Έτσι κατέβηκα τις σκάλες από τη σοφίτα μου, αυτές τις σκάλες της ξενιτιάς, που τόσο δύσκολα τις ανεβαίνεις, αυτές τις καθαρές και φροντισμένες σκάλες, ενός αξιοπρεπέστατου αστικού σπιτιού, στο οποίο στεγάζονται τρεις οικογένειες κι εγώ, που έχω το ερημητήριό μου στην σοφίτα. Δεν ξέρω πώς συμβαίνει αυτό, εγώ ο Λύκος της Στέπας, που είμαι χωρίς πατρίδα και μισώ αυτόν το μικρό αστικό κόσμο, να μένω συνήθως σε τέτοια αστικά σπίτια. Ίσως πρόκειται για έναν παλιό συναισθηματισμό. Δε μένω ούτε σε παλάτια ούτε σε σπίτια προλετάριων, αλλά σχεδόν πάντοτε σε τέτοιες αστικές φωλιές, όπου μένουν πολύ αξιοπρεπείς, άμεμπτοι και πολύ ανιαροί άνθρωποι- εδώ μυρίζει συνέχεια σαπούνι και καθαριότητα και φοβάσαι να χτυπήσεις λίγο πιο δυνατά την πόρτα ή να μπεις μέσα με λασπωμένα παπούτσια. Πάντως, χωρίς αμφιβολία αγαπώ αυτή την ατμόσφαιρα, ακόμα από τα παιδικά μου χρόνια και πάντοτε η κρυφή μου λαχτάρα, σαν να γυρεύω την πατρίδα μου, με οδηγεί απελπισμένα στους ίδιους δρόμους. Και πάντοτε δέχομαι ευχάριστα αυτή την αντίθεση, να ζω άτακτα, άχαρα, μόνος και καταπιεσμένος μέσα σ’ ένα οικογενειακό αστικό περιβάλλον. Μ’ αρέσει πολύ αυτό, να ανασαίνω στη σκάλα αυτή την οσμή της ησυχίας, της τάξης, της καθαριότητας, της αξιοπρέπειας και της πειθαρχίας, που παρά το μίσος που νιώθω για την αστική τάξη, αισθάνομαι κάτι συγκλονιστικό, και μ’ αρέσει, μετά να περνώ το κατώφλι του δωματίου μου, όπου όλα αυτά σταματούν, όπου πάλι ανάμεσα στους σωρούς των βιβλίων υπάρχουν τα αποτσίγαρα και τα μπουκάλια του κρασιού, όπου όλα είναι ακατάστατα και αφρόντιστα, κι όπου όλα, βιβλία, χειρόγραφα, σκέψεις, είναι διαποτισμένα από την αγωνία του μοναχικού, από την προβληματική της ανθρώπινης ύπαρξης, από την νοσταλγία να αποκτήσει η ζωή ένα καινούργιο νόημα, γιατί σήμερα έχει χάσει κάθε νόημα…
Όχι είναι πολύ δύσκολο να βρεις αυτό το θείο αχνάρι μέσα σ’ αυτή τη ζωή που περνάμε, μέσα σ’ αυτόν το χρόνο τον τόσο απνευμάτιστο, αστικό κι ευτυχισμένο, μέσα σ’ αυτά τα αρχιτεκτονικά σχέδια, τις επιχειρήσεις, την πολιτική και τους ανθρώπους! Πώς μπορούσα μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο να μην είμαι ένας λύκος της στέπας, ένας άξεστος ερημίτης, μια που δεν καταλάβαινα κανέναν από τους σκοπούς του και δεν ένιωθα καμιά από τις χαρές του! Δεν μπορώ ούτε σ’ ένα θέατρο ούτε σ’ ένα κινηματογράφο να παραμείνω πολλή ώρα, δεν μπορώ να διαβάσω μια εφημερίδα και πολύ σπάνια διαβάζω ένα μοντέρνο βιβλίο- δεν μπορώ να καταλάβω ποια όρεξη και ποια χαρά σπρώχνουν τους ανθρώπους στα ταξίδια και τα ξενοδοχεία, στα γεμάτα καφέ-μπαρ με την πνιγερή μουσική και στα μπαρ και τις παραστάσεις βαριετέ των μεγαλουπόλεων, στις εκθέσεις, στους αγώνες αυτοκινήτων, στα γήπεδα και στις διαλέξεις γι’ αυτούς που διψούν για μόρφωση! Όλες αυτές τις χαρές, που θα μπορούσα να τις φτάσω και να επιδιώξω άλλες τόσες, δεν μπορώ να τις καταλάβω ούτε συμμετέχω σ’ αυτές. Αντίθετα, αυτό που σε μένα προξενεί τις σπάνιες ώρες της χαράς, αυτό που είναι για μένα ηδονή, βίωμα, έκσταση και εξύψωση, βρίσκεται μόνο στην ποίηση, ενώ στη ζωή φαίνεται να ‘ναι αφύσικο. Και πράγματι, αν ο κόσμος έχει δίκιο, αν αυτή η μουσική στα μπαρ, αυτές οι μαζικές ικανοποιήσεις μέσα στα πλήθη κι αυτός ο αμερικανικός τρόπος ζωής είναι πράγματα δικαιωμένα, τότε εγώ έχω το άδικο, είμαι τρελός, πραγματικά ένας λύκος της στέπας, όπως συχνά ονόμαζα τον εαυτό μου- είμαι οπωσδήποτε ένα περιπλανώμενο θηρίο, μέσα σ’ έναν ξένο κι ακατανόητο κόσμο, που δεν μπορεί πια να βρει την πατρίδα του, την τροφή και τον αέρα του.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, Ο Λύκος της Στέπας
Όχι είναι πολύ δύσκολο να βρεις αυτό το θείο αχνάρι μέσα σ’ αυτή τη ζωή που περνάμε, μέσα σ’ αυτόν το χρόνο τον τόσο απνευμάτιστο, αστικό κι ευτυχισμένο, μέσα σ’ αυτά τα αρχιτεκτονικά σχέδια, τις επιχειρήσεις, την πολιτική και τους ανθρώπους! Πώς μπορούσα μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο να μην είμαι ένας λύκος της στέπας, ένας άξεστος ερημίτης, μια που δεν καταλάβαινα κανέναν από τους σκοπούς του και δεν ένιωθα καμιά από τις χαρές του! Δεν μπορώ ούτε σ’ ένα θέατρο ούτε σ’ ένα κινηματογράφο να παραμείνω πολλή ώρα, δεν μπορώ να διαβάσω μια εφημερίδα και πολύ σπάνια διαβάζω ένα μοντέρνο βιβλίο- δεν μπορώ να καταλάβω ποια όρεξη και ποια χαρά σπρώχνουν τους ανθρώπους στα ταξίδια και τα ξενοδοχεία, στα γεμάτα καφέ-μπαρ με την πνιγερή μουσική και στα μπαρ και τις παραστάσεις βαριετέ των μεγαλουπόλεων, στις εκθέσεις, στους αγώνες αυτοκινήτων, στα γήπεδα και στις διαλέξεις γι’ αυτούς που διψούν για μόρφωση! Όλες αυτές τις χαρές, που θα μπορούσα να τις φτάσω και να επιδιώξω άλλες τόσες, δεν μπορώ να τις καταλάβω ούτε συμμετέχω σ’ αυτές. Αντίθετα, αυτό που σε μένα προξενεί τις σπάνιες ώρες της χαράς, αυτό που είναι για μένα ηδονή, βίωμα, έκσταση και εξύψωση, βρίσκεται μόνο στην ποίηση, ενώ στη ζωή φαίνεται να ‘ναι αφύσικο. Και πράγματι, αν ο κόσμος έχει δίκιο, αν αυτή η μουσική στα μπαρ, αυτές οι μαζικές ικανοποιήσεις μέσα στα πλήθη κι αυτός ο αμερικανικός τρόπος ζωής είναι πράγματα δικαιωμένα, τότε εγώ έχω το άδικο, είμαι τρελός, πραγματικά ένας λύκος της στέπας, όπως συχνά ονόμαζα τον εαυτό μου- είμαι οπωσδήποτε ένα περιπλανώμενο θηρίο, μέσα σ’ έναν ξένο κι ακατανόητο κόσμο, που δεν μπορεί πια να βρει την πατρίδα του, την τροφή και τον αέρα του.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, Ο Λύκος της Στέπας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου