Στην αγορά της Αθήνας οι συζητήσεις ήταν το συνηθισμένο και καθημερινό φαινόμενο. Ο καθένας μπορούσε να πει το κοντό του και το μακρύ του, χωρίς τους περιορισμούς και τους κανονισμούς που ίσχυαν στην Εκκλησία του Δήμου. Πολύ συχνά οι συζητήσεις κατέληγαν σε λογομαχίες και καμιά φορά σε χειροδικίες. Δεν ήταν σπάνιες και οι συζητήσεις με θέματα θεωρητικά και υπερβατικά, όπως για παράδειγμα αν υπάρχουν ή όχι θεοί. Έναν τέτοιο διάλογο μεταξύ δύο φιλοσόφων αναφέρει ο Λουκιανός στο έργο του Ζευς τραγωδός.
Το εύρημα του Λουκιανού είναι πως τον διάλογο τον παρακολουθούμε από τη σκοπιά των θεών, που συγκεντρώθηκαν με πρόσκληση του Δία, ο οποίος αποφάσισε να συγκαλέσει «Γενική Συνέλευση» των Θεών, όταν ο Ερμής τον πληροφόρησε πως την επομένη ο επικούρειος Δάμις και ο στωικός Τιμοκλής θα συζητούσαν στην Ποικίλη Στοά για το αν υπάρχουν ή όχι οι θεοί. Ο Δίας θορυβήθηκε πολύ, γιατί αν επικρατούσε η δεύτερη άποψη, υπήρχε κίνδυνος να σταματήσει η ανέγερση ναών και η προσφορά θυσιών.
Ο Λουκιανός βάζει τους θεούς να συμπεριφέρονται σαν τους Αθηναίους πολίτες στην Πνύκα, με προσφωνήσεις του τύπου «άνδρες θεοί» και εισαγωγές όπως «άκουε, σίγα, μη τάραττε», με αντεγκλήσεις και φωνές. Ο Μωμος, που εκπροσωπούσε το πνεύμα της αντιλογίας και της αμφισβήτησης, ουσιαστικά υποστήριζε τον Επικούρειο, ενώ ο άξεστος και καθόλου εύστροφος Ηρακλής, που δεν ανεχόταν φλυαρίες και λόγια, πρότεινε να ματαιώσει τη συζήτηση, κατεβαίνοντας στην Αθήνα και γκρεμίζοντας την Ποικίλη Στοά. Ο Δίας όμως απέρριψε την πρότασή του και του έβαλε πάγο.
Τελικά ο διάλογος έγινε. Από την αρχή καταλαβαίνουμε πως ο σκεπτικιστής Λουκιανός ευνοεί τον Επικούρειο και αντιπαθεί τον Στωικό φιλόσοφο. Παρ’ όλη όμως τη μεροληψία του αυτή, τα επιχειρήματα, που βάζει στο στόμα του υπερασπιστή των θεών, δεν είναι δικά του αλλά τα έχει πάρει από το οπλοστάσιο των απανταχού της γης και πάσης εποχής απολογητών της θρησκείας. Ούτε είναι δικές του επινοήσεις οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί, οι ύβρεις και τα αναθέματα, που αφθονούν στα λεγόμενα του Στωικού. Παντού -και πάντα, οι πάσης φύσεως φανατικοί, οι κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας, αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν τους αντιρρησίες της αλήθειας αυτής με μειωτικούς χαρακτηρισμούς και συχνά με απειλές.
Έτσι και στο διάλογο αυτό ο ευσεβής και θεοφοβούμενος Τιμοκλής, αντιμετώπισε από την αρχή τον αμφισβητία Δάμη με μειωτικούς χαρακτηρισμούς και βρισιές, ενώ ο επικούρειος φιλόσοφος τον αντιμετώπιζε με χιούμορ και ειρωνεία.
Να μην ξεχνάμε πως οι Επικούρειοι ταύτιζαν τους θεούς με τις φυσικές δυνάμεις και θεωρούσαν πως αποτελούνται και αυτοί από άτομα, πως δεν επεμβαίνανε καθόλου στη ζωή των ανθρώπων και ως εκ τούτου είναι περιττό οι άνθρωποι να προσεύχονται στους θεούς ή να ζητούν από αυτούς οτιδήποτε.
Κατά τη συζήτηση επιτέθηκε πρώτος ο Τιμοκλής, που ρώτησε τον «ιερόσυλο Δάμη», όπως τον αποκάλεσε, να του εξηγήσει γιατί δεν πιστεύει πως υπάρχουν θεοί.
Εκείνος του απάντησε πως δεν έχει καμιά τέτοια υποχρέωση, αλλά αντίθετα αυτός (ο Τιμοκλής) πρέπει να εξηγήσει πού βασίζει την πίστη του πως υπάρχουν οι θεοί, του ζήτησε δε να αποφεύγει χαρακτηρισμούς και βρισιές.
Ο Τιμοκλής αναφέρθηκε τότε στην τάξη που επικρατεί στον κόσμο, που από μόνη της μαρτυρεί την ύπαρξη κάποιου υπέρτατου αρχιτέκτονα, την θεία πρόνοια, που μεριμνά για όλους τους ανθρώπους, για τα θαύματα που κάνουν οι θεοί και για τις θεομηνίες με τις οποίες τιμωρούν τους ασεβείς.
Ο Δάμις, αντικρούοντας τα επιχειρήματα αυτά, υποστήριξε πως η τάξη που επικρατεί στον κόσμο είναι αποτέλεσμα των φυσικών δυνάμεων που τον κυβερνούν, αμφισβήτησε πως υπάρχει θεία πρόνοια, αφού πολλοί εγκληματίες μένουν ατιμώρητοι, ενώ αντίθετα θύματα της θείας οργής πέφτουν καμιά φορά αθώοι. Όταν ο Τιμοκλής τον άκουσε πως δε δεχόταν τη θεία πρόνοια, φώναξε απευθυνόμενος στους ακροατές τους: «Πώς τον ακούτε να τα λέει αυτά, άνθρωποι, και δεν τον παίρνετε με τις πέτρες;»
«Μην ερεθίζεις τους ανθρώπους εναντίον μου» του λέει ο Δάμις, «και στο κάτω κάτω ποιος είσαι συ που θυμώνεις για λογαριασμό των θεών όταν αυτοί δε φαίνονται να ενοχλούνται μ’ αυτά που λέω, εκτός πια αν δε μ’ ακούνε».
«Σ’ ακούνε και θα σε τιμωρήσουν όταν έρθει η ώρα» τον απείλησε ο Τιμοκλής.
«Και πού θα βρουν τον καιρό να νοιαστούν για μένα; Εδώ όπως λες έχουν τόσα και τόσα να κάνουν, με εμένα θα ασχοληθούν; Άλλωστε, σε τόσες και τόσες περιπτώσεις κακουργημάτων, είδες ποτέ να τιμωρούν κανέναν; Εσύ, πες μου, πού βασίζεις τον ισχυρισμό σου πως οι θεοί προνοούν;»
O Τιμοκλής άρχισε να αραδιάζει διάφορα αποσπάσματα από τον Όμηρο και τους Τραγικούς, που κατά την άποψή του αποδείκνυαν τη θεία πρόνοια, ο Δάμις όμως του απάντησε πως όλα αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας των ποιητών και όχι γεγονότα αποδεδειγμένα.
Το πλήθος που παρακολουθούσε τη συζήτηση τον χειροκρότησε και αυτό μεγάλωσε την οργή του Τιμοκλή, που τον ρώτησε:
«Είπες πως οι βωμοί είναι για τους θεούς. Αφού λοιπόν υπάρχουν βωμοί, άρα υπάρχουν θεοί. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;»
«Άσε με πρώτα να γελάσω με το επιχείρημά σου αυτό και μετά σου απαντώ»
«Εσύ ποτέ δε στοματάς να γελάς. Πες τι το γελοίο βλέπεις στο συλλογισμό μου;»
«Αφού συνδέεις την ύπαρξη των θεών από την ύπαρξη των βωμών, δε νομίζω πως έχουμε να πούμε τίποτ’ άλλο, και είναι καιρός να φύγουμε».
«Ομολογείς λοιπόν πως νικήθηκες;»
«Ναι βρε Τιμοκλή. Αφού, όπως οι καταδιωκόμενοι, κατέφυγες στους βωμούς, παραδέχομαι πως με νίκησες».
Και ο Δάμις κίνησε να φύγει, ενώ ο Τιμοκλής έξαλλος τον ακολουθούσε, βρίζοντας κι αυτόν και όλο του το σόι.
Από το έργο Ζευς τραγωδός – Λουκιανός
Το εύρημα του Λουκιανού είναι πως τον διάλογο τον παρακολουθούμε από τη σκοπιά των θεών, που συγκεντρώθηκαν με πρόσκληση του Δία, ο οποίος αποφάσισε να συγκαλέσει «Γενική Συνέλευση» των Θεών, όταν ο Ερμής τον πληροφόρησε πως την επομένη ο επικούρειος Δάμις και ο στωικός Τιμοκλής θα συζητούσαν στην Ποικίλη Στοά για το αν υπάρχουν ή όχι οι θεοί. Ο Δίας θορυβήθηκε πολύ, γιατί αν επικρατούσε η δεύτερη άποψη, υπήρχε κίνδυνος να σταματήσει η ανέγερση ναών και η προσφορά θυσιών.
Ο Λουκιανός βάζει τους θεούς να συμπεριφέρονται σαν τους Αθηναίους πολίτες στην Πνύκα, με προσφωνήσεις του τύπου «άνδρες θεοί» και εισαγωγές όπως «άκουε, σίγα, μη τάραττε», με αντεγκλήσεις και φωνές. Ο Μωμος, που εκπροσωπούσε το πνεύμα της αντιλογίας και της αμφισβήτησης, ουσιαστικά υποστήριζε τον Επικούρειο, ενώ ο άξεστος και καθόλου εύστροφος Ηρακλής, που δεν ανεχόταν φλυαρίες και λόγια, πρότεινε να ματαιώσει τη συζήτηση, κατεβαίνοντας στην Αθήνα και γκρεμίζοντας την Ποικίλη Στοά. Ο Δίας όμως απέρριψε την πρότασή του και του έβαλε πάγο.
Τελικά ο διάλογος έγινε. Από την αρχή καταλαβαίνουμε πως ο σκεπτικιστής Λουκιανός ευνοεί τον Επικούρειο και αντιπαθεί τον Στωικό φιλόσοφο. Παρ’ όλη όμως τη μεροληψία του αυτή, τα επιχειρήματα, που βάζει στο στόμα του υπερασπιστή των θεών, δεν είναι δικά του αλλά τα έχει πάρει από το οπλοστάσιο των απανταχού της γης και πάσης εποχής απολογητών της θρησκείας. Ούτε είναι δικές του επινοήσεις οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί, οι ύβρεις και τα αναθέματα, που αφθονούν στα λεγόμενα του Στωικού. Παντού -και πάντα, οι πάσης φύσεως φανατικοί, οι κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας, αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν τους αντιρρησίες της αλήθειας αυτής με μειωτικούς χαρακτηρισμούς και συχνά με απειλές.
Έτσι και στο διάλογο αυτό ο ευσεβής και θεοφοβούμενος Τιμοκλής, αντιμετώπισε από την αρχή τον αμφισβητία Δάμη με μειωτικούς χαρακτηρισμούς και βρισιές, ενώ ο επικούρειος φιλόσοφος τον αντιμετώπιζε με χιούμορ και ειρωνεία.
Να μην ξεχνάμε πως οι Επικούρειοι ταύτιζαν τους θεούς με τις φυσικές δυνάμεις και θεωρούσαν πως αποτελούνται και αυτοί από άτομα, πως δεν επεμβαίνανε καθόλου στη ζωή των ανθρώπων και ως εκ τούτου είναι περιττό οι άνθρωποι να προσεύχονται στους θεούς ή να ζητούν από αυτούς οτιδήποτε.
Κατά τη συζήτηση επιτέθηκε πρώτος ο Τιμοκλής, που ρώτησε τον «ιερόσυλο Δάμη», όπως τον αποκάλεσε, να του εξηγήσει γιατί δεν πιστεύει πως υπάρχουν θεοί.
Εκείνος του απάντησε πως δεν έχει καμιά τέτοια υποχρέωση, αλλά αντίθετα αυτός (ο Τιμοκλής) πρέπει να εξηγήσει πού βασίζει την πίστη του πως υπάρχουν οι θεοί, του ζήτησε δε να αποφεύγει χαρακτηρισμούς και βρισιές.
Ο Τιμοκλής αναφέρθηκε τότε στην τάξη που επικρατεί στον κόσμο, που από μόνη της μαρτυρεί την ύπαρξη κάποιου υπέρτατου αρχιτέκτονα, την θεία πρόνοια, που μεριμνά για όλους τους ανθρώπους, για τα θαύματα που κάνουν οι θεοί και για τις θεομηνίες με τις οποίες τιμωρούν τους ασεβείς.
Ο Δάμις, αντικρούοντας τα επιχειρήματα αυτά, υποστήριξε πως η τάξη που επικρατεί στον κόσμο είναι αποτέλεσμα των φυσικών δυνάμεων που τον κυβερνούν, αμφισβήτησε πως υπάρχει θεία πρόνοια, αφού πολλοί εγκληματίες μένουν ατιμώρητοι, ενώ αντίθετα θύματα της θείας οργής πέφτουν καμιά φορά αθώοι. Όταν ο Τιμοκλής τον άκουσε πως δε δεχόταν τη θεία πρόνοια, φώναξε απευθυνόμενος στους ακροατές τους: «Πώς τον ακούτε να τα λέει αυτά, άνθρωποι, και δεν τον παίρνετε με τις πέτρες;»
«Μην ερεθίζεις τους ανθρώπους εναντίον μου» του λέει ο Δάμις, «και στο κάτω κάτω ποιος είσαι συ που θυμώνεις για λογαριασμό των θεών όταν αυτοί δε φαίνονται να ενοχλούνται μ’ αυτά που λέω, εκτός πια αν δε μ’ ακούνε».
«Σ’ ακούνε και θα σε τιμωρήσουν όταν έρθει η ώρα» τον απείλησε ο Τιμοκλής.
«Και πού θα βρουν τον καιρό να νοιαστούν για μένα; Εδώ όπως λες έχουν τόσα και τόσα να κάνουν, με εμένα θα ασχοληθούν; Άλλωστε, σε τόσες και τόσες περιπτώσεις κακουργημάτων, είδες ποτέ να τιμωρούν κανέναν; Εσύ, πες μου, πού βασίζεις τον ισχυρισμό σου πως οι θεοί προνοούν;»
O Τιμοκλής άρχισε να αραδιάζει διάφορα αποσπάσματα από τον Όμηρο και τους Τραγικούς, που κατά την άποψή του αποδείκνυαν τη θεία πρόνοια, ο Δάμις όμως του απάντησε πως όλα αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας των ποιητών και όχι γεγονότα αποδεδειγμένα.
Το πλήθος που παρακολουθούσε τη συζήτηση τον χειροκρότησε και αυτό μεγάλωσε την οργή του Τιμοκλή, που τον ρώτησε:
«Είπες πως οι βωμοί είναι για τους θεούς. Αφού λοιπόν υπάρχουν βωμοί, άρα υπάρχουν θεοί. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;»
«Άσε με πρώτα να γελάσω με το επιχείρημά σου αυτό και μετά σου απαντώ»
«Εσύ ποτέ δε στοματάς να γελάς. Πες τι το γελοίο βλέπεις στο συλλογισμό μου;»
«Αφού συνδέεις την ύπαρξη των θεών από την ύπαρξη των βωμών, δε νομίζω πως έχουμε να πούμε τίποτ’ άλλο, και είναι καιρός να φύγουμε».
«Ομολογείς λοιπόν πως νικήθηκες;»
«Ναι βρε Τιμοκλή. Αφού, όπως οι καταδιωκόμενοι, κατέφυγες στους βωμούς, παραδέχομαι πως με νίκησες».
Και ο Δάμις κίνησε να φύγει, ενώ ο Τιμοκλής έξαλλος τον ακολουθούσε, βρίζοντας κι αυτόν και όλο του το σόι.
Από το έργο Ζευς τραγωδός – Λουκιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου