Η ονομασία της αυτοκρατορίας Kushan ή Κοσσανών προέρχεται από τον Κινεζικό όρο Guishang, ο οποίος συναντάται σε ιστορικά συγγράμματα αναφερόμενα στους Yuezhi ή Γιουεζί, μιας φυλής νομάδων που ζούσαν στην ανατολική Κεντρική Ασία. Ορισμένοι μελετητές συνδέουν τους Κοσσανούς με τους Tocharians ή Τόχαρους της λεκάνης Tarim στην Κίνα, οι οποίοι ήσαν Καυκάσια φυλή με ξανθοκόκκινα μαλλιά και έχουν προβληματίσει τους ιστορικούς μελετητές όσον αφορά στην προέλευσή τους.
Τον 2ο αιώνα π.Χ, οι Κοσσανοί απωθήθηκαν δυτικά από τους Xiongnu ή Χιονγκ-νου, πολεμοχαρή φυλή, πιθανότατα προγόνους των Ούννων.
Αυτό είχε ως συνέπεια να καταφύγουν σε παραμεθόριες περιοχές όπως το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν, όπου ίδρυσαν μια ανεξάρτητη αυτοκρατορία στην περιοχή που είναι γνωστή ως Βακτρία. Στη Βακτριανή, κατέκτησαν τους Σκύθες και τα τοπικά Ελληνικά βασίλεια, τα τελευταία εναπομείναντα δείγματα της δύναμης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από αυτήν την κεντρική τοποθεσία, η αυτοκρατορία Κοσσάν κατέστη ένας πλούσιος εμπορικός κόμβος μεταξύ των λαών Χαν της Κίνας, Σασσανιδών της Περσίας και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Ρωμαϊκός χρυσός και το Κινεζικό μετάξι διακινούνταν στην αυτοκρατορία, με πολύ μεγάλο κέρδος για τους μεσάζοντες. Λαμβάνοντας δε υπόψιν όλες τις επαφές τους με τις μεγάλες αυτοκρατορίες της εποχής, δεν είναι περίεργο ότι οι Κοσσανοί είχαν αναπτύξει αξιόλογο πολιτισμό δανειζόμενοι στοιχεία από άλλες χώρες.
Κυρίως Ζωροάστρες στο θρήσκευμα, οι Κοσσανοί ενσωμάτωσαν Βουδιστικές και Ελληνιστικές θεότητες – θρησκευτικά στοιχεία στις δικές τους θρησκευτικές πρακτικές. Τα νομίσματά τους απεικονίζουν θεότητες που περιλαμβάνουν τον Ήλιο, τον Ηρακλή τον Βούδα, τον Σακιαμούνι Βούδα μέχρι τους Αχούρα Μάζντα, Μίθρα και Άταρ (θεός της φωτιάς στον Ζωροαστρισμό). Είναι δε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι χρησιμοποιούσαν το Ελληνικό αλφάβητο, με την προσθήκη του γράμματος Sho.
Έκταση της αυτοκρατορίας Κουσάν
Επί ηγεμονίας του 5ου αυτοκράτορα, Κανίσκα (Kanishka) του Μέγα (περ. 127-140 π.Χ) η αυτοκρατορία είχε εξαπλωθεί σε όλη την βόρεια Ινδία και επεκτάθηκε ανατολικά κατά μήκος της λεκάνης Tarim (αρχική πατρίδα των Κοσσανών). Ο Κανίσκα διοικούσε από το σημερινό Πεσαβάρ στο Πακιστάν, αλλά η αυτοκρατορία του περιελάμβανε επίσης τις μεγάλες πόλεις στον δρόμο του μεταξιού, Kashgar, Yarkand και Khotan, σημερινό Xinjiang ή Ανατολικό Τουρκεστάν.
Ο Κανίσκα ήταν πιστός Βουδιστής συγκρινόμενος σε αίγλη με τον Μαουριανό αυτοκράτορα Ασόκα τον Μέγα. Ωστόσο, ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι λάτρευε επίσης την Περσική θεότητα Μίθρα (θεός της δικαιοσύνης και αφθονίας).
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, έχτισε μια στούπα (Βουδιστικός τόπος ταφής κειμηλίων & προσευχής) η οποία όπως περιγράφουν Κινέζοι ταξιδιώτες είχε ύψος 200 μέτρα και ήταν καλυμμένη με κοσμήματα.
Μέχρι πρότινος οι ιστορικοί θεωρούσαν ότι αυτές οι αναφορές ήταν κατασκευασμένες, μέχρις ότου ανακαλύφθηκε το 1908 στο Πεσαβάρ η βάση αυτού του καταπληκτικού οικοδομήματος. Ο αυτοκράτορας έχτισε αυτήν την υπέροχη στούπα για να φυλάξει τρία από τα οστά του Βούδα. Επιπλέον αναφορές στην στούπα ανακαλύφθηκαν σε Βουδιστικούς παπύρους στην Ντουνχουάνγκ, στην Κίνα. Στην πραγματικότητα, ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι οι εισβολές του Kanishka στο Tarim υπήρξαν η αφορμή για τις πρώτες εμπειρίες της Κίνας με τον Βουδισμό.
Ο πρώτος αυτοαποκαλούμενος βασιλέας των Κοσσανών Ηραίος (κυβέρνησε 1-30 μ.Χ.) απείχε ελάχιστα από το να καταστεί φύλαρχος των Yuezhi. Έτσι ο κλήρος έπεσε στο διάδοχό του Kujula Kadphises (Κογιόλα Καδφίσης) (κυβέρνησε 30-80 μ.Χ.) για να αναλάβει τον ρόλο πραγματικού μονάρχη και να ενώσει τις διαφορετικές και ερίζουσες φυλές των Yuezhi υπό την σκέπη των Κοσσανών κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ.
Μετά σταδιακά αποσπώντας τον έλεγχο της Βακτριανής από τους Σκύθες και τους Πάρθους, ο Kujula Kadphises μετέφερε τους Κοσσανούς στην περιοχή που είναι γνωστή ως Γκαντάρα (βορειοανατολικά του Αφγανιστάν και βόρειου Πακιστάν) με κύρια πρωτεύουσα την Τάξιλα (βορειοδυτικό Πακιστάν) και καλοκαιρινή πρωτεύουσα το Μπεγκράμ (γνωστή στην αρχαιότητα ως Καπίσα, κοντά στη σημερινή Μπαγκράμ) η οποία χρησίμευσε επίσης ως σημαντικό εμπορικό κέντρο.
Από αυτές τις δύο πρωτεύουσες, καθώς και άλλους οικισμούς και εμπορικούς σταθμούς βορειότερα, οι Κοσσανοί κατέστησαν κυρίαρχοι του εμπορίου, υιοθέτησαν το Ελληνικό αλφάβητο και έκοψαν δικά τους χρυσά νομίσματα που απεικόνιζαν Κοσσανούς βασιλείς, Ελληνικά ρητά και σύμβολα εμπνευσμένα από Ρωμαϊκά νομίσματα που χρησιμοποιούνταν ευρέως εκείνη την εποχή, προκειμένου να αγοράζουν αγαθά από καραβάνια κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού.
Τοποθετούμενοι γεωγραφικά στο κέντρο του Δρόμου του Μεταξιού, στο μέσο μεταξύ Κίνας και Ινδίας προς ανατολάς και τον κόσμο της Μεσογείου προς δυσμάς, οι Κοσσανοί έγιναν μια δεύτερη παγκόσμια δύναμη μετά την Κίνα και την Ρώμη και η πρώτη ενιαία δύναμη στο Αφγανιστάν.
Το 48 μ.Χ. ο Κογιόλα Καδφίσης διέσχισε το Χίντου Κους και συνήψε συμμαχία με τον τελευταίο Έλληνα βασιλέα της περιοχής, Ερμαίο στην κοιλάδα της Καμπούλ, η οποία επέτρεψε στον γιο του Βήμα Καδφίση να επιτεθεί και να νικήσει τους Σκύθες στη βόρεια Ινδία και να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία, την οποία οι διάδοχοί του συνέχισαν να επεκτείνουν φθάνοντας μέχρι τον ποταμό Γάγγη ανατολικά και την έρημο Γκόμπι βόρεια.
Η βασιλεία του Κανίσκα ΙΙΙ, ο οποίος κυβέρνησε από τα τέλη του 1ου μέχρι τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., γινόταν από δύο πρωτεύουσες: την Πουρουσαπούρα (σημερινό Πεσαβάρ) και την θερινή στο Μπεγκράμ (Καπίσα) τα ανάκτορα της οποίας συναγωνίζονταν σε χλιδή, τα αντίστοιχα των αυτοκρατόρων στην Ρώμη ή της δυναστείας των Χαν στην Κίνα.
Κατά την βασιλεία του Κανίσκα, οι Κοσσανοί ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ασίας και είχαν συσσωρεύσει μεγάλο πλούτο μέσω των εκτεταμένων εμπορικών δραστηριοτήτων και την άνθηση της αστικής ζωής, συνεχίζοντας ταυτόχρονα την Βουδιστική παράδοση και την οικοδόμηση μοναστηριών.
Πολιτισμικές επιρροές
Η ευζωία έφερε μεγάλες αλλαγές στην ζωή των πρώην νομάδων. Χωρίς να έχουν δικές τους παραδόσεις να στηριχθούν, προσάρμοσαν αυτές που βρήκαν στην κουλτούρα τους. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένας ζωντανός πολιτισμός, από την συγχώνευση των Δυτικών Ελληνο Βακτριανών εθίμων, με εκείνων της ανατολικής Ινδίας, προσαρμοσμένος στον δυναμικό χαρακτήρα της Κεντρικής Ασίας. Η περιοχή Γκαντάρα στον πυρήνα της αυτοκρατορίας ήταν κατ’ ουσίαν μια πολυεθνική ανεκτική κοινωνία θρησκευτικών διαφορών. Κατέχοντας αξιοζήλευτη στρατηγική θέση, με άμεση πρόσβαση στις χερσαίες οδούς του μεταξιού και συνδέσεις με τα λιμάνια στην Αραβική θάλασσα, η Γκαντάρα υπέστη πολλές κατακτήσεις κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας της – τους Αχαιμενίδες Πέρσες, τον Μέγα Αλέξανδρο (326 – 325 π.Χ.) τους Μαορυανούς (Mauryans) από την Ινδία, την αυτοκρατορία των Σελευκιδών, τους Ελληνο-Βακτριανούς βασιλείς και Έλληνες διαδόχους τους (3ος – 2ος αιώνας π.Χ.) καθώς και Σκύθες και Πάρθους (2ος – 1ος αιώνας π.Χ.).
Η συνύπαρξη των φυλών, οι πεποιθήσεις και δεξιότητες που αναπτύχθηκαν στη Δύση και την Ανατολή, παρήγαγαν έναν εκλεπτυσμένο πολιτισμό, ο οποίος αποτυπώνεται έντονα στις εικαστικές τέχνες. Θέματα που προέρχονταν από την Ελληνική και Ρωμαϊκή μυθολογία αναμίχθηκαν με Βουδιστικά σύμβολα και ευαισθησίες, με αποτέλεσμα τις πρώτες αναπαραστάσεις του Βούδα με ανθρώπινη μορφή κατά τη διάρκεια, καθώς και τις πρώτες απεικονίσεις των βασικών Βουδιστικών προσωπικοτήτων, όπως ο Μποντισάτβα (όρος του Βουδισμού ο οποίος αφορά σε αυτόν που ακολουθεί το μονοπάτι της συμπόνοιας και της αλληλεγγύης).
Οι Κοσσανοί ήσαν προστάτες και όχι απλώς συλλέκτες τεχνουργημάτων. Στα έργα τέχνης, οι Κοσσανοί βασιλείς διέταξαν όπως τα απεικονιζόμενα πρόσωπα και υπάρχοντά τους να τοποθετούνται δίπλα στον Βούδα και την ακολουθία του. Αυτή η υπερεκτίμηση αναδεικνύει μια μοναδική Γανδαριανό (Ghandharan) τεχνοτροπία στην οποία η Ελληνορωμαϊκή τέχνη και μοτίβα εμπλουτίζονται με Ινδικά μοτίβα χρησιμοποιούμενα ως πρότυπα από χιλιάδες τεχνίτες αντικειμένων της Βουδιστικής πίστης.
Τα Βουδιστά κείμενα είναι γεμάτα από επαίνους για τον Κοσσανό Κανίσκα, τον «Βασιλέα των Βασιλέων» (περίπου 100 μ.Χ.) ο οποίος κατά την διάρκεια του βίου του υποστήριξε όσο κανένας άλλος τον Βουδισμό.
Η φήμη του στην Βουδιστική παράδοση ξεκίνησε με τη σύγκληση του 4ου Βουδιστικού Συμβουλίου στο Κασμίρ, περίπου το 100 μ.Χ., το οποίο ήταν καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη της παράδοσης Μαχαγιάνα. Ο Κανίσκα ενθάρρυνε τόσο την σχολή Γκαντάρα της Ελληνο-Βουδιστικής τέχνη, όσο και την σχολή των Ινδουιστών Ματούρα. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του στην Βουδιστική αρχιτεκτονική ήταν η στούπα Κανίσκα στο Πεσαβάρ. Οι αρχαιολόγοι που ανακάλυψαν την βάση της στούπας το 1908-1909 διαπίστωσαν ότι το κτίσμα είχε διάμετρο 286 πόδια. Οι αναφορές Κινέζων προσκυνητών όπως οι Xuan Zang δείχνουν ότι το ύψος του ήταν περίπου 600 έως 681 πόδια και καλυπτόταν με κοσμήματα. Αυτό το τεράστιο πολυώροφο κτίριο έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των θαυμάτων του αρχαίου κόσμου.
Οι Βουδιστές μοναχοί από την περιοχή της Γκαντάρα κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Κανίσκα διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στην ανάπτυξη και μετάδοση των Βουδιστικών ιδεών από την Ινδία και την Γκαντάρα στην Κίνα. Επί παραδείγματι, ο Κοσσανός μοναχός, Λοκακσέμα (Lokaksema) (περί το 178 μ.Χ.) υπήρξε ο πρώτος μεταφραστής των Βουδιστικών γραφών Μαχαγιάνα στα Κινεζικά, ιδρύοντας μεταφραστικό γραφείο στην κινεζική πρωτεύουσα Loyang.
Παρόλο που το ενδιαφέρον του Κανίσκα στο Βουδισμό, έχει επαληθευθεί από πολλά αρχαιολογικά ευρήματα, αυτός ήταν επίσης λάτρης και προστάτης και άλλων τοπικών θρησκειών. Τα νομίσματα του Κοσσάν περιλαμβάνουν αναπαραστάσεις του Βούδα, καθώς και θεοτήτων Ελληνικής, Περσικής και Ινδουιστικής προέλευσης. Το φέρετρο του Κανίσκα για παράδειγμα, περιλαμβάνει παραστάσεις του Βούδα, των Ινδουιστικών θεοτήτων Βράχμα και Ίντρα, του Περσικού θεού Ήλιου, θεούς του φεγγαριού και ένα στεφάνι, που περιστοιχίζεται από Χερουβείμ στο τυπικό Ελληνιστικό στυλ.
Χρονολογούμενο στο πρώτο έτος της βασιλείας Κανίσκα το 127 μ.Χ, το φέρετρο ανακαλύφθηκε σε ένα θάλαμο φύλαξης στην στούπα Κανίσκα, κατά τη διάρκεια των αρχαιολογικών ανασκαφών το 1908 – 1909 στο Σαχ-τζι-Ντερί στα περίχωρα της Πεσαβάρ. Το πρωτότυπο είναι σήμερα στο Μουσείο Πεσαβάρ και μια παλιά ρεπλίκα εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο. Λέγεται δε ότι μέσα στο φέρετρο συμπεριλαμβάνονται και τρία τμήματα οστών του Βούδα.
Το φέρετρο υπογράφεται από τον κατασκευαστή, έναν Έλληνα καλλιτέχνη ονόματι Αγησίλαο, ο οποίος επέβλεψε την εργασία στην στούπα επιβεβαιώνοντας την άμεση συμμετοχή Ελλήνων στα Βουδιστικά έργα (τμήμα της επιγραφής αναφέρει: «ο υπηρέτης Αγησίλαος, επιστάτης των έργων στην vihara (μονή) του Κανίσκα…».
Η απόδοση του φερέτρου στον Κανίσκα έχει πρόσφατα αμφισβητηθεί, για λόγους τεχνοτροπίας αποδιδόμενο στον διάδοχό του Χουβίσκα (Huvishka).
Η παρουσία Περσικών συμβόλων στην Κοσσανική κουλτούρα είναι περισσότερο εμφανής στα ερείπια της Surkh Kotal, ενός Ζωροαστρικού ναού με μια μεγάλη κλίμακα (σκάλα) που βρίσκεται βόρεια του Hindu Kush κοντά στην πόλη Pul-i Khumri, την πρωτεύουσα της επαρχίας Μπαγκλάν.
Ανασκαφές στο Surkh Kotal μεταξύ 1952 και 1966 απέδειξαν την συνύπαρξη μιάς αμιγώς ιθαγενούς Ζωροαστρικής θρησκείας, ανεπηρέαστης από τον Βουδισμό και επικεντρωμένης στην λατρεία της φωτιάς. Ο Κανίσκα σε προσωπικό επίπεδο φαίνεται προσωπικά να έχει ασπασθεί τον Βουδισμό και την Περσική λατρεία του Μίθρα. Τα θραύσματα του αγάλματος του που βρέθηκαν στην Surkh Kotal συγκαταλέγονται στα πιο πολύτιμα αντικείμενα της συλλογής του Μουσείου της Καμπούλ.
Στην αρχαία περιοχή της Γκαντάρα, έξι μίλια νότια της πόλης της Τζαλαλαμπάντ στο ανατολικό Αφγανιστάν, εντοπίσθηκε η Χάντα (Hadda) ένας Ελληνο Βουδιστικός αρχαιολογικός χώρος – από τους μεγαλύτερους Βουδιστικούς ναούς και τόπους προσκυνήματος στον κόσμο, κατά το χρονικό διάστημα 1ου μέχρι τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ.
Κατέχοντας θέση κλειδί στην πορεία των 2.000 μιλίων που ακολουθούσαν οι προσκυνητές κατά την μετάδοση του Βουδισμού από την Ινδία στην Κίνα, o Χάντα υπήρξε ενεργό κέντρο μετάφρασης – ανατύπωσης και γλυπτικής θρησκευτικών κειμένων και αγαλματιδίων.
Πάνω από 23.000 Ελληνο Βουδιστικά γλυπτά από πηλό ή γύψο, αρχιτεκτονικά διακοσμητικά, κεφαλές και στοιχεία που απεικονίζουν άνδρες, γυναίκες, παιδιά, δαίμονες, καθώς και ηλικιωμένοι, με κάθε πιθανό τρόπο έκφρασης και ένδυσης, κάθε κοινωνικής τάξης και θέσης, κάθε τύπο προσώπου από όλες τις γωνιές του κόσμου ανακαλύφθηκαν στον Χάντα σε μια σειρά από αρχαιολογικές ανασκαφές κατά το χρονικό διάστημα 1930 και 1970.
Τα γλυπτά από τον Χάντα συνδυάζουν στοιχεία Βουδισμού και Ελληνισμού, σε ένα σχεδόν τέλειο και μοναδικά αναγνωρίσιμο Ελληνιστικό στυλ. Παρά το γεγονός ότι η εν λόγω τεχνοτροπία τοποθετείται από τους ειδικούς στην ύστερη Ελληνιστική περίοδο του 2ου ή 1ου αιώνα π.Χ., τα εν λόγω γλυπτά χρονολογούνται περί τον 1ο αιώνα μ.Χ. ή αργότερα.
Λαμβάνοντας υπόψη την εξαιρετική ποιότητα, την τεχνική φινέτσα, την ποικιλία και ποσότητα των γλυπτών, ο Χάντα πρέπει να ήταν μια «πόλη εργοστάσιο» στην οποία έζησαν και εργάστηκαν Έλληνες, ή εκπαιδευμένοι καλλιτέχνες εξοικειωμένοι με όλες τις πτυχές της Ελληνιστικής γλυπτικής, σε αυτό που ο ιστορικός μελετητής John Boardman περιγράφει ως «το λίκνο της νεότευκτης Βουδιστικής γλυπτικής στο Ινδο-Ελληνικό στυλ».
Η «μεταφορά» των Ελλήνων ηρώων στον Βουδισμό (π.χ. ο Ηρακλής είναι η έμπνευση και το μοντέλο για την Βουδιστική Bodhissatva) αναδεικνύεται πλήρως στον Χάντα.
Για παράδειγμα μια ομάδα γλυπτών που ανασύρθηκε από ανασκαφές στο ναό της Χάντα γνωστά ως Tapa-i-Shotor, αναπαριστούν έναν Βούδα που πλαισιώνεται από τέλεια αναπαριστάμενη Ελληνιστική μορφή της Τύχης, η οποία κρατά το κέρας της Αμάλθειας της και ο Ηρακλής δεν κρατά το σύνηθες ρόπαλο, αλλά τον κεραυνό που σχετίζεται με τον χαρακτήρα της Boddhisatva Βατζραπάνι .
Εκτός από τη γλυπτική, η Χάντα περιείχε μερικά από τα το παλαιότερα διασωθέντα Βουδιστικά χειρόγραφα στον κόσμο, τα οποία είναι ίσως τα παλαιότερα σωζόμενα Ινδικά χειρόγραφα, τον μακρύ -χαμένο κανόνα της Σέχτας Σαρβαστιβαντίν (Sarvastivadin) που κυριάρχησε στην Γκαντάρα και συνέβαλε στην εξάπλωση του Βουδισμού από Ινδία στην Κίνα.
Χρονολογούμενα από τον 1ο αιώνα μ.Χ., τα εν λόγω χειρόγραφα είναι γραμμένα σε φλοιό σημύδας στη γλώσσα Γκαντάρι και αφού λεηλατήθηκαν από την Χάντα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, εξήχθησαν λαθραία στο Πακιστάν. Ανακαλύφθηκαν σε ένα πήλινο δοχείο που φέρει επιγραφή στην ίδια γλώσσα και τελικά κατέληξαν στην Βρετανική Βιβλιοθήκη του Λονδίνου και το Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον στο Σιάτλ. Η νομική κυριότητα των εν λόγω ανεκτίμητων χειρογράφων παραμένει υπό συζήτηση.
Περισσότερα από 1000 γλυπτά εξ’ αυτών που βρέθηκαν στην Χάντα στο διάστημα 1930 – 1970 εκτίθενται στο Μουσείο της Καμπούλ και το Μουσείο Guimet στο Παρίσι.
Κατά τη διάρκεια της Σοβιετικής εισβολής και κατοχής του Αφγανιστάν, μεγάλος αριθμός γλυπτών εκλάπη από την περιοχή και σε σύντομο χρονικό διάστημα διοχετεύθηκαν στην διεθνή αγορά αντικών. Επιπλέον μια μάχη αρμάτων μεταξύ Σοβιετικών στρατευμάτων και ανταρτών του Αφγανιστάν, προξένησε σοβαρές καταστροφές στους ναούς και τελικά ότι απέμεινε μετά την απόσυρση των Σοβιετικών, λεηλατήθηκε και σχεδόν εξαφανίσθηκε κατά τη διάρκεια του Αφγανικού εμφυλίου το 1991-2001.
Αυτός ο μυθικός χώρος, ένα πραγματικό στολίδι της Κοσσανικής περιόδου έχει πλέον σχεδόν καταστραφεί. Εξήντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Καμπούλ, κοντά στη σημερινή πόλη της Charikar, στη διασταύρωση της Ghorband και της κοιλάδας Panjshir, οικοδομήθηκε η καλοκαιρινή πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, γνωστή ως Καπίσα (Kapisa) ή Μπεγκράμ (Begram).
Ευρισκόμενη σε κομβικό σημείο – πέρασμα κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού μεταξύ Καμπούλ και Μπαμιγιάν, η Μπεγκράμ καταστράφηκε από τον Σασσανίδη αυτοκράτορα Κύρο τον Μέγα, αναστηλώθηκε από τον διάδοχο του Δαρείο και στη συνέχεια οχυρώθηκε και ανοικοδομήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο ως φρούριο Αλεξάνδρεια του Καυκάσου, καθιστάμενη πόλη κλειδί στην άμυνα του Ελληνο-Βακτριανού βασιλείου.
Περιτριγυρισμένος με υψηλό τοίχο από τούβλα και ενισχυμένος με πύργους στις γωνίες, ο κεντρικός δρόμος κατά μήκος των θερινών ανακτόρων συνόρευε με εργαστήρια και καταστήματα. Πολύτιμα σκαλιστά ελεφαντόδοντα από την Ινδία, κουτιά λάκας από την Κίνα, γυάλινα και χάλκινα αντικείμενα από Αίγυπτο και Ρώμη, γύψινα διακοσμητικά ανάγλυφα και άλλα προϊόντα του εμπορίου εκτίθεντο και πωλούνταν και ορισμένα φυλάσσονταν σε απόθεση προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως πρότυπα με σκοπό την αναπαραγωγή.
Κατά την κατάληψη της Μπεγκράμ από τους Σασσανίδες περί το 241 μ.Χ., δύο αποθήκες εμπορίου αγαθών ευρισκόμενες στο Δρόμο του Μεταξιού, σφραγίσθηκαν για να μην εντοπισθούν και παρέμειναν σφραγισμένες επί σχεδόν δεκαεπτά αιώνες έως ότου ανακαλυφθούν από Γάλλους αρχαιολόγους το 1930.
Κάθε κομμάτι του παγκοσμίου φήμης «Θησαυρού της Μπεγκράμ» μαρτυρά το πλούσιο εμπόριο που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της εποχής των Κοσσανών και την πιθανή ύπαρξη παρόμοιων πολυκαταστημάτων – εργαστηρίων σε διάφορα σημεία κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού και όλου του πολιτισμένου κόσμου. Αυτές οι ανακαλύψεις με τις περίτεχνες εξειδικευμένες κατασκευές και το εξευγενισμένο – καλλιεργημένο επίπεδο των πολιτών ενίσχυσαν την γοητεία της Κοσσανικής αυτοκρατορίας, τοποθετώντας την σε περίοπτη θέση μεταξύ των ήδη καταξιωμένων πολιτισμών της αρχαιότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου