Με τον όρο Μάχη του Ατλαντικού αναφέρεται η μεγαλύτερη σε διάρκεια στρατιωτική επιχείρηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αφού διήρκεσε από το 1939 μέχρι τη στρατιωτική κατάρρευση της Ναζιστικής Γερμανίας το 1945, θεωρούμενη έτσι ως η μακροβιότερη μάχη του πολέμου. Βέβαια μπορεί στο χώρο αυτό να μη συνέβησαν μεγάλες ναυμαχίες ή αεροναυμαχίες όπως αντίθετα δόθηκαν την ίδια περίοδο στον Ειρηνικό ωκεανό, υπήρξε όμως ένα τεράστιο πεδίο κυρίως ανθυποβρυχιακών αγώνων επικυριαρχίας αλλά και επιβίωσης με τεράστιες καταστροφές.
Η πατρότητα του όρου αποδίδεται στον Ουίνστων Τσώρτσιλ. Στην εκστρατεία αυτή το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine) χρησιμοποίησε δυνάμεις επιφανείας αλλά, κυρίως, υποβρύχια για να εξουδετερώνει τις Συμμαχικές νηοπομπές που προέρχονταν από τις ΗΠΑ και το Νότιο Ατλαντικό με κατεύθυνση κύρια το Ηνωμένο Βασίλειο και (αργότερα) τη Σοβιετική Ένωση. Οι Γερμανοί βοηθήθηκαν από το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό (Regia Marina), το οποίο ενεπλάκη στη σύγκρουση από τον Ιούνιο του 1940. Αναφέρεται, επίσης και εμφάνιση Ιαπωνικών υποβρυχίων στον Ατλαντικό.
Το Υπόβαθρο
Όταν στις 18 Νοεμβρίου 1918 ο Γερμανικός στόλος κατέπλευσε στο Σκάπα Φλόου για να παραδοθεί, το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό έμοιαζε να βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του: Διέθετε 61 μεγάλα σκάφη μάχης (έναντι 40 της Γαλλίας και 39 των ΗΠΑ) και εμφανιζόταν ως το ισχυρότερο Ναυτικό σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα πράγματα όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι: Η Βρετανία όφειλε να περιφρουρεί θαλάσσιες οδούς τεραστίων διαστάσεων, καθώς τα τότε συμφέροντά της εκτείνονταν από την Ευρώπη και την Αφρική μέχρι την Ινδία και την Άπω Ανατολή ενώ έπρεπε να προστατεύει και τα περίπου 2.500 εμπορικά σκάφη της.
Με τον τρόπο αυτό όμως γινόταν όλο και περισσότερο εξαρτημένη από τις δια θαλάσσης εισαγωγές της, ενώ οι τεράστιες δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για τη διεξαγωγή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου την είχαν καταστήσει αδύναμη για να μπορέσει να συντηρήσει τα τρέχοντα επίπεδα ισχύος της. Η αμυντική της πολιτική βασίστηκε στο γεγονός ότι για την επόμενη δεκαετία δεν θα υπήρχε νέα μεγάλη σύρραξη στα εδάφη των συμφερόντων της.
Για το λόγο αυτό δέχτηκε να υπογράψει τις ναυτικές συμφωνίες της διάσκεψης της Ουάσιγκτον το 1922, με τις οποίες απεμπολούσε, ουσιαστικά, το χαρακτηρισμό του Βασιλικού Ναυτικού ως του ισχυρότερου στον κόσμο. Συμφώνησε, επίσης, να μη ναυπηγηθούν νέα μεγάλα πολεμικά σκάφη την επόμενη δεκαετία, εξαιρουμένων όσων ήταν ήδη υπό ναυπήγηση (επρόκειτο για τα θωρηκτά "Ρόντνεϊ" και "Νέλσον", που περατώθηκαν το 1927). Η ισχύς του Βασιλικού Ναυτικού περιορίστηκε ακόμη περισσότερο στη ναυτική διάσκεψη του Λονδίνου το 1930, καθώς μετά από αυτή υιοθετήθηκαν, για οικονομικούς λόγους, περιορισμοί στην εκπαίδευση των πληρωμάτων.
Όταν οι Εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ κατέλαβαν την εξουσία το 1933, η Γερμανία διέθετε μόνον ένα στρατό ξηράς 100.000 ανδρών, χωρίς βαρέα πυροβόλα και άρματα μάχης. Δεν υπήρχε καθόλου πολεμική αεροπορία, καθώς την απαγόρευε η Συνθήκη των Βερσαλλιών, ενώ είχε καθυστερήσει σημαντικά το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Ναυτικού της: Τα υποβρύχια ήταν ολοσχερώς απαγορευμένα, ενώ κανένα πολεμικό σκάφος δε μπορούσε να υπερβεί τους 10.000 κ.ο.χ.
Εκείνη την εποχή διέθετε έξι ελαφρά καταδρομικά (6.000 κ.ο.χ. το καθένα), 12 τορπιλοβόλα, ενώ από τα θωρηκτά κλάσης "Ντόιτσλαντ" μόνο το ίδιο το "Ντόιτσλαντ" ήταν έτοιμο, τα άλλα δύο, "Άντμιραλ Σέερ" και "Άντμιραλ Γκραφ Σπέε" ήταν ακόμη στα ναυπηγεία, χωρίς να έχει γίνει παραγγελία για περισσότερα.
Στον αντίποδα η Βρετανία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ισχυρά εξαρτημένη από τη θάλασσα για την οικονομία της: Εισήγαγε τρόφιμα και πρώτες ύλες απαραίτητες για την επιβίωση των κατοίκων της, ενώ οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι της ήταν, κατά κύριο λόγο, οι αποικίες της. Η Ναζιστική Γερμανία, γνωρίζοντας την ανάγκη των Βρετανών να ανεφοδιάζονται από το εξωτερικό, μόλις δέχτηκε την κήρυξη πολέμου από τη Βρετανία και τη Γαλλία (Σεπτέμβριος 1939, αμέσως μετά την εισβολή της στην Πολωνία αποφάσισε να κάνει τους Βρετανούς να λιμοκτονήσουν και να γονατίσουν από την άποψη εξοπλισμού και πρώτων υλών επιβάλλοντάς τους ναυτικό αποκλεισμό.
Αυτό ακριβώς είχε αποπειραθεί να επιτύχει και ο Κάιζερ Βίλχελμ (Γουλιέλμος) κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν η Ναζιστική Γερμανία είχε καταφέρει να εμποδίσει τα εμπορικά πλοία να μεταφέρουν τρόφιμα, πρώτες ύλες, στρατεύματα και τον εξοπλισμό τους από τη Βόρεια Αμερική προς τη Βρετανία, η έκβαση του Πολέμου θα ήταν ριζικά διαφορετική: Η Βρετανία θα είχε υποταχθεί λιμοκτονώντας, ενώ τα στρατεύματά της δε θα ήταν δυνατό να εξοπλιστούν με άρματα μάχης και οχήματα Αμερικανικής κατασκευής.
Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, οι στόλοι και των δύο χωρών ήταν σχετικά ανέτοιμοι. Ο Χίτλερ γνώριζε ότι το Ναυτικό του ήταν κατά πολύ υποδεέστερο σε δυνάμεις σε σχέση τόσο με το Βρετανικό όσο και με το Γαλλικό (Marine Nationale). Οι Γάλλοι, μάλιστα, είχαν ανανεώσει πρόσφατα τα σκάφη τους και διέθεταν έναν από τους πλέον σύγχρονους στόλους στην Ευρώπη. Οι Βρετανοί διέθεταν βέβαια ακόμη 12 θωρηκτά, 5 αεροπλανοφόρα και 53 καταδρομικά, αλλά τα περισσότερα από αυτά ήταν "απομεινάρια" του Πρώτου πολέμου:
Μόνο τα "Χουντ" και "Ρινόουν" μπορούσαν να φθάσουν την ταχύτητα των σύγχρονων Γερμανικών θωρηκτών, ενώ το μοναδικό σύγχρονο αεροπλανοφόρο, το "Αρκ Ρόαγιαλ" μετέφερε πεπαλαιωμένα αεροσκάφη. Συνολικά η Βρετανία διέθετε μόνο 7 αεροπλανοφόρα, από τα οποία τρία ήταν τόσο πεπαλαιωμένα που ένα τους καταστράφηκε από βόμβες που έπεσαν κοντά του χωρίς να το πλήξουν.
Με την έναρξη του πολέμου το Σεπτέμβριο του 1939 το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Γερμανικού στόλου άλλαξε. Ενώ το αρχικό πρόγραμμα προέβλεπε ομογενή στόλο σκαφών επιφανείας, δόθηκε εντολή να περατωθούν μόνον όσα σκάφη επιφανείας είχαν ήδη ξεκινήσει να κατασκευάζονται ενώ η κατασκευή όσων είχαν μόνο σχεδιαστεί ματαιώθηκε. Αντίθετα, ξεκίνησε ένα "βαρύ" πρόγραμμα κατασκευής υποβρυχίων: Ενώ το έως τότε πρόγραμμα προέβλεπε την κατασκευή 2 - 4 υποβρυχίων μηνιαία, το νέο πρόγραμμα προέβλεπε αυτό τον αριθμό να εκτοξεύεται στα 20 - 25 σκάφη ανά μήνα.
Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στους τύπους VIIC και IXC. Τα VIIC είχαν μικρό εκτόπισμα (μόνο 570 κ.ο.χ.) αλλά μπορούσε να μεταφέρει 12 - 14 τορπίλες και είχε σχετικά μεγάλη ακτίνα δράσης. Για τον Ντένιτς ήταν ιδεώδες: Ελαφρύ και εύχρηστο, ευκίνητο, δύσκολο να εντοπιστεί τη νύκτα. Ο δεύτερος τύπος έφτανε τους 740 κ.ο.χ. και ενώ ήταν λιγότερο ευκίνητο, είχε μεγαλύτερη ακτίνα δράσης και μετέφερε περισσότερες τορπίλες.
Οι δυνάμεις επιφανείας των Γερμανών ήταν πραγματικά κατά πολύ υποδεέστερες των αντίστοιχων Βρετανικών τόσο ποιοτικά όσο, κυρίως, ποσοτικά. Βέβαια, οι Βρετανοί ήσαν υποχρεωμένοι να περιφρουρούν θαλάσσιες οδούς και 2.500 εμπορικά πλοία και ούτε αυτοί βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. Τα περισσότερα σκάφη τους ήταν πεπαλαιωμένα ενώ είχε μειωθεί και ο αριθμός τους. Παρόλ' αυτά ο Χίτλερ αποφάσισε να ακολουθήσει τακτική που θα του επέτρεπε να παρακάμψει το εμπόδιο των υποδεέστερων δυνάμεων.
Έθεσε ως κύριο στόχο των θαλάσσιων δυνάμεων τα εμπορικά σκάφη που μετέφεραν εφόδια στη Βρετανία (και αργότερα και την Σοβιετική Ένωση). Για την επίτευξη του στόχου κινητοποίησε κυρίως υποβρύχια, νάρκες και μια ειδική ομάδα σκαφών, μετασκευασμένων εμπορικών με εξοπλισμό και θωράκιση καταδρομικού, τα οποία επονομάστηκαν "βοηθητικά καταδρομικά" (Hilfskreuzer, HSK). Την ίδια αποστολή είχαν αναλάβει και ορισμένες "μεγάλες" μονάδες του Γερμανικού στόλου, όπως τα δύο "θωρηκτά τσέπης" "Άντμιραλ Γκραφ Σπέε" και "Ντόιτσλαντ" (θα μετονομαστεί σε "Λύτσοβ" λίγο αργότερα).
Το κύριο βάρος ήταν προγραμματισμένο να πέσει στον υποβρυχιακό στόλο, τον οποίο διοικούσε από το 1936 ο Ναύαρχος Καρλ Ντένιτς. Είναι αξιοπρόσεκτο επίτευγμα για τη Γερμανία το ότι συνολικά κατασκευάστηκαν και μπήκαν σε πολεμική υπηρεσία 1153 υποβρύχια όλων των τύπων. Το 1935 οι Βρετανοί υπέγραψαν την περίφημη "Ναυτική Συμφωνία" (Naval Agreement) με τη Γερμανία. Σ' αυτή προβλεπόταν ότι η Γερμανία θα είχε τη δυνατότητα κατασκευής σκαφών ισότιμων με τα Βρετανικά, ενώ ήρε την απαγόρευση ναυπήγησης υποβρυχίων (αν και οι Γερμανοί είχαν ήδη κατά παράβαση της συνθήκης ναυπηγήσει αρκετά μικρά σκάφη).
Έτσι κατασκευάστηκαν τα "Σάρνχορστ" και "Γκνάιζεναου", 32.000 κ.ο.χ., τα οποία οι Βρετανοί χαρακτήρισαν ως "βαρέα καταδρομικά", άρχισαν να κατασκευάζουν τα "Άντμιραλ Χίππερ" και "Πριντς Όιγκεν" ενώ ξεκίνησε και μεγαλύτερη προσπάθεια ναυπήγησης υποβρυχίων με παράλληλη βελτίωση των δυνατοτήτων τους.
Το Σύστημα Πληροφοριών
Σε συγκρούσεις όπως αυτή, το σύστημα πληροφοριών έπαιξε ζωτικό ρόλο, καθώς και από τις δύο πλευρές, κατά διαστήματα, ήταν δυνατή η αποκρυπτογράφηση των σημάτων του αντιπάλου. Η Βρετανική επιχείρηση που ασχολήθηκε με αυτά τα θέματα πήρε την κωδική ονομασία "Επιχείρηση Ultra". Η δυνατότητα που απέκτησαν οι Βρετανοί να αποκρυπτογραφούν τα, ως τότε θεωρούμενα απαραβίαστα, σήματα που οι Γερμανοί κωδικοποιούσαν με τη συσκευή "Enigma" αποτέλεσε σημαντικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα όταν, το Μάιο του 1941, απέκτησαν μια τέτοια συσκευή από υποβρύχιο που αιχμαλώτισαν.
Οι "Enigma" του ναυτικού έφεραν ένα στροφέα (ρότορα) περισσότερο από τις συμβατικές, πράγμα που καθιστούσε την αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων από το Μπλέτσλεϊ Παρκ (στέγη της "Ultra") αρχικά αδύνατη. Έτσι οι Βρετανοί, γνωρίζοντας πού περίπου βρίσκονταν τα Γερμανικά υποβρύχια, αναπρογραμμάτιζαν τα δρομολόγια των νηοπομπών τους, απομακρύνοντάς τις από τους "λύκους". Το 1942 οι Γερμανοί, αντιλαμβανόμενοι ότι τα μηνύματά τους πρέπει να αποκρυπτογραφούνται, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στις "Enigma" και οι ειδικοί του Μπλέτσλεϊ Παρκ έκαναν κυριολεκτικά αγώνα δρόμου για να διατηρήσουν το πλεονέκτημά τους.
Η προσωρινή διακοπή αποκρυπτογράφησης επέφερε αύξηση των βυθίσεων των συμμαχικών εμπορικών πλοίων. Το πρόβλημα έγινε εντονότερο για τα συμμαχικά σκάφη καθώς οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν μεν στη σύγκρουση μετά το Περλ Χάρμπορ αλλά καθυστέρησαν σημαντικά στη λήψη μέτρων, όπως τη δημιουργία νηοπομπών και τη συσκότιση των παράκτιων πόλεών τους. Ο Καρτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η Φλόριντα αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές συσκότισης για να μη πειραχτεί ο τουρισμός της.
Η περίοδος αυτή αποτέλεσε τη "δεύτερη ευτυχισμένη περίοδο" για τα Γερμανικά υποβρύχια, καθώς το πρώτο μισό του 1942 κατάφεραν να βυθίσουν περισσότερα από 500 συμμαχικά εμπορικά σκάφη. Το πρόβλημα της αποκρυπτογράφησης των Γερμανικών μηνυμάτων (των οποίων η πολυπολοκότητα αυξανόταν διαρκώς) λύθηκε οριστικά με την κατασκευή του υπολογιστή Colossus Mark II στο Μπλέτσλεϊ Παρκ από τον Άλαν Τούρινγκ και τους συνεργάτες του το 1943.
Συσκευή Enigma
Η συσκευή Enigma είναι μια συσκευή από μια οικογένεια συσχετιζόμενων ηλεκτρομηχανικών rotor συσκευών που χρησιμοποιήθηκαν για την κρυπτογράφηση και αποκρυπτογράφηση μυστικών μηνυμάτων. Η πρώτη συσκευή Enigma εφευρέθηκε από τον Γερμανό μηχανικό Άρθουρ Σέρμπιους στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτό το μοντέλο και οι παραλλαγές του χρησιμοποιήθηκαν εμπορικά από της αρχές της δεκαετίας του 1920 και υιοθετήθηκαν από στρατιωτικές και κυβερνητικές υπηρεσίες από διάφορες χώρες, πιο αξιοσημείωτα από την Ναζιστική Γερμανία πριν και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αρκετά διαφορετικά μοντέλα συσκευών Enigma παρήχθησαν, αλλά τα Γερμανικά στρατιωτικά μοντέλα, τα Wehrmacht Enigmas, είναι τα πιο πολυσυζητημένα.
Επιχείρηση Ultra
Με την επωνυμία Επιχείρηση Ultra φέρεται η επιχείρηση που οργάνωσαν οι Βρετανοί κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για την αποκωδικοποίηση των κρυπτογραφημένων ραδιομηνυμάτων ή μηνυμάτων τηλετύπου (teleprinter) των δυνάμεων του Άξονα. Η κωδική αυτή ονομασία επεκτάθηκε σε όλες τις ανάλογες συμμαχικές προσπάθειες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι η επιχείρηση παρέμεινε μυστική καθ' όλη τη διάρκεια διεξαγωγής της, αποτελώντας ένα από τα καλύτερα φυλασσόμενα μυστικά του πολέμου:
Δεν ήταν απλώς χαρακτηρισμένη ως "άκρως απόρρητη" (top-secret) αλλά "υπέρ - άκρως απόρρητη" (ultra - secret). Οι επεκτατικές βλέψεις του Χίτλερ από το 1933 οπότε και ανέλαβε την εξουσία δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές από τους Γάλλους και τους Βρετανούς. Ωστόσο, όταν το 1938 υπογράφηκε η Συμφωνία του Μονάχου, στα πλαίσια μιας "πολιτικής κατευνασμού" πολλοί Βρετανοί, σε υψηλά κλιμάκια και κυρίως στρατιωτικοί, αντιλήφθηκαν τις βλέψεις αυτές, αν και η κυβέρνηση του Νέβιλ Τσάμπερλεν τις αμφισβητούσε.
Οργανώθηκε έτσι μια ειδική υπηρεσία, η "Κυβερνητική Σχολή Κωδικών και Κρυπτογραφίας" (Government Code and Cypher School), η οποία, ύστερα από προσωπικές παρεμβάσεις και ενέργειες του επικεφαλής της υπηρεσίας αντικατασκοπείας του Βρετανικού Ναυαρχείου Σερ Χιού Σίνκλαιρ στεγάστηκε στο Μπλέτσλεϊ Παρκ. Η δημιουργία της υπηρεσίας αποκρυπτογράφησης των "εχθρικών" μηνυμάτων ανάγεται στο 1938.
Η "σχολή" επανδρώθηκε με ειδικούς κρυπτολόγους, γλωσσολόγους και άλλους ειδικούς ενώ ο απαραίτητος εξοπλισμός -κυρίως οι κεραίες λήψης- εγκαταστάθηκε αρκετά μακριά από το κτήριο του Μπλέτσλεϊ Παρκ ώστε να μη δίνει στόχο σε ενδεχόμενους βομβαρδισμούς. Βασικός στόχος της επιχείρησης ήταν η αποκρυπτογράφηση των εχθρικών διαβιβάσεων. Οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν αρκετούς τρόπους επικοινωνίας μεταξύ των σταθμών διοίκησης και των μονάδων τους καθώς και μεταξύ των υψηλών στρατιωτικών - διοικητικών κλιμακίων. Βασικός εξοπλισμός των Γερμανών ήταν η συσκευή Enigma.
Ευτυχώς για τους Βρετανούς, οι Πολωνοί είχαν αποκτήσει μια συσκευή Enigma και είχαν προσπαθήσει να αναλύσουν το μηχανισμό του πριν το ξέσπασμα του Πολέμου και όσο οι Γερμανοί τη δοκίμαζαν. Η αρχική επιτυχία υποσκελίστηκε όταν, καθώς πλησίαζε ο Πόλεμος, οι Γερμανοί άρχισαν να αλλάζουν τρόπους κωδικοποίησης καθημερινά, αντί κάθε μερικές εβδομάδες. Η ταχύτητα αποκρυπτογράφησης, κρίσιμη παράμετρος σε τέτοια περίπτωση, έθεσε τους Πολωνούς εκτός μάχης. Πρόλαβαν, ωστόσο, να δώσουν τις ως τότε εργασίες τους στους Βρετανούς ελάχιστα πριν η Βέρμαχτ εισβάλει στη χώρα τους.
Το 1939 οι ειδικοί του Μπλέτσλεϊ Παρκ επιφορτίστηκαν με την κύρια αποστολή αποκωδικοποίησης των μηνυμάτων που είχαν κωδικοποιηθεί με τη συσκευή Enigma. Ο στόχος δεν ήταν καθόλου εύκολος, δεδομένου ότι κάθε υπηρεσία χρησιμοποιούσε συσκευές με παραλλαγές. Ο στρατός ξηράς χρησιμοποιούσε κοινές συσκευές με επιπρόσθετο πίνακα βυσμάτων, η Άμπβερ συσκευές με τέσσερις στροφείς (ρότορες) χωρίς πίνακα βυσμάτων, το Ναυτικό συσκευές με τέσσερις ρότορες και πίνακα βυσμάτων κ.ο.κ.
Όπως ήταν φυσικό, κάθε παραλλαγή απαιτούσε διαφορετική μέθοδο αποκρυπτογράφησης. Το προσωπικό του Μπλέτσλεϊ Παρκ περιέλαβε, έτσι, εκτός από επιφανείς μαθηματικούς, και σκακιστές, τεχνικούς, ιστορικούς, γλωσσολόγους με αποτέλεσμα να φθάσει τα 500 περίπου άτομα. Με την πάροδο του χρόνου στο προσωπικό της επιχείρησης προστέθηκαν και αρκετές γυναίκες από την αντίστοιχη υπηρεσία του Ναυτικού (WREN) φθάνοντας σε αναλογία ενός άνδρα προς οκτώ γυναίκες. Συνολικά, το προσωπικό της επιχείρησης έφθασε, στις αρχές του 1944, σε περίπου 7.000 άτομα.
Οι Γερμανοί είχαν σε καθημερινή χρήση περίπου 50 συσκευές Enigma, κάποιες για το Στρατό, άλλες για το Ναυτικό, άλλες για την Αεροπορία, κάποιες για τις σιδηροδρομικές μεταφορές, ενώ χρησιμοποιούνταν και από τις μυστικές τους υπηρεσίες. Έτσι, οι αποκρυπτογράφοι της Ultra αντιμετώπιζαν το πρόβλημα όχι να βρουν ένα κλειδί αποκρυπτογράφησης, αλλά μερικές φορές και πενήντα, σχεδόν ταυτόχρονα και στο μικρότερο δυνατό χρόνο. Και έπρεπε να λάβουν υπόψη τους ότι μετά από 1 - 2 μέρες το κλειδί που μόλις είχαν εντοπίσει θα άλλαζε ξανά.
Η συλλογή του υλικού ήταν εργασία εξ ίσου επίπονη με την αποκρυπτογράφησή του. Για το σκοπό αυτό οι Βρετανοί δημιούργησαν ένα σύνολο σταθμών ακρόασης, τόσο στις Βρετανικές νοτιοανατολικές ακτές όσο και σε επιλεγμένα σημεία της Ευρώπης, το οποίο επάνδρωσαν με ειδικούς των διαβιβάσεων. Η λήψη των σημάτων εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες, τους ανέμους, το θόρυβο του περιβάλλοντος, τις παρεμβολές από συσκευές του αντιπάλου.
Σημαντικός, επίσης, ήταν και ο παράγοντας επιλογής συχνότητας, καθώς οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν περισσότερες από 200 συχνότητες για τις εκπομπές τους, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν διάρκεια μικρότερη των 30 δευτερολέπτων. Όσα από τα σήματα γινόταν δυνατό να καταγραφούν αρχικά αποστέλλονταν στη βάση της επιχείρησης, το Μπλέτσλεϊ Παρκ, αρχικά με ταχυδρόμους που χρησιμοποιούσαν μοτοσικλέτες. Αργότερα τους ταχυδρόμους αντικατέστησαν συσκευές τηλετύπων.
Κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου οι Βρετανοί σημείωσαν κάποιες μικρές επιτυχίες, οι οποίες, όμως, δεν ήσαν επαρκείς ως αποφασιστικό βήμα για την αποκωδικοποίηση των Γερμανικών μηνυμάτων. Σαν να μην έφθανε αυτό, οι Γερμανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν μια ακόμη ομάδα συσκευών, όπως οι Lorenz SZ 40 / 42 και Siemens and Halske T52, που επονόμασαν "Geheimfernschreiber" (μυστικό τηλέτυπο), τηλεομοιοτυπικές συσκευές με κωδικοποίηση.
Η αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων που στέλνονταν μέσω αυτών των συσκευών ήταν αρκετά ευκολότερη και οι ειδικοί της Ultra δεν άργησαν να τα αποκρυπτογραφήσουν (ειδικά τα μηνύματα των Lorenz). Τα μηνύματα αυτά, όμως, είχαν μεγαλύτερη σημασία από τα αντίστοιχα των Enigma, γιατί μέσω αυτών οι Γερμανοί στήριξαν τις επικοινωνίες στρατηγικών θέσεων και υπηρεσιών. Η επιχείρηση αυτή, στα πλαίσια της Ultra, είχε επονομαστεί "Fish" (ψάρι) και αρχικά οι αποκρυπτογραφήσεις γίνονταν με το χέρι.
Η πρώτη τακτική επιτυχία της Ultra ήρθε με την αποκωδικοποίηση μηνυμάτων της Luftwaffe, η οποία ήταν και η πλέον "απρόσεκτη" στις μεταδόσεις μηνυμάτων. Δεκαπέντε ημέρες πριν τη Μάχη της Κρήτης οι ειδικοί της Ultra διέθεταν ολόκληρο το Γερμανικό σχέδιο της εισβολής στο νησί. Αν και η αποκάλυψη αυτού του σχεδίου δε βοήθησε τους Βρετανούς να κρατήσουν την Κρήτη, ήταν η πρώτη ένδειξη σχετικά με το ποια αποτελέσματα μπορούσε να επιτύχει η επιχείρηση. Η "επιτυχία" αυτή, όμως, δεν έγινε άμεσα εμφανής, καθώς η Κρήτη έπεσε 11 ημέρες αργότερα (31 Μαΐου).
Ανάλογα μηνύματα είχαν ληφθεί και αποκρυπτογραφηθεί και κατά την εκστρατεία του Ουέιβελ στη Βόρεια Αφρική, αλλά το βασικό μειονέκτημα ήταν ότι το αποτέλεσμα μιας σειράς αποκρυπτογραφημένων μηνυμάτων χρειαζόταν χρόνο για να φθάσει στον επικεφαλής που έπρεπε και αυτός ο χρόνος ήταν καθοριστικός προκειμένου για τακτικές επιχειρήσεις. Εκεί που πραγματικά βοήθησε το υλικό που συνέλεξε η Ultra ήταν η αποκάλυψη ότι τα καύσιμα που διέθετε ο Έρβιν Ρόμελ είχαν μειωθεί κατά 90%. Η πληροφορία αυτή αποδείχτηκε καθοριστική για την τελική έκβαση της αναμέτρησης.
Ίσως, όμως, η σημαντικότερη συμβολή της Ultra στην έκβαση του Πολέμου ήταν, με τις συσκευές που επινοήθηκαν και κατασκευάστηκαν στο Μπλέτσλεϊ Παρκ, η επιτυχής και σχετικά ταχεία αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων που αντάλλασσαν οι βάσεις των υποβρυχίων με τα σκάφη που βρίσκονταν σε επιχειρήσεις. Έτσι κρίθηκε η έκβαση της Μάχης του Ατλαντικού. Ενώ αρχικά στο Μπλέτσλεϊ Παρκ η αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων του Γερμανικού Ναυτικού (Kriegsmarine) ήταν αδύνατη και ο Καρλ Ντένιτς εφάρμοσε με επιτυχία την "τακτική των λύκων".
Αρχικά με τη σύλληψη του υποβρυχίου "U-110" και μιας "Enigma" του Ναυτικού και στη συνέχεια με τις συσκευές "Bombe" (διατηρήθηκε η Πολωνική ονομασία καθώς η αρχική ιδέα βασίστηκε στις εργασίες των Πολωνών), δημιούργημα του Άλαν Τούρινγκ και του τεχνικού των Βρετανικών Ταχυδρομείων Γκόρντον Γουέλτσμαν (Gordon Welchman). Αργότερα κατασκευάστηκαν και οι υπολογιστές "Colossus" που διευκόλυναν σημαντικά την αποκρυπτογράφηση, μειώνοντας τον απαιτούμενο χρόνο.
Με την πάροδο του χρόνου οι Βρετανοί ανέπτυξαν ορισμένες τεχνικές αποκρυπτογράφησης, βασιζόμενοι σε συνήθειες των Γερμανών χειριστών των Enigma. Μια από αυτές ήταν η τεχνική "Cilly", η οποία βασίστηκε αρχικά στο γεγονός ότι ως αρχική ακολουθία στους ρότορες κάποιοι χειριστές έδιναν "ονόματα" που ήταν εύκολο να απομνημονεύσουν: Ένας από αυτούς π.χ. χρησιμοποιούσε σταθερά την ακολουθία "C I L L Y", το όνομα της φιλενάδας του, ενώ κάποιοι άλλοι λιγότερο εργατικοί δεν έκαναν αναδιάταξη των ρυθμίσεων προκειμένου να στείλουν νέο μήνυμα.
Αυτή η τεχνική ονομάστηκε "Herivel Tips" (υποδείξεις Χέριβελ) από αυτόν που την επινόησε. Τέλος, δύο όμοια μηνύματα με διαφορετικό κλειδί, μέσω των οποίων ήταν δυνατός ο εντοπισμός των ρυθμίσεων των συσκευών, αποκλήθηκαν "kisses" (φιλιά). Οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν το παλιό σύστημα κωδικοποίησης / αποκωδικοποίησης με τον έντυπο οδηγό (φυλλάδιο), σύστημα που αποδείχτηκε αρκετά δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί, ιδιαίτερα όταν άλλαξαν τον κώδικά τους το 1940, προετοιμαζόμενοι για τον πόλεμο.
Όταν μάλιστα προειδοποίησαν τους Γερμανούς ότι έχουν ενδείξεις πως τα μηνύματά τους πιθανόν να αποκρυπτογραφούνται, αυτοί απάντησαν "πφφ, είμαστε εντάξει". Σύμφωνα με τον Χίνσλεϊ, το Ιταλικό σύστημα αποδείχτηκε άτρωτο, σε αντίθεση προς το μηχανικό σύστημα των Γερμανών, που, αντίθετα με ό,τι αυτοί πίστευαν, μόνον άτρωτο δεν αποδείχτηκε. Εξαίρεση στο σύστημα του "φυλλαδίου" αποτέλεσε το ιταλικό Ναυτικό, το οποίο από τις αρχές του 1941 άρχισε να χρησιμοποιεί την κρυπτογραφική συσκευή C-38, επινόησης και κατασκευής του Σουηδού επιχειρηματία, κρυπτογράφου και εφευρέτη Μπόρις Χάγκελιν (Boris Caesar Wilhelm Hagelin).
Σύμφωνα με τον Χίνσλεϊ "η συσκευή αυτή ήταν παιδική μπροστά στην Enigma" και οι αποκρυπτογράφοι της Ultra έσπασαν τον κώδικά της μέσα σε ελάχιστους μήνες (Ιούνιος 1941). Οι Βρετανοί δεν αναμίχθηκαν στις προσπάθειες των Αμερικανών για την αποκωδικοποίηση των Ιαπωνικών διαβιβάσεων παρά μόνο σε επίπεδο συμβούλων. Αντίθετα, οι Βρετανοί έδωσαν τα σχέδια της "bombe" στους Αμερικανούς, οι οποίοι κατασκεύασαν τη δική τους, βελτιωμένη "bombe".
Η Ιαπωνική συσκευή, αποκαλούμενη "Purple" (πορφυρό) από τους Αμερικανούς, αν και ηλεκτρομηχανική δεν περιλάμβανε στροφείς όπως η Enigma και αποδείχτηκε σχετικά εύκολη στην αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων της. Η Αμερικανική SIS (Signal Intelligence Service, Υπηρεσία πληροφοριών σημάτων) κατείχε από νωρίς τα κλειδιά αποκρυπτογράφησης και η επιτυχία αυτή στοίχισε στους Ιάπωνες, μεταξύ άλλων, την απώλεια ενός σημαντικού Ναυάρχου τους, του Ισορόκου Γιαμαμότο και την αποτυχία στην απόπειρα κατάληψης της Γκουανταλκανάλ.
Οι πληροφορίες που αποκόμιζαν οι ειδικοί της Ultra θα ήταν άχρηστες, αν δεν ήταν δυνατή η άμεση σχετική ενημέρωση των ενδιαφερομένων. Αρχικά, στο παράπηγμα 3 του Μπλέτσλεϊ Παρκ συντάσσονταν συνόψεις των αποκρυπτογραφημένων πληροφοριών ενώ αντίστοιχες συνόψεις συνέτασσε και η Υπηρεσία πληροφοριών του Ναυτικού. Η κατάσταση άλλαξε από τα μέσα του 1941, οπότε υιοθετήθηκε πιο ευέλικτο σύστημα.
Το βασικό πρόβλημα της αποστολής των πληροφοριών ήταν η μυστικότητα που έπρεπε να τηρηθεί. Αν κάτι διέρρεε, οι αντίπαλοι θα αντιλαμβάνονταν ότι οι επικοινωνίες τους υποκλέπτονται, με απρόβλεπτες συνέπειες (είτε θα άλλαζαν κωδικούς με ρυθμούς που δεν θα ήταν δυνατή η υποκλοπή είτε, ακόμη χειρότερα, θα μπορούσαν να περάσουν παραπλανητικές πληροφορίες). Για τη σωστή και ασφαλή διανομή των πληροφοριών κάθε μεγάλη μονάδα ή αρχηγείο ή εκστρατευτικό σώμα διέθετε έναν αξιωματικό - σύνδεσμο, που ενημέρωνε σχετικά τον αντίστοιχο διοικητή.
Με τη διανομή των πληροφοριών στους αξιωματικούς - συνδέσμους επιφορτίστηκε η υπηρεσία "ΜΙ6", η οποία για το σκοπό αυτό δημιούργησε τις "Ειδικές Μονάδες - Συνδέσμους" (Special Liaison Units, SLU) στις διοικήσεις των στρατιωτικών μονάδων. Κάθε τέτοια μονάδα διέθετε τη δική της υπομονάδα πληροφοριών, συστήματα κρυπτογράφησης και διαβιβάσεις.
Επικεφαλής αυτής της μονάδας ήταν συνήθως ένας Βρετανός ταγματάρχης, γνωστός ως "Ειδικός Αξιωματικός - Σύνδεσμος" (Special Liaison Officer), το βασικό καθήκον του οποίου ήταν να διοχετεύει τις πληροφορίες που του απέστελλε η Ultra στο διοικητή της μεγάλης μονάδας στην οποία είχε προσαρτηθεί. Το Βρετανικό Ναυαρχείο, η διοίκηση καταδιωκτικών της RAF, το Υπουργείο Πολέμου και το Υπουργείο Αεροπορίας διέθεταν σταθερή βάση για τη μονάδα SLU, η οποία με τη σειρά της διέθετε τηλέτυπο απευθείας συνδεδεμένο με το Μπλέτσλεϊ Παρκ.
Οι κινητές μονάδες SLU επικοινωνούσαν με το Μπλέτσλεϊ Παρκ μέσω ασυρμάτου. Οι πληροφορίες που προέκυπταν από τις αποκωδικοποιήσεις φυλάσσονταν επιμελώς στο Μπλέτσλεϊ Παρκ σε καρτελοθήκες: Όταν τα αρχεία της Ultra άνοιξαν, στο Μπλέτσλεϊ Παρκ βρέθηκαν σε κυτία αποθήκευσης αρχείων καρτέλες την Άμπβερ (3 κυτία για τα Βαλκάνια, 6 κυτία για το προσωπικό), 21 κυτία σχετικά με τους Γερμανούς κατασκευαστές και τον εξοπλισμό που κατασκεύαζαν, και 6 κυτία με πληροφορίες για τους Ιάπωνες.
Επισήμως, η επιχείρηση Ultra τερματίστηκε με τη λήξη του Πολέμου το 1945. Αυτό που δεν έχει ακόμη γίνει σαφές είναι για ποιους λόγους τα αρχεία της επιχείρησης παρέμειναν διαβαθμισμένα επί 29 ολόκληρα χρόνια (άνοιξαν το 1974) ούτε είναι σαφείς οι λόγοι για τους οποίους οι Colossus διαλύθηκαν με τη λήξη της επιχείρησης. Τρεις εκδοχές έχουν παρουσιαστεί, καμία δε δίνει απόλυτα σαφείς απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα και πιθανότατα οι λόγοι (για τους οποίους ποτέ δε δόθηκε καμία επίσημη εξήγηση) να περιλαμβάνουν και τις τρεις εκδοχές:
Η πρώτη αναφέρει ότι οι Βρετανοί θέλησαν να συγκεντρώσουν όλες τις συσκευές Enigma με σκοπό να τις πωλήσουν σε κάποια τριτοκοσμική χώρα που τους ενδιέφερε και, φυσικά, να παρακολουθούν έτσι τις τηλεπικοινωνίες τους. Δεύτερη εκδοχή αναφέρεται στο "στραβοπάτημα" του Τσώρτσιλ στην περίοδο του Μεσοπολέμου, οπότε και σχεδόν ανακοίνωσε την υποκλοπή και αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων της Σοβιετικής μυστικής υπηρεσίας, με αποτέλεσμα οι Σοβιετικοί να αλλάξουν τα πάντα, προκαλώντας "μπλακ άουτ" στις Βρετανικές υπηρεσίες.
Τρίτη εκδοχή δίνεται από τον επικεφαλής της διανομής πληροφοριών της Ultra Φρέντερικ Γουιντερμπόθαμ (Frederick William Winterbotham), σύμφωνα με τον οποίο η απόκρυψη των πληροφοριών για την επιχείρηση είχε ζητηθεί από τον Τσώρτσιλ, ώστε να μη μπορεί κανείς από τους ηττημένους να ισχυριστεί ότι η ήττα του οφειλόταν στην επιχείρηση αυτή αλλά και για να μη διαρρεύσουν σε άλλες μυστικές υπηρεσίες οι μέθοδοι των Βρετανών.
Η επίσημη ιστορία των μυστικών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου συντάχθηκε με την επιμέλεια και δημοσιεύτηκε από τον Σερ Χάρι Χίνσλεϊ σε πέντε τόμους στη χρονική περίοδο 1979 - 1988 (ένας τόμος είχε την επιμέλεια του Μάικλ Χάουαρντ). Ο Χίνσλεϊ με τη συνεργασία του Άλαν Στριπ (Alan Stripp) εξέδωσε, επίσης, τη μονογραφία "The Codebreakers", μια συλλογή αναμνήσεων του προσωπικού της επιχείρησης.
Οι Φάσεις της Μάχης του Ατλαντικού
Έναρξη της Σύγκρουσης
Την έναρξη της μάχης του Ατλαντικού σηματοδότησε η βύθιση του υπερωκεανίου "Αθίνια" (Athenia), 13.581 κ.ο.χ. της εταιρείας "Donaldson Atlantic" από το υποβρύχιο U-30 με κυβερνήτη τον Φριτς - Γιούλιους Λεμπ (Fritz-Julius Lemp). Το "Αθίνια" τορπιλίστηκε και βυθίστηκε 250 μίλια δυτικά του Ντόνεγκαλ (Ιρλανδία). και ενώ εκτελούσε το δρομολόγιο Γλασκώβη - Νέα Υόρκη. Ο Σκώτος πλοίαρχος Τζέιμς Κουκ ήταν έμπειρος ναυτικός που υπηρετούσε σε αυτή τη γραμμή από το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και απέστειλε το εξής Λακωνικό τηλεγράφημα στην εταιρεία του ύστερα από τον τορπιλισμό:
"Τορπιλιστήκαμε 250 μίλια δυτικά του Inistrahull, Donegal. Επιβάτες και πλήρωμα, εκτός όσων φονεύθηκαν από την έκρηξη, επιβιβάστηκαν στις λέμβους και περισυνελλέγησαν από παραπλέοντα σκάφη."
Το σκάφος μετέφερε 1.400 επιβάτες από τους οποίους 311 Αμερικανοί. Σκοτώθηκαν 112 άτομα. Ο Τσώρτσιλ, που τότε υπηρετούσε ως Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι ο τορπιλισμός έγινε χωρίς καμιά προειδοποίηση και ότι η ενέργεια αυτή πρέπει να στιγματιστεί ως απάνθρωπη. Ο τορπιλισμός αυτός προκάλεσε σοκ στους Αμερικανικούς κύκλους αλλά και στην κοινή γνώμη. Σε σύσκεψη στο Λευκό Οίκο εξετάστηκε το ενδεχόμενο να συνοδεύονται με νηοπομπές όσα σκάφη μεταφέρουν στον Ατλαντικό Αμερικανούς πολίτες.
Το ενθουσιώδες πλήρωμα του πλοιάρχου Λεμπ νόμισε ότι το "Αθίνια" ήταν εξοπλισμένο εμπορικό - καταδρομικό, αλλά αυτή η ενέργεια έκανε το Ναυαρχείο να πιστέψει ότι οι Γερμανοί είχαν προχωρήσει στην έναρξη υποβρυχίου πολέμου χωρίς όρια. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή, οι Βρετανοί οργάνωσαν για μια ακόμη φορά το σύστημα των νηοπομπών. Τα εμπορικά πλοία ταξιδεύουν σε ομάδες συνοδευόμενα από ένα ή δύο πολεμικά σκάφη εξοπλισμένα για ανθυποβρυχιακό πόλεμο (αντιτορπιλικά ή κορβέτες).
Η πρώτη νηοπομπή, OG1, οργανώθηκε στη διαδρομή Ην. Βασίλειο - Γιβραλτάρ τον Οκτώβριο, ενώ εκείνη την εποχή, λόγω της απώλειας των U-42 και U-45 ο Ντένιτς διέθετε μόνο τρία από τα προβλεπόμενα εννέα υποβρύχια εναντίον της νηοπομπής. Η επόμενη, HG3, η οποία ήταν ασυνόδευτη, έχασε τρία από τα 27 πλοία της. Συνολικά τον Οκτώβριο του 1939 βυθίστηκαν 22 Βρετανικά, συμμαχικά και ουδέτερα σκάφη (ανεξαρτήτως αιτίας) και δύο Γερμανικά υποβρύχια.
Τον επόμενο μήνα, καθώς ο Τσώρτσιλ ζητούσε από τα αεροπλανοφόρα να εντείνουν τις περιπολίες και τα σμήνη παράκτιας περιπολίας να επιτίθενται κατά των εντοπιζόμενων υποβρυχίων, αυτό έγινε αλλά τα μεν αεροσκάφη δε διέθεταν πληρώματα κατάλληλα εκπαιδευμένα ούτε αποτελεσματικές ανθυποβρυχιακές βόμβες ενώ η χρήση αεροπλανοφόρων έθετε τα πολύτιμα για τη Βρετανία σκάφη αυτά σε θανάσιμο κίνδυνο.
Στο μεταξύ η Γερμανική προπαγάνδα δε μένει απαθής. Ο Völkischer Beobachter (Λαϊκός παρατηρητής), επίσημη εφημερίδα του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος την επόμενη ημέρα της βύθισης του Αθίνια αναγράφει ότι "ο κ. Τσώρτσιλ εβύθισε το Αθίνια με μια καταχθόνια μηχανή, αδιαφορώντας για τη ζωή 1.400 ανθρώπων, προκειμένου να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ".
Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, οι Γερμανοί έγιναν πιστευτοί σε μεγάλο τμήμα της διεθνούς κοινής γνώμης και μόνο κατά τη διεξαγωγή της Δίκης της Νυρεμβέργης διαλύθηκαν όλες οι αμφιβολίες, καθώς ο Χίτλερ επέβαλε ποινή επίπληξης στον πλοίαρχο Λεμπ, έβαλε να παραποιήσουν το ημερολόγιο του σκάφους και επέβαλε όρκο σιωπής στο πλήρωμα του U-30.
Τη βύθιση του Αθίνια ακολουθεί το ατμόπλοιο "Ρόγιαλ Σεπτρ" (Royal Sceptre) από το υποβρύχιο U-48 με κυβερνήτη τον Χέρμπερτ Σούλτσε (Herbert Schultze), ο οποίος έστειλε και τηλεγράφημα στο Βρετανικό Ναυαρχείο (υπόψιν κ. Τσώρτσιλ προσωπικώς), ανακοινώνοντας τη θέση βύθισης του σκάφους 300 μίλια νότια του ακρωτηρίου Φινιστέρου και ζητώντας να ληφθεί μέριμνα για την περισυλλογή των επιζώντων (εννέα μέλη του πληρώματος και ο Πλοίαρχος είχαν φονευθεί από τα πυρά του υποβρυχίου). Ακολουθούν, ανάμεσα στις άλλες, δύο σημαντικές βυθίσεις:
Το Σεπτέμβριο το υποβρύχιο U-29 βυθίζει το μετασκευασμένο σε αεροπλανοφόρο "Καράτζους" (Courageous) ενώ στις 14 Οκτωβρίου τορπιλίζεται μέσα στο αγκυροβόλιό του το θωρηκτό "Ρόγιαλ Όακ" (Royal Oak) στο Σκάπα Φλόου (Ορκάδες). Την εξαιρετικής τόλμης αυτή επιχείρηση έφερε σε αίσιο πέρας ο κυβερνήτης του υποβρυχίου U-47 Γκίντερ Πρίεν (Günther Prien). Στην πραγματικότητα τα υποβρύχια του Ντένιτς ήταν ακόμη αδύνατο να επιβάλουν τον προβλεπόμενο ναυτικό αποκλεισμό της Βρετανίας.
Είχαν πολύ μικρή ακτίνα δράσης και μπορούσαν να πλεύσουν μόνο μέχρι τις Βρετανικές ακτές - δε γινόταν καν λόγος για εξόδους στον Ατλαντικό σε μεγάλες αποστάσεις από τις ακτές, ενώ μικρός ήταν και ο αριθμός τους. Διέθεταν μόνο 57 ετοιμοπόλεμα σκάφη. Για το λόγο αυτό οι Γερμανοί στις αρχές έδωσαν σημαντικό βάρος στον αποκλεισμό με χρήση ναρκών: Δε χρησιμοποίησαν μόνο ναρκοπέδια αλλά και μια νέα εφεύρεση. Τον Οκτώβριο του 1939 δύο σκάφη στον Τάμεση ανατινάχτηκαν χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος.
Στις 22 Νοεμβρίου 1939, όμως, ένα γερμανικό αεροσκάφος εντοπίστηκε να ρίχνει κάτι με αλεξίπτωτο στον ποταμό. Η έρευνα που ακολούθησε οδήγησε στην ανακάλυψη του αντικειμένου που είχε ριφθεί και είχε πέσει στο βούρκο των οχθών του ποταμού κοντά στην περιοχή Σουμπέρινες (Shoeburyness): Επρόκειτο για μια μαγνητική νάρκη. Οι δύο πυροτεχνουργοί του Ναυτικού Ούβρις και Λιούις προσπάθησαν να την απενεργοποιήσουν διαπιστώνοντας τελικά ότι δεν ήταν οπλισμένη και την παρέδωσαν για εξέταση στα εργαστήρια του Ναυτικού.
Εκεί αποκαλύφθηκε η τεχνική που χρησιμοποιούσε το όπλο και οι Βρετανοί οργάνωσαν τον απομαγνητισμό των σκαφών τους (degaussing) με τη χρήση ηλεκτρομαγνητών, ώστε να μην έλκουν τις παραπλέουσες μαγνητικές νάρκες. Οι Γερμανοί απάντησαν χρησιμοποιώντας τις νάρκες που ενεργοποιούνταν με πίεση (pressure - activated) και οι Βρετανοί θέλησαν να απαντήσουν ρίπτοντας επιπλέουσες νάρκες στο Ρήνο, αλλά αντιμετώπισαν το βέτο των Γάλλων, που φοβήθηκαν Γερμανικά αντίποινα με βομβαρδισμό Γαλλικών πόλεων.
Τα σκάφη επιφανείας δε μένουν αδρανή. Τα δύο θωρηκτά "τσέπης" και τα βαρέα καταδρομικά του στόλου επιφανείας του Αρχιναυάρχου Έριχ Ρέντερ ξεχύνονται τον Αύγουστο του 1939 στους ωκεανούς με τον ίδιο στόχο. Την καταβύθιση όσων σκαφών μεταφέρουν εφόδια προς τη Βρετανία. Ωστόσο η αρχική επιφυλακτικότητα (ή ελπίδα) του Χίτλερ να συνάψει συμφωνία με τη Βρετανία τους απαγορεύει να αρχίσουν αμέσως την αποστολή τους. Η τελική διαταγή επίθεσης κατά Βρετανικών σκαφών δίνεται μόνο στις 26 Σεπτεμβρίου, ενώ η "γενική επίθεση κατά εμπορικών σκαφών" παίρνει το πράσινο φως μόνο στις 16 Οκτωβρίου.
Ο κυβερνήτης του Ντόιτσλαντ είναι συνετός και ύστερα από ολιγόμηνη παρουσία στον Ατλαντικό επιστρέφει -προς ανακούφιση του Ρέντερ- στη Γερμανία στα τέλη Νοεμβρίου, έχοντας λίγες καταβυθίσεις στο ενεργητικό του. Την ίδια περίοδο ύστερα από σύντομη ναυμαχία τα δύο καταδρομικά βυθίζουν το μετασκευασμένο σε καταδρομικό πρώην εμπορικό Ραβαλπίντι (23 Νοεμβρίου) στο Βόρειο Ατλαντικό. Το άλλο θωρηκτό τσέπης, με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Χανς Λάνγκσντορφ (Hans Langsdorff) συνεχίζει τις περιπολίες του.
Οι Βρετανοί ανησυχούν πολύ για την παρουσία του μοναχικού θωρηκτού στον Ατλαντικό και το αναζητούν απεγνωσμένα, αλλά ο Λάνγκσντορφ έχει αντιληφθεί τις Βρετανικές προθέσεις και κάνει ένα κύκλο στον Ινδικό με στόχο να χαθούν τα ίχνη του. Εντοπίζεται στο Νότιο Ατλαντικό στις αρχές Δεκεμβρίου. Το θωρηκτό, ύστερα από ναυμαχία με τα "Έξετερ" (ελαφρύ καταδρομικό, Βρετανία), "Αίας" (αντιτορπιλικό, Βρετανία) και "Αχιλλεύς" (αντιτορπιλικό, Νέα Ζηλανδία) καταφεύγει στο Μοντεβιδέο όπου και αυτοβυθίζεται.
Ο Χίτλερ είναι έξαλλος με τον Πλοίαρχό του (ο οποίος αυτοκτόνησε την επόμενη μέρα από τη βύθιση του σκάφους του) και διατάσσει τη μετονομασία του ως τότε Ντόιτσλαντ (Γερμανία) σε Λύτσοβ (Lützow) καθαρά για λόγους γοήτρου. Συνολικά, το 1939 βυθίζονται από τα Γερμανικά πολεμικά και υποβρύχια 114 πλοία συνολικής χωρητικότητας 420.000 κόρων.
Ναυμαχία του River Plate
Το River Plate (κατά τους Αγγλοσάξωνες) ή Rio de la Plata, είναι ποτάμι της Ουρουγουάης που χύνεται στον Ατλαντικό με εκβολές που σχηματίζουν ένα μεγάλο ποταμόκολπο. Ο αρχιπλοίαρχος του Βρετανικού Ναυτικού Henry Harwood, διοικητής της ομάδας δίωξης G αποτελούμενης από τα βαρέα Βρετανικά καταδρομικά Exeter (κύριος οπλισμός 6 πυροβόλα 8 ιντσών) και Gumberland (8 πυροβόλα 8 ιντσών) και τα ελαφρά Αjax και το νεοζηλανδικό Αchilles (κύριος οπλισμός 8 πυροβόλα 6 ιντσών έκαστο), είχε τη βάση του στα νησιά Φώκλαντς / Μαλβίδες.
Από τα στίγματα των θυμάτων του Graf Spee εκτίμησε ότι το Γερμανικό επιδρομικό θα εμφανιστεί το Δεκέμβριο στην περιοχή του River Plate που συγκέντρωνε αρκετά πλοία και οδήγησε τη δύναμή του επιβαίνοντας του Αjax προς την περιοχή, δυστυχώς χωρίς το Cumberland του οποίου η παρουσία θα εξασφάλιζε κάποια ισορροπία δυνάμεων έναντι του Γερμανικού θωρηκτού τσέπης. Το Βρετανικό βαρύ καταδρομικό παρέμεινε στο λιμάνι του Πορτ Στάνλεϊ (νησιά Φώκλαντς ) για επισκευή.
Τη νύχτα της 12/13 Δεκεμβρίου το Graf Spee περιπολούσε 300 μίλια ανατολικά του River Plate. Περί τις 05.30 της 13ης οι οπτήρες είδαν δεξιά στο βάθος του ορίζοντα πλοίο με δύο ιστούς και το Graf Spee κατευθύνθηκε προς αυτό, προφανώς με την εντύπωση ότι ήταν ένα από τα πλοία της νηοπομπής που ανέμενε. Πλησιάζοντας προς το μυστηριώδες πλοίο την 05.52, αντιλήφθηκαν ότι ήταν το Exeter αλλά τα δύο ελαφρά καταδρομικά που ήταν μαζί του, αρχικά θεωρήθηκαν αντιτορπιλικά επειδή είχαν μία καπνοδόχο.
Ο Langsdorff γνώριζε πλέον ότι δεν μπορούσε να διαφύγει διότι τα Βρετανικά πλοία διέθεταν μεγαλύτερη ταχύτητα. Αποφάσισε να δώσει τη μάχη και κατευθύνθηκε προς τον εχθρό. Το ίδιο έκανε και ο Harwood θέτοντας σε εφαρμογή σχέδιο που είχε προετοιμάσει διασπείροντας τις δυνάμεις του για να επιτεθεί από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Από τη μία με το Exeter που κινήθηκε δυτικά και από ανατολικά με τα Αjax και Αchilles. Έτσι θα ανάγκαζε τον εχθρό είτε να κατανείμει τον κύριο οπλισμό του προς τις δύο πλευρές είτε να μη βάλει κατά του ενός αντιπάλου.
Συγχρόνως θα χρησιμοποιούσε τη μεγαλύτερη ταχύτητα των πλοίων του για να αποκτήσει το τακτικό πλεονέκτημα. H διασπορά επίσης παρείχε το πλεονέκτημα στις δύο Βρετανικές ομάδες να κάνουν διόρθωση βολής στις μεγάλες αποστάσεις η μία στην άλλη από την πτώση των βλημάτων. Το Graf Spee επέλεξε να μη βάλλει κατά των δύο ελαφρών καταδρομικών και άρχισε τη βολή στις 06.14 από απόσταση 19.400 γιαρδών κατά του Exeter το οποίο ανταπέδωσε αμέσως τα πυρά. Γρήγορα επέτυχε βαρέα πλήγματα κατά του Βρετανικού καταδρομικού με τα πυροβόλα των 11 ιντσών, προκαλώντας μεγάλες ζημιές.
Ο δεύτερος πρωραίος πύργος των 8 ιντσών («Β» turret) κατεστράφη από βλήμα των 11 ιντσών το οποίο προκάλεσε και μεγάλες απώλειες προσωπικού στη γέφυρα. Σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί σκοτώθηκαν πλην του κυβερνήτου πλοιάρχου Βell. Κατά την πρώτη φάση της μάχης που διήρκεσε από 06.14 μέχρι 07.20, το πυρ του Graf Spee ήταν ακριβέστατο λόγω του ραντάρ που διέθετε, εν αντιθέσει προς τα Βρετανικά, που στερούνταν.
Μετά από μία ώρα, την 07.30, στο Exeter, το οποίο σφυροκοπείτο ανηλεώς, μόνο ο πρυμναίος πύργος («Υ» turret) ήταν ακόμη εν δράσει, ενώ το πλοίο έχοντας εισροή υδάτων από την πλώρη ήταν κατά 3 πόδια έμπρωρο με κλίση 7-10 μοιρών προς τα δεξιά. Περί τους 60 αξιωματικούς και πλήρωμα είχαν φονευθεί και μη μπορώντας να προσφέρει περισσότερα ο Harwood το διέταξε να αποσυρθεί και να πλεύσει προς τα Φώκλαντς για πρόχειρες επισκευές. H θυσία όμως του Exeter δεν πήγε χαμένη.
Τα βλήματα των 8 ιντσών του κυρίου οπλισμού του προκάλεσαν αρκετές βλάβες στη θωράκιση του Graf Spee και το τελευταίο βλήμα απελπισίας, έπληξε τον πύργο ελέγχου του γερμανικού πλοίου, σκοτώνοντας μερικούς αξιωματικούς και πλήρωμα, ενώ του κατέστρεψε το διαστημόμετρο. Τα δύο ελαφρά καταδρομικά, καίτοι, εκ περιτροπής, εβάλλοντο με το δευτερεύοντα οπλισμό του Graf Spee (8 πυροβόλα των 5,9 ιντσών) αρχικά δεν είχαν δεχθεί πλήγματα, ενώ το συγκεντρωτικό τους πυρ κατά του θωρηκτού τσέπης ήταν αποτελεσματικό.
Μόνο στις 06.40 το Αchilles υπέστη βλάβες, όχι όμως σοβαρές. Περί τις 07.16 το Graf Spee έστριψε, προφανώς για να αποτελειώσει το Exeter, οπότε τα δύο καταδρομικά έσπευσαν για βοήθεια υποχρεώνοντας με τις εύστοχες βολές τους το θωρηκτό τσέπης να εγκαταλείψει την προσπάθεια κατά του Exeter και να στραφεί κατά του Αjax το οποίο δέχθηκε πλήγμα (περί τις 07.30) των πυροβόλων των 11 ιντσών και απώλεσε αμφότερους τους πρυμναίους πύργους. Επειδή η κατάσταση έπαιρνε επικίνδυνη τροπή για τα βρετανικά πλοία ο Harwood, υπό την κάλυψη προπετάσματος καπνού, αποφάσισε να δώσει τέλος στη μάχη.
Το Graf Spee δεν κατεδίωξε τότε τα Βρετανικά πλοία διότι, εν τω μεταξύ, είχε δεχθεί δύο πλήγματα από το Exeter και είχε βληθεί άλλες 14 φορές από βλήματα των 6 ιντσών. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μία οπή στο πρόστεγο που καθιστούσε επικίνδυνο τον πλου στον Ατλαντικό, ιδιαίτερα λόγω του χειμώνα. Επίσης βλάβη σε μηχανήματα λίπανσης και τροφοδοσίας με πετρέλαιο εγκυμονούσαν μεγάλο κίνδυνο κράτησης των μηχανών. Αλλά και η καταστροφή του διαστημομέτρου δυσχέραινε την ακρίβεια βολής λόγω των συχνών αλλαγών στόχων κατά τη διάρκεια της μάχης - πότε το Exeter και πότε τα δύο ελαφρά καταδρομικά.
Όλα αυτά μαζί με τις απώλειες προσωπικού -36 νεκροί και 50 τραυματίες- επενήργησαν συσσωρευτικά στη σκέψη του Langsdorff, ο οποίος τελικά αποφάσισε να αποσυρθεί στρίβοντας δυτικά και να κατευθυνθεί στο ουδέτερο λιμάνι του Μοντεβιδέο για πρόχειρες επισκευές με τα δύο ελαφρά καταδρομικά να τον ακολουθούν. Το Graf Spee κατέπλευσε στο Μοντεβιδέο τα μεσάνυχτα της 13 / 14 Δεκεμβρίου οπότε άρχισε μία αγωνιώδης διπλωματική προσπάθεια για την παραμονή του πλοίου προς αποκατάσταση των βλαβών.
H κυβέρνηση της Ουρουγουάης (ουδέτερη) επέτρεπε την παραμονή του πλοίου στην επικράτειά της μόνο για 72 ώρες, χρόνος που ήταν λίαν ανεπαρκής για αποκατάσταση των εκτεταμένων βλαβών, ώστε το πλοίο να γίνει αξιόπλοο. H χώρα διέθετε πρόεδρο που προερχόταν από τη Βρετανία, υπουργό εξωτερικών με προέλευση από τη Γαλλία και μία ισχυρότατη Βρετανική πρεσβεία. Το Μοντεβιδέο ήταν γνωστό ως θερμοκήπιο και εστία των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών. Οι πρέσβεις της Βρετανίας και της Γερμανίας έδιναν τη δική τους μάχη.
Με συνεχείς επισκέψεις και εξοντωτικές διαπραγματεύσεις με το Υπουργείο Εξωτερικών της Ουρουγουάης προσπαθούσαν να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Το Graf Spee, το διαμάντι του Γερμανικού Ναυτικού, σοβαρά πληγωμένο παρέμενε στο λιμάνι με τον κυβερνήτη και το πλήρωμα να δίνουν αγώνα ζωής και θανάτου για αποκατάσταση των βλαβών. Από την άλλη πλευρά ο Βρετανός Μοίραρχος βρισκόταν και αυτός σε δυσχερή θέση διότι όφειλε να παρεμποδίσει τη διαφυγή του γερμανικού πλοίου, ενώ τη στιγμή εκείνη διέθετε μόνο δύο ελαφρά καταδρομικά -Αjax, Αchilles- το δεύτερο μόνο με το μισό οπλισμό του.
Από το πρωί της 13ης, όταν απέστειλε το Exeter στα Φώκλαντς για πρόχειρες επισκευές, είχε διατάξει το Cumberland από το Πορτ Στάνλεϊ να συνενωθεί, αλλά αναμενόταν το βράδυ της 14 / 15 Δεκεμβρίου. Αποφάσισε να αναμείνει περιπολώντας μπροστά από το στόμιο του ποταμόκολπου, ενώ πολλά άλλα Βρετανικά πλοία συγκεντρώνονταν εκεί, πλην όμως απείχαν αρκετές χιλιάδες μίλια. H Βρετανική όμως προπαγάνδα διοχέτευε παραπειστικές πληροφορίες ότι το αεροπλανοφόρο Αrk-Royal, το καταδρομικό μάχης Renown και αριθμός καταδρομικών και αντιτορπιλικών βρίσκονταν στην περιοχή αναμένοντας την έξοδο του Graf Spee.
Ο πλοίαρχος Langsdorff βρισκόταν σε απελπιστική θέση. Κάθε ώρα που περνούσε γινόταν όλο και πιο απαισιόδοξος μη μπορώντας να παραβλέψει ότι το πλοίο του, εκτός από τις βλάβες, είχε απομείνει με το 1/3 των πυρομαχικών. Στις 16 Δεκεμβρίου ο αρχιναύαρχος Raeder έφθασε στο Κανσελλέρι με το τελευταίο τηλεγράφημα από τον Langsdorff το οποίο επεσήμαινε ότι: «Πέραν των Βρετανικών καταδρομικών και αντιτορπιλικών, το αεροπλανοφόρο Αrk Royal και το καταδρομικό μάχης Renown βρίσκονται στην είσοδο του κόλπου για να παρεμποδίσουν την έξοδό μας.
Δεν υπάρχει ελπίδα να διασπάσουμε τον κλοιό πλέοντας στην ανοιχτή θάλασσα ή να επιστρέψουμε στη βάση μας. Προτείνω να πλεύσω στο όριο των ουδετέρων υδάτων και να δώσω τη μάχη με τα υπόλοιπα πυρομαχικά, πλέοντας προς Μπουένος Άιρες (Αργεντινή). Διάσπαση του αποκλεισμού των βρετανικών πλοίων θα επιφέρει τη βέβαιη καταστροφή του πλοίου μου χωρίς τη δυνατότητα επίτευξης βλάβης σε εχθρικό πλοίο. Παρακαλώ γνωρίσατε για την αυτοβύθιση του Graf Spee σε αβαθή ύδατα ή αποδοχή του εγκλεισμού του στο Μοντεβιδέο».
Το τηλεγράφημα γέμισε απόγνωση και απελπισία το επιτελείο. Ο ίδιος ο Χίτλερ εξ αρχής και πριν φθάσει το τηλεγράφημα, μόλις πληροφορήθηκε τα συμβάντα και την κατάσταση του πλοίου, είχε δώσει οδηγίες στον Raeder το Graf Spee να διασπάσει τον αποκλεισμό πλέοντας στην ανοικτή θάλασσα. Ακόμα και στην περίπτωση που θα βυθιζόταν θα έπαιρνε μαζί του και μερικά εχθρικά πλοία. Βάζοντας το χέρι του στον ώμο του δακρυσμένου ναυάρχου, του εκμυστηρεύθηκε:
«Αρχιναύαρχέ μου, μπορώ να καταλάβω το τι αισθάνεσαι. Πίστεψέ με, η τύχη αυτού του πλοίου και του πληρώματός του μου είναι τόσο οδυνηρή, όσο και σε σένα. Αυτά όμως έχει ο πόλεμος και όταν χρειασθεί πρέπει να γνωρίζουμε πως θα είμαστε σκληροί!». Ο Reader απάντησε στο τηλεγράφημα του Langsdorff: «Το πλοίο να παραμείνει στο Μοντεβιδέο όσο οι τοπικές αρχές επιτρέπουν. Eγκρίνεται η διαφυγή στο Μπουένος Άιρες, αλλά όχι ο αποκλεισμός του στην Ουρουγουάη. Σε περίπτωση αυτοβύθισης να καταστραφούν προσεκτικά τα πάντα στο πλοίο εκ των προτέρων».
Τη 17η Δεκεμβρίου έληγε η προθεσμία των τριών ημερών παραμονής που είχε δώσει η Ουρουγουανή κυβέρνηση. Ο Langsdorff είχε πάρει ήδη τις αποφάσεις του. Στις 18.20 μαζί με 40 αξιωματικούς και ναύτες οδήγησε το πλοίο του έξω από τα χωρικά ύδατα ακολουθούμενος από το ατμόπλοιο Τacoma στο οποίο είχε επιβιβαστεί το υπόλοιπο πλήρωμα. Μία ώρα αργότερα και ενώ ο ήλιος κατακόκκινος σαν αίμα, γι' αυτό που επρόκειτο να επακολουθήσει, έγερνε προς τη δύση, μία σειρά από εκκωφαντικές εκρήξεις συγκλόνισαν το περήφανο πλοίο, το καμάρι του Κriegsmarine, το οποίο μαλακά κάθησε στα αβαθή των εκβολών του ποταμού.
Προηγουμένως ο Langsdorff και οι 40 του πληρώματος είχαν επιβιβαστεί στο Τacoma που την επομένη κατέπλευσε στο φιλικό Μπουένος Άιρες. Το αβύθιστο Graf Spee, το καμάρι του Γερμανικού Ναυτικού, είχε αυτό το άδοξο τέλος ακριβώς στις αρχές του Β’ Π.Π. Το κουφάρι του σιδερένιου κολοσσού καιγόταν επί δύο ημέρες στα αβαθή, προκαλώντας τη θλίψη στους φίλους για την άτυχη μοίρα του και τον ενθουσιασμό στους εχθρούς του. Κατά το διάστημα της δράσης του, διάρκειας δυόμισι μηνών, βύθισε εννέα πλοία συνολικού εκτοπίσματος 50.000 τόνων.
Ο κυβερνήτης του με τον ανθρωπισμό που τον διέκρινε είχε φροντίσει να μη σημειωθεί καμία ανθρώπινη απώλεια. Τα πληρώματα των θυμάτων του τα επιβίβαζε στο συνοδό ανεφοδιαστικό Αltmark το οποίο μετά τη βύθιση του Graf Spee διατάχθηκε να επαναπλεύσει με τους αιχμαλώτους στη Γερμανία. Το Φεβρουάριο του 1940 και ενώ βρισκόταν στο φιορδ Γιόσινγκ κοντά στο Μπέργκεν της Νορβηγίας -ήταν ακόμη ουδέτερη- δέχθηκε την επιδρομή του βρετανικού αντιτορπιλικού Cossack το οποίο απελευθέρωσε 299 Βρετανούς αιχμαλώτους, δημιουργώντας μεγάλο διπλωματικό επεισόδιο.
Οι εντολές του Γερμανικού Επιτελείου που είχαν δοθεί στους καταδρομείς καθόριζαν να αποφεύγουν τη μάχη, διότι η κύρια αποστολή τους ήταν η δίωξη του εχθρικού εμπορίου και εάν υφίσταντο βλάβες δεν διέθεταν βάσεις για επισκευές. Ο κυβερνήτης όμως του Graf Spee παρέβλεψε αυτή τη διαταγή διότι αρχικά εξέλαβε τη Βρετανική δύναμη ότι αποτελείτο από ένα καταδρομικό και δύο αντιτορπιλικά. Εξεταστέον πάντως είναι κατά πόσον το Graf Spee μπορούσε να διαφύγει από τη στιγμή που οι διώκτες του υπερτερούσαν σε ταχύτητα.
Μετά τη μάχη ο Langsdorff κατέφυγε στο Μοντεβιδέο επειδή το πλοίο του είχε υποστεί σοβαρές βλάβες που έπρεπε να επισκευαστούν και είχε μεγάλες απώλειες σε προσωπικό, ο ίδιος δε είχε τραυματιστεί. H απάντηση του αρχηγού του Γερμανικού Επιτελείου στο τηλεγράφημα του κυβερνήτου τού έδινε πλήρη πρωτοβουλία να αποφασίσει περί του πρακτέου. Αυτός λόγω των βλαβών, της απομειώσεως των πυρομαχικών και με την πεποίθηση ότι τον ανέμενε στην έξοδο ισχυρή εχθρική δύναμη, θεωρώντας άπελπι τον αγώνα, αποφάσισε να βυθίσει το πλοίο του.
Το Ναυτικό εκτιμώντας τα προσόντα του και λόγω της προϋπηρεσίας στο επιτελείο του Jold, του είχε αναθέσει τη διακυβέρνηση του γοήτρου της Γερμανικής ναυπηγικής. Ο Χίτλερ έξω φρενών με την εξέλιξη της κατάστασης και το πλήγμα που προκάλεσε ο Langsdorff στη μαχητική εικόνα της Γερμανίας ήταν έξαλλος επειδή δεν είχε το κουράγιο να ακολουθήσει το πλοίο του στο βυθό, σύμφωνα με τον ηθικό κώδικα της ναυτικής τιμής.
Αποδοκίμασε έντονα την ενέργειά του και τις δοθείσες διαταγές του Επιτελείου, διότι επιζητούσε εντυπωσιακές μάχες, μη αντιλαμβανόμενος ότι η στρατηγική του ολιγάριθμου Γερμανικού Ναυτικού ήταν η προσβολή του εχθρικού ναυτικού εμπορίου. Έτρεφε μία απέχθεια στον πόλεμο καταδρομής και στο δόγμα «κτυπώ και φεύγω» σε αντίθεση με το θαυμασμό που έτρεφε προς τους ορμητικούς και τολμηρούς κυβερνήτες των περίφημων υποβρυχίων, των U-boats.
Όπως αναφέρει ο αρχιναύαρχος Raeder, έκτοτε, εμφανίστηκε η βασική διαφορά αντιλήψεων του ίδιου και του Χίτλερ επί των αρχών του ναυτικού πολέμου, η οποία και κατέληξε στην παραίτηση του Raeder, τον Ιανουάριο του 1943, μετά από 14 χρόνια στιβαρής διοίκησης, γεγονός που υπήρξε μεγάλο πλήγμα για το Γερμανικό Ναυτικό. Τρεις ημέρες μετά την αυτοβύθιση του Graf Spee, την 20ή Δεκεμβρίου, ο Langsdorff αυτοκτόνησε σε δωμάτιο ξενοδοχείου του Μπουένος Άιρες. Ίσως τον κατέλαβαν οι τύψεις γιατί δεν ακολούθησε το πλοίο στον υγρό του τάφο και τις βαρειές απώλειες του πληρώματος.
Ίσως ήταν η τελευταία διαμαρτυρία κατά των διαταγών της Ανωτέρας Διοίκησης που του απαγόρευε να δώσει τη μάχη, ακόμα και απέναντι κατωτέρων αντιπάλων. Προκειμένου να αντιμετωπίσει πιθανή ατίμωση επιστρέφοντας στη Γερμανία, προτίμησε την αυτοκτονία. Οι λόγοι πάντως παρέμειναν αδιευκρίνιστοι και το μυστικό το πήρε μαζί του. H ναυμαχία του River Plate εκείνο το κρύο πρωινό του Δεκεμβρίου, όπου τρία βρετανικά καταδρομικά αντιμετώπισαν ένα κατά πολύ ανώτερο θωρακισμένο αντίπαλο ήταν μία τόνωση του πεσμένου ηθικού της βρετανικής κοινής γνώμης που μέχρι τότε αντιμετώπιζε συμφορές.
Τη στιγμή που η έκβαση του ναυτικού πολέμου δεν ήταν ευνοϊκή, η νίκη του «Δαυίδ κατά του Γολιάθ» επανεπιβεβαίωσε την πίστη της βρετανικής κοινής γνώμης προς το Βασιλικό Ναυτικό. Διέλυσε το μύθο που είχε δημιουργηθεί γύρω από τα θωρηκτά τσέπης, τα οποία φάνηκε ότι μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από πολύ μικρότερα καταδρομικά. Το Βρετανικό Ναυτικό με τη νίκη αυτή εξόρκισε το φάντασμα του Σκάπα Φλόου, όπου τη νύχτα της 13/14 Οκτωβρίου 1939 το γερμανικό υποβρύχιο U-47 με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Gunther Prien βύθισε το Βρετανικό θωρηκτό Royal Οak.
H δημοτικότητα του Winston Churchill, Πρώτου Λόρδου του Βρετανικού Ναυαρχείου (Υπουργός Ναυτικών), ανέβηκε κατακόρυφα. Ήταν αυτός που με μεγάλο πλήθος υποδέχθηκαν το Φεβρουάριο του 1940 στο Πλύμουθ το ηρωικό Exeter που μετά από τρομακτικές προσπάθειες στα νησιά Φώκλαντς, ώστε να γίνει αξιόπλοο, επανήλθε στη βάση του για ριζική αποκατάσταση των ζημιών. H ναυμαχία του River Plate ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά και συναρπαστικά γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1940 - 1942
Ύστερα από την κατάληψη της Νορβηγίας (Απρίλιος 1940) αρχικά και της Γαλλίας (Ιούλιος 1940) τα Γερμανικά υποβρύχια απέκτησαν νέες βάσεις εξόρμησης, γεγονός που από μόνο του αύξησε την ακτίνα δράσης των υποβρυχίων, καθώς μείωνε τις αποστάσεις που έπρεπε να διανύσουν. Οι Γερμανοί εγκαθιστούν ναυτικές βάσεις στη Βρέστη, στο Λοριάν, στη Λα Παλίς και στη Λα Ροσέλ, μειώνοντας την προς τον Ατλαντικό απόσταση κατά 450 ναυτικά μίλια (περίπου 720 χλμ).
Επιπλέον, η Λουφτβάφε απέκτησε νέα αναγνωριστικά αεροσκάφη ναυτικών στόχων, τα Focke-Wulf FW200 ''Kondor'', με μεγαλύτερη ακτίνα δράσης και δυνατότητες επίθεσης κατά των σκαφών. Αν ο Χέρμαν Γκαίρινγκ είχε δεχτεί την πρόταση του Ρέντερ για στενή συνεργασία των δύο όπλων, οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες για τους Συμμάχους. Ευτυχώς γι' αυτούς, ο Γκαίρινγκ ("κάθε τι που πετά μου ανήκει") αρνείται να θέσει υπό τις διαταγές ενός ναυτικού τους αεροπόρους του. Έτσι οι προσπάθειες αυτές παραμένουν ασυντόνιστες και έχουν μικρή αποτελεσματικότητα.
Οι εξελίξεις αυτές υποχρεώνουν τις συμμαχικές δυνάμεις να τροποποιήσουν τα σχέδια μεταφορών τους και να απασχολήσουν σκάφη επιφανείας για την προστασία των νηοπομπών τους. Η ανετοιμότητα των Γερμανικών υποβρυχίων είναι ακόμη εμφανής τους πρώτους μήνες του 1940. Βυθίζονται 9 συμμαχικά σκάφη συνολικής χωρητικότητας 36.000 κ.ο.χ. (με αντίστοιχη απώλεια ενός υποβρυχίου) τον Ιανουάριο και 17 σκάφη 75.000 κ.ο.χ. με απώλεια 2 Γερμανικών υποβρυχίων το Φεβρουάριο.
Το Μάρτιο του 1940 ο απολογισμός είναι ιδιαίτερα πενιχρός. 2 μόνο σκάφη 11.000 κ.οχ. και ένα Γερμανικό υποβρύχιο. Αυτό οφείλεται στο ότι οι Γερμανοί απέσυραν τα περισσότερα υποβρύχιά τους για την προετοιμασία της εκστρατείας κατά της Νορβηγίας. Τα Γερμανικά υποβρύχια επανεμφανίζονται σε πλήρη δράση τον Ιούνιο του 1940. Η απώλεια της Νορβηγίας για τους Συμμάχους στοιχίζει ακριβά. Οι διαδρομές τους απλά υπερφαλαγγίζονται από τα εχθρικά σκάφη - είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν νέους, τους οποίους οφείλουν να προστατεύουν.
Ακριβά στοίχισε βέβαια και στο Γερμανικό ναυτικό, το οποίο έχασε δέκα συνολικά από τα 25 περίπου αντιτορπιλικά που διέθετε. Στο τέλος του 1940, όμως, ο Ντένιτς υιοθετεί μια νέα τακτική, που οι Σύμμαχοι ονόμασαν "τακτική των λύκων" (Wolfpack tactic): Μια ομάδα υποβρυχίων παρακολουθεί στενά τη νηοπομπή - στόχο, καλώντας παράλληλα και άλλα παραπλέοντα σκάφη. Τα υποβρύχια αναδύονται και επιτίθενται κατά των εμπορικών από την επιφάνεια, όπου έχουν σημαντικά αυξημένη ταχύτητα (18 κόμβοι έναντι μόλις 8 εν καταδύσει) ενώ παράλληλα αχρηστεύεται και το σύστημα εντοπισμού υποβρυχίων.
Η κατάσταση για τους Συμμάχους επιδεινώνεται. Έχοντας κυβερνήτες ιδιαίτερα παράτολμους και ικανούς όπως ο Γκίντερ Πρίεν, ο Όττο Κρέτσμερ (Otto Kretschmer), ο Γιόαχιμ Σέπκε (Joachim Schepke), ο Βόλφγκανγκ Λυτ (Wolfgang Lüth), ο Ένγκελμπερτ Έντρας (Engelbert Endrass) και άλλοι, επιτυγχάνουν σημαντικές βυθίσεις και γίνονται εθνικοί ήρωες στη Γερμανία. Από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 1940 βυθίζονται 270 συμμαχικά πλοία. Οι Γερμανοί κυβερνήτες υποβρυχίων αποκαλούν αυτή την περίοδο (Ιούνιος 1940 - Φεβρουάριος 1941) "η ευτυχισμένη περίοδος" ("Die Glückliche Zeit").
Επιπλέον, το ισχυρότερο ναυτικό της ηπειρωτικής Ευρώπης, το Γαλλικό, παραμένει αδρανές (ύστερα από συμφωνία και μετά την κατάληψη της Γαλλίας) στο ναύσταθμο της Τουλόν. Ο Χίτλερ έχει απαλλαγεί, έτσι, από τον ισχυρότερο στόλο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει στο πλάι του Βρετανικού, ενώ ο επίσης ισχυρότατος Ιταλικός στόλος δεν αποφασίζει να βγει από τους ναυστάθμους του, παρά την κήρυξη πολέμου το 1940 κατά των Αγγλογάλλων. Ωστόσο αυτό σημαίνει ότι οι Βρετανοί είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν ισχυρές δυνάμεις στη Μεσόγειο, ώστε να αντισταθμίσουν την απώλεια του Γαλλικού στόλου.
Αεροναυμαχία του Τάραντα
Επειδή ακριβώς ο Ιταλικός στόλος δεν αποφασίζει να βγει από τα αγκυροβόλιά του, αλλά παραμένει σε αυτά και αποτελεί διαρκή απειλή για τα σκάφη που πλέουν στη Μεσόγειο, οι Βρετανοί οργανώνουν την "Επιχείρηση Κρίση" (Operation Judgement), η οποία εκτελείται στις 11 / 12 Νοεμβρίου 1940: Δύο αεροπλανοφόρα, τα "Ιλούστριους" και "Ιγκλ" θα επιτεθούν στη ναυτική μοίρα που εδρεύει στον Τάραντα. Δυστυχώς, το "Ίγκλ", ύστερα από την αποστολή του στο Αιγαίο για την αεροπορική κάλυψη μικρότερων πολεμικών σκαφών και ανθυποβρυχιακό πόλεμο, επιστρέφοντας δέχεται επίθεση από Ιταλικά αεροσκάφη.
Οι βόμβες τους δεν το πλήττουν, όταν όμως επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και εξετάζεται διαπιστώνονται σοβαρές αβαρίες στην καρένα του, οι οποίες είναι, μεταξύ άλλων, υπεύθυνες για την επιμόλυνση των δεξαμενών καυσίμων αεροσκαφών. Αποσύρεται από την ενεργό δράση και μπαίνει στο ναυπηγείο για εκτεταμένες επισκευές. Έτσι στο Ναύαρχο Άντριου Κάνινγκαμ (Andrew, Viscount Cunningham of Hyndhope) απομένει μόνο το "Ιλούστριους", στο οποίο μεταφέρει όσα σκάφη του "Ίγκλ" μπορούν να χωρέσουν.
Συνολικά στο "Ιλούστριους" ο Κάνινγκαμ διαθέτει 21 αεροσκάφη "Fairey Swordfish", μονοκινητήρια τορπιλοβόλα διπλάνα, με τροχούς που δεν ανασηκώνονται κατά την πτήση. Ο Κάνινγκαμ τα κατανέμει σε δύο κύματα των 12 και 9 αεροσκαφών με διαφορά 50 λεπτών το ένα από το άλλο. Το "Ιλούστριους" βρίσκεται σε απόσταση 180 ναυτικών μιλίων από τον Τάραντα, όταν, στις 20:40' απογειώνεται το πρώτο κύμα, το οποίο φθάνει στον Τάραντα ύστερα από δύο ώρες.
Οι Ιταλοί, έχοντας διπλό φράγμα από δίκτυα και πασσάλους στην είσοδο του ναυστάθμου, τριπλό φράγμα αεροστάτων και αντιαεροπορική κάλυψη, πιστεύουν ότι τα σκάφη της ισχυρής μοίρας τους είναι εκτός κινδύνου επίθεσης. Έτσι αιφνιδιάζονται ολοσχερώς από τη Βρετανική επίθεση. Τα πρώτα σκάφη πλήττουν τα θωρηκτά "Καβούρ" και "Λιττόριο" (νεότευκτο σκάφος 35.000 κ.ο.χ.) και ανάβουν πυρκαϊές που καθοδηγούν τα υπόλοιπα 9 Σουόρντφις που ακολουθούν. Το δεύτερο κύμα καταστρέφει το θωρηκτό "Κάιο Ντούλιο" και πλήττει ξανά το "Λιττόριο", που υποχρεώνεται να προσαράξει.
Μόνο το (επίσης νεότευκτο) "Βιττόριο Βένετο" παραμένει ανέπαφο. Με την εκτέλεση της επιχείρησης αυτής, που στοιχίζει μόνο 2 αεροσκάφη στους Βρετανούς, τίθεται εκτός μάχης ο μισός στόλος θωρηκτών της Ιταλίας, χωρίς να ληφθεί υπόψη και η ψυχολογική ζημία που προκαλείται στο ισχυρότατο Ιταλικό ναυτικό. Την ίδια στιγμή τα Βρετανικά καταδρομικά επιτίθενται σε Ιταλική νηοπομπή και καταστρέφουν τέσσερα εμπορικά σκάφη ενώ προκαλούν ζημίες και σε μια τορπιλάκατο.
Την επόμενη ημέρα η ιταλική διοίκηση δίνει εντολή να μετακινηθεί η μοίρα στη Νάπολι, ώστε να είναι ασφαλέστερη από τέτοιες επιθέσεις. Ο Κάνινγκαμ πράγματι σχεδίαζε την επανάληψη της επίθεσης την επόμενη νύκτα, αναγκάστηκε όμως να τη ματαιώσει λόγω αλλαγής των καιρικών συνθηκών.
Η Στάση του Γαλλικού Στόλου
Επιχείρηση "Καταπέλτης"
Η κατάσταση που δημιούργησε η Γαλλική στρατιωτική κατάρρευση έφερε στο προσκήνιο το μέλλον του Γαλλικού Στόλου. Στις 11 Ιουνίου η υπό τον Πρωθυπουργό Πολ Ρεϊνό (Paul Reynaud) κυβέρνηση έχει ήδη εγκαταλείψει το Παρίσι κατευθυνόμενη προς την Τουρ και στις 17 Ιουνίου 1940 τη διακυβέρνηση της κατακτημένης Γαλλίας έχει αναλάβει μια ομάδα παλαιών στρατιωτικών και πολιτικών, υπό το Στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν.
Στην κυβέρνηση αυτή, γνωστή ως Κυβέρνηση του Βισύ συμμετέχουν ο στρατηγός Μαξίμ Βεϋγκάν, ο ναύαρχος Μωρίς Νταρλάν, ο Πιέρ Λαβάλ, ο Μποντουέν και άλλοι πολιτικοί. Την ίδια ημέρα αρχίζουν διαπραγματεύσεις με τη Ναζιστική Γερμανία και ο Πεταίν ζητά να τερματιστούν οι εχθροπραξίες, ενώ έχει ήδη ζητηθεί ο τερματισμός των υποχρεώσεων της Γαλλίας έναντι της Βρετανίας, σύμφωνα με τα όσα έχουν υπογραφεί (Οι δύο χώρες είχαν συνυπογράψει ότι καμία δεν επρόκειτο να συνάψει χωριστή συνθήκη ειρήνης με τους Ναζί).
Η Βρετανική κυβέρνηση αρνείται την αποδέσμευση της Γαλλίας από τι διμερή συμφωνία, διακηρύσσοντας την απόφασή της να συνεχίσει τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Προσπαθεί να πείσει τη Γαλλική κυβέρνηση να διατάξει το στόλο να καταφύγει σε Βρετανικούς λιμένες ή, στη χειρότερη περίπτωση, να αυτοβυθιστεί πριν υπογραφούν οι όροι της ανακωχής. Είναι προφανής η ανησυχία των Βρετανών:
Αν τα Γαλλικά σκάφη πέσουν στα γερμανικά χέρια, οι Ναζί θα βρεθούν να διαθέτουν, μαζί με τα δικά τους βαρέα καταδρομικά "Σάρνχορστ" και "Γκνάιζεναου" μια ναυτική δύναμη που θα είναι ικανή να απασχολήσει, με τις δραστηριότητές της, ολόκληρο το Βρετανικό στόλο. Εν τω μεταξύ η ηγεσία του Γαλλικού στόλου φρόντισε να απομακρύνει από τα Γαλλικά νερά όσο περισσότερα σκάφη μπορούσε. Μερικά από αυτά, όπως το υποβρύχιο "Συρκούφ", δύο θωρηκτά, οκτώ αντιτορπιλικά και περισσότερα από 200 βοηθητικά σκάφη έχουν καταφύγει σε Βρετανικά λιμάνια.
Μια πολύ ισχυρή μοίρα, όμως, στην οποία περιλαμβάνονται τα καταδρομικά "Βρετάνη" και "Στρασβούργο", τα θωρηκτά "Δουνκέρκη" και "Προβηγκία", το μεταγωγικό αεροσκαφών "Κομμαντάν Τεστ" (Commandant Teste) και έξι μεγάλα αντιτορπιλικά βρίσκεται στο Μερς ελ Κεμπίρ της Αλγερίας. Η ανησυχία των Βρετανών παραμένει εξαιρετικά μεγάλη, καθώς στους όρους της ανακωχής, που ανακοινώνονται στις 25 Ιουνίου 1940, προβλέπεται ότι οι Γαλλικές ναυτικές δυνάμεις θα καταφύγουν σε λιμένες υπό Γερμανικό ή Ιταλικό έλεγχο και θα παροπλιστούν.
Η Βρετανική κυβέρνηση έχει επίσης ενδείξεις ότι οι Γερμανοί κατέχουν ήδη τους κώδικες αποκρυπτογράφησης των μηνυμάτων του Γαλλικού ναυτικού. Ωστόσο, ο ναύαρχος Νταρλάν ανακοινώνει στους Βρετανούς - και μάλιστα ορκίζεται γι' αυτό - ότι ο Γαλλικός στόλος θα παραμείνει στο ναύσταθμο της Τουλόν υπό Γαλλικό έλεγχο, δεν θα παραδοθεί ποτέ στους Γερμανούς αλλά θα μείνει αμέτοχος στις από εδώ και πέρα ναυτικές συγκρούσεις.
Ο Χίτλερ είχε όντως συναινέσει σε αυτό, σε υπόδειξη μάλιστα του Μουσολίνι να απαιτήσει παράδοση του Γαλλικού στόλου απάντησε "μα αυτός ακριβώς είναι ο όρος που θα κάνει να χαλάσουν τα πάντα". Ο λόγος που ο Χίτλερ δεν ενδιαφερόταν για το Γαλλικό στόλο είναι σήμερα σαφής. Το βάρος του το είχε ρίξει στον υποβρυχιακό πόλεμο και τα σκάφη επιφανείας δεν τον ενδιέφεραν. Αυτό όμως δε μπορούσαν να το γνωρίζουν ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Βρετανοί.
Οι Βρετανοί φυσικά δεν εφησυχάζουν: Έχουν ως διαβεβαίωση τον όρκο του Νταρλάν, αλλά ακόμη κι αν αυτός κρατήσει τον όρκο του, οι Γερμανοί μπορούν να τον υποχρεώσουν να τον παραβεί, απλά παρακάμπτοντάς τον. Παρά την αντίθετη γνώμη του Βρετανικού Ναυαρχείου, ο Τσώρτσιλ είναι κατηγορηματικός και επιβάλλει την άποψή του. Οργανώνει την "Επιχείρηση Καταπέλτης" (Operation Catapult"), για την πλήρη εξουδετέρωση των Γαλλικών ναυτικών μονάδων εκτός Γαλλίας.
Οι Βρετανοί αιφνιδιάζουν τους Γάλλους και αιχμαλωτίζουν σκάφη και ναύτες που ελλιμενίζονται σε λιμάνια της Βρετανίας. Στην Αλεξάνδρεια, ο Γάλλος ναύαρχος Γκοντφρουά δέχεται να εξουδετερωθούν τα σκάφη του, που σάπιζαν αχρησιμοποίητα στο λιμάνι, χωρίς μια σταγόνα καυσίμων στις δεξαμενές τους, και με τους επικρουστήρες των πυροβόλων τους αποθηκευμένους στη στεριά. Στο Ντακάρ, όπου βρισκόταν το "Ρισελιέ", οι Άγγλοι βομβαρδίζουν το σκάφος που αχρηστεύεται χωρίς όμως να βυθιστεί.
Απομένει η ισχυρή μοίρα του Μερς ελ Κεμπίρ. Στο λιμάνι αυτό πρόκειται να διαδραματιστεί μια από τις σκληρότερες φάσεις του ναυτικού πολέμου. Ανοικτά του Μερς ελ Κεμπίρ καταπλέει, στις 3 Ιουλίου 1940, μια ισχυρή Βρετανική μοίρα, η "Δύναμη Η" (''Force H'') υπό το ναύαρχο Τζέιμς Σόμερβιλ (Sir James Fownes Somerville), αποτελούμενη από τρία θωρηκτά, δύο καταδρομικά, ένα αεροπλανοφόρο και 11 αντιτορπιλικά.
Τα σκάφη της Δύναμης "Η" ήταν τα θωρηκτά "Hood", "Valiant", "Resolution", τα καταδρομικά "Arethusa", "Enterprise", το αεροπλανοφόρο "Ark Royal" και τα αντιτορπιλικά "Faulknor", "Foxhound", "Fearless", "Forester", "Foresight", "Escort", "Keppel", "Active", "Wrestler", "Vidette" και "Vortigern". Ο Σόμερβιλ αποπλέοντας από το Γιβραλτάρ μεταφέρει τη σημαία του από το "Arethusa" στο "Χουντ" (HMS Hood), το ισχυρότερο θωρηκτό του Βρετανικού στόλου.
Όταν η δύναμη "Η" έφθασε στο Μερς ελ Κεμπίρ, ο Σόμερβιλ έστειλε τον Πλοίαρχο Σέντρικ Χόλλαντ (Cedric Holland), κυβερνήτη του "Ark Royal", ο οποίος μιλούσε άπταιστα Γαλλικά και ήταν εξαιρετικά Γαλλόφιλος, στον επικεφαλής της Γαλλικής μοίρας ναύαρχο Μαρσέλ Ζανσούλ (Marcel - Bruno Gensoul) με το εξής μήνυμα:
"To Admiral Gensoul
The British Admiralty House sent Captain Holland to confer with you. The British Navy hopes that their proposals will enable you and the valiant and glorious French Navy to be by our side. In the circumstances in your ships would remain yours and no one need have any anxiety for the future. A British Fleet is at sea off Oran waiting to welcome you."
''Προς τον Ναύαρχο Ζανσούλ
Το Βρετανικό Ναυαρχείο απέστειλε τον Πλοίαρχο Χόλλαντ για διαπραγματεύσεις. Το Βρετανικό Ναυτικό ελπίζει ότι οι προτάσεις του θα δώσουν τη δυνατότητα σε σας και στο ανδρείο και ένδοξο Γαλλικό Ναυτικό να προσχωρήσει με το μέρος μας. Σε κάθε περίπτωση τα πλοία θα παραμείνουν δικά σας και κανείς δε θα έχει την παραμικρή ανησυχία για το μέλλον. Τμήμα του Βρετανικού στόλου βρίσκεται εν πλω στο Οράν αναμένοντας να σας καλωσορίσει."
Ουσιαστικά, αυτό που κόμιζε στις διαπραγματεύσεις ο Πλοίαρχος Χόλλαντ δεν ήταν κάτι λιγότερο από τελεσίγραφο, οι βασικοί άξονες του οποίου ήταν οι εξής, όπως τους υποδεικνύουν οι οδηγίες που είχαν δοθεί στο Ναύαρχο Σόμερβιλ και τον Πλοίαρχο Χόλλαντ:
Α.
1) Γάλλοι, πλεύσατε με τα πλοία σας σε Βρετανικούς λιμένες και εξακολουθήστε να μάχεστε στο πλευρό μας.
2) Γάλλοι, πλεύσατε με τα πλοία σας και με μόνο το απαραίτητο πλήρωμα σε οποιοδήποτε Βρετανικό λιμένα και τα πληρώματα θα επαναπατρισθούν όποτε το επιθυμήσουν.
Σε περίπτωση που υιοθετηθούν οι επιλογές (1) ή (2), τα σκάφη θα αποδοθούν εκ νέου στη Γαλλία με τη λήξη του Πολέμου και θα καταβληθούν στο ακέραιο όποιες αποζημιώσεις απαιτηθούν σε περίπτωση ζημιών τους στο ενδιάμεσο διάστημα. Αν ο Γάλλος ναύαρχος υιοθετήσει την επιλογή (2), αλλά επιλέξει τα σκάφη του να μη δράσουν κατά τη διάρκεια του Πολέμου, θα αποδεχθούμε αυτό τον όρο για όσο χρόνο οι Γερμανοί και οι Ιταλοί σεβαστούν τους όρους της ανακωχής. Δε θα θέλαμε να δημιουργήσουμε ζήτημα επ' αυτού.
3) Γάλλοι, πλεύσετε με τα σκάφη σας και το απαραίτητο πλήρωμα σε οποιοδήποτε Γαλλικό λιμένα των Δυτικών Ινδιών, όπως π.χ. η Μαρτινίκα. Με την άφιξή σας εκεί μπορείτε να παροπλίσετε τα σκάφη σας, προς μεγάλη μας ανακούφιση, αν έτσι το επιθυμείτε, είτε να τα εμπιστευθείτε στη δικαιοδοσία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Τα πληρώματα θα επαναπατρισθούν.
4) Γάλλοι, βυθίστε τα σκάφη σας.
Β.
Αν ο Γάλλος Ναύαρχος αρνηθεί να δεχτεί κάποια από τις πιο πάνω επιλογές και υποδείξει παροπλισμό των σκαφών του στα παρόντα αγκυροβόλιά τους, εξουσιοδοτείστε να δεχτείτε αυτή την πρόταση υπό την προϋπόθεση ότι ο επικεφαλής της Δύναμης "Η" θα επιβλέψει τον πλήρη παροπλισμό εντός έξι ωρών και με τέτοιο τρόπο, ώστε τα σκάφη να μην είναι δυνατό να αποκατασταθούν σε μάχιμη υπηρεσία προ της παρελεύσεως ενός έτους, ακόμη και σε πλήρως εξοπλισμένο ναυπηγείο.
Γ.
Αν καμία από τις πιο πάνω προτάσεις δε γίνει αποδεκτή από τους Γάλλους, ο επικεφαλής της Δύναμης "Η" οφείλει να προσπαθήσει να καταστρέψει τα σκάφη στο Μερς ελ Κεμπίρ και ιδιαίτερα τα σκάφη "Dunkerque" και "Strasbourg" χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που διαθέτει. Οφείλει επίσης να καταστρέψει και τα σκάφη που ελλιμενίζονται στο Οράν, εκτός αν αυτό συνεπάγεται σημαντικές απώλειες ανάμεσα στους αμάχους.
Καθώς δεν είναι επιθυμητή μια θαλάσσια εμπλοκή με το Γαλλικό Στόλο, ο επικεφαλής της Δύναμης "Η" εντέλλεται να αφιχθεί στο Οράν την επιλεγείσα χρονική στιγμή, να αποστείλει εκπροσώπους του και να λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα προ της λήξεως του δοθέντος χρονικού ορίου. Ο Ζανσούλ, λόγω δυσλειτουργίας των τηλεπικοινωνιών του, δεν καταφέρνει να στείλει στον Νταρλάν το πλήρες κείμενο του Βρετανικού τελεσιγράφου. Η Γαλλική υπερηφάνεια απαγορεύει στο Ζανσούλ να δεχτεί έστω και να διαπραγματευτεί, υπό την απειλή του βρετανικού πυρός.
Χειροτερεύοντας το αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκονται τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Βρετανοί (ο Σόμερβιλ ήταν εξαιρετικά απρόθυμος να εκτελέσει την αποστολή αυτή, αλλά υπάκουσε στις διαταγές του ως στρατιώτης), τα Fairey Swordfish του Αρκ Ρόαγιαλ ποντίζουν μαγνητικές νάρκες στο θαλάσσιο δρόμο που θα ακολουθούσαν τα Γαλλικά σκάφη, αν δοκίμαζαν να αποπλεύσουν. Ο Πλοίαρχος Χόλλαντ εγκαταλείποντας το "Δουνκέρκη" χαιρετά με δάκρυα στα μάτια τη Γαλλική σημαία και το πλήρωμα του θωρηκτού "Βρετάνη" του ανταποδίδει τον τιμητικό χαιρετισμό. Αργότερα θα δηλώσει ότι "δεν πίστευε αυτό που έβλεπε".
Η απόφαση του ανυπόμονου Τσώρτσιλ αρχίζει να εκτελείται μόλις ο Χόλλαντ επιστρέφει στο "Foxhound" με το οποίο είχε έλθει. Οι Βρετανοί ανοίγουν πυρ εναντίον του Γαλλικού στόλου με προεξάρχον το θωρηκτό "Χουντ" και τα πυροβόλα του των 15 ιντσών, από απόσταση 10 μιλίων από την ακτή. Οι οβίδες του κτυπούν το "Δουνκέρκη" καταστρέφοντας έναν από τους πυργίσκους των πυροβόλων του, την κεντρική γεννήτρια και το υδραυλικό του σύστημα. Μέσα σε τέσσερα λεπτά, το ισχυρότερα θωρακισμένο πλοίο που είχε ποτέ κατασκευαστεί προσαράζει και πυρπολείται.
Το "Βρετάνη" ανατρέπεται και βυθίζεται, ενώ το "Provence", το αντιτορπιλικό "Mogador" και αρκετά μικρότερα σκάφη υφίστανται σοβαρές ζημίες. Οι Γάλλοι δοκιμάζουν να ανταποδώσουν τα πυρά, αλλά σύντομα το Γαλλικό πυρ παύει. Το λιμάνι γεμίζει πυκνό μαύρο καπνό και το "Στρασβούργο" τον εκμεταλλεύεται, μαζί με μερικά άθικτα αντιτορπιλικά. Καταφέρνει να διαφύγει από τον κλοιό του Σόμερβιλ και με μέγιστη ταχύτητα καταφεύγει στην Τουλόν. Πρόκειται ασφαλώς για κατόρθωμα συνδυασμού θάρρους και ναυτικής ικανότητας, το οποίο επαινεί ακόμη και το Βρετανικό Ναυαρχείο.
Η επιχείρηση στο Μερς ελ Κεμπίρ στοίχισε 1.297 νεκρούς ή αγνοούμενους Γάλλους και 354 τραυματίες. Οι Βρετανοί δεν είχαν απώλειες. Η ενέργεια αυτή λίγο έλειψε να στοιχίσει τη Γαλλοβρετανική συνεργασία, καθώς ένας έξαλλος ντε Γκωλ παραπονέθηκε έντονα στον Τσώρτσιλ για το συμβάν, αλλά, κυρίως, για το γεγονός πως θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο πλέον να πείσει τους Ελεύθερους Γάλλους να συνεργαστούν μαζί του και με τη Βρετανία, χωρίς, να είναι δυνατό να του πει κάποιος πως έχει άδικο.
Η Γερμανική προπαγάνδα δε μένει, ασφαλώς, αδιάφορη από το γεγονός. Το Παρίσι πλημμυρίζει αφίσες που δείχνουν Γάλλους ναυτικούς να πνίγονται και την επιγραφή "Να θυμάστε το Οράν", ενώ μια εφημερίδα του Βερολίνου χαρακτηρίζει το γεγονός ως "τη μεγαλύτερη παλιανθρωπιά στην Παγκόσμια Ιστορία".
Ο Γαλλικός Στόλος Αυτοβυθίζεται
Ο Χίτλερ πράγματι δεν "ενόχλησε" το Γαλλικό στόλο που βρισκόταν στην Τουλόν και περιλάμβανε περίπου 135 σκάφη κάθε τύπου, από τα οποία 80 ήταν πολεμικά σκάφη ανοικτής θαλάσσης. Στο διάστημα 1940 - 1942 τα σκάφη δεν κινήθηκαν καθόλου, αλλά γίνονταν σε αυτά συντηρήσεις, επισκευές και ορισμένες μετατροπές, ενώ κάποια βρίσκονταν και σε φάσεις παροπλισμού. Επικεφαλής του Γαλλικού Ναυαρχείου στην Κυβέρνηση του Βισύ ήταν ο Αντιναύαρχος Φρανσουά Νταρλάν (François Darlan).
Διοικητής του Στόλου ανοικτής θαλάσσης ήταν ο ναύαρχος Ζαν ντε Λαμπόρντ (Jean de Laborde), ναυτικός με τίτλο ευγενείας, φανατικά αντιβρετανός, ενώ Διοικητής του ναυστάθμου ήταν ο υποναύαρχος Αντρέ Μαρκίς (Andre Marquis). Ο ντε Λαμπόρντ έχει αντιζηλίες με τον άμεσο προϊστάμενό του Νταρλάν, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Αυτό το γνώριζε ο Πεταίν, ο οποίος διόρισε τον ντε Λαμπόρντ στη θέση αυτή ακριβώς γι' αυτό το λόγο. Ο πολιτικός έλεγχος του στόλου θα ήταν ευκολότερος αν λόγο γι' αυτόν είχαν δύο αντίζηλοι ναύαρχοι.
Όσο για τον Μαρκίς, αυτός θεωρούσε τον εαυτό του υφιστάμενο και δεν πήρε καμία απολύτως πρωτοβουλία. Ο Νταρλάν έχει δώσει σαφείς εντολές στον ντε Λαμπόρντ: Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει τα Γαλλικά σκάφη να πέσουν σε χέρια διαφορετικά από Γαλλικά. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό τα σκάφη να παραμείνουν υπό Γαλλική κατοχή, έπρεπε να αυτοβυθιστούν. Ο ντε Λαμπόρντ, πιστεύοντας ότι οι κυριότεροι διεκδικητές των Γαλλικών σκαφών ήταν οι Βρετανοί, οργάνωσε άριστα τόσο την εγκατάσταση των μηχανισμών αυτοβύθισης όσο και την εκπαίδευση των πληρωμάτων για το σκοπό αυτό.
Εκτελούνται σε τακτική βάση ασκήσεις και στα πληρώματα έχει εδραιωθεί η βεβαιότητα της αυτοβύθισης. Στις αρχές Νοεμβρίου οι Σύμμαχοι αποβιβάζονται στη Βόρεια Αφρική ("Επιχείρηση Πυρσός", Operation Torch). Ο Χίτλερ παίρνει την απόφαση να τελειώνει με ό,τι αξιόμαχο έχει απομείνει από τη Γαλλία: Διατάσσει μια μεραρχία να καταλάβει το Ναύσταθμο και τα σκάφη που βρίσκονται εκεί. Η μεραρχία φθάνει στην Τουλόν σχετικά αθόρυβα, στις 27 Νοεμβρίου 1942, εξουδετερώνει τις φρουρές του Ναυστάθμου, εκτός από μία, που στέλνει μήνυμα στον ντε Λαμπόρντ.
Αυτός βρίσκεται αρχικά σε δίλημμα, αλλά υπακούει στις διαταγές του Νταρλάν. Από το "Στρασβούργο" εκπέμπει -έστω και την τελευταία στιγμή- τη διαταγή αυτοβύθισης, η οποία εκτελείται αριστοτεχνικά. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, το καμάρι της Τουλόν, ο νεότευκτος Γαλλικός στόλος καταλήγει μια μάζα από παλιοσίδερα.
Η Στάση των ΗΠΑ
Στο μεταξύ οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παραμένουν στην ουδετερότητα, αν και ο Πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ μετά από επιδρομές υποβρυχίων ακόμη και στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, αρχικά επεκτείνει τα όρια της ευθύνης των διεθνών υδάτων για τη χώρα του πολύ περισσότερο από όσο προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες, ενώ αργότερα δίνει την εντολή "shoot first" (χτυπάτε πρώτοι). Αυτό δε συνέβη με το καταδρομικό "Reuben James" το οποίο δεν πρόλαβε να κτυπήσει πρώτο και βυθίστηκε από Γερμανικό υποβρύχιο.
Οι Βρετανοί χαρακτηρίζουν τις ΗΠΑ ως τον "παράδεισο των υποβρυχίων". Αυτό βοηθά στη μεταστροφή της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ, η οποία ήταν σταθερά προσηλωμένη στην ουδετερότητα. Οι συμμαχικές απώλειες είναι βαρύτατες: 50 σκάφη το 1939 από υποβρύχια -αντίστοιχα βυθίστηκαν 9 γερμανικά U-boote. Ο αριθμός αυτός σκαρφαλώνει στα 225 σκάφη απωλεσθέντα από υποβρύχια με 511 σκάφη συνολικά το 1940 ενώ οι απώλειες γερμανικών υποβρυχίων είναι ασήμαντες. Χάνονται μόνον 24 σκάφη.
Είναι εμφανές ότι οι Σύμμαχοι -και κυρίως οι Βρετανοί- βρίσκονται σε δυσχερή θέση. Ο Ρούζβελτ αναζητά τρόπους να βοηθήσει τη Βρετανία. Σε πρώτη φάση της "δανείζει" 50 παλαιά αντιτορπιλικά, με αντάλλαγμα την εκχώρηση βάσεων στην Ισλανδία. Ωστόσο οι Βρετανοί αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα. Δεν χάνουν μόνο σκάφη, αλλά και πόρους και χρήμα. Σε σύντομο διάστημα η Βρετανία δε θα μπορεί πλέον να ακολουθήσει το σύστημα "cash and carry" (τα πληρώνεις και τα παίρνεις). Ο Ρούζβελτ βρίσκει εδώ μια μεγαλοφυή λύση.
Φέρνει στο Κογκρέσο και επιτυγχάνει την ψήφιση του Νόμου εκμισθώσεως και δανεισμού (Lend-lease act), ο οποίος προβλέπει την παραχώρηση πολεμικού υλικού "όποτε και εφόσον ο Πρόεδρος κρίνει σκόπιμο" και ως αμοιβή "οτιδήποτε ο Πρόεδρος θα κρίνει ικανοποιητικό". Ο Καρτιέ χαρακτηρίζει το νόμο αυτό ως "οπλοστάσιο των δημοκρατιών" και, σε πρώτη φάση, την ίδια ημέρα που ψηφίζεται, παραχωρούνται ισχυρές τορπιλάκατοι στη Βρετανία, πολεμικό υλικό στην Ελλάδα (πυροβολικό που δε προλάβει να φτάσει ποτέ), ενώ ανάλογες ενέργειες θα ακολουθήσουν εκ νέου για τη Βρετανία αλλά και για την ΕΣΣΔ, όταν αυτή εμπλακεί στον πόλεμο.
Φυσικά οι Σύμμαχοι παλεύουν να οργανώσουν όσο το δυνατό καλύτερα τον ανθυποβρυχιακό πόλεμο, χρησιμοποιώντας ισχυρούς προβολείς αναζήτησης, ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη (αν και αρκετά πεπαλαιωμένα, όπως τα "Μπλένχαϊμ" και τα "Γκλώστερ Γκλαντιέιτορ"), δέκτες εντοπισμού ραδιοκυμάτων και το μη εξελιγμένο ακόμη ραντάρ για σκάφη, ενώ προσπαθούν να συνοδεύουν με σχετικά ισχυρά σκάφη τις νηοπομπές τους. Ωστόσο παραμένει ένα "νεκρό σημείο" στον Ωκεανό.
Είναι η περιοχή του στην οποία δεν είναι δυνατό να φθάσουν τα αεροσκάφη, καθώς, ύστερα από τη βύθιση του "Καράτζους" (HMS Courageous) οι Βρετανοί απέσυραν τα αεροπλανοφόρα τους από την υποστήριξη νηοπομπών. Μέχρι την εμπλοκή τους στον πόλεμο, όμως, στις 7 Δεκεμβρίου 1941, ύστερα από την επιδρομή στο Περλ Χάρμπορ οι Αμερικανοί παραμένουν αυστηρά ουδέτεροι χωρίς να εμπλακούν σε καμία μάχη στον Ατλαντικό, εφόσον δεν υπάρξει παραβίαση των χωρικών τους υδάτων, ενώ έχουν μηδενική ανθυποβρυχιακή άμυνα.
Η Γερμανική Πλευρά
Η κατάσταση δεν καλυτερεύει για τους Συμμάχους ούτε το 1941. Με απώλειες μόνο 35 σκαφών, τα Γερμανικά υποβρύχια βυθίζουν 288 σκάφη, ενώ οι συνολικές συμμαχικές απώλειες ανέρχονται στα 568 σκάφη και 2,4 εκατ. τόνους εφοδίων, με παράλληλη απώλεια 7.838 ναυτικών. Πολλά άλλα σκάφη υφίστανται ζημιές, ενώ τα Βρετανικά ναυπηγεία αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στην ταχεία επισκευή των σκαφών, συνολικής χωρητικότητας 2,5 εκατ. κ.ο.χ., που τα έχουν πλημμυρίσει.
Για όσα σκάφη έχουν αυτή τη δυνατότητα, χρησιμοποιούνται οι ναυπηγικές εγκαταστάσεις των Βρετανών στην Κίνα, την Αίγυπτο και την Ινδία, όπως συνέβη με όσα Ελληνικά πολεμικά διέφυγαν από την κατειλημμένη Ελλάδα. Παράλληλα τα Γερμανικά ναυπηγεία έχουν έτοιμα τα δίδυμα θωρηκτά "Μπίσμαρκ" και "Τίρπιτς", 42.500 κ.ο.χ. το καθένα. Η δύναμη πυρός τους υπερβαίνει αυτήν κάθε άλλου πολεμικού σκάφους στον κόσμο, εκτός του Βρετανικού θωρηκτού "Χουντ" (HMS Hood), το οποίο όμως είναι τουλάχιστον 20 χρόνια παλαιότερο, ενώ δε διαθέτει θωρακισμένο κατάστρωμα.
Η απειλή για τις νηοπομπές γίνεται εφιάλτης: Το "Μπίσμαρκ" πρέπει να εντοπιστεί και να καταστραφεί, πριν αρχίσει να εφορμά εναντίον των, ουσιαστικά πλέον απροστάτευτων, νηοπομπών. Η καταδίωξη και, τελικά, η βύθισή του από τους Βρετανούς αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές κινητοποιήσεις του Πολέμου - εξαιρουμένης της Απόβασης στη Νορμανδία. Παρά τη βύθιση του Μπίσμαρκ, η κατάσταση το 1942 χειροτερεύει. Ο Ντένιτς έχει στη διάθεσή του περισσότερα σκάφη με μεγαλύτερη ακτίνα δράσης (αν και όχι πλέον τόσο έμπειρα πληρώματα) και οι νηοπομπές χάνουν πολλά σκάφη:
Το 1942 θυμίζει τη χρυσή εποχή των Γερμανικών υποβρυχίων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Χάνονται συνολικά 1662 σκάφη, εξ ών τα 1066 στον Ατλαντικό. Σύμφωνα με άλλες πηγές οι αριθμοί ποικίλλουν, αλλά καμιά δε δίνει λιγότερα από 1.600 σκάφη συνολικά. Ο αριθμός των διαθέσιμων εμπορικών μειώνεται δραματικά για τους Συμμάχους. Ναυπηγούνται ασφαλώς νέα σκάφη, αλλά ο ρυθμός βύθισης προς ναυπήγηση παραμένει μεγαλύτερος της μονάδας. Πρέπει να έλθει το 1943 για να περάσει η μάχη του Ατλαντικού σε καμπή και να κλίνει προς την πλευρά των Συμμάχων.
Το 1942, ωστόσο, εκλείπουν οι εύκολοι στόχοι των U-boote στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, καθώς με τη βοήθεια Άγγλων ειδικών οι Αμερικανοί αποφασίζουν να οργανώσουν συστηματικά την ανθυποβρυχιακή τους άμυνα. Ο Ντένιτς υποχρεώνεται να επαναφέρει τα σκάφη του στο κυνήγι νηοπομπών καταμεσής του Ωκεανού, αν και τρέφει την πεποίθηση ότι τελικά κερδίζει τη μάχη του Ατλαντικού. Στο τέλος του '41 διέθετε συνολικά 236 σκάφη, που επιτύγχαναν το μέσο όρο βυθίσεων 13 συμμαχικών σκαφών για κάθε χαμένο υποβρύχιο.
Είχε επιτύχει να μειώσει το Βρετανικό εμπορικό στόλο κατά 3 εκατ. τόνους, συγκριτικά με την έναρξη του Πολέμου. Τώρα διέθετε 331 σκάφη, με 141 ταυτόχρονα σε υπηρεσία και με 50 σε συνεχή περιπολία. Εν τω μεταξύ, το αρχηγείο των υποβρυχίων στη Βρετάνη είχε αποκτήσει σημαντική εμπειρία στην οργάνωση της "τακτικής των λύκων".
Σημαντικό επίτευγμα, επίσης, ήταν η παραβίαση των κωδικών επικοινωνίας του Βρετανικού ναυτικού από τους ειδικούς της ομάδας "B-Dienst", πράγμα που έδινε στα Γερμανικά υποβρύχια να γνωρίζουν πού βρισκόταν κάθε νηοπομπή, αν και πολλές από τις πληροφορίες που αντλούσε η ομάδα έμεναν ανεκμετάλλευτες επειδή οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποκαλυφθεί ότι παρακολουθούσαν τις βρετανικές επικοινωνίες. Το δεύτερο μισό του 1942 φαίνεται να δικαιώνει το Ντένιτς.
Παρά τον καλύτερο εξοπλισμό και την αύξηση των διαθέσιμων σκαφών συνοδείας, τα υποβρύχιά του επιτυγχάνουν βυθίσεις κατά μέσον όρο 650.000 τόνων μηνιαία. Αν προστεθούν σε αυτούς και οι βυθίσεις από άλλα μέσα, το γερμανικό ναυτικό μοιάζει να έχει επιτύχει τους στόχους που του έχουν τεθεί.
Η ΚΑΜΠΗ 1943
Μολονότι έχουν γίνει κάποιες (άκαρπες) προσπάθειες και στο παρελθόν, τώρα ο στόχος επιτυγχάνεται. Τα Γερμανικά υποβρύχια αυξάνουν σε αριθμό. Ο Ντένιτς διαθέτει πλέον 400 σκάφη, εξ ων είναι σε υπηρεσία ταυτόχρονα τα 200 και από αυτά τουλάχιστον 100 βρίσκονται σε θαλάσσιες περιπολίες. Ο αριθμός έχει υπερβεί κατά 10 το μέγιστο αριθμό που ο Ναύαρχος είχε προβλέψει ότι του έφθαναν για να "γονατίσει" το ναυτικό των Συμμάχων. Ωστόσο, δεν είχε υπολογίσει την εμπλοκή των ΗΠΑ στη σύρραξη.
Τεχνολογικά, επίσης, τα σκάφη του παραμένουν αργά στον εν καταδύσει πλου (μέγιστη ταχύτητα 8 κόμβοι) ενώ είναι υποχρεωμένα τη νύκτα να αναδύονται τόσο για να κερδίσουν τη χαμένη απόσταση του αργού πλου όσο και για να ανανεώσουν τον εσωτερικό τους αέρα και να φορτίσουν τις μπαταρίες (χάρη στις οποίες κινούνται σε κατάδυση). Η τεχνολογική βελτίωση είναι πλέον αδύνατη και το μόνο που μπορεί να περισώσει κάπως την κατάσταση είναι το "σνόρκελ" (schnorkel). Πρόκειται για σωλήνα με βαλβίδα που αναδύεται στην επιφάνεια και αντλεί τον απαραίτητο αέρα ώστε το σκάφος να χρησιμοποιεί σε κατάδυση τους κινητήρες ντίζελ.
Από την αντίθετη πλευρά οι Σύμμαχοι διαθέτουν πλέον περισσότερα από 500 σκάφη συνοδείας νηοπομπών, αρκετά για να συγκροτήσουν ομάδες όχι μόνο προστασίας νηοπομπών αλλά και αντεπίθεσης. Το ραντάρ αρχίζει και τοποθετείται σε σκάφη και αεροπλάνα, αλλά οι Γερμανικές δυνάμεις είναι σε θέση να το ανιχνεύουν. Οι Σύμμαχοι προχωρούν ένα βήμα περισσότερο. Κατασκευάζουν (Φεβρουάριος 1943) ραντάρ βραχέων κυμάτων, το οποίο θα παραμείνει μη ανιχνεύσιμο ως το τέλος του Πολέμου.
Είναι πλέον σαφείς οι ενδείξεις ότι οι ευκαιρίες των Γερμανών να κερδίσουν τη μάχη του Ατλαντικού ελαττώνονται μέρα με την ημέρα: Τα συμμαχικά σκάφη διαθέτουν ραντάρ, εντοπιστές κατευθύνσεως υψηλών συχνοτήτων και βελτιωμένο ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό, όπως οι βόμβες βυθού που επονομάστηκαν "σκατζόχοιροι" (hedgehog). Όπως ήδη ειπώθηκε, ο Ντένιτς δεν είχε λάβει υπόψη του τη συμμετοχή των ΗΠΑ στη σύρραξη. Μπορεί ο Γκαίρινγκ να κορόιδευε τους Αμερικανούς λέγοντας ότι "είναι ασυναγώνιστοι στην κατασκευή ξυριστικών λεπίδων", ωστόσο οι ΗΠΑ είναι αυτές που ουσιαστικά μηδενίζουν τις ελπίδες του.
Το 1943 τα Αμερικανικά ναυπηγεία κατασκευάζουν σκάφη συνολικής χωρητικότητας 20 εκατομ. τόνων, κύρια χάρη στα προκατασκευασμένα πλοία που επονομάστηκαν "Λίμπερτι" (Liberty = ελευθερία). Η σχεδίασή του οφείλεται στον Αμερικανό επιχειρηματία Χένρι Κάιζερ (Henry Kaiser), ο οποίος κατανόησε την ανάγκη των θαλάσσιων μεταφορών στην πολεμική προσπάθεια της χώρας του. Βασιζόμενος σε Βρετανικό σχέδιο, εφοδίασε αυτά τα σκάφη με μια περίεργη, αλλά πανεύκολη στην κατασκευή μηχανή, ενώ η μορφή των σκαφών ήταν τέτοια που ο πρόεδρος Ρούζβελτ τα αποκάλεσε "ασχημόπαπα" (Ugly Ducklings).
Ο χρόνος συναρμολόγησής τους από αρχικά 10 ημέρες πέφτει, προς το τέλος του πολέμου, στις 2 ημέρες. Τα ασχημόπαπα αυτά κατασκευάζονταν με ρυθμούς ταχύτερους από αυτούς που τα Γερμανικά υποβρύχια μπορούσαν να τα βυθίσουν. Οι Γερμανικές επιτυχίες συνεχίζονται, αλλά είναι πλέον σποραδικές: Η νηοπομπή SC 94 χάνει 26 σκάφη τον Αύγουστο και η SC 107 15 σκάφη το Νοέμβριο. Το 1943 είναι η πρώτη χρονιά κατά την οποία το ισοζύγιο των βυθίσεων κλίνει αντίθετα: Οι ναυπηγήσεις νέων σκαφών είναι -σε τοννάζ- περισσότερες από τις βυθίσεις.
Επιπλέον χάνονται αρκετά Γερμανικά σκάφη. Η Γερμανική βιομηχανία, ωστόσο, είναι σε θέση πλέον να αναπληρώνει αυτές τις απώλειες σε εφόδια και κατασκευάζει περισσότερα σκάφη απ' όσα χάνονται. Αυτό που προβληματίζει πολύ έντονα τον Ντένιτς δεν είναι η αναπλήρωση των σκαφών, αλλά των ανδρών. Τα καλά εκπαιδευμένα και έμπειρα πληρώματα δεν υπάρχουν πλέον και ο χρόνος δεν είναι επαρκής για την εκπαίδευση νέων -πολύ περισσότερο για την απόκτηση εμπειριών, και οι άνδρες δεν αναπληρώνονται.
Θέλοντας να παρακολουθήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις και να μη τεθούν εκτός μάχης από αυτές, οι Γερμανοί καταβάλλουν κάποιες προσπάθειες για την ενίσχυση του υποβρυχιακού τους στόλου. Αρχίζουν την κατασκευή του τύπου "XVII" με προωθητήρα που χρησιμοποιεί υποροξείδιο του υδρογόνου (high test peroxide), παλαιότερη πρόταση του καθηγητή Χέλμουτ Βάλτερ και του ηλεκτροκίνητου υποβρυχίου με ταχύτητες κατάδυσης περίπου 18 κόμβων. Κανένα από αυτά τα υποβρύχια δεν πρόλαβε να τεθεί σε μάχιμη υπηρεσία.
Εφοδίασαν, επίσης, τα σκάφη τους με βελτιωμένα μέσα αντιαεροπορικής άμυνας, ανιχνευτές ραντάρ, νέου τύπου τορπίλες και υιοθέτησαν ευρύτερα τη χρήση του σνόρκελ. Ιδιαίτερα η τοποθέτηση νέων αντιαεροπορικών πυροβόλων στα υποβρύχια αρχικά αιφνιδίασε τους πιλότους της RAF που εκτελούσαν ανθυποβρυχιακές αποστολές, αλλά ένα υποβρύχιο εν αναδύσει κινδύνευε να υποστεί, από τα βλήματα των αεροπορικών πολυβόλων, ρήγματα στις δεξαμενές κατάδυσης. Αρχικά, επίσης, οι Βρετανοί πιλότοι καλούσαν μέσω ασυρμάτου βοήθεια από παραπλέοντα συνοδά σκάφη νηοπομπών, αν συναντούσαν μεγάλη αντίσταση από το υπό επίθεση σκάφος.
Η Luftwaffe αποκτά επίσης νέους τύπους αεροσκαφών: Τα μεγάλης ακτίνας δράσης βομβαρδιστικά Χένκελ He 177 και την κατευθυνόμενη βόμβα ολίσθησης (glider bomb) Hs 293. Είναι ήδη αργά: Η αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων είναι απαγορευτική για τη χρήση των νέων μέσων. Κατά την απόβαση στη Νορμανδία, όχι μεγάλο χρονικό διάστημα μετά, η αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων υπολογίζεται στον αέρα σε 50:1.
Τα Γερμανικά υποβρύχια εφοδιάζονται, επίσης, με δύο νέους τύπους τορπιλών, ειδικά εναντίον νηοπομπών. Ο ένας είναι η τορπίλη FaT = (Federapparat Torpedo), η οποία προγραμματίζεται. Αν δε βρει στόχο αφού διανύσει κάποια προκαθορισμένη απόσταση σε ευθεία, αναστρέφει την πορεία της (στρίβοντας δεξιά ή αριστερά, ανάλογα με το πώς έχει προγραμματιστεί) και αφού διανύσει άλλα 800 έως 1600 μέτρα χωρίς να βρει στόχο, αναστρέφει εκ νέου την πορεία της. Αυτά τα ζιγκ-ζαγκ συνεχίζονται μέχρις ότου είτε η τορπίλη βρει στόχο είτε εξαντληθούν τα προωθητικά της μέσα.
Η τορπίλη αποδείχτηκε όντως πολύ αποτελεσματική αν ριπτόταν στη διαδρομή νηοπομπής. Επειδή, βέβαια, η τορπίλη δεν ξεχώριζε φίλιο από εχθρικό σκάφος, το υποβρύχιο που την εκτόξευε ειδοποιούσε με τον ασύρματο παραπλέοντα υποβρύχια να μη πλησιάσουν. Κανένα υποβρύχιο δεν αναφέρεται να βυθίστηκε από φίλια τορπίλη. Ο δεύτερος τύπος ήταν η τορπίλη Zaunkönig T-5 (οι Σύμμαχοι την αποκαλούσαν GNAT, German Navy Acoustic Torpedo), η οποία ήταν ακουστικού τύπου καθοδηγούμενοι από τον ήχο των ελίκων των εχθρικών σκαφών.
Η κατασκευή της είχε αρχίσει ήδη από το 1934, αλλά η εξέλιξή της καθυστέρησε σημαντικά. Το βασικό πρόβλημα ήταν ο ήχος της ίδιας της τορπίλης, γεγονός που περιόρισε την ταχύτητά της σε μόνον 25 κόμβους. Μπορούσε, επίσης, να διακρίνει ήχους στόχων μόνον αν αυτοί έπλεαν μέσα στο εύρος ταχυτήτων 12 έως 19 κόμβους, ενώ η απόσταση όπλισής της ήταν μόνο 250 μέτρα. Επειδή ούτε αυτή διέκρινε φίλια ή εχθρικά σκάφη, το υποβρύχιο που την εκτόξευε όφειλε να καταδυθεί άμεσα σε όσο μεγαλύτερο βάθος μπορούσε, ώστε να την αποφύγει.
Τη χαμηλή αποτελεσματικότητα αυτής της τορπίλης, η οποία πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1942, ο Ντένιτς την αντελήφθη μόνο το 1944. Στις 31 Μαΐου 1943 ο Ντένιτς επισκέπτεται τον Χίτλερ και του εκθέτει την κατάσταση, ζητώντας του να επισπευστούν οι τεχνολογικές εξελίξεις. Και οι δύο εμμένουν σταθερά στην ίδια απόφαση. Ο υποβρυχιακός αγώνας θα συνεχιστεί, ώστε να στερήσει όσο το δυνατό περισσότερους πόρους από τους Συμμάχους. Τον Ιούνιο η γερμανική πλευρά δέχεται ένα ακόμη πλήγμα.
Η Γερμανική υπηρεσία αποκρυπτογράφησης αδυνατεί πλέον να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματα του Βρετανικού Ναυτικού, δυσκολεύοντας έτσι πάρα πολύ την εφαρμογή της "τακτικής των λύκων". Επιπλέον, ο εξοπλισμός των υποβρυχίων με τα νέα αντιαεροπορικά δε φαίνεται να έχει αποτελέσματα: Τα περισσότερα υποβρύχια που εμπλέκονται σε μάχες με ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη καταστρέφονται και βυθίζονται. Ο Μάιος του 1943 αποκλήθηκε "μαύρος Μάιος" για τις Γερμανικές θαλάσσιες προσπάθειες.
Στις 12 Νοεμβρίου, ο Ντένιτς σημειώνει ότι οι Σύμμαχοι "κρατούν όλους τους άσσους... ξέρουν όλα μας τα μυστικά κι εμείς κανένα δικό τους" και εγκαταλείπει την τακτική των λύκων στο Βόρειο Ατλαντικό. Τους επόμενους έξι μήνες, οι κυβερνήτες των υποβρυχίων θα δρουν ανεξάρτητα και με το δικό τους πρόγραμμα δράσης, αλλά κάτι τέτοιο αποδεικνύεται ότι δεν είναι κάτι περισσότερο από μια ενόχληση για τις νηοπομπές. Κατά το εξάμηνο αυτό βυθίζονται 107 συμμαχικά πλοία συνολικής χωρητικότητας 600.000 τόνων (από τα οποία μόνο 8 σε νηοπομπές), αλλά χάνονται 136 υποβρύχια.
Ο λόγος πλοίων προς υποβρύχια πέφτει κάτω από τη μονάδα: Για κάθε υποβρύχιο που χάνεται αντιστοιχούν 0,78 σκάφη. Όταν ο Ντένιτς αναφέρει στον Χίτλερ την πρόθεσή του να παύσει τις αποστολές στον Ατλαντικό, ο Φύρερ αντιδρά βίαια: "Δεν θα εγκαταλείψω τον Ατλαντικό. Είναι η αμυντική μου τάφρος. Χωρίς αυτήν, μια απόβαση στην Ευρώπη είναι περισσότερο από βέβαιη".
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1944 - 1945
Από τις αρχές του 1944 οι Γερμανοί εστιάζουν πλέον τις προσπάθειές τους στην αναμενόμενη απόβαση στην Ευρώπη. Ο στόλος των Γερμανικών υποβρυχίων παραμένει αριθμητικά εντυπωσιακός, διαθέτοντας 449 ενεργά σκάφη, από τα οποία 287 προορίζονταν για δοκιμές ή εκπαίδευση των πληρωμάτων τους, ενώ κατά μέσον όρο 43 είναι ημερησίως ενεργά για αποστολές. Ωστόσο το ηθικό των πληρωμάτων δεν είναι το καλύτερο δυνατό και ήδη αποκαλούνται από ορισμένα πληρώματα "σιδερένια φέρετρα".
Την άνοιξη του '44 αποστέλλονται 73 υποβρύχια στη Νορβηγία και στο Βισκαϊκό κόλπο για να παρεμποδίσουν τις συμμαχικές αποβάσεις. Στις 6 Ιουνίου 1944 πραγματοποιείται η Απόβαση της Νορμανδίας, για την οποία έχει συγκεντρωθεί ένας εντυπωσιακός αριθμός σκαφών. Τα Γερμανικά υποβρύχια προσπαθούν να παρέμβουν, αλλά το εγχείρημα αυτό αποδεικνύεται δαπανηρό τόσο σε σκάφη όσο και σε ανθρώπινες ζωές.
Ο δίαυλος διέλευσης των συμμαχικών σκαφών προστατεύεται από ισχυρό φράγμα ναρκών, ενώ η Επιχείρηση Ultra βρίσκεται στο απόγειο των επιτυχιών της: Έχει κατορθώσει να αποκρυπτογραφεί σε ελάχιστο χρόνο όλα τα μηνύματα που ανταλλάσσονται μεταξύ των σκαφών και του κέντρου επιχειρήσεων και τα υποβρύχια δέχονται ισχυρές επιθέσεις από αέρος και θαλάσσης με βόμβες βάθους: Από κυνηγούς τα U-boote έχουν μεταβληθεί σε θηράματα.
Μόνον ένα αντιτορπιλικό βυθίζεται κατά το διάπλου της Μάγχης και την έναρξη της απόβασης από Γερμανική τορπίλη, ενώ το μοναδικό σκάφος επιφανείας που εμφανίζεται (ένα αντιτορπιλικό) από Γερμανικής πλευράς δέχεται τέτοια ομοβροντία πυρών από τα συμμαχικά πολεμικά που αναγκάζεται να αποχωρήσει χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλήμα. Οι ηρωικές προσπάθειες των Γερμανικών πληρωμάτων συνεχίζονται ολόκληρο το καλοκαίρι του '44 τόσο στη Μάγχη όσο και στη Βόρεια Θάλασσα: Βυθίζουν 21 πλοία (ανάμεσά τους 5 πολεμικά) αλλά χάνονται 19 υποβρύχια και 1.000 περίπου αξιωματικοί και ναύτες.
Η εξέλιξη αυτή υποχρεώνει τον Ντένιτς να αποσύρει τα υποβρύχιά του από τις περιοχές αυτές. Προς το τέλος των εχθροπραξιών, οι Γερμανοί θέτουν σε υπηρεσία το "Electroboot", το ηλεκτροκίνητο υποβρύχιο με ταχύτητα 17 κόμβων σε κατάδυση. Κατασκευάστηκε σε δύο τύπους: το XXI και το XXIII με πολύ μικρότερη ακτίνα δράσης. Αν και τα σχέδια είχαν καταστρωθεί και οριστικοποιηθεί ήδη από το 1943, η μαζική παραγωγή δεν έγινε δυνατό να αρχίσει πριν το 1944 και τον Ιανουάριο του 1945 υπήρχε μόνον ένα ηλεκτροκίνητο υποβρύχιο XXI και πέντε ΧΧΙΙΙ σε υπηρεσία.
Κατάφεραν να βυθίσουν πέντε συμμαχικά σκάφη σε εννέα περιπολίες. Το ΧΧΙ έκανε μία μόνο περιπολία πριν τελειώσει ο πόλεμος, χωρίς να έχει καν επαφή με εχθρικά σκάφη. Καθώς οι Σύμμαχοι προωθούνταν προς τις βάσεις των U-boote στη βόρεια Γερμανία, πάνω από 200 υποβρύχια αυτοβυθίστηκαν για να μη πέσουν σε εχθρικά χέρια, ενώ κάποια άλλα προσπάθησαν να διαφύγουν στη Νορβηγία. Από αυτά βυθίστηκαν 23 στη Βαλτική, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Η έσχατη φάση της μάχης του Ατλαντικού έλαβε χώρα τη νύκτα της 7ης προς 8η Μαΐου. Το U-320 ήταν το τελευταίο υποβρύχιο που βυθίστηκε εν δράσει από ένα ανθυποβρυχιακό Βρετανικό αεροσκάφος Catalina. Την ίδια νύκτα τορπιλίστηκαν από γερμανικά υποβρύχια ένα ναρκαλιευτικό και τα φορτηγά σκάφη "Sneland" "Avondale", λίγες ώρες πριν την επίσημη υπογραφή της Γερμανικής παράδοσης.
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Η εκτίμηση για τον αριθμό των υποβρυχίων που απωλέσθησαν από οποιαδήποτε αιτία κατά τον Πόλεμο τον υπολογίζει μεταξύ 771 και 821 σκαφών. Παρόμοια απόκλιση (όχι ιδιαίτερα μεγάλη) εμφανίζει και ο αριθμός των σκαφών που βυθίστηκαν. Ο αριθμός των εμπορικών σκαφών - θυμάτων των υποβρυχίων υπολογίζεται σε 2.603 σκάφη με παράλληλη απώλεια περίπου 30.000 ναυτικών. Αντίστοιχα, οι άνδρες του Ντένιτς, ανερχόμενοι συνολικά σε 40.900 είχαν απώλειες περίπου 28.000 ατόμων, δηλαδή του 70% της συνολικής τους δύναμης.
Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγεται και ένας από τους γιους του Ναυάρχου Ντένιτς. Οι απώλειες αυτές είναι οι υψηλότερες που έχουν ποτέ εμφανιστεί σε μάχες. Αργότερα ο Τσώρτσιλ θα γράψει ότι η απειλή των γερμανικών υποβρυχίων ήταν η μόνη που του προκάλεσε πραγματική ανησυχία κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Ωστόσο, περισσότερο πρόσφατες μελέτες τείνουν στο συμπέρασμα ότι ο Ντένιτς ποτέ δεν πλησίασε την επίτευξη νίκης στη μάχη του Ατλαντικού.
Η αδυναμία απόκτησης ικανού αριθμού σκαφών πριν την έναρξη της σύγκρουσης ήταν ο βασικότερος παράγοντας γι' αυτό. Σημαντικό ρόλο, επίσης, έπαιξε η τρομακτική, για τα τότε δεδομένα, ικανότητα των Συμμάχων στη ναυπήγηση νέων σκαφών - ιδιαίτερα από την πλευρά των ΗΠΑ, όταν αυτές ενεπλάκησαν στη σύγκρουση. Για όσους, όμως, την έζησαν, η μάχη του Ατλαντικού ήταν μια από τις πλέον οδυνηρές μάχες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Όσα υποβρύχια απέμεναν, μετά τη Γερμανική συνθηκολόγηση, είτε σε αγκυροβόλια είτε στη θάλασσα, παραδόθηκαν στους Συμμάχους. Συνολικά παραδόθηκαν 174 σκάφη και τα πληρώματά τους. Τα σκάφη διαλύθηκαν σε ειδική επιχείρηση που οργανώθηκε για το σκοπό αυτό μετά τον Πόλεμο (Επιχείρηση "Deadlight").
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)