H θρησκεία είναι αλαζονική παρανοϊκή και δουλική: «άγνωσται αι βουλαί του Kυρίου».
Kατά ένα τρόπο η θρησκεία είναι η αποδοχή του πεπερασμένου της ανθρώπινης ύπαρξης ενώ η επιστήμη είναι η απέλπιδα προσπάθεια υπέρβασής της. H επιστήμη είναι αγωνία και έρευνα, η θρησκεία είναι η πίστη, ανακούφιση, ασφάλεια και νέκρα, αυτής της έρευνας, ο Θεός είναι η έσχατη απάντηση σε όλα τα ερωτήματα και καθαρίσαμε !! H απάντηση λοιπόν που κάθε άνθρωπος δίνει στο πρώτο, το μεγάλο ερώτημα είναι καθαρά προσωπική υπόθεση, είναι στάση ζωής. Eίναι κάτι που ο καθένας μας πρέπει να απαντήσει με το χέρι στην καρδιά και με Λογική.
«Η θρησκεία απαιτεί τώρα από τη θεραπαινίδα της, που δεν είναι πλέον η φιλοσοφία, αλλά η ίδια η προαιώνια αντίπαλός της, η επιστήμη, να αποδείξει την ύπαρξη του θεού. Και να τώρα η επιστήμη (φυσική, κοσμολογία, βιολογία), που καλείται να θεμελιώσει την πίστη». Ευτύχης Μπιτσάκης
Από τότε που οι επιστήμες άρχισαν να αποσπώνται σταδιακά από τη φιλοσοφία για να ακολουθήσουν τον δύσκολο δρόμο της έρευνας, του εργαστηρίου, του πειράματος, της επαλήθευσης και της στέρεης γνώσης, η φιλοσοφία, άρχισε να χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα και τη Φύση, πράγμα που ανάγκασε ένα τμήμα της να στραφεί προς τον ιδεαλισμό και τη μεταφυσική που την έφεραν πιο κοντά στη θρησκεία. Το άμεσο και σωρευτικό αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν η γνώση που σταδιακά συσσώρευαν οι επιστήμες, να περιορίζει την πίστη στις ‘εξ αποκαλύψεως θρησκευτικές αλήθειες’ περί της ύπαρξης θεού που τάχα δημιούργησε τον κόσμο, τη ζωή και τον άνθρωπο. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση
οι θρησκείες που στο μεταξύ είχαν γίνει θεσμοί, Εκκλησίες και
κρατική εξουσία αντέδρασαν κατασταλτικά και μεταξύ των άλλων πυρπόλησαν βιβλιοθήκες, κατάστρεψαν μνημεία πολιτισμού, βασάνισαν, δολοφόνησαν και έστειλαν στην πυρά επιστήμονες και γενικά κήρυξαν τον πόλεμο στις επιστήμες και επέβαλαν τον σκοταδιστικό Μεσαίωνα στην κοινωνία και στην ανθρωπότητα.
Όταν οι θρησκείες και οι εξουσίες κατάλαβαν ότι η γνώση οδηγεί την ανθρωπότητα στον αγώνα της για κοινωνική ισότητα, ότι μακροπρόθεσμα οι επιστήμες τελικά είναι αήττητες και συνεπώς
αυτές που κινδυνεύουν είναι οι θρησκείες και όχι οι επιστήμες, τότε άλλαξαν τακτική [1]. Σταμάτησαν να διώκουν φανερά τις επιστήμες, να φυλακίζουν και να καίνε τους επιστήμονες και από την πυρά τους ανέβασαν στον άμβωνα, όπως σωστά σημειώνει ο Ευτύχης Μπιτσάκης [2]. Προσπάθησαν και σε κάποιο βαθμό κατάφεραν να βάλουν εξωνημένους ‘επιστήμονες’ να χρησιμοποιήσουν καταχρηστικά τις επιστήμες για να ‘αποδείξουν την ύπαρξη του θεού’ και από εχθρές της θρησκείας να γίνουν θεραπαινίδες της, παράγοντας
«προϊόντα φιλοσοφικής αφέλειας και επιστημονικής ημιμάθειας, δηλαδή προϊόντα ιδεολογικής αγυρτείας» [3] πνευματικά παραπροϊόντα και αλχημείες. Εκμαυλίζοντας συνειδήσεις ‘επιστημόνων’ οι εξουσίες
υποβάθμισαν την επιστήμη σε ιδεολογία υποταγής της κοινωνίας στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
Στη διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας υπήρξαν, σε διάφορες εποχές και περιοχές, διάφοροι αλχημιστές που επιδίωξαν να δημιουργήσουν πράγματα έξω από τους νόμους της φύσης και από τον χώρο της επιστήμης. Η Αλχημεία ήταν μια αποκρυφιστική ψευδοεπιστημονική τεχνουργία και πρακτική που επεδίωξε να ανακαλύψει τη λεγόμενη Φιλοσοφική Λίθο, η οποία υποτίθεται ότι ήταν μια μαγική ουσία που θα μπορούσε να επιφέρει χημική μεταστοιχείωση και να μετατρέψει απλά μέταλλα σε χρυσό, να γιατρέψει όλες τις αρρώστιες και παθήσεις, να προσδώσει στον κάτοχό της αθανασία και να φέρει τον κόσμο πιο κοντά στην ‘ιερότητα του θεού’.
Ειδική μορφή αλχημείας αποτελεί η προσπάθεια που κάνουν Έλληνες θεολόγοι να ταυτίσουν από αφέλεια ή από σκοπιμότητα τη νοσηρή θρησκευτικότητα των ευαγγελίων και της ‘αποκάλυψης’ με τη λαϊκή μεταφυσική αντίληψη από άγνοια, ή κάποιοι θεολογούντες ‘ελληνοχριστιανοί διανοούμενοι’ που μπερδεύουν τον χριστιανισμό με τον Ελληνισμό δημιουργώντας το κακόφημο ιδεολόγημα του ‘ελληνοχριστιανισμού’ [4] με το σκοπό να νοθεύσουν και τελικά να ακυρώσουν τον πολιτισμό του
«πάντων πραγμάτων μέτρον άνθρωπος», υπέρ της θεοκρατίας και της κεφαλαιοκρατίας.
Όμως, τίποτα από αυτά δεν κατάφερε και παράμεινε ως
νοσηρή φαντασίωση μανιακών θρησκόληπτων που ακόμα και σήμερα οι συνεχιστές τους διεκδικούν, όχι βέβαια να δημιουργήσουν χρυσό από σκουριές, αλλά να κερδίσουν χρυσό δημιουργώντας πνευματικές σκουριές, αλχημική πίστη περί αθανασίας της ψυχής, της μεταθανάτιας ζωής και του ‘σωτήρα θεού’. Στην πραγματικότητα, η απόπειρα μεταστοιχείωσης των μετάλλων σε χρυσό δεν ήταν τόσο μια πειραματική διαδικασία στο εργαστήριο, όσο ήταν μια
μεταφυσική δοξασία που επιδίωκε τη μεταστοιχείωση του ανθρώπου σε καρικατούρα του εαυτού του, δηλαδή σε θεό κι αυτό επειδή πίστευαν ότι η χημεία διέπονταν από νόμους που ίσχυαν και για την ανθρώπινη ψυχή, με τη μεταστοιχείωση της οποίας θα αποδείκνυαν την ύπαρξη του θεού και θα γίνονταν οι ίδιοι θεοί και αθάνατοι. Η έννοια της φιλοσοφικής λίθου ήταν για τους αλχημιστές ό,τι υποτίθεται ότι ήταν το ‘άγιο δισκοπότηρο’ του χριστιανικού μύθου. Ο αθάνατος ‘ξένος’ του μύθου των αλχημιστών και για πολλούς εξουσιαστές αλχημιστές του 17ου αιώνα ο Κόμης του Σαίν-Ζερμαίν, που έρχεται από το πουθενά και αποκαλύπτει τα μυστικά στους αλχημιστές, συμβόλιζε τον υποτιθέμενο Μεσσία που τον περιμένουν να έρθει, κάποια στιγμή, για να τους κάνει ακόμα πιο πλούσιους, πιο ισχυρούς και αθάνατους.
Η αλχημεία, είτε ως αποκρυφιστική τεχνουργία, είτε ως ‘πνευματική αλχημεία’, δηλαδή ως θρησκεία, σχετιζόταν πάντα με μάγους και
ιερατεία, με εξουσίες και θρησκευτικούς μύθους. Πολλοί σοφοί και φιλόσοφοι, άλλοι καλοπροαίρετοι και άλλοι καλοπληρωμένοι, θέλοντας να παρουσιάσουν τη θρησκευτικότητα ως σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση, υποστηρίζουν, σε αντίθεση με όσους υποστήριξαν και υποστηρίζουν ότι ”ο θεός πέθανε” ή ότι ”θεός δεν υπάρχει”, ότι ο θεός δεν πέθανε και συνεπώς υπάρχει, διαφορετικά, λένε, ”πώς εξηγείται η μαζική στροφή τόσων ανθρώπων σήμερα προς τη θρησκεία, παρά τον αδιαμφισβήτητο θρίαμβο της επιστήμης”;
Βέβαια, λόγω της πολυδιάστατης κρίσης παρακμής του καπιταλισμού, κάποιοι στρέφονται προς τη θρησκεία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για μαζική στροφή προς την Εκκλησία. Αλλά και μόνο το γεγονός πως συνδέουν τη θρησκευτικότητα και την πίστη σε κάποιο θεό με την ανθρώπινη φύση και όχι με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και μάλιστα χωρίς να αναφέρουν αυτό που είναι γνωστό ακόμα από την εποχή του Αριστοτέλη, ότι δηλαδή η ανθρώπινη φύση δεν είναι παρά το δημιούργημα του εκάστοτε ιστορικού χωροχρόνου, δηλαδή των εκάστοτε κοινωνικών συνθηκών ως το κοινωνικό αποτύπωμα της εκάστοτε εξουσίας, δείχνει μια ακόμα απόπειρα παράκαμψης της πραγματικότητας για λόγους παραπλάνησης.
Είναι η ανοησία, η διαστροφή και η στρεβλότητα της εκάστοτε εξουσίας της ανισότητας η οποία μετασχηματίζει την άγνοια και την ημιμάθεια, όχι σε γνώση, αλλά σε πίστη μέσω των ενοχών, του φόβου, των ψευδαισθήσεων, των ονείρων, του μύθου, του παραμυθιού, του νόμου, της παράδοσης, της υπονομευμένης παιδείας, της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης, ακόμα και της βίας, για τις δικές της αντικοινωνικές και απάνθρωπες σκοπιμότητες και επιλογές. Πράγμα, όμως, που αποκαλύπτει την πρόθεση της εξουσίας να αποκρύψει την ιστορικότητα της κοινωνίας και την κοινωνικότητα της ανθρώπινης φύσης και μ’ αυτό να αθωώσει τα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία, που δημιουργούν θεούς [5], θρησκείες, πίστη, πιστούς, οπαδούς, δούλους και εξουσιαζόμενους. Για να δούμε το μέγεθος της δόλιας και
βίαιης επίθεσης για την αλλοίωση της ανθρώπινης φύσης και τη δημιουργία τεχνητής θρησκευτικότητας, φτάνει μόνο να αναλογιστούμε
την αριθμητική σχέση μεταξύ κληρικών και πληθυσμού.
Όχι βέβαια σε φανερά θεοκρατικά καθεστώτα, όπως τα μουσουλμανικά της Μέσης Ανατολής ή τα παπικά της Νότιας Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής, ούτε ακόμα και στα δήθεν ορθόδοξα, όπως στο ελληνικό προτεκτοράτο του μουλατείου του Χριστού, που
καμιά ουσιαστική σχέση δεν έχει με τον Ελληνισμό και τον ελληνικό πολιτισμό. Αλλά στη μητρόπολη του καπιταλισμού και της υποτιθέμενης ελευθερίας, στις Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής (Ε.Π.Α.), όπου ανά 317 κατοίκους αντιστοιχεί ένας φανατικός νεοχριστιανός κληρικός που έχει στη διάθεσή του όσο χρήμα και όσο τηλεοπτικό χρόνο αντέχει να ξοδεύει για να κάνει πλύση εγκεφάλου στους Αμερικανούς. Κι όλα αυτά μπορεί να τα πετύχει με τον έλεγχο των επιστημών, τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, τη συκοφάντηση της συλλογικότητας, την καλλιέργεια της θρησκοληψίας, της μοιρολατρίας, του ατομισμού και της ανταγωνιστικότητας, την καταχρηστική χρησιμοποίηση της τεχνολογίας και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, με την σκόπιμη επιλογή της γνώσης και τη χειραγώγηση της πληροφορίας.
Αλλά και με
την πελατειακή πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων, των κοινοβουλευτικών κομμάτων, του κράτους και της ιεροεξεταστικής ιδιωτικής εργοδοσίας που διαπλέκονται μέσω της κοινής εξουσιαστικής ιδεολογίας-φιλοσοφίας ”πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”, σε τέτοιο βαθμό με
τη ρασοφόρο μαφία, η οποία τελικά πότε άμεσα και πότε έμμεσα
αποφασίζει για το ποιος θα έχει ή δεν θα έχει εργασία, εισόδημα και μοίρα κάτω από τον Ήλιο.
Γιατί μόνο έτσι μπορεί να βιάζει, να ζυμώνει και να υποτάσσει την ανθρώπινη φύση και να διαμορφώνει
”νόθα συνείδηση” στον πληθυσμό, για να δέχεται και να υπερασπίζεται με λύσσα ως δική του άποψη ό,τι και όσα τα
σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία του φύτεψαν στο μυαλό. Η εξαίρεση κάποιων ιερωμένων, που λειτουργούν περισσότερο ως άνθρωποι με κοινωνικές ευαισθησίες και όχι ως αχόρταγα αρπακτικά, δεν αλλάζει τα πράγματα, απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα για το πώς η εξουσία κατασκευάζει αυτό που ο Φρόυντ αποκάλεσε
”συλλογική ιδιοψυχαναγκαστική νεύρωση”, δηλαδή θρησκευτικότητα, αθάνατες ψυχές, θεούς και δαίμονες, πιστά είδωλά της και υποστηρίγματά της, για όσο ακόμα διάστημα θα ελέγχει και θα χειραγωγεί
η πνευματική αλχημεία την επιστήμη, την παιδεία και την κοινωνία.
Θρησκείες: Συλλογική Ιδιοψυχαναγκαστική Νεύρωση
Για τον πρωτόγονο άνθρωπο, που αγνοεί ακόμα τις αιτίες των φυσικών φαινομένων, όπως λ.χ. την εναλλαγή της ημέρας με τη νύχτα ή τη διαδοχική σειρά των εποχών, αλλά και των καιρικών φαινομένων, ζέστη, κρύο, αστραπές, βροντές, βροχή, χαλάζι, χιόνι, πλημμύρες και πυρκαγιές, φαίνεται λογικό αυτά τα φαινόμενα να τα αποδίδει σε άγνωστες δυνάμεις που του προκαλούν δέος, του εξάπτουν τη φαντασία και, επειδή από αυτά τα φαινόμενα καθορίζεται ο ρυθμός της ζωής του, τον αναγκάζουν να δρα ανάλογα ώστε να αποφύγει ή να εκμεταλλευτεί τις συνέπειές τους.
Η παράλληλη ανάπτυξη συλλογικών δραστηριοτήτων, γιορτών και συμβολικών τελετουργιών στον κύκλο του χρόνου, που διαφέρουν από τόπο σε τόπο, αποτελούν έκφραση των ζωτικών σχέσεων της κοινότητας-κοινωνίας με την τροφό Φύση, φαινόμενα κοινωνικότητας και πολιτισμού και συνεπώς δεν αφήνουν περιθώρια να χαρακτηριστούν θρησκευτικότητα, πίστη και λατρεία μεταφυσικών δυνάμεων με συγκεκριμένες ιδιότητες και συγκεκριμένη χρησιμότητα.
Όλες οι ιδέες και
ιδιαίτερα οι αφηρημένες, όπως αυτές περί θεού, αθάνατης ψυχής, μεταθανάτιας ζωής, μετενσάρκωσης και νεκρανάστασης, εμφανίστηκαν πολύ αργότερα στην εξελικτική πορεία του ανθρώπινου είδους και απέκτησαν μια κάποια υποβλητική ικανότητα μέσω του προφορικού και του γραπτού λόγου, αλλά αυτή είναι περιορισμένη, γιατί οι
αφηρημένες ιδέες παρακάμπτουν τις αισθήσεις, συνεπώς και τη Λογική και απευθύνονται άμεσα στο
θυμικό, δηλαδή στο συναίσθημα και μάλιστα σ’ αυτό του φόβου και της ανασφάλειας που προκαλείται από την άγνοια, τη στέρηση, την εξουσία, την ανισότητα και την αδικία. Η θρησκευτικότητα, ως αφηρημένη και πέραν της κοινής λογικής ιδέα περί θεού, ψυχής και παραδείσου, έρχεται στον άνθρωπο απ’ έξω, από μάγους, σοφούς, ψευδοφιλόσοφους και ιερατεία και γι’ αυτό
δεν μπορεί ν’ αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στο ανθρώπινο μυαλό, πράγμα που δυσκόλευε και συνεχίζει να δυσκολεύει τη δουλειά των προσηλυτιστών και των ιεραποστόλων.
Ως αντίδοτο σ’ αυτήν τη δυσκολία, τα ιερατεία στράφηκαν στο πέρασμα των αφηρημένων ιδεών μέσω όλων των αισθήσεων και μέσω του εμπλουτισμού των θρησκευτικών μύθων και των παραμυθιών με κοινωνικά κατασταλαγμένες εμπειρίες, αρχές και αξίες, με λόγια και εικαστική απεικόνιση του θεού ως αγαθού πατερούλη όλων, αλλά και με τον ατομικά, τοπικά και επαγγελματικά αποκλειστικό, πολιούχο και προστάτη άγιο, για να μη μείνει κανένας απροστάτευτος.
Ατομικά, ομαδικά και ταξικά συμφέροντα κατασκεύασαν θρησκείες και συνεπώς τη λεγόμενη θρησκευτική πίστη,
η οποία όμως είναι αντίθετη προς την ανθρώπινη φύση που ερευνά, αμφισβητεί και ψάχνει να βρει απαντήσεις στα προβλήματα της ζωής και λύσεις που οδηγούν σταθερά τον ανθρώπινο πολιτισμό προς την κοινωνική ισότητα και την καθολική ευημερία και ευτυχία. Γι’ αυτό έστησαν οι εφευρέτες και κατασκευαστές θρησκειών, θεών και πίστης πρόχειρα τον μύθο
‘κλέφτες κι αστυνόμοι’, ‘καλοί και κακοί’, με αντίστοιχη ονομασία
‘θεοί και δαίμονες’ γιατί, τι δουλειά θα έκανε ένας θεός, ένας άγιος ή ένας παπάς χωρίς τον ‘δαίμονα’, τον ‘σατανά’, τον ‘διάβολο’ ή τον αμαρτωλό;
Άνοιξαν ‘μαγαζιά γωνία’, δηλαδή, τους επιβλητικούς και πανάκριβους ‘οίκους του θεού’, δίπλα σε ετοιμόρροπα και ακατάλληλα σχολεία, τους ναούς ‘του Χριστού’, της ‘Παναγίας της Θεοτόκου’ [6], της ‘Παναγίας’, της Δεξιάς, αλλά όχι της Αριστερής, ακόμα και της ‘Παναγίας η Αγία Σιών’ [7] και φυσικά όλων των ‘Αγίων’ του εορτολογίου που ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε ασχήμια, ‘θαύματα’, σε πιστούς και σε εισπράξεις. Ονόμασαν μάλιστα αυτά τα μαγαζιά και εκκλησία, για να παραπέμπουν στις καλές μνήμες της ανθρωπότητας και της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας, με την εμπορική ταμπέλα
‘εν εκκλησίαις ευλογείτε τον θεόν’, γιατί εκεί υπάρχει παγκάρι και σε αντίθεση με τον ισχυρισμό ότι ‘ο θεός υπάρχει παντού’. Έκτισαν μεγάλα και ψηλά καμπαναριά, έβαλαν και μεγάφωνα κι άρχισαν να διαλαλούν, συνήθως με κομπλεξικούς παπάδες και ιεροκήρυκες, την πραμάτεια τους, παραβιάζοντας, με ύφος εξουσίας, ξεδιάντροπα τους νόμους, ηχορυπαίνοντας και αδιαφορώντας για το δικαίωμα των περίοικων στην ησυχία.
Μ’ ένα εντυπωσιακό εξωτερικό και εσωτερικό διάκοσμο,
με προσεγμένες ‘χρυσοποίκιλτες’ εικόνες θεών και αγίων, με τεράστιους πολυελαίους, μανουάλια και θρόνους μπροστά από τα στασίδια των πιστών,
φανταχτερό αμπαλάζ των ιδεών αποτυπωμένο στο μυστηριακό ενδυματολόγιο των διαχειριστών και ‘δούλων του θεού’, το οποίο γίνεται όλο και εντυπωσιακότερο όσο πιο ψηλά στέκεται στην ιεραρχία ο εκάστοτε ‘αξιωματούχος του θεού’. Όλα αυτά, ως αναγκαίο σκηνικό των ‘θείων λειτουργιών’ και των διάφορων μυστηριακών τελετουργιών, συμπληρώνονται με ύμνους, βυζαντινή θρησκευτική μουσική καλλίφωνων ψαλτάδων, με χορωδίες και αρμόνια, με κεριά, μεθυστικό λιβάνι με πολλές ενοχές και πολύ ‘Κύριε ελέησον’.
Επιπλέον, ‘εμπλουτίζονται’ και με τα γνωστά κηρύγματα αγράμματων και φανατισμένων καλόγερων που μισούν τη ζωή, τον έρωτα και την ελευθερία και μεθούν τους πιστούς με ψευδαισθήσεις γεμίζοντάς τους απαισιοδοξία, αυτοάρνηση και υποτακτικότητα στα σύμβολα της εξουσίας του ‘Κυρίου’ και στους κατά κόσμο εκπροσώπους του. Αν και το μονοπώλιο θρησκευτικότητας, θεών και αγίων δεν απειλείται τόσο από ανταγωνιστές,
τα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία αναγνωρίζουν ως αντίπαλους και εχθρούς τη Λογική, την επιστημονικά έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη γνώση και
την κριτική σκέψη των ανθρώπων και γι’ αυτό προσφεύγουν στη χρήση των μεθόδων του μάρκετινγκ για την ‘προώθηση των προϊόντων’, των δυσνόητων και τρομακτικών μύθων τους, μέσω της διαφήμισης, αλλά και της μαύρης προπαγάνδας με μπόλικο φόβο του θανάτου, με τη δυσμένεια της εξουσίας και τη ‘θεία τιμωρία’ της κόλασης.
Στήνουν συσσίτια για φτωχούς και άστεγους αλλά δεν κάνουν τίποτα για να μην υπάρχουν φτωχοί και άστεγοι, γιατί αν δεν υπάρχουν φτωχοί και άστεγοι τότε ποιόν θα παρηγορήσουν σε ποιόν θα κάνουν ελεημοσύνη, οπότε το ενδιαφέρον της Εκκλησίας είναι να υπάρχουν πολλοί κατατρεγμένοι που θα είναι αναγκασμένοι να δέχονται τη βοήθειά της, έργο για το οποίο τα ιερατεία εισπράττουν πολλαπλάσια έσοδα από το υστέρημα των φτωχών που ταΐζουν τα παγκάρια, από κρατικές και ιδιωτικές επιχορηγήσεις και δωρεές με σκοπό να αποταμιεύουν εκατομμύρια ‘για τα γεράματά’ τους [8]. Οργανώνουν κατηχητικά, πιέζουν για περισσότερες ώρες θρησκευτικών στα σχολεία, οργανώνουν κατασκηνώσεις για τη νεολαία, με σκοπό να την ‘οδηγήσουν στον δρόμο του θεού’,
δηλαδή της υποταγής, διαπράττοντας ταυτόχρονα σωρεία σκανδάλων καταχρήσεων και παιδεραστίας για τα οποία αθωώνονται.
Καλλιεργούν τη μοναστηριομανία και ασκούν τον λεγόμενο ‘θρησκευτικό τουρισμό’, με ένα σύμπλεγμα αντίστοιχων επιχειρήσεων, για την τρίτη ηλικία, με σκοπό να γεμίζουν τις εκκλησίες και φυσικά τα παγκάρια τους. Παράλληλα, ιδρύουν εκδοτικούς οίκους και βιβλιοπωλεία, διακινούν δωρεάν εκατοντάδες χιλιάδες τόμους θρησκευτικών βιβλίων, γραφών και ‘βίους αγίων’, εκδίδουν εφημερίδες και περιοδικά, παράγουν υποβλητικές ταινίες πίστης με φανταστικές ιστορίες για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, λειτουργούν ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς και προσπαθούν να νικήσουν τη θρησκευτική παθητικότητα, να εκτοπίσουν την αμφιβολία και την απροθυμία του κόσμου για ενεργό θρησκευτική στράτευση.
Φετιχοποίηση
Γι’ αυτό δεν δίστασαν να
υιοθετήσουν μεθόδους μαγείας και μόδας φετιχοποιώντας [9], με τη φροϋδική έννοια, ευτελή ανθρώπινα δημιουργήματα, όπως φυλαχτά, κομποσκοίνια, βραχιόλια, δακτυλίδια, σκουλαρίκια, μπλε χάντρες και πολλά άλλα, που τα παρουσίασαν ως σύμβολα της θρησκευτικής πίστης τα οποία τάχα προσθέτουν γοητεία, σεξαπίλ, φέρνουν γούρι και προστατεύουν από το ‘κακό μάτι’, τα κακά πνεύματα, την κακιά στιγμή και το κακό συναπάντημα. Μάλιστα κάποιες και κάποιοι ανεγκέφαλοι [10], υποτίθεται πιο αφοσιωμένοι από τους άλλους, αυτοστιγματίζονται, όπως οι πρωτόγονοι, με τη μέθοδο της δερμοστιξίας (τατουάζ), σκαλίζοντας με ανεξίτηλο χρώμα στο δέρμα τους διάφορα θρησκευτικά και ακαταλαβίστικα σύμβολα λατρείας και αφοσίωσης, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται [11].
Το χαρακτηριστικότερο, όμως, θρησκευτικό φετίχ είναι το σταυρουδάκι των λεγόμενων ‘χριστιανών’, που μας το φόρτωσαν με το λεγόμενο ‘μυστήριο της βάπτισης’. Αν εξαιρέσουμε τα νήπια και τα παιδιά που δεν το επέλεξαν μόνα τους, το σταυρουδάκι εκθέτει τους φορείς του, που το κρεμάνε επιδεικτικά στο στήθος για να εντυπωσιάσουν και να δείξουν ότι ανήκουν στο ‘κοπάδι του ποιμένα Χριστού’, ως αφελείς, αγράμματους, μοιρολάτρες, προληπτικούς, δουλικούς και θρησκόληπτους, χωρίς ωστόσο να διερωτηθούν ποτέ τι συμβολίζει το να φοράς εθελοντικά μια αλυσίδα στον λαιμό, σκέτη ή
με ένα αντικείμενο που συμβολίζει φανατισμό, μίσος, βασανισμό και θάνατο.
Υπάρχει αναμφισβήτητα και μια κατηγορία ανθρώπων που, φορώντας από υστεροβουλία επιδεικτικά σύμβολα από όσες ‘κοινωνικές ταυτότητες’ τους προσφέρονται, όπως θρησκευτικές, ιδεολογικές, κομματικές, ποδοσφαιρικές, προσπαθούν να ξεπεράσουν τον φόβο τους απέναντι στη διαπλεκόμενη πολιτικοθρησκευτική εξουσία, η οποία προσφέρει κατά προτίμηση σε ‘στρατευμένους οπαδούς’ και σε ‘δικά μας παιδιά’, ευκαιρίες, και επειδή εκτιμούν ότι τους ανοίγουν δρόμους στην επαγγελματική τους επιτυχία. Βέβαια, αντίστοιχα σύμβολα-φετίχ χρησιμοποιούν, για τους ίδιους λόγους, και οι πιστοί όλων των θρησκευτικών δογμάτων.
Κι όλα αυτά γίνονται γιατί οι θρησκειοκατασκευαστές και θεοδημιουργοί εξουσιαστές γνωρίζουν ότι, αν άφηναν τον άνθρωπο ελεύθερο, ανεπηρέαστο και ώριμο να επιλέξει, τότε δεν θα επέλεγε τυφλή πίστη σε παραλογισμούς και ψευδαισθήσεις, αλλά θα επέλεγε την αληθινή γνώση πραγμάτων και καταστάσεων, που θα του επέτρεπαν να ελέγχει τη ζωή του στο πλαίσιο της αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας του, για να μην είναι δούλος κανενός αφέντη-θεού και εργοδότη-εκμεταλλευτή.
Για να πετύχουν όλα αυτά οι θρησκείες χρειάστηκε, και συνεχίζει να χρειάζεται όλο και περισσότερο, η καθιέρωση μιάς
‘στραγτικής ιερού μάρκετινγκ’ και συνεπώς η υποστήριξη μιας ολόκληρης στρατιάς ειδικών, όπως λ.χ. ψυχολόγων, τεχνιτών, καλλιτεχνών, λογοτεχνών, αγιογράφων και πολλών άλλων, που θα φυτεύουν με σύμβολα και συμβολισμούς πίστη σε τρυφερούς, αδιαμόρφωτους και ανίκανους να υπερασπιστούν την ακεραιότητά τους εγκεφάλους.
Οτιδήποτε συμβολίζει εικαστικά ανύπαρκτα δημιουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας στα οποία προσδίδονται ‘θεϊκές’ ιδιότητες και χρησιμοποιούνται για λατρευτικούς σκοπούς, αποτελεί απεικόνιση φετιχοποιημένης κοσμικής εξουσίας και αποσκοπεί στη διευκόλυνση της παραπλάνησης ανυπεράσπιστων, απελπισμένων, απληροφόρητων και απαίδευτων ανθρώπων.
Μ’ αυτό το σκεπτικό ο ιουδαιοχριστιανισμός κατηγόρησε αρχικά τα σύμβολα της αρχαιοελληνικής θρησκείας ως παραπλανητικά σύμβολα ειδωλολατρίας και αφού οργάνωσε βασανιστήρια ανθρώπων και γενοκτονίες λαών, προχώρησε στην καταστροφή όσων πρόλαβε, χτίζοντας πάνω στους ‘ναούς των ειδωλολατρών’ τα δικά του κακότεχνα σύμβολα του σκοταδισμού και της εξουσίας.
Η ιουδαιοχριστιανική παράδοση, ταυτισμένη με την ασχήμια και το σκοτάδι, μισεί την ωραιότητα και το κάλλος, σε αντίθεση με την αρχαιοελληνική και ήταν κατηγορηματικά αντίθετη με την υλική απεικόνιση ή την αναπαράσταση του Χριστού. Όταν, όμως, ο ιουδαιοχριστιανισμός έγινε, από κίνημα διαμαρτυρίας, δύναμη εξουσίας και επίσημη θρησκεία του μετασχηματιζόμενου δουλοκτητικού σε φεουδαρχικό κράτος και προσχώρησαν σ’ αυτό βίαια ή από υστεροβουλία και συμφέρον οπαδοί άλλων δοξασιών, όπως οι λεγόμενοι ‘εθνικοί’, χρειάστηκε ο Ιησούς Χριστός να πάρει μορφή, ν’ αποκτήσει πρόσωπο με χαρακτηριστικά. Το θέμα αυτό προκάλεσε αντιδράσεις, αλλά τελικά επικράτησε η άποψη της απεικόνισης του Ιησού, και τότε άρχισαν οι φανταστικές περιγραφές του από μεταγενέστερους, δεδομένου ότι δεν υπήρχε, αφού δεν μπορούσε να υπάρχει, αυθεντική αποτύπωση των χαρακτηριστικών προσώπου που ιστορικά δεν υπήρξε:
«Ο Ιουστίνος μας πληροφορεί πως ήταν άσχημος, χωρίς παρουσιαστικό και χάρη.
Ο Κέλσος γράφει πως το σώμα του ήταν ελαττωματικό ‘μικρόν και δυσειδές και αγενές’.
Τα ίδια έγραψαν ο Τερτυλλιανός, ο Κυπριανός και ο Ιππόλυτος, ενώ ο Κύριλλος Αλεξανδρείας [12] τόνιζε πως ‘ο Ιησούς ήταν ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου’» [13]. Για να τεκμηριώσουν μάλιστα τους ισχυρισμούς τους, επικαλούνταν την ‘Προφητεία του Ησαΐα’ (53.2-5), σύμφωνα με την οποία ο υποτιθέμενος μεσσίας «ουκ είχεν είδος, ουδέ κάλλος και είδομεν αυτόν και ουκ είχεν ωραιότητα»[14].
Άρχισε, λοιπόν, σε όλο τον χριστιανικό κόσμο η απεικόνιση του Χριστού με αποτέλεσμα ο Χριστός να εμφανίζεται με χίλια διαφορετικά μεταξύ τους πρόσωπα. Άλλα έμοιαζαν με την υποτιθέμενη μορφή του Ορφέα, άλλα με το Δία, άλλα με κάποιο Ρωμαίο ή Βυζαντινό αυτοκράτορα και άλλα απεικόνιζαν το Χριστό ως τσομπάνη με ένα αρνί στον ώμο, πράγμα που δημιουργούσε σύγχυση[15]. Ο Ιωάννης της Αποκάλυψης, μάλιστα, με τους περίεργους, τους αυθαίρετους και ακαταλαβίστικους συμβολισμούς του, τον περιέγραφε ως «Αρνίον ἱστάμενον ὡς ἐσφαγμένον, ἔχον κέρατα ἑπτὰ καὶ ὀφθαλμοὺς ἑπτά τα οποία είναι τα επτά πνεύματα του Θεού που αποστέλλονται σε όλη τη γη» (Ιωάννου Αποκάλυψη, 5.6)[16]. Ακόμα και εικόνες του Χριστού χωρίς γένια και με κοντά σγουρά μαλλιά έχουν βρεθεί [17]. Αυτή η σύγχυση,
ενός Χριστού με πολλά πρόσωπα, παράπεμπε σε μεταμφιεζόμενο απατεώνα, και αυτό γέννησε την ανάγκη να δημιουργηθεί ένας ορισμένος τύπος της μορφής του Ναζωραίου που θα τον έχουν ως ‘μοντέλο’ οι ζωγράφοι.
Την οριστική μορφή του υποτιθέμενου Ιησού Χριστού την έδωσε αυθαίρετα και σύμφωνα με τη δική του αντίληψη και αισθητική, κατά τα μέσα του 8ου αιώνα, ο λεγόμενος άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός [18] με την παρακάτω περιγραφή: «Του χάριν χαρακτηριζόμενος, καθώς οι αρχαίοι ιστορικοί διαγράφουσιν αυτού την εκτύπωσιν, σύνοφρυν, ενόφθαλμον, επίρρινον, ουλότριχα, επίκυφον, εύχρουν, γενειάδα μέλανον έχοντα, σιτόχρουν τω είδει κατά την μητρώαν εμφάνειαν, μακρυδάκτυλον, εύφωνον, ηδύλογον, πραότατον, ήσυχον, μακρόθυμον, ανεξίκακον και τα παραπλήσια της αρετής πλεονεκτήματα περιφέροντα»[19].
Φυσικά, τέτοιες πηγές αρχαίων ιστορικών δεν υπάρχουν και δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν ιστορικές πηγές “περί εύφωνου και ηδύλογου Ιησού”, όταν δεν υπάρχουν ιστορικές πηγές και αξιόπιστες μαρτυρίες ακόμα και για την ίδια την ύπαρξή του. Όμως όλοι αυτοί οι απίθανοι και εξωφρενικοί ισχυρισμοί αποδείχνουν ότι οι θρησκείες, και επί του προκειμένου ο ιουδαιοχριστιανισμός, χρησιμοποιούν το ψέμα ως μέσον που αγιάζει τον σκοπό, για τον εντυπωσιασμό και την παραπλάνηση, με στόχο την εκμετάλλευση αφελών αλλά καλοπροαίρετων ανθρώπων.
Έναν αιώνα μετά την έγκριση αυτής της επινοημένης προσωπογραφίας του Ιησού η εικονολατρία των χριστιανών ξεπέρασε σε ευτέλεια και ιδιοτέλεια την ειδωλολατρία των Εθνικών, την οποία κατάγγειλε και δίωξε ανελέητα ο χριστιανισμός των πρώτων αιώνων. Η οργανωμένη και ευρεία εμπορευματοποίηση των εικόνων και των άλλων ειδώλων-αντικειμένων λατρείας, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, με κατάληξη τη σκληρή δογματική θρησκευτική, αλλά στην ουσία οικονομικοπολιτική, σύγκρουση μεταξύ εικονολατρών και εικονομάχων-εικονοκλαστών που ξέσπασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, η οποία έκλεισε οριστικά υπέρ της εικονολατρίας.
Η υποβλητική δύναμη της εικόνας, ψεύτικης βέβαια, αλλά της μοναδικής υποτιθέμενης απόδειξης ύπαρξης των απεικονιζόμενων, ενισχύει το δέσιμο των πιστών με την Εκκλησία και δυναμώνει τις εισπράξεις του παγκαριού, αλλά και το εμπόριο των εικόνων και των άλλων εργαλείων και συμβόλων του χριστιανισμού, πράγμα που φέρνει πολύ χρήμα στο παγκάρι και σ’ εκείνους που οργανώνουν αυτό το εμπόριο, που δεν είναι άλλοι από τους μικρούς και μεγάλους, φανερούς και αφανείς διαχειριστές των ναών και των εργαστηρίων παραγωγής εκκλησιαστικών ειδών και χριστιανικών ειδώλων. Το εμπόριο της ψευδαίσθησης και της φρούδας ελπίδας, των παπικών εισιτηρίων για τον παράδεισο και στη συνέχεια και των εικόνων οδήγησαν τη θρησκεία και τον θεσμό που την εκφράζει, την Εκκλησία, σε θανάσιμη για την κοινωνία διαπλοκή με τον καπιταλισμό και το επίσημο κράτος.
Γέμισαν τα σχολεία, τα δικαστήρια, οι δημόσιες υπηρεσίες, ακόμα και το κοινοβούλιο με εικόνες του Χριστού και, στα χρόνια της μοναρχίας, πάντα δίπλα στον βασιλιά, για να υπενθυμίζεται η στενή σχέση των δύο εξουσιών. Η ιδιωτική και η κοινωνική ζωή έχει γίνει οριοθετημένα, όπως οι ζωτικοί χώροι των λιονταριών και των άλλων σαρκοβόρων θηρίων της ζούγκλας, μερίδια αγοράς ‘θείων μυστηρίων’ για το μικρό και μεσαίο παπαδαριό. μεγαλοπαπάδες ορκίζουν βουλευτές και κυβερνήσεις στο όνομα του θεού και της ‘Αγίας Τράδας’ και όχι του Λαού που τους εξέλεξε και μαζί, Εκκλησία και εξουσία, περιφέρουν ‘θαυματουργές εικόνες’ και ‘λείψανα αγίων’[20], για να ξαναπροσκυνήσουν και να ξανακαταθέσουν από το υστέρημά τους οι πιστοί, οι ‘δούλοι του θεού’ και της εξουσίας.
Και για να μην τους ξεχάσει
ο πορτιέρης του παραδείσου, όταν έρθει η ώρα τους, οι πιστοί κάνουν επώνυμες δωρεές στις εκκλησίες, αγοράζουν ‘εικόνες αγίων’ και προπάντων την εικόνα του Χριστού για το εικονοστάσι, πληρώνουν τους παπάδες στα νεκροταφεία για δεήσεις και καταθέτουν τα ‘Ψυχοσάββατα’ στον παπά της ενορίας τους σημειώματα με τα ονόματα των προσφιλών προσώπων τους για να τα διαβάσει και να μεσολαβήσει στον ‘Κύριο’ για την ανάπαυση των ψυχών τους. Μερικές γιαγιάδες μάλιστα γράφουν και τα ονόματα των εγγονιών τους για να τα διαβάσει ο παπάς και να τα ακούσει ο ‘θεός’, ή έστω ο γιός του, για να τα βοηθήσει να περάσουν τις εξετάσεις στο πανεπιστημιο, πράγμα που τονώνει την πίστη τους αν περάσουν τα παιδιά τις εξετάσεις, ή τις απογοητεύει γιατί ο θεός βοήθησε το γειτονόπουλο και όχι το δικό της εγγόνι, με συνέπεια κάποιες να κατεβάζουν την εικόνα του Χριστού από το εικονοστάσι. Κι ας είμαστε στον 21ο αιώνα!
Πάνω σ’ αυτήν την κατασκευασμένη, ψεύτικη και πανούργα ‘παράδοση’ συνεχίζουν και σήμερα τα ιερατεία να απεικονίζουν «τον Θεάνθρωπο και Σωτήρα μας Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν και Λόγον του Θεού, τον ωραίον κάλλει παρά πάντας ανθρώπους»[21], αξιοποιώντας καταχρηστικά και στο έπακρο τις εικαστικές τέχνες και κύρια τη ζωγραφική διαμορφώνοντας την τέχνη της ‘αγιογραφίας’, για τους δικούς τους σκοπούς, μερικοί από τους οποίους, όπως τους περιγράφουν ειδικοί, είναι:
Για την πίστη στον Χριστό και την υποταγή στην εξουσία του, είναι απαραίτητος ένας ωραίος, ζωγραφιστός, ‘ομορφότερος από όλους τους ανθρώπους’ Ιησούς Χριστός, γιατί είναι γνωστό πως όλοι οι άνθρωποι αγαπούν, θαυμάζουν και υποκλίνονται στην ωραιότητα, στην αρμονία και στο κάλλος.
Για τον διάκοσμο των ναών κατά πως υπαγορεύουν λειτουργικοί και δογματικοί λόγοι και επιβάλλουν οι κανόνες της υποβολής και επιβλητικότητας.
Για την υποβολή με την εικόνα που δεν ‘βοηθά’ απλώς τη μνήμη να αναπλάθει παλαιά γεγονότα ή πρόσωπα, αλλά δημιουργεί μια αίσθηση παρουσίας. Φέρνει τον πιστό σε προσωπική σχέση και επαφή με την υπόσταση του εικονιζόμενου Ιησού ή κάποιου αγίου και συνεπώς η εικόνα δεν είναι απλό έργο τέχνης ή θρησκευτικός πίνακας, αλλά ένα ιερό λειτουργικό σκεύος.
Γιατί ο σκοπός της αγιογραφίας είναι, διά μέσου του συμβολισμού, διδακτικός και γι’ αυτό πολύ πετυχημένα ονομάσθηκε ‘η Αγία Γραφή για τους απλούς και τους αγράμματους’ και μία οπτική θεολογία για τους θεωρούς και τους ειδήμονες.
Οι ‘θείες εικόνες ομιλούν’ εντός των καρδιών των ανθρώπων και κάθε ψυχή η οποία θα ατενίσει στις ‘θείες’ αυτές μορφές και παραστάσεις επιτυγχάνει την επικοινωνία μετά του Θεού και των αγίων του.
Γι’ αυτό η εικόνα πρέπει να έχει ένταση, κίνηση εντυπωσιακή και πλούσια χρωματολογία. Τα πρόσωπα και τα ενδύματα πρέπει να είναι πλατιά φωτισμένα, γιατί η αγιογραφία επιδιώκει πλέον να συγκινήσει, να αγγίξει το συναίσθημα.
Για να προβάλλεται, κύρια με τα βυζαντινά εικονογραφικά θέματα και διά της υποβολής να επιβάλλεται, μια ιεραρχική τάξη πραγμάτων με την ανάλογη διαβάθμιση στην τεχνοτροπία και στην τοποθέτηση των εικόνων στην εκκλησία, οπότε οι ιεραρχικά ανώτεροι εικονιζόμενοι (όπως λ.χ. ο θεός, ο Ιησούς, η ‘βασιλομήτωρ’ Παναγία, οι αρχάγγελοι, τα εξαπτέρυγα, οι Ευαγγελιστές, οι Απόστολοι και οι μεγαλοάγιοι, μια ιεραρχική διάταξη που θυμίζει έντονα στρατιωτική ιεραρχία αξιωματούχων), έχουν τα ενδύματα, τη στάση και την έκφραση των πατέρων, των ηγετών και των ρητόρων και τοποθετούνται σε περίοπτες θέσεις.
Σε αντίθεση με τους εικονιζόμενους που βρίσκονται χαμηλότερα στην ιεραρχία της Εκκλησίας, (όπως λ.χ. οι φτωχοάγιοι, οι όσιοι, οι οσιομάρτυρες, οι απλοί μάρτυρες κ.λπ.), που εμφανίζονται με λιτότερη ενδυμασία, σε λιγότερο έντονους χρωματισμούς και σε θέσεις λιγότερο ορατές, μέχρι την περίπτωση «του μοναχού με το ξηρό, λόγω της αυστηρής νηστείας, πρόσωπό του και τους αμυγδαλοειδείς οφθαλμούς»[22], που γεμίζουν τα κενά που αφήνουν οι ‘αξιωματούχοι’ της θρησκείας, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ταξική κοινωνία με την ιεραρχική εξουσία.
Η αγιογραφία καταλήγει να είναι διαφημιστική τεχνική για εμπορικούς σκοπούς και όχι τέχνη, και σε κάθε περίπτωση όχι ‘ιερή τέχνη’, αφού δημιουργεί σκόπιμα έναν εικονικό κόσμο που δεν υπάρχει παρά για την εξαπάτηση καλοπροαίρετων ανθρώπων από κακοπροαίρετα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία. Γι’ αυτό και σπάνια συναντάνε οι ‘πιστοί’ εικόνες κακής αισθητικής, όμοιες με, ή ακόμα ασχημότερης από, τη δική τους εμφάνιση, όπως κατ’ εξαίρεση συμβαίνει λ. χ. με την παρακείμενη εικόνα του Άγιου Χριστόφορου του επονομαζόμενου και κυνοκέφαλου ή ‘
σκυλομούρη’, γιατί συχνά παρουσιάζεται με κεφάλι σκύλου[23].
Πέραν των ζωγράφων, τα εκκλησιαστικά ιερατεία χρησιμοποιούν τις ιδέες και την εργασία ενδυματολόγων, γλυπτών, επιστημόνων, επαγγελματιών και κάθε λογής επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες είναι φανερά εκκλησιαστικές και πολλές ανήκουν σε παράγοντες του ιερατείου τις οποίες βέβαια διαχειρίζονται έμπιστοι αχυράνθρωποί τους. Το τελικό αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης όλων αυτών των μεθόδων απεικόνισης κάνει «αυτή την (πεφωτισμένη!) θρησκεία να διαφέρει σε λίγα πράγματα από τον (μετριοπαθή) παγανισμό»[24].
Όλοι μαζί οι επαγγελματίες που ζουν από τη συνεργασία τους με την Εκκλησία αποτελούν ένα ολόκληρο οικονομικό κλάδο παραγωγής εκκλησιαστικών ειδών, και μέσων παραγωγής και καλλιέργειας θρησκευτικότητας και πίστης, αλλά ταυτόχρονα, αποτελούν και μια κοινωνική τάξη και πρώτιστα μια σημαντική συντηρητική πολιτική δύναμη που, ως ‘Δεξιά του Κυρίου’, επηρεάζει την πορεία της κοινωνίας και της ανθρωπότητας.
Το συμπέρασμα είναι πως, η από το επαγγελματικό ιερατείο καλλιεργηθείσα τεχνητή θρησκευτικότητα και η υστερόβουλη θρησκειοποίηση της απόλυτα σεβαστής αυθόρμητης και αυθεντικής υπαρξιακής αγωνίας και αναζήτησης, ακόμα και της όποιας ανυστερόβουλης προσωπικής πίστης, στηρίζεται σε κάποια προπατορική ενοχή και στον εξουσιαστικό Φόβο κάποιας τιμωρίας και κόλασης.
Είναι ο εξουσιαστικός Φόβος που αναστέλλει ή καταστέλλει την αναζήτηση αυθεντικής γνώσης, την καλλιέργεια κριτικής σκέψης και την ανάπτυξη δημιουργικής δράσης και αμοιβαίας συνεργασίας των ανθρώπων. Αυτή
η αναστολή της αυθεντικής προσωπικής αναζήτησης και η αντικατάστασή της από δοσμένα και αναλλοίωτα θρησκευτικά δόγματα προκαλεί ψευδαισθήσεις, νόθες συνειδήσεις και υποταγή σε σκοταδιστικούς και ιδεολογικούς αλλοτριωτικούς μηχανισμούς, που σε τελική ανάλυση νοθεύουν την ανθρώπινη φύση, οπαδοποιούν τους πιστούς, δένοντάς τους με κάποιο φετίχ και τελικά οδηγούν την κοινωνία και την ανθρωπότητα στην ολισθηρή πορεία της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαστροφικής διαδικασίας, που επιβάλλουν με χίλιους δυο τρόπους οι εξουσίες, είναι η αυτοκαταστροφική μανία, ο φανατισμός και το μίσος καταστροφής του ‘άπιστου’, του ‘εχθρού’, του ‘ξένου’, που σημαίνει ότι οι όποιες θρησκευτικές ανοησίες φανατίζουν και επενεργούν στον φορέα τους όπως ακριβώς το αλκοόλ και οι παραισθησιογόνες ουσίες, πράγμα που εξηγεί και το γεγονός πως οι περισσότεροι πιστοί, οι αλλοτριωμένοι οπαδοί κρύβουν τη δυστυχία τους κάτω από μια επίπλαστη ικανοποίηση γι’ αυτό που είναι ή γι’ αυτό που τους έκαναν να πιστέψουν ότι θα είναι μετά τον θάνατό τους.
Ο Βίλχελμ Ράιχ όρισε αυτήν τη μυστικιστική, νοθευμένη, υποταγμένη και μίζερη ζωή, «που δεν στηρίζεται πάνω στη γνώση, στην εργασία και στον έρωτα, όντας έτσι παράλογη, ανήκει στο πεδίο της συναισθηματικής πανούκλας […] οι φασιστικοί φορείς της οποίας […] έβαλαν μέσα στον κόσμο παράλογες, παραπλανητικές, ρατσιστικές θεωρίες, διαίρεσαν την ανθρωπότητα σε βιολογικά διαιωνισμένες φυλές υπανθρώπων και υπερανθρώπων»[25]. Όσο, όμως, κι αν η κύρια ευθύνη για την ενδοτικότητα και τη δουλικότητα των θυμάτων του σκοταδισμού, βαραίνει τους θύτες και το σύστημα της ταξικής εξουσίας τους, αυτό δεν απαλλάσσει από τη δική τους ευθύνη όσους εκχώρησαν αδιαμαρτύρητα τη ζωή τους στους θύτες τους, χωρίς να λαχταρήσουν, να οραματιστούν και ν’ αγωνιστούν για μια αυθεντική, αυτεξούσια, αξιοπρεπή και πραγματική ζωή και ευτυχία.
Η ζωή, όμως, για να είναι άξια να την ζει κανείς πρέπει να είναι αυθεντική, που σημαίνει με τα πάνω και τα κάτω της, με τις δυσκολίες και τις ανέσεις της, με τις ευτυχισμένες και τις δυστυχισμένες στιγμές της, αλλά με ανοιχτούς τους ορίζοντές της για αγώνα να την κάνουμε καλύτερη με την ατομική και την συλλογική μας προσπάθεια. Αν και είναι αυτονόητο, ας ξανασκεφτούμε
ότι αυθεντική ζωή και θρησκεία δεν μπορούν να συνυπάρξουν, γιατί η θρησκεία και η οργανωμένη πίστη, ως
‘εξουσιαστική πανούκλα’, ψευτίζουν τη ζωή και λατρεύουν τον θάνατο, που τάχα θα πάει τους ‘πιστούς’ γρηγορότερα κοντά στον θεό, δηλαδή κοντά στο πουθενά και στο τίποτα, ενώ
αυθεντική ζωή σημαίνει κοινωνική ισότητα, ελευθερία και αξιοπρέπεια.
Πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι διερωτώνται, μήπως η αμφισβήτηση της θρησκείας και η διάχυση της γνώσης ότι δεν υπάρχει κάποιος παντοδύναμος, πάνσοφος και πανάγαθος θεός, αθάνατη ψυχή και μετά θάνατον ζωή οδηγήσει με την έκρηξη ενός καταστροφικού ατομικισμού, στη διάλυση των κοινωνικών δεσμών και στο χάος που θα ξαναγυρίσει την ανθρωπότητα σε ζωώδη κατάσταση. Η απάντηση είναι ότι ακριβώς
οι θρησκείες είναι που γεννάνε και τρέφουν τον ατομικισμό με τον μύθο της ‘αθάνατης ψυχής’, το φετίχ της ατομικής ιδιοκτησίας ο οποίος γεννάει τον ανταγωνισμό μεταξύ πιστών και απίστων, ισλαμιστών και χριστιανών, ισλαμιστών και βουδιστών, πλούσιων και φτωχών και τελικά γεννάει “ανταγωνισμό και πόλεμο όλων εναντίον όλων”, οδηγώντας έτσι τους κοινωνικούς δεσμούς στο ξεχαρβάλωμα και στη ζουγκλοποίηση της ανθρωπότητας.
Με αντιλήψεις και πρακτικές που εξαχρειώνουν τον άνθρωπο στον αδιέξοδο αγώνα “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”, οι θρησκείες οδηγούν την κοινωνία και την ανθρωπότητα σε επικίνδυνα αδιέξοδα από τα οποία δεν θα γλυτώσουν ούτε οι δημιουργοί τους και συνεπώς ούτε οι θρησκείες. Αν οι θρησκείες που κυριαρχούν χιλιάδες χρόνια πάνω στις κοινωνίες είχαν επιδιώξει την κοινωνική ισότητα, την πρόοδο και την καθολική ευημερία, τότε η ανθρωπότητα δεν θα βρισκόταν σήμερα στην κατάσταση που βρίσκεται, και αν οι θρησκείες θέλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν ως κάτι διαφορετικό, σύγχρονο και χρήσιμο, οφείλουν:
Να παραδεχτούν ότι το ιδεαλιστικό δημιούργημά τους, ο υποτιθέμενος ‘παντοδύναμος, πάνσοφος και πανάγαθος θεός’, δεν υπάρχει γιατί αν υπήρχε δεν θα αδιαφορούσε για τα εγκλήματα κάποιων υποτιθέμενων ‘ανθρώπων-δημιουργημάτων του’, που στο όνομά του εκμεταλλεύονται, μισούν, καταπιέζουν και καταδικάζουν την πλειονότητα των συνανθρώπων τους στη δυστυχία. Ούτε θα αδιαφορούσε για τον θάνατο εκατομμυρίων παιδιών κάθε χρόνο από την πείνα και για το ξεκλήρισμα ολόκληρων λαών, για να πλουτίζουν οι εξουσιαστές, γιατί
αυτό σημαίνει ότι δεν είναι παντοδύναμος, πάνσοφος και πανάγαθος, αλλά ένας διεστραμμένος, κακούργος ‘θεός’, σκιάχτρο μιας σχιζοφρενκής εξουσίας που μισεί τα δημιουργήματά του, οπότε και ως εξουσία είναι επικίνδυνη και συνεπώς αχρείαστη. Αρα πρέπει να ομολογήσουν δημόσια ότι πράγματι δεν υπάρχει θεός, οπότε όσοι συνειδητά και εν γνώσει τους υποστηρίζουν το αντίθετο είναι αγύρτες, απατεώνες, σκοταδιστές, φασίστες και εγκληματίες κατά της ανθρωπότητας και του ανθρώπινου πολιτισμού.
Να αναγνωρίσουν ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες είχαν από τα γεννοφάσκια τους διαμορφώσει
συναινετικά θεσμούς, δομές, ήθη, έθιμα, κώδικες συμβίωσης, ατομικής και κοινωνικής ηθικής που ρύθμιζαν σχέσεις ισοτιμίας και ισοκατανομής μεταξύ των ανθρώπων και μάλιστα χωρίς τον φόβο του θεού και της εξουσίας, που τις οδήγησαν, αιώνες πριν από την εμφάνιση των θρησκειών, από την αγριότητα στον πολιτισμό και δεν περίμεναν κανένα φανταστικό Μωυσή ούτε κανένα υποτιθέμενο Μεσσία να υφαρπάξει την ευθύνη της κοινωνίας για τα της κοινωνίας, προκειμένου να την παραδώσει στα θρησκευτικά και εξουσιαστικά ιερατεία.
Να παραδεχτούν ότι
η εμφάνιση και η εξέλιξη της ζωής ήταν και συνεχίζει να είναι υπόθεση των φυσικών νόμων της γήινης βιόσφαιρας και όχι κάποιας μεταφυσικής δύναμης, στην οποία μάλιστα οι δημιουργοί της φόρτωσαν, ως ‘θέλημα θεού’, όλα τα εγκλήματα των εκάστοτε εξουσιών, όπως την ανισότητα, την αδικία, την πείνα, τους πολέμους, τις γενοκτονίες και το μίσος ενάντια στην επιστήμη, στην έρευνα και στη γνώση.
Να αγωνιστούν ώστε να είναι οι
άνθρωποι ελεύθεροι κι ευτυχισμένοι σε συνθήκες αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας που θα εγγυώνται την κοινωνική ισότητα στη βάση της κοινοκτημοσύνης και της ισοκατανομής.
Να αποβάλουν και να καταδικάσουν τον μισογυνισμό των θεμελιωτών τους[26] και των ιερατείων, που δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο φύλων, καταδικάζει εκ προοιμίου σε δυστυχία τη μισή ανθρωπότητα και εμποδίζει την ευδοκίμηση της αγάπης στο κοινωνικό κύτταρο και στην αφετηρία της ζωής, με άμεσο αποτέλεσμα την ενστάλαξη μίσους στα μυαλά των ανδρών ενάντια στη μάνα, στην αδερφή, στη σύζυγο και στην κόρη τους και συνεπώς τη διάχυση της δυστυχίας σε ολόκληρη την κοινωνία-ανθρωπότητα.
Να ενώνουν τους ανθρώπους και τους λαούς και όχι να
τους χωρίζουν σε πιστούς και απίστους, σε ανώτερους, περιούσιους και σε κατώτερους κολασμένους, καταραμένους και εχθρούς.
Να μειώνουν και να αγωνίζονται στην πράξη, και όχι ‘στα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα’, ενάντια στην ανισότητα και όχι να ευλογούν την οικονομική και κοινωνική ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων και των λαών.
Να περιορίζουν την αδικία, την καταπίεση, τη φτώχεια και τη δυστυχία, και να εργάζονται με τις δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού για την πραγματική ευτυχία όλων των ανθρώπων, καταδικάζοντας τη βίαιη εκμετάλλευση των ανθρώπων από μια μικρή μειονότητα.
Να καταδικάσουν τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια λίγων πλουτοκρατών, οι ίδιες να πάψουν να εκμεταλλεύονται οικονομικά τους πιστούς, να αποδώσουν αμέσως όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία σε αυτοδιαχειριζόμενους θεσμούς ανακούφισης των φτωχών, αντί να τα κάνουν καταθέσεις δισεκατομμυρίων και πακέτα μετοχών σε ανώνυμες εταιρείες.
Να στέκονται πραγματικοί υπερασπιστές και αλληλέγγυες των φτωχών, των αδύνατων και των κατατρεγμένων και όχι να τους εκμεταλλεύονται πνευματικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, συνεργαζόμενες με φασίστες, φονταμενταλιστές και εξουσιαστές, ευλογώντας αποικιοκρατικούς, ιμπεριαλιστικούς, κατακτητικούς ‘ιερούς πολέμους’.
Να δείξουν εμπιστοσύνη στην κρίση των ανθρώπων και να σεβαστούν την
πνευματική τους αυτονομία, την ελεύθερη αναζήτηση της γνώσης, χωρίς την κατήχησή τους από τα γεννοφάσκια τους, χωρίς την εκμετάλλευση του φόβου του θανάτου και χωρίς την καλλιέργεια της απατηλής υπόσχεσης για μεταθανάτια ζωή, για κολάσεις και παραδείσους.
Να εγκαταλείψουν την υποκρισία και τον μύθο για τη δήθεν ‘αθάνατη ψυχή’, να αντιμετωπίσουν τον άνθρωπο ως ενιαίο όλον και να του αναγνωρίσουν το δικαίωμα να χαρεί τη ζωή του στα πλαίσια μιας κοινωνίας της ισότητας, της αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας, αντί να τον φορτώνουν με παραλογισμούς περί προπατορικών αμαρτημάτων και να τον εγκλωβίζουν σε μια γελοία, απάνθρωπη και αντικοινωνική ‘ηθική’ με σκοπό να την παραβιάζει για να έχει στη συνέχεια ενοχές και να καταφεύγει στους ‘αντιπροσώπους’ του θεού για να του συγχωρήσουν τις ‘αμαρτίες’.
Να εκτιμήσουν σωστά και να στηρίζουν, αντί να αφορίζουν, τους κοινωνικούς αγώνες των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης[27] και του Πολιτισμού ενάντια στις σκοταδιστικές και εξουσιαστικές δυνάμεις, ως τη μοναδική δύναμη που μπορεί να αναθεμελιώσει τις κοινωνίες στη βάση μιας σύγχρονης ουμανιστικής κοσμοαντίληψης και ενός συστήματος αρχών και αξιών με στόχο την οριστική εξάλειψη της κοινωνικής ανισότητας, που αποτελεί τη μήτρα όλων των δεινών της ανθρωπότητας.
Να σεβαστούν την προσωπικότητα των παιδιών και να σταματήσουν αμέσως τη θρησκευτική κατήχησή τους, αφού αυτά λόγω ηλικίας αδυνατούν να διακρίνουν τον παραλογισμό και τις αντιφάσεις, να συγκρίνουν και να κρίνουν τη σκοπιμότητά της, σε συνδυασμό με τη σαδιστική ενοχοποίηση αλλά και την εκμετάλλευση της σεξουαλικότητάς τους, που οδηγούν τους νέους σε νευρώσεις, σε διανοητική ατροφία και σε παραίτηση απέναντι στις αυθεντίες και στις εξουσίες.
Αντίθετα,
οι θρησκείες όλες και χωρίς καμιά εξαίρεση, αρνούνται να δουν και να δεχτούν αυτήν την πραγματικότητα, λειτούργησαν και συνεχίζουν να λειτουργούν ως
σκοταδιστικοί μηχανισμοί και ως στηρίγματα των πιο άδικων, ανήθικων, απάνθρωπων, αντικοινωνικών και καταστροφικών εξουσιών και συνεπώς δρουν συνειδητά ως εμπόδια στον αγώνα των δημιουργικά εργαζόμενων ανθρώπων για ένα καλύτερο κόσμο[28].
Για όλους αυτούς τους λόγους, καταλήγει ο Φρόυντ,
«η διατήρηση της σημερινής σχέσης με τη θρησκεία αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο για τον πολιτισμό από το ξεπέρασμά της»[29]. Η απελευθέρωση των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, η απελευθέρωσή μας από τις θρησκευτικές ψευδαισθήσεις και η ανάκτηση της αυτοπεποίθησής μας θα απελευθέρωνε όλες τις δημιουργικές δυνάμεις μας, πράγμα που θα μας καθιστούσε σταδιακά ικανούς να αντιμετωπίσουμε συνεργαζόμενοι με μεγαλύτερη επιτυχία τα προβλήματα της μοναδικής, επίγειας ζωής μας, για κοινωνική ισότητα και καθολική ευημερία, χωρίς ψευδαισθήσεις και καταπίεση. Προς αυτήν την κατεύθυνση μας οδηγεί βήμα-βήμα μόνο η επιστήμη και παρά τα όσα εμπόδια της βάζουν οι θρησκείες και οι εξουσίες.
Είναι η επιστήμη και όχι η θρησκεία που κάνει θαύματα
Θαύματα αληθινά, σπουδαία επιτεύγματα, όλο και σημαντικότερα, όλο και περισσότερα που σώζουν εκατομμύρια ανθρώπους, χωρίς να ρωτάει αν αυτός που σώζεται είναι ιουδαίος, χριστιανός, βουδιστής ή μουσουλμάνος, μαύρος, κίτρινος ή λευκός, θρήσκος ή άθεος, απατεώνας, φονιάς ή μαζικός εγκληματίας, Αμερικανός, Κινέζος, Αφρικανός ή Ρώσος. Γι’ αυτό και τα θρησκευτικά ιερατεία είναι καιρός να σταματήσουν τον πόλεμο ενάντια στην επιστήμη κατηγορώντας την πως άλλα λέει ο ένας επιστήμονας και άλλα λέει ο άλλος, ή άλλα έλεγε χτες και άλλα λέει σήμερα, ενώ οι θρησκείες είναι τάχα καλύτερες επειδή είναι σταθερές, αφού ό,τι έλεγαν πριν από δυο χιλιάδες χρόνια τα ίδια λένε και σήμερα.
Είναι καιρός να αποδεχτούν και όλοι οι θρησκευόμενοι πως ακριβώς εκεί βρίσκεται η διαφορά τους, η δύναμη και η αίγλη της επιστήμης, αφού
η επιστήμη εξελίσσεται χτίζοντας με κόπο, χρήσιμη για τον άνθρωπο, την κοινωνία και την ανθρωπότητα γνώση πάνω στη γνώση, για μια αξιοπρεπή και ευτυχισμένη ζωή όλων των ανθρώπων και όχι μόνο των θρησκευτικών και εξουσιαστικών ιερατείων που εκτρέπουν την επιστήμη από δύναμη απελευθέρωσης του ανθρώπου από την πείνα και τη δυστυχία σε δύναμη εξουσίας και σκλαβιάς.
Κι ας αναρωτηθούν πώς θα ήταν η ζωή τους αν ζούσαν ακόμα σε σπηλιές κι έτρωγαν ρίζες, βλαστάρια και καρπούς, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς φάρμακα, χωρίς συγκοινωνίες, χωρίς τα τόσα μηχανήματα που διευκολύνουν τα ειρηνικά έργα, χωρίς τηλεπικοινωνίες και τόσα άλλα επιτεύγματα της επιστήμης, όταν όπως τότε, θα πέθαιναν οι περισσότεροι από το κρύο, από την πείνα ή από επιδημίες πριν ακόμα προλάβουν να χαρούν το μεγάλο δώρο της ζωής τους. Κι ας σταματήσουν να υποκρίνονται πως η μόρφωση και η επιστήμη είναι αμαρτία κι ας ομολογήσουν πως
θέλουν αμόρφωτους τους ανθρώπους για να πιστεύουν στις ανοησίες τους και να τους προσκυνάνε ενώ τους εξαπατούν και τους εκμεταλλεύονται.
Η προσπάθεια να αποδομηθεί η αξιοπιστία της επιστήμης, αποδίδοντας σ’ αυτήν τον ρόλο του συνεργάτη της εξουσίας και του εργαλείου της καταστροφής και του πολέμου, ρόλου δηλαδή που ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στη θρησκεία και στη θεσμική της έκφραση, την Εκκλησία, δεν είναι αντικειμενική, γιατί η επιστήμη δεν ασκεί η ίδια άμεση εξουσία όπως άσκησε και ασκεί η θρησκεία-Εκκλησία. Άλλωστε, ο προσανατολισμός της επιστήμης σε συνθήκες καπιταλισμού και οι πρακτικές και τεχνολογικές εφαρμογές της εξαρτώνται από την απόφαση και τη χρηματοδότηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και ασκούνται από επιστήμονες που συνειδητά επιλέγουν να συνεργαστούν με την εξουσία ή επειδή την φοβούνται και συμβιβάζονται.
Γιατί
δεν θέλουν να έχουν την τύχη της Υπατίας, του Τζιορντάνο Μπρούνο, του Γαλιλαίου και τόσων άλλων επώνυμων και ανώνυμων επιστημόνων που έχασαν και χάνουν καθημερινά τη δουλειά τους ή ακόμα και τη ζωή τους, ή για άλλους προσωπικούς οικονομικούς, ιδεολογικούς και θρησκευτικούς λόγους που δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με τον κοινωνικό-επαναστατικό χαρακτήρα της επιστήμης, ούτε με την επιστημονική δεοντολογία.
Η απελευθέρωση της επιστήμης από την εξουσία της κοινωνικής ανισότητας και η κοινωνικά υπεύθυνη ανάπτυξη και διάχυσή της σε όλα τα κύτταρα της κοινωνίας, θα οδηγήσει στον σταδιακό μαρασμό της θρησκείας και της εκμεταλλευτικής εξουσίας, ανοίγοντας τον δρόμο για το πέρασμα από τις δομές της κοινωνικής ανισότητας στις αρχιτεκτονικές δόμησης της κοινωνικής ισότητας και της άμεσης αταξικής δημοκρατίας.
Επιστήμη και Θρησκεία: Οι πιστοί είναι λιγότερο έξυπνοι από τους άθεους
Οι πιστοί και θρησκευόμενοι άνθρωποι έχουν χαμηλότερη νοημοσύνη κατά μέσο όρο σε σχέση με τους άπιστους και άθεους, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, την πρώτη που μελέτησε σε τόσο εύρος και βάθος χρόνου τη σχέση θρησκευτικότητας και νοημοσύνης. Οι ψυχολόγοι, με επικεφαλής τον καθηγητή Μάιρον Ζάκερμαν του πανεπιστημίου του Ρότσεστερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό κοινωνικής ψυχολογίας “Personality and Social Psychology Review”, σύμφωνα με τη βρετανική «Ιντιπέντεντ», αξιολόγησαν συγκριτικά (μετα-ανάλυση) όλες τις δημοσιευμένες έρευνες πάνω στο ζήτημα.
Από τις συνολικά 63 μελέτες, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των ετών 1928- 2012, οι 53 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει αρνητική σχέση ανάμεσα στην θρησκευτική πίστη και στη νοημοσύνη (δηλαδή οι θρησκευόμενοι είναι γενικά λιγότερο νοήμονες) και, από αυτές τις 53, οι 35 έρευνες διαπίστωσαν
έντονα αρνητική σχέση μεταξύ θρησκευτικότητας-νοημοσύνης.
Αλλωστε είναι γνωστό πως χριστιανισμός και κρετινισμός είναι ταυτόσημες έννοιες. Οι υπόλοιπες δέκα μελέτες έφθασαν στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα ότι υπάρχει θετική σχέση (δηλαδή θρησκευτικότητα και νοημοσύνη συμβαδίζουν), αν και από αυτές μόνο οι δύο συμπέραναν ότι υπάρχει έντονα θετική σχέση μεταξύ θρησκευτικότητας και νοημοσύνης.
Μεταξύ άλλων, η μετα-ανάλυση επισημαίνει πως ήδη από την παιδική ηλικία όσο πιο έξυπνο είναι ένα παιδί (έχοντας υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης), τόσο περισσότερο πιθανό είναι να απομακρυνθεί από τη θρησκεία. Από την άλλη, στην τρίτη ηλικία, όσο πιο έξυπνος είναι ένας ηλικιωμένος, τόσο πιο απίθανο είναι να πιστεύει σε κάποιον θεό.
Μια μελέτη, που άρχισε στη δεκαετία του ’20 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παρακολουθεί στη διάρκεια της ζωής τους τις πεποιθήσεις 1.500 χαρισματικών παιδιών που είχαν δείκτη νοημοσύνης (IQ) πάνω από 135. Ακόμα και σε βαθιά γεράματα, οι άνθρωποι αυτοί είχαν -και έχουν ακόμα- πολύ μικρότερα επίπεδα θρησκευτικής πίστης σε σχέση με τον μέσο όρο του πληθυσμού.
Οι ερευνητές
όρισαν τη νοημοσύνη ως «την ικανότητα λογικών συλλογισμών, σχεδιασμού, επίλυσης προβλημάτων, αφαιρετικής σκέψης, κατανόησης πολύπλοκων ιδεών και ταχείας μάθησης από τις εμπειρίες». Ως θρησκευτικότητα ορίστηκε οποιαδήποτε εμπλοκή με κάποια όψη της θρησκείας. Παράγοντες όπως το φύλο ή το μορφωτικό επίπεδο δεν φαίνεται να παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στη σχέση μεταξύ νοημοσύνης και πίστης, ενώ το επίπεδο της τελευταίας σε έναν άνθρωπο τείνει να αυξάνει με το πέρασμα του χρόνου. Σύμφωνα με την μελέτη, οι θρησκευτικές πίστεις φαίνονται παράλογες, αντιεπιστημονικές και αναπόδεικτες σε πολλούς έξυπνους ανθρώπους, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να αποστασιοποιούνται από τη θρησκεία. Ακόμα, οι ερευνητές επεσήμαναν ότι
οι πιο έξυπνοι άνθρωποι δίνουν μεγαλύτερη σημασία στον αυτοέλεγχο της προσωπικής ζωής τους, κάτι που τους απομακρύνει από τις πεποιθήσεις περί θεού. Για την πρωτότυπη επιστημονική εργασία (με συνδρομή) στη διεύθυνση:
http://psr.sagepub.com/content/early/2013/08/02/1088868313497266.full
---------------
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Σ’ αυτήν την προσπάθειά του, το σκοταδιστικό ιερατείο και προκειμένου να σφετεριστεί την αίγλη μεγάλων διανοητών και για να αποκρύψει τον εξουσιαστικό του ρόλο, δεν διστάζει να εντάξει συλλήβδην, αυθαίρετα και για λόγους προπαγάνδας και παραπλάνησης, στις γραμμές του κάποιους απ’ αυτούς. Έτσι, ο επισκέπτης της ‘Μονής Μεγίστης Λαύρας’ και του Μεγάλου Μετεώρου, στο όρος Άθως, θα βρεθεί αντιμέτωπος με δώδεκα ολόσωμες μορφές φιλοσόφων, ντυμένους αγίους, άλλους με και άλλους χωρίς φωτοστέφανο, μεταξύ των οποίων οι Σόλων, Θουκυδίδης Πυθαγόρας, Σωκράτης, Όμηρος, Αριστοτέλης, Σίβυλλα, Πλάτων, Πλούταρχος κ.ά.
[2] Ο Ευτύχης Μπιτσάκης είναι θεωρητικός φυσικός και φυσικός φιλόσοφος, επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με πολλές επιστημονικές διακρίσεις. Κυριότερα έργα του είναι: Είναι και Γίγνεσθαι, 1965, 2000, Στάχυ, Φιλοσοφία του Ανθρώπου, 1980, 1991, Gutenberg, Τι είναι Φιλοσοφία, 1984, 1985, Σύγχρονη Εποχή, Το αειθαλές δέντρο της γνώσεως, 1995, 1996, Στάχυ, Γονίδια του µέλλοντος, 2001, Προσκήνιο, ∆ρόµοι της ∆ιαλεκτικής, Άγρα, 2003, Οι πόλεµοι της Νέας Τάξης (µε ∆. Μπελαντή), Προσκήνιο, 2005, Η εξέλιξη των θεωριών της Φυσικής, ∆αίδαλος – Ι. Ζαχαρόπουλος, 2008, Από την πυρά στον άµβωνα, Τόπος, 2009, Ανθρώπινη φύση: Για έναν κομμουνισμό του πεπερασμένου, Τόπος, 2013.
[3] Μπιτσάκης Ευτύχης, Από την πυρά στον άμβωνα, Τόπος, Αθήνα 2009, 3η έκδοση, σελ. 10.
[4] Αγουρίδης Σάββας, Ορθοδοξία και ελληνικότητα από τη σκοπιά της νεωτερικότητας, στο: Θρησκείες και πολιτική στη νεωτερικότητα, ΚΡΙΤΙΚΗ, Αθήνα 2002, σελ. 364-389.
[5] «Τώρα, εποχή κρίσης του συστήματος, ο ‘Θεός’ επιστρέφει μαζί με καφετζούδες, μέντιουμ, μάγους, εξορκιστές […], θαυματοποιούς, τσαρλατάνους, αγύρτες και απατεώνες. Στις σημερινές κοινωνίες της κρίσης και της αποξένωσης θάλλει το στείρο δέντρο του ανορθολογισμού, ενώ οι σωτηριακές θρησκείες φωτίζουν τα μεταμοντέρνα σκοτάδια με το απατηλό φως της υπέρβασης […] Στην επιστημονική εποχή μας η αγυρτεία φορά το ένδυμα της επιστήμης και η παραψυχολογία με τη βοήθεια των ΜΜΕ συμβάλλει στην ανάπτυξη της πλαστής συνείδησης των ανθρώπων». Μπιτσάκης Ευτύχης, Από την πυρά στον άμβωνα, ό.π., σ. 107.
[6] Ούτε και περί ‘Θεοτόκου παρθένου Μαρίας’ δεν αποφάνθηκαν οι ιστορικές πηγές, αλλά αποφάσισε τελικά, και παρά τις πολλές αμφισβητήσεις και αντιρρήσεις, η Σύνοδος της Εφέσου το 431, δηλαδή
τεσσερισήμισι αιώνες μετά την υποτιθέμενη γέννηση του Χριστού και εκατό και πλέον χρόνια μετά τη συνωμοσία του Κωνσταντίνου και του Ευσέβιου, ότι η «Παρθένος Μαρία εγέννησε τον θεάνθρωπον Χριστόν». Μέχρι τότε κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξή της, Bushby Tony, The Bible Fraud, Fraud (Η Βίβλος της απάτης), Pacific Blue Group 2001.
[7] Μεταξύ των άπειρων ονομάτων συναντάμε ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικά ‘θεοτοκονύμια’, όπως λ.χ.: Παναγία η Αγία Σιών, Παναγία η Αγία Υπακοή, Παναγία η Αληθινή, Παναγία η Αμόλυντος, Παναγία η Γερόντισσα, Παναγία Γιάτρισσα, Παναγία η Γκαβή, Παναγία η Γουρλομάτα, Παναγία η Εθνοφρουρούσσα, Παναγία η Κακιά Μέλισσα,
Παναγία η Κουνίστρα, Παναγία η Μαχαιριώτισσα, Παναγία του Πάθους, Παναγία η Στρατηλάτισσα, Παναγία η Τριχερούσα, Παναγία η Ψυχοσώστρια,
Παναγία η Τρύπα, Παναγία η Μέδουσα, Παναγία η Γοργόνα κ.λπ. Βλ. Τα 500 ονόματα της Παναγίας, http://www.newsbomb.gr/ellada/news/story/335921/ta-500-onomata-tis-panagias-kai-oi-symvolismoi-toys
[8] Οικονομίδης Γιώργος, Φυλακίστηκε ο «διάδοχος» των Αποστόλων, http://www.sporeas.gr/filakistike_o_diadoxosTwnApostolwn.htm, Βλέπε επίσης, Ανώνυμο, Παντελεήμονας Αττικής: 1,5 δισ. δραχμές για τα γεράματά του αλλά ελεύθερος και αθώος!, http://kleitor.blogspot.gr/2011/06/15.html
[9] Οι ψυχολόγοι συγκλίνουν στην άποψη ότι
ο φετιχιστής είναι ένα άτομο που προσπαθεί να ξεπεράσει τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και τα αισθήματα σεξουαλικής ανικανότητας με τη χρήση ενός άψυχου αντικειμένου, του φετίχ, ή ακόμα και για να αντιμετωπίσει τον φόβο ευνουχισμού. Φρόυντ Σίγκμουντ, Ναρκισσισμός, μαζοχισμός, φετιχισμός, Επίκουρος, Αθήνα 1991 και Steele Valerie, Fetish: Fashion, Sex, and Power (Φετίχ: Μόδα, Σεξ και εξουσία), New York: Oxford University Press 1996.
[10]
Η ανασφάλεια, η νευρικότητα και το άγχος οδηγούν, σύμφωνα με τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας του Πανεπιστημίου Newcastle, ορισμένα άτομα στη χάραξη τατουάζ στο σώμα τους. Πάνω από το 50 % των ατόμων που έχει κάνει τατουάζ, αργότερα το μετανιώνει και θα προτιμούσε να μην το είχε κάνει. Αυτό το εκφράζουν οι νέοι όταν επισκέπτονται έναν δερματολόγο για να αφαιρέσουν ένα τατουάζ, μία διαδικασία επώδυνη, αλλά και δαπανηρή. Στο τεύχος Ιουλίου του Archives of Dermatology, ερευνητές από το Κέντρο Επιστημών Υγείας του Texas Tech University αναφέρουν σε έρευνα, σχετική με το τι οδηγεί κάποιον να αφαιρέσει ένα τατουάζ: το τατουάζ δεν τον εκφράζει στο παρόν, καθώς αναφέρεται σε κατάσταση του παρελθόντος, δημιουργεί προβλήματα με τα ρούχα και την εμφάνιση, προκαλεί αμηχανία, αλλά και ανησυχία ότι το τατουάζ θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη δουλειά ή καριέρα του. Ίσως, λοιπόν, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι τα περισσότερα άτομα που ζητούν αφαίρεση τατουάζ είναι γυναίκες, οι οποίες φαίνεται ότι αισθάνονται περισσότερο ψυχολογική δυσφορία, χαρακτηρίζοντας το τατουάζ τους
στίγμα.
[11] Επιστημονικές έρευνες διαπίστωσαν ότι
τα τατουάζ ενοχοποιούνται για συστηματικές λοιμώξεις, ενδοκαρδίτιδα, ηπατίτιδα B και C, AIDS, δερματικές αντιδράσεις, αλλεργικές αντιδράσεις κ.λπ. Συγκεκριμένα, το 34% των ανθρώπων με ηπατίτιδα C είχαν κάνει τατουάζ συγκριτικά με το 12% όσων δεν είχαν μολυνθεί. Για τα αποτελέσματα της έρευνας που διενεργήθηκε σε 2000 άτομα, βλ. στο Carney Kerrilynn, Dhalla Sameer, Aytaman Ayse Tenner1 Craig T and Francois Fritz, Association of tattooing and hepatitis C virus infection: A multicenter case-control study, Journal of Heaptology, June 2013.
[12] Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (378-444) υπήρξε επίσκοπος Αλεξανδρείας τα έτη 412-444. Ήταν κεντρική μορφή της Συνόδου της Εφέσου το 431, που οδήγησε στην απομάκρυνση του Νεστόριου από τον αρχιεπισκοπικό θώκο της Κωνσταντινούπολης. Αν και αμφιλεγόμενη ιστορική προσωπικότητα, θεωρείται εκ των κορυφαίων δογματικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολυσυζητημένο είναι το θέμα της εμπλοκής του στην άγρια δολοφονία της άθεης μαθηματικού και φιλοσόφου Υπατίας και στην υποκίνηση στάσεων και βίαιων εκδηλώσεων.
[13] Κορδάτος Γιάνης, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, Μπουκουμάνης, Αθήνα 1975, τόμ. 2ος, σ. 434 (υπογράμμιση Κ.Λ.).
[14] Ό. π., σ. 434.
[15] «Οι ζωγράφοι, μη έχοντας μοντέλο και μια που η παλιοχριστιανική παράδοση δεν μπορούσε σε τίποτα να τους βοηθήσει, έφτιαχναν εικόνες του Ιησού, που η μια με την άλλη, από τις πολλές που είχαν φτιαχτεί σ’ Ανατολή και Δύση, δεν έμοιαζαν ούτε στα κύρια χαρακτηριστικά», ό.π., σ. 440.
[16] Και για την περίπτωση που δεν καταλαβαίνει κανείς τον συμβολισμό αυτής της περιγραφής, σπεύδει το ιερατείο (διά του Μοναχού Λεόντιου Διονυσιάτη τον Μάρτη 2012 στο http://www.imdleo.gr/apocalypse/apocalypse_b.pdf), να εξηγήσει ότι: «Το αρνίον αυτό έχει ‘επτά κέρατα’, που δείχνουν την παντοδυναμία Του, και ‘επτά οφθαλμούς’, που δείχνουν την παντογνωσία Του και την πανσοφία Του». Τώρα στο ερώτημα, γιατί τον αριθμό επτά και όχι έξι ή οκτώ και αν σ’ αυτήν την περίπτωση θα ήταν λιγότερο δυνατό και σοφό το ‘εσφαγμένον αρνίον’, δεν προσφέρεται απάντηση, αλλά μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ο συντάκτης, ή κάποιος από τους συντάκτες, της ‘Αποκάλυψης’, γνώριζε την αριθμοφιλοσοφία του Πυθαγόρα, μια από τις βασικότερες πηγές του ιουδαιοχριστιανισμού και επέλεξε το επτά γιατί ήταν ο ιερός αριθμός, όσα κατά σύμπτωση και τα επτά μυστήρια διά των οποίων γίνεται και παραμένει κάποιος χριστιανός, που, βέβαια, σημαίνει ότι με ένα λιγότερο, ας πούμε λ.χ. τη ‘θεία εξομολόγηση’, παύεις να είσαι χριστιανός.
[17] «Ισπανοί αρχαιολόγοι έφεραν πρόσφατα στο φως ένα γυάλινο δισκάριο που χρονολογείται από τον 4ο αι. μ.κ.ε. [εικόνα επάνω] με την εικόνα του Χριστού που είναι διαφορετική απ’ αυτήν που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Σ’ αυτήν ο Ιησούς απεικονίζεται χωρίς γενειάδα και με κοντά σγουρά μαλλιά. Το δισκάριο, σύμφωνα με το Discovery, ανακαλύφθηκε σπασμένο σε μικρότερα κομμάτια, μέσα σε θρησκευτικό ναό στην αρχαία πόλη Castulo στην Ανδαλουσία. Σύμφωνα με τον Μαρσέλο Κάστρο, επικεφαλής του έργου ανασκαφής, ο ναός ανεγέρθηκε το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα μ.Χ. και εγκαταλείφθηκε περίπου έναν αιώνα αργότερα. Το δισκάριο έχει διάμετρο 8,6 ίντσες και πιστεύεται ότι χρησίμευε ως σκεύος σε παλαιοχριστιανικές τελετουργίες. «Γνωρίζουμε ότι χρονολογείται από τον 4ο αιώνα, εν μέρει, επειδή Πάπες στους επόμενους αιώνες διέταξαν όλα τα δισκάρια να κατασκευάζονται από ασήμι» είπε ο Κάστρο στο The Local.
Η χρονολόγηση συμπίπτει με την απόφαση του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, να σταματήσει τους διωγμούς των Χριστιανών. Η γυάλινη πλάκα διαθέτει πρασινωπές αποχρώσεις και είναι σε άριστη κατάσταση. Οι αρχαιολόγοι κατάφεραν να συναρμολογήσουν το 81%. Στο δισκάριο, ο Ιησούς κρατά το Σταυρό στο ένα χέρι και την Αγία Γραφή στο άλλο. Η σκηνή εκτυλίσσεται στην ουράνια σφαίρα, πλαισιωμένη από δύο φοίνικες, οι οποίοι στη χριστιανική εικονογραφία αντιπροσωπεύουν την αθανασία, τη μετά θάνατον ζωή και τον ουρανό. Το δισκάριο εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Λινάρες.
[18] Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (676-749 μ.κ.ε.) ήταν Σύρος μοναχός και ιερέας και ανήκε σε εξέχουσα οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν διοικητής της Δαμασκού, που ήταν τότε υποταγμένη στους Σαρακηνούς, και «υπουργός» οικονομικών του χαλίφη των Αράβων.
[19] Κορδάτος Γιάνης, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, ό.π., σ. 440.
[20] Ο Ανώνυμος Έλληνας μας πληροφορεί ότι «οι Επίσκοποι έχουν ένα κιβώτιο γεμάτο με ανθρώπινα κόκαλα και κρανία ολόκληρα τα οποία ασημώνουν και έπειτα τα ονοματίζουν, άλλα μεν του αγίου Χαραλάμπους και άλλα του αγίου Γρηγορίου. Με ένα λόγο δεν αφήνουν άγιο για άγιο χωρίς να έχουν μέρος από τα κόκαλά του. Εγώ προσωπικά είδα μέχρι τώρα τέσσερα κρανία του αγίου Χαραλάμπους […] Οι περισσότεροι από αυτούς τους κοκαλοπωλητές προέρχονται από το όρος Άθως, που το ονόμασαν άγιο όρος και στο οποίο βρίσκεται η πηγή αυτών των καλογήρων». Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, ό.π., σ. 116-117.
Μια από τις βασικές επιχειρηματικές δραστηριότητες της Ιταλικής Μαφίας, σύμφωνα με μια παλιότερη έρευνα του περιοδικού Der Spiegel, είναι η παραγωγή και η εμπορία εκκλησιαστικών ειδών, εικόνων και ‘λειψάνων αγίων’. Ειδικότερα, η παραγωγή λειψάνων ‘αγίων’ γίνεται από τη Μαφία με ειδική επεξεργασία μουμιοποίησης ‘εξαφανισμένων’, από την ίδια, Σικελών, με αποτέλεσμα να έχουν καταμετρηθεί περισσότερα ολόσωμα λείψανα, κάρες ή άλλα μέρη του σώματος κάποιων ίδιων ‘θαυματοφόρων αγίων’ στον ‘χριστιανικό κόσμο’. Λείψανα ‘αγίων’, βέβαια, παράγει και το ίδιο το ιερατείο με ειδικές τεχνικές και σκηνοθετημένα ‘θαύματα’.
[21] Ηλιάδου Ειρήνη, Η αγιογραφία ως τέχνη ιερά, στο: http://www.agiografies-iliadou.com/eshop/index.php?route=product/, (υπογράμμιση Κ.Λ.).
[22] . Ό.π.
[23] Μεταξύ των πολλών, ανάλογα με τον αγιογράφο, εκδοχών της είναι και αυτή που βρίσκεται σε ένα παλιό, γνωστό πεδινό μοναστήρι της κεντρικής Λέσβου και τον παρουσιάζει με τον σταυρό στο ένα χέρι και το όπλο της εποχής του στο άλλο, με το Χ να παραπέμπει στον αγκυλωτό σταυρό του ναζισμού ή, στην καλύτερη περίπτωση, σ’ ένα από τα παλιά σύμβολα του ινδουισμού.
[24] Κονδύλης Παναγιώτης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο, Αθήνα 2007, σ. 34.
[25] Ράιχ Βίλχελμ, Η μαζική ψυχολογία του φασισμού, Μπουκουμάνης, Αθήνα 1974, σ. 449 και 392.
[26] Ένα μικρό δείγμα του σχεδόν πανομοιότυπου μισογυνισμού των λεγόμενων αβρααμικών, μονοθεϊστικών πατριαρχικών θρησκειών, αφιερωμένο σε όλες και ιδιαίτερα σ’ εκείνες τις γυναίκες που παρά τη θρησκοληψία και το πνευματικό τους σακάτεμα από τον θρησκευτικό σκοταδιστικό και τον ιδεολογικό, εξουσιαστικό πατριαρχισμό, καταφέρνουν ακόμα να μας χαρίζουν ζωή, αγάπη, έμπνευση και ευτυχία: Παλαιά Διαθήκη: «Kαι ο Mωυσής θύμωσε εναντίον των αρχηγών του στρατεύματος, των χιλιάρχων, και των εκατοντάρχων, που ήρθαν από την παράταξη του πολέμου και τούς είπε: Aφήσατε ζωντανές όλες τις γυναίκες; Δέστε, αυτές έγιναν αιτία στους γιους Iσραήλ, σύμφωνα με τη συμβουλή τού Bαλαάμ, να ανομήσουν ενάντια στον Kύριο, στην υπόθεση του Φεγώρ, και έγινε η πληγή επάνω στη συναγωγή τού Kυρίου και τώρα, θανατώστε από τα παιδιά όλα τα αρσενικά, θανατώστε ακόμα και όλες τις γυναίκες, όσες γνώρισαν άνδρα, που κοιμήθηκαν μαζί του, όλα, όμως, τα μικρά κορίτσια, όσα δεν γνώρισαν κοίτη άνδρα, φυλάξτε τα για τον εαυτό σας ζωντανά», Παλαιά Διαθήκη, κεφ. 31.14-18.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ
Ιησούς: «Κι εγώ σας λέγω ότι αυτός που βλέπει μια γυναίκα και την επιθυμεί, ήδη εμοίχευσε μέσα στην καρδιά του» (Κατά Ματθαίον, 5. 28).
Παύλος: «Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το ίδιο της το σώμα, αλλά ο άνδρας» (Πρώτη προς Κορινθίους, 7. 4)
Παύλος: «Ο άνδρας επλάσθη εξ αρχής ως ο κύριος εκπρόσωπος της κυριαρχίας του Θεού επί της Γης και είναι διά τούτο περισσότερον από την γυναίκα εικών και δόξα του Θεού. Η γυναίκα δε ως το εξαιρετικότερον από τα άλλα κτίσματα, που έχει υπό την εξουσίαν ο άνδρας, είναι δόξα του ανδρός. Πράγματι δε ο άνδρας είναι υπεροχότερος από την γυναίκα, διότι δεν έγινε ο άνδρας από την γυναίκα, αλλ’ η γυναίκα έγινεν από τον άνδρα. Και επί πλέον δεν εκτίσθη ο άνδρας διά να βοηθή την γυναίκα, αλλ’ η γυναίκα επλάσθη προς χάριν και βοήθειαν του ανδρός» (προς Κορινθίους επιστολές).
Παύλος: Πρώτη Επιστολή προς Κορινθίους: «Διότι εγώ θέλω να είναι όλοι οι άνθρωποι όπως είμαι και εγώ, δηλαδή άγαμος και αφωσιωμένος στον Θεόν […] Ο άγαμος φροντίζει και ενδιαφέρεται δι’ όσα παραγγέλλει και θέλει ο Κυριος. Φροντίζει πως να αρέση στον Κυριον.[…] Η μείνασα παρθένος φροντίζει με όλην της την ψυχήν και επιδιώκει εκείνα που αρέσουν στον Κυριον, δια να είναι αγία και καθαρά κατά το σώμα και την ψυχήν. Λέγω δε αυτό περί της παρθενικής ζωής αποκλειστικά και μόνον προς το συμφέρον σας, όχι δια να σας βάλω θηλειά στον λαιμόν και να σας τραβήξω, χωρίς να το θέλετε, στον άγαμον βίον, αλλά δια να σας δείξω και να σας οδηγήσω εις μίαν σεμνήν ζωήν και διακεκριμένην θέσιν πλησίον του Κυρίου, χωρίς βιωτικούς περισπασμούς και φροντίδας».
Αυγουστίνος: «Οι γυναίκες δεν πρέπει να έχουν απολύτως καμιά διαφώτιση ή παιδεία. Αλλά πραγματικά πρέπει να απομονώνονται γιατί είναι η αιτία των μισητών και ακουσίων στύσεων στους αγίους άνδρες»
Άγιος Βασίλειος: «Η γυναίκα δεν έχει την άδεια να αφήνει τον άνδρα της, αλλά, κι αν δέρνει αυτήν εκείνος, πρέπει να υπομένει κι όχι να χωρίζεται, κι αν την προίκα της ξοδεύει, κι αν σε άλλες γυναίκες πορνεύει, αυτή πρέπει να καρτερεί. Ώστε η μεν γυναίκα, η αφήσασα τον άνδρα της μοιχαλίς είναι αν πάρη άλλον, ο δε αφεθείς αυτός άνδρας, αν πάρει άλλη, συγχωρείται» (Πηδάλιο, κανών Θ).
Άγιος Ιωάννης: «Γενικά η γυναίκα είναι ένα σκουλήκι που σέρνεται, η κόρη του ψεύδους, σκεύος ακαθαρσιών, ο εχθρός της ειρήνης. Ο κατάλογος των αμαρτημάτων και των αδυναμιών της είναι ατελείωτος. Eίναι ελαφρόμυαλη, φλύαρη και ακόλαστη. Πάνω απ’ όλα είναι παθιασμένη με την πολυτέλεια και τις δαπάνες».
Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Τι άλλο είναι η γυναίκα παρά ένας εχθρός της φιλίας, μια αναπόφευκτη τιμωρία, ένα αναγκαίο κακό, ένας φυσικός πειρασμός, ένας επιθυμητός όλεθρος, ένας οικιακός κίνδυνος, μια ευχάριστη καταστροφή, ένα κακό της φύσεως ζωγραφισμένο με όμορφα χρώματα;»
Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Από όλα τα άγρια θηρία το πιο βλαβερό είναι η γυναίκα».
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (ο δολοφόνος της Υπατίας): «Η γυναίκα πρέπει να αισχύνεται που είναι γυναίκα».
Ισαάκ ο Σύρος: «Είναι καλύτερο να φας δηλητήριο, παρά να συμφάγεις με μια γυναίκα, και αν ακόμη είναι μητέρα σου ή αδελφή σου».
Κοσμάς ο Αιτωλός: «Αν σ’ ένα σταυροδρόμι συναντήσεις το διάβολο και μια γυναίκα, πήγαινε προς τα εκεί που είναι ο διάβολος και όχι προς τα εκεί που είναι η γυναίκα».
Μέγας Αθανάσιος: «Με τις γυναίκες δεν είναι ασφαλές ούτε από κοινού ν’ αποφασίζει κανείς».
Τερτυλλιανός: «Γυναίκα! Είσαι η πύλη του διαβόλου. Εξαιτίας σου αναγκάστηκε να πεθάνει ο γιος του θεού. Θα έπρεπε να κυκλοφορείς πάντα με μαύρα ρούχα και κουρελιασμένα».
ΙΣΛΑΜ
Μωάμεθ: «Οι άνδρες είναι οι συντηρητές των γυναικών, επειδή ο Αλλάχ έκανε ορισμένους να υπερέχουν των άλλων, και επειδή εκείνοι ξοδεύουν από την περιουσία τους. Οι καλές γυναίκες συνεπώς είναι υπάκουες, φυλάγοντας τα κρυφά πράγματα όπως τα έχει φυλάξει ο Αλλάχ, και όσο για εκείνες εκ μέρους των οποίων φοβόσαστε την εγκατάλειψη, να τις επιπλήττετε, και να τις αφήνετε μόνες μέσα στους χώρους του ύπνου, και να τις δέρνετε. Και τότε, αν σας υπακούνε, μην ζητάτε κάτι εναντίον τους. Είναι βέβαιο πως ο Αλλάχ είναι ύψιστος, είναι μεγάλος». Κοράνι 4:34
Μωάμεθ: «Οι γυναίκες – σας είναι σαν ένα κομάτι καλλιεργημένης γης για σας, • έτσι, πλησιάστε τη γη – σας όποτε και όπως θέλετε». Κοράνι 2:223.
Μωάμεθ: «Στον Παράδεισο υπάρχει ένα περίπτερο φτιαγμένο από ένα τεράστιο κούφιο μαργαριτάρι εξήντα μίλια σε πλάτος, σε κάθε γωνία του οποίου υπάρχουν εταίρες που δεν θα βλέπουν εκείνους που είναι στις άλλες γωνίες, και που οι πιστοί θα τις επισκέπτονται και θα τις απολαμβάνουν». Sahih Al-Bukhari 4879 (Το Sahih Al-Bukhari, είναι το δεύτερο σημαντικό ιερό βιβλίο του Ισλάμ μετά το Κοράνι).
ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ
«Οι εβραίοι αποκαλούνται ανθρώπινα όντα, αλλά οι μη-εβραίοι δεν είναι άνθρωποι. ΕΙΝΑΙ ΚΤΗΝΗ», TALMUD, Baba Mezia, 114b. Οι εβραίοι δικαιούνται να ληστεύουν και να φονεύουν μη-εβραίους, TALMUD, Sanhedrin 57a. «Όλα τα παιδιά των απίστων είναι ζώα. (…) Τα κορίτσια των μη-εβραίων βρίσκονται σε κατάσταση niddah (ακαθαρσίας) από τη γέννα τους», TALMUD, Abodah Zarah 36b. «Μια έγκυος εβραία δεν είναι καλύτερη από ένα έγκυο ΖΩΟ», TALMUD, Coschen Hamischpat 405. «‘Ενας εβραίος μπορεί να συνουσιαστεί με ένα παιδί, αρκεί το παιδί να μην είναι λιγότερο από 9 ετών», TALMUD Sanhedrin 54b. «Δεν είναι σημαντικό όταν ένας άντρας συνουσιάζεται με ένα μικρό κοριτσάκι», TALMUD, Kethuboth 11b.
ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΣ
Αν και ο σχετικός νόμος έχει καταργηθεί, εν τούτοις η ισχυρή θρησκευτική παράδοση επιβάλλει: «Όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτως κάστας, οφείλουν να καούν ζωντανές μαζί με τον θανόντα σύζυγο για να αποδείξουν την αθωότητα, την πίστη και αφοσίωση στον άντρα τους. Το έθιμο αυτό ονομάζεται sati (αγιοσύνη). Εξαιρέσεις αποτελούν οι έγκυες και οι μητέρες μικρών παιδιών. Αν δεν το κάνουν, θα τιμωρηθούν (από τους συγγενείς και αν όχι) στις επόμενες ζωές θα ξαναγγεννιούνται γυναίκες ώσπου να κάνουν σάτι (Garuda Purana ΙΙ 4: 91-100).
[27] «Το επιστημονικό πνεύμα δημιουργεί ένα συγκεκριμένο τρόπο τοποθέτησης απέναντι στα πράγματα αυτού του κόσμου, απέναντι στα πράγματα της θρησκείας, σταματάει για λίγο, διστάζει, τελικά περνάει και εδώ το κατώφλι. Σ’ αυτήν τη διαδικασία δεν υπάρχει σταματημός, όσο περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν πρόσβαση στους θησαυρούς της γνώσης, τόσο πιο πολύ θα ξαπλώνεται η αποστασιοποίηση από τη θρησκευτική πίστη, πρώτα από τις ξεπερασμένες, αντιαισθητικές αμφιέσεις της και στη συνέχεια και από τις θεμελιακές προϋποθέσεις της». Freud Sigmund, Το μέλλον μιας αυταπάτης, ό. π. σ. 58.
[28] Λάμπος Κώστας, Θρησκεία και Εξουσία I. Μύθος και Ιδεολογία, και Λάμπος Κώστας, Θρησκεία και Εξουσία ΙΙ. Κρίση και Απελευθέρωση,
[29] Freud Sigmund, Το μέλλον μιας αυταπάτης, Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία, Αθήνα 2011, σ. 53.