Μια ιστορία για «παιδιά»
Σε ένα μακρινό χωριό, κάπου στην Φαρφαλία, είχε πέσει ένας μεγάλος τσακωμός.
Οι χωρικοί όλοι είχαν χωριστεί στα δύο, και είχαν κάνει δύο αντίπαλα στρατόπεδα μέσα στο ίδιο το χωριό.
Ο λόγος ήταν, ότι ο βασιλιάς τους, τους είχε ρωτήσει ποιό χρώμα ήταν το καλύτερο. Το χαμαιλεοντί ή το ροζγρυλί.
Αυτή η ερώτηση τούς είχε διχάσει όλους. Η πολεμική ήταν μεγάλη, γιατί μια τέτοια ερώτηση θα καθόριζε πολλά για το χωριό τους, τούς είχαν πει, και σίγουρα επίσης η απάντηση έλεγε πολλά για το ποιόν του κάθε χωρικού!
Οι υπέρμαχοι του χαμαιλεοντί, ήταν προδότες σύμφωνα με τους υποστηρικτές του ροζγρυλί.
Από την άλλη, οι υπέρμαχοι του ροζγρυλί, ήταν απατεώνες σύμφωνα με τους υποστηρικτές του χαμαιλεοντί.
Γενικά, υπήρχε μια ατελείωτη πολεμική και οι μεν κατηγορούσαν τους δε με τους πιο απίστευτους χαρακτηρισμούς που δίναν και πέρναν! «Τυφλοδάχτυλοι», «Κουφομάτηδες», «Βλακόποδοι», «Τριπλοχέρηδες» και ούτω καθεξής. Όλη μέρα, όλοι αλληκατηγοριόντουσαν και τελειωμό ο καυγάς δεν είχε.
Στο δίπλα χωριό εντωμεταξύ τους άκουγαν που μαλώνανε και κάποιοι καραδοκούσαν να φουντώσει ο καυγάς και να αδράξουν την ευκαιρία να πάρουν μερικά από τα λάφυρα. Άλλοι πάλι στεναχωριόντουσαν με όλα αυτά μου συμβαίνανε και θέλανε να τους βοηθήσουν. Αλλά πώς δεν ξέρανε.
Όλα αυτά συνεχιζόντουσαν χωρίς σταματημό. Ώσπου μια μέρα, ένας γερο-σοφός ο οποίος ήταν περαστικός από το χωριό είδε όλον τον χαμό, σταμάτησε και ρώτησε έναν χωρικό που βρήκε στον διάβα του:
– Τι συμβαίνει εδώ; Γιατί φωνάζουν όλοι;
– Γέροντα, δεν ακούς τα νέα; Πρέπει να διαλέξουμε μεταξύ του χαμαιλεοντί και του ροζγρυλί.
– Και ποιος ο λόγος;
– Μα γέροντα που ζεις; Σκοπός είναι να μας βάψουν όλους με ένα από τα δυο χρώματα.
– Και έχουν μεγάλη διαφορά το ένα με το άλλο χρώμα;
– Ε να! Το ένα είναι λίγο πιο ζωντανό ενώ το άλλο είναι λίγο πιο φανταχτερό.
– Είναι και τα δύο όμως ωραία χρώματα έτσι δεν είναι;
– Ναι. Έτσι είναι.
– Και στο τέλος όλους δεν θα σας βάψουν είτε με το ένα είτε με το άλλο;
– Σωστά.
Σε εκείνο το σημείο, ο γέροντας, πλησίασε τον χωρικό και τον ρώτησε.
– Και θέλετε να σας βάψουν;
– Όχι.
– Και τότε γιατί διαφωνείτε και τσακώνεστε για το χρώμα;
– Ε και με τι να διαφωνούμε;
– Με το αν θέλετε να σας βάψουν ή όχι.
– Μα κανένας μας δεν θέλει να τον βάψουν.
– Τότε δεν έχετε λόγο να διαφωνείτε.
Ο χωρικός ένοιωσε ότι ο γερο-σοφός προσπαθεί να τον κοροϊδέψει.
– Ναι αλλά τουλάχιστον είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε ποιό χρώμα προτιμάμε.
– Τότε δεν είστε πραγματικά ελεύθεροι.
– Μα γιατί; Αφού επιλέγουμε.
– Ναι. Αλλά μεταξύ δυο επιλογών που ΔΕΝ θέλετε.
Σιγά σιγά, ο χωρικός άρχισε να αναρωτιέται για την ματαιότητα της επιλογής που τους έδωσε ο βασιλιάς και κατά πόσο ήταν πραγματικά ελεύθεροι.
Στο τέλος, κατέληξε ότι δεν είχε νόημα ο τσακωμός και αποφάσισε να πείσει και τους υπόλοιπους χωρικούς να σταματήσουν να μαλώνουν και να γίνουν ξανά αγαπημένοι.
Δεν περάσαν μέρες, και το χωριό ήταν ξανά ήρεμο και οι περισσότεροι χωρικοί επέστρεψαν στις δουλειές τους ευτυχισμένοι.
Ο βασιλιάς κατάλαβε και αυτός ότι δεν είχε νόημα να ρωτάει τους χωρικούς τι χρώμα θέλουν αλλά να προσπαθεί να είναι δίκαιος μαζί τους.
Όσοι καραδοκούσαν από το δίπλα χωριό, είδαν ότι η Φαρφαλία ήταν ξανά ενωμένη και όσο και να ξερογλύφονταν με την ιδέα να αρπάξουν τα λάφυρα, συνειδητοποίησαν ότι δεν θα ήταν τόσο εύκολο. Όσοι πάλι, θελαν το καλό της Φαρφαλίας, χαρήκανε πολύ με τα νέα και συνέχισαν να συνεργάζονται ειρηνικά.
Ο γερο-σοφός, έτσι, ξαναπήρε και αυτός σιγά σιγά τον δρόμο του, ευτυχισμένος που χάρισε λίγα από τα φώτα του αλλά και ταυτόχρονα αναρωτώμενος… αν αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ.
Σε ένα μακρινό χωριό, κάπου στην Φαρφαλία, είχε πέσει ένας μεγάλος τσακωμός.
Οι χωρικοί όλοι είχαν χωριστεί στα δύο, και είχαν κάνει δύο αντίπαλα στρατόπεδα μέσα στο ίδιο το χωριό.
Ο λόγος ήταν, ότι ο βασιλιάς τους, τους είχε ρωτήσει ποιό χρώμα ήταν το καλύτερο. Το χαμαιλεοντί ή το ροζγρυλί.
Αυτή η ερώτηση τούς είχε διχάσει όλους. Η πολεμική ήταν μεγάλη, γιατί μια τέτοια ερώτηση θα καθόριζε πολλά για το χωριό τους, τούς είχαν πει, και σίγουρα επίσης η απάντηση έλεγε πολλά για το ποιόν του κάθε χωρικού!
Οι υπέρμαχοι του χαμαιλεοντί, ήταν προδότες σύμφωνα με τους υποστηρικτές του ροζγρυλί.
Από την άλλη, οι υπέρμαχοι του ροζγρυλί, ήταν απατεώνες σύμφωνα με τους υποστηρικτές του χαμαιλεοντί.
Γενικά, υπήρχε μια ατελείωτη πολεμική και οι μεν κατηγορούσαν τους δε με τους πιο απίστευτους χαρακτηρισμούς που δίναν και πέρναν! «Τυφλοδάχτυλοι», «Κουφομάτηδες», «Βλακόποδοι», «Τριπλοχέρηδες» και ούτω καθεξής. Όλη μέρα, όλοι αλληκατηγοριόντουσαν και τελειωμό ο καυγάς δεν είχε.
Στο δίπλα χωριό εντωμεταξύ τους άκουγαν που μαλώνανε και κάποιοι καραδοκούσαν να φουντώσει ο καυγάς και να αδράξουν την ευκαιρία να πάρουν μερικά από τα λάφυρα. Άλλοι πάλι στεναχωριόντουσαν με όλα αυτά μου συμβαίνανε και θέλανε να τους βοηθήσουν. Αλλά πώς δεν ξέρανε.
Όλα αυτά συνεχιζόντουσαν χωρίς σταματημό. Ώσπου μια μέρα, ένας γερο-σοφός ο οποίος ήταν περαστικός από το χωριό είδε όλον τον χαμό, σταμάτησε και ρώτησε έναν χωρικό που βρήκε στον διάβα του:
– Τι συμβαίνει εδώ; Γιατί φωνάζουν όλοι;
– Γέροντα, δεν ακούς τα νέα; Πρέπει να διαλέξουμε μεταξύ του χαμαιλεοντί και του ροζγρυλί.
– Και ποιος ο λόγος;
– Μα γέροντα που ζεις; Σκοπός είναι να μας βάψουν όλους με ένα από τα δυο χρώματα.
– Και έχουν μεγάλη διαφορά το ένα με το άλλο χρώμα;
– Ε να! Το ένα είναι λίγο πιο ζωντανό ενώ το άλλο είναι λίγο πιο φανταχτερό.
– Είναι και τα δύο όμως ωραία χρώματα έτσι δεν είναι;
– Ναι. Έτσι είναι.
– Και στο τέλος όλους δεν θα σας βάψουν είτε με το ένα είτε με το άλλο;
– Σωστά.
Σε εκείνο το σημείο, ο γέροντας, πλησίασε τον χωρικό και τον ρώτησε.
– Και θέλετε να σας βάψουν;
– Όχι.
– Και τότε γιατί διαφωνείτε και τσακώνεστε για το χρώμα;
– Ε και με τι να διαφωνούμε;
– Με το αν θέλετε να σας βάψουν ή όχι.
– Μα κανένας μας δεν θέλει να τον βάψουν.
– Τότε δεν έχετε λόγο να διαφωνείτε.
Ο χωρικός ένοιωσε ότι ο γερο-σοφός προσπαθεί να τον κοροϊδέψει.
– Ναι αλλά τουλάχιστον είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε ποιό χρώμα προτιμάμε.
– Τότε δεν είστε πραγματικά ελεύθεροι.
– Μα γιατί; Αφού επιλέγουμε.
– Ναι. Αλλά μεταξύ δυο επιλογών που ΔΕΝ θέλετε.
Σιγά σιγά, ο χωρικός άρχισε να αναρωτιέται για την ματαιότητα της επιλογής που τους έδωσε ο βασιλιάς και κατά πόσο ήταν πραγματικά ελεύθεροι.
Στο τέλος, κατέληξε ότι δεν είχε νόημα ο τσακωμός και αποφάσισε να πείσει και τους υπόλοιπους χωρικούς να σταματήσουν να μαλώνουν και να γίνουν ξανά αγαπημένοι.
Δεν περάσαν μέρες, και το χωριό ήταν ξανά ήρεμο και οι περισσότεροι χωρικοί επέστρεψαν στις δουλειές τους ευτυχισμένοι.
Ο βασιλιάς κατάλαβε και αυτός ότι δεν είχε νόημα να ρωτάει τους χωρικούς τι χρώμα θέλουν αλλά να προσπαθεί να είναι δίκαιος μαζί τους.
Όσοι καραδοκούσαν από το δίπλα χωριό, είδαν ότι η Φαρφαλία ήταν ξανά ενωμένη και όσο και να ξερογλύφονταν με την ιδέα να αρπάξουν τα λάφυρα, συνειδητοποίησαν ότι δεν θα ήταν τόσο εύκολο. Όσοι πάλι, θελαν το καλό της Φαρφαλίας, χαρήκανε πολύ με τα νέα και συνέχισαν να συνεργάζονται ειρηνικά.
Ο γερο-σοφός, έτσι, ξαναπήρε και αυτός σιγά σιγά τον δρόμο του, ευτυχισμένος που χάρισε λίγα από τα φώτα του αλλά και ταυτόχρονα αναρωτώμενος… αν αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου