Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Πλάτων και η φιλοσοφική ακαδημία

Γραφή και προφορικότητα

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Άκουσα μια ιστορία για έναν από τους παλιούς αιγυπτιακούς θεούς, τον θεό Θευθ. Είναι αυτός που ανακάλυψε τον αριθμό και τους υπολογισμούς, τη γεωμετρία και την αστρονομία, ακόμη και τους πεσσούς και τους κύβους, και πάνω απ᾽ όλα τη γραφή. Βασιλιάς τότε όλης της Αιγύπτου ήταν ο Θαμούς - τον Θαμού οι Έλληνες τον ονομάζουν Άμμωνα. Σ᾽ αυτόν λοιπόν ήρθε ο Θευθ, του επέδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι θα έπρεπε να διαδοθούν σε όλους τους άλλους Αιγυπτίους. Ο βασιλιάς τότε τον ρώτησε ποια είναι η ωφέλεια της καθεμιάς, και καθώς εκείνος του εξηγούσε, άλλες από τις εξηγήσεις τις επαινούσε και άλλες τις κατέκρινε ανάλογα με ό,τι του φαινόταν σωστό ή λάθος. Κάποια στιγμή όμως έφτασαν και στη γραφή. «Αυτή η μάθηση, βασιλιά μου,» είπε ο Θευθ, «θα κάνει τους ανθρώπους σοφότερους και θα αυξήσει τη μνήμη τους· γιατί βρέθηκε το φάρμακο της μνήμης και της σοφίας.» Και ο Θαμούς του απάντησε: «Πολύτεχνε Θευθ, άλλος έχει τη ικανότητα να γεννά τις τέχνες και άλλος να κρίνει αν οι τέχνες αυτές θα βλάψουν ή θα ωφελήσουν. Εσύ λοιπόν τώρα, σαν πατέρας που είσαι της γραφής, έδειξες εύνοια σ᾽ αυτήν και της προσέδωσες τις αντίθετες από τις πραγματικές της δυνατότητες. Γιατί η γραφή θα φέρει λήθη στις ψυχές όσων τη μάθουν, μια και αυτοί σίγουρα θα παραμελήσουν τη μνήμη τους· δείχνοντας εμπιστοσύνη στη γραφή, θα φέρνουν στη θύμησή τους κάτι όχι από μέσα τους, από τον ίδιο τον εαυτό τους, αλλά από κάποια ξένα εξωτερικά σημάδια. Αυτό που ανακάλυψες δεν είναι το φάρμακο της μνήμης αλλά της υπόμνησης. Στους μαθητές σου δεν φέρνεις την αληθινή σοφία αλλά μόνο την επίφαση της σοφίας. Τους κάνεις να ακούν πολλά χωρίς να τους διδάσκεις, και τελικά φθάνουν να νομίζουν ότι γνωρίζουν και πολλά, ενώ δεν γνωρίζουν τίποτε· γίνονται μάλιστα φορτικοί σε κάθε συντροφιά, αφού παριστάνουν τους σοφούς, χωρίς να είναι.»

Πλάτων, Φαίδρος 274c-275b

Την ιστορία αυτή την έχει επινοήσει ο Πλάτων, βάζει όμως τον Σωκράτη να μας τη διηγηθεί. Από το στόμα του Σωκράτη, τα επιχειρήματα εναντίον της γραφής ακούγονται πειστικά. Ο Σωκράτης ήταν από τους ελάχιστους σημαντικούς Έλληνες του 5ου αιώνα π.Χ. που δεν ενέδωσε στη γοητεία του γραπτού λόγου. Έμεινε αφοσιωμένος στην προφορική επικοινωνία με τους συμπολίτες του, στην καλλιέργεια της φιλοσοφίας ως έμπρακτης τέχνης του βίου. Ο πλατωνικός λοιπόν Σωκράτης υιοθετεί την κριτική του αιγύπτιου βασιλιά, και συνοψίζει τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου σε τρία σημεία: (α) τα γραπτά κείμενα είναι στατικά και μονοσήμαντα, λένε πάντοτε το ίδιο πράγμα· (β) δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από άδικες επιθέσεις, χρειάζονται συνεχώς τη βοήθεια του συγγραφέα-πατέρα τους· (γ) δεν επιλέγουν τα ίδια τους αποδέκτες τους, πέφτουν στα χέρια δικαίων και αδίκων, ενάρετων και διεφθαρμένων.

Στη στατικότητα της γραφής ο Σωκράτης αντιπαραθέτει τη ζωντάνια και την πλαστικότητα της προφορικής επικοινωνίας. Η αληθινή φιλοσοφία ορίζεται ως «ο ζωντανός και έμψυχος λόγος του γνώστη, που γράφεται με πραγματική γνώση στην ψυχή όποιου μαθαίνει» (Φαίδρος 276a). Ο φιλόσοφος πρέπει καταρχήν να κατέχει την πραγματική γνώση για όλα τα σημαντικά ζητήματα - για τη δικαιοσύνη, την ωραιότητα, την αρετή. Θα ολοκληρώσει το έργο του, όταν «βρει την κατάλληλη ψυχή» και λειτουργήσει ως φωτισμένος δάσκαλος. Κάνοντας χρήση της «διαλεκτικής τέχνης» θα σπείρει στις ψυχές των μαθητών του λόγους γόνιμους, «λόγους ικανούς να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και αυτόν που τους έσπειρε, από όπου αναφύονται και νέοι λόγοι σε άλλες ψυχές, και έτσι διατηρείται πάντοτε μέσα τους αθάνατο το σπέρμα και οδηγούν τον κάτοχό τους στην ευδαιμονία» (στο ίδιο 277a).

Όταν η φιλοσοφία ασκείται με αυτό τον τρόπο, τότε και η γραφή μπορεί να αποβεί χρήσιμη. Ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί το γραπτό κείμενο, όπως παίζει ένα σοβαρό και πανέμορφο παιχνίδι. Το παιχνίδι της γραφής θα τον βοηθήσει να ασκήσει τη μνήμη του, να την κρατήσει ζωντανή. Δηλαδή τα γραπτά κείμενα είναι προσωπικές σημειώσεις, « υπομνήματα» - δεν υποκαθιστούν την πραγματική διδασκαλία, μπορούν όμως να βοηθήσουν στην οργάνωση και την προετοιμασία της.

Είναι όμως σωκρατική αυτή η αντίληψη για τη φιλοσοφία; Μόνο ως έναν βαθμό - μόνο όσον αφορά την έμφαση στην προφορική επικοινωνία. Κατά τα άλλα, ο Σωκράτης ουδέποτε θεώρησε τον εαυτό του γνώστη σε κάποιο θεωρητικό ζήτημα, και στην απολογία του στο δικαστήριο αρνήθηκε ότι είχε ποτέ μαθητές. Επιπλέον, ο ίδιος δεν έγραψε κανένα φιλοσοφικό κείμενο, έστω και για να παίξει προς στιγμήν το «πανέμορφο παιχνίδι» της γραφής. Είναι λοιπόν πιθανότερο ότι ο Σωκράτης του Φαίδρου εκθέτει την πλατωνική και όχι τη σωκρατική αντίληψη για τη φιλοσοφία.

Στο σχολείο της φιλοσοφίας

Για τον Πλάτωνα η φιλοσοφία είναι μια διαδικασία διδαχής, η οποία προϋποθέτει πάντοτε δύο πόλους, κατά βάση ανισότιμους: έναν γνώστη και έναν μυούμενο, έναν δάσκαλο και έναν μαθητή. Ο φιλοσοφικός λόγος είναι ο λόγος του δασκάλου και όχι εν γένει ο λόγος του σοφού. Και είναι ένας λόγος με συγκεκριμένη στόχευση: επιδιώκει τη διαμόρφωση του ήθους του μαθητή, την καλλιέργεια της ψυχής του. Η φιλοσοφία εγγράφεται στην ψυχή του νέου, μετασχηματίζοντάς την, και χαρακτηρίζεται από τον Πλάτωνα ως ψυχαγωγία - αγωγή της ψυχής (Φαίδρος 271c).

Για να λειτουργήσει επομένως ο φιλόσοφος χρειάζεται μια σχολή. Στο εσωτερικό της σχολής θα διαμορφωθεί ο ίδιος και, όταν έρθει η ώρα, θα αναλάβει με τη σειρά του να διαμορφώσει τους δικούς του μαθητές. Η φιλοσοφική εκπαίδευση, όπως την αντιλαμβάνεται ο Πλάτων, είναι ιδιαίτερα επίπονη και μακρόχρονη διαδικασία. Περιλαμβάνει την ισόρροπη ανάπτυξη του σώματος και της ψυχής του μαθητή, την ανάδειξη των φυσικών του δεξιοτήτων, τη βαθμιαία εξοικείωσή του με τις επιστήμες, και ιδίως με τα μαθηματικά, και τέλος, στην ηλικία της ωριμότητας, τη μύησή του στη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία λοιπόν είναι το ύψιστο «μάθημα», η κορύφωση της εκπαιδευτικής πορείας - ένα μάθημα που απευθύνεται μόνο σε όσους έχουν περάσει με επιτυχία όλα τα προηγούμενα στάδια, έχουν αποδείξει τη φυσική τους προδιάθεση και τις ιδιαίτερες ικανότητές τους και έχουν αποφασίσει να αφιερωθούν στον φιλοσοφικό τρόπο ζωής.

Στην ιδεώδη μάλιστα εκδοχή της, η πλατωνική σχολή φιλοσοφίας γίνεται το μοντέλο οργάνωσης ολόκληρης της κοινωνίας. Στην Πολιτεία, το πληρέστερό του έργο, ο Πλάτων εκθέτει ένα φιλόδοξο σχέδιο πολιτικής μεταρρύθμισης, που προτείνει την ανάληψη της εξουσίας από τους φιλοσόφους. Η ιδανική πλατωνική πολιτεία είναι ένα μεγάλο και πλήρως οργανωμένο σχολείο, το οποίο αναλαμβάνει τις τύχες των πολιτών από τα νηπιακά τους χρόνια και έχει στόχο να οικοδομήσει ένα σταθερό και ισορροπημένο σύνολο, όπου ο καθένας θα ασχολείται μόνο με αυτό που ταιριάζει στη φυσική του προδιάθεση. Το μεγάλο πλήθος των πολιτών λαμβάνει μόνο τη στοιχειώδη εκπαίδευση και οδηγείται στα επιμέρους επαγγέλματα· ένα μικρό ποσοστό ανδρών και γυναικών συνεχίζουν την εκπαίδευσή τους και γίνονται οι «φύλακες» της πόλης, αυτοί δηλαδή που φροντίζουν για την ασφάλειά της· και από αυτούς επιλέγονται ελάχιστοι που κρίνονται ικανοί για ειδικές επιστημονικές και φιλοσοφικές σπουδές, και στους οποίους ανατίθεται η διοίκηση της πόλης. Χειρώνακτες, φύλακες και φιλόσοφοι αποτελούν τις τρεις τάξεις της πλατωνικής πολιτείας. Από την πολιτεία θα εξοριστούν οι ποιητές, κι αυτό όχι γιατί ο Πλάτων ένιωθε απέχθεια προς την ποίηση, αλλά ακριβώς γιατί είχε αντιληφθεί τον καθοριστικό ρόλο που είχε παίξει η ποίηση στην παιδεία των Ελλήνων. Η φιλοσοφία προτείνεται ως μια νέα μορφή παιδείας, επιζητεί να διαμορφώσει έναν νέο τύπο ανθρώπου και, για τον σκοπό αυτό, προωθεί παιδευτικά ιδεώδη ασυμβίβαστα με τα ιδεώδη της ποίησης.

Στο πλατωνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι εμφανείς οι πυθαγόρειες επιδράσεις. Ο Πλάτων δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον τρόπο οργάνωσης των Πυθαγορείων, πραγματικό του δάσκαλο όμως θεωρεί τον Σωκράτη. Όπως για τον Σωκράτη, έτσι και για τον Πλάτωνα οι δεσμοί της φιλοσοφίας με την πόλη-κράτος είναι άρρηκτοι. Η πλατωνική φιλοσοφία στοχεύει στον μετασχηματισμό των πολιτικών θεσμών και των ηθικών αντιλήψεων των ανθρώπων - είναι μια φιλοσοφία κατά βάση πολιτική. Ο πλατωνικός φιλόσοφος δεν θα επιδιώξει την απομόνωση και την αποχή από τα κοινά προκρίνοντας την προσωπική του σωτηρία. Εκείνο που προέχει είναι η σωτηρία ολόκληρης της πόλης. Η δίκαιη πολιτεία είναι αυτή που επιτυγχάνει τη σωστή συναρμογή και την ισορροπία όλων των μερών της.

Τον νόμο δεν τον ενδιαφέρει πώς μια συγκεκριμένη ομάδα στην πόλη θα γίνει ιδιαίτερα ευτυχισμένη, αλλά αναζητεί τρόπους ώστε η ευτυχία αυτή να πραγματοποιηθεί για όλη την πόλη συνενώνοντας τους πολίτες με την πειθώ αλλά και τον εξαναγκασμό, κάνοντάς τους να δίνουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που μπορεί ο καθένας να προσφέρει στο σύνολο· και πλάθει ο νόμος τέτοιους άνδρες στην πόλη όχι για να τους αφήνει έπειτα να τραβούν κατά κει που αρέσει στον καθένα αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της πόλης.

Πλάτων, Πολιτεία 519e-520a.

Ο Πλάτων, η πολιτική και η Ακαδημία

Ο Πλάτων γεννήθηκε στην Αθήνα το 428 π.Χ. και ανδρώθηκε μέσα στην ταραγμένη περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου και των δραματικών γεγονότων που ακολούθησαν την ήττα των Αθηναίων. Η οικογένειά του ήταν μία από τις πιο γνωστές και παλιές οικογένειες της Αθήνας, με ιδιαίτερη παρουσία στα πολιτικά πράγματα, πάντοτε στο πλευρό των ολιγαρχικών. Για τον νεαρό Πλάτωνα καθοριστική θα πρέπει να υπήρξε η άνοδος και η πτώση του Κριτία, εξαδέλφου της μητέρας του και ηγέτη των Τριάκοντα τυράννων. Ο Κριτίας, όπως ο Χαρμίδης και ο Αλκιβιάδης, ήταν σημαίνοντα στελέχη της αντιδημοκρατικής παράταξης. Ανήκαν όλοι στον στενό κύκλο του Σωκράτη, και στους πλατωνικούς διάλογους εμφανίζονται με θετικό τρόπο, ως προικισμένοι και φερέλπιδες νέοι.

Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι ο Πλάτων θα είδε καταρχήν με ευνοϊκό μάτι την κίνηση των Τριάκοντα το 404 π.Χ., η οποία προωθούσε την εγκαθίδρυση ενός αριστοκρατικού καθεστώτος και απέδιδε την ήττα του πολέμου στον εκφυλισμό της αθηναϊκής δημοκρατίας. Η ωμή βία ωστόσο που επέβαλε το απολυταρχικό καθεστώς και ο κύκλος του αίματος στον οποίο οδήγησε, έπεισαν τον Πλάτωνα ότι κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στον καταναγκασμό. Η συναίνεση των πολιτών και ο σεβασμός των νόμων αποτελούν θεμέλια του δίκαιου πολιτεύματος. Από την άλλη μεριά, ο Πλάτων ουδέποτε αποδέχθηκε την εξισωτική λογική της άμεσης δημοκρατίας, η οποία, κατά τη γνώμη του, απομακρύνει τους έντιμους και τους άξιους πολίτες από την εξουσία και φέρνει στο προσκήνιο τους επιτήδειους και τους δημαγωγούς. Η αρνητική του γνώμη για τη δημοκρατία εδραιώθηκε, όταν είδε τους ηγέτες της παλινόρθωσης, μετά τη πτώση των Τριάκοντα, να σέρνουν σε δίκη τον Σωκράτη το 399 π.Χ. και να τον οδηγούν στον θάνατο.

Απογοητευμένος τόσο από τη δημοκρατία όσο και από την υπαρκτή ολιγαρχία, ο Πλάτων θα μπορούσε να οδηγηθεί στην πολιτική αποχή. Ο φιλόσοφος, ακόμη κι αν ενδιαφέρεται για την πολιτική όπως ο Πλάτων, έχει πάντοτε τη δυνατότητα να καταφύγει στην ασφάλεια που προσφέρει η καθαρή θεωρία - η ιδανική πλατωνική πολιτεία είναι άραγε τίποτε περισσότερο από μια τολμηρή ουτοπία; Ωστόσο ο Πλάτων προσπάθησε να συνδέσει τη θεωρία και την πράξη. Αυτό μαρτυρούν τα αποτυχημένα ταξίδια του στη Σικελία. Αυτό μαρτυρεί και η καθοριστική του απόφαση να ιδρύσει την Ακαδημία.

Εκείνο που βάρυνε στη σκέψη μου ήταν ότι, αν επρόκειτο κάποτε να επιχειρήσω να εφαρμόσω όσα είχα σκεφτεί για τους νόμους και την πολιτεία, η δοκιμή έπρεπε να γίνει τώρα. […] Ξεκίνησα λοιπόν από την πατρίδα μου κυρίως γιατί ντρεπόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό, μήπως φανεί ότι δεν είμαι παρά μόνο σκέτη θεωρία και ότι ουδέποτε επιλέγω να καταπιαστώ με κάποια πράξη.

Πλάτων, 7η Επιστολή 328b-c

Αν δεν συμβεί αυτό, ή να κυβερνήσουν στις πολιτείες οι φιλόσοφοι ή να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία αυτοί που τώρα ονομάζουμε βασιλείς και δυνάστες, έτσι ώστε η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία να συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο, […] δεν θα έχουν τελειωμό οι συμφορές στις πολιτείες ούτε ακόμη και στο ανθρώπινο γένος, κι ούτε τούτο το πολίτευμα που περιγράψαμε στη θεωρία θα λάβει πραγματική υπόσταση και θα βγει στο φως του ήλιου.

Πλάτων, Πολιτεία 473c-d

Στην ισχυρότερη πόλη της Σικελίας, τις Συρακούσες, ο Πλάτων πήγε τρεις φορές, μετά από πρόσκληση των τυράννων της πόλης. Η ελπίδα του ήταν ότι σε αυτή την περιοχή του ελληνισμού, όπου η πυθαγόρεια παράδοση είχε διατηρηθεί ακόμη ζωντανή, θα μπορούσε να επιτευχθεί η ουσιαστική σύζευξη εξουσίας και γνώσης την οποία είχε οραματιστεί. Ένας τρόπος για να έρθουν οι φιλόσοφοι στην εξουσία θα ήταν να δεχτούν οι πολιτικοί ηγεμόνες να γίνουν οι ίδιοι φιλόσοφοι, ή τουλάχιστον να ανεχτούν μια μορφή παρασκηνιακής καθοδήγησης από τους πραγματικούς φιλοσόφους. Οι ελπίδες του Πλάτωνα διαψεύστηκαν και τις τρεις φορές οικτρά, λέγεται μάλιστα ότι μετά το πρώτο του ταξίδι το 388 π.Χ. κατέληξε να πουληθεί δούλος και σώθηκε εντελώς τυχαία, όταν κάποιος γνωστός του τον αναγνώρισε στην Αίγινα.

Η αρνητική εμπειρία του πρώτου σικελικού ταξιδιού έκανε τον Πλάτωνα να αναζητήσει μια εναλλακτική διέξοδο. Αν το όραμα του συνολικού μετασχηματισμού της κοινωνίας έμοιαζε ανέφικτο, αφού θα προσέκρουε πάντοτε στα συμφέροντα των αντίθετων ομάδων και στις φιλοδοξίες των ισχυρών, θα μπορούσε τουλάχιστον να δημιουργηθεί μια μικρογραφία της ιδανικής πολιτείας μέσα στην Αθήνα, ένας πυρήνας αντίστασης στα επικρατούντα ήθη. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της ίδρυσης της πλατωνικής Ακαδημίας το 387 π.Χ. Η Ακαδημία υπήρξε ένας θεσμός καινοτομικός. Θα πρέπει να τη φανταστούμε σαν μια κλειστή οργάνωση ομοϊδεατών, που αποφάσισαν να ζήσουν από κοινού μια ζωή αφοσιωμένη στη φιλοσοφία και στην επιστημονική γνώση. Υπήρξε κατά κάποιο τρόπο το πρώτο πανεπιστήμιο της αρχαιότητας, μια κλειστή σχολή φιλοσοφίας: είχε ιεραρχική δομή με επικεφαλής έναν σχολάρχη, ειδικευμένους ερευνητές, δασκάλους και μαθητές, τακτικά και δόκιμα μέλη. Το γνωστικό ιδεώδες, η αναζήτηση της αλήθειας, λειτουργούσε ως συνεκτικός δεσμός των μελών της πλατωνικής Ακαδημίας. Για τον Πλάτωνα ωστόσο η γνώση είχε αξία μόνο αν οδηγούσε στην ηθική βελτίωση των ατόμων και στην ευδαιμονία του συνόλου. Το κυρίαρχο λοιπόν στοιχείο της Ακαδημίας ήταν ο κοινός τρόπος ζωής των μελών της, η κοινή αναζήτηση, ο δημιουργικός διάλογος, μέσα από τον οποίο η νέα γενιά των μαθητών έβρισκε τον δρόμο της.

Στην Ακαδημία συσπειρώθηκαν ορισμένα από τα πιο δημιουργικά μυαλά του 4ου αιώνα: ο μαθηματικός Θεαίτητος, οι αστρονόμοι Εύδοξος, Κάλλιππος και Ηρακλείδης, οι φιλόσοφοι Σπεύσιππος, Ξενοκράτης, Φίλιππος και, φυσικά, ο Αριστοτέλης, ο οποίος πέρασε είκοσι ολόκληρα χρόνια στο εσωτερικό της Ακαδημίας. Στο δημιουργικό αυτό περιβάλλον βρήκε διέξοδο η ενεργητικότητα του Πλάτωνα μέχρι τον θάνατό του το 347 π.Χ. Με δεδομένη την προτίμησή του για την προφορική επικοινωνία, υποθέτουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του αφιερώθηκε στη διδασκαλία και στη διάπλαση των μαθητών του. Λέγεται μάλιστα ότι τα πιο δύσκολα και κεντρικά ζητήματα της πλατωνικής φιλοσοφίας, αν και αποτελούσαν αντικείμενο διδασκαλίας και συζήτησης σε στενό κύκλο προχωρημένων μαθητών, δεν πήραν ποτέ γραπτή μορφή, για να μην προδοθούν τα νοήματά τους. Το σίγουρο πάντως είναι ότι όλοι οι διάλογοι της ωριμότητας του Πλάτωνα γράφηκαν, διαβάστηκαν και συζητήθηκαν μέσα στην Ακαδημία.

Για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας η ίδρυση και η εδραίωση της πλατωνικής Ακαδημίας αποτελεί σημείο καμπής. Έκτοτε είναι αδιανόητη η μοναχική άσκηση της φιλοσοφίας. Ήδη στο τέλος του 4ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, στην Αθήνα λειτουργούν άλλες τρεις σημαντικές φιλοσοφικές σχολές, πλήρως οργανωμένες (το Λύκειο του Αριστοτέλη, η Στοά, και ο Κήπος του Επίκουρου), χωρίς να υπολογίσουμε τους πολυάριθμους κύκλους των σωκρατικών, οι οποίοι μάλλον δεν απέκτησαν ποτέ αυστηρή οργάνωση. Ο επίδοξος φιλόσοφος σπουδάζει λοιπόν σε κάποια σχολή και, κατά κανόνα, διατηρεί τον δεσμό του με τη σχολή αυτή. Ακόμη όμως κι αν είναι αυτοδίδακτος ή αν έχει διαρρήξει τους δεσμούς του με τους δασκάλους του, αισθάνεται και τότε υποχρεωμένος να ενταχθεί σε μια ομάδα. Η ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας γίνεται πλέον η ιστορία των αντιμαχόμενων φιλοσοφικών σχολών.

Γιατί ο Πλάτων γράφει διάλογους;

Η φιλοσοφική μύηση του Πλάτωνα πραγματοποιήθηκε μέσα στον κύκλο του Σωκράτη. Ο Πλάτων ήταν ένας από τους λίγους σωκρατικούς, που όχι μόνο άλλαξαν στάση ζωής επηρεασμένοι από την έντονη προσωπικότητα του δασκάλου τους, αλλά και προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τα φιλοσοφικά του διδάγματα. Στην πλατωνική φιλοσοφία ενσωματώνονται στοιχεία από πολλές προγενέστερες πηγές - λ.χ. από τη φιλοσοφία του Παρμενίδη ή των Πυθαγορείων. Καμία όμως επίδραση δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σωκρατική.

Είναι πολύ πιθανό ότι ο Πλάτων γράφει τα πρώτα του έργα αμέσως μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Οι πρώτοι πλατωνικοί διάλογοι αναφέρονται στις τελευταίες μέρες του δασκάλου του, και ο στόχος τους είναι σαφώς απολογητικός: επιζητούν να δικαιώσουν τον Σωκράτη, δείχνοντας πόσο άδικη ήταν η καταδίκη του. Η Απολογία Σωκράτους, ο Κρίτων, ο Ευθύφρωνείναι δείγματα τέτοιων έργων. Θα ακολουθήσει μια ομάδα διαλόγων στους οποίους προβάλλεται η ουσιαστική διαφορά του Σωκράτη από τους σοφιστές και η ευεργετική επίδρασή του στους νέους της αθηναϊκής αριστοκρατίας. Οι διάλογοι αυτοί είναι σαφώς πιο τεχνικοί και το φιλοσοφικό τους περιεχόμενο βαθύτερο - ο Χαρμίδης, ο Πρωταγόραςκαι ο Γοργίας είναι φιλοσοφικά αριστουργήματα. Ο Πλάτων είναι μάλλον ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα ότι η μορφή του διαλόγου είναι η πιο πρόσφορη επιλογή για να παρουσιαστεί στο κοινό ο Σωκράτης με τη μεγαλύτερη ζωντάνια και ρεαλιστικότητα. Την ίδια εποχή και άλλοι μαθητές του Σωκράτη καταφεύγουν στην ίδια λύση. Έτσι δημιουργείται ένα νέο λογοτεχνικό είδος, ο φιλοσοφικός διάλογος, που γνωρίζει μεγάλη άνθιση κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.

Ο Πλάτων έγραψε γύρω στους τριάντα διάλογους, και όλοι έχουν διασωθεί σε άριστη κατάσταση - γεγονός μοναδικό στην ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας. Οι ειδικοί ξεχωρίζουν τους διάλογους της ωριμότητας του Πλάτωνα από τους πρώιμους σωκρατικούς διάλογους, θεωρώντας ότι βαθμιαία ο Πλάτων αποδεσμεύθηκε από την επιρροή του Σωκράτη, οπότε από ένα σημείο και μετά εκφράζει στους διάλογους τις δικές του φιλοσοφικές θέσεις. Τοποθετούν μάλιστα συνήθως την τομή το 387 π.Χ., όταν ο Πλάτων επιστρέφει από τη Σικελία και ιδρύει την Ακαδημία. Στην περίοδο της ωριμότητας εντάσσουν τέσσερις σημαντικούς διάλογους, όπου ο Πλάτων εκθέτει τη θεωρία των Ιδεών: τον Φαίδωνα, το Συμπόσιο, την Πολιτεία και τον Φαίδρο. Ακολουθεί η γεροντική φάση της πλατωνικής φιλοσοφίας, που προετοιμάζεται από διαλόγους όπως ο Θεαίτητος και ο Παρμενίδης, και εκτίθεται στον Σοφιστή, τον Πολιτικό, τον Τίμαιο, τον Φίληβο και τους Νόμους. Η κατάταξη αυτή, παρά τον φορμαλιστικό της χαρακτήρα, δεν είναι παράλογη. Αφήνει ωστόσο ανοικτό ένα ερώτημα. Γιατί ο Πλάτων εξακολουθεί σε όλη του τη ζωή να γράφει διαλόγους, ακόμη και όταν έχει απομακρυνθεί από τη σωκρατική κληρονομιά και έχει αναπτύξει τη δική του αυτόνομη προσέγγιση; Είναι προφανές ότι ο διαλογικός τρόπος γραφής αποτελεί συνειδητή επιλογή του Πλάτωνα και συνδέεται με τη φύση της ίδιας της φιλοσοφίας του.

Σε πρώτη προσέγγιση ένας πλατωνικός διάλογος θυμίζει στον σύγχρονο αναγνώστη θεατρικό έργο. Φέρνει μπροστά μας, σε έναν προσεκτικά στημένο σκηνικό διάκοσμο, ιστορικά πρόσωπα του 5ου αιώνα π.Χ. που συζητούν με πάθος σημαντικά προβλήματα της ζωής τους, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα τρέχουσα και κατανοητή. Οι συζητήσεις άλλοτε καταλήγουν σε απορία, και άλλοτε ο πρωταγωνιστής (κατά κανόνα, ο Σωκράτης) επιβάλλει την άποψή του. Όλοι οι διάλογοι είναι γραμμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να διαβάζονται ως αυτοδύναμα έργα· δεν προϋποθέτουν ειδικές γνώσεις ούτε παραπέμπουν σε άλλα κείμενα του ίδιου ή άλλου συγγραφέα.

θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρήσουμε ότι πρόθεση του Πλάτωνα είναι να μας μεταφέρει σκηνές από την πραγματική ζωή του Σωκράτη και των Αθηναίων του 5ου αιώνα. Τα πρόσωπα των πλατωνικών διαλόγων λειτουργούν αποκλειστικά ως φορείς επιχειρημάτων. Η συζήτηση που παρακολουθούμε είναι μια συνεχής εναλλαγή ερωτήσεων και απαντήσεων. Ένα βασικό ερώτημα τίθεται και ακολουθεί μια πρώτη απόπειρα απάντησης· η απάντηση υπονομεύεται μέσα από εύστοχη σειρά ερωτημάτων, και ακολουθεί μια άλλη απάντηση. Για να προωθηθεί αυτού του είδους η συζήτηση, είναι χαρακτηριστικό ότι στο προσκήνιο των διαλόγων εμφανίζονται πάντοτε μόνο δύο πρόσωπα. Όταν υπάρχουν περισσότερα, αυτά είτε παραμένουν από την αρχή ως το τέλος βουβά είτε περιμένουν τη σειρά τους για να πάρουν τη σκυτάλη του λόγου από τον προηγούμενο συνομιλητή. Όσο για τη συζήτηση, αυτή δεν είναι ποτέ ισότιμη, με την υπεροχή να γέρνει άλλοτε προς τη μεριά του ενός συνομιλητή και άλλοτε προς του άλλου. Γίνεται εξαρχής σαφές ότι ένα μόνο πρόσωπο είναι ο γνώστης, ο δάσκαλος, αυτός που αναλαμβάνει τον ρόλο του ελέγχοντος. Οι άλλοι είναι είτε αδαείς, είτε δοκησίσοφοι, είτε μαθητές, είτε καλοί και βοηθητικοί συνομιλητές. Και στο τέλος υπάρχει πάντοτε νικητής και ηττημένος. Ένας τέτοιος διάλογος θυμίζει όμως περισσότερο μάθημα σε φιλοσοφικό σεμινάριο παρά τυχαία συνάντηση στην αθηναϊκή αγορά - ακόμη κι αν παραδεχτούμε ότι εξαιτίας του πολιτικού τους συστήματος και του λαϊκού χαρακτήρα των δικαστηρίων οι Αθηναίοι ήταν σίγουρα πιο εξοικειωμένοι από εμάς στην προφορική ανταλλαγή επιχειρημάτων.

Στις αρχές του 4ου αιώνα δεν υπήρχε καθιερωμένος τρόπος γραφής της φιλοσοφίας. Ο Πλάτων επιλέγει να γράψει διάλογους, ενώ θα μπορούσε να γράψει πεζές πραγματείες, όπως ο Αναξαγόρας, ο Δημόκριτος και οι σοφιστές, ποίηση, όπως ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής, ή και να μη γράψει τίποτα, όπως ο Πυθαγόρας και ο Σωκράτης. Η επιλογή αυτή εναρμονίζεται με την πεποίθησή του ότι η φιλοσοφία είναι κατά κύριο λόγο «μάθημα», ζωντανή δηλαδή ανταλλαγή επιχειρημάτων για ζητήματα ζωτικής σημασίας ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή. Ο διάλογος είναι το γραπτό κείμενο που, επειδή είναι πιο κοντά στην προφορική ανταλλαγή, αίρει ως έναν βαθμό τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου.

Το τίμημα ωστόσο αυτής της επιλογής είναι σημαντικό: ο συγγραφέας των πλατωνικών διαλόγων κρατά μια απόσταση από τα γραπτά του, καλυπτόμενος από ανωνυμία. Δεν είναι εύκολο να εκθέσεις σε ένα διαλογικό πλαίσιο, από όπου ο ίδιος απουσιάζεις, μια σταθερή και απόλυτη φιλοσοφική θέση. Αν ο διάλογος είναι πειστικός, πρέπει να είναι ανοιχτός. Ο πρωταγωνιστής του διαλόγου είναι ο κυρίαρχος της συζήτησης, δεν διστάζει όμως να προβάλλει τις αμφιβολίες ή τα διλήμματά του, να υποστηρίζει κάποιες φορές αδύναμα επιχειρήματα, να πέφτει ακόμη και σε αντιφάσεις. Ένα από τα διδάγματα της πλατωνικής διαλεκτικής είναι ότι όλες οι θέσεις είναι ευάλωτες στον έλεγχο. Με τους διάλογους του ο Πλάτων δείχνει να πιστεύει ότι η πραγματική φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να πάρει τη μορφή συστηματικού δόγματος, άκαμπτου δηλαδή και οριστικού συστήματος. Εκείνο που προέχει είναι ο σωστός τρόπος να τίθενται τα σημαντικά προβλήματα και να ελέγχονται οι προτεινόμενες λύσεις.



Η θεωρία των Ιδεών

Διακριτικό γνώρισμα της φιλοσοφίας είναι η θεωρία. Οι φιλόσοφοι επεξεργάζονται και εφαρμόζουν θεωρίες. Τι είναι όμως η φιλοσοφική θεωρία; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η θεωρία είναι μια συνοπτική περιγραφή της πραγματικότητας. Στην ιδανική περίπτωση, η θεωρία είναι επιπλέον και εξήγηση της πραγματικότητας. Αν ο Θαλής είπε ότι τα πάντα είναι νερό, τότε διατύπωσε την πρώτη φιλοσοφική θεωρία: με αυτή την απλή σκέψη φιλοδοξούσε να εξηγήσει ποικίλα φαινόμενα της φυσικής πραγματικότητας. Το σίγουρο είναι ότι ο Δημόκριτος κατείχε μια φιλοσοφική θεωρία: η πεποίθησή του ότι η πραγματικότητα αποτελείται από κινούμενα άτομα στο κενό τού έδωσε τη δυνατότητα να διατυπώσει εξηγήσεις για κάθε πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας.

Η αντίστοιχη σύλληψη του Πλάτωνα είναι ότι, πέρα από τη συνεχώς μεταβαλλόμενη αισθητή πραγματικότητα, υπάρχουν κάποιες αυθύπαρκτες, αμετάβλητες και νοητές οντότητες, οι «Ιδέες». Τα αντικείμενα του αισθητού κόσμου οφείλουν την ύπαρξή τους και την όποια αλήθεια τους στη σχέση τους με τις Ιδέες. Αυτός είναι ο πυρήνας της πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών. Στη θεωρία των Ιδεών στηρίζει ο Πλάτων τη συνολική ερμηνεία του της πραγματικότητας.

Ο Πλάτων δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στα δεδομένα των αισθήσεων. Υποστηρίζει ότι ο αισθητός κόσμος είναι ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύμπαν, χωρίς σταθερότητα. Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τις αισθήσεις του για να συλλάβει την αισθητή πραγματικότητα, οι αισθήσεις όμως είναι εξ ορισμού υποκειμενικές και αποτελούν πηγή πλάνης. Πώς είναι δυνατό λοιπόν να αποκτήσει κανείς έγκυρη γνώση για οτιδήποτε βασισμένος στις αισθήσεις του; Αν υπάρχει κάποια βεβαιότητα, αυτή πρέπει να αναζητηθεί στη σκέψη και στη γλώσσα - στους «λόγους». Οι πλατωνικές Ιδέες είναι τα αντικείμενα της καθαρής σκέψης.

Σκέφτηκα λοιπόν, συνέχισε ο Σωκράτης, αφού κουράστηκα να μελετώ τα υπάρχοντα πράγματα, ότι θα έπρεπε να προσέξω μήπως πάθω αυτό που παθαίνουν όσοι παρατηρούν και εξετάζουν τον Ήλιο στη διάρκεια μιας έκλειψης. Μερικοί, όπως ξέρετε, καταστρέφουν τα μάτια τους όταν δεν προνοούν να κοιτάξουν την εικόνα του Ήλιου μέσα στο νερό ή σε άλλο παρόμοιο μέσο. Κάπως έτσι σκέφτηκα και εγώ και φοβήθηκα μήπως τυφλώσω εντελώς την ψυχή μου με το να κοιτώ τα πράγματα με τα μάτια μου και με το να προσπαθώ να τα αγγίζω με όλες τις αισθήσεις μου. Θεώρησα λοιπόν ότι έπρεπε να καταφύγω στους λόγους και μέσα σ᾽ αυτούς να εξετάσω την αλήθεια των πραγμάτων.

Πλάτων, Φαίδων 99d-e

Οι Ιδέες του Πλάτωνα θυμίζουν το Ον του Παρμενίδη. Όπως το παρμενίδειο Ον, έτσι και οι Ιδέες έχουν αυθεντική ύπαρξη, συλλαμβάνονται με τη νόηση, είναι αιώνιες, αγέννητες και άφθαρτες, ακίνητες και αμετάβλητες. Η διαφορά είναι ότι οι πλατωνικές Ιδέες είναι πολλές και διαφορετικές. Όλες οι ηθικές αξίες αποτελούν Ιδέες: η αρετή, η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η σωφροσύνη, η ευσέβεια και όλες οι άλλες αντίστοιχες. Ιδέες είναι ακόμη οι μαθηματικές έννοιες και οντότητες: η ισότητα, η ενότητα, η πολλαπλότητα, ο αριθμός, το σημείο, η γραμμή, το γεωμετρικό σχήμα, το στερεό. Και τα φυσικά είδη είναι Ιδέες: το ζώο, το φυτό, ο άνθρωπος, το νερό, η φωτιά, ο χρυσός κτλ. Επομένως, πλατωνικές Ιδέες υπάρχουν πάρα πολλές. Θα έλεγε κανείς ότι είναι τόσες όσα και τα αφηρημένα ουσιαστικά της γλώσσας, όσα τα κατηγορήματα της γραμματικής: «Συνήθως δεχόμαστε ότι υπάρχει μια καθορισμένη Ιδέα για κάθε ομάδα επιμέρους πραγμάτων με το ίδιο όνομα» (Πλάτων, Πολιτεία 596a).

Δείτε μια στοιχειώδη πρόταση της γλώσσας, που περιέχει ένα υποκείμενο και ένα κατηγόρημα: «ο Σωκράτης είναι δίκαιος» ή «ο Σωκράτης διδάσκει» ή «το τραπέζι της κουζίνας μας είναι τετράγωνο». Σε όλες αυτές τις προτάσεις σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο ή ένα πράγμα αποδίδεται μια ιδιότητα - η δικαιοσύνη, η διδασκαλία, το τετράγωνο σχήμα. Σε αντίθεση με το υποκείμενο που είναι κάτι το ατομικό, το κατηγόρημα είναι κοινό, γενικό: και άλλοι άνθρωποι είναι δίκαιοι ή διδάσκουν, πολλά ακόμη αντικείμενα έχουν τετράγωνο σχήμα. Ο Πλάτων λοιπόν ισχυρίζεται ότι το κατηγόρημα (η ιδιότητα) παραπέμπει σε μια αυθύπαρκτη Ιδέα, οπότε αυτό που δηλώνουν οι απλές αυτές προτάσεις είναι η σχέση ενός αισθητού όντος με μια Ιδέα - την Ιδέα της δικαιοσύνης, της διδασκαλίας, του τετραγώνου. Στη γλώσσα του Πλάτωνα, για να είναι ο Σωκράτης δίκαιος πρέπει να «μετέχει» στην Ιδέα της δικαιοσύνης. Οι πράξεις του δηλαδή πρέπει να έχουν κοινότητα με το απόλυτο ιδεώδες, που εκφράζει η Ιδέα της δικαιοσύνης.

Όταν κάποιος μου λέει ότι η ωραιότητα ενός πράγματος οφείλεται στο ζωηρό του χρώμα ή στο σχήμα του ή σε κάτι παρόμοιο, αφήνω κατά μέρος τέτοιου είδους εξηγήσεις γιατί όλες με μπερδεύουν και κρατώ για τον εαυτό μου μόνο αυτή την απλή, άτεχνη και ίσως αφελή εξήγηση: τίποτα άλλο δεν κάνει αυτό το πράγμα ωραίο παρά μόνο η παρουσία ή η συμμετοχή της Ιδέας του ωραίου. Αυτή μου φαίνεται ότι είναι η ασφαλέστερη απάντηση που μπορώ να δώσω και στον εαυτό μου και στους άλλους. Και νομίζω ότι αν στηριχτώ σ᾽ αυτήν δεν διακινδυνεύω ποτέ να πέσω, αλλά, όποτε τίθεται η ερώτηση, για μένα είναι αρκετή η απάντηση ότι τα ωραία είναι ωραία διά μέσου της Ιδέας του ωραίου.

Πλάτων, Φαίδων 100c-d

Άρα ο κόσμος μας είναι διχασμένος. Από τη μια μεριά, υπάρχει η ασαφής και χαοτική πραγματικότητα της καθημερινής μας εμπειρίας, με την οποία είναι εξοικειωμένοι όλοι οι άνθρωποι. Και από την άλλη, υπάρχει το σταθερό σύμπαν των αιώνιων Ιδεών, την ύπαρξη του οποίου ελάχιστοι υποψιάζονται. Ο ένας είναι ο κόσμος της αίσθησης και της ανθρώπινης γνώμης (της «δόξας»), και ο άλλος ο κόσμος της νόησης και της αλήθειας. Η μετάβαση από τον έναν κόσμο στον άλλο είναι ο δρόμος της φιλοσοφίας, ένας δρόμος που απαιτεί σκληρή προσπάθεια και κατάλληλη εκπαίδευση. Σε μια υποβλητική μεταφορά ο Πλάτων παρομοιάζει τους ανθρώπους με αλυσοδεμένους δεσμώτες οι οποίοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα υπόγειο σπήλαιο και θεωρούν ότι η πραγματικότητα ταυτίζεται με τις αμυδρές σκιές που βλέπουν να κινούνται στα τοιχώματα του σπηλαίου. Ορισμένοι από τους δεσμώτες έχουν την τύχη να τους ελευθερώσει κάποιος και να τους πείσει με πολύ κόπο να στραφούν προς την έξοδο του σπηλαίου ανεβαίνοντας ένα μακρύ και δύσβατο μονοπάτι. Μόνο όταν βγουν από το σπήλαιο και εξοικειωθούν με το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, θα αντιληφθούν την πλάνη μέσα στην οποία έζησαν όλη την προηγούμενη ζωή τους. Η φιλοσοφική ζωή είναι αφιερωμένη στη νόηση και στις Ιδέες.

Ο ρόλος της ψυχής και του έρωτα

Στον διχασμένο πλατωνικό κόσμο ο άνθρωπος προσπαθεί να ισορροπήσει. Κατά βάση έλκεται από τον κόσμο των αισθήσεων, είναι κι αυτός ευμετάβλητος, παρορμητικός, ατελής. Υπάρχει όμως και ένα αντίθετο στοιχείο μέσα του, κάτι το σταθερό και αιώνιο, που συγγενεύει με τον κόσμο των Ιδεών. Ο άνθρωπος λοιπόν παλινδρομεί ανάμεσα στους δύο κόσμους.

Στον Φαίδωνα, που είναι αφιερωμένος στις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη, ο Πλάτων δείχνει να υιοθετεί το πυθαγόρειο και ορφικό δόγμα της μετεμψύχωσης. Ο άνθρωπος αποτελεί ένωση ενός θνητού σώματος και μιας αθάνατης ψυχής, βιώνει δηλαδή τον ίδιο διχασμό με τον κόσμο. Το σώμα του είναι ολοκληρωτικά παραδομένο στη διαρκή μεταβολή, ενώ η ψυχή του, που είναι ασώματη και αιώνια, είναι από την ίδια τη φύση της συγγενής με τις Ιδέες. Ο Σωκράτης παρουσιάζεται απόλυτα ήρεμος και εξοικειωμένος με την προοπτική του θανάτου του, γιατί για τον φιλόσοφο ο θάνατος δεν είναι συμφορά αλλά απελευθέρωση της ψυχής από τη φυλακή του σώματος. Η φιλοσοφία είναι «μελέτη θανάτου» (Φαίδων 67d). Με την αποδέσμευσή της από το σώμα, η ψυχή απαλλάσσεται από ένα δυσβάστακτο βάρος και μπορεί πλέον να αφιερωθεί απερίσπαστη στη θέαση των Ιδεών.

Η ανθρώπινη ψυχή έχει λοιπόν τη δυνατότητα να έρθει σε άμεση επαφή με τις Ιδέες. Η γνώση των Ιδεών είναι ευκολότερη όταν η αθάνατη ψυχή είναι απαλλαγμένη από το σώμα, μπορεί όμως να επιτευχθεί και κατά τη διάρκεια της επίγειας διαδρομής της, αν η ψυχή καταφέρει να επιβάλει τον δικό της νόμο στο σώμα και να αποφύγει τους περισπασμούς του. Τότε η ψυχή παραμερίζει τα δεδομένα των αισθήσεων και, χρησιμοποιώντας μόνο τη νόηση, διατυπώνει έγκυρες κρίσεις για τα υπάρχοντα πράγματα. Αυτή η έγκυρη γνώση που στηρίζεται στις Ιδέες είναι, κατά τον Πλάτωνα, μια μορφή «ανάμνησης». Η ενσαρκωμένη ψυχή ξαναφέρνει στη μνήμη της την άμεση θέαση των Ιδεών, που βίωσε όταν ήταν απαλλαγμένη από το σώμα. Η μοναδική αυτή εμπειρία έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στην ψυχή, συσκοτίστηκε όμως, και κατά κάποιο τρόπο «ξεχάστηκε», όταν η ψυχή επανενώθηκε με ένα θνητό σώμα. Η φιλοσοφική μύηση είναι επομένως μια διαδικασία βαθμιαίας ανάμνησης των λησμονημένων γνώσεων της ψυχής.

Είναι όμως δυνατόν ένας μεγάλος φιλόσοφος, όπως ο Πλάτων, να πιστεύει πραγματικά ότι η αληθινή γνώση είναι ανάμνηση; Ή μήπως έχουμε κι εδώ εφαρμογή της προσφιλούς τακτικής του Πλάτωνα να προσφεύγει στην αλληγορική γλώσσα του μύθου, όταν πρόκειται να θίξει δύσκολα προβλήματα; Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν είναι ποτέ εύκολη. Αν ισχύει πάντως η δεύτερη εκδοχή, τότε αυτό που θέλει να πει ο Πλάτων είναι ότι το ανθρώπινο είδος έχει έμφυτη τη δυνατότητα διανοητικής γνώσης. Εφόσον η γνώση δεν προέρχεται από τις αισθήσεις, πρέπει να προέρχεται από κάπου αλλού. Επομένως, ο άνθρωπος πρέπει να διαθέτει εξαρχής, έστω εν υπνώσει, την ικανότητα να διατυπώνει σωστές κρίσεις. Η πλατωνική ανάμνηση αντιστοιχεί σε αυτό που, πολύ αργότερα, οι φιλόσοφοι της Δύσης θα ονομάσουν a priori γνώση.

Στην Πολιτεία ο Πλάτων θα προχωρήσει σε μια νέα διάκριση. Πιο σημαντική από την αντίθεση σώματος και ψυχής είναι η αντίθεση ανάμεσα στα μέρη της ίδιας της ανθρώπινης ψυχής. Η ψυχή είναι μια πολύπλοκη ενότητα, που διαθέτει διαφορετικά μέρη και διαφορετικές παρορμήσεις. Ο Πλάτων συνειδητοποιεί ότι, ενώ όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν ψυχή, έχουν δηλαδή συναισθήματα, αισθητηριακές παραστάσεις και στοιχειώδη τουλάχιστον δυνατότητα κρίσης, ελάχιστοι είναι αυτοί που θα μπορέσουν τελικά να αφιερωθούν στον δρόμο της νόησης. Άρα ο αγώνας δεν διεξάγεται ουσιαστικά ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα, αλλά ανάμεσα σε αντίθετες δυνάμεις της ίδιας της ψυχής.

Η ψυχή λοιπόν διαιρείται σε τρία μέρη. Το πρώτο και κατώτερο ονομάζεται «επιθυμητικό» και είναι η έδρα των ηδονών και των πάσης φύσεως επιθυμιών. Το δεύτερο ονομάζεται «θυμοειδές» και είναι έδρα του πάθους. Και το τρίτο είναι το αθάνατο μέρος της ψυχής μας, το «λογιστικό», που στεγάζει το λογικό και την ορθή κρίση. Τα τρία μέρη της ψυχής βρίσκονται σε διαρκή διαμάχη, με κυρίαρχη την αντίθεση φρόνησης και ηδονής, «λογιστικού» και «επιθυμητικού». Η σωστή ζωή και η κατάκτηση της ευδαιμονίας εξαρτάται από την εναρμόνιση των μερών της ψυχής, που επιτυγχάνεται με την ηγεμονία του λογιστικού στα κατώτερα μέρη της ψυχής. Τότε ο άνθρωπος είναι σε θέση να ελέγχει τις επιθυμίες του, με εγκράτεια και σωφροσύνη, να μετασχηματίζει το πάθος του σε ανδρεία και να κατευθύνει τον λογισμό του στη γνώση και στη σοφία. Τρεις βασικές αρετές, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η σοφία, αντιστοιχούν στα τρία μέρη της ψυχής, και χαρακτηρίζουν τον ενάρετο βίο. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί και μια τέταρτη, η δικαιοσύνη, που αντιστοιχεί στην ισορροπία του συνόλου. Δίκαιος άνθρωπος είναι αυτός που έχει καταφέρει να εναρμονίσει τα τρία μέρη της ψυχής του, όπως δίκαιη πολιτεία είναι αυτή που έχει βρει την ισορροπία ανάμεσα στις βασικές ομάδες των πολιτών της.

Ο δίκαιος άνθρωπος έχει επιβληθεί στις επιθυμίες του, έχει κατευνάσει τα πάθη του και, με αυτό τον τρόπο, έχει ανοίξει τον δρόμο για την επικοινωνία του αθάνατου μέρους της ψυχής του με τις Ιδέες. Στη δύσκολη αυτή διαδρομή θα αναζητήσει, όπως είδαμε, τη βοήθεια ενός φωτισμένου δασκάλου, μιας σχολής φιλοσοφίας, μιας οργανωμένης πολιτείας. Θα αντλήσει όμως δύναμη και από έναν ανέλπιστο εσωτερικό σύμμαχο. Πρόκειται για τον έρωτα, την πιο ισχυρή και πιο πολύπλοκη από όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες. Η ερωτική έλξη ξεκινά ως άλογο πάθος, έχει όμως τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις Ιδέες. Για τον Πλάτωνα ο έρωτας έχει κάτι το φιλοσοφικό, γιατί όπως ο φιλόσοφος βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην άγνοια έτσι και ο έρωτας, που είναι εξ ορισμού ανικανοποίητος, είναι ένας δαίμων που παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην πλήρωση, στην ασχήμια και στην ωραιότητα, στη θνητότητα και στην αθανασία: «Η σοφία ανήκει στα ωραιότερα πράγματα, ο Έρωτας είναι έρωτας προς το ωραίο, άρα κατ᾽ ανάγκην ο Έρωτας είναι φιλόσοφος. Και ως φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια» (Συμπόσιον 204b). Στο Συμπόσιο, τον ωραιότερό του ίσως διάλογο, ο Πλάτων σκιαγραφεί μια κλίμακα ερωτικής ανάβασης που διαδοχικά καλύπτει την έλξη προς τα ωραία σώματα, την έλξη προς τις ωραίες ψυχές, την έλξη προς τις ωραίες δημιουργίες και μαθήσεις, για να καταλήξει στην αποκάλυψη ότι το πραγματικό κίνητρο του έρωτα είναι η ταύτισή του με το ιδεατό Ωραίο, με την Ιδέα του ωραιότητας.

Όποιος λοιπόν διαπαιδαγωγηθεί σωστά στην ερωτική τέχνη και μάθει να βλέπει σωστά τη μία μετά την άλλη τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν φτάσει στο τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θα αντικρίσει ξαφνικά ένα κάλλος αξιοθαύμαστο - εκείνο ακριβώς το κάλλος χάριν του οποίου καταβλήθηκαν όλες οι προηγούμενες προσπάθειες. […] Αυτό το Ωραίο είναι κάτι αυθύπαρκτο, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο· όλα τα άλλα ωραία πράγματα μετέχουν σ᾽ αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε ενώ εκείνα γεννιούνται και πεθαίνουν, αυτό ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται ούτε υφίσταται την παραμικρή αλλαγή.

Πλάτων, Συμπόσιο 210e-211b

Η προνομιακή σχέση του έρωτα προς το Ωραίο, που εκδηλώνεται με την έλξη του προς κάθε ωραία αισθητή μορφή, πράξη ή πραγμάτωση, ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες. Ο Πλάτων παραδέχεται ότι στον κόσμο που ζούμε «είναι δυσθεώρητες η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και όσα άλλα είναι πολύτιμα για τις ψυχές». Από τις πλατωνικές Ιδέες, «μόνο το κάλλος είχε τη μοίρα να είναι κάτι κατάφωτο και αξιαγάπητο» (Φαίδρος 250b-d), και σε αυτό μπορεί να μας οδηγήσει η θεϊκή μανία του έρωτα.

Πώς ο Πλάτων έφτασε στις Ιδέες;

Οι πλατωνικές Ιδέες έχουν κάτι που μας ξενίζει. Βρίσκονται έξω από τον υπαρκτό κόσμο, αποτελώντας ένα αυτόνομο αιώνιο βασίλειο, το οποίο δεν φαίνεται να επηρεάζεται από το χάος και την ανορθολογικότητα που επικρατούν στην πραγματικότητα των ανθρώπων. Και την ίδια στιγμή, καλούνται να προσφέρουν λύσεις σε όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Λειτουργούν ως απόλυτες ηθικές αξίες, βάσει των οποίων κρίνεται η ανθρώπινη συμπεριφορά. Θεμελιώνουν ένα κράτος δικαίου. Δίνουν το μέτρο της αλήθειας στις κρίσεις των ανθρώπων. Ενοποιούν τις ανθρώπινες επιστήμες και τις τέχνες.

Είναι φανερό ότι ο Πλάτων είναι ιδιαίτερα οξυδερκής μελετητής της ανθρώπινης κατάστασης και δείχνει πρωταρχικό ενδιαφέρον για την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων των ανθρώπων. Γι᾽ αυτό γοητεύεται τόσο πολύ από την προσωπικότητα του Σωκράτη. Ο Σωκράτης όμως είχε το χάρισμα να υποδεικνύει λύσεις με την ίδια του τη ζωή, είχε καταφέρει να μετατρέψει τη ζωή του σε φιλοσοφία. Μια τέτοια περίπτωση είναι μοναδική - δεν γενικεύεται ούτε μπορεί να διδαχθεί. Η επιμονή του Σωκράτη ότι ο ίδιος δεν κατείχε καμία σταθερή γνώση, έκανε δυσδιάκριτη τη διαφορά της αληθινής φιλοσοφίας από τη σοφιστική.

Με τη σύλληψη των Ιδεών ο Πλάτων προσπαθεί να απαντήσει στα ερωτήματα που είχαν απασχολήσει και τον Σωκράτη. Πώς διακρίνεται ο δίκαιος άνθρωπος από τον άδικο, η δίκαιη από την άδικη απόφαση της πόλης; Η απάντηση των σοφιστών ήταν ότι δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο διάκρισης, οπότε αυτό που μετράει είναι η γνώμη της πλειοψηφίας, το συμφέρον των ισχυρών ή, στην καλύτερη περίπτωση, η πειστικότητα των επιχειρημάτων των εμπλεκομένων. Ο Σωκράτης απέρριπτε αυτές τις απαντήσεις, επισήμαινε την ανάγκη να δοθεί ένας ορισμός της δικαιοσύνης, αλλά το μόνο που προσέφερε ήταν το παράδειγμα της δικής του δίκαιης συμπεριφοράς. Ο Πλάτων αντιθέτως εκτιμά ότι η μόνη δυνατή απάντηση στους σοφιστές είναι ο προσδιορισμός ενός απόλυτου κριτηρίου δικαιοσύνης. Το κριτήριο αυτό το προσφέρει η Ιδέα της δικαιοσύνης, η οποία, ακριβώς επειδή βρίσκεται έξω από τον κόσμο της μεταβολής, δεν εξαρτάται ούτε από τις εκάστοτε πλειοψηφίες ούτε από τους εκάστοτε ισχυρούς.

Οι πλατωνικές λοιπόν Ιδέες προέκυψαν από την ανάγκη να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση στον ηθικό σχετικισμό των σοφιστών. Γι᾽ αυτό και οι κατεξοχήν Ιδέες είναι ηθικές αξίες: η Δικαιοσύνη, η Ανδρεία, η Ευσέβεια, η Σωφροσύνη και, πάνω απ᾽ όλες, το Αγαθό, η Ιδέα δηλαδή που συνοψίζει το γένος των αρετών. Ο Πλάτων προτίμησε να διχοτομήσει την πραγματικότητα σε δύο ανεξάρτητα βασίλεια, παρά να αφήσει να πλανάται η σύγχυση φιλοσοφίας και σοφιστικής. Με την απόφασή του αυτή απομακρύνεται από τον δάσκαλό του, ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη, ουδέποτε πρότεινε έναν τέτοιο διχασμό.

Όταν ο Σωκράτης στράφηκε στα ηθικά ζητήματα αδιαφορώντας για την όλη φύση, και αναζήτησε εκεί το καθολικό αναδεικνύοντας πρώτος τη σημασία των ορισμών, ο Πλάτων τον ακολούθησε, θεώρησε όμως ότι αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να έχει αντικείμενο τα αισθητά αλλά κάποιες άλλες οντότητες. Ο λόγος ήταν ότι είναι αδύνατο να υπάρξει ενιαίος ορισμός ενός αισθητού, καθώς τα αισθητά συνεχώς μεταβάλλονται. Ο Πλάτων λοιπόν ονόμασε αυτές τις οντότητες «ιδέες» και υποστήριξε ότι τα αισθητά υπάρχουν ξεχωριστά από αυτές, παίρνουν όμως όλα το όνομά τους από τη σχέση τους με αυτές.

Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά Α6, 987b1-9

Οι «απόκοσμες» Ιδέες προτάθηκαν επομένως για να λύσουν προβλήματα αυτού εδώ του κόσμου: προβλήματα οριοθέτησης της φιλοσοφίας, αλλά και προβλήματα ευθέως πολιτικά. Το ερώτημα ποιος είναι ο δίκαιος άνθρωπος για τους Έλληνες της κλασικής εποχής εντάσσεται στο γενικότερο ερώτημα ποια είναι η δίκαιη πολιτεία - και αυτό είναι ένα διακύβευμα της πολιτικής. Η σύλληψη των Ιδεών επιτρέπει στον Πλάτωνα να πάρει άμεση θέση στα πολιτικά πράγματα, εκεί που ο Σωκράτης κρατούσε μια διακριτική απόσταση. Δίκαιη πολιτεία είναι μόνο αυτή που πραγματώνει την Ιδέα της δικαιοσύνης. Όσες βρίσκονται μακριά από αυτό το ιδεώδες είναι άδικες, ανεξάρτητα από το αν επιβάλλονται από τους ισχυρούς ή από το αν στηρίζονται στην αρχή της πλειοψηφίας και στην κοινωνική συναίνεση.

Η πολιτική είναι βέβαια πρακτική τέχνη. Για να εφαρμόσεις οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα, πρέπει να βρεις ανθρώπους που θα σε ακολουθήσουν στις βασικές σου επιλογές. Πώς να πείσεις όμως τους άλλους ότι η απόλυτη Ιδέα της δικαιοσύνης όντως υπάρχει; Η φυσική αντίδραση ακόμη και των καλοπροαίρετων συνομιλητών είναι ότι η αντίληψη του δικαίου μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές και τις συνθήκες, όπως μεταβάλλονται και όλες οι ανθρώπινες αξίες. Ο Πλάτων έχει επίγνωση ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξει την ύπαρξη των Ιδεών. Γι᾽ αυτό δεν διστάζει να προτείνει τις Ιδέες ως «υπό-θεση», δηλαδή ως βασική αρχική παραδοχή.

Εν πάση περιπτώσει, μ᾽ αυτό τον τρόπο ξεκίνησα: Κάθε φορά δέχομαι ως αρχική θέση (ως ὑπόθεσιν) εκείνον τον λόγο που κρίνω ισχυρότερο. Όσα τώρα πράγματα πιστεύω ότι είναι σύμφωνα με αυτόν, τα δέχομαι ως αληθή, είτε πρόκειται για αναζήτηση αιτίας είτε για οτιδήποτε άλλο. Όσα όμως δεν είναι σύμφωνα, τα απορρίπτω ως μη αληθή. […] Ξεκινώ λοιπόν και υποθέτω ότι το Ωραίο, αυτό καθεαυτό, υπάρχει, όπως υπάρχει και το Αγαθό και το Μεγάλο και όλα τα άλλα.

Πλάτων, Φαίδων 100a-b

Η «υπόθεση» των Ιδεών δεν μπορεί να αποδειχθεί, μπορεί όμως να γίνει πειστική και αποδεκτή αν φανούν τα πλεονεκτήματά της. Το φιλοσοφικό πρόγραμμα του Πλάτωνα είναι ακριβώς η εφαρμογή της θεωρίας των Ιδεών σε κάθε τομέα του επιστητού. Μόνο που το φιλοσοφικό αυτό πρόγραμμα δεν μπορεί να στηριχθεί στη σωκρατική διαλεκτική, στον απλό δηλαδή έλεγχο των λανθασμένων απόψεων των άλλων. Απαιτείται η θετική ανάπτυξη της θεωρίας. Ο πλατωνικός Σωκράτης αλλάζει στάση, και είναι πλέον αυτός που δίνει απαντήσεις σε όλα τα κρίσιμα ερωτήματα με τη βοήθεια ενός δεκτικού ακροατηρίου. Έτσι στην Πολιτεία ο Σωκράτης ξεκινά απορρίπτοντας τις τρέχουσες αντιλήψεις περί δικαίου, στη συνέχεια όμως αναπτύσσει τη δική του θεωρητική σύλληψη, η οποία, όπως είδαμε, θεμελιώνεται στον ορισμό της Ιδέας της δικαιοσύνης ως συναρμογής των τριών μερών της ψυχής. Και δεν σταματά εκεί. Ζωντανεύει μπροστά μας, με κάθε λεπτομέρεια, μια ολόκληρη πολιτεία, όπως θα είχε συσταθεί αν είχαν επικρατήσει οι δικές του αντιλήψεις περί δικαιοσύνης. Ο αναγνώστης καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην πλατωνική πολιτεία και στις υπάρχουσες πολιτείες - το αν υπάρχει η Ιδέα της δικαιοσύνης είναι κάτι που θα τον απασχολήσει μόνον εμμέσως.

Οι Ιδέες και τα μαθηματικά

Ο Πλάτων φτάνει στις Ιδέες στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι υπάρχουν απόλυτες ηθικές αξίες - στη φιλοσοφία, η θέση αυτή ονομάζεται «ηθικός ρεαλισμός». Γρήγορα ωστόσο συνειδητοποιεί ότι η θεωρία των Ιδεών ταιριάζει απόλυτα με τη μαθηματική σκέψη. Θα εκμεταλλευτεί λοιπόν όσο κανένας άλλος τη σχέση μαθηματικών και φιλοσοφίας.

Τα μαθηματικά ασκούν ιδιαίτερη γοητεία σε κάθε φιλόσοφο που τάσσεται υπέρ της προτεραιότητας της νόησης - και, αντιστρόφως, προβληματίζουν τους εμπειριστές. Ο οπαδός του ορθολογισμού θαυμάζει την αυστηρότητα και τη συνέπεια της μαθηματικής σκέψης, κυρίως όμως εντυπωσιάζεται όταν διαπιστώνει ότι οι μαθηματικές κατασκευές βρίσκουν εφαρμογή στον πραγματικό κόσμο. Στην εποχή του Πλάτωνα είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα η γεωμετρία (είχαν γραφεί ήδη οι πρώτες αξιωματικές θεμελιώσεις, που ενσωματώθηκαν αργότερα στα Στοιχεία του Ευκλείδη) και είχαν κάνει τα πρώτα τους βήματα η μαθηματική αστρονομία και η θεωρία της μουσικής.

Οι μαθηματικές επιστήμες έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της πλατωνικής πολιτείας. Όσοι από τους φύλακες επιλεγούν για ανώτερες σπουδές θα αφιερώσουν δέκα χρόνια της ζωής τους στη συστηματική εκμάθηση πέντε κλάδων των μαθηματικών: της αριθμητικής, της γεωμετρίας, της στερεομετρίας, της αστρονομίας και της θεωρίας της μουσικής. Η εξοικείωση με τη μέθοδο των μαθηματικών θα αποτελέσει απαραίτητο εφόδιο για τη βαθμιαία εισαγωγή τους στη φιλοσοφία. Υποθέτουμε ότι κάτι ανάλογο γινόταν πράξη στην πλατωνική Ακαδημία, αν αληθεύει η πληροφορία ότι η επιγραφή στην είσοδό της ήταν το γνωστό μηδεὶς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω.

Στην ουσία ο Πλάτων ζητά από τους μελλοντικούς φιλοσόφους να διδαχθούν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ο τρόπος με τον οποίο οι μαθηματικοί περνούν από τα αξιώματα στα θεωρήματα: πώς από το γενικό εξάγεται το ειδικότερο. Για παράδειγμα, πώς από τον ορισμό του τριγώνου αποδεικνύεται ότι το άθροισμα των γωνιών του είναι δύο ορθές. Αυτή η ασφαλής μετάβαση από τη μία αληθή πρόταση στην άλλη είναι απαραίτητη και στη φιλοσοφία. Το δεύτερο είναι ο ιδεατός χαρακτήρας των μαθηματικών οντοτήτων. Όσοι ξέρουν γεωμετρία, γνωρίζουν επακριβώς τι είναι τρίγωνο και τι είναι κύκλος, αφού γνωρίζουν τους ορισμούς τους· δεν περιμένουν να το μάθουν κοιτώντας γύρω τους τα τριγωνικά ή τα κυκλικά αντικείμενα ούτε απογοητεύονται επειδή δεν βλέπουν στον αισθητό τους περίγυρο κανένα τέλειο τρίγωνο και κύκλο. Το μαθηματικό τρίγωνο είναι Ιδέα, διακηρύσσει ο Πλάτων. Ως Ιδέα είναι νοητή και σταθερή, ανεξάρτητη από τα ατελή αισθητά τρίγωνα, μία και μοναδική απέναντι στην πολλαπλότητα των αισθητών τριγώνων.

Οι μαθηματικές Ιδέες είναι το καλύτερο παράδειγμα πλατωνικών Ιδεών. Ακόμη και ο αμύητος στα μαθηματικά αντιλαμβάνεται ότι ο ορισμός του τριγώνου δεν εξαρτάται από τα τριγωνικά αντικείμενα του περιβάλλοντός μας. Άρα το απόλυτο Τρίγωνο κατά κάποιον τρόπο υπάρχει. Ενώ είναι πολύ δύσκολο να πειστεί κάποιος ότι μια πράξη του είναι δίκαιη μόνο αν έχει κάποια σχέση με την απόλυτη Ιδέα της δικαιοσύνης, η οποία είναι αμφιλεγόμενη, είναι έτοιμος να δεχτεί ότι ένα ορατό αντικείμενο είναι τριγωνικό αν έχει τρεις γωνίες και τρεις πλευρές, αν έχει δηλαδή κάποια σχέση με το απόλυτο Τρίγωνο.

Η μετοχή και η μίμηση

Ο Πλάτων λέει ότι τα αισθητά αντικείμενα «μετέχουν» στις αντίστοιχες Ιδέες και ότι «μιμούνται» τις αντίστοιχες Ιδέες. Η «μετοχή» και η «μίμηση» είναι οι δύο τρόποι επικοινωνίας αισθητών και νοητών. Η μετοχή είναι μια λογική σχέση, η σχέση γενικού και επιμέρους. Η μίμηση είναι μια σχέση ιεραρχική, η σχέση πρωτοτύπου και αντιγράφου, υποδείγματος και εικόνας. Πρέπει να κατανοήσουμε και τις δύο αυτές σχέσεις, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το νόημα του πλατωνισμού. Θα μας βοηθήσουν και πάλι τα μαθηματικά. Λέμε ότι το τριγωνικό τραπέζι που βλέπουμε μπροστά μας μετέχει στην Ιδέα του τριγώνου, γιατί έχει κάποια χαρακτηριστικά (τις τρεις γωνίες και τις τρεις πλευρές) που εμπεριέχονται στον ορισμό του τριγώνου, που ορίζουν το ιδεατό Τρίγωνο. Το τριγωνικό τραπέζι ανήκει σε μια τάξη επιμέρους αντικειμένων, η οποία καθορίζεται από τη γενική έννοια του τριγώνου. Από την άλλη πλευρά, πιο αυθόρμητα, λέμε ότι αυτό το τραπέζι είναι τριγωνικό γιατί το σχήμα του μας θυμίζει τρίγωνο, γιατί μοιάζει με τρίγωνο. Έχουμε δηλαδή στο μυαλό μας ένα υπόδειγμα τριγώνου και το συγκρίνουμε με τα σχήματα των αντικειμένων που βλέπουμε.

Τη μετοχή μπορεί να τη δεχτεί ακόμη και κάποιος που απορρίπτει την ύπαρξη των Ιδεών. Η σχέση γενικού και επιμέρους είναι συστατική της σκέψης και της γλώσσας μας. Θα μπορούσαμε λοιπόν να βάλουμε στη θέση των Ιδεών γενικές έννοιες, νοητικές γενικεύσεις σε σχέση με τα επιμέρους αντικείμενα, χωρίς να προβούμε σε καμία ιεράρχηση ή αξιολογική κρίση. Όταν όμως ο Πλάτων ισχυρίζεται ότι τα αισθητά μιμούνται τις Ιδέες, το βάρος πέφτει στην ατέλεια των αισθητών σε σχέση με τις Ιδέες, στην κατωτερότητά τους, στην προβληματική τους ύπαρξη.

Πρέπει λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, να κάνουμε πρώτα την εξής διάκριση. Τι είναι αυτό που πάντοτε είναι και δεν υπόκειται στο γίγνεσθαι; Και τι είναι αυτό που συνεχώς μεταβάλλεται και ουδέποτε είναι; Το αντικείμενο της έλλογης νόησης είναι αυτό που παραμένει πάντοτε αμετάβλητο· ενώ το αντικείμενο της γνώμης και της άλογης αίσθησης είναι αυτό που γεννιέται και χάνεται, αυτό που δεν έχει αυθεντική ύπαρξη.

Πλάτων, Τίμαιος 28d-29a

Ο Πλάτων, σε κάποιες ακραίες εκφράσεις όπως αυτή που παραθέσαμε, φτάνει μέχρι την αμφισβήτηση της ύπαρξης των αισθητών προκειμένου να τονίσει την ανωτερότητα των Ιδεών. Ως έναν βαθμό, αυτό οφείλεται στην έλλειψη εμπιστοσύνης που έχει στις αισθήσεις, στο γεγονός ότι συνδέει την αλήθεια μόνο με τη νόηση. Τι σημαίνει όμως ότι η Ιδέα της δικαιοσύνης ή του τριγώνου είναι ανώτερη από τις αισθητές πραγματώσεις τους; Μπορεί να συγκριθεί μια Ιδέα, η οποία είναι κατά βάση μια νοητική σύλληψη, με ένα αντικείμενο ή μια πράξη; Και όμως ο Πλάτων επιμένει σε αυτή τη σύγκριση (Πρωταγόρας 330b, Φαίδων 74d, Πολιτεία 508e). Στον βαθύτερο πυρήνα του πλατωνισμού ριζώνει η πεποίθηση ότι η κατάκτηση των Ιδεών δεν είναι μόνο γνωστική πρόοδος αλλά και ηθική βελτίωση, είναι ο δρόμος προς την ευδαιμονία. Δεν διστάζει λοιπόν να χαρακτηρίσει την Ιδέα της δικαιοσύνης υπόδειγμα όλων των δίκαιων πράξεων, γιατί εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να υποδείξει έναν δρόμο προς την επίγεια πραγμάτωση της δικαιοσύνης. Θέλει να διατηρήσει το δικαίωμα να χαρακτηρίζει, λ.χ., την τυραννία πιο άδικη από την ολιγαρχία και τον Θρασύμαχο πιο άδικο από τον Κέφαλο, καθώς απέχουν περισσότερο από το ιδεώδες της δικαιοσύνης.

Ο Πλάτων υιοθετεί πλήρως το σωκρατικό πρόταγμα ότι η αρετή είναι γνώση· δέχεται όμως και την αντιστροφή του: η γνώση είναι αρετή. Γι᾽ αυτό υπάρχει ιεράρχηση ανάμεσα στις Ιδέες, οι οποίες δεν είναι απλές γενικεύσεις αλλά αυθύπαρκτες οντότητες, γι᾽ αυτό στην κορυφή της πυραμίδας των Ιδεών τοποθετείται η κατεξοχήν ηθική Ιδέα, η Ιδέα του Αγαθού. Εδώ έγκειται ουσιαστικά και η κριτική του προς τους μαθηματικούς. Η μαθηματική γνώση είναι έγκυρη, αλλά είναι αξιολογικά ουδέτερη. Στηρίζεται σε αυθαίρετες υποθέσεις, στα αξιώματα, ενώ θα έπρεπε να ξεκινά από πραγματικές πρώτες αρχές. Η φιλοσοφία που ο ίδιος ευαγγελίζεται, η πλατωνική διαλεκτική, είναι η ανάβαση της νόησης προς το Αγαθό, την «ανυπόθετη πρώτη αρχή του παντός» (Πολιτεία 511b-c), και η οργάνωση όλου του πεδίου των Ιδεών με βάση το Αγαθό - στους ύστερους διάλογους του ο Πλάτων θα επεξεργαστεί τη μέθοδο της «διαίρεσης» και της «συναγωγής», δηλαδή τη συστηματική χαρτογράφηση των Ιδεών και τη μελέτη των μεταξύ τους σχέσεων.

Το Αγαθό είναι η ανώτερη Ιδέα, αλλά και η προϋπόθεση της ύπαρξης και της γνώσης των άλλων Ιδεών. Ως προς την ιεραρχία και τη δικαιοδοσία το Αγαθό τοποθετείται, όπως λέει ο Πλάτων, πάνω από τις Ιδέες, βρίσκεται ἐπέκεινα τῆς οὐσίας.

Αυτό λοιπόν που παρέχει την αλήθεια σε ό,τι κατακτάται γνωστικά και δίνει σε όποιον προσοικειώνεται γνώση τη δύναμη να γνωρίζει είναι η Ιδέα του αγαθού. Είναι το αίτιο της γνώσης και της αλήθειας. Να το συλλογίζεσαι ως κάτι που κατακτάται γνωστικά, κι ενώ και τα δύο αυτά, η γνώση και η αλήθεια, είναι όμορφα πράγματα, εσύ, την Ιδέα του αγαθού να την θεωρήσεις σωστά ως κάτι διαφορετικό και ακόμη πιο όμορφο και από αυτά τα δύο. […] Έτσι λοιπόν για τα αντικείμενα της γνώσης μπορείς να πεις πως από το Αγαθό δεν προέρχεται μόνο το ότι γίνονται γνωστά αλλά και ότι και το είναι τους και την ουσία τους την έχουν από αυτό, χωρίς το ίδιο το Αγαθό να αποτελεί ουσία αλλά κάτι ακόμη πιο πέρα από την ουσία, ανώτερο από αυτήν ως προς το αξίωμα και τη δύναμη.

Πλάτων, Πολιτεία 508e-509b

Στην κρυπτική έκφραση ἐπέκεινα τῆς οὐσίας στηρίχθηκε η πεποίθηση ότι ο Πλάτων ανέπτυξε μια « άγραφη» φιλοσοφία, μαθηματικής έμπνευσης, μόνο για τους μυημένους της Ακαδημίας, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η οντολογική πρόταξη του Αγαθού (που ταυτίζεται με το Ένα), και η παραγωγή των Ιδεών και των μαθηματικών οντοτήτων από αυτό. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η τοποθέτηση του Αγαθού ἐπέκεινα τῆς οὐσίαςδεν παύει να σημαίνει και κάτι πιο απλό: ότι, για τον Πλάτωνα, όλη η γνώση έχει ηθική θεμελίωση, ότι η ηθική προηγείται της γνωσιολογίας.

Ο κόσμος και ο άνθρωπος

Η θεωρία των Ιδεών είναι αναμφίβολα η κορυφαία σύλληψη του Πλάτωνα και το ενοποιητικό στοιχείο της φιλοσοφίας του. Οι πλατωνικές Ιδέες σηματοδοτούν το ανώτερο επίπεδο του Όντος, προσφέρουν το κριτήριο της αλήθειας, λειτουργούν ως απόλυτες ηθικές αξίες - ενοποιούν δηλαδή τα φιλοσοφικά πεδία της οντολογίας, της γνωσιολογίας και της ηθικής.

Η κατάκτηση των Ιδεών οδηγεί τον άνθρωπο στην ευδαιμονία. Μόνο που η κατάκτηση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ελάχιστοι έχουν τη φυσική προδιάθεση και την υπεράνθρωπη επιμονή να ακολουθήσουν τις δύσβατες διαδρομές, που συμβολικά υποδεικνύει ο Πλάτων (τον δρόμο του θανάτου, τις βαθμίδες του πλατωνικού έρωτα, τα τριάντα χρόνια της αυστηρής πειθαρχίας και εκπαίδευσης), και να φτάσουν στις απρόσιτες Ιδέες. Ο μέσος άνθρωπος αισθάνεται εντελώς αποκομμένος από το σύμπαν των Ιδεών. Ο Πλάτων του δείχνει ότι ζει μέσα στην αδικία και την ανορθολογικότητα, του ανατρέπει τις γνωστικές του βεβαιότητες, τον καλεί να καταπιέσει τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες του, με μόνο αντίβαρο την υπόσχεση μιας πολύ μακρινής και πολύ αμφίβολης επιβράβευσης.

Στα περισσότερα έργα του ο Πλάτων δείχνει συμβιβασμένος με την άποψη ότι η αληθινή φιλοσοφία απευθύνεται τελικά σε μια μικρή μειοψηφία. Οι φιλόσοφοι, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, ανήκουν σε μια κοινωνική ελίτ. Μόνο προς το τέλος της ζωής του μπορεί να διακρίνει κανείς κάποια αλλαγή στάσης. Στον Τίμαιο στρέφει το ενδιαφέρον του προς τον φυσικό κόσμο, τον οποίο τόσο αυτός όσο και ο δάσκαλός του είχαν περιφρονήσει. Στον Φίληβο υποστηρίζει ότι η σωστή ζωή συνίσταται σε ένα αρμονικό μείγμα φρόνησης και ηδονής. Και στους Νόμους, το τελευταίο του έργο, η ηθική και πολιτική τάξη δεν ανατίθεται στον φωτισμένο φιλόσοφο-βασιλέα αλλά στον συνετό και προνοητικό νομοθέτη. Η πλατωνική φιλοσοφία γίνεται λιγότερο απόκοσμη, το δυνητικό της ακροατήριο διευρύνεται. Κάποιοι λένε ότι ο Πλάτων απογοητεύτηκε από την αποτυχημένη ανάμειξή του στην πολιτική, και προτίμησε να συμβιβαστεί. Ίσως να επηρεάστηκε από τις κριτικές στη θεωρία των Ιδεών, που διατυπώθηκαν ακόμη και μέσα στην ίδια την Ακαδημία (ο πλατωνικός διάλογος Παρμενίδης μας δίνει μια εικόνα τέτοιων ενστάσεων). Ίσως πάλι, απλώς η σκέψη του να μετεξελίχθηκε.

Στον Τίμαιο ο Πλάτων υιοθετεί τον μυθικό τρόπο αφήγησης για να εξιστορήσει τη δημιουργία του κόσμου από έναν γεωμέτρη θεό. Ο ουρανός παρουσιάζεται ως ένα πεδίο τελειότητας, αφού η μοναδική μεταβολή που τον χαρακτηρίζει είναι η αιώνια και τακτική περιστροφική κίνηση, το αλάνθαστο ρολόι του χρόνου. Ο Πλάτων επιστρατεύει την τελευταία λέξη της μαθηματικής αστρονομίας, προκειμένου να αποδείξει ότι κάθε κίνηση στον ουρανό, ακόμη και η περίπλοκη κίνηση των πλανητών, είναι στην πραγματικότητα κυκλική και ομαλή. Στον άτακτο και ανορθολογικό κόσμο μας υπάρχει επομένως ένας χώρος όπου βασιλεύει η τάξη. Στον άνθρωπο τώρα, που παρουσιάζεται ως ένα ατελές δημιούργημα, ως μια μικρογραφία του κόσμου, ο αντίστοιχος χώρος είναι το αθάνατο μέρος της ψυχής, εκεί όπου εδρεύει η νόηση. Δυνητικά, τουλάχιστον, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να αναπτύξουν αυτό το μέρος της ψυχής τους, να κινητοποιήσουν σωστά τις νοητικές τους δυνάμεις. Ενώ όμως παλαιότερα ο Πλάτων θα υποστήριζε ότι αυτό γίνεται μόνο με τη γνώση των Ιδεών, τώρα υποδεικνύει μια πιο προσιτή διέξοδο, μια διέξοδο μάλιστα που αξιοποιεί και τις απατηλές ανθρώπινες αισθήσεις.

Η παρατήρηση της μέρας και της νύχτας, των μηνών, της εναλλαγής των ετών, των ισημεριών και των τροπικών, μας οδήγησε στην επινόηση του αριθμού, μας έδωσε την έννοια του χρόνου και μας ώθησε στη διερεύνηση της φύσης του σύμπαντος. Από αυτή την πηγή αντλήσαμε τη φιλοσοφία, το μεγαλύτερο αγαθό που δώρισαν ή θα δωρίσουν ποτέ οι θεοί στους θνητούς. […] Ας πούμε απλώς και μόνον ότι η όραση είναι η αιτία του μέγιστου αγαθού: ο Θεός την ανακάλυψε και μας τη δώρισε για να μπορούμε να παρατηρούμε στον ουρανό τις αδιατάρακτες κυκλικές κινήσεις του νου και να τις προσαρμόζουμε στις συγγενικές αλλά ταραγμένες περιφορές της δικής μας διάνοιας.

Πλάτων, Τίμαιος 47a-c

Αν οι άνθρωποι στρέψουν τα μάτια τους στον ουρανό και τον παρατηρήσουν υπομονετικά και προσεκτικά, θα ανακαλύψουν την κανονικότητα και την περιοδικότητα των κινήσεών του, θα συλλάβουν την έννοια του χρόνου. Ο χρόνος όμως είναι η ρυθμική κίνηση του σύμπαντος, είναι συνυφασμένος με τον αριθμό. Και οι αριθμοί, για τον Πλάτωνα, είναι η βασιλική οδός προς τη φιλοσοφία.

Η φιλοσοφική γνώση, και η ευδαιμονία που τη συνοδεύει, γίνεται τώρα πιο προσιτή, και μάλιστα προσιτή σε όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο σε μια μικρή ομάδα προικισμένων φιλοσόφων. Συντελείται μέσα στο αισθητό σύμπαν και όχι σε έναν υπερουράνιο τόπο. Δεν επιζητεί τον εκμηδενισμό του σώματος και των αισθήσεων, αλλά απλώς την άσκηση του νου, συνδυάζεται μάλιστα και με την ηδονή, όπως θα μας πει ο Πλάτων στον Φίληβο.

Ο Πλάτων αποφασίζει στην τελευταία φάση της ζωής του να στραφεί στην κοσμολογία και τη φυσική, αναιρώντας στην πράξη την περιφρόνησή του προς τα φαινόμενα, γιατί αντιλαμβάνεται ότι με το να «παραχωρήσει» αυτό τον τομέα της γνώσης στους αντιπάλους του, αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον ολέθριο σχετικισμό στο πεδίο της ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Αν δεχτούμε ότι όλο το φυσικό σύμπαν είναι άλογο και χαοτικό (και για τον Πλάτωνα άλογο και χαοτικό είναι οτιδήποτε στερείται σχεδίου και σκοπού), τότε με ποιον τρόπο, σε ποια θεμέλια και με ποια πειθώ θα υπερασπιστούμε την ορθολογικότητα της ανθρώπινης πράξης; Αντί να διασώσουμε μια ειδική ομάδα ανθρώπων με εξαιρετικές προδιαγραφές από το γενικό χάος, ευελπιστώντας ότι η απόδοση της εξουσίας σε αυτούς θα επιφέρει εντέλει τάξη και στην πόλη, είναι προτιμότερο να αντιστρέψουμε την εικόνα της φύσης. Κλειδί σε αυτή την αντιστροφή της εικόνας είναι η μαθηματική αστρονομία που αποκαθιστά την τάξη του ουρανού. Σε ένα έλλογο και τακτικό σύμπαν η κατά γενική ομολογία ανορθολογική συμπεριφορά των ανθρώπων φαίνεται πλέον και παράταιρη και ιάσιμη

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου