Έρωτας που νικά το φόβο, είναι η αποκατάσταση όλων αυτών, η αποκατάσταση των γεύσεων, των αρωμάτων, των αγγιγμάτων, των χαμένων κορμιών, έξω από τις πολύχρωμες συσκευασίες μας. Έρωτας που νικά το φόβο, είναι το Όχι στις συσκευασίες των δανειστών. Είναι το Όχι στις δανεικές μέρες, στις δανεικές προσευχές και στους δανεικούς έρωτες.
Η χολιγουντιανή υπερπαραγωγή των Τριακοσίων, αν και στηριγμένη στην εξαιρετική μυθιστορία του Στίβεν Πρέσσφιλντ «Οι Πύλες της Φωτιάς», προφανώς, δεν θα μπορούσε –για λόγους που δεν είναι καθόλου τυχαίοι- να απεικονίσει κινηματογραφικά το μέγιστο ερώτημα που -κατά τον Πρέσσφιλντ- ο Λεωνίδας θέτει στους μαχητές λίγο πριν τη κρίσιμη μάχη στις Θερμοπύλες. "Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου;» ρωτά ο Σπαρτιάτης βασιλιάς τους άνδρες του, για να λάβει τις συνήθεις, εύλογες σε όλους μας απαντήσεις. «Το θάρρος, η ανδρεία, η τόλμη, η γενναιότητα, η αφοβία κ.λπ.».
«Μπαρμπούτσαλα! Μπουρμπουλίθρες!» θα μπορούσε να ανταπαντήσει ο «επιπόλαιος» βασιλέας, που αδιαφορεί για την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής του και τάσσεται εκεί όπου η προσωπική του αλήθεια προστάζει. Δεν υποχωρεί ο Σπαρτιάτης αναζητώντας -δήθεν μου- μια πιο ευνοϊκή συγκυρία ως άλλοθι για την υποχώρηση του. Δεν κάνει γαργάρα την ταπεινωτική επιθετικότητα των αντιπάλων, ούτε το παίζει «συνετός» και «φρόνιμος» για να εξωραϊσει το φόβο του. Ως άλλος «κνίτης» ο Λεωνίδας ακολουθεί απαρρέκκλιτα το πρόταγμα «Λαέ μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη!» Μόνο που κινητήριος ισχύς του δεν είναι ούτε μια κάποια εσχατολογική αταξική κοινωνία, ούτε η μαρτυρική εξασφάλιση μιας ατομικής σωτηρίας σε κάποιο βασίλειο των ουρανών.
Για τον Σπαρτιάτη, το «μολών λαβέ» είναι υπαρξιακή αναγκαιότητα, υπαρξιακό προαπαιτούμενο, συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ. Μπορεί να «υπάρξει» και ως παραδομένος, και ως ηττημένος, και ως έντιμα συμβιβασμένος, και ως «μικροαστός νοικοκυραίος», αλλά αυτός ο τρόπος να υπάρξει δεν τον ενδιαφέρει. Δεν τον ενδιαφέρει να υπάρξει ως κάτι άλλο, ως κάτι ξένο, ως κάτι αλλότριο, απ’ ότι ο ίδιος «είναι». Η προσωπική υπαρκτική του αλήθεια είναι αδιαπραγμάτευτη. Κόκκινη γραμμή του, είναι η αλήθεια αυτού που «είναι». Και αυτό που «είναι» ο Λεωνίδας, είναι η σχέση του με την Πόλιν. Όπως μια μητέρα είναι σε σχέση με το παιδί της αδιαπραγμάτευτα μητέρα, δηλαδή σχέση, πρώτα και κύρια σχέση, και μετά οτιδήποτε άλλο ορίζει η ατομικότητα της. Δεν υπάρχει πρώτα και μετά είναι και μητέρα, αλλά υπάρχει στο βαθμό και στο μέτρο που είναι μητέρα. Αν απολέσει-κατά κάποιον τρόπο- τη μητρική της ιδιότητα, αν χάσει το παιδί της, πιθανόν να «υπάρχει» ακόμη, αλλά δεν υπάρχει. Η ζωή της δεν έχει νόημα. Είναι υπαρξιακά α-νόητη. Η απώλεια του παιδιού είναι, σύμφωνα με την ψυχολογία, «απώλεια σκοπού».
Να γιατί λοιπόν η σαρκαστική απάντηση του Σπαρτιάτη βασιλιά στο κρίσιμο ερώτημα του. «Μπαρμπούτσαλα! Κοινότυπες φλυαρίες!»
Όλοι φοβόμαστε, όλοι τρέμουμε, μπροστά στον κίνδυνο, στο άγνωστο ή στην αγωνία της απώλειας και του θανάτου και το θάρρος, η γενναιότητα ή η τόλμη δεν είναι παρά ηθικοπλαστικές παραινέσεις και ρητορικές κορώνες για να εξωραϊστεί ο βαθύς ανθρώπινος φόβος που συχνά-πυκνά μας «κόβει το αίμα και τα γόνατα».
Από την πρωταρχική μεγάλη απώλεια του μητρικού στήθους και του θηλασμού, μέχρι τις καθημερινές μας συγκρούσεις και αντιπαλότητες, ο Φόβος είναι εκεί για να πιστοποιεί την απόσταση μας από τον αγαπημένο Άλλο, την μη σχέση μας, την απομάκρυνση μας, όπως ο πόνος σ’ ένα δόντι ή σ’ ένα πόδι που προειδοποιεί για την νοσηρή του κατάσταση.
Ο Φόβος είναι το βαρύ ασήκωτο εξώφυλλο σ’ ένα χοντρό βιβλίο που μιλάει για Έρωτα και Ελευθερία. Και δεν μπορεί παρά να φλέγεται κανείς από το πάθος και για τα δυο, για να μπει στον κόπο να σηκώσει το εξώφυλλο αυτό και να διαβάσει φωναχτά και καθαρά.
Ίσως, μ’ έναν τρόπο, δεν είναι καθόλου άστοχο εκείνο το σύνθημα κάποιων πιτσιρικάδων που λέει πως «οι μπάτσοι είναι παντού, αλλά ο έρωτας μας κάνει αόρατους».
Ίσως αυτό ακριβώς να απάντησε με τον δικό του τρόπο και ο Λεωνίδας στους Τριακόσιους του. «Οι μπάτσοι είναι παντού, αλλά ο έρωτας μας κάνει ατρόμητους». Γιατί, σύμφωνα πάντα με τον Σπρέκφιλντ, αυτό απαντά ο Σπαρτιάτης βασιλιάς στον ερώτημα του. «Ο Έρωτας, άνδρες της Σπάρτης, ο Έρωτας είναι το αντίθετο του Φόβου!»
Έρωτας όμως σε τι; Έρωτας στον πρώτο λαξευμένο στα γυμναστήρια πισινό που σειέται και κουνιέται ηδυπαθής μπροστά στην ακόρεστη βουλιμική σεξουαλική μας πείνα; Ναι, τολμώ να ριψοκινδυνεύσω, ακόμη κι αυτό, αν είναι έτοιμος να τσαλακώσει κανείς την σοβαροφανή του αυτάρκεια, το κατοχυρωμένο κύρος του ή την κοινωνική του καταξίωση, στην αγαπητική του υπεράσπιση! Αν κατορθώνει να υπερβαίνει κανείς την χρηστική και μόνο, α-νόητη, συσχέτιση με ένα κορμί. Αν κατορθώνει συνειδητά να παραδίνεται, «δίχως αβάντζα καμιά» στην οικεία γυμνότητα ενός Άλλου.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι η «καψούρα» για ένα μισογκρεμισμένο σπίτι στο χωριό, είναι το ευλαβικό άγγιγμα σε μια παλιά φωτογραφία, είναι η σαρκωμένη αγάπη του πατέρα σ’ ένα πρώτο εφηβικό δώρο, ένα παλιό ποδήλατο, ένα πλαστικό ρολόι, που δεν λες να αποχωριστείς ποτέ.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι το πάθος για μια ζουμερή κατακόκκινη φέτα καρπούζι, ένα τελευταίο κομμάτι απ’ την «καρδιά», που αφειδώλευτα χαρίζεις στον Άλλο.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι οι γεύσεις των πρώιμων καρπών, ένα ξεφλουδισμένο καρύδι που σου στύβει τα δάχτυλα, μέρες μετά φαίνονται ακόμη τα ίχνη, αλλά εσύ δεν δοκίμασες ποτέ.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι μια αγκαλιά κάπου στην Πανεπιστημίου, ο χαβαλές των πιτσιρικάδων στο μετρό, το εισιτήριο που σου βάζει στο χέρι ένας μετανάστης καθώς συναντιέστε στην πόρτα του λεωφορείου, ένα καλοκαιρινό μεσημέρι που οι γρίλιες μάταια αντιστέκονται στον ήλιο.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι η νοστιμιά μιας ντομάτας που δεν γύρεψε στη ζωή της να έχει κάποια άλλη γεύση πέρα από τη γεύση της ντομάτας και ο ουρανίσκος σου είναι εκεί για να το βεβαιώσει. Είναι η γλώσσα σου στην πρώτη συνάντηση της με μια γουλιά κρασί που σου φέρνει στο νου εκείνη την παλιά παρέα. Είναι μια παγωμένη μπύρα που σε στέλνει στην Αμοργό κάποιο περασμένο καλοκαίρι. Είναι τα σκέρτσα μιας γυναίκας που μπορούν και σου τρυφερεύουν τα δάχτυλα.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού σ’ ένα ντελικατέσεν αρτοποιείο κι η γλύκα απ’ τα τσουρέκια έξω απ’ του Τερκενλή στη Σαλονίκη. Έρωτας είναι η ιδρωμένη αγωνία των συνωστισμένων ανθρώπων στο λεωφορείο, τα σώματα που μυρίζουν κούραση, παραίτηση και θλίψη αδιάφορα στην ψευδή επικάλυψη των ακριβών αρωμάτων. Έρωτας είναι η αντοχή της εκλεπτυσμένης παιδικής μυτούλας σου, στη βαρβαρότητα της ιδρωμένης φανέλας του παππού σου, που σε κουβαλά στους ώμους του για να σε πάει ως στο αμπέλι.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι η αποκατάσταση όλων αυτών, η αποκατάσταση των γεύσεων, των αρωμάτων, των αγγιγμάτων, των χαμένων κορμιών, έξω από τις πολύχρωμες συσκευασίες μας. Έρωτας που νικά το φόβο, είναι το Όχι στις συσκευασίες των δανειστών. Είναι το Όχι στις δανεικές μέρες, στις δανεικές προσευχές και στους δανεικούς έρωτες.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι οι λέξεις. Θάλασσα, καλοκαίρι, πεύκο, μπανιερό, καυτός ήλιος, μια βουτιά...ακόμη μια βουτιά...ακόμη μια βουτιά και βγαίνω. Ακόμη λίγο ρε μαμά, ακόμη λίγο...
Χρειάζεται να κάνουμε ακόμη μια βουτιά με κρατημένη την αναπνοή, ακόμη μια βουτιά, ακόμη ένα Όχι στα εύκολα πλατσουρίσματα, ακόμη ένα Όχι στα πλαστικά κουβαδάκια της παραλίας.
Χρειάζεται ακόμη μια βουτιά έτσι καθώς αιώνες τώρα βρεθήκαμε να είμαστε ερωτευμένοι με τη θάλασσα...Με τέτοιο έρωτα, σιγά μη φοβηθούμε...
Η χολιγουντιανή υπερπαραγωγή των Τριακοσίων, αν και στηριγμένη στην εξαιρετική μυθιστορία του Στίβεν Πρέσσφιλντ «Οι Πύλες της Φωτιάς», προφανώς, δεν θα μπορούσε –για λόγους που δεν είναι καθόλου τυχαίοι- να απεικονίσει κινηματογραφικά το μέγιστο ερώτημα που -κατά τον Πρέσσφιλντ- ο Λεωνίδας θέτει στους μαχητές λίγο πριν τη κρίσιμη μάχη στις Θερμοπύλες. "Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου;» ρωτά ο Σπαρτιάτης βασιλιάς τους άνδρες του, για να λάβει τις συνήθεις, εύλογες σε όλους μας απαντήσεις. «Το θάρρος, η ανδρεία, η τόλμη, η γενναιότητα, η αφοβία κ.λπ.».
«Μπαρμπούτσαλα! Μπουρμπουλίθρες!» θα μπορούσε να ανταπαντήσει ο «επιπόλαιος» βασιλέας, που αδιαφορεί για την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής του και τάσσεται εκεί όπου η προσωπική του αλήθεια προστάζει. Δεν υποχωρεί ο Σπαρτιάτης αναζητώντας -δήθεν μου- μια πιο ευνοϊκή συγκυρία ως άλλοθι για την υποχώρηση του. Δεν κάνει γαργάρα την ταπεινωτική επιθετικότητα των αντιπάλων, ούτε το παίζει «συνετός» και «φρόνιμος» για να εξωραϊσει το φόβο του. Ως άλλος «κνίτης» ο Λεωνίδας ακολουθεί απαρρέκκλιτα το πρόταγμα «Λαέ μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη!» Μόνο που κινητήριος ισχύς του δεν είναι ούτε μια κάποια εσχατολογική αταξική κοινωνία, ούτε η μαρτυρική εξασφάλιση μιας ατομικής σωτηρίας σε κάποιο βασίλειο των ουρανών.
Για τον Σπαρτιάτη, το «μολών λαβέ» είναι υπαρξιακή αναγκαιότητα, υπαρξιακό προαπαιτούμενο, συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ. Μπορεί να «υπάρξει» και ως παραδομένος, και ως ηττημένος, και ως έντιμα συμβιβασμένος, και ως «μικροαστός νοικοκυραίος», αλλά αυτός ο τρόπος να υπάρξει δεν τον ενδιαφέρει. Δεν τον ενδιαφέρει να υπάρξει ως κάτι άλλο, ως κάτι ξένο, ως κάτι αλλότριο, απ’ ότι ο ίδιος «είναι». Η προσωπική υπαρκτική του αλήθεια είναι αδιαπραγμάτευτη. Κόκκινη γραμμή του, είναι η αλήθεια αυτού που «είναι». Και αυτό που «είναι» ο Λεωνίδας, είναι η σχέση του με την Πόλιν. Όπως μια μητέρα είναι σε σχέση με το παιδί της αδιαπραγμάτευτα μητέρα, δηλαδή σχέση, πρώτα και κύρια σχέση, και μετά οτιδήποτε άλλο ορίζει η ατομικότητα της. Δεν υπάρχει πρώτα και μετά είναι και μητέρα, αλλά υπάρχει στο βαθμό και στο μέτρο που είναι μητέρα. Αν απολέσει-κατά κάποιον τρόπο- τη μητρική της ιδιότητα, αν χάσει το παιδί της, πιθανόν να «υπάρχει» ακόμη, αλλά δεν υπάρχει. Η ζωή της δεν έχει νόημα. Είναι υπαρξιακά α-νόητη. Η απώλεια του παιδιού είναι, σύμφωνα με την ψυχολογία, «απώλεια σκοπού».
Να γιατί λοιπόν η σαρκαστική απάντηση του Σπαρτιάτη βασιλιά στο κρίσιμο ερώτημα του. «Μπαρμπούτσαλα! Κοινότυπες φλυαρίες!»
Όλοι φοβόμαστε, όλοι τρέμουμε, μπροστά στον κίνδυνο, στο άγνωστο ή στην αγωνία της απώλειας και του θανάτου και το θάρρος, η γενναιότητα ή η τόλμη δεν είναι παρά ηθικοπλαστικές παραινέσεις και ρητορικές κορώνες για να εξωραϊστεί ο βαθύς ανθρώπινος φόβος που συχνά-πυκνά μας «κόβει το αίμα και τα γόνατα».
Από την πρωταρχική μεγάλη απώλεια του μητρικού στήθους και του θηλασμού, μέχρι τις καθημερινές μας συγκρούσεις και αντιπαλότητες, ο Φόβος είναι εκεί για να πιστοποιεί την απόσταση μας από τον αγαπημένο Άλλο, την μη σχέση μας, την απομάκρυνση μας, όπως ο πόνος σ’ ένα δόντι ή σ’ ένα πόδι που προειδοποιεί για την νοσηρή του κατάσταση.
Ο Φόβος είναι το βαρύ ασήκωτο εξώφυλλο σ’ ένα χοντρό βιβλίο που μιλάει για Έρωτα και Ελευθερία. Και δεν μπορεί παρά να φλέγεται κανείς από το πάθος και για τα δυο, για να μπει στον κόπο να σηκώσει το εξώφυλλο αυτό και να διαβάσει φωναχτά και καθαρά.
Ίσως, μ’ έναν τρόπο, δεν είναι καθόλου άστοχο εκείνο το σύνθημα κάποιων πιτσιρικάδων που λέει πως «οι μπάτσοι είναι παντού, αλλά ο έρωτας μας κάνει αόρατους».
Ίσως αυτό ακριβώς να απάντησε με τον δικό του τρόπο και ο Λεωνίδας στους Τριακόσιους του. «Οι μπάτσοι είναι παντού, αλλά ο έρωτας μας κάνει ατρόμητους». Γιατί, σύμφωνα πάντα με τον Σπρέκφιλντ, αυτό απαντά ο Σπαρτιάτης βασιλιάς στον ερώτημα του. «Ο Έρωτας, άνδρες της Σπάρτης, ο Έρωτας είναι το αντίθετο του Φόβου!»
Έρωτας όμως σε τι; Έρωτας στον πρώτο λαξευμένο στα γυμναστήρια πισινό που σειέται και κουνιέται ηδυπαθής μπροστά στην ακόρεστη βουλιμική σεξουαλική μας πείνα; Ναι, τολμώ να ριψοκινδυνεύσω, ακόμη κι αυτό, αν είναι έτοιμος να τσαλακώσει κανείς την σοβαροφανή του αυτάρκεια, το κατοχυρωμένο κύρος του ή την κοινωνική του καταξίωση, στην αγαπητική του υπεράσπιση! Αν κατορθώνει να υπερβαίνει κανείς την χρηστική και μόνο, α-νόητη, συσχέτιση με ένα κορμί. Αν κατορθώνει συνειδητά να παραδίνεται, «δίχως αβάντζα καμιά» στην οικεία γυμνότητα ενός Άλλου.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι η «καψούρα» για ένα μισογκρεμισμένο σπίτι στο χωριό, είναι το ευλαβικό άγγιγμα σε μια παλιά φωτογραφία, είναι η σαρκωμένη αγάπη του πατέρα σ’ ένα πρώτο εφηβικό δώρο, ένα παλιό ποδήλατο, ένα πλαστικό ρολόι, που δεν λες να αποχωριστείς ποτέ.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι το πάθος για μια ζουμερή κατακόκκινη φέτα καρπούζι, ένα τελευταίο κομμάτι απ’ την «καρδιά», που αφειδώλευτα χαρίζεις στον Άλλο.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι οι γεύσεις των πρώιμων καρπών, ένα ξεφλουδισμένο καρύδι που σου στύβει τα δάχτυλα, μέρες μετά φαίνονται ακόμη τα ίχνη, αλλά εσύ δεν δοκίμασες ποτέ.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι μια αγκαλιά κάπου στην Πανεπιστημίου, ο χαβαλές των πιτσιρικάδων στο μετρό, το εισιτήριο που σου βάζει στο χέρι ένας μετανάστης καθώς συναντιέστε στην πόρτα του λεωφορείου, ένα καλοκαιρινό μεσημέρι που οι γρίλιες μάταια αντιστέκονται στον ήλιο.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι η νοστιμιά μιας ντομάτας που δεν γύρεψε στη ζωή της να έχει κάποια άλλη γεύση πέρα από τη γεύση της ντομάτας και ο ουρανίσκος σου είναι εκεί για να το βεβαιώσει. Είναι η γλώσσα σου στην πρώτη συνάντηση της με μια γουλιά κρασί που σου φέρνει στο νου εκείνη την παλιά παρέα. Είναι μια παγωμένη μπύρα που σε στέλνει στην Αμοργό κάποιο περασμένο καλοκαίρι. Είναι τα σκέρτσα μιας γυναίκας που μπορούν και σου τρυφερεύουν τα δάχτυλα.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού σ’ ένα ντελικατέσεν αρτοποιείο κι η γλύκα απ’ τα τσουρέκια έξω απ’ του Τερκενλή στη Σαλονίκη. Έρωτας είναι η ιδρωμένη αγωνία των συνωστισμένων ανθρώπων στο λεωφορείο, τα σώματα που μυρίζουν κούραση, παραίτηση και θλίψη αδιάφορα στην ψευδή επικάλυψη των ακριβών αρωμάτων. Έρωτας είναι η αντοχή της εκλεπτυσμένης παιδικής μυτούλας σου, στη βαρβαρότητα της ιδρωμένης φανέλας του παππού σου, που σε κουβαλά στους ώμους του για να σε πάει ως στο αμπέλι.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι η αποκατάσταση όλων αυτών, η αποκατάσταση των γεύσεων, των αρωμάτων, των αγγιγμάτων, των χαμένων κορμιών, έξω από τις πολύχρωμες συσκευασίες μας. Έρωτας που νικά το φόβο, είναι το Όχι στις συσκευασίες των δανειστών. Είναι το Όχι στις δανεικές μέρες, στις δανεικές προσευχές και στους δανεικούς έρωτες.
Έρωτας που νικά το φόβο, είναι οι λέξεις. Θάλασσα, καλοκαίρι, πεύκο, μπανιερό, καυτός ήλιος, μια βουτιά...ακόμη μια βουτιά...ακόμη μια βουτιά και βγαίνω. Ακόμη λίγο ρε μαμά, ακόμη λίγο...
Χρειάζεται να κάνουμε ακόμη μια βουτιά με κρατημένη την αναπνοή, ακόμη μια βουτιά, ακόμη ένα Όχι στα εύκολα πλατσουρίσματα, ακόμη ένα Όχι στα πλαστικά κουβαδάκια της παραλίας.
Χρειάζεται ακόμη μια βουτιά έτσι καθώς αιώνες τώρα βρεθήκαμε να είμαστε ερωτευμένοι με τη θάλασσα...Με τέτοιο έρωτα, σιγά μη φοβηθούμε...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου