. H απάντηση του σουλτάνου ήταν να αγνοήσει το σαρκασμό τους και να στηρίξει την ειρήνη. Άλλωστε, ο ίδιος δεν είχε παραχωρήσει τίποτε, παρά μόνο με την εγγύηση της Ουλεμά, του Μουσουλμανικού θεολογικού κατεστημένου, είχε δε υπερασπιστεί το Ισλάμ μέσα στις απαραβίαστες πύλες του παλατιού του. Το 1811, μία συμμορία γενιτσάρων επιτέθηκε σ' έναν ηλικιωμένο ιμάμη και το οτζάκ κάλυψε τους ενόχους, όταν οι θρησκευτικές αρχές απαίτησαν παραδειγματική τιμωρία.
Στα επόμενα χρόνια, γίνονταν τακτικά συμπλοκές στους δρόμους ανάμεσα σε γενίτσαρους και σοφτά (φοιτητές της θεολογίας), που συνδέονταν με τα Αυτοκρατορικά τζαμιά. Οι φοιτητές εκτελούνταν έπειτα με διαταγή του διοικητή των γενιτσάρων, ενώ οι στρατιώτες έμεναν ατιμώρητοι. Τα συντάγματα είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Το οτζάκ διοικούνταν από τον αγά των γενιτσάρων (γενιτσάρ αγασί) -έναν από τους μεγαλύτερους αξιωματούχους του κράτους, που διοριζόταν άμεσα από το σουλτάνο ή το μεγάλο βεζίρη- αλλά οι διαταγές του απλώς αγνοούνταν. Κανείς από τους άλλους ανώτερους αξιωματικούς που έφεραν τους βαρύγδουπους τίτλους, όπως Κύριος των Λαγωνικών, Κύριος των Κυνηγόσκυλων της Αρκούδας, Κύριος των Πελαργών, δεν είχε καλύτερη τύχη.
Μόνο ο καϊμακάμης (υπασπιστής), που εκλεγόταν από τους ίδιους τους γενίτσαρους κι ενεργούσε ως εκπρόσωπός τους, ήξερε πώς να χειρίζεται τους δύσκολους κι επικίνδυνους άντρες του. Οι υπαξιωματικοί διορίζονταν από τις τάξεις των γενιτσάρων με βάση την αρχαιότητα -ακόμη κι οι συνταγματάρχες ταυτίζονταν πιο εύκολα με τους άντρες τους παρά με τους ανωτέρους τους. Πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί υπηρέτησαν για ελάχιστο χρονικό διάστημα: στη διάρκεια της βασιλείας του Μαχμούτ του B', οι περισσότεροι αγάδες των γενιτσάρων έμειναν στο πόστο τους μόλις μερικούς μήνες, αφού, ο ένας μετά τον άλλο, αποτύγχαναν να τιθασεύσουν τους άντρες τους. Άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί είχαν αγοράσει το βαθμό τους, κάτι που επιτρεπόταν από το 1740 και μετά.
Το μόνο που τους ενδιέφερε, ήταν τα κέρδη που μπορούσαν να αποκομίσουν από την "επένδυσή" τους. Άλλωστε, υπήρχαν απίστευτα περιθώρια διαφθοράς. O αγάς και οι ανώτεροι αξιωματικοί του εισέπρατταν ένα ποσοστό του μισθού και των επιχορηγήσεων για ολόκληρο το οτζάκ. Δώρα και δωροδοκίες εισέρρεαν σε κάθε βαθμό. Οι συνταγματάρχες ειδικά ήταν βαθιά αναμεμειγμένοι στις αμέτρητες απάτες που γίνονταν με τους καταλόγους μισθοδοσίας. Πρόσθεταν ονόματα ανύπαρκτων νεοσυλλέκτων ή "ξεχνούσαν" να αναφέρουν το θάνατο παλιών γενιτσάρων. Οι περιουσίες των νεκρών γενιτσάρων κατάσχονταν, εκτός αν οι οικογένειές τους δέχονταν να μοιράζονται τις αποδοχές τους.
Οι συνταγματάρχες ήταν υπεύθυνοι για τις προμήθειες σε ρύζι, βούτυρο και λαχανικά στους άντρες τους κι έκλειναν αμέτρητες προσοδοφόρες συμφωνίες με τους αξιωματικούς της επιμελητείας και τους εμπόρους της πόλης, πάντα σε βάρος του θησαυροφυλακίου του σουλτάνου. Τα συντάγματα, πάντως, μεριμνούσαν για τους δικούς τους. στις χήρες και στις οικογένειες των πιστών στρατιωτών καταβάλλονταν συντάξεις, ενώ τα παιδιά των γενιτσάρων που δεν κατατάσσονταν στο οτζάκ, πήγαιναν ως μαθητευόμενοι τεχνίτες. Ακόμη, έβρισκαν συζύγους στα κορίτσια και όριζαν αργομισθίες στους ανάπηρους βετεράνους, εξασφαλίζοντάς τους ένα μικρό εισόδημα.
Οι σύγχρονοί τους κατηγορούσαν τους γενίτσαρους ότι ήταν δειλοί, φανφαρόνοι και αχρείοι. H κατάσταση ήταν παράλογη: οι στρατιώτες απλώς αρνούνταν ν' ανταποκριθούν στην πρόσκληση στα όπλα και το οθωμανικό κράτος κατέφευγε σε μισθοφόρους, αφού οι δικοί του καλοπληρωμένοι μόνιμοι αρνούνταν να βγουν από τους στρατώνες τους. σε περίοδο πολέμου, ο σουλτάνος έπρεπε να παρακαλεί για την υποστήριξη των επαρχιακών πασάδων (κυβερνητών), που στρατολογούσαν και εξόπλιζαν το δικό τους στρατό. Το ίδιο έκαναν και οι ισχυροί τοπικοί μεγιστάνες ντερέ-μπεϊ -κατά λέξη "αφέντες των κοιλάδων"- αλλά με πολύ μεγάλο αντάλλαγμα.
H δύναμη των τοπικών ηγεμόνων μεγάλωνε όσο παρήκμαζε η εξουσία της κεντρικής εξουσίας. Αξιωματούχοι όπως ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, απλούστατα αγνοούσαν κάθε κυβερνητικό διάταγμα που δεν ενέκριναν οι ίδιοι. Έτσι, μέχρι να καταφέρει ο σουλτάνος να ηγηθεί ενός στρατεύματος που θα πολεμούσε πρόθυμα ενάντια σε όλους του εχθρούς του, εσωτερικούς και εξωτερικούς, ήταν καταδικασμένος στην ανικανότητα. Κάθε προσπάθεια να δημιουργήσει στρατό πρόθυμο να πολεμήσει, προσέκρουε στην πεισματική αντίσταση των γενιτσάρων. Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι σουλτάνοι και οι μεγάλοι βεζίρηδες πάσχιζαν να πείσουν τους γενίτσαρους ότι η φύση του πολέμου είχε αλλάξει.
Τους παρείχαν όπλα εξίσου καλά με εκείνα των Ευρωπαίων αντιπάλων τους και εκπαιδευτές να τους διδάξουν τη χρήση τους. Τους διέταζαν να υιοθετήσουν τη χρήση της ξιφολόγχης, που είχε αποδειχτεί τόσο καταστροφική στα χέρια των Ρώσων και των Αυστριακών. Οι γενίτσαροι δέχονταν τις δωροδοκίες και τα καλοπιάσματα, αλλά αρνούνταν να χρησιμοποιήσουν τα καινούργια, "άπιστα" όπλα. H άρνησή τους είχε μία πολύ απλή ερμηνεία: καλύτερα όπλα σήμαινε ότι έπρεπε να πολεμήσουν, ενώ εκείνοι δεν είχαν καμία πρόθεση να πεθάνουν στο πεδίο της μάχης.
Η ΑΝΑΜΙΞΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥΣ
Η ανοικτή παρέμβαση των γενιτσάρων στην πολιτική είχε εκδηλωθεί από τις αρχές ακόμα του 17ου αιώνα. Πρώτο θύμα της οργής τους υπήρξε ο σουλτάνος Οσμάν Β', που παρέμεινε στον θρόνο από το 1618 ως το 1622 -ένας νεαρός ηγεμόνας ο οποίος είχε την ατυχή έμπνευση να θελήσει να αποκαταστήσει την ισχύ του αξιώματος του σουλτάνου πάνω στους απείθαρχους σκλάβους. Η πρόθεση του 16χρονου Οσμάν να λογαριαστεί με τους γενίτσαρους αποκρυσταλλώθηκε το 1621, έπειτα από μία βαριά ήττα που υπέστη ο στρατός του από τους Πολωνούς στο Χοτίν και την οποία απέδωσε στη μειωμένη μαχητική ικανότητα των γενιτσάρων.
Σε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό οι γενίτσαροι, αφού συνέλαβαν και έκλεισαν τον σουλτάνο στο κάστρο Γεντικουλέ (την Οθωμανική "Βαστίλλη"), έσυραν κυριολεκτικά μέχρι τον θρόνο τον τρελό αδελφό του Οσμάν, Μουσταφά, που κρυβόταν μαζί με δύο έμπιστες μαύρες δούλες του σε ένα κελάρι επί τρεις μέρες χωρίς φαγητό και νερό, φοβούμενος για τη ζωή του. Βγάζοντας άναρθρες κραυγές ο τρεμάμενος Μουσταφά (τον οποίο οι γενίτσαροι είχαν καθαιρέσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα για να ανεβάσουν στον θρόνο τον Οσμάν) αποδέχθηκε για μία ακόμη φορά τον τίτλο του σουλτάνου, τον οποίο και κράτησε για λιγότερο από δύο χρόνια.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα η παρακμή και το θράσος των γενιτσάρων αυξήθηκαν, ουσιαστικά δε οι ίδιοι έπαψαν να αποτελούν αξιόλογη στρατιωτική δύναμη, όπως καταδεικνύει και η ακόλουθη αναφορά που συνέταξε ένας Βρετανός διπλωμάτης προς το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του έπειτα από μία επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη: «Την Πέμπτη παρακολουθήσαμε μία παρέλαση των γενιτσάρων στην οποία συμμετείχε σχεδόν το σύνολό τους -από παιδιά 8 χρόνων μέχρι γέροι άνω των 70. Η εμφάνισή τους ήταν πολύ κακή, πολλοί ήταν ρακένδυτοι, με κακοσυντηρημένα όπλα που ανήκαν σε πανσπερμία τύπων και διαμετρημάτων, μερικοί έφεραν ξίφη και πιστόλια και άλλοι όχι.
Οι ηλικιωμένοι άνδρες ήταν εξασθενημένοι και πολλοί από τους νεώτερους ασθενείς και καχεκτικοί». Οι παρηκμασμένοι γενίτσαροι, ωστόσο, είχαν ακόμα αρκετή δύναμη ώστε να μπορούν να αποτρέπουν τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις τις οποίες επιχειρούσαν κατά καιρούς ορισμένοι ικανοί σουλτάνοι, όπως ο Σελίμ Γ', τον οποίο εκθρόνισαν το 1807 και δολοφόνησαν το επόμενο έτος. Σύμφωνα με το εύστοχο σχόλιο του λόρδου Στράτφορντ ντε Ρέντκλιφ, ενός άλλου Βρετανού διπλωμάτη που έζησε αρκετά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, οι γενίτσαροι είχαν γίνει κύριοι της κυβέρνησης, σφαγείς των κυβερνητών τους και πηγή δεινών για όλους εκτός από τους εξωτερικούς εχθρούς της χώρας.
Η τιμωρία ήλθε τελικά για τους γενίτσαρους με τη μορφή του σουλτάνου Μαχμούτ Β', ο οποίος ως νεαρός Οθωμανός πρίγκηπας είχε αποφύγει τη θανάτωση από τα χέρια τους κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος κατά του Σελίμ. Η μητέρα του, η περίφημη «Γαλλίδα Σουλτάνα», είχε τη φήμη καλλιεργημένης γυναίκας που τον ενθάρρυνε να μάθει τον δυτικό τρόπο σκέψης και να κρατά πάντα το πνεύμα του ανοικτό στις καινοτομίες. Ως ανταμοιβή ο Μαχμούτ της ανακοίνωσε όταν βρισκόταν στις τελευταίες ώρες της ζωής της ότι θα της επέτρεπε «να πεθάνει σύμφωνα με τη θρησκεία των προγόνων της», αφήνοντας να ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία προς τιμήν της από τον πατέρα Χρυσόστομο, τον ηγούμενο της μονής του Αγίου Αντωνίου στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης.
Αν και η ευρύτητα πνεύματος και η ευφυΐα του Μαχμούτ του έδωσαν αργότερα το προσωνύμιο «Ο Μεταρρυθμιστής», τα πραγματικά προσόντα που του επέτρεψαν να λύσει το σοβαρότερο πρόβλημα της χώρας και να απαλλαγεί από τους γενίτσαρους ήταν η πονηριά και η επιμονή. Από τη φύση του προσεκτικός, προχώρησε σε μία τομή η οποία δεν ήταν προϊόν παρόρμησης αλλά βαθιάς σκέψης και μακρόχρονης προετοιμασίας που κράτησε περισσότερα από 15 χρόνια. Μοιράζοντας με καλά υπολογισμένο τρόπο αμοιβές και αξιώματα σε επιφανείς γενίτσαρους κατάφερε να τους πάρει με το μέρος του (μεταξύ αυτών και τον αγά του Σώματος).
Ώστε να μην προβάλουν αντιδράσεις στον σχηματισμό ενός νέου και απόλυτα πιστού στον σουλτάνο στρατιωτικού σώματος εκπαιδευμένου κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, των εσκεντζί. Η δημιουργία αυτών των μονάδων απετέλεσε τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε αργότερα η διάλυση των γενιτσάρων, γεγονός που καλείτο αργότερα στην οθωμανική ιστορία με τον τίτλο «Αίσιο Περιστατικό». Τον Ιούνιο του 1826 και αφού είχε κερδίσει πρώτα την υποστήριξη, τη σιωπηρή συγκατάθεση ή την απλή ανοχή των κύριων θρησκευτικών και πολιτικών αρχών, ο Μαχμούτ εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο όριζε ότι 150 άνδρες από κάθε ορτά των γενιτσάρων όφειλαν να ενσωματωθούν στους εσκεντζί για λόγους αύξησης της αποτελεσματικότητας του στρατεύματος.
Στο διάταγμα δεν γινόταν βέβαια καμία αναφορά στην πρόθεση οριστικής διάλυσης του Σώματος των Γενιτσάρων. Ωστόσο, όπως ανέμενε ο πανούργος Μαχμούτ, οι γενίτσαροι πείσθηκαν. Στις 14 Ιουνίου αναποδογύρισαν τα σκεύη τους για τελευταία φορά σε ένδειξη δυσαρέσκειας και στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν κατά μάζες στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, ένα στάδιο το οποίο (κατά ειρωνεία της τύχης) είχε κατασκευάσει ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο αυτοκράτορας που είχε διαλύσει την Πραιτοριανή Φρουρά 1.500 χρόνια νωρίτερα.
Αφού φώναξαν αρκετά ζητώντας τον θάνατο του «άπιστου σουλτάνου» και δολοφόνησαν τέσσερις απεσταλμένους του Μαχμούτ οι οποίοι είχαν μεταβεί για να διαπραγματευτούν μαζί τους κρατώντας σημαία ανακωχής, οι μαινόμενοι γενίτσαροι με αυτοπεποίθηση βάδισαν προς το παλάτι, σίγουροι ότι θα έφθαναν σε νέα πολιτική επιτυχία. Οι καιροί όμως είχαν αλλάξει. Στην πύλη του παλατιού τους περίμενε ο ίδιος ο Μαχμούτ έφιππος, κρατώντας το τεράστιο πράσινο λάβαρο του προφήτη. Με σταθερή και αποφασιστική φωνή απηύθυνε έκκληση στα αισθήματα πίστης και φιλοπατρίας όλων των αληθινών Μουσουλμάνων.
Απευθύνθηκε ειδικότερα προς τον σκληροτράχηλο στρατηγό Καρά Τζεχενέμ (Μαύρη Κόλαση), που διοικούσε ένα ισχυρό απόσπασμα των εσκεντζί και του πυροβολικού. Η τελευταία έφοδος στη μακραίωνη ιστορία των γενιτσάρων αποκρούστηκε από μία θεριστική ομοβροντία των πιστών τακτικών στρατευμάτων, τα οποία την κρίσιμη στιγμή επέλεξαν να στηρίξουν τον σουλτάνο και όχι τους στασιαστές. Οι γενίτσαροι που επέζησαν απωθήθηκαν προς τον Ιππόδρομο, όπου τους πρόλαβε ένα άλλο τμήμα του Καρά Τζεχενέμ και τους προκάλεσε μερικές ακόμη εκατοντάδες απωλειών. Οι υπόλοιποι γενίτσαροι τράπηκαν σε άτακτη φυγή και οχυρώθηκαν στο στρατόπεδό τους, όπου υπολόγιζαν να προβάλουν σθεναρή αντίσταση.
Ο τακτικός Τουρκικός στρατός όμως περιέζωσε το στρατόπεδο με πυροβόλα και άνοιξε πυρ αδιακρίτως, μετατρέποντας τα ξύλινα καταλύματα των γενιτσάρων σε παρανάλωμα φωτιάς μέσα σε μισή ώρα. Οσοι προσπάθησαν να διαφύγουν από τον πύρινο κλοιό τυφεκίστηκαν ή θανατώθηκαν με τις ξιφολόγχες. Ο τραγικός επίλογος του Σώματος των Γενιτσάρων γράφηκε κάτω από τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, στη Δεξαμενή των Χιλίων Κιόνων, που είχε κατασκευαστεί επίσης επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Παγιδευμένη από τους αντιπάλους της μία μικρή ομάδα αποφασισμένων γενιτσάρων αγωνίστηκε μέχρις εσχάτων, μαχόμενη σώμα με σώμα έως ότου εξοντώθηκε.
Περίπου 6.000 γενίτσαροι σκοτώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη την ημέρα του «Αίσιου Περιστατικού». Μήνες αργότερα τα τυμπανισμένα πτώματά τους επέπλεαν ακόμη στα νερά του Βοσπόρου, σε τόσο μεγάλους αριθμούς ώστε σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις επί αρκετό διάστημα τα ψάρια στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν πλέον βρώσιμα. Ενώ το στρατόπεδο των γενιτσάρων κάπνιζε ακόμα μετά την καταστροφή του, ο σουλτάνος κήρυξε τη διάλυση του επίλεκτου Σώματος θέτοντας τέρμα σε μια ιστορία πέντε αιώνων. Τη σφαγή στην Κωνσταντινούπολη ακολούθησε μαζικός διωγμός των γενιτσάρων σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, με αρκετές χιλιάδες επιπλέον θύματα.
Φαινόταν ότι τίποτα από όσα θύμιζαν αυτό το Σώμα δεν θα απέφευγε τον αφανισμό, ούτε η στρατιωτική μουσική του. Τον επόμενο χρόνο ο σουλτάνος Μαχμούτ διέλυσε και τυπικά τους μεχτέρ και ανέθεσε σε έναν διπλωμάτη από τη Σαρδηνία, που έμενε στην Κωνσταντινούπολη, να οργανώσει μία νέα στρατιωτική μουσική εφοδιάζοντάς την με δυτικά μουσικά όργανα. Αυτή στο εξής θα έπαιζε μόνο Ευρωπαϊκά εμβατήρια. Πρώτος διευθυντής της ορίστηκε ο Τζουζέπε Ντονιτσέτι, αδελφός του διάσημου συνθέτη, ο οποίος μέσα σε έναν χρόνο είχε εκπαιδεύσει αρκετούς Τούρκους μουσικούς στους νέους ρυθμούς ώστε να στελεχώσει με αυτούς 50 μουσικές.
Οι γενίτσαροι έσβησαν άδοξα και τραγικά με την εκκαθάριση του 1826. Κατά μια άποψη συνήθως οι ηττημένοι της Ιστορίας είναι εκείνοι που παίρνουν μεταγενέστερα την εκδίκησή τους για περισσότερο χρόνο. Από το 1953 (500ή επέτειο της άλωσης της Πόλης) οι δρόμοι της παλαιάς πρωτεύουσας ηχούν κάθε χρόνο από τις μπάντες των νεώτερων μεχτέρ. Ντυμένοι με αυθεντικές στολές γενιτσάρων και φέροντας το «βάρβαρο και οργισμένο μουστάκι», που είχε προκαλέσει τόση εντύπωση στους Δυτικούς στην Αυλή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, άνδρες του σύγχρονου Τουρκικού Στρατού οι οποίοι ανήκουν σε μία ειδική μονάδα επιδείξεων πραγματοποιούν καθημερινά την αλλαγή φρουράς προς τέρψη των σημερινών Τούρκων αλλά και των τουριστών.
Ογδόντα χρόνια μετά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη φυγή του τελευταίου σουλτάνου οι νέοι "γενίτσαροι" στέκονται και πάλι ζωντανοί φρουροί, τονίζοντας ίσως πως ο ρόλος του Τουρκικού Στρατού σήμερα δεν διαφέρει πολύ από εκείνον των γενιτσάρων του παρελθόντος.
TO ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ
H Τελευταία Αναμέτρηση με τον Μαχμούτ B'
Οι γενίτσαροι πέρασαν όλα τα στάδια, από την απόλυτη ακμή στη θλιβερή παρακμή, ωστόσο το τέλος τους ήταν λιγότερο άδοξο απ' ό,τι θα περίμενε κάποιος, αφού έσβησαν τιμώντας τις παραδόσεις του σώματος στο οποίο ανήκαν: πολεμώντας. Το 1785 γεννήθηκε ο μοναδικός γιος του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ A', ο Μαχμούτ B', ο σουλτάνος κατά τη διάρκεια και της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Είχε τύχει καλύτερης παιδείας από τους περισσότερους πρίγκιπες, καθώς από το 1808 έως το 1809 διδασκόταν στο χαρέμι από τον καθαιρεμένο σουλτάνο, Σελίμ Γ'.
Τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του, το 1808, τον φρικιαστικότερο χρόνο στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης, όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στην εξέγερση των γενιτσάρων κατά της Υψηλής Πύλης, δολοφονήθηκε ο μεγάλος βεζίρης, ο Μουσταφά Μπαϊρακτάρ, κατ' άλλους αυτοπυρπολήθηκε για να αποφύγει την παράδοση και την ταπείνωσή του. H Κωνσταντινούπολη για εβδομάδες υπέφερε από τις πυρκαγιές και τις ταραχές των γενιτσάρων, οι οποίοι, αθετώντας τις συμφωνίες τους με το σουλτάνο, κατεδίωξαν και εκτελούσαν τα μέλη της διαλυμένης Νιζαμί Τζεντίντ, τους νέους σεϊμέν. O Μαχμούτ διέθετε την αρετή της υπομονής.
Στη δεκαετία που ακολούθησε από την εξέγερση στο παλάτι, προέβη σε ελάχιστες ενέργειες που θα προκαλούσαν τους γενίτσαρους. Όσοι είχαν στην κατοχή τους βιβλιάρια πληρωμής των γενιτσάρων αφέθηκαν στην ησυχία τους να εισπράττουν τις αμοιβές. Προσπάθησε να βελτιώσει την εκπαίδευση και την κοινωνική θέση των αντρών του πυροβολικού και του σώματος μεταγωγών, αυξάνοντας σταδιακά τον αριθμό τους από 6.000 σε 14.000 έως το 1826. H μέθοδός του ήταν πάντα να βρίσκει συμμάχους, παρά να δημιουργεί εχθρούς. Ένα άλλο πολύ σημαντικό πλεονέκτημά του ήταν ότι η έξωθεν εικόνα του, για την οποία ξένοι διπλωμάτες και ιεραπόστολοι που τον είχαν γνωρίσει, είχαν να πουν τα καλύτερα λόγια.
Μιλούν για "αέρα απερίγραπτου μεγαλείου" ή "μπροστά στη ματιά του αισθανόμουν όλη την ώρα περιδεής". Ένας Βρετανός στρατηγός τον περιγράφει ως αναμφίβολα ευπαρουσίαστο, με έξυπνα μαύρα μάτια, πολύ φαρδείς ώμους κι ευρύ ανοιχτό στήθος. "H γενειάδα του είναι μία από τις ωραιότερες και πιο μαύρες που έχω δει". Αντίθετα, την εποχή αυτή πλέον ο γενίτσαροι βρίσκονταν σε πλήρη παρακμή. Σε μια ακρόαση στο Τοπκαπί παλάτι, το 1810, ο Τζων Καμ Χομπχάουζ, Βρετανός αξιωματούχος, παρατήρησε πως οι γενίτσαροι ήταν "από εμφάνιση τα τελευταία κατακάθια της πόλης". O Μαχμούτ, επίσης, θεωρείται ότι δεν ήταν μοιρολάτρης, όπως οι περισσότεροι από τους προκατόχους του.
Έλεγε πως, αν και τα πάντα τελικά ήταν στα χέρια του Θεού, ο Θεός είχε κάνει τα πάντα να εξαρτώνται απ' την ανθρώπινη προσπάθεια. Διακρινόταν από μια ανάγκη για δράση του τύπου "εδώ και τώρα". O πιο ισχυρός υπήκοός του ήταν ο Μωχάμετ Άλυ (γεννημένος στην Καβάλα και μέλος του τάγματος των μπεκτασήδων), κυβερνήτης της Αιγύπτου από το 1805, ο οποίος είχε στα χέρια του την ανώτερη εξουσία και τον πλούτο της Αιγύπτου, αφού κατέστρεψε τους Μαμελούκους (Αιγύπτιοι αντίστοιχοι των γενιτσάρων). Το 1818 O Μαχμούτ τον χρησιμοποίησε για να συντρίψει τους αντικαθεστωτικούς Βαχαμπί της Αραβίας. Πράγματι η Μέκκα επέστρεψε υπό την κυριαρχία του το 1813.
Το 1818, οι ανυπότακτοι σεΐχηδες των βαχαμπί περιφέρθηκαν σε πομπή στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια εκτελέστηκαν και τα κεφάλια τους εκτέθηκαν στην πρώτη αυλή του παλατιού. Βέβαια, θεωρείται από τους ιστορικούς που έχουν μελετήσει τον βίο και την πολιτεία του ότι χρησιμοποίησε την τρομοκρατία ως μέσο διακυβέρνησης πιο πολύ απ' τους περισσότερους προκατόχους του. Για παράδειγμα, εκτέλεσε με πνιγμό στο Βόσπορο περίπου 200 γυναίκες του χαρεμιού για να αποτραπεί η γέννηση κάποιου γιου του Μουσταφά Δ', αντίπαλου της δυναστείας του, διότι φοβόταν ότι οι γενίτσαροι θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν εναντίον του.
Κατά συνέπεια οι θηριωδίες του κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 εναντίον του Πατριάρχη Γρηγορίου του E' και άλλων Ελλήνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν μεμονωμένες εκρήξεις βίας και επιθετικότητας εναντίον των Ελλήνων, όπως συνήθως παρουσιάζεται, αλλά αποτελούσε πάγια τακτική του η χρήση αλόγιστης και απάνθρωπης βίας. Το 1814, θυροκολλήθηκε στην πύλη του παλατιού από τους γενίτσαρους ένα χαρτί άκρως προσβλητικό για το σουλτάνο. Τον παρουσίαζε σαν σκυλί που το οδηγούσε ένας γενίτσαρος: "Βλέπετε πώς χρησιμοποιούμε τα σκυλιά μας, όσο καιρό μας είναι χρήσιμα κι ανέχονται να τα οδηγούμε, τους φερόμαστε καλά, όταν όμως οι υπηρεσίες τους πάψουν να μας είναι χρήσιμες, τα ξαμολάμε στους δρόμους".
Έναν χρόνο αργότερα, απείλησαν να κάψουν την πόλη. H Κωνσταντινούπολη, η πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια της Οθωμανικής, παρουσίαζε τέτοια εικόνα αναρχίας και εγκληματικότητας, που χαρακτηριζόταν από τους ίδιους τους Οθωμανούς αξιωματούχους "περίγελως της Ευρώπης". Την τελική αναμέτρηση του Μαχμούτ με τους γενίτσαρους ανέβαλε η επανάσταση του 1821, όπου και εκεί φάνηκαν οι ελλείψεις και οι φτωχές επιδόσεις των γενιτσάρων έναντι των εξεγερμένων Ελλήνων. O Μαχμούτ έχει εύστοχα παρουσιαστεί ως τυφλοπόντικας που δουλεύει μέσα στη σιωπή και στο σκοτάδι ή ως σκορπιός που κρύβει το κεντρί του έως την κατάλληλη στιγμή.
Είχε ήδη αρχίσει από αυτή την περίοδο να απομακρύνει τους πιο επικίνδυνους γενίτσαρους κι έβαλε κατασκόπους του στις ταβέρνες - κρασοπουλειά και στα καφενεία τους για να ελέγχει και την παραμικρή κίνησή τους. Το 1822 ο σουλτάνος άρχισε να αποκόπτεται από το παρελθόν και να εμφανίζει τις αληθινές προθέσεις του. Καθαίρεσε το μεγάλο βεζίρη που τον υπηρετούσε χρόνια, τον Χαλέτ Εφέντι, που ήταν ένας από τους πιο σταθερούς αντίπαλους της μεταρρύθμισης. Ωστόσο, ακόμα και καθαιρεθείς ο Χαλέτ ήταν επικίνδυνος. Ήταν πολύ ισχυρός και πολύ καλά δικτυωμένος για να μείνει ζωντανός. Λίγες ημέρες αργότερα το κεφάλι του εκτέθηκε πάνω από μία μαρμάρινη στήλη στην εξωτερική αυλή του παλατιού.
O Μαχμούτ έδινε μεγάλη σημασία στο να εμφανίζει την εικόνα ενός ευσεβούς πιστού, παραχωρώντας υποτροφίες, χτίζοντας τζαμιά και πληρώνοντας για την έκδοση ιερών έργων. Με αργά και μεθοδικά βήματα έσπασε τον ιστορικό δεσμό ανάμεσα στους γενίτσαρους και στον κλήρο, που τους είχε κατ' επανάληψη βοηθήσει σε πράξεις κατάχρησης εξουσίας. Στο μεταξύ συσσώρευσε σιγά-σιγά δυτικά όπλα και εφόδια, που φυλάσσονταν με μεγάλη μυστικότητα στο παλάτι. Αναμφίβολα ο Μαχμούτ είχε καταστρώσει ένα σχέδιο όχι για να εκσυγχρονίσει τους γενίτσαρους, αλλά για να τους εξαλείψει ολοκληρωτικά.
H επιτυχία που σημείωσε ο Μωχάμετ Άλυ μετά την εξολόθρευση των Μαμελούκων ήταν διαρκώς στο μυαλό του, μολονότι οι γενίτσαροι ήταν πολύ οξυδερκείς για να πέσουν στην ίδια παγίδα που είχαν πέσει οι Μαμελούκοι. Από το 1811, μάλιστα, που οι θρίαμβοι των Αιγυπτιακών στρατευμάτων άρχισαν να βελτιώνουν την Οθωμανική και Ισλαμική εικόνα στο διεθνές προσκήνιο, η δημιουργία ενός σύγχρονου στρατού από τον Μαχμούτ ήταν απλώς θέμα χρόνου. Το 1825 και το 1826, η Κωνσταντινούπολη βούιζε από ειδήσεις για την επιτυχία του Αιγυπτιακού στρατού που είχε καλέσει ο σουλτάνος για να επιβάλει την τάξη στις επαναστατημένες Ελληνικές επαρχίες.
Χρόνια ολόκληρα αποτυχίας των γενιτσάρων ακολουθούνταν από μια σειρά επιτυχιών από τους επιδέξιους και πειθαρχημένους Αιγυπτίους. Αυτοί οι στρατιώτες εμφανίζονταν ως πολεμιστές του Ισλάμ, που κατανικούσαν τις "μοχθηρές δυνάμεις της Χριστιανοσύνης". Ιστορίες για Ελληνικές αγριότητες κυκλοφορούσαν για άλλη μία φορά στην πρωτεύουσα και πρόσφυγες από το Μοριά εξέφραζαν ανοιχτά τον τρόμο τους. Το 1821, στη Μάνη, 15.000 Μουσουλμάνοι χωρικοί σφαγιάστηκαν και 40.000 κατέφυγαν στις πόλεις και στα οχυρά που ήταν ακόμα στα χέρια Οθωμανών. Ελάχιστα απ' αυτά τα γεγονότα μαθεύτηκαν στη Δύση, ενώ έγινε πολύ περισσότερος θόρυβος για τις Οθωμανικές βαρβαρότητες.
O Μαχμούτ εκτέλεσε διαπρεπείς Έλληνες που ζούσαν στην πρωτεύουσα και κρέμασε τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον E' από τις πύλες του πατριαρχείου, την Κυριακή του Πάσχα, απορρίπτοντας όλες τις εκκλήσεις των Ελλήνων για ταφή της σορού. Αντίθετα, διέταξε λίγες μέρες αργότερα να πετάξουν το σκήνωμα του Πατριάρχη στη θάλασσα του Βοσπόρου. Στις 23 Απριλίου 1826, μετά από πολιορκία ενός έτους, έπεσε το ηρωικό Μεσολόγγι από τους Αιγυπτίους, υπό την ηγεσία του Ιμπραήμ Πασά, που επανέκτησε παράλληλα την Κρήτη και το Μοριά. Με αυτό το θρίαμβο των Μουσουλμάνων να δελεάζει το λαό, ο Μαχμούτ αποκάλυψε τελικά το σχέδιό του, να δημιουργήσει έναν σύγχρονο στρατό, όχι στη βάση κάποιου δυτικού προτύπου αλλά του Αιγυπτιακού.
Οι προτάσεις διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της Οθωμανικής ορθοδοξίας. Οι στρατιώτες θα λέγονταν εσκεντζήδες, που ήταν απλώς το παραδοσιακό όνομα που έφεραν οι γενίτσαροι όσο ήταν σ' ενεργό υπηρεσία. Κι αυτοί δεν θα ήταν νεαροί χωρικοί από την Ανατολία, ξένοι μισθοφόροι ή αλήτες από τους δρόμους, όπως οι εκπαιδευμένοι στρατιώτες ή οι σεϊμέν, αλλά επίλεκτοι γενίτσαροι που θα διαλέγονταν από κάθε σύνταγμα της πρωτεύουσας. O καδής (διορισμένος από το σουλτάνο) ανήγγειλε την επίσημη απόφαση της Ουλεμά σχετικά με το υπό εξέταση διάταγμα τόσο για τους γενίτσαρους που ήταν παρόντες όσο και για εκείνους που βρίσκονταν στους στρατώνες τους.
Πάνω από 150 αξιωματικοί των γενιτσάρων δήλωσαν δημόσια την υποστήριξή τους και υπέγραψαν το έγγραφο. Ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, πολλοί από τους αξιωματικούς που είχαν υπογράψει το φιρμάνι έλεγαν ότι οι άντρες τους δεν θα δέχονταν ποτέ τις μεταρρυθμίσεις και ότι δεν θα συμπαρατάσσονταν ποτέ με τους εσκεντζήδες. Τη Δευτέρα, 12 Ιουνίου 1826, έχοντας περάσει λιγότερες από 15 μέρες από την έκδοση του μεταρρυθμιστικού διατάγματος, ο σουλτάνος οργάνωσε την πρώτη παρέλαση των εσκεντζήδων και μάλιστα μέσα στο Ετ Μεϊντάν, το κέντρο της τάξης των γενιτσάρων, και μετά από δύο μέρες άρχισαν κανονικά την εκπαίδευσή τους.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι γενίτσαροι στασίασαν, προστάζοντας να αναποδογυρίσουν τα καζάνια σε μια επίσημη αποκήρυξη του συσσιτίου του σουλτάνου και, κατ' επέκταση, της εξουσίας του. H ανταρσία είχε ξεσπάσει, αλλά δεν είχε ακόμα γενικευτεί. H ιαχή "Θάνατος στο σουλτάνο Μαχμούτ. Κάτω ο Νιζάμ ι-Τζεντίντ (στρατός της Νέας Τάξης)" αντηχούσε σε όλους τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Τώρα, ωστόσο, εκτός από τις πιστές στο σουλτάνο στρατιωτικές δυνάμεις, οι γενίτσαροι είχαν απέναντί τους ακόμα και το μεγαλύτερο μέρος του λαού, που ήταν φανερό ότι δεν τους άντεχε άλλο πια. Όταν ο Καρά Γκεχεννέμ, "ο μαύρος κολασμένος" όρμησε κι άναψε τα φιτίλια των κανονιών, χιλιάδες πέθαναν στη σφαγή που ακολούθησε.
Πολλοί γενίτσαροι αφανίστηκαν από το όπλο που είχαν οι ίδιοι χρησιμοποιήσει: οι αντίπαλοί τους έβαλαν φωτιά στους στρατώνες τους και τα απανθρακωμένα πτώματά τους βρέθηκαν μέσα στα ερείπια το επόμενο πρωί. Περισσότεροι από 120 εκτελέστηκαν στα κελάρια του σπιτιού του Αγά των γενιτσάρων. Στις 16 Ιουνίου 1806, ο Βρετανός δραγουμάνος Μπαρτολομέο Πιζάνι έγραφε στον πρεσβευτή του, σερ Στράτφορντ Κάννιγκ:
"Ερευνάται κάθε γωνιά της πόλης και κάθε γενίτσαρος ή αξιωματούχος που συλλαμβάνεται, οδηγείται στο μεγάλο βεζίρη και καταδικάζεται από εκείνον σε θάνατο κι εκτελείται ipso facto και το πτώμα του ρίχνεται στο μέσο του Ιπποδρόμου για να παραμείνει εκεί τρεις μέρες. Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν σφραγιστεί, οι αγορές έχουν ανασταλεί και δεν υπάρχει κανενός είδους επιχειρηματική δραστηριότητα".
Στις 17 Ιουνίου, το σώμα των γενιτσάρων καταργήθηκε επισήμως με ένα διάταγμα που διακήρυττε πως, για να υπηρετηθεί "η Οθωμανική μοναρχία που έπρεπε να διαρκέσει όσο ο κόσμος", η επιστήμη αποτελούσε συστατικό επιτυχίας πολύ ασφαλέστερο από τους αριθμούς ή το θάρρος ορισμένων, υπονοώντας σαφέστατα ότι η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις κι εκσυγχρονισμό στον οθωμανικό στρατό δεν έπρεπε να σταματήσει, παρά την πεισματική κι αναχρονιστική άρνηση των γενιτσάρων. Συνολικά βρήκαν το θάνατο τουλάχιστον 6.000 άντρες, τόσο στην έφοδο του Ετ Μεϊντάν όσο και στην εκκαθαριστική επιχείρηση που ακολούθησε (κάποιες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών στις 20.000, αλλά τούτο φαίνεται απίθανο).
Τουλάχιστον 5.000 πρέπει να εκτοπίστηκαν. "H είσοδος στο Σαράι, η ακτή κάτω από το παράθυρο του σουλτάνου κι η επιφάνεια της θάλασσας έχουν καλυφθεί με πτώματα, πολλά από αυτά κομματιασμένα και κατασπαραγμένα εν μέρει από τα σκυλιά." Πολλοί γενίτσαροι κρεμάστηκαν, κατ' εντολή του μεγάλου βεζίρη, από το ίδιο δέντρο όπου κάποιοι άλλοι είχαν κρεμάσει έναν μεγάλο βεζίρη πριν από 178 χρόνια. Λίγες ημέρες αργότερα, οι γενίτσαροι των επαρχιακών πόλεων που είχαν γίνει κάτι παραπάνω από τοπικοί έμποροι, δέχτηκαν ξαφνική επίθεση και σφαγιάστηκαν χωρίς προειδοποίηση.
Μακριά από την πρωτεύουσα, το όνομα "γενίτσαρος" ταυτιζόταν με την ενοχή και οι εκτελέσεις συνοδεύονταν συχνά από φοβερές αγριότητες, καθώς αυτοί που φθονούσαν την προνομιούχα θέση τους, ξεσπούσαν τη μανία τους πάνω στα σώματα αυτών που, μέχρι λίγες ημέρες πριν, τυραννούσαν τους γείτονές τους. Στην επίσημη έκθεση των γεγονότων, που εγκρίθηκε και διορθώθηκε απ' τον ίδιο το σουλτάνο, περιγράφεται το τέλος ενός στασιαστή σε μια υπόγεια αίθουσα του τεμένους Σουλταχμέτ: "Οι δήμιοι έδεσαν γύρω από το λαιμό του μια θηλιά από φιδόδερμα και εκείνος τους είπε 'Τραβάτε, παλικάρια μου' και πέθανε με αρειμάνιο θάρρος". Σε διάστημα λίγων ημερών, ο Μαχμούτ ανακοίνωσε επισήμως ότι η μεταλλαγή της Οθωμανικής κοινωνίας είχε αρχίσει.
Εμφανίστηκε στην προσευχή της Παρασκευής την ημέρα της νίκης, στις 16 Ιουνίου 1826, κι αντί για την παραδοσιακή φρουρά από γενίτσαρους και λογχοφόρους, περιστοιχιζόταν από άντρες του πυροβολικού και βομβιστές. O ίδιος "η υψηλότης του", ήταν ντυμένος κατά τα αιγυπτιακά πρότυπα (δηλαδή με σύγχρονη στολή), οπλισμένος με πιστόλια και σπαθί, και στο κεφάλι του, αντί του αυτοκρατορικού τουρμπανιού, φορούσε ένα είδος Αιγυπτιακού φεσιού. Πρόκειται για μια αλλαγή εξίσου πρωτότυπη και αποφασιστική με την υιοθέτηση του καπέλου από τον Μουσταφά Κεμάλ εκατό χρόνια αργότερα. Τα καινούργια ρούχα του σουλτάνου εξέπεμπαν το μήνυμα πως η αυτοκρατορία του άνοιγε τα σύνορά της στη δυτική κουλτούρα.
Μέσα σε μία εβδομάδα, οι πρώτοι από τους καινούργιους στρατιώτες που θα αντικαταστούσαν τους γενίτσαρους, που τώρα ονομάζονταν "Θριαμβευτές Στρατιώτες του Αλλάχ", ήταν έτοιμοι για επιθεώρηση από το σουλτάνο. Το τάγμα των μπεκτασήδων δερβίσηδων, κατηγορούμενο για τις επαφές του με τους γενίτσαρους, τέθηκε υπό απαγόρευση, τα μέλη του διώχθηκαν και πολλοί από τους τεκέδες του (τόποι συνάντησης και προσευχής των μελών δερβίσικων ταγμάτων) καταστράφηκαν.
ΟΙ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Οι ''Ξεκουκούλωτοι'' - Οι ''Γερλήδες'' - Οι Αδίστακτοι ''Τουρκοκρητικοί''
Τον τουρκικό στρατό της Κρήτης αποτελούσαν δύο κυρίως τάξεις γενιτσάρων, οι Αυτοκρατορικοί γενίτσαροι (kapu-kulu) και οι εντόπιοι γενίτσαροι, οι λεγόμενοι γερλήδες (yerli yeniceri). «Τούτο θα σου πάρω, εκείνο θα μου δώσεις κι αυτό θα μου το χαρίσεις». Ήταν μια φράση που έλεγαν συχνά οι Τουρκοκρητικοί που έζησαν στο νησί την περίοδο της Τουρκοκρατίας και σημάδεψε γενιές ανθρώπων που είτε ταυτίστηκε με τους γενίτσαρους είτε όχι κατάφερε να σπείρει τον πανικό και την απέχθεια των Κρητικών απέναντι σε οτιδήποτε τους θύμιζε αυτούς τους « τρομερούς» κατακτητές .
Κατά τον Πόλεμο της Κρήτης (1645 - 1669) η Οθωμανική κυβέρνηση έστειλε χιλιάδες γενιτσάρους στο νησί για να αντιμετωπίσει τα βενετικά στρατεύματα και παράλληλα, στην προσπάθειά της αυτή, προσεταιρίστηκε χιλιάδες ντόπιους κατοίκους εντάσσοντάς τους στις τάξεις του Οθωμανικού στρατού. Τον τουρκικό στρατό της Κρήτης αποτελούσαν δύο κυρίως τάξεις γενιτσάρων, οι Αυτοκρατορικοί γενίτσαροι (kapu-kulu) και οι εντόπιοι γενίτσαροι, οι λεγόμενοι γερλήδες (yerli yeniceri). Ο αρχηγός των αυτοκρατορικών γενιτσάρων είχε τον τίτλο του ''Γενιτσάρ-αγασί'', ενώ των γερλήδων του ''Γερλή-αγασί''. Η διοικητική ιεραρχία στα γενιτσαρικά τάγματα ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη.
Στον Χάνδακα υπήρχαν πέντε τάγματα ή ορντάδες Αυτοκρατορικών γενιτσάρων, που το καθένα είχε δύναμη 5000 ανδρών, και 28 οντζάκια (στρατώνες) γερλήδων γενιτσάρων. Στην πόλη των Χανίων, υπήρχαν τρεις ορντάδες (τάγματα) Γιανίτσαρων. Βέβαια ο αριθμός των ορντάδων δεν ήταν πάντα σταθερός σε όλες τις εποχές. Σε μια έκθεση του 1783 αναφέρεται ότι στα Χανιά υπήρχαν 3600 γενίτσαροι, χωρισμένοι σε πέντε ορντάδες και ότι στην πόλη υπηρετούσαν 1200 γερλήδες και 1150 στρατιώτες του πεζικού. Οι γενίτσαροι ήταν αρχικά άγαμοι. Ο κανόνας αγαμίας τηρούνταν αυστηρά μέχρι το 15ο αιώνα, οπότε άρχισε να παραβιάζεται.
Κάθε Γενίτσαρος κατατασσόταν σ’ έναν από τους ορντάδες (τάγματα) και ορκιζόταν στο Ιερό Καζάνι του Ορντά. Το καζάνι αυτό ήταν το καζάνι όπου παρασκευαζόταν το φαγητό των Γενιτσάρων. Κάθε ορντάς είχε ένα καζάνι. Ό,τι συμβολίζει, σήμερα, η σημαία κάθε κράτους, συμβόλιζε για κάθε Γενίτσαρο το καζάνι του ορντά, όπου ήταν καταταγμένος. Το ιερό αυτό σύμβολο το μετέφερε στις πορείες και εκστρατείες επίλεκτη φρουρά του ορντά και πάντοτε προπορευόταν. Ως μέλος του ορντά ο νέος Γενίτσαρος είχε υποχρέωση να πληρώνει στον αρχηγό του ορντά (Γιανιτσάραγα) ένα χρηματικό ποσό κάθε χρόνο και αμέσως αποκτούσε το δικαίωμα, στο Μπαϊράμι να παίρνει από το Ιερό Καζάνι του ορντά μια κουταλιά πιλάφι και να συντρώγει με τους άλλους Γενίτσαρους του ίδιου ορντά.
Το καζάνι του ορντά είχε τέτοια ιερότητα, ώστε δημιουργήθηκε άγραφος μα και ακατάλυτος θεσμός, σύμφωνα με τον οποίο αν ένας θανατοποινίτης, οποιασδήποτε φυλής και θρησκείας κατόρθωνε να πλησιάσει το καζάνι και να το ακουμπήσει με το χέρι του, αμέσως του χαριζόταν η ποινή και κανείς, ούτε άτομο ούτε κρατικός λειτουργός ούτε και αυτός ακόμη ο σουλτάνος, δεν μπορούσε, ποτέ πια, να τον τιμωρήσει ή και να τον ενοχλήσει. Ο τυχερός αυτός κατάδικος προστατευόταν από τους Γενίτσαρους. Το πλύσιμο και το γάνωμα του καζανιού γινόταν με ειδική τελετή. Επίσης ειδική τελετή γινόταν όταν ένας ορντάς αποκτούσε για πρώτη φορά καζάνι. Η μεγαλύτερη ύβρις, η μεγαλύτερη προσβολή για τους Γιανίτσαρους ενός ορντά, ήταν να χάσουν το καζάνι ή να πέσει αυτό στα χέρια του εχθρού.
Ο αρχηγός του ορντά (Γιανιτσάραγας) είχε τον τίτλο του αγά και ασκούσε απεριόριστη εξουσία σε όλα τα μέλη του ορντά. Ο Γιανιτσαρισμός, ως στρατιωτικός θεσμός, άρχισε να χάνει τη σημασία του και τον αρχικό του προορισμό από τα μέσα του 18ου αιώνα. Από όργανο δύναμης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταβλήθηκε τότε σε όργανο κρατικής σαπίλας και αυτοκαταστροφής. Οι Γιανίτσαροι είχαν πάψει να λαμβάνουν τη διαπαιδαγώγηση που λάμβαναν στις ειδικές σχολές της Κωνσταντινούπολης. Έπαψαν οι ορντάδες να αποτελούνται από παιδιά χριστιανών. Η αγριότητα των γενιτσάρων της Κρήτης υπήρξε παροιμιώδης και μοναδική. Καμιά περιοχή του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, με εξαίρεση, ίσως, τη Μακεδονία, δεν αντιμετώπισε τόση ωμότητα.
Οι γενίτσαροι της Κρήτης, τόσο οι Αυτοκρατορικοί, όσο και οι εντόπιοι, οι γερλήδες, δεν υπάκουαν σε κανένα νόμο και δεν ανέχονταν κανένα περιορισμό. Στην πρώτη περίοδο της κυριαρχίας των Τούρκων στα Χανιά (1645 - 1830), η κοινωνική ζωή των κατοίκων ρυθμιζόταν από το κέφι των Γιανίτσαρων, των Κρητογιανίτσαρων, των αγάδων και μπέηδων. Ήταν αυτοί οι οποίοι περιφρονούσαν πρώτα απ΄όλα και καταπατούσαν τα ίδια τα σουλτανικά φιρμάνια. Η κατά τόπους εξουσία των πασάδων δεν είχε καμία επίπτωση στην ασυδοσία των γενιτσάρων. Αυτοί, δεν αποτελούσαν ιδιαίτερη φυλετική ομάδα, γιατί δεν ήταν Τούρκοι, αλλά εξισλαμισθέντες Κρητικοί.
Διατηρούσαν την Ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιώντας ως δεύτερη την Τουρκική, την οποία πολλές φορές δεν μπορούσαν να μιλήσουν καλά. Δεν ακολουθούσαν πιστά το Κοράνι (π.χ. έπιναν κρασί) και είχαν περίπου τα ίδια έθιμα με τους Χριστιανούς, χόρευαν τους ίδιους χορούς και τραγουδούσαν τα ίδια τραγούδια. Ιδιαίτερη κατηγορία των Τουρκοκρητικών της υπαίθρου, ήταν οι λεγόμενοι Αμπαδιώτες που κατοικούσαν κυρίως στη περιοχή Αμαρίου νοτιοανατολικά της Ίδης. Αυτοί διακρίνονταν από τους άλλους προερχόμενοι από αραβική φυλή. Άλλη ονομασία των γενιτσάρων της Κρήτης είτε εντόπιοι ήταν είτε οι λεγόμενοι αυτοκρατορικού ήταν Γερλήδες και ήταν από τους πιο φοβερούς .
Ο Ι. Δ. Μουρέλλος αναφέρει, επίσης, πως οι Γενίτσαροι του Ηρακλείου υιοθέτησαν το έμβλημα του θρησκευτικού τάγματος των Μπεκτασίδων (1668 - 1669), στο οποίο ανήκαν, το διπλό πέλεκυ. Εκείνη την εποχή, ο πληθυσμός της Κρήτης έφτανε μόλις τις 80.000 ψυχές, από τους οποίους οι 50.000 ήταν Χριστιανοί (κυρίως Ελληνικής καταγωγής) και 30.000 Μουσουλμάνοι. Αυτοί οι ντόπιοι γενίτσαροι, ήταν ιδιαιτέρως σκληροί με τους Χριστιανούς συμπατριώτες τους και στάθηκαν εναντίον τους σε κάθε επαναστατική προσπάθεια που έκαναν για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού. Ενεργώντας ως συνειδητοί Τούρκοι, πρωταγωνίστησαν σε πολλούς από τους λεγόμενους «αρμπαντέδες», δηλαδή τις επιδρομές του «ανεύθυνου» και φανατισμένου Τουρκικού όχλου στις Χριστιανικές συνοικίες, οι οποίες συνοδεύονταν κατά κανόνα από ανελέητες σφαγές, καταστροφές και πλιάτσικο.
Οι Τουρκοκρητικοί, είχαν αποκτήσει τέτοια δύναμη, ώστε περιφρονούσαν ακόμα και τα σουλτανικά φιρμάνια. Ήταν ουσιαστικά ένα κράτος εν κράτει. Υπήρχαν αρκετοί, ονομαστοί για τις αγριότητές τους, αρχιγενίτσαροι, οι οποίοι κατατυραννούσαν όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά συχνά κι αυτούς τους Τούρκους. Υπήρχε ωστόσο και μια άλλη κατηγορία Τουρκοκρητικών, που ονομάζονταν Λινοβάμβακοι, οι οποίοι ήταν κρυπτοχριστιανοί και πρόσφεραν εξαιρετικές εθνικές υπηρεσίες από αυθαιρεσίες των Τούρκων. Ήταν όμως μειοψηφία και σίγουρα δεν ήταν ικανή να σταθεί εμπόδιο στο μένος και την ασυδοσία των μουσουλμάνων Κρητικών. Ο καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης στην Ιστορία της Κρήτης γράφει σχετικά :
''Η κατάσταση έγινε αφόρητη μετά το 1750. Οι χρόνοι που θα ακολουθήσουν, και ως τις παραμονές της μεγάλης Επανάστασης του 1821, θα είναι η περίοδος της σκληρότερης δοκιμασίας του κρητικού λαού, μια εποχή αχαλίνωτου γενιτσαρισμού. Οι περιηγητές περιγράφουν φρικώδη περιστατικά και οι ιστορικοί της Κρήτης δεν κουράζονται να εξιστορούν τις γενιτσαρικές βιαιότητες και τις κτηνώδεις πράξεις εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού. Χαρακτηριστικό, είναι το απόσπασμα από σουλτανική διαταγή, σχετική με τις υπερβάσεις των γενιτσάρων του Χάνδακα, με χρονολογία 6 Ιουλίου 1762:
«Οι εν τη φρουρά του φρουρίου τούτου λησταί και κακούργοι αποπλανήσαντες και εξαπατήσαντες τους αρχηγούς των και απομακρυνθέντες των υποχρεώσεών των, εύρον την ευκαιρίαν να επιδοθούν δημοσία εις ληστείας και κακουργίας και διατελούντες εν μέθη να περιφέρωνται ανά τας συνοικίας ένοπλοι, να προσβάλλουν την τιμήν των κατοίκων και να επιτίθενται κατά των οικογενειών και των τέκνων των. Και πλην των τοιούτων κατά της τιμής και υπολήψεως επιθέσεών των, προέβησαν εις πράξιν άνευ προηγουμένου, επιτεθέντες μετά θρασύτητας και ένοπλοι κατά της Πόρτας του Αγά του μεγίστου τούτον φρουρίου. Το θεοφύλακτον και μέγιστον τούτο μεθοριακόν οχυρόν δέον να αποκαθαρθή και εκκαθαρισθή από την λύμην αυτών των ληστών και τας μιαράς πράξεις των και να εξασφαλισθή και ανακουφισθή ο λαός».
Οι σουλτανικές διαταγές δεν αρκούσαν για την περιστολή της γενιτσαρικής ασυδοσίας. Ορισμένοι μάλιστα γενίτσαροι, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρξαν διαβόητοι για τα κακουργήματά τους και έμειναν στη μνήμη και στα τραγούδια του λαού. Ο Αληδάκης στα Χανιά, ο Αρίφ Αγάς στο Ρέθυμνο, ο Μπεντρή εφέντης και ο Χάνιαλης στο Ηράκλειο, ο Μεμέτ Αγάς ή Μεμέτακας στη Σητεία, ανήκουν σ' αυτήν την κατηγορία των γενιτσάρων''.
Ο αριθμός των ντόπιων γενιτσάρων είχε αυξηθεί μετά τα Ορλωφικά. Πολλοί Τουρκοκρήτες γράφονταν πλέον στα γενιτσαρικά τάγματα, παρά τις απαγορεύσεις που επέβαλε στα 1762 συνυποσχετικό των διοικητών των γενιτσαρικών ταγμάτων: «Να μη γίνεται δεκτή άνευ υψηλής αυτοκρατορικής διαταγής ή εντολής εκ μέρους του αγά των Αυτοκρατορικών γενιτσάρων, ή λόγω απληστίας των αξιωματικών των ορτάδων η παρατηρούμενη εγγραφή και είσοδος εις τους ορτάδες νέων συντρόφων, προερχομένων εκ της τάξεως εκείνης των ανθρώπων, των αποκαλουμένων μπουρμά, οίτινες δεν έχουν ουδένα πόρον ζωής και αγνοούν τας βάσεις και τους όρους της ισλαμικής θρησκείας και διατελούν εισέτι υπό την επίρροιαν του ραγιαδισμού».
Μετά το 1770, όπου οι Τουρκοκρητικοί είχαν αποθρασυνθεί και έγιναν πραγματικοί κυρίαρχοι του νησιού, αγνοώντας ακόμα και τον βαλή, δηλαδή τον στρατιωτικό διοικητή, καθώς και τους πασάδες. Η Υψηλή Πύλη, για να καταφέρει να τους περιορίσει, αναγκάστηκε να στείλει έναν δυναμικό διοικητή, για να επαναφέρει την τάξη. Ήταν η εποχή, όπου ο νεωτεριστής σουλτάνος Μαχμούτ Β', ετοιμαζόταν να καταργήσει το επικίνδυνο σώμα των γενιτσάρων. Ο νέος διοικητής, ονομάζονταν Χατζή Οσμάν πασάς, ο οποίος είχε γεννηθεί στο Κουρδιστάν και φημίζονταν για την διοικητική του ικανότητα. Το 1810, επέβαλε πλήρη τάξη στην Εύβοια, καταστέλλοντας τις αυθαιρεσίες των εκεί Τούρκων.
Έπειτα από εκείνη την επιτυχία του, κατέβηκε στην Κρήτη. Μέχρι πριν από την άφιξη του Οσμάν πασά, όπως γράφει ο Αμερικανός περιηγητής Ρόμπερτ Πάσλεϊ, οι Τουρκοκρητικοί εκτόξευαν σφαίρες τυλιγμένες σε ένα χαρτί που έγραφε το ποσόν το οποίο έπρεπε να πληρώσουν, και αν οι παραλήπτες του σημειώματος δεν πλήρωναν, τότε δολοφονούνταν ασελγώς. Αυτά τα διεφθαρμένα άτομα είχαν φτάσει στο σημείο να παίζουν με τα όπλα, πυροβολούσαν δηλαδή από τα τείχη της πύλης τα άτομα που παρουσιάζονταν για να μπουν, και στοιχημάτιζαν από ποια πλευρά θα πέσει το θύμα τους.
Στις 25 Ιουλίου 1821, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ενεργώντας μάλλον αφελώς και αγνοώντας, ίσως, τις πραγματικές συνθήκες συμβίωσης χριστιανών Κρητών και Τουρκοκρητικών (ενδεχομένως, κατόπιν κακής πληροφόρησης ή και υπέρμετρης αισιοδοξίας), έστειλε επιστολή στον Τουρκοκρητικό Σερίφ Μεχμέτ, πασά του Ηρακλείου, προσδοκώντας την σύμπραξη Χριστιανών και Μουσουλμάνων Κρητών, λόγω κοινής εθνικής καταγωγής, για τον σκοπό της Επανάστασης. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος:
«Ο Σερίφ πασάς, αν δεν οργίσθη από το θράσος του επαναστάτου να αποστείλει προς αυτόν τον ίδιον τοιαύτην επιστολήν, θα εγέλασε με την προσπάθειάν του. Διότι εις την Κρήτη η ραγιάδες δεν υπέφεραν απλώς από το κράτος του σουλτάνου, όπως εις τας άλλας τουρκοκρατουμένας χώρας, αλλ' ετυραννούντο από εκείνους ακριβώς που ήθελε να προσεταιρισθή ο Υψηλάντης ως γηγενείς και έχοντας κοινά συμφέροντα με τους Έλληνας συμπατριώτας των. Τουναντίον, οι Τουρκοκρήτες είχαν συμφέρον, εκ των συνθηκών που είχαν αναπτυχθή εις την Κρήτην, περισσότερο παρά οι μουσουλμάνοι των άλλων χωρών, να διατηρηθή η τουρκοκρατία, αφού χάρις εις αυτήν καταδυνάστευαν τους χριστιανούς και απομυζούσαν την εργασίαν των».
Λίγο πριν την Επανάσταση του 1821, υπολογίζονταν πως υπήρχαν 28.000 Ελληνικές οικογένειες και 14.000 Τουρκοκρητικές. Στην απογραφή του 1858, οι Έλληνες και γενικότερα οι Χριστιανοί, ήταν 215.863 και οι Μουσουλμάνοι 62.138. Και το 1881, μετά τις αιματηρές επαναστάσεις, οι Έλληνες ήταν 205.000 και οι Τούρκοι 73.000. Μέχρι το 1826, το έτος κατάργησης των γενιτσαρικών σωμάτων της Αυτοκρατορίας από το σουλτάνο Μαχμούντ Β', το όνομα της Μουσουλμανικής κοινότητας της Κρήτης παρέμεινε άρρηκτα συνδεδεμένο με τα γενιτσαρικά σώματα που έδρευαν στο νησί.
Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Πολλοί ιστορικοί συμφωνούν ότι από τα τέλη του 16ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει και ότι αυτή η παρακμή διήρκεσε περισσότερο από τρεις αιώνες, μέχρι την τελική κατάρρευση της Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Άλλοι διαφωνούν και τοποθετούν την αρχή της παρακμής είτε στο 1683, όταν απέτυχε η δεύτερη πολιορκία της Βιέννης από τους Οθωμανούς και η Αυτοκρατορία άρχισε να χάνει πολέμους και εδάφη στην Ευρώπη, είτε στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε μία σταδιακή διαδικασία οικονομικής και πολιτικής ενσωμάτωσης στο παγκόσμιο σύστημα, όπου κυριαρχούσε η Δύση.
Το ζήτημα της Οθωμανικής παρακμής, παρόλο που ουσιαστικά αναπτύχθηκε από τις ιστορικές σπουδές του 20ου αιώνα, δεν αποτελεί μία εντελώς νέα κατασκευή. Το ίδιο ζήτημα εμφανίζεται συχνά σε έργα του 16ου και 17ου αιώνα, όταν οι Οθωμανοί λόγιοι υποστήριζαν ότι η «παλιά καλή τάξη» της «χρυσής εποχής» του Σουλεϊμάν Α' (1520 - 1566) είχε καταστραφεί από την αταξία και τη διαφθορά. Οι ιστορικοί προχώρησαν πρόσφατα στην αποδόμηση αυτής της εικόνας, καταδεικνύοντας τη χρήση της ως ιδεολογικού εργαλείου στους αγώνες που αναπτύχθηκαν στους κόλπους της Οθωμανικής άρχουσας τάξης.
Πρόσφατες μελέτες απέδειξαν επίσης ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση του ύστερου 16ου και πρώιμου 17ου αιώνα μέσα από μία διαδικασία εκσυγχρονισμού, εκχρηματισμού και ενδυνάμωσης της γραφειοκρατίας -διαδικασία παρόμοια στην ουσία με τις εξελίξεις που βίωσαν οι πιο σημαντικές ευρωπαϊκές και ασιατικές μοναρχίες της πρώιμης νεότερης εποχής. Έτσι, επιβεβαιώνουν το επιχείρημα ότι ο 17ος και ο 18ος αιώνας δεν ήταν μια περίοδος συνεχούς παρακμής, αλλά μια περίοδος πολύπλοκου εκσυγχρονισμού και από πολλές απόψεις, μια περίοδος ανάπτυξης και εξελίξεων. Η θεωρία αυτή δεν αρνείται την παρουσία πολυάριθμων στοιχείων κρίσης.
Οι άνθρωποι που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υποτάσσονταν -όπως και οι σύγχρονοί τους σε κάθε σημείο του σύγχρονου νεότερου κόσμου- σε σημαντικούς και ποικίλους περιορισμούς και πιέσεις. Κατ’ αρχήν, η φυσική επιβίωση δεν ήταν καθόλου σίγουρη. Οι σοδειές κινδύνευαν από φυσικές καταστροφές. Οι φωτιές κατέστρεφαν και το συσσωρευμένο πλούτο και τα αναγκαία μέσα για τη στοιχειώδη ύπαρξη, οι ξαφνικές ασθένειες έπλητταν τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις και τα μέσα για να θεραπευθούν. Η φορολογία αποτελούσε μία σημαντική απειλή για τα περισσότερα νοικοκυριά. Οι εξωτερικοί πόλεμοι έγιναν ιδιαίτερα δαπανηροί και εξασθενούσαν τα Οθωμανικά ταμεία.
Προκειμένου να συγκεντρωθούν εισοδήματα, οι αρχές είτε προχωρούσαν σε αύξηση της φορολογίας είτε υποτιμούσαν το νόμισμα. Ακόμα κι έτσι όμως, τα μέσα αυτά δεν ήταν αρκετά για να εξισορροπήσουν τον προϋπολογισμό. Η εκποίηση των αξιωμάτων και οι απροκάλυπτες δωροδοκίες αποτέλεσαν πρακτικές προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων για τη λειτουργία του κράτους, προκαλώντας όμως ταυτόχρονα και ένα πλέγμα αντικανονικών διασυνδέσεων, οι οποίες επέτρεπαν σε μικρές ομάδες αξιωματούχων και μεσαζόντων να καρπώνονται τα εισοδήματα τόσο του κράτους όσο και των φορολογούμενων υπηκόων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το 1381 ο Μουράτ ο Ι δημιουργεί το πρώτο επίλεκτο σώμα Στρατού, δίνοντας τους το όνομα ''Γενίτσαροι'' (yeniceri), που σημαίνει νέος στρατιώτης. Στην αρχή το σώμα των Γενιτσάρων επανδρώθηκε από νέους πολεμιστές που πιανόταν αιχμάλωτοι στη μάχη και τους δινόταν η ευκαιρία να γλιτώσουν τη ζωή τους αν προσηλυτιζόταν στο Ισλάμ και αποδεχόταν την κυριαρχία του Σουλτάνου. Αυτό το σημείο δεν θα πρέπει να προκαλέσει σύγχυση στον προσεκτικό αναγνώστη της Ισλαμικής παράδοσης.
Μπορεί, σύμφωνα με την Ισλαμική πίστη, η προσηλυτισμός απίστων στην Ισλαμική θρησκεία να μην ευνοούσε τη χρήση της άμεσης βίας, αλλά από την άλλη τόσο η δυνατότητα της επιλογής όσο και η άποψη της εποχής περί απόλυτης κυριαρχίας του νικητή στη μάχη επάνω στον αιχμάλωτο λειτουργούν ως νομιμοποιητικά στοιχεία για τη συγκεκριμένη μέθοδο θρησκευτικού προσηλυτισμού. Πολύ σύντομα όμως ο Μουράτ ο Ι αλλάζει το σύστημα στρατολόγησης των Γενιτσάρων, υιοθετώντας την πρακτική των Μαυριτανών στην Ισπανία, γνωστή ως devsirme (παιδομάζωμα). Τα μέλη του τάγματος των Γενιτσάρων πλέον ήταν παιδιά Χριστιανικών οικογενειών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης.
Έτσι, αποκοπτόταν από πολύ μικρή ηλικία από τις οικογένειες τους και μεταφερόταν σε ειδικά στρατόπεδα στρατιωτικής και θρησκευτικής εκπαίδευσης. Το τάγμα των Γενιτσάρων έγινε πολύ σύντομα το επίλεκτο σώμα του Οθωμανική Στρατού, ενώ ο ηθικός τους κώδικας μπορεί να παρομοιασθεί με αυτόν των Samurai, το αντίστοιχο επίλεκτο στρατιωτικό σώμα της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας. Η απόλυτη ηθική, ο λιτός κοινοβιακός τρόπος ζωής, η υποχρεωτική παρθενία και η μη υποχώρηση στη μάχη ήταν σε γενικές γραμμές ένα πλαίσιο συμπεριφοράς που αύξανε το θρύλο του τάγματος στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τόσο στους Μουσουλμανικούς όσο και στους Χριστιανικούς πληθυσμούς.
Χαρακτηριστικό είναι ότι θεωρούταν ιδιαίτερη τιμητική πράξη αντίστασης αλλά και απόδειξη ανδρείας για έναν «ραγιά» να οικειοποιηθεί τα άρματα ενός Γενίτσαρου που τα κέρδισε σε προσωπική μονομαχία και να «ανέβει» στο βουνό. Η Ελληνική δημοτική παράδοση είναι πολύ πλούσια από τέτοια τραγούδια που εξυμνούν την ανδρεία των Ελλήνων πολεμάρχων που κέρδισαν τα άρματα τους σκοτώνοντας έναν Γενίτσαρο π.χ τα τραγούδια των Κολοκοτρωναίων κ.α. Η πολιτική επιρροή των Γενιτσάρων σύντομα αυξήθηκε και από ένα στρατιωτικό σώμα επίλεκτων πολεμιστών, προορισμένο να νικά πολέμους για να μεγιστοποιείται η πολιτική ισχύς του Σουλτάνου, μεταμορφώθηκε σε ένα σημαντικό πολιτικό κίνημα με ισχύ ακόμα και μέσα στο παλάτι.
Με σημαντικό μερίδιο στην παραγωγή πλούτου και τον έλεγχο μεγάλης μερίδας της οικονομικής ζωής της Αυτοκρατορίας. Μεγάλες εκτάσεις γης δινόταν από τον εκάστοτε Σουλτάνο ως ανταμοιβή για κάθε νέα κατάκτηση στους υψηλόβαθμους Γενίτσαρους, ενώ το ίδιο το παλάτι, για να εξασφαλίσει την υποστήριξη τους, ενθάρρυνε αλλά και βοήθησε τις οικονομικές δραστηριότητες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής τους επιρροής φαίνεται το 1648 όταν μετά από μια γενικευμένη ανταρσία στο κεντρικό στρατόπεδο των Γενιτσάρων στην Κωνσταντινούπολη, καταλαμβάνουν την Πόλη, ξεκινούν διώξεις εναντίον του αυτοκρατορικού συστήματος εξουσίας και στο τέλος εισβάλουν στο παλάτι και δολοφονούν τον Σουλτάνο Ιμπραήμ τον Ι.
Η πράξη αυτή μπορεί σήμερα να ακούγεται ως μια πολιτική εξέγερση από τις πολλές που έχει να επιδείξει η παγκόσμια ιστορία ανά τους αιώνες. Η σπουδαιότητα όμως της πράξης αυτής και οι προεκτάσεις της είναι δυνατόν να κατανοηθούν πλήρως μόνο αν αναλογισθούμε ότι ο Οθωμανός Σουλτάνος εκτός των πολιτικών του καθηκόντων ήταν και ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης της πίστης, ιερό πρόσωπο για τους απανταχού Μουσουλμάνους, αφού θεωρούταν η προέκταση της παρουσίας του Προφήτη Μωάμεθ επί της γης. Η εισβολή των Γενιτσάρων στο παλάτι και η δολοφονία του Ιμπραήμ του Ι δείχνει την αυτοπεποίθηση των πρώτων αλλά και την πολιτική ισχύ που διέθεταν στο εσωτερικό του Οθωμανικού πολιτικού συστήματος που τους έδινε την δυνατότητα να προβούν σε μια «ιερόσυλη πολιτική πράξη».
Αλλά και το 1807, όταν μετά από πραξικόπημα των Γενιτσάρων ο Σελίμ ο ΙΙΙ εκθρονίστηκε και τη θέση του κατέλαβε ο Μουσταφά ο ΙV, επιλογή των Γενιτσάρων ο οποίος είχε υποσχεθεί σημαντικά πολιτικά και οικονομικά προνόμια στους υποστηρικτές του. Όσον αφορά την οικονομική τους ισχύ, από μαρτυρίες του Βρετανού περιηγητή και ταγματάρχη του Βρετανικού Βασιλικού πυροβολικού Peter William Winthrop, πληροφορούμαστε ότι στα τέλη του 18ου αιώνα μεγάλο μέρος των εμπορικών συνδιαλλαγών στην Κωνσταντινούπολη αλλά και η λειτουργία των καφενείων και των τεκέδων της Πόλης ήταν αποκλειστικό προνόμιο των Γενιτσάρων, που πλέον λειτουργούσαν ως αυτόνομος τραπεζο-πιστωτικός φορέας στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας.
Ο συνεχώς αυξανόμενος ρόλος των Γενιτσάρων στις πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το καθεστώς διαφθοράς στο οποίο είχαν περιπέσει, αλλά και η αδυναμία τους να καταπνίξουν την Ελληνική Επανάσταση στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, έπεισε τον Μαχμούτ τον ΙΙ να αναδιαρθρώσει το Οθωμανικό στράτευμα, καλώντας στρατιωτικούς εκπαιδευτές από τις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις και δημιουργώντας ένα νέο σώμα πεζικού υπό την ονομασία Muallem Asakir-i Mansure-i Muhammede (Εκπαιδευμένοι Νικηφόροι Μωαμεθανοί Στρατιώτες). Σ' αυτό το νέο σώμα υποχρεώθηκαν να ενταχθούν εγκαταλείποντας τα στρατόπεδα τους 150 Γενίτσαροι από κάθε τάγμα της Οθωμανικής επικράτειας.
Η κίνηση αυτή, που ως σκοπό είχε την αποδυνάμωση των Γενιτσάρων, προκάλεσε μια νέα εξέγερση στο εσωτερικό του επίλεκτου Οθωμανικού στρατιωτικού σώματος και οι ταραχές δεν άργησαν να ξεσπάσουν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας. Ο Σουλτάνος με ειδικό φιρμάνι κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον των Γενιτσάρων και στα μέσα του Ιουνίου του 1826 μεγάλες δυνάμεις Ιππικού (Σπαχήδες) και Πυροβολικού περικύκλωσαν το στρατόπεδο των Γενιτσάρων στην Κωνσταντινούπολη και κατάφεραν να εξουδετερώσουν την αντίσταση τους. Ένας μεγάλος αριθμός Γενιτσάρων εξολοθρεύτηκε, άλλοι θανατώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες μετά από σύντομη φυλάκιση, ενώ συντονισμένες διώξεις εναντίον των περιφερειακών ταγμάτων έλαβαν χώρα σε όλη την Αυτοκρατορία.
Σε λίγους μήνες οι Γενίτσαροι έπαψαν να υφίστανται ως πόλος στρατιωτικό-πολιτικής και οικονομικής ισχύος, αλλά η μακρά παρουσία τους και ο σημαντικός τους ρόλος για αιώνες στο στρατηγικό σχεδιασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσέδωσε ιδιαίτερη αίγλη στο Στρατό και νομιμοποίησε στη συνείδηση της κοινής γνώμης την παρεμβατική λειτουργία και νοοτροπία του στρατεύματος στην πολιτική ζωή της Αυτοκρατορίας. Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε ότι το τέλος του τάγματος των Γενιτσάρων, που επιβίωσαν και απέκτησαν δύναμη και πλούτο για σχεδόν πέντε αιώνες, έκλεισε και την περίοδο της αδιαμφισβήτητης ισχύος της Υψηλής Πύλης στις Διεθνείς Σχέσεις του τότε γνωστού κόσμου.
Η εξιστόρηση της Ελληνικής ιστορίας σταματούσε στο κεφάλαιο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, το 1453, ακολουθούσε ένα κεφάλαιο περί των 400 χρόνων Τουρκοκρατίας, όπου επικρατούν εκφράσεις όπως "το μαύρο σκοτάδι της σκλαβιάς, το παιδομάζωμα, οι εξισλαμισμοί, οι σφαγές, η καταπίεση, το κρυφό σχολειό, η Τουρκοκρατία" και αμέσως μετά ακολουθεί το κεφάλαιο για την επανάσταση του 1821. Εν ολίγοις, ένα κεφάλαιο της Ελληνικής ιστορίας διάρκειας περίπου 4 αιώνων, ο Έλληνας διδάχθηκε έως πρόσφατα να το παρακάμπτει ως οιονεί "μη γενόμενο" ή κατά κάποιο τρόπο ως ανεπιθύμητο για πολλή έρευνα και μελέτη.
Δεν είναι τυχαίο ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αυξηθεί οι σχολές και τα τμήματα που διδάσκουν Τουρκική και Αραβική γλώσσα, αλλά και άλλες γλώσσες της Ανατολής (Εγγύς και Μέσης, καμιά φορά ακόμη και της Άπω), διδάσκουν την ιστορία της Περσίας, των Αράβων, των Σελτζούκων, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σημειωτέον ότι το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων ειδικότερα, αλλά και γενικότερα των Δυτικών για την ''Ανατολή'', χρονολογείται από το 18ο και 19ο αιώνα. Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι η νέα γενιά στην Ελλάδα, ενέταξε μέσα στις σπουδές της και τη μελέτη της ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία συνιστά επίσης μελέτη ενός πολύ σημαντικού τμήματος της Ελληνικής ιστορίας.
Για παράδειγμα, ο Αραβικός πολιτισμός, από τους πλέον αξιόλογους της υφηλίου με ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις κατά την περίοδο του Μεσαίωνα έως τη σύγχρονη εποχή σε όλα τα κεφάλαια της ανθρώπινης δραστηριότητας, γράμματα, τέχνες, επιστήμες και τεχνολογία, πολιτική και οικονομική ζωή, θεωρείται από τους ειδικούς ως ο κληρονόμος των πολιτισμών της αρχαιότητας (συμπεριλαμβανομένου του αρχαιοελληνικού) και της Ελληνιστικής εποχής που τελούσαν υπό εξαφάνιση λόγω δυσμενών συνθηκών, βλ. το φανατισμό του Βυζαντίου εναντίον όχι μόνο του Ελληνικού, αλλά και του Αιγυπτιακού και Συριακού πολιτισμού, ιδιαίτερα μετά την ανακήρυξη του Χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία τον 4ο αιώνα μ.X.
Οι Άραβες ήταν εκείνοι που διέσωσαν ένα σημαντικό μέρος της κληρονομιάς όλων αυτών των διωκόμενων παραδόσεων και στη συνέχεια, μετά την κατάκτηση της αχανούς Αυτοκρατορίας των Περσών, αγκάλιασαν με τον ίδιο ζήλο και τον Περσικό πολιτισμό. Αυτά μας λέει η ιστορία. Και δεν περιορίστηκαν μόνο να διασώσουν, αλλά στη συνέχεια επεξεργάστηκαν γόνιμα όλα αυτά τα στοιχεία που μελετούσαν και δημιούργησαν νέες εκφράσεις που συνδύαζαν το δικό τους με τον πολιτισμό των άλλων. Στη συνέχεια, μετέδωσαν αυτό τον πολιτισμό στη Μεσαιωνική Δύση, που ακριβώς λόγω αυτής της αφύπνισης μπόρεσε να περάσει σταδιακά στην Αναγέννηση και να αποτινάξει από πάνω της το σκοτάδι της δεισιδαιμονίας και του θρησκευτικού φανατισμού.
Οι λαοί, λοιπόν, δεν βρέθηκαν μόνο αντιμέτωποι στα πεδία των μαχών, αλλά -και ίσως αυτό είναι το σπουδαιότερο- έζησαν μαζί, συγχρωτίστηκαν, δημιούργησαν κοινούς πολιτισμούς, κοινές πολιτισμικές εκφράσεις, αγαπήθηκαν, ωρίμασαν μαζί, υπήρξαν γείτονες, έκαναν κοινά όνειρα, συχνά ερωτεύονταν ο ένας τον άλλο και δημιούργησαν μικτές οικογένειες. Επηρέαζαν ο ένας τον άλλο, βασίζονταν ο ένας τον άλλο. Και από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει κατακτητής και κατακτημένος, νικητής και νικημένος. Αντίθετα, και αυτό το έχουμε δει πάμπολλες φορές να επαναλαμβάνεται στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο κατακτημένος και θεωρητικά νικημένος, αν ήταν πιο ισχυρός και πολύπλευρος πολιτισμικά, "κατακτούσε", γοήτευε το νικητή του.
Αυτό έγινε με τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Αυτό έγινε, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο του 7ου έως τα μισά του 8ου αιώνα, με τους Άραβες και τους Βυζαντινούς στις νεοκατακτηθείσες επαρχίες της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης. Οι Άραβες κράτησαν όλη την κρατική δομή των Βυζαντινών, ακόμη και τη γλώσσα, με αποτέλεσμα στη δυναστεία των Ομμεϋαδών η επίσημη γλώσσα του κράτους της Δαμασκού, να είναι τα Ελληνικά. Αυτό έγινε με τους Σελτζούκους στη Μικρά Ασία και στην Περσία (11ος - 13ος αιώνα μ.X.), οι οποίοι λάτρεψαν τους πολιτισμούς που βρήκαν και αφέθηκαν σε έναν γόνιμο συγκρητισμό με το Ελληνικό και το Περσικό στοιχείο.
Επομένως, αναζητούμε και τα στοιχεία που μας ενώνουν με τους άλλους λαούς. Δεν εστιάζουμε μόνο στα αρνητικά του άλλου. Προσπαθούμε να τον κατανοήσουμε, να μας κατανοήσουμε. Βλέπουμε χωρίς φόβο τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις μας και με ειλικρίνεια τα αποβάλλουμε. Παύουμε εμείς πρώτα να λειτουργούμε τραυματικά και, χωρίς διάθεση δικαιολογίας, βλέπουμε τις δυσκολίες και τα βάσανα του άλλου ανθρώπου, του άλλου λαού. Επιστήμη και ειδικότερα στην περίπτωσή μας η επιστήμη της ιστορίας, είναι η αναζήτηση της αλήθειας και υγιής επιστήμονας είναι εκείνος που αφοσιώνεται σε αυτό το ταξίδι, κατ' αρχάς, για λόγους προσωπικής ανάγκης-εξέλιξης και στη συνέχεια από διάθεση να υπηρετήσει με εντιμότητα τους συνανθρώπους του.
Όταν δημιουργήθηκαν τα πρώτα Τουρκικά κράτη - Εμιράτα - Σουλτανάτα στη Μικρά Ασία, οι Χριστιανοί αγρότες των περιοχών αυτών, απογοητευμένοι από την εξαθλίωση και την παρακμή στην οποία τους είχε καταδικάσει το παραλυμένο από αιώνες Βυζαντινό κράτος, σε αρκετές περιπτώσεις αποδέχτηκαν ασμένως τους Τούρκους ή και τους χαιρέτησαν ως απελευθερωτές. Πράγματι, σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι η τύχη των αγροτών όντως βελτιώθηκε επί Σελτζούκων και Οθωμανών, από τα τέλη του 13ου αιώνα και εξής. H αναρχία κι ο τρόμος που επικρατούσαν στην ύπαιθρο, έδωσαν τη θέση τους στην ειρήνη και την ησυχία.
Στη θέση των πρώην απόντων γαιοκτημόνων βρέθηκε μία νέα τάξη μικροκτηματιών, η οποία, όπως ήταν φυσικό, ταύτισε την ευμάρειά της με την Τουρκική εξουσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκική εξάπλωση ήταν στρωμένη πάντα με ροδοπέταλα. Αλλά έγιναν και αυτά και δεν χρειάζεται να απομονώνουμε μόνο στα αρνητικά. Για παράδειγμα, οι Χριστιανοί της εποχής εκείνης θα πρέπει να εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα από τις δερβισικές αδελφότητες, όπως οι άχηδες και οι μπεκτασήδες. Σε αντίθεση με τον 19ο αιώνα, οπότε οι αντιμαχόμενες εθνικές εγέρσεις φανάτισαν εξίσου Μουσουλμάνους κι Έλληνες.
Οι διαφορές ανάμεσα στις αντίπαλες θρησκείες εκείνο τον καιρό, ήταν εντυπωσιακά θολές στο μυαλό των ανθρώπων, όπως ισχυρίζεται ο καθηγητής Λ. Σταυριανός. H δερβισική αδελφότητα των μπεκτασήδων, για παράδειγμα, επηρεαζόταν ελάχιστα από τις διαφορές στα δόγματα και τις τελετουργικές πρακτικές και στόχευε στη συμφιλίωση Χριστιανισμού και Ισλαμισμού. Θα μπορούσε να υποθέσει, λοιπόν, κάποιος ότι πολλοί Χριστιανοί εκείνης της εποχής πίστευαν ότι η αποστασία θα μπορούσε να αποβεί πρόσφορη, καθώς θα απαιτούνταν μόνο μία ελάχιστη προσαρμογή των πιστεύω και των πρακτικών τους ή δεν χρειαζόταν καμία αποστασία και αλλαγή θρησκεύματος, καθώς το οικουμενικό και ανεξίθρησκο πνεύμα που διέπνεε αυτές τις αδελφότητες δεν τις οδηγούσε στον προσηλυτισμό.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποιες φορές, ίσως και αρκετές, αυτό δεν συνέβη. Έχουμε πάμπολλα παραδείγματα μελών δερβισικών σχολών που παρέμειναν Χριστιανοί, Εβραίοι και έφθασαν να γίνουν ακόμη και σεΐχηδες, δηλαδή, επικεφαλής τους και δάσκαλοι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του μεγάλου συνθέτη Βυζαντινής μουσικής, του Πέτρου Πελοποννήσιου ή Λαμπαδάριου κατά τον 18ο αιώνα. Σ' αυτή την τεράστια Αυτοκρατορία ζούσαν λαοί διαφόρων εθνοτικών προελεύσεων και θρησκευτικών πεποιθήσεων, ενώ δεν έλειψαν και εκείνοι, κυρίως Εβραίοι, που μετανάστευσαν μαζικά (περί τους 100.000) στα εδάφη που εξουσίαζε ο σουλτάνος (κυρίως μετά την απέλασή τους από την Ισπανία), επειδή εκεί συναντούσαν έναν βαθμό θρησκευτικής ανοχής που ήταν άγνωστος κι αδιανόητος στη Χριστιανική Ευρώπη της εποχής εκείνης.
Θα μπορούσαμε χωρίς υπερβολή να πούμε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία διακρινόταν για έναν πρωτοφανή βαθμό θρησκευτικής ελευθερίας, την ίδια στιγμή που σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη καθολικοί και διαμαρτυρόμενοι αλληλοσκοτώνονταν και οι Εβραίοι διώκονταν από το ένα Χριστιανικό κράτος στο άλλο. Αντιθέτως, οι υπήκοοι του σουλτάνου ήταν ελεύθεροι να λατρεύουν το θεό τους όπως ήθελαν, και με συγκριτικά ελάχιστες συνέπειες. H Οθωμανική διοίκηση στηριζόταν στα πιο ρωμαλέα και ευφυή παιδιά των Χριστιανικών πληθυσμών, για να προωθήσει και να εδραιώσει το κατακτητικό και οργανωτικό έργο της.
Αυτοί ήταν οι γενίτσαροι, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες και κατά συνέπεια η μελέτη της ιστορίας τους μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως υποκεφάλαιο της Ελληνικής ιστορίας αυτής της περιόδου. Και ίσως "το πλέον ωραιώτερον βασίλειον του κόσμου που εκθειάζεται πανταχόθεν από τους σοφούς της γης", η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλαδή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ρήγας Φεραίος στις πρώτες παραγράφους του περίφημου Συντάγματός του, όφειλε τη μεγαλοσύνη της και τη φήμη της ακριβώς στο ότι όχι μόνο σεβάστηκε, αλλά και γόνιμα ενσωμάτωσε τα ποικίλα έθνη και λαούς που απάρτιζαν την πολυπολιτισμική οντότητά της, τουλάχιστον κατά τους πρώτους αιώνες.
Αντίθετα, όταν σταδιακά άρχισε να καταπιέζει με τυραννικό τρόπο τους λαούς της λόγω διαφορετικής φυλετικής ή θρησκευτικής προέλευσης, τότε επήλθε η παρακμή, μετατράπηκε σε Τουρκοκρατία, με ό,τι αρνητικό φορτίο κουβαλάει ο όρος και γι' αυτό ακόμη και ο Ρήγας, στη συνέχεια του Συντάγματός του, ομιλεί για διεφθαρμένο σουλτάνο και κακοδιοίκηση, από την οποία η μόνη λύση ήταν, κατά τη γνώμη του, η δημιουργία μίας Βαλκανικής Συνομοσπονδίας όλων των λαών των Βαλκανίων, μηδέ των Τούρκων εξαιρουμένων, και με βάση τις αρχές του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Από το πλήθος των παρανοήσεων που σχετίζονται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η πιο συνηθισμένη αφορά στον πολιτισμό της, καθώς επικρατεί η πεποίθηση ότι η αυτοκρατορία μπορεί να ήταν μεγάλη και ισχυρή, αλλά ήταν υπανάπτυκτη και βάρβαρη. Κι, όμως, μία πιο προσεκτική ματιά θα μας οδηγούσε σε άλλα συμπεράσματα. O Οθωμανικός πολιτισμός ήταν ένας εκλεπτυσμένος και πολύ ανεπτυγμένος πολιτισμός, που απλώς, όπως και άλλοι πολιτισμοί της Ανατολής, δεν έδειξε να επιθυμεί να συμβαδίσει με τη δυναμική Δύση, η οποία μεταλλασσόταν από την Αναγέννηση, τις ανακαλύψεις, τη βιομηχανική και επιστημονική επανάσταση και τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό.
O Οθωμανικός πολιτισμός κατ' αρχάς, δεν ήταν προϊόν μόνο των Τούρκων, αφού η Τουρκική συμμετοχή δεν ήταν τόσο κυρίαρχη. O Τουρκικός λαός ήταν μία μειονότητα μέσα στην Αυτοκρατορία του και προσανατολιζόταν περισσότερο προς τους πολέμους και τις κατακτήσεις. Σ' αυτή την τεράστια Αυτοκρατορία ζούσαν και δραστηριοποιούνταν λαοί, όπως οι Τάταροι, οι Άραβες, ο Κούρδοι, οι Τουρκομάνοι, οι Μπερμπερίνοι κι ο Μαμελούκοι, που ανήκαν στο Ισλάμ, και υπήρχαν οι Βόσνιοι, οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι, που ασπάστηκαν την πίστη του κατακτητή τους.
Ενώ ο υπόλοιπες εθνοτικές ομάδες -Έλληνες, Ούγγροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αρμένιοι, Γεωργιανοί κι Αιγύπτιοι κόπτες- ανήκαν σε διάφορες Χριστιανικές Εκκλησίες, από τις οποίες η σημαντικότερη ήταν η ορθόδοξη. Όλοι αυτοί οι λαοί, με προεξάρχοντες τους Έλληνες, τους Σύριους, τους Αιγυπτίους και, φυσικά, τους Τούρκους, συνεισέφεραν στη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού, που εύστοχα μπορεί να χαρακτηριστεί "Οθωμανικός". Χαρακτηριστική είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση του πιο διάσημου αρχιτέκτονα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του Μεϊμάρ (Μιμάρ) Σινάν, ο οποίος γεννήθηκε το 1589 σε ένα χωριό κοντά στην Καισάρεια από Έλληνες Χριστιανούς γονείς, ο οποίος μπήκε στο τάγμα των γενιτσάρων κατόπιν παιδομαζώματος.
Σε κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας άφησε μνημειώδη έργα, γι' αυτό έγινε παγκοσμίως γνωστός ως ο "Τούρκος Μιχαήλ Άγγελος", καθώς το ύφος του ήταν σαφώς Οθωμανικό, όπως και η γενικότερη εκπαίδευσή του. Επομένως, δεν ήταν ένας Τούρκος, ούτε ένας Έλληνας αρχιτέκτονας, ήταν Οθωμανός. Σημειωτέον ότι ο Σινάν, έως το τέλος της ζωής του, μακάριζε την ευκαιρία που του δόθηκε να πάρει την παιδεία των γενιτσάρων, η οποία του επέτρεψε να αναρριχηθεί πολύ γρήγορα, φυσικά, χάρη και στο θεϊκό ταλέντο του. Ουσιαστικά, οι λαοί που απάρτιζαν την Οθωμανική αυτοκρατορία, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους και να αναδυθούν στο διάβα του χρόνου ως ανεξάρτητοι λαοί και κράτη.
Ίσως η σημαντικότερη αιτία πίσω από αυτό το φαινόμενο ήταν η χαλαρή δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία παρέμεινε ένα συνονθύλευμα λαών και θρησκειών, καθώς οι υποτελείς λαοί είχαν το δικαίωμα να διατηρούν τους θεσμούς και τους πολιτισμούς, εφόσον πλήρωναν τους φόρους τους στο σουλτάνο. H μελέτη της ιστορίας των γενιτσάρων, λοιπόν και της θέσης τους στην Οθωμανική κοινωνία έχει ενδιαφέρον, ιδιαίτερα για τους λαούς των Βαλκανίων, που ουσιαστικά τροφοδότησαν το συγκεκριμένο σώμα.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου