Δανάη
Ο Ακρίσιος, ο βασιλιάς του Άργους, έλαβε χρησμό που έλεγε ότι θα τον σκότωνε ο γιος που θα γεννούσε η κόρη του η Δανάη. Γι᾽ αυτό έκλεισε την (ανύπαντρη) κόρη του σ᾽ έναν υπόγειο χάλκινο θάλαμο. Ο Δίας μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή και ενώθηκε με τη Δανάη. Από την ένωση αυτήν γεννήθηκε ο Περσέας. Ο Ακρίσιος, για να αποτρέψει την εκπλήρωση του χρησμού, έβαλε μάνα και γιο σε μια λάρνακα (κασέλα) και τους έριξε στη θάλασσα. Τελικά σώθηκαν στη Σέριφο.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί -το μόνο που σώζεται από το ποίημα- περιγράφεται η στιγμή που η Δανάη, μέσα στο αγριεμένο πέλαγος, παίρνει στην αγκαλιά της τον μικρό Περσέα που κοιμάται και του μιλάει τρυφερά.
Δεν γνωρίζουμε από ποιο ποίημα προέρχεται το απόσπασμα. Ενδέχεται να ήταν, όπως έχει υποστηριχθεί, διθύραμβος, θρήνος ή επινίκια ωδή. Η σύνθεση αυτή πιθανώς είχε τη συνήθη για τη χορική ποίηση τριαδική δομή (στροφή - αντιστροφή -επωδός). Εικάζεται ότι ίσως έχουμε το τέλος μιας αντιστροφής (στ. 1 -7), την επωδό (στ. 8-20) και την αρχή της επόμενης στροφής (στ. 21-7).
Απόσπασμα 543
ὅτε λάρνακι
ἐν δαιδαλέᾳ
ἄνεμός τε †μην† πνέων
κινηθεῖσά τε λίμνα δείματι
5 ἔρειπεν, οὐκ ἀδιάντοισι παρειαῖς
ἀμφί τε Περσέι βάλλε φίλαν χέρα
εἶπέν τ᾽· ὦ τέκος οἷον ἔχω πόνον·
σὺ δ᾽ ἀωτεῖς, γαλαθηνῷ
δ᾽ ἤθεϊ κνοώσσεις
10 ἐν ἀτερπέι δούρατι χαλκεογόμφῳ
‹τῷ›δε νυκτιλαμπεῖ,
κυανέῳ δνόφῳ ταθείς·
ἄχναν δ᾽ ὕπερθε τεᾶν κομᾶν
βαθεῖαν παριόντος
15 κύματος οὐκ ἀλέγεις, οὐδ᾽ ἀνέμου
φθόγγον, πορφυρέᾳ
κείμενος ἐν χλανίδι, πρόσωπον καλόν.
εἰ δέ τοι δεινὸν τό γε δεινὸν ἦν,
καί κεν ἐμῶν ῥημάτων
20 λεπτὸν ὑπεῖχες οὖας.
κέλομαι δ᾽, εὗδε βρέφος,
εὑδέτω δὲ πόντος, εὑδέτω δ᾽ ἄμετρον κακόν·
μεταβουλία δέ τις φανείη,
Ζεῦ πάτερ, ἐκ σέο·
25 ὅττι δὲ θαρσαλέον ἔπος εὔχομαι
ἢ νόσφι δίκας,
σύγγνωθί μοι.
***
Μέσα στο πλουμιστό πλεούμενο κλεισμένοι
μάνα και γιος.
Λυσσομανούσε ο αγέρας, το πέλαγος τρικυμισμένο-
Ράγισε ο τρόμος της Δανάης την ψυχή,5
καυτά κύλησαν τα δάκρυα στα μάγουλά της.
Πήρε στην αγκαλιά της τον Περσέα
και του ψιθύρισε στ᾽ αυτί.
Μικρό μου αγόρι,
τι συμφορά με έχει βρει.
Γαληνεμένο κοιμάσαι,
απόκαμε η τρυφερή καρδούλα σου,
κι έχεις πλαγιάσει σ᾽ αυτήν την άβολη βαρκούλα,10
που είναι στεριωμένη με χάλκινα καρφιά
και λαμπυρίζει μέσα στη μαυρίλα της ζοφερής ετούτης νύχτας.
Μέσα στον αλικοπόρφυρο μανδύα τυλιγμένο
αφήνεις μόνο το γλυκό σου προσωπάκι να φανεί.
Δεν νοιάζεσαι για της αλμύρας τον αφρό15
που πάνω από το κεφάλι σου παφλάζει.
Ούτε για τα ουρλιαχτά του ανέμου.
Αν ήξερες φόβος τι σημαίνει,
θα τέντωνες στο θρήνο το τρυφερό σου αυτί.20
Μωρό μου, κοιμήσου σε παρακαλώ, κοιμήσου,
να κοιμηθεί κι η θάλασσα,
να κοιμηθεί και το κακό που μας κυνηγά.
Δία μου, θα αλλάξεις γνώμη;
Αν είναι τολμηρή,25
αν είναι άδικη η προσευχή μου,
συγχώρεσέ με.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί -το μόνο που σώζεται από το ποίημα- περιγράφεται η στιγμή που η Δανάη, μέσα στο αγριεμένο πέλαγος, παίρνει στην αγκαλιά της τον μικρό Περσέα που κοιμάται και του μιλάει τρυφερά.
Δεν γνωρίζουμε από ποιο ποίημα προέρχεται το απόσπασμα. Ενδέχεται να ήταν, όπως έχει υποστηριχθεί, διθύραμβος, θρήνος ή επινίκια ωδή. Η σύνθεση αυτή πιθανώς είχε τη συνήθη για τη χορική ποίηση τριαδική δομή (στροφή - αντιστροφή -επωδός). Εικάζεται ότι ίσως έχουμε το τέλος μιας αντιστροφής (στ. 1 -7), την επωδό (στ. 8-20) και την αρχή της επόμενης στροφής (στ. 21-7).
Απόσπασμα 543
ὅτε λάρνακι
ἐν δαιδαλέᾳ
ἄνεμός τε †μην† πνέων
κινηθεῖσά τε λίμνα δείματι
5 ἔρειπεν, οὐκ ἀδιάντοισι παρειαῖς
ἀμφί τε Περσέι βάλλε φίλαν χέρα
εἶπέν τ᾽· ὦ τέκος οἷον ἔχω πόνον·
σὺ δ᾽ ἀωτεῖς, γαλαθηνῷ
δ᾽ ἤθεϊ κνοώσσεις
10 ἐν ἀτερπέι δούρατι χαλκεογόμφῳ
‹τῷ›δε νυκτιλαμπεῖ,
κυανέῳ δνόφῳ ταθείς·
ἄχναν δ᾽ ὕπερθε τεᾶν κομᾶν
βαθεῖαν παριόντος
15 κύματος οὐκ ἀλέγεις, οὐδ᾽ ἀνέμου
φθόγγον, πορφυρέᾳ
κείμενος ἐν χλανίδι, πρόσωπον καλόν.
εἰ δέ τοι δεινὸν τό γε δεινὸν ἦν,
καί κεν ἐμῶν ῥημάτων
20 λεπτὸν ὑπεῖχες οὖας.
κέλομαι δ᾽, εὗδε βρέφος,
εὑδέτω δὲ πόντος, εὑδέτω δ᾽ ἄμετρον κακόν·
μεταβουλία δέ τις φανείη,
Ζεῦ πάτερ, ἐκ σέο·
25 ὅττι δὲ θαρσαλέον ἔπος εὔχομαι
ἢ νόσφι δίκας,
σύγγνωθί μοι.
***
Μέσα στο πλουμιστό πλεούμενο κλεισμένοι
μάνα και γιος.
Λυσσομανούσε ο αγέρας, το πέλαγος τρικυμισμένο-
Ράγισε ο τρόμος της Δανάης την ψυχή,5
καυτά κύλησαν τα δάκρυα στα μάγουλά της.
Πήρε στην αγκαλιά της τον Περσέα
και του ψιθύρισε στ᾽ αυτί.
Μικρό μου αγόρι,
τι συμφορά με έχει βρει.
Γαληνεμένο κοιμάσαι,
απόκαμε η τρυφερή καρδούλα σου,
κι έχεις πλαγιάσει σ᾽ αυτήν την άβολη βαρκούλα,10
που είναι στεριωμένη με χάλκινα καρφιά
και λαμπυρίζει μέσα στη μαυρίλα της ζοφερής ετούτης νύχτας.
Μέσα στον αλικοπόρφυρο μανδύα τυλιγμένο
αφήνεις μόνο το γλυκό σου προσωπάκι να φανεί.
Δεν νοιάζεσαι για της αλμύρας τον αφρό15
που πάνω από το κεφάλι σου παφλάζει.
Ούτε για τα ουρλιαχτά του ανέμου.
Αν ήξερες φόβος τι σημαίνει,
θα τέντωνες στο θρήνο το τρυφερό σου αυτί.20
Μωρό μου, κοιμήσου σε παρακαλώ, κοιμήσου,
να κοιμηθεί κι η θάλασσα,
να κοιμηθεί και το κακό που μας κυνηγά.
Δία μου, θα αλλάξεις γνώμη;
Αν είναι τολμηρή,25
αν είναι άδικη η προσευχή μου,
συγχώρεσέ με.