φύλαξ᾽ Ἀπώλλων. [ὁ δ᾽ ἐς] ἄελπτον ἆμαρ [στρ. γ]
30 μ[ο]λὼν πολυδ[άκρυο]ν οὐκ ἔμελλε
μίμνειν ἔτι δ[ουλοσύ]ναν, πυρὰν δὲ
χαλκ[ο]τειχέος π[ροπάροι]θεν αὐ[λᾶς
ναήσατ᾽, ἔνθα σὺ[ν ἀλώχῳ] τε κεδ[νᾷ [αντ. γ]
σὺν εὐπλοκάμοι[ς τ᾽] ἐπέβαιν᾽ ἄλα[στον
35 θ]υ[γ]ατράσι δυρομέναις· χέρας δ᾽ [ἐς
αἰ]πὺν αἰθέρα σ[φ]ετέρας ἀείρας
γέ]γ[ω]νεν· «ὑπέρ[βι]ε δαῖμον, [επωδ. γ]
[πο]ῦ θεῶν ἐστι[ν] χάρις;
πο]ῦ δὲ Λατοίδ[ας] ἄναξ;
40ἔρρουσ]ιν Ἀλυά[τ]τα δώμοι
¯ ˘ ¯ ׯ ˘ ¯ ×] μυρίων
¯ ˘ ¯ × ¯ ˘ ¯ ]ν.
***
προστάτεψε ο χρυσότοξος Απόλλωνας. Ο ρήγας30αυτός, ο Κροίσος, όταν πια στη μαύρη εκείνη μέρατην αναπάντεχη έφτασε,δε στάθηκε να σκλαβωθεί· πολλά σωριάζει ξύλαστη χαλκοτείχιστή του αυλή και πάνω εκεί ανεβαίνειμε την πιστή γυναίκα του και τις ωριομαλλούσεςτις κόρες του, που ασίγαστα θρηνούσανε· σηκώνειπάνω, προς τον ψηλό ουρανό, τα χέρια και φωνάζει:«Τρανοδύναμη θεότη,τί έγινε η ευγνωμοσύνητων θεών, και πού είν᾽ ο γιος40της Λητώς, ο αφέντης Φοίβος;Πάει τ᾽ Αλυάττη το παλάτι,και το αρίφνητό του βιος σε οχτρώνε χέρια·
30 μ[ο]λὼν πολυδ[άκρυο]ν οὐκ ἔμελλε
μίμνειν ἔτι δ[ουλοσύ]ναν, πυρὰν δὲ
χαλκ[ο]τειχέος π[ροπάροι]θεν αὐ[λᾶς
ναήσατ᾽, ἔνθα σὺ[ν ἀλώχῳ] τε κεδ[νᾷ [αντ. γ]
σὺν εὐπλοκάμοι[ς τ᾽] ἐπέβαιν᾽ ἄλα[στον
35 θ]υ[γ]ατράσι δυρομέναις· χέρας δ᾽ [ἐς
αἰ]πὺν αἰθέρα σ[φ]ετέρας ἀείρας
γέ]γ[ω]νεν· «ὑπέρ[βι]ε δαῖμον, [επωδ. γ]
[πο]ῦ θεῶν ἐστι[ν] χάρις;
πο]ῦ δὲ Λατοίδ[ας] ἄναξ;
40ἔρρουσ]ιν Ἀλυά[τ]τα δώμοι
¯ ˘ ¯ ׯ ˘ ¯ ×] μυρίων
¯ ˘ ¯ × ¯ ˘ ¯ ]ν.
***
προστάτεψε ο χρυσότοξος Απόλλωνας. Ο ρήγας30αυτός, ο Κροίσος, όταν πια στη μαύρη εκείνη μέρατην αναπάντεχη έφτασε,δε στάθηκε να σκλαβωθεί· πολλά σωριάζει ξύλαστη χαλκοτείχιστή του αυλή και πάνω εκεί ανεβαίνειμε την πιστή γυναίκα του και τις ωριομαλλούσεςτις κόρες του, που ασίγαστα θρηνούσανε· σηκώνειπάνω, προς τον ψηλό ουρανό, τα χέρια και φωνάζει:«Τρανοδύναμη θεότη,τί έγινε η ευγνωμοσύνητων θεών, και πού είν᾽ ο γιος40της Λητώς, ο αφέντης Φοίβος;Πάει τ᾽ Αλυάττη το παλάτι,και το αρίφνητό του βιος σε οχτρώνε χέρια·
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου