Ήταν κάποτε μια γυναίκα όμορφη με μαλλιά σαν ηλιαχτίδες … τα φορέματα της ήταν πάντα πολύχρωμα και το άρωμα της άφηνε στους ανθρώπους όλα τα συναισθήματα. Την έλεγαν Άνοιξη…
Η Άνοιξη ήταν πολύ απασχολημένη, δούλευε ασταμάτητα, είχε να βγάλει τα καινούργια φύλλα στα δέντρα, να ξυπνήσει τη φύση και να την ξανακάνει καταπράσινη.
Ήταν ευχαριστημένη με αυτό που έκανε γιατί εκτός από την χαρά που έδινε στα δέντρα και στα πουλιά έδινε χαρά και στους ανθρώπους με τον ερχομό της. Το χαμόγελο και μόνο που έβλεπε στα πρόσωπα των παιδιών και τη γαληνή στην κάρδια των μεγάλων ήταν γι’ αυτήν η μεγαλύτερη ανταμοιβή της.
Ζούσε μόνη και κάθε βράδυ έπεφτε τόσο κουρασμένη που δεν είχε τη δύναμη να σκεφτεί τίποτα που να αφορούσε την ίδια. Ο καιρός περνούσε και η κάθε μέρα γινόταν πιο ευωδιαστή και καταπράσινη…
Ένα πρωί που η Άνοιξη καθόταν στον ίσκιο ενός δέντρου με τα μικρά παιδιά να παίζουν και να τραγουδούν τριγύρω της … τη χτύπησε στα μάτια ένα τόσο λαμπερό φως που την τύφλωσε … ώσπου να μπορέσει να ξαναδεί γύρω της παιδιά και μεγάλοι είχαν μαζευτεί γύρω από αυτό το εκτυφλωτικό φως και χειροκροτούσαν δυνατά.
Ήταν το καλοκαίρι … που με την είσοδο του παρέσυρε τα πάντα αφήνοντας την άνοιξη ολομόναχη και απογοητευμένη …
Κανείς δεν την πρόσεχε πια … συνέχισε τη ζωή της κάνοντας πράγματα που αγαπούσε. Aλλά η μοναξιά δεν παύει να της κτυπάει την πόρτα … όσο και να ήθελε να την ξεχάσει, το άδειο μαξιλάρι δίπλα της, της το θύμιζε πάντα …
Μια μέρα που δεν διέφερε από τις άλλες, η Άνοιξη βγαίνοντας από το σπίτι της βγήκε μπροστά στην πόρτα της ένα γράμμα ... το άνοιξε και μέσα είχε μόνο μια φράση ...
Κοίταξε γύρω της αλλά δεν είδε κανέναν … θεώρησε το γράμμα μια ανόητη φάρσα και το πέταξε στα σκουπίδια. H νύχτα ήταν πολύ ζεστή και η άνοιξη καθόταν κοντά στο ανοιχτό παράθυρο διαβάζοντας …ξαφνικά ένιωσε ένα απροσδόκητο ψύχος να την διαπερνά … έτριψε με τα χέρια τους ώμους της και συνέχισε το διάβασμα.
Το πρωί βρήκε στην πόρτα άλλο ένα γράμμα :
«Αν μου ζεστάνεις την καρδιά …θα σου τη χαρίσω»
Υπογραφή: Χειμώνας
Αυτή τη φορά η Άνοιξη δεν πέταξε το γραμμα … το κράτησε στην καρδιά της και είπε «δε μπορεί να συμβαίνει αυτό» … Οι μέρες περνούσαν και τα γράμματα έπεφταν βροχή στην πόρτα της άνοιξης ... τα περίμενε πως και πως και άρχισε να του απαντά και αυτή … οι συνθήκες δεν φαινόταν ευνοϊκές για την Άνοιξη και το Χειμώνα, αλλά τίποτα δεν σταματούσε την ελπίδα στην καρδιά τους … Το φθινόπωρο έφτασε θριαμβευτικά με την βροχή να πέφτει σε όλο τον τόπο … Μια νύχτα ο Χειμώνας καθόταν απέναντι από το σπίτι της Άνοιξης και μόλις είχε αφήσει το γραμμα του. Τον πλησίασε το φθινόπωρο, δεν τον έβλεπε, αλλά ένιωσε το κρύο του και του μίλησε :
- "Τι δουλειά έχεις εσύ από τώρα εδώ? Γιατί δεν είσαι στα βουνά"?
-"Ήρθα να δω την Άνοιξη είπε ο Χειμώνας ... την έχω ερωτευτεί".
Το φθινόπωρο γέλασε.
- "Μου φαίνεται τα έχασες", του είπε χωρίς να σταματήσει τα γέλια.
Ο Χειμώνας εκνευρίστηκε και του ζήτησε να σταματήσει.
Τότε το Φθινόπωρο χαμηλώνοντας τους τόνους του είπε :
- "Ξεχνάς την θέση σου, είσαι ο Χειμώνας, από όπου περάσεις σπέρνεις το κρύο, η καρδιά σου είναι πάγος από την φύση της. Πως μπορείς λοιπόν να ονειρεύεσαι αγάπες? Και ειδικά την Άνοιξη που είναι η ομορφότερη όλων! Σίγουρα τρελάθηκες! Και εντάξει ας πούμε ότι την αγάπησες, πως θα την συναντήσεις? Αφού όταν φεύγεις εσύ έρχεται αυτή! Εγώ δεν μπορώ να σε δω μπορώ, μόνο να σου μιλάω, αλλά ακόμα και αυτό με δυσκολεύει γιατί κρυώνω. Παγώνεις τους ανθρώπους, τη φύση και τα ζώα!! Παγώνεις, ακούς, παγώνεις!" είπε το Φθινόπωρο και έτρεξε μακριά!
- "Παγώνειςςς...!!!" φώναζε ακόμα και από μακριά.
Ο Χειμώνας πήγε στην πόρτα της Άνοιξης και πήρε πίσω το γράμμα που της είχε αφήσει και άρχισε να τρέχει προς το βουνό, ήταν τόσο θυμωμένος που με το πέρασμα του κάποια φύλλα έπεσαν από τα δέντρα τους στο πέρασμα του.Όταν έφτασε στο βουνό και τα κοίταξε όλα από ψηλά ένιωσε πιο ήρεμος. Την ηρεμία του ήρθε και πάλι να χαλάσει η φωνή του φθινοπώρου ... "παγώνεις" ... μαζί με όσα λόγια του είχε πει.
-"Έχει δίκιο", μονολόγησε ο Χειμώνας.
Οι μέρες περνούσαν και κανένα γραμμα δεν έφτανε στην πόρτα της Άνοιξης. Αυτή συνέχισε να αφήνει γράμματα στο Χειμώνα, αλλά τα έβρισκε πάλι στη θέση τους. Πόσο της έλειπε...
Την μια θύμωνε που αφέθηκε να πιστέψει πως ήταν διαφορετικός και από την άλλη τον ήθελε κοντά της τώρα που έμαθε πως ήταν να μην είναι μόνη της σε όλα.
Αποφάσισε λοιπόν να κάνει κάτι που δεν έκανε ποτέ. Να τον διεκδικήσει. Ήταν κάτι άγνωστο γι'αυτήν, αλλά η θέληση και η αγάπη της γι'αυτόν έβαλαν πίσω κάθε εγωισμό και κάθε λογική. Έτσι το πρωί ξεκίνησε για το βουνό, εκεί έλεγαν πως μένει ο Χειμώνας, εκεί πήγε να τον βρει. Όσο ανέβαινε το ύψωμα κρύωνε, αλλά τη ζέσταινε η σκέψη του, όσο πλησίασε στην κορυφή πάγωνε, αλλά τη ζέσταινε η καρδιά του. Όταν έφτασε ήταν παγωμένη, τα χρυσά της μαλλιά είχαν άσπρη πάχνη και τα χέρια της έτρεμαν. Ο Χειμώνας την είδε από μακριά και έμεινε άναυδος. Τόσο την ενδιέφερε λοιπόν. Πλησίασε κοντά της αλλά δειλά, φοβήθηκε να μην την κρυώσει, αλλά όταν έφτασε απέναντι της είδε πως ήταν ήδη παγωμένη. Ήθελε να την αγκαλιάσει να της πει πόσο πολύ την αγαπά, να ζεστάνει την καρδιά της και τα χέρια της, αλλά δεν μπορούσε. Η Άνοιξη δεν μπορούσε να δει ότι ο Χειμώνας είχε πλησιάσει κοντά της εφόσον ήταν αόρατος, αλλά ξαφνικά είδε κάτω στην γη μικρές λίμνες από δάκρυα ...
- "Αγάπη μου", του είπε. "Μην δακρύζεις γιατί εγώ ήρθα εδώ για σένα, δεν με νοιάζει που είσαι παγωμένος, εγώ θα σε ζεστάνω, αν με αγαπάς έλα και πάλι κοντά μου γιατί θα είμαι έρημη χωρίς εσένα. Τότε της μίλησε ... και ήταν η πρώτη φορά".
Της είπε τα πάντα, τους ενδοιασμούς του, τα πικρά λόγια του φθινοπώρου, τους φόβους του και τις διαφορές τους. Η Άνοιξη τον άκουσε με προσοχή.
- "Βλέπεις", της είπε, "ούτε να σε αγγίξω μπορώ, δεν αξίζει να μένεις εδώ μαζί μου είσαι τόσο καλή που θα έπρεπε να αγαπήσεις κάτι ανάλογο σου, κάτι που δεν θα σου στερούσε ότι εγώ. Τότε η Άνοιξη επειδή ήξερε πως ότι και να του έλεγε δεν θα άλλαζε κάτι του είπε :
- "Αύριο να έρθεις στο σπίτι μου, θα επισκεφτούμε την Βασίλισσα Εποχή να μας συμβουλέψει τι μπορούμε να κάνουμε".
Ο Χειμώνας συμφώνησε μιας και η Εποχή ήταν σοφότερη όλων και πάντα τους έλυνε τα προβλήματα τους. Την άλλη μέρα ξεκίνησαν και πήγαν να τη βρούνε.
Η Εποχή τους άκουσε με προσοχή και στο τέλος είπε :- "Αυτό που ζητάτε είναι ακατόρθωτο, παραβιάζει τους κανόνες της φύσης. Εσύ Άνοιξη είσαι γεννημένη να ανθίζεις τον κόσμο και εσύ Χειμώνα να τον παγώνεις. Αν λοιπόν σας ενώσω θα έρθει η καταστροφή. Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω".
Η Άνοιξη και ο Χειμώνας σηκώθηκαν απογοητευμένοι από τα λόγια της Εποχής να φύγουν αλλά φτάνοντας στην πόρτα η Εποχή φώναξε:
- "Σταθείτε! Η αγάπη σας με συγκίνησε, αλλά περισσότερο η θυσία που είστε διατιθέμενοι να κάνετε ο ένας για τον άλλο. Δυστυχώς δεν μπορώ να σας ενώσω αλλά μπορώ να κάνω κάτι άλλο, αν αυτό σας αρκεί τότε θα σας πω ένα τρόπο για να μπορέσετε να βρεθείτε".
- "Πες μας"! φώναξαν με μια φωνή και οι δυο.
Και η εποχή μίλησε :
- "Θα παραβιάσω στο ελάχιστο τους νόμους της φύσης και θα επιτρέψω το Χειμώνα να εμφανίζεται, κάπου κάπου, τον πρώτο μήνα της Άνοιξης τον μήνα Μάρτιο. Αυτόν το μήνα θα μπορείτε να είστε μαζί χωρίς να είναι κανείς από τους δυο αόρατος. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω για σας".
Η Άνοιξη και ο Χειμώνας δεν λυπήθηκαν, ήξεραν ότι αυτό είναι κάτι γι' αυτούς παρά το τίποτα.
Έφυγαν ευτυχισμένοι και περίμεναν τον Μήνα της ένωσης τους.
Έτσι κάθε χρόνο αυτόν τον μήνα ενώ μπαίνει η άνοιξη έχουμε κρύο, είναι επειδή ο χειμώνας έρχεται να συναντήσει την αγαπημένη του.
Η Άνοιξη ήταν πολύ απασχολημένη, δούλευε ασταμάτητα, είχε να βγάλει τα καινούργια φύλλα στα δέντρα, να ξυπνήσει τη φύση και να την ξανακάνει καταπράσινη.
Ήταν ευχαριστημένη με αυτό που έκανε γιατί εκτός από την χαρά που έδινε στα δέντρα και στα πουλιά έδινε χαρά και στους ανθρώπους με τον ερχομό της. Το χαμόγελο και μόνο που έβλεπε στα πρόσωπα των παιδιών και τη γαληνή στην κάρδια των μεγάλων ήταν γι’ αυτήν η μεγαλύτερη ανταμοιβή της.
Ζούσε μόνη και κάθε βράδυ έπεφτε τόσο κουρασμένη που δεν είχε τη δύναμη να σκεφτεί τίποτα που να αφορούσε την ίδια. Ο καιρός περνούσε και η κάθε μέρα γινόταν πιο ευωδιαστή και καταπράσινη…
Ένα πρωί που η Άνοιξη καθόταν στον ίσκιο ενός δέντρου με τα μικρά παιδιά να παίζουν και να τραγουδούν τριγύρω της … τη χτύπησε στα μάτια ένα τόσο λαμπερό φως που την τύφλωσε … ώσπου να μπορέσει να ξαναδεί γύρω της παιδιά και μεγάλοι είχαν μαζευτεί γύρω από αυτό το εκτυφλωτικό φως και χειροκροτούσαν δυνατά.
Ήταν το καλοκαίρι … που με την είσοδο του παρέσυρε τα πάντα αφήνοντας την άνοιξη ολομόναχη και απογοητευμένη …
Κανείς δεν την πρόσεχε πια … συνέχισε τη ζωή της κάνοντας πράγματα που αγαπούσε. Aλλά η μοναξιά δεν παύει να της κτυπάει την πόρτα … όσο και να ήθελε να την ξεχάσει, το άδειο μαξιλάρι δίπλα της, της το θύμιζε πάντα …
Μια μέρα που δεν διέφερε από τις άλλες, η Άνοιξη βγαίνοντας από το σπίτι της βγήκε μπροστά στην πόρτα της ένα γράμμα ... το άνοιξε και μέσα είχε μόνο μια φράση ...
Κοίταξε γύρω της αλλά δεν είδε κανέναν … θεώρησε το γράμμα μια ανόητη φάρσα και το πέταξε στα σκουπίδια. H νύχτα ήταν πολύ ζεστή και η άνοιξη καθόταν κοντά στο ανοιχτό παράθυρο διαβάζοντας …ξαφνικά ένιωσε ένα απροσδόκητο ψύχος να την διαπερνά … έτριψε με τα χέρια τους ώμους της και συνέχισε το διάβασμα.
Το πρωί βρήκε στην πόρτα άλλο ένα γράμμα :
«Αν μου ζεστάνεις την καρδιά …θα σου τη χαρίσω»
Υπογραφή: Χειμώνας
Αυτή τη φορά η Άνοιξη δεν πέταξε το γραμμα … το κράτησε στην καρδιά της και είπε «δε μπορεί να συμβαίνει αυτό» … Οι μέρες περνούσαν και τα γράμματα έπεφταν βροχή στην πόρτα της άνοιξης ... τα περίμενε πως και πως και άρχισε να του απαντά και αυτή … οι συνθήκες δεν φαινόταν ευνοϊκές για την Άνοιξη και το Χειμώνα, αλλά τίποτα δεν σταματούσε την ελπίδα στην καρδιά τους … Το φθινόπωρο έφτασε θριαμβευτικά με την βροχή να πέφτει σε όλο τον τόπο … Μια νύχτα ο Χειμώνας καθόταν απέναντι από το σπίτι της Άνοιξης και μόλις είχε αφήσει το γραμμα του. Τον πλησίασε το φθινόπωρο, δεν τον έβλεπε, αλλά ένιωσε το κρύο του και του μίλησε :
- "Τι δουλειά έχεις εσύ από τώρα εδώ? Γιατί δεν είσαι στα βουνά"?
-"Ήρθα να δω την Άνοιξη είπε ο Χειμώνας ... την έχω ερωτευτεί".
Το φθινόπωρο γέλασε.
- "Μου φαίνεται τα έχασες", του είπε χωρίς να σταματήσει τα γέλια.
Ο Χειμώνας εκνευρίστηκε και του ζήτησε να σταματήσει.
Τότε το Φθινόπωρο χαμηλώνοντας τους τόνους του είπε :
- "Ξεχνάς την θέση σου, είσαι ο Χειμώνας, από όπου περάσεις σπέρνεις το κρύο, η καρδιά σου είναι πάγος από την φύση της. Πως μπορείς λοιπόν να ονειρεύεσαι αγάπες? Και ειδικά την Άνοιξη που είναι η ομορφότερη όλων! Σίγουρα τρελάθηκες! Και εντάξει ας πούμε ότι την αγάπησες, πως θα την συναντήσεις? Αφού όταν φεύγεις εσύ έρχεται αυτή! Εγώ δεν μπορώ να σε δω μπορώ, μόνο να σου μιλάω, αλλά ακόμα και αυτό με δυσκολεύει γιατί κρυώνω. Παγώνεις τους ανθρώπους, τη φύση και τα ζώα!! Παγώνεις, ακούς, παγώνεις!" είπε το Φθινόπωρο και έτρεξε μακριά!
- "Παγώνειςςς...!!!" φώναζε ακόμα και από μακριά.
Ο Χειμώνας πήγε στην πόρτα της Άνοιξης και πήρε πίσω το γράμμα που της είχε αφήσει και άρχισε να τρέχει προς το βουνό, ήταν τόσο θυμωμένος που με το πέρασμα του κάποια φύλλα έπεσαν από τα δέντρα τους στο πέρασμα του.Όταν έφτασε στο βουνό και τα κοίταξε όλα από ψηλά ένιωσε πιο ήρεμος. Την ηρεμία του ήρθε και πάλι να χαλάσει η φωνή του φθινοπώρου ... "παγώνεις" ... μαζί με όσα λόγια του είχε πει.
-"Έχει δίκιο", μονολόγησε ο Χειμώνας.
Οι μέρες περνούσαν και κανένα γραμμα δεν έφτανε στην πόρτα της Άνοιξης. Αυτή συνέχισε να αφήνει γράμματα στο Χειμώνα, αλλά τα έβρισκε πάλι στη θέση τους. Πόσο της έλειπε...
Την μια θύμωνε που αφέθηκε να πιστέψει πως ήταν διαφορετικός και από την άλλη τον ήθελε κοντά της τώρα που έμαθε πως ήταν να μην είναι μόνη της σε όλα.
Αποφάσισε λοιπόν να κάνει κάτι που δεν έκανε ποτέ. Να τον διεκδικήσει. Ήταν κάτι άγνωστο γι'αυτήν, αλλά η θέληση και η αγάπη της γι'αυτόν έβαλαν πίσω κάθε εγωισμό και κάθε λογική. Έτσι το πρωί ξεκίνησε για το βουνό, εκεί έλεγαν πως μένει ο Χειμώνας, εκεί πήγε να τον βρει. Όσο ανέβαινε το ύψωμα κρύωνε, αλλά τη ζέσταινε η σκέψη του, όσο πλησίασε στην κορυφή πάγωνε, αλλά τη ζέσταινε η καρδιά του. Όταν έφτασε ήταν παγωμένη, τα χρυσά της μαλλιά είχαν άσπρη πάχνη και τα χέρια της έτρεμαν. Ο Χειμώνας την είδε από μακριά και έμεινε άναυδος. Τόσο την ενδιέφερε λοιπόν. Πλησίασε κοντά της αλλά δειλά, φοβήθηκε να μην την κρυώσει, αλλά όταν έφτασε απέναντι της είδε πως ήταν ήδη παγωμένη. Ήθελε να την αγκαλιάσει να της πει πόσο πολύ την αγαπά, να ζεστάνει την καρδιά της και τα χέρια της, αλλά δεν μπορούσε. Η Άνοιξη δεν μπορούσε να δει ότι ο Χειμώνας είχε πλησιάσει κοντά της εφόσον ήταν αόρατος, αλλά ξαφνικά είδε κάτω στην γη μικρές λίμνες από δάκρυα ...
- "Αγάπη μου", του είπε. "Μην δακρύζεις γιατί εγώ ήρθα εδώ για σένα, δεν με νοιάζει που είσαι παγωμένος, εγώ θα σε ζεστάνω, αν με αγαπάς έλα και πάλι κοντά μου γιατί θα είμαι έρημη χωρίς εσένα. Τότε της μίλησε ... και ήταν η πρώτη φορά".
Της είπε τα πάντα, τους ενδοιασμούς του, τα πικρά λόγια του φθινοπώρου, τους φόβους του και τις διαφορές τους. Η Άνοιξη τον άκουσε με προσοχή.
- "Βλέπεις", της είπε, "ούτε να σε αγγίξω μπορώ, δεν αξίζει να μένεις εδώ μαζί μου είσαι τόσο καλή που θα έπρεπε να αγαπήσεις κάτι ανάλογο σου, κάτι που δεν θα σου στερούσε ότι εγώ. Τότε η Άνοιξη επειδή ήξερε πως ότι και να του έλεγε δεν θα άλλαζε κάτι του είπε :
- "Αύριο να έρθεις στο σπίτι μου, θα επισκεφτούμε την Βασίλισσα Εποχή να μας συμβουλέψει τι μπορούμε να κάνουμε".
Ο Χειμώνας συμφώνησε μιας και η Εποχή ήταν σοφότερη όλων και πάντα τους έλυνε τα προβλήματα τους. Την άλλη μέρα ξεκίνησαν και πήγαν να τη βρούνε.
Η Εποχή τους άκουσε με προσοχή και στο τέλος είπε :- "Αυτό που ζητάτε είναι ακατόρθωτο, παραβιάζει τους κανόνες της φύσης. Εσύ Άνοιξη είσαι γεννημένη να ανθίζεις τον κόσμο και εσύ Χειμώνα να τον παγώνεις. Αν λοιπόν σας ενώσω θα έρθει η καταστροφή. Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω".
Η Άνοιξη και ο Χειμώνας σηκώθηκαν απογοητευμένοι από τα λόγια της Εποχής να φύγουν αλλά φτάνοντας στην πόρτα η Εποχή φώναξε:
- "Σταθείτε! Η αγάπη σας με συγκίνησε, αλλά περισσότερο η θυσία που είστε διατιθέμενοι να κάνετε ο ένας για τον άλλο. Δυστυχώς δεν μπορώ να σας ενώσω αλλά μπορώ να κάνω κάτι άλλο, αν αυτό σας αρκεί τότε θα σας πω ένα τρόπο για να μπορέσετε να βρεθείτε".
- "Πες μας"! φώναξαν με μια φωνή και οι δυο.
Και η εποχή μίλησε :
- "Θα παραβιάσω στο ελάχιστο τους νόμους της φύσης και θα επιτρέψω το Χειμώνα να εμφανίζεται, κάπου κάπου, τον πρώτο μήνα της Άνοιξης τον μήνα Μάρτιο. Αυτόν το μήνα θα μπορείτε να είστε μαζί χωρίς να είναι κανείς από τους δυο αόρατος. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω για σας".
Η Άνοιξη και ο Χειμώνας δεν λυπήθηκαν, ήξεραν ότι αυτό είναι κάτι γι' αυτούς παρά το τίποτα.
Έφυγαν ευτυχισμένοι και περίμεναν τον Μήνα της ένωσης τους.
Έτσι κάθε χρόνο αυτόν τον μήνα ενώ μπαίνει η άνοιξη έχουμε κρύο, είναι επειδή ο χειμώνας έρχεται να συναντήσει την αγαπημένη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου