Στην πολύ παλιά εποχή, στα μυθικά χρόνια τής λαμπρής και ξακουστής αργοναυτικής εκστρατείας, ο θεϊκός Ιάσωνας, γιός τού άρχοντα Αίσονα και τής συνετής Πολυμήδης, έλαβε από τον παμπόνηρο θείο του, τον βασιλιά Πελία τής Ιωλκού, την σαφή εντολή να ταξιδέψει μέχρι την μακρινή Κολχίδα και να του φέρει το περίφημο χρυσόμαλλο δέρας, ένα πολύτιμο δέρμα κριαριού με ολόχρυσο τρίχωμα. Υπακούοντας στην προσταγή, ο γενναίος Ιάσωνας ετοίμασε το μεγαλύτερο, ταχύτερο και ανθεκτικότερο πλοίο εκείνων των καιρών, την πανέμορφη και περίτεχνη Αργώ, την γέμισε με άφθονες προμήθειες κάθε είδους, φόρτωσε όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό και προσκάλεσε τους ρωμαλέους αργοναύτες – φίλους καλούς και σπάνιους συντρόφους – να επιβιβαστούν και να αποπλεύσουν μαζί του. Η περιπέτεια ξεκινούσε…
Διασχίζοντας, έτσι, το καταγάλανο Αιγαίο και προσπερνώντας τα σαγηνευτικά νησιά του, μετά από πολλές ημέρες και νύχτες, η αστραφτερή και θεόρατη Αργώ έφτασε στα μέρη τού Καυκάσου, κοντά στον ποταμό Φάση, στην αφιλόξενη γη των Κόλχων. Βασιλιάς εκείνης τής άγριας περιοχής ήταν ο φοβερός Αιήτης, γιός τού θεού Ήλιου και τής νύμφης Περσηίδας, αδελφός τής δαιμόνιας Κίρκης και τής φιλήδονης Πασιφάης, σύζυγος τής Ιδυίας και πατέρας τής γητεύτρας Μήδειας και τού Άψυρτου. Αφού ασφάλισαν, λοιπόν, το πλοίο τους και αποβιβάστηκαν, ο Ιάσωνας και οι αργοναύτες του πήγαν κατευθείαν στο μεγαλοπρεπές ανάκτορο τού Αιήτη και με ξεκάθαρα λόγια τού ανήγγειλαν τον σκοπό τού ταξιδιού τους. Στην αίθουσα των ακροάσεων, επάνω σε χρυσό θρόνο, καλυμμένη με αργυρό πέπλο, καθόταν αμίλητη η πολυμήχανη θυγατέρα τού βασιλιά, η οποία παρακολούθησε ολόκληρη την συνομιλία τού πατέρα της με τους ξένους και ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τον αρρενωπό Ιάσωνα, που έλαμπε σαν τον Σείριο, όπως γράφουν και οι αρχαίοι σοφοί.
Θέλοντας, τότε, να απαλλαγεί, όσο το δυνατόν ταχύτερα, από την παρουσία των ενοχλητικών ταξιδιωτών, ο σκληρόκαρδος βασιλιάς Αιήτης απάντησε καταφατικά στην απαίτηση τού αγέρωχου ήρωα και αμέσως πρόσθεσε: «Το χρυσόμαλλο δέρας βρίσκεται, εδώ και πολλά χρόνια, κρεμασμένο στο ιερό άλσος τού θεού Άρη, επάνω σε μία πανύψηλη και πανάρχαια βαλανιδιά, και προστατεύεται άγρυπνα από ένα τεράστιο και φονικό δράκοντα, ισχυρό και ακατανίκητο, που κανείς μέσα στην Κολχίδα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει. Εάν εσύ το καταφέρεις, γιέ τού Αίσονα, πάρε το χρυσόμαλλο δέρας και γύρνα στην πατρίδα σου». Τα λόγια, όμως, ήταν υστερόβουλα, γιατί ο τραχύς βασιλιάς έλπιζε, βαθιά μέσα του, ότι ο Ιάσωνας και οι αργοναύτες θα έπεφταν θύματα τού ανθρωποφάγου δράκοντα, που θα καταβρόχθιζε όλους τους νέους, και οι δικοί τους δεν θα τους ξανάβλεπαν ποτέ. Αλλά γελάστηκε…
Το ίδιο βράδυ, εξάλλου, ενώ ο Ιάσωνας είχε αποκοιμηθεί επάνω στην Αργώ, είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο: «Καθώς πλησίαζε μόνος του προς την βαλανιδιά, από την οποία κρεμόταν το πολύτιμο τρόπαιο, ξετυλίχθηκε από την πελώρια ρίζα της και απειλητικός ορθώθηκε μπροστά του ο φρικαλέος δράκοντας. Το θηρίο τον κοίταξε επίμονα με τα κόκκινα μάτια του, έπειτα άνοιξε διάπλατα το αδηφάγο στόμα του και τον κατάπιε ολόκληρο. Τότε ο ήρωας βρέθηκε φυλακισμένος και αβοήθητος μέσα στο σκοτεινό στομάχι τού δράκοντα και ένιωσε ότι από εκεί δεν θα έβγαινε ποτέ ζωντανός. Ξαφνικά, όμως, ενώ σκεφτόταν με θλίψη το άδοξο τέλος που τον περίμενε, είδε το στόμα τού τέρατος να ξανανοίγει αργά-αργά. Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, ο ήρωας κινήθηκε αποφασιστικά προς το φως, που διακρινόταν μεταξύ των δοντιών τού θηρίου. Έφτασε, λοιπόν, μέχρι την είσοδο τού στόματός του και αντίκρισε – πάνοπλη και ετοιμοπόλεμη – την κάλλιστη θεά Αθηνά, να τον προσμένει απ’ έξω, και να τού δίνει το χέρι της γιά να τον τραβήξει και να τον λυτρώσει». Ο Ιάσωνας ξύπνησε ταραγμένος και ανακάθισε σκεφτικός στην πρόχειρη κλίνη του, κοιτάζοντας αφηρημένος προς τ’ αστέρια. Έπειτα από κάμποση ώρα, ωστόσο, ένιωσε ότι είχε πλέον κατανοήσει το απόκρυφο μήνυμα τού ονείρου, χαμογέλασε ικανοποιημένος και ξάπλωσε ξανά.
Λίγο πριν από το ξημέρωμα, τώρα, μία σκιά ανέβηκε ελαφροπατώντας στην Αργώ, ψιθύρισε κάτι στο αυτί ενός φρουρού, εκείνος έδειξε με το δάχτυλο το μέρος όπου κοιμόταν ο Ιάσονας, και η λυγερή μορφή κατευθύνθηκε προς τα εκεί, γονάτισε ήσυχα δίπλα στον ξαπλωμένο νέο και τον ξύπνησε με ήρεμο τρόπο. Μόλις ο Ιάσωνας συνήλθε, αντίκρισε την όμορφη Μήδεια, την κόρη τού Αιήτη, που τον κοιτούσε με τα μεγάλα, πράσινα, αστραφτερά μάτια της. «Σε λίγες ώρες», τού είπε, «θα πας να συναντήσεις τον δράκοντα, τον φύλακα τής βαλανιδιάς. Εκεί κοντά θα βρίσκομαι κ’ εγώ». Πριν ο ήρωας προλάβει να αντιδράσει κάπως, η αρχοντοπούλα είχε σηκωθεί και έφευγε βιαστικά από το πλοίο. Ήδη χάραζε…
Με το πρώτο φως τού ήλιου, ο Ιάσωνας συγκέντρωσε τους αργοναύτες, τους μίλησε γιά το παράτολμο εγχείρημα που θα αναλάμβανε σε λίγο, τους μοίρασε προσεκτικά διάφορα καθήκοντα, πήρε μαζί του δώδεκα επίλεκτους, οπλισμένους νέους και ξεκίνησε θαρραλέα γιά το άλσος τού Άρη. Την ίδια στιγμή, όρθια κάτω από την βαλανιδιά, σκεπασμένη με ένα μελανό πέπλο, στεκόταν εκστασιασμένη η Μήδεια, έψελνε ψιθυριστά έναν άγνωστο ύμνο και ράντιζε τελετουργικά τα μάτια τού θηρίου με ένα μυστηριώδες, αρωματικό φίλτρο. Σύντομα, ο επικίνδυνος δράκοντας ναρκώθηκε και αποκοιμήθηκε εντελώς. Φτάνοντας εκεί ο Ιάσωνας, αφού τοποθέτησε περιμετρικά τους συντρόφους του, γιά να φρουρούν την περιοχή με τα σπαθιά στα χέρια, αντιλήφθηκε την δράση τής γητεύτρας καλλονής, την προσέγγισε, την κοίταξε κατάματα με ευγνωμοσύνη, μετά αναρριχήθηκε στην πυκνόφυλλη βαλανιδιά με σταθερές κινήσεις, άρπαξε το περιζήτητο χρυσόμαλλο δέρας, κατέβηκε επιδέξια και εγκατέλειψε άμεσα το άλσος, μαζί με τους αργοναύτες και την Μήδεια.
Έχοντας επιτελέσει τον απίστευτο άθλο του και πριν να γίνει αντιληπτός από τον αδίστακτο Αιήτη και τους ανθρώπους του, ο Ιάσωνας απέπλευσε τάχιστα από την Κολχίδα μαζί με τους αγαπητούς συντρόφους του, έχοντας δίπλα του, επάνω στην γοργοτάξιδη Αργώ, την πανέμορφη βασιλοπούλα Μήδεια, την πολύτιμη αρωγό και συμπαραστάτισσά του. Το υπέροχο πλοίο κατευθυνόταν πλέον ολοταχώς προς την Ιωλκό. Ο γενναιόψυχος ήρωας δεν έκρυβε ούτε την ικανοποίηση ούτε την χαρά του, και ήταν πανέτοιμος να αντιμετωπίσει και άλλες περιπέτειες.
Διασχίζοντας, έτσι, το καταγάλανο Αιγαίο και προσπερνώντας τα σαγηνευτικά νησιά του, μετά από πολλές ημέρες και νύχτες, η αστραφτερή και θεόρατη Αργώ έφτασε στα μέρη τού Καυκάσου, κοντά στον ποταμό Φάση, στην αφιλόξενη γη των Κόλχων. Βασιλιάς εκείνης τής άγριας περιοχής ήταν ο φοβερός Αιήτης, γιός τού θεού Ήλιου και τής νύμφης Περσηίδας, αδελφός τής δαιμόνιας Κίρκης και τής φιλήδονης Πασιφάης, σύζυγος τής Ιδυίας και πατέρας τής γητεύτρας Μήδειας και τού Άψυρτου. Αφού ασφάλισαν, λοιπόν, το πλοίο τους και αποβιβάστηκαν, ο Ιάσωνας και οι αργοναύτες του πήγαν κατευθείαν στο μεγαλοπρεπές ανάκτορο τού Αιήτη και με ξεκάθαρα λόγια τού ανήγγειλαν τον σκοπό τού ταξιδιού τους. Στην αίθουσα των ακροάσεων, επάνω σε χρυσό θρόνο, καλυμμένη με αργυρό πέπλο, καθόταν αμίλητη η πολυμήχανη θυγατέρα τού βασιλιά, η οποία παρακολούθησε ολόκληρη την συνομιλία τού πατέρα της με τους ξένους και ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τον αρρενωπό Ιάσωνα, που έλαμπε σαν τον Σείριο, όπως γράφουν και οι αρχαίοι σοφοί.
Θέλοντας, τότε, να απαλλαγεί, όσο το δυνατόν ταχύτερα, από την παρουσία των ενοχλητικών ταξιδιωτών, ο σκληρόκαρδος βασιλιάς Αιήτης απάντησε καταφατικά στην απαίτηση τού αγέρωχου ήρωα και αμέσως πρόσθεσε: «Το χρυσόμαλλο δέρας βρίσκεται, εδώ και πολλά χρόνια, κρεμασμένο στο ιερό άλσος τού θεού Άρη, επάνω σε μία πανύψηλη και πανάρχαια βαλανιδιά, και προστατεύεται άγρυπνα από ένα τεράστιο και φονικό δράκοντα, ισχυρό και ακατανίκητο, που κανείς μέσα στην Κολχίδα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει. Εάν εσύ το καταφέρεις, γιέ τού Αίσονα, πάρε το χρυσόμαλλο δέρας και γύρνα στην πατρίδα σου». Τα λόγια, όμως, ήταν υστερόβουλα, γιατί ο τραχύς βασιλιάς έλπιζε, βαθιά μέσα του, ότι ο Ιάσωνας και οι αργοναύτες θα έπεφταν θύματα τού ανθρωποφάγου δράκοντα, που θα καταβρόχθιζε όλους τους νέους, και οι δικοί τους δεν θα τους ξανάβλεπαν ποτέ. Αλλά γελάστηκε…
Το ίδιο βράδυ, εξάλλου, ενώ ο Ιάσωνας είχε αποκοιμηθεί επάνω στην Αργώ, είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο: «Καθώς πλησίαζε μόνος του προς την βαλανιδιά, από την οποία κρεμόταν το πολύτιμο τρόπαιο, ξετυλίχθηκε από την πελώρια ρίζα της και απειλητικός ορθώθηκε μπροστά του ο φρικαλέος δράκοντας. Το θηρίο τον κοίταξε επίμονα με τα κόκκινα μάτια του, έπειτα άνοιξε διάπλατα το αδηφάγο στόμα του και τον κατάπιε ολόκληρο. Τότε ο ήρωας βρέθηκε φυλακισμένος και αβοήθητος μέσα στο σκοτεινό στομάχι τού δράκοντα και ένιωσε ότι από εκεί δεν θα έβγαινε ποτέ ζωντανός. Ξαφνικά, όμως, ενώ σκεφτόταν με θλίψη το άδοξο τέλος που τον περίμενε, είδε το στόμα τού τέρατος να ξανανοίγει αργά-αργά. Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, ο ήρωας κινήθηκε αποφασιστικά προς το φως, που διακρινόταν μεταξύ των δοντιών τού θηρίου. Έφτασε, λοιπόν, μέχρι την είσοδο τού στόματός του και αντίκρισε – πάνοπλη και ετοιμοπόλεμη – την κάλλιστη θεά Αθηνά, να τον προσμένει απ’ έξω, και να τού δίνει το χέρι της γιά να τον τραβήξει και να τον λυτρώσει». Ο Ιάσωνας ξύπνησε ταραγμένος και ανακάθισε σκεφτικός στην πρόχειρη κλίνη του, κοιτάζοντας αφηρημένος προς τ’ αστέρια. Έπειτα από κάμποση ώρα, ωστόσο, ένιωσε ότι είχε πλέον κατανοήσει το απόκρυφο μήνυμα τού ονείρου, χαμογέλασε ικανοποιημένος και ξάπλωσε ξανά.
Λίγο πριν από το ξημέρωμα, τώρα, μία σκιά ανέβηκε ελαφροπατώντας στην Αργώ, ψιθύρισε κάτι στο αυτί ενός φρουρού, εκείνος έδειξε με το δάχτυλο το μέρος όπου κοιμόταν ο Ιάσονας, και η λυγερή μορφή κατευθύνθηκε προς τα εκεί, γονάτισε ήσυχα δίπλα στον ξαπλωμένο νέο και τον ξύπνησε με ήρεμο τρόπο. Μόλις ο Ιάσωνας συνήλθε, αντίκρισε την όμορφη Μήδεια, την κόρη τού Αιήτη, που τον κοιτούσε με τα μεγάλα, πράσινα, αστραφτερά μάτια της. «Σε λίγες ώρες», τού είπε, «θα πας να συναντήσεις τον δράκοντα, τον φύλακα τής βαλανιδιάς. Εκεί κοντά θα βρίσκομαι κ’ εγώ». Πριν ο ήρωας προλάβει να αντιδράσει κάπως, η αρχοντοπούλα είχε σηκωθεί και έφευγε βιαστικά από το πλοίο. Ήδη χάραζε…
Με το πρώτο φως τού ήλιου, ο Ιάσωνας συγκέντρωσε τους αργοναύτες, τους μίλησε γιά το παράτολμο εγχείρημα που θα αναλάμβανε σε λίγο, τους μοίρασε προσεκτικά διάφορα καθήκοντα, πήρε μαζί του δώδεκα επίλεκτους, οπλισμένους νέους και ξεκίνησε θαρραλέα γιά το άλσος τού Άρη. Την ίδια στιγμή, όρθια κάτω από την βαλανιδιά, σκεπασμένη με ένα μελανό πέπλο, στεκόταν εκστασιασμένη η Μήδεια, έψελνε ψιθυριστά έναν άγνωστο ύμνο και ράντιζε τελετουργικά τα μάτια τού θηρίου με ένα μυστηριώδες, αρωματικό φίλτρο. Σύντομα, ο επικίνδυνος δράκοντας ναρκώθηκε και αποκοιμήθηκε εντελώς. Φτάνοντας εκεί ο Ιάσωνας, αφού τοποθέτησε περιμετρικά τους συντρόφους του, γιά να φρουρούν την περιοχή με τα σπαθιά στα χέρια, αντιλήφθηκε την δράση τής γητεύτρας καλλονής, την προσέγγισε, την κοίταξε κατάματα με ευγνωμοσύνη, μετά αναρριχήθηκε στην πυκνόφυλλη βαλανιδιά με σταθερές κινήσεις, άρπαξε το περιζήτητο χρυσόμαλλο δέρας, κατέβηκε επιδέξια και εγκατέλειψε άμεσα το άλσος, μαζί με τους αργοναύτες και την Μήδεια.
Έχοντας επιτελέσει τον απίστευτο άθλο του και πριν να γίνει αντιληπτός από τον αδίστακτο Αιήτη και τους ανθρώπους του, ο Ιάσωνας απέπλευσε τάχιστα από την Κολχίδα μαζί με τους αγαπητούς συντρόφους του, έχοντας δίπλα του, επάνω στην γοργοτάξιδη Αργώ, την πανέμορφη βασιλοπούλα Μήδεια, την πολύτιμη αρωγό και συμπαραστάτισσά του. Το υπέροχο πλοίο κατευθυνόταν πλέον ολοταχώς προς την Ιωλκό. Ο γενναιόψυχος ήρωας δεν έκρυβε ούτε την ικανοποίηση ούτε την χαρά του, και ήταν πανέτοιμος να αντιμετωπίσει και άλλες περιπέτειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου