
Η ανάκληση της παράλογης τιμωρίας των Μυτιληναίων, όχι μόνο δεν θα βλάψει την ηγεμονία, αλλά θα την τονώσει λειτουργώντας καθησυχαστικά στα υπόλοιπα μέλη, που σε κάθε περίπτωση πρέπει να τρέφουν την ψευδαίσθηση της εμπιστοσύνης και της ελευθερίας. Google Earth
Το εξ’ αρχής ξεκαθάρισμα του Διόδοτου ότι ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το συμφέρον της πόλης, δεν είναι τίποτε άλλο από την τοποθέτηση του λόγου του στην ορθή πολιτική βάση. Γιατί δεν πρέπει να υπάρξει καμία υπόνοια για το αντίθετο. Γιατί οποιαδήποτε τέτοια υπόνοια θα διέλυε, από θέση αρχής, κάθε αξιοπιστία: «Σκεφτείτε πως σήμερα, αν κάποια πόλη αποστατήσει κι ύστερα καταλάβει ότι δε θα υπερισχύσει, μπορεί να συνθηκολογήσει, ενώ ακόμη είναι σε θέση να δώσει πολεμική αποζημίωση και να πληρώνει μελλοντικά το φόρο υποτέλειας. Αν όμως αλλάξτε πολιτική, ποια πόλη νομίζετε πως θα βρεθεί που δε θα ετοιμαστεί καλύτερα από ό,τι ως σήμερα για να αποστατήσει και σε μια πολιορκία δε θα παρατείνει την αντίστασή της ως τα έσχατα, αν ξέρει ότι μια αργότερη ή νωρίτερη συνθηκολόγηση θα έχει τις ίδιες συνέπειες; Αλλά και για μας δε θα ‘ταν ζημιά να ξοδευτούμε σε μια μακροχρόνια πολιορκία της – αφού θα ήταν αδύνατη η συνθηκολόγηση – κι αν την κυριέψουμε, να πάρουμε μια πόλη κατεστραμμένη και χωρίς τη δυνατότητα να ‘χουμε στο μέλλον έσοδα απ’ αυτή; Κι ήμαστε ισχυροί απέναντι στους εχθρούς μας ακριβώς χάρη στα έσοδα αυτά». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 46).
Βρισκόμαστε μπροστά στην πιο ορθολογική διαχείριση της εξουσίας, που επιβάλλει ότι τους αδύναμους δεν πρέπει να τους εξοντώνει ο ισχυρός, αλλά να τους απομυζεί. Οι αποστάτες πρέπει να επιστρέφουν στην ηγεμονία – με την ουρά στα σκέλια – όσο το δυνατό πιο σύντομα και πιο ανέξοδα. Η εκ των προτέρων καθορισμένη θανατική ποινή σε βάρος τους είναι προφανές ότι δεν εξυπηρετεί αυτόν τον προσανατολισμό, καθώς θα εξαναγκάσει τους αποστάτες να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων φέρνοντας ζημιές στρατιωτικές (αφού οι μάχες θα παραταθούν μέχρι τα πιο ακραία όριά τους) και ματαιώνοντας την ίδια την έννοια της νίκης (αφού μια ισοπεδωμένη πόλη δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα). Η σύνεση, ως παντοδύναμο πολιτικό όπλο των ισχυρών, καθιστά σαφές ότι δεν υπάρχει πιο σώφρων πολιτικός δρόμος από την κερδοφορία που τελεί εν ειρήνη. Οι εξάρσεις και οι αποστασίες δε συμφέρουν τους ισχυρούς. Πόσο μάλλον η χρονική παράτασή τους. Ο ανθρωπισμός οφείλει να προβάλλεται ως ύψιστη γενναιοδωρία. Αν η ισχύς καταφέρει και φορέσει πειστικά το ουμανιστικό προσωπείο, θα διαρκέσει επ’ άπειρο, αφού θα έχει ματαιώσει όλες τις αντιστάσεις. Ο υποτελής πρέπει να νιώθει προστατευμένος από τον ισχυρό και – αν είναι δυνατό – να μην αντιλαμβάνεται την εκμετάλλευση που υφίσταται. Η ανάκληση της παράλογης τιμωρίας των Μυτιληναίων, όχι μόνο δεν θα βλάψει την ηγεμονία, αλλά θα την τονώσει λειτουργώντας καθησυχαστικά στα υπόλοιπα μέλη, που σε κάθε περίπτωση πρέπει να τρέφουν την ψευδαίσθηση της εμπιστοσύνης και της ελευθερίας. Η λογική τιμωρία θα μεταφραστεί ως δικαιοσύνη. Η συλλήβδην εξόντωση του πληθυσμού όμως δεν μπορεί να πείσει κανένα. Αντιθέτως, θα γεννήσει την ανασφάλεια που διαλύει όλες τις ψευδαισθήσεις. Γιατί κάθε ηγεμονία εγκαθιδρύει προτεκτοράτα, και κάθε προτεκτοράτο οφείλει να κινείται από τις πολιτικές αποφάσεις των ιθυνόντων, που πρέπει να φαίνονται ανεξάρτητοι. Κι αυτή είναι η μαγική ισορροπία της υποτέλειας. Η πολιτική σκηνή να διαμορφώνεται από τους κατάλληλους προς την ηγεμονία ανθρώπους και ταυτόχρονα ο λαός να θεωρεί ότι κρατά την τύχη του στα χέρια του. Γι’ αυτό οι ντόπιοι πολιτικοί εκφραστές της ηγεμονίας πρέπει πάνω απ’ όλα να νιώθουν ασφαλείς: «Αν όμως εξοντώσετε τους δημοκρατικούς της Μυτιλήνης, που όχι μόνο δεν πήραν μέρος στην αποστασία, αλλά και όταν πέτυχαν να τους δοθούν όπλα, σας παραδώσανε θεληματικά την πόλη τους, πρώτο θα κάμετε έγκλημα σκοτώνοντας τους ευεργέτες σας, κι ύστερα θα εξασφαλίσετε στους ολιγαρχικούς αυτό που πάνω απ’ όλα θέλουν: στις αποστασίες που θα προκαλούν στις πόλεις τους, να ‘χουν αμέσως συμμάχους τους δημοκρατικούς, μια κι εσείς θα ‘χετε δείξει σ’ όλους πανηγυρικά ότι η ίδια τιμωρία περιμένει και τους ενόχους και τους αθώους. Οφείλεται λοιπόν, κι αν ακόμη σας αδίκησαν, να προσποιηθείτε πως δεν το καταλάβατε, για να μη γίνει εχθρικό το μόνο μέρος του πληθυσμού που είναι ακόμη φιλικό απέναντί σας». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 47).
Όμως ο Διόδοτος δεν σταματά εδώ, αλλά προχωρά ακόμη βαθύτερα αναλύοντας την ίδια τη φύση της θανατικής ποινής: «Κι είναι πιθανό, παλιότερα, οι ποινές για τα βαρύτερα εγκλήματα να ήταν πιο ελαφριές, επειδή όμως οι παρανομίες συνεχίζονταν, με τον καιρό οι περισσότερες ποινές έφτασαν να είναι ο θάνατος. Αλλά παρόλα αυτά τα εγκλήματα συνεχίζονται. Ή, λοιπόν, πρέπει να βρούμε κάποιο σκιάχτρο πιο φοβερό απ’ το θάνατο ή να παραδεχτούμε πως αυτός δε σταματά το έγκλημα. Γιατί οι άνθρωποι, είτε από τόλμη που τη γεννά η φτώχεια με τις πιεστικές ανάγκες, είτε από πλεονεξία που την προκαλεί η δύναμη και την κάνει ακόρεστη η αλαζονεία και η αυτοπεποίθηση, είτε από τα πάθη που κάθε φορά πια ακατανίκητα τους εξουσιάζουν στις διάφορες περιστάσεις του βίου, παρασύρονται σ’ επικίντυνες περιπέτειες». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 45).
Παρακολουθούμε την πιο ανόθευτη ανθρωπιστική πρόταση, η οποία κατατίθεται όχι ως διάλεξη ή φιλοσοφική τοποθέτηση ή καλλιτεχνικό έργο – που, από θέση αρχής, μπορούν να κινηθούν πιο ελεύθερα – αλλά ως επιχείρημα μέσα σε πολιτικό λόγο, που οφείλει να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες γραμμές, που οφείλει δηλαδή να διαμορφώσει την άποψη του κοινού ώστε να ψηφιστούν τα προτεινόμενα. Ο ανεπιτήδευτος συνδυασμός της πολιτικής πειθούς με το ανθρωπιστικό ιδεώδες ξεπερνά όλα τα ρητορικά καλούπια, όχι επειδή επικαλείται μια προοδευτική ιδέα ως πολιτικό όπλο, αλλά γιατί εντάσσει μια ολόκληρη κοινωνική αντίληψη περί τιμωρίας (που δεν είναι βέβαιο ότι την ασπάζεται το κοινό) στο πλαίσιο μιας ρητορικής που επιδιώκει να κατευθύνει άμεσα προς μια συγκεκριμένη πολιτική απόφαση. Ο Διόδοτος, αφού χειριστεί επαρκώς τα ωφελιμιστικά πρότυπα που επιβάλλει ο πολιτικός λόγος, προχωράει σε ατόφιες ανθρωπιστικές αξίες, που, εμμέσως πλην σαφώς, καταθέτει επίσης προς ψήφιση. Πετυχαίνει δηλαδή δύο στόχους, αφού το κοινό δεν θα αποδεχτεί απλώς μια περιστασιακά επικερδή πρόταση, αλλά μια σταθερή πολιτική αντίληψη, που εστιάζει στην αγάπη προς τον συνάνθρωπο και το σεβασμό της ζωής. Γιατί η απονομή των ποινών, από τη φύση της, εμπεριέχει τον αγώνα του ανθρώπου να εκπολιτιστεί. Τον αγώνα να ξεπεράσει τα πηγαία εκδικητικά του συναισθήματα. Τον αγώνα της πίστης στην αναμόρφωση του ανθρώπου, που δε χρειάζεται να πεθάνει. Τον αγώνα για τη συνύπαρξη. Γι’ αυτό ο Διόδοτος μιλά για τα ανθρώπινα πάθη. Γι’ αυτό επικαλείται τη φτώχεια και τις πιεστικές ανάγκες. Γι’ αυτό αναφέρεται στο ακατανίκητο των συναισθημάτων. Γιατί ξέρει ότι οι αυστηρές – εξοντωτικές ποινές δεν μπορούν να τα νικήσουν. (Εξάλλου, έχουν ήδη αποτύχει). Γιατί ξέρει ότι ο άνθρωπος πρέπει να απευθυνθεί αλλού, αν θέλει να τα δαμάσει: «Κοντολογίς, είναι αδύνατο – κι είναι πολύ ανόητος όποιος πιστεύει το αντίθετο – η ανθρώπινη φύση, όταν σπρώχνεται από το πάθος να πράξει κάτι, να συγκρατηθεί από αυστηρούς νόμους ή από κάποιον άλλο φόβο». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 45).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου