Μια προσεκτική ενδοσκόπηση θα μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε ότι υπάρχουν μέσα μας πολλές προσωπικότητες που ανταγωνίζονται ποιά θα χρησιμοποιήσει το σώμα σας.
Για παράδειγμα, η σύγκρουση ανάμεσα στο “καλό” και το “κακό” γεννάει δύο προσωπικότητες: του αγίου και του αμαρτωλού.
Αυτές δεν παύουν ποτέ να διαπληκτίζονται – η μια πλευρά ελπίζει διαρκώς να είναι αρκετά καλή ώστε να ικανοποιήσει το Θεό, ενώ η άλλη αφήνεται στα “κακά” της ένστικτα, που δεν μπορούν πάντα να αναχαιτισθούν.
Ύστερα, υπάρχουν οι ρόλοι με τους οποίους ταυτιζόμαστε – του παιδιού, του γονέα, του αδελφού, του αρσενικού ή θηλυκού, για να μην αναφέρουμε το επάγγελμά μας: γιατρός, δικηγόρος, ιερέας, κοινωνικός λειτουργός και ούτω καθεξής.
Το κάθε ένα απ’ αυτά διεκδικεί τα δικαιώματά του μέσα μας και προσπαθεί να υπερσκελίσει τις φωνές των υπόλοιπων για να περάσει τη δική του στενόμυαλη άποψη.
Δεν θίξαμε καν την εθνικότητα ή το θρήσκευμά μας- από μόνα τους, αυτά, μπορούν να δημιουργήσουν ατέρμονη σύγχυση. Αυτές οι προσωπικότητες βρίσκονται συνήθως σε διαμάχη.
Ευτυχία ονομάζουμε την κατάσταση εκείνη στην οποία μεγάλο μέρος αυτής της διαμάχης καταλαγιάζει.
Όταν γεννηθήκατε, δεν είχε κηρυχθεί μέσα σας αυτός ο πόλεμος, γιατί οι επιθυμίες των μωρών δεν ανταγωνίζονται η μια την άλλη.
Για παράδειγμα, οι φωνές που διακηρύττουν το καλό ή το κακό έρχονται αργότερα, όταν το παιδί μεγαλώσει αρκετά, ώστε να διδαχτεί αυτές τις έννοιες από τους γονείς του.
Το αθώο ένστικτο ενός νεογέννητου για το τι είναι καλό και τι κακό χάνεται γρήγορα. Αρχίζουν να ξυπνούν μέσα του οι φωνές, πρώτα εκείνη της μητέρας, που λέει “ναι” και “όχι”, “καλό μωράκι”, “κακό μωρό”.
Όταν τα “ναι”, τα “όχι”, το “καλό” και το “κακό” συμπίπτουν με εκείνο που θέλει το μωρό, τότε δεν πειράζει.
Αναπόφευκτα, όμως, φθάνει η στιγμή της ρήξης ανάμεσα στις ανάγκες του μωρού και τις προσδοκίες των γονιών. Ο εσωτερικός και ο εξωτερικός κόσμος αρχίζουν να συγκρούονται. Πολύ σύντομα, φυτεύονται οι σπόροι της ενοχής και της ντροπής.
Η ατρόμητη ιδιοσυγκρασία του νεογέννητου αμαυρώνεται απ’ το φόβο. Το παιδί έχει μάθει κιόλας να αμφισβητεί τα ένστικτά του.
Η εσωτερική παρόρμηση που δήλωνε “Αυτό θέλω” μετατρέπεται στην ερώτηση: “Επιτρέπεται να το θέλω αυτό;”
Σπαταλάμε ολόκληρη τη ζωή μας για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην κατάσταση της αυτοαποδοχής με την οποία γεννηθήκαμε. Με το πέρασμα των χρόνων αυξάνονται τα ερωτηματικά κι εμείς καταχωνιάζουμε όσο περισσότερη αμφιβολία, ντροπή, ενοχή και φόβο μπορούμε στις μυστικές σπηλιές και τα σκοτεινά κελάρια της ψυχής μας.
Αυτά τα συναισθήματα παραμένουν ζωντανά, όσο βαθιά κι αν τα έχουμε κρύψει. Όλες οι εσωτερικές συγκρούσεις, που τόσο δυσκολευόμαστε να συμφιλιώσουμε, οδηγούν στα χνάρια ενός σκιώδους εαυτού.
Είμαστε όλοι δεσμοφύλακες του σκιώδους εαυτού μας. Ο ασυνείδητος νους είναι η φυλακή όπου βρίσκονται κλεισμένες οι ανεπιθύμητες ενέργειες, όχι επειδή πρέπει, αλλά γιατί έχουν αποτυπωθεί μέσα μας οι χρόνιες καταφάσεις και οι αρνήσεις, το καλό και το κακό.
Ας φροντίσουμε μόνο να αντιληφθούμε ότι παίζουμε και τους δύο ρόλους – και αυτόν του δεσμοφύλακα και αυτόν του κρατούμενου. Αν είμαστε και οι δύο όψεις του νομίσματος, τότε καμιά τους δεν είμαστε εμείς, εφόσον αναιρούμε η μια την άλλη. Συνειδητοποιώντας το αυτό και θα ελευθερωθούμε.
Τον σκιώδη εαυτό θα τον βρούμε τεντώνοντας τα αυτιά μας. Όπως όλοι οι φυλακισμένοι, έτσι κι αυτός προσπαθεί να μεταδώσει μηνύματα, χτυπιόνταν με τα δάχτυλα τον τοίχο του κελιού του.
Ο σκιώδης εαυτός δεν είναι παρά άλλος ένας ρόλος ή προσωπικότητα που μας ακολουθεί, δεν τον επιδεικνύουμε, όμως, δημόσια. Συνήθως, είναι πολύ συνεσταλμένος ή φοβισμένος για να βγει στην επιφάνεια. Ωστόσο, η ύπαρξή του είναι αδιαμφισβήτητη, γιατί ο καθένας από μας έχει επινοήσει τον δικό του ίσκιο, μια περσόνα που έχει αναλάβει να μεταφέρει όση αρνητική ενέργεια δεν καταφέραμε να εκτονώσουμε.
Για ένα νεογέννητο μωρό, δεν υφίσταται το πρόβλημα της συσσώρευσης “κακών” ή βλαβερών συναισθημάτων. Μόλις ρίξεις κάτι αρνητικό στο περιβάλλον ενός μωρού, αυτό αμέσως θα κλάψει ή θα αποστρέψει το κεφάλι του.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά υγιή αντίδραση, γιατί με το να εκφράζεται τόσο ελεύθερα, ένα μωρό μπορεί να απαλλαγεί από ενέργειες που διαφορετικά θα στοιβάζονταν μέσα του. Μεγαλώνοντας, βέβαια, μάθαμε ότι η αυθόρμητη έκφραση δεν είναι πάντοτε πρέπουσα.
Για χάρη της ευγένειας ή του τακτ, της κοινωνικής μας θέσης ή της μίμησης των γονεϊκών προτύπων, μάθαμε να συγκρατούμε μέσα μας την αρνητική ενέργεια.
Γίναμε μπαταρίες που φόρτιζαν με όλο και περισσότερους εαυτούς, ώσπου τώρα, ως ενήλικες, είμαστε γεμάτοι από χρόνιο θυμό, απογοήτευση, πικρία και φόβο. Το χειρότερο, μάλιστα, είναι ότι έχουμε ξεχάσει το ένστικτο αποφόρτισης των μπαταριών μας.
Θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε κάποτε πόσο πολύ μοιάζουμε με βόμβες, έτσι όπως ζούμε, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να εκραγούμε.
Ο τερματισμός του εσωτερικού μας πολέμου σημαίνει να σταματήσουν οι εχθροπραξίες ανάμεσα σε όλες μας τις προσωπικότητες.
Μπορούμε να ανακουφίσουμε τον σκιώδη εαυτό μας από το βάρος της συσσωρευμένης ενέργειας του παρελθόντος και να δημιουργήσουμε έτσι τις συνθήκες για ειρήνευση, εφόσον είναι ο φόβος του πόνου που κάνει τις εσωτερικές φωνές σας να αντιμετωπίζουν με καχυποψία η μια την άλλη.
Για να αρχίσουμε, όμως, να διαλύουμε αυτές τις εσωτερικές εντάσεις, θα πρέπει να γνωρίζουμε από τι είναι φτιαγμένες οι διάφορες προσωπικότητές σας. Οι εσωτερικές προσωπικότητες είναι πάντοτε φτιαγμένες απ’ το ίδιο υλικό – κάποια παλιά ενέργεια, συνδεδεμένη με μια ανάμνηση.
Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι μας τιμωρούν, σε παιδική ηλικία, για κάτι που δεν κάναμε. Η αρνητική ενέργεια του παραπόνου ή της αδικίας προσκολλάται στη συγκεκριμένη ανάμνηση κι εμείς αρχίζουμε να χτίζουμε την προσωπικότητα – του πικραμένου παιδιού – η οποία θα βιώνει την περιορισμένη του άποψη των πραγμάτων, μέχρις ότου αποδεσμευτεί αυτή η ενέργεια.
Το πικραμένο παιδί είναι απλώς μια ανάμνηση που περιμένει να απαλλαγεί από την κακή του ενέργεια κι ώσπου να συμβεί αυτό, θα μείνει φυλακισμένο μέσα μας.
Επειδή έχουμε αναμνήσεις που φέρνουν και επώδυνους αλλά και χαρούμενους συνειρμούς, οι εσωτερικές προσωπικότητες έχουν άλλοτε δυσάρεστες κι άλλοτε ευχάριστες μορφές.
Είναι ευχάριστο να θυμόμαστε τη στιγμή που ανταμειφθήκαμε για την καλή απόδοσή μας – είναι δυσάρεστη μια αντίθετη ανάμνηση επίπληξης. Ωστόσο, αυτές οι αντικρουόμενες μνήμες δεν αναιρούν η μια την άλλη: διατηρούν την ακεραιότητά τους κι έρχονται σε ρήξη με την αντίθετή τους.
Είναι στη φύση της ανθρώπινης κρίσης να λέει, “Έχω δίκιο”, ακόμα κι αν η επόμενη εμπειρία είναι εντελώς αντιφατική. Η δυσμενής κριτική ή η άδικη τιμωρία θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν μέσα σας, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την ιστορία τους, ενώ, παραδίπλα, η θετική ενέργεια της ανταμοιβής και της ορθής μεταχείρισης θα εκφράζει κι αυτή τη δική της άποψη.
Όλοι έχουμε έναν σκιώδη εαυτό, που αποτελεί μέρος της συνολικής μας πραγματικότητας.
Ο Ίσκιος αυτός δεν έχει πρόθεση να μας πληγώσει, αλλά να υποδείξει τις ατέλειες μας.
Η αποδοχή του ίσκιου μπορεί να μας θεραπεύσει.
Όταν αρχίσουμε να ζούμε συμφιλιωμένοι με όλα τα αντίθετα γνωρίσματα μας, θα βιώνουμε τον πλήρη εαυτό μας.
Μπορούμε εύκολα να έρθουμε σε επαφή με αυτές τις συσσωρευμένες μορφές ενέργειας.
Καθόμαστε για λίγο μόνοι σ’ ένα ήσυχο δωμάτιο. Εισπνέουμε κι εκπνέουμε ήρεμα. Τώρα, χωρίς να αλλάξουμε το ρυθμό της αναπνοής μας, παρατηρούμε την αβίαστη ροή της.
Ας μην κάνουμε τίποτε άλλο, μέχρι να εδραιώσουμε αυτή την ομαλή, χαλαρή αναπνοή. Όταν το επιτύχουμε, προσπαθούμε να ανακαλέσουμε ένα έντονα δυσάρεστο συμβάν από το παρελθόν μας, το οποίο να περικλείει ισχυρά αρνητικά συναισθήματα, όπως ντροπή, ταπείνωση ή ενοχή.
Θα μπορούσε να είναι, για παράδειγμα, μια φορά που μας έπιασαν να αντιγράφουμε σ’ ένα διαγώνισμα ή να κλέβουμε κάτι. Δεν έχει σημασία αν αυτό το παράπτωμα ήταν ασήμαντο ή σοβαρό -εκείνο που ψάχνουμε εμείς είναι κάποιο πολυκαιρισμένο συναίσθημα.
Ας φέρουμε μια ζωηρή εικόνα εκείνου του συμβάντος στο μυαλό μας κι ας αφήσουμε τον εαυτό μας να νιώσει ξανά τα συναισθήματα που το συνόδευαν.
Ύστερα, παρατηρούμε την αναπνοή μας: δεν θα είναι πια αβίαστη. Ανάλογα με το είδος του συναισθήματος που έχει επανέλθει στο νου, η αναπνοή μας θα έχει γίνει κοφτή ή ακανόνιστη – μπορεί να αισθανθούμε ακόμα κι ότι μας κόβεται η ανάσα.
Αυτές οι αλλαγές αποδεικνύουν ότι η αναπνοή είναι ένας πιστός καθρέφτης της διαδικασίας της σκέψης και ιδιαίτερα κάθε συναισθήματος που ανακαλείται στη μνήμη.
Αυτό που βιώνουμε είναι τα τρία στοιχεία για τα οποία μιλήσαμε προηγουμένως: η μνήμη, η ενέργεια και η προσκόλληση. Όταν αυτά τα τρία συναντηθούν, έχουμε τη γέννηση μιας υποπροσωπικότητας.
Όλες οι υποπροσωπικότητες επιζητούν το ίδιο πράγμα: να βρουν την έκφρασή τους μέσα από μας.
Το μωρό που κλαίει, το μοναχικό παιδί, ο απελπισμένος έφηβος, ο ερωτευμένος νέος, ο φιλόδοξος επαγγελματίας – όλοι θέλουν να ζήσουν μέσα από μας. Κι έτσι κάνουν, κατά κάποιο τρόπο. Καμιά απ’ αυτές τις Προσωπικότητες δεν ικανοποιείται ποτέ απόλυτα – συνεπώς, σπρώχνουν η μια την άλλη για μια θέση στον ήλιο – ή στις σκιές.
Η σύγκρουση που ακολουθεί είναι που κάνει την ανθρώπινη ζωή τόσο διφορούμενη, τόσο γεμάτη από φως και σκοτάδι μαζί. Έχοντας απαλλαγεί από όλες τις προσκολλήσεις της μνήμης που ανεφοδιάζουν τα όπλα του εσωτερικού μας πολέμου, μπορούμε να ζούμε δίχως καμιά προσωπικότητα, στο πεδίο της καθαρής επίγνωσης.
Η μεταπήδηση από τη μια κατάσταση στην άλλη ίσως φαίνεται μυστηριώδης, αλλά στην πραγματικότητα είναι εντελώς φυσική. Το μόνο που χρειάζεται είναι η ισορροπία, την οποία η ροή της ζωής είναι απόλυτα ικανή να μας εξασφαλίσει.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι αποδέσμευσης παλιών εντάσεων. Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς είναι απλούστατα να αναγνωρίσουμε την ύπαρξή τους.
Για παράδειγμα, αντί να αρνούμαστε ότι νιώθουμε ντροπή ή ενοχές, αντικρίζουμε τον εαυτό μας κατάματα και του λέμε, “Ναι, έτσι νιώθω”. Η στιγμή μιας τέτοιας αυτογνωσίας είναι συχνά αρκετή, εφόσον όλες αυτές οι συσσωρευμένες εντάσεις παγιδεύονται μέσα μας επειδή ακριβώς τις απαρνιόμαστε. Αν ξεπεράσετε αυτή την άρνηση, έχουμε κερδίσει τη μισή μάχη.
Η αναγνώριση είναι μια μορφή αυτοαποδοχής.
Δεν χρειάζεται να πούμε, “Δεν πειράζει που αισθάνομαι ντροπή κι ενοχές”, γιατί το ζητούμενο είναι η αποδέσμευση των παλιών ενεργειών, όχι η διαιώνισή τους. Το σωστότερο είναι να πούμε,
“ Έχω αυτά τα συναισθήματα. Είναι πέρα για πέρα αληθινά”.
Μια από τις δραστικότερες τεχνικές για να ξεπεράσουμε την άρνηση είναι και πάλι η αναπνοή. Ξαπλώνουμε σ’ ένα ήσυχο δωμάτιο και χαλαρώνουμε. Παίρνουμε μια εισπνοή όπως εμείς προτιμάμε ρηχή ή βαθιά, γρήγορη ή αργή – κι ύστερα εκπνέουμε με την ίδια φυσικότητα. Δεν καταβάλουμε προσπάθεια, απλά αφήνουμε τον αέρα να βγει από μέσα σας.
Ίσως πιάσουμε τον εαυτό μας να αναστενάζει ή να ασθμαίνει – αφηνόμαστε.
Τώρα παίρνουμε μια ακόμα εισπνοή και πάλι εκπνέουμε ελεύθερα, χωρίς πίεση ή συγκράτηση.
Καθώς εξακολουθούμε να αναπνέουμε έτσι, επιτρέπουμε σε όσα συναισθήματα ή εικόνες βγουν στην επιφάνεια να αποδεσμευτούν.
Μπορείτε να βοηθήσουμε τη διαδικασία, με το να εστιάσουμε την προσοχή στην καρδιά σας ή σε όποιο άλλο μέρος του σώματος που έχουμε αισθήσεις – ορισμένα σημεία του σώματός μας είναι στενά συνδεδεμένα με τα συναισθήματα.
Ενώ συνεχίζουμε αυτή την άσκηση, οι συσσωρευμένες ενέργειες θα αρχίσουν να ρέουν προς τα έξω.
Στα συμπτώματα αυτής της απελευθέρωσης περιλαμβάνονται αμυδρές αναμνήσεις, ίχνη συναισθημάτων ή ακόμη κι έντονες συγκινησιακές εκδηλώσεις, όπως είναι το κλάμα.
(Αν τα συναισθήματα αρχίσουν να μας κατακλύζουν, σταματάμε την άσκηση και ξεκουραζόμαστε για πέντε λεπτά με κλειστά τα μάτια.) Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν αποθηκεύσει τόση πολλή ενέργεια, που σύντομα αποκοιμιούνται κατά τη διάρκεια αυτών των αναπνοών. Αυτό είναι σημάδι βαθιάς κόπωσης που απελευθερώνεται απ’ το σώμα μας.
Αν δεν αισθανθούμε καμιά αποδέσμευση ενέργειας με τις μορφές που ήδη περιγράψαμε, τότε μας συγκρατεί ο νους μας. Μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτή τη νοητική αναχαίτιση, με το να αλλάξουμε ελαφρά την αναπνοή μας: προσπαθούμε να την κάνουμε ρηχή, κοφτή και κάπως βιαστική.
Αυτή η γρήγορη, αβαθής, ρυθμική ανάσα θα αποσπάσει τον συνειδητό νου μας και θα επιτρέψει στις ενέργειες να του ξεγλιστρήσουν.
Μπορείτε να εφαρμόσετε αυτή τη λαχανιαστή αναπνοή για ένα-δύο λεπτά, αλλά όχι περισσότερο, γιατί η έκλυση ενέργειας ίσως γίνει υπερβολικά ισχυρή.
Με την επανάληψη αυτής της άσκησης μπορούμε να εκπνεύσουμε παλιές εντάσεις, αλλά είναι επίσης πολύ χρήσιμη για να μάθουμε να αποδεσμεύουμε κάθε νέο συναίσθημα που γυρεύει διέξοδο.
Όπως κάθε άλλη πλευρά του εαυτού μας, ο ίσκιος μας θέλει να εκφραστεί και να κερδίσει την ελευθερία του.
Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι να βρούμε έναν φυσικό, εύκολο τρόπο για την απελευθέρωση αρνητικής ενέργειας, αντί να την καταχωνιάζουμε στα κρυφά μπουντρούμια του νου.
Για παράδειγμα, η σύγκρουση ανάμεσα στο “καλό” και το “κακό” γεννάει δύο προσωπικότητες: του αγίου και του αμαρτωλού.
Αυτές δεν παύουν ποτέ να διαπληκτίζονται – η μια πλευρά ελπίζει διαρκώς να είναι αρκετά καλή ώστε να ικανοποιήσει το Θεό, ενώ η άλλη αφήνεται στα “κακά” της ένστικτα, που δεν μπορούν πάντα να αναχαιτισθούν.
Ύστερα, υπάρχουν οι ρόλοι με τους οποίους ταυτιζόμαστε – του παιδιού, του γονέα, του αδελφού, του αρσενικού ή θηλυκού, για να μην αναφέρουμε το επάγγελμά μας: γιατρός, δικηγόρος, ιερέας, κοινωνικός λειτουργός και ούτω καθεξής.
Το κάθε ένα απ’ αυτά διεκδικεί τα δικαιώματά του μέσα μας και προσπαθεί να υπερσκελίσει τις φωνές των υπόλοιπων για να περάσει τη δική του στενόμυαλη άποψη.
Δεν θίξαμε καν την εθνικότητα ή το θρήσκευμά μας- από μόνα τους, αυτά, μπορούν να δημιουργήσουν ατέρμονη σύγχυση. Αυτές οι προσωπικότητες βρίσκονται συνήθως σε διαμάχη.
Ευτυχία ονομάζουμε την κατάσταση εκείνη στην οποία μεγάλο μέρος αυτής της διαμάχης καταλαγιάζει.
Όταν γεννηθήκατε, δεν είχε κηρυχθεί μέσα σας αυτός ο πόλεμος, γιατί οι επιθυμίες των μωρών δεν ανταγωνίζονται η μια την άλλη.
Για παράδειγμα, οι φωνές που διακηρύττουν το καλό ή το κακό έρχονται αργότερα, όταν το παιδί μεγαλώσει αρκετά, ώστε να διδαχτεί αυτές τις έννοιες από τους γονείς του.
Το αθώο ένστικτο ενός νεογέννητου για το τι είναι καλό και τι κακό χάνεται γρήγορα. Αρχίζουν να ξυπνούν μέσα του οι φωνές, πρώτα εκείνη της μητέρας, που λέει “ναι” και “όχι”, “καλό μωράκι”, “κακό μωρό”.
Όταν τα “ναι”, τα “όχι”, το “καλό” και το “κακό” συμπίπτουν με εκείνο που θέλει το μωρό, τότε δεν πειράζει.
Αναπόφευκτα, όμως, φθάνει η στιγμή της ρήξης ανάμεσα στις ανάγκες του μωρού και τις προσδοκίες των γονιών. Ο εσωτερικός και ο εξωτερικός κόσμος αρχίζουν να συγκρούονται. Πολύ σύντομα, φυτεύονται οι σπόροι της ενοχής και της ντροπής.
Η ατρόμητη ιδιοσυγκρασία του νεογέννητου αμαυρώνεται απ’ το φόβο. Το παιδί έχει μάθει κιόλας να αμφισβητεί τα ένστικτά του.
Η εσωτερική παρόρμηση που δήλωνε “Αυτό θέλω” μετατρέπεται στην ερώτηση: “Επιτρέπεται να το θέλω αυτό;”
Σπαταλάμε ολόκληρη τη ζωή μας για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην κατάσταση της αυτοαποδοχής με την οποία γεννηθήκαμε. Με το πέρασμα των χρόνων αυξάνονται τα ερωτηματικά κι εμείς καταχωνιάζουμε όσο περισσότερη αμφιβολία, ντροπή, ενοχή και φόβο μπορούμε στις μυστικές σπηλιές και τα σκοτεινά κελάρια της ψυχής μας.
Αυτά τα συναισθήματα παραμένουν ζωντανά, όσο βαθιά κι αν τα έχουμε κρύψει. Όλες οι εσωτερικές συγκρούσεις, που τόσο δυσκολευόμαστε να συμφιλιώσουμε, οδηγούν στα χνάρια ενός σκιώδους εαυτού.
Είμαστε όλοι δεσμοφύλακες του σκιώδους εαυτού μας. Ο ασυνείδητος νους είναι η φυλακή όπου βρίσκονται κλεισμένες οι ανεπιθύμητες ενέργειες, όχι επειδή πρέπει, αλλά γιατί έχουν αποτυπωθεί μέσα μας οι χρόνιες καταφάσεις και οι αρνήσεις, το καλό και το κακό.
Ας φροντίσουμε μόνο να αντιληφθούμε ότι παίζουμε και τους δύο ρόλους – και αυτόν του δεσμοφύλακα και αυτόν του κρατούμενου. Αν είμαστε και οι δύο όψεις του νομίσματος, τότε καμιά τους δεν είμαστε εμείς, εφόσον αναιρούμε η μια την άλλη. Συνειδητοποιώντας το αυτό και θα ελευθερωθούμε.
Τον σκιώδη εαυτό θα τον βρούμε τεντώνοντας τα αυτιά μας. Όπως όλοι οι φυλακισμένοι, έτσι κι αυτός προσπαθεί να μεταδώσει μηνύματα, χτυπιόνταν με τα δάχτυλα τον τοίχο του κελιού του.
Ο σκιώδης εαυτός δεν είναι παρά άλλος ένας ρόλος ή προσωπικότητα που μας ακολουθεί, δεν τον επιδεικνύουμε, όμως, δημόσια. Συνήθως, είναι πολύ συνεσταλμένος ή φοβισμένος για να βγει στην επιφάνεια. Ωστόσο, η ύπαρξή του είναι αδιαμφισβήτητη, γιατί ο καθένας από μας έχει επινοήσει τον δικό του ίσκιο, μια περσόνα που έχει αναλάβει να μεταφέρει όση αρνητική ενέργεια δεν καταφέραμε να εκτονώσουμε.
Για ένα νεογέννητο μωρό, δεν υφίσταται το πρόβλημα της συσσώρευσης “κακών” ή βλαβερών συναισθημάτων. Μόλις ρίξεις κάτι αρνητικό στο περιβάλλον ενός μωρού, αυτό αμέσως θα κλάψει ή θα αποστρέψει το κεφάλι του.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά υγιή αντίδραση, γιατί με το να εκφράζεται τόσο ελεύθερα, ένα μωρό μπορεί να απαλλαγεί από ενέργειες που διαφορετικά θα στοιβάζονταν μέσα του. Μεγαλώνοντας, βέβαια, μάθαμε ότι η αυθόρμητη έκφραση δεν είναι πάντοτε πρέπουσα.
Για χάρη της ευγένειας ή του τακτ, της κοινωνικής μας θέσης ή της μίμησης των γονεϊκών προτύπων, μάθαμε να συγκρατούμε μέσα μας την αρνητική ενέργεια.
Γίναμε μπαταρίες που φόρτιζαν με όλο και περισσότερους εαυτούς, ώσπου τώρα, ως ενήλικες, είμαστε γεμάτοι από χρόνιο θυμό, απογοήτευση, πικρία και φόβο. Το χειρότερο, μάλιστα, είναι ότι έχουμε ξεχάσει το ένστικτο αποφόρτισης των μπαταριών μας.
Θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε κάποτε πόσο πολύ μοιάζουμε με βόμβες, έτσι όπως ζούμε, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να εκραγούμε.
Ο τερματισμός του εσωτερικού μας πολέμου σημαίνει να σταματήσουν οι εχθροπραξίες ανάμεσα σε όλες μας τις προσωπικότητες.
Μπορούμε να ανακουφίσουμε τον σκιώδη εαυτό μας από το βάρος της συσσωρευμένης ενέργειας του παρελθόντος και να δημιουργήσουμε έτσι τις συνθήκες για ειρήνευση, εφόσον είναι ο φόβος του πόνου που κάνει τις εσωτερικές φωνές σας να αντιμετωπίζουν με καχυποψία η μια την άλλη.
Για να αρχίσουμε, όμως, να διαλύουμε αυτές τις εσωτερικές εντάσεις, θα πρέπει να γνωρίζουμε από τι είναι φτιαγμένες οι διάφορες προσωπικότητές σας. Οι εσωτερικές προσωπικότητες είναι πάντοτε φτιαγμένες απ’ το ίδιο υλικό – κάποια παλιά ενέργεια, συνδεδεμένη με μια ανάμνηση.
Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι μας τιμωρούν, σε παιδική ηλικία, για κάτι που δεν κάναμε. Η αρνητική ενέργεια του παραπόνου ή της αδικίας προσκολλάται στη συγκεκριμένη ανάμνηση κι εμείς αρχίζουμε να χτίζουμε την προσωπικότητα – του πικραμένου παιδιού – η οποία θα βιώνει την περιορισμένη του άποψη των πραγμάτων, μέχρις ότου αποδεσμευτεί αυτή η ενέργεια.
Το πικραμένο παιδί είναι απλώς μια ανάμνηση που περιμένει να απαλλαγεί από την κακή του ενέργεια κι ώσπου να συμβεί αυτό, θα μείνει φυλακισμένο μέσα μας.
Επειδή έχουμε αναμνήσεις που φέρνουν και επώδυνους αλλά και χαρούμενους συνειρμούς, οι εσωτερικές προσωπικότητες έχουν άλλοτε δυσάρεστες κι άλλοτε ευχάριστες μορφές.
Είναι ευχάριστο να θυμόμαστε τη στιγμή που ανταμειφθήκαμε για την καλή απόδοσή μας – είναι δυσάρεστη μια αντίθετη ανάμνηση επίπληξης. Ωστόσο, αυτές οι αντικρουόμενες μνήμες δεν αναιρούν η μια την άλλη: διατηρούν την ακεραιότητά τους κι έρχονται σε ρήξη με την αντίθετή τους.
Είναι στη φύση της ανθρώπινης κρίσης να λέει, “Έχω δίκιο”, ακόμα κι αν η επόμενη εμπειρία είναι εντελώς αντιφατική. Η δυσμενής κριτική ή η άδικη τιμωρία θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν μέσα σας, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την ιστορία τους, ενώ, παραδίπλα, η θετική ενέργεια της ανταμοιβής και της ορθής μεταχείρισης θα εκφράζει κι αυτή τη δική της άποψη.
Όλοι έχουμε έναν σκιώδη εαυτό, που αποτελεί μέρος της συνολικής μας πραγματικότητας.
Ο Ίσκιος αυτός δεν έχει πρόθεση να μας πληγώσει, αλλά να υποδείξει τις ατέλειες μας.
Η αποδοχή του ίσκιου μπορεί να μας θεραπεύσει.
Όταν αρχίσουμε να ζούμε συμφιλιωμένοι με όλα τα αντίθετα γνωρίσματα μας, θα βιώνουμε τον πλήρη εαυτό μας.
Μπορούμε εύκολα να έρθουμε σε επαφή με αυτές τις συσσωρευμένες μορφές ενέργειας.
Καθόμαστε για λίγο μόνοι σ’ ένα ήσυχο δωμάτιο. Εισπνέουμε κι εκπνέουμε ήρεμα. Τώρα, χωρίς να αλλάξουμε το ρυθμό της αναπνοής μας, παρατηρούμε την αβίαστη ροή της.
Ας μην κάνουμε τίποτε άλλο, μέχρι να εδραιώσουμε αυτή την ομαλή, χαλαρή αναπνοή. Όταν το επιτύχουμε, προσπαθούμε να ανακαλέσουμε ένα έντονα δυσάρεστο συμβάν από το παρελθόν μας, το οποίο να περικλείει ισχυρά αρνητικά συναισθήματα, όπως ντροπή, ταπείνωση ή ενοχή.
Θα μπορούσε να είναι, για παράδειγμα, μια φορά που μας έπιασαν να αντιγράφουμε σ’ ένα διαγώνισμα ή να κλέβουμε κάτι. Δεν έχει σημασία αν αυτό το παράπτωμα ήταν ασήμαντο ή σοβαρό -εκείνο που ψάχνουμε εμείς είναι κάποιο πολυκαιρισμένο συναίσθημα.
Ας φέρουμε μια ζωηρή εικόνα εκείνου του συμβάντος στο μυαλό μας κι ας αφήσουμε τον εαυτό μας να νιώσει ξανά τα συναισθήματα που το συνόδευαν.
Ύστερα, παρατηρούμε την αναπνοή μας: δεν θα είναι πια αβίαστη. Ανάλογα με το είδος του συναισθήματος που έχει επανέλθει στο νου, η αναπνοή μας θα έχει γίνει κοφτή ή ακανόνιστη – μπορεί να αισθανθούμε ακόμα κι ότι μας κόβεται η ανάσα.
Αυτές οι αλλαγές αποδεικνύουν ότι η αναπνοή είναι ένας πιστός καθρέφτης της διαδικασίας της σκέψης και ιδιαίτερα κάθε συναισθήματος που ανακαλείται στη μνήμη.
Αυτό που βιώνουμε είναι τα τρία στοιχεία για τα οποία μιλήσαμε προηγουμένως: η μνήμη, η ενέργεια και η προσκόλληση. Όταν αυτά τα τρία συναντηθούν, έχουμε τη γέννηση μιας υποπροσωπικότητας.
Όλες οι υποπροσωπικότητες επιζητούν το ίδιο πράγμα: να βρουν την έκφρασή τους μέσα από μας.
Το μωρό που κλαίει, το μοναχικό παιδί, ο απελπισμένος έφηβος, ο ερωτευμένος νέος, ο φιλόδοξος επαγγελματίας – όλοι θέλουν να ζήσουν μέσα από μας. Κι έτσι κάνουν, κατά κάποιο τρόπο. Καμιά απ’ αυτές τις Προσωπικότητες δεν ικανοποιείται ποτέ απόλυτα – συνεπώς, σπρώχνουν η μια την άλλη για μια θέση στον ήλιο – ή στις σκιές.
Η σύγκρουση που ακολουθεί είναι που κάνει την ανθρώπινη ζωή τόσο διφορούμενη, τόσο γεμάτη από φως και σκοτάδι μαζί. Έχοντας απαλλαγεί από όλες τις προσκολλήσεις της μνήμης που ανεφοδιάζουν τα όπλα του εσωτερικού μας πολέμου, μπορούμε να ζούμε δίχως καμιά προσωπικότητα, στο πεδίο της καθαρής επίγνωσης.
Η μεταπήδηση από τη μια κατάσταση στην άλλη ίσως φαίνεται μυστηριώδης, αλλά στην πραγματικότητα είναι εντελώς φυσική. Το μόνο που χρειάζεται είναι η ισορροπία, την οποία η ροή της ζωής είναι απόλυτα ικανή να μας εξασφαλίσει.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι αποδέσμευσης παλιών εντάσεων. Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς είναι απλούστατα να αναγνωρίσουμε την ύπαρξή τους.
Για παράδειγμα, αντί να αρνούμαστε ότι νιώθουμε ντροπή ή ενοχές, αντικρίζουμε τον εαυτό μας κατάματα και του λέμε, “Ναι, έτσι νιώθω”. Η στιγμή μιας τέτοιας αυτογνωσίας είναι συχνά αρκετή, εφόσον όλες αυτές οι συσσωρευμένες εντάσεις παγιδεύονται μέσα μας επειδή ακριβώς τις απαρνιόμαστε. Αν ξεπεράσετε αυτή την άρνηση, έχουμε κερδίσει τη μισή μάχη.
Η αναγνώριση είναι μια μορφή αυτοαποδοχής.
Δεν χρειάζεται να πούμε, “Δεν πειράζει που αισθάνομαι ντροπή κι ενοχές”, γιατί το ζητούμενο είναι η αποδέσμευση των παλιών ενεργειών, όχι η διαιώνισή τους. Το σωστότερο είναι να πούμε,
“ Έχω αυτά τα συναισθήματα. Είναι πέρα για πέρα αληθινά”.
Μια από τις δραστικότερες τεχνικές για να ξεπεράσουμε την άρνηση είναι και πάλι η αναπνοή. Ξαπλώνουμε σ’ ένα ήσυχο δωμάτιο και χαλαρώνουμε. Παίρνουμε μια εισπνοή όπως εμείς προτιμάμε ρηχή ή βαθιά, γρήγορη ή αργή – κι ύστερα εκπνέουμε με την ίδια φυσικότητα. Δεν καταβάλουμε προσπάθεια, απλά αφήνουμε τον αέρα να βγει από μέσα σας.
Ίσως πιάσουμε τον εαυτό μας να αναστενάζει ή να ασθμαίνει – αφηνόμαστε.
Τώρα παίρνουμε μια ακόμα εισπνοή και πάλι εκπνέουμε ελεύθερα, χωρίς πίεση ή συγκράτηση.
Καθώς εξακολουθούμε να αναπνέουμε έτσι, επιτρέπουμε σε όσα συναισθήματα ή εικόνες βγουν στην επιφάνεια να αποδεσμευτούν.
Μπορείτε να βοηθήσουμε τη διαδικασία, με το να εστιάσουμε την προσοχή στην καρδιά σας ή σε όποιο άλλο μέρος του σώματος που έχουμε αισθήσεις – ορισμένα σημεία του σώματός μας είναι στενά συνδεδεμένα με τα συναισθήματα.
Ενώ συνεχίζουμε αυτή την άσκηση, οι συσσωρευμένες ενέργειες θα αρχίσουν να ρέουν προς τα έξω.
Στα συμπτώματα αυτής της απελευθέρωσης περιλαμβάνονται αμυδρές αναμνήσεις, ίχνη συναισθημάτων ή ακόμη κι έντονες συγκινησιακές εκδηλώσεις, όπως είναι το κλάμα.
(Αν τα συναισθήματα αρχίσουν να μας κατακλύζουν, σταματάμε την άσκηση και ξεκουραζόμαστε για πέντε λεπτά με κλειστά τα μάτια.) Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν αποθηκεύσει τόση πολλή ενέργεια, που σύντομα αποκοιμιούνται κατά τη διάρκεια αυτών των αναπνοών. Αυτό είναι σημάδι βαθιάς κόπωσης που απελευθερώνεται απ’ το σώμα μας.
Αν δεν αισθανθούμε καμιά αποδέσμευση ενέργειας με τις μορφές που ήδη περιγράψαμε, τότε μας συγκρατεί ο νους μας. Μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτή τη νοητική αναχαίτιση, με το να αλλάξουμε ελαφρά την αναπνοή μας: προσπαθούμε να την κάνουμε ρηχή, κοφτή και κάπως βιαστική.
Αυτή η γρήγορη, αβαθής, ρυθμική ανάσα θα αποσπάσει τον συνειδητό νου μας και θα επιτρέψει στις ενέργειες να του ξεγλιστρήσουν.
Μπορείτε να εφαρμόσετε αυτή τη λαχανιαστή αναπνοή για ένα-δύο λεπτά, αλλά όχι περισσότερο, γιατί η έκλυση ενέργειας ίσως γίνει υπερβολικά ισχυρή.
Με την επανάληψη αυτής της άσκησης μπορούμε να εκπνεύσουμε παλιές εντάσεις, αλλά είναι επίσης πολύ χρήσιμη για να μάθουμε να αποδεσμεύουμε κάθε νέο συναίσθημα που γυρεύει διέξοδο.
Όπως κάθε άλλη πλευρά του εαυτού μας, ο ίσκιος μας θέλει να εκφραστεί και να κερδίσει την ελευθερία του.
Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι να βρούμε έναν φυσικό, εύκολο τρόπο για την απελευθέρωση αρνητικής ενέργειας, αντί να την καταχωνιάζουμε στα κρυφά μπουντρούμια του νου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου