Η υγεία ορίζεται χρηστικά ως απουσία οποιασδήποτε νόσου. Αντίθετα, ο έρωτας συνειδητοποιείται με την παρουσία του. Ο έρωτας συνδέεται συνειρμικά με τη γενετήσια λειτουργία, αλλά η λειτουργία αυτή δεν είναι πάντα ικανή και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι καν αναγκαία για τον έρωτα. Είναι ίσως προσφυέστερο να δεχτούμε ότι έρωτας υπάρχει, όταν όλες οι παρορμήσεις της ζωής συντονίζονται με αναφορά σε συγκεκριμένο πρόσωπο.
Τόσο η υγεία όσο και ο έρωτας υπηρετούν την ίδια βιοσκοπιμότητα, όπως αυτή εκφράζεται με τη διατήρηση, αναπαραγωγή και ανταγωνιστική διασπορά των γονιδίων που συναπαρτίζουν τη ζωή σε κάθε άτομο, σε κάθε είδος.
Στον άνθρωπο, όμως, σε αντιδιαστολή προς όλα τα άλλα είδη συμπεριλαμβανομένων των ανθρωποειδών, ο έρωτας πήρε πρόσθετες διαστάσεις, που υπαγορεύτηκαν από το γεγονός ότι το ανθρώπινο είδος δημιούργησε και κατοχύρωσε εξελικτικά την εξωχρωματοσωματική κληρονομικότητα, με προεξάρχοντα όργανά της τον προφορικό και γραπτό λόγο.
Μορφολειτουργικό αποτέλεσμα και έκφραση της εξωχρωματοσωματικής κληρονομικότητας είναι ο αναλογικά μεγάλος εγκέφαλος του ανθρώπου και η εξαιρετικά παρατεταμένη περίοδος που χρειάζεται για την ωρίμασή του, η οποία προσεγγίζει τη δεκαπενταετία. Η μορφολειτουργική διαφοροποίηση του ερωτισμού στον άνθρωπο αντανακλάται στη ριζική αναδιαμόρφωση των γεννητικών του οργάνων και της γενετήσιας λειτουργίας.
Η γυναίκα έχει ερωτική δεκτικότητα οποτεδήποτε υπάρχουν οι κατάλληλες τοποχρονικές προϋποθέσεις και συναισθηματικές συνθήκες και αυτό την αντιδιαστέλλει από όλα τα άλλα θηλαστικά που είναι αιχμάλωτα της περιοδικότητας του οίστρου. Επιπλέον, η γυναίκα έχει το χάρισμα του οργασμού και αυτό τη διαφοροποιεί από τα άλλα ανθρωποειδή.
Στον άνδρα, η διαμόρφωση και η λειτουργικότητα των γεννητικών οργάνων παρέχει μία προτεραιότητα στη γενετήσια λειτουργία που δεν απαντάται στα άλλα ανθρωποειδή. Τέλος, οι μαστοί στη γυναίκα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα ανθρωποειδή, αναπτύσσονται πολύ πριν από την εγκυμοσύνη και, σε όλες σχεδόν τις φυλές, έχουν ερωτικό συμβολισμό.
Η συλλογιστική αυτή αναπτύχθηκε με αναφορά στην πυρηνική οικογένεια, αλλά αφορά και την ευρύτερη οικογένεια και τελικά το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Στο κοινωνικό σύνολο, η κάθε γενιά αποτελεί τους γονείς της επόμενης και ο έρωτας αποτελεί από τους κυριότερους αρμούς της συνοχής του.
Συνάγεται λοιπόν ότι ό έρωτας, με συγκλίνουσα οντογονική και φυλογονική προοπτική, θα έπρεπε να προάγει την υγεία, αφού το αντίθετο θα αντιστρατευόταν την ουσία και τους όρους της φυσικής επιλογής. Γονίδια και άτομα προικισμένα τόσο για τον έρωτα όσο και την υγεία ήταν ανταγωνιστικότερα από εκείνα που ήταν προικισμένα για το ένα μόνο από τα δύο φαινόμενα.
Προστασία από τον καρκίνο
Επιδημιολογικά δεδομένα στήριζαν πάντα την άποψη ότι ο έρωτας και διάφορα επιφαινόμενά του προάγουν την υγεία.
Είναι γνωστό ότι η εγκυμοσύνη παρέχει προστασία απέναντι στους καρκίνους του μαστού, των ωοθηκών και του ενδομητρίου, και ότι ο θηλασμός προστατεύει, σε μικρότερο βαθμό, έναντι του προεμμηνοπαυσιακού καρκίνου του μαστού και ενδεχομένως του καρκίνου των ωοθηκών.
Έχει τεκμηριωθεί ότι η μοναξιά συσχετίζεται με τη βία και την αυτοκτονία, και ότι η χηρεία ακολουθείται από μία χρονική περίοδο αυξημένου κινδύνου για καρδιακά επεισόδια, επεισόδια κατάθλιψης και αυτοκτονία. Σε χρονιότερη βάση, η κοινωνική απομόνωση συσχετίζεται θετικά με τη γενική θνησιμότητα και η ένταξη σε ένα δίκτυο κοινωνικής στήριξης φαίνεται να παρέχει προστασία απέναντι σε ένα ευρύ φάσμα νοσημάτων. Τέλος, είναι γνωστό ότι οι έγγαμοι είναι μακροβιότεροι των αγάμων και των χήρων.
Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, συσσωρεύτηκαν αμεσότερες ενδείξεις από μία σειρά μεγάλων ερευνών. Η έρευνα του Πανεπιστημίου Duke για τις διαδικασίες γήρανσης σε άνδρες και γυναίκες έδειξε ότι η γενική θνησιμότητα μειώνεται σε συνάρτηση προς τη συχνότητα των γενετήσιων σχέσεων στους άνδρες και την ποιότητα των σχέσεων αυτών στις γυναίκες.
Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώθηκαν από μία σουηδική έρευνα που περιορίστηκε σε άνδρες και από μια έρευνα ασθενών - μαρτύρων σε γυναίκες με στεφανιαία νόσο. Σε έρευνα της δικής μας ομάδας που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα διαπιστώσαμε ότι μεγαλύτερη συχνότητα γενετήσιων σχέσεων συνδυάζεται με μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του προστάτη, αλλά το εύρημα αυτό δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί από άλλες έρευνες.
Τέλος, τα ευρήματα μιας σημαντικής έρευνας που έγινε στο Caerfilly της Ουαλίας έδειξαν ότι σε άνδρες ηλικίας μέχρι 69 ετών ένας οργασμός την εβδομάδα αντιστοιχεί σε μείωση της γενικής θνησιμότητας περίπου κατά 15%. Θα πρέπει ίσως νά επισημανθεί ότι η γενετήσια δραστηριότητα όπως και η φυσική άσκηση αυξάνουν βραχυπρόθεσμα (για λίγες ώρες) αλλά μειώνουν πολύ περισσότερο μακροπρόθεσμα την πιθανότητα θανάτου.
Κλιμακτήριος και στυτική δυσλειτουργία
Στο μέτρο κατά το οποίο ο έρωτας αποτελεί όχι μόνο πηγή χαράς αλλά και φαινόμενο που συμπορεύεται με την υγεία, είναι εύλογη η επιθυμία διατήρησης της ερωτικής ζωής ακόμη και στις προχωρημένες ηλικίες. Όσον αφορά τις γυναίκες, η ερωτική διάθεση και δεκτικότητα ελάχιστα μειώνεται με την ηλικία και υπάρχουν ενδείξεις ότι η μείωση αυτή αμβλύνεται σημαντικά όταν χρησιμοποιούνται εμμηνοπαυσιακά οιστρογόνα.
Στους άνδρες, όμως, η στυτική δυσλειτουργία αποτελεί σημαντικό και συχνά αυτοαναπαραγόμενο πρόβλημα. Υποστηρίζεται ότι ή στυτική δυσλειτουργία αποτελεί μία από τις πιο παραμελημένες παθολειτουργικές διαταραχές, συνέπεια της συλλογικής αμηχανίας στην ανάγκη παροχής βοήθειας σε αυτούς που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στους όρους και τις προϋποθέσεις του έρωτα.
Η αιτιολογία της στυτικής δυσλειτουργίας ποικίλλει τοπικά, χρονικά και σε συνάρτηση με την ηλικία. Στο ένα έκτο των περιπτώσεών της είναι αγγειογενής και σε σημαντικό ποσοστό χειρουργικά ανατάξιμη. Ένα άλλο πέμπτο των περιπτώσεων αποτελεί παρενέργεια της λήψης φαρμάκων, όπως είναι τα αντιυπερτασικά, και είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί σε κάποιο βαθμό με δοσολογική ρύθμιση ή φαρμακευτικούς συνδυασμούς. Ένα ακόμη πέμπτο έχει νευρογενή αιτιολογία και, μολονότι δεν υπάρχει γενικά αποδεκτή μεθοδολογία για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων της κατηγορίας αυτής, η ανακάλυψη του ρόλου του οξειδίου του αζώτου ως νευροδιαβιβαστή δημιουργεί ήδη προϋποθέσεις για την εν καιρώ ανακάλυψη αποτελεσματικής φαρμακοθεραπείας.
Το μεγαλύτερο πάντως ποσοστό των περιπτώσεων στυτικής δυσλειτουργίας έχει μεικτή αιτιολογία με σημαντικές ψυχογενείς συνιστώσες. Για τις περιπτώσεις αυτές βρίσκεται ήδη μέσα στον επιστημονικό μας ορίζοντα η ανάπτυξη φαρμάκων που είναι τόσο επιστημονικώς αποτελεσματικά όσο και αισθητικώς αποδεκτά.
Μετάδοση νοσημάτων
Ένα θέμα, που συχνά εγείρεται κατά τη συνεκτίμηση των φαινομένων του έρωτα και της υγείας, είναι οι επιδημίες των νοσημάτων που μεταδίδονται με γενετήσιες σχέσεις, κατ' εξοχήν σήμερα νοσήματα που προκαλούνται από τους ανθρώπινους ιούς του απλού έρπητα, των κονδυλωμάτων και της ανοσοανεπάρκειας. Είναι βέβαια προφανές ότι αν υπήρχε απόλυτη, μακροχρόνια μονογαμικότητα, δεν θα υπήρχε επιδημική διασπορά των νοσημάτων της κατηγορίας αυτής, ώστε η ευθύνη να μετατίθεται από τον έρωτα αυτόν καθ’ εαυτόν στην ταυτοχρονική ερωτική πολυμέρεια.
Η ερωτική πολυμέρεια απαντάται συχνά σε ορισμένες κατηγορίες πληθυσμών, ακόμη και σήμερα, και έχει φυλογονικές καταβολές που επικεντρώνονται στο ανδρικό φύλο. Οι φυλογονικές αυτές καταβολές αντανακλώνται στον ανθρώπινο σωματικό διμορφισμό: οι άνδρες είναι πιο σωματώδεις από τις γυναίκες, επειδή η εξελικτική πίεση λειτούργησε εντονότερα σε αυτούς με μηχανισμούς γονιδιακής αποτύπωσης εξαιτίας της ανταγωνιστικής τους ερωτικής κατακτητικότητας.
Οι φυλογονικές, όμως, ρίζες του φαινομένου είναι παρωχημένες στη σύγχρονη κοινωνική δυναμική. Ο έρωτας στον σύγχρονο άνθρωπο πρέπει να έχει, και κατά κανόνα έχει, θεσμικό και ηθικό πλαίσιο. Στην αντίθετη περίπτωση, συγκρούεται με τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν από τα κεκτημένα της ανθρώπινης εξέλιξης, που ευοδώνεται από τη δημιουργία και αποδοχή ενός τέτοιου πλαισίου.
Η εφ' όρου ζωής μονογαμικότητα είναι ίσως δύσκολη, αλλά η μονογαμικότητα σε μη επικαλυπτόμενες χρονικές περιόδους είναι τόσο εφικτή όσο και επιθυμητή, καθώς ελαχιστοποιεί την πιθανότητα επιδημικής διασποράς των γενετησίως μεταδιδόμενων νοσημάτων. Σε άλλο επίπεδο, η ερωτική μονομέρεια αντανακλά διανοητική και συναισθηματική ωριμότητα, ενώ η ερωτική πολυμέρεια και ο ερωτικός καταναλωτισμός αποτελούν εκφράσεις αλλοτρίωσης και σκιαγραφούν προσωπικότητες με ανηδονικά στοιχεία.
Σε ακραία νοσολογική έκφραση, το ανηδονικό άτομο αδυνατεί να προσποριστεί χαρά από τις φυσικές πηγές της, όπως ο ενήλικος με σακχαρώδη διαβήτη αδυνατεί νά μεταβολίσει τους υδατάνθρακες παρόλη την περίσσεια της κυκλοφορούσας ινσουλίνης. Η συλλογιστική αυτή διαμορφώνει ένα μήνυμα για όσους αγωνίζονται για την προαγωγή της υγείας, ιδιαίτερα με εκστρατείες αγωγής υγείας στους νέους. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη χαρά στον ίδιο ή σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι έχει ανάγκη την υγεία. Όταν οι δύο επιδιώξεις συγκρούονται, η αναζήτηση της χαράς, ακόμη και της χαράς που τη διαμορφώνουν οι αρχέγονες ηδονικές παρορμήσεις, συχνά προηγείται.
Η αδυναμία διαμόρφωσης μιας επιτυχούς στρατηγικής στον τομέα αυτό ευθύνεται ίσως για την αναποτελεσματικότητα των συστηματικών προσπαθειών που έχουν γίνει για την καταπολέμηση φαινομένων με έκδηλη επιδημικότητα στους νέους.
Καταληκτικά, τα δεδομένα στηρίζουν την άποψη ότι ανάμεσα στον έρωτα και στην υγεία υπάρχει μία ισχυρή και αμφίδρομη σχέση που συνδέεται με ό,τι εφηβικό υπάρχει και παραμένει στον άνθρωπο, ανεξάρτητα από την ηλικία του. Η σχέση δεν είναι βέβαια απόλυτη και η αντιστοιχία δεν είναι χωρίς εξαιρέσεις. Είναι πάντως λογικά θεμιτή η εκτίμηση ότι η ψυχική υγεία λαξεύεται από στοιχεία ενός διακριτικού, πειθαρχημένου και εξευγενισμένου ερωτισμού. Αντίθετα ο έρωτας μπορεί να υπάρχει, και συχνά υπάρχει, ακόμη και όταν η υγεία έχει καίρια τρωθεί.
Τόσο η υγεία όσο και ο έρωτας υπηρετούν την ίδια βιοσκοπιμότητα, όπως αυτή εκφράζεται με τη διατήρηση, αναπαραγωγή και ανταγωνιστική διασπορά των γονιδίων που συναπαρτίζουν τη ζωή σε κάθε άτομο, σε κάθε είδος.
Στον άνθρωπο, όμως, σε αντιδιαστολή προς όλα τα άλλα είδη συμπεριλαμβανομένων των ανθρωποειδών, ο έρωτας πήρε πρόσθετες διαστάσεις, που υπαγορεύτηκαν από το γεγονός ότι το ανθρώπινο είδος δημιούργησε και κατοχύρωσε εξελικτικά την εξωχρωματοσωματική κληρονομικότητα, με προεξάρχοντα όργανά της τον προφορικό και γραπτό λόγο.
Μορφολειτουργικό αποτέλεσμα και έκφραση της εξωχρωματοσωματικής κληρονομικότητας είναι ο αναλογικά μεγάλος εγκέφαλος του ανθρώπου και η εξαιρετικά παρατεταμένη περίοδος που χρειάζεται για την ωρίμασή του, η οποία προσεγγίζει τη δεκαπενταετία. Η μορφολειτουργική διαφοροποίηση του ερωτισμού στον άνθρωπο αντανακλάται στη ριζική αναδιαμόρφωση των γεννητικών του οργάνων και της γενετήσιας λειτουργίας.
Η γυναίκα έχει ερωτική δεκτικότητα οποτεδήποτε υπάρχουν οι κατάλληλες τοποχρονικές προϋποθέσεις και συναισθηματικές συνθήκες και αυτό την αντιδιαστέλλει από όλα τα άλλα θηλαστικά που είναι αιχμάλωτα της περιοδικότητας του οίστρου. Επιπλέον, η γυναίκα έχει το χάρισμα του οργασμού και αυτό τη διαφοροποιεί από τα άλλα ανθρωποειδή.
Στον άνδρα, η διαμόρφωση και η λειτουργικότητα των γεννητικών οργάνων παρέχει μία προτεραιότητα στη γενετήσια λειτουργία που δεν απαντάται στα άλλα ανθρωποειδή. Τέλος, οι μαστοί στη γυναίκα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα ανθρωποειδή, αναπτύσσονται πολύ πριν από την εγκυμοσύνη και, σε όλες σχεδόν τις φυλές, έχουν ερωτικό συμβολισμό.
Η συλλογιστική αυτή αναπτύχθηκε με αναφορά στην πυρηνική οικογένεια, αλλά αφορά και την ευρύτερη οικογένεια και τελικά το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Στο κοινωνικό σύνολο, η κάθε γενιά αποτελεί τους γονείς της επόμενης και ο έρωτας αποτελεί από τους κυριότερους αρμούς της συνοχής του.
Συνάγεται λοιπόν ότι ό έρωτας, με συγκλίνουσα οντογονική και φυλογονική προοπτική, θα έπρεπε να προάγει την υγεία, αφού το αντίθετο θα αντιστρατευόταν την ουσία και τους όρους της φυσικής επιλογής. Γονίδια και άτομα προικισμένα τόσο για τον έρωτα όσο και την υγεία ήταν ανταγωνιστικότερα από εκείνα που ήταν προικισμένα για το ένα μόνο από τα δύο φαινόμενα.
Προστασία από τον καρκίνο
Επιδημιολογικά δεδομένα στήριζαν πάντα την άποψη ότι ο έρωτας και διάφορα επιφαινόμενά του προάγουν την υγεία.
Είναι γνωστό ότι η εγκυμοσύνη παρέχει προστασία απέναντι στους καρκίνους του μαστού, των ωοθηκών και του ενδομητρίου, και ότι ο θηλασμός προστατεύει, σε μικρότερο βαθμό, έναντι του προεμμηνοπαυσιακού καρκίνου του μαστού και ενδεχομένως του καρκίνου των ωοθηκών.
Έχει τεκμηριωθεί ότι η μοναξιά συσχετίζεται με τη βία και την αυτοκτονία, και ότι η χηρεία ακολουθείται από μία χρονική περίοδο αυξημένου κινδύνου για καρδιακά επεισόδια, επεισόδια κατάθλιψης και αυτοκτονία. Σε χρονιότερη βάση, η κοινωνική απομόνωση συσχετίζεται θετικά με τη γενική θνησιμότητα και η ένταξη σε ένα δίκτυο κοινωνικής στήριξης φαίνεται να παρέχει προστασία απέναντι σε ένα ευρύ φάσμα νοσημάτων. Τέλος, είναι γνωστό ότι οι έγγαμοι είναι μακροβιότεροι των αγάμων και των χήρων.
Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, συσσωρεύτηκαν αμεσότερες ενδείξεις από μία σειρά μεγάλων ερευνών. Η έρευνα του Πανεπιστημίου Duke για τις διαδικασίες γήρανσης σε άνδρες και γυναίκες έδειξε ότι η γενική θνησιμότητα μειώνεται σε συνάρτηση προς τη συχνότητα των γενετήσιων σχέσεων στους άνδρες και την ποιότητα των σχέσεων αυτών στις γυναίκες.
Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώθηκαν από μία σουηδική έρευνα που περιορίστηκε σε άνδρες και από μια έρευνα ασθενών - μαρτύρων σε γυναίκες με στεφανιαία νόσο. Σε έρευνα της δικής μας ομάδας που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα διαπιστώσαμε ότι μεγαλύτερη συχνότητα γενετήσιων σχέσεων συνδυάζεται με μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του προστάτη, αλλά το εύρημα αυτό δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί από άλλες έρευνες.
Τέλος, τα ευρήματα μιας σημαντικής έρευνας που έγινε στο Caerfilly της Ουαλίας έδειξαν ότι σε άνδρες ηλικίας μέχρι 69 ετών ένας οργασμός την εβδομάδα αντιστοιχεί σε μείωση της γενικής θνησιμότητας περίπου κατά 15%. Θα πρέπει ίσως νά επισημανθεί ότι η γενετήσια δραστηριότητα όπως και η φυσική άσκηση αυξάνουν βραχυπρόθεσμα (για λίγες ώρες) αλλά μειώνουν πολύ περισσότερο μακροπρόθεσμα την πιθανότητα θανάτου.
Κλιμακτήριος και στυτική δυσλειτουργία
Στο μέτρο κατά το οποίο ο έρωτας αποτελεί όχι μόνο πηγή χαράς αλλά και φαινόμενο που συμπορεύεται με την υγεία, είναι εύλογη η επιθυμία διατήρησης της ερωτικής ζωής ακόμη και στις προχωρημένες ηλικίες. Όσον αφορά τις γυναίκες, η ερωτική διάθεση και δεκτικότητα ελάχιστα μειώνεται με την ηλικία και υπάρχουν ενδείξεις ότι η μείωση αυτή αμβλύνεται σημαντικά όταν χρησιμοποιούνται εμμηνοπαυσιακά οιστρογόνα.
Στους άνδρες, όμως, η στυτική δυσλειτουργία αποτελεί σημαντικό και συχνά αυτοαναπαραγόμενο πρόβλημα. Υποστηρίζεται ότι ή στυτική δυσλειτουργία αποτελεί μία από τις πιο παραμελημένες παθολειτουργικές διαταραχές, συνέπεια της συλλογικής αμηχανίας στην ανάγκη παροχής βοήθειας σε αυτούς που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στους όρους και τις προϋποθέσεις του έρωτα.
Η αιτιολογία της στυτικής δυσλειτουργίας ποικίλλει τοπικά, χρονικά και σε συνάρτηση με την ηλικία. Στο ένα έκτο των περιπτώσεών της είναι αγγειογενής και σε σημαντικό ποσοστό χειρουργικά ανατάξιμη. Ένα άλλο πέμπτο των περιπτώσεων αποτελεί παρενέργεια της λήψης φαρμάκων, όπως είναι τα αντιυπερτασικά, και είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί σε κάποιο βαθμό με δοσολογική ρύθμιση ή φαρμακευτικούς συνδυασμούς. Ένα ακόμη πέμπτο έχει νευρογενή αιτιολογία και, μολονότι δεν υπάρχει γενικά αποδεκτή μεθοδολογία για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων της κατηγορίας αυτής, η ανακάλυψη του ρόλου του οξειδίου του αζώτου ως νευροδιαβιβαστή δημιουργεί ήδη προϋποθέσεις για την εν καιρώ ανακάλυψη αποτελεσματικής φαρμακοθεραπείας.
Το μεγαλύτερο πάντως ποσοστό των περιπτώσεων στυτικής δυσλειτουργίας έχει μεικτή αιτιολογία με σημαντικές ψυχογενείς συνιστώσες. Για τις περιπτώσεις αυτές βρίσκεται ήδη μέσα στον επιστημονικό μας ορίζοντα η ανάπτυξη φαρμάκων που είναι τόσο επιστημονικώς αποτελεσματικά όσο και αισθητικώς αποδεκτά.
Μετάδοση νοσημάτων
Ένα θέμα, που συχνά εγείρεται κατά τη συνεκτίμηση των φαινομένων του έρωτα και της υγείας, είναι οι επιδημίες των νοσημάτων που μεταδίδονται με γενετήσιες σχέσεις, κατ' εξοχήν σήμερα νοσήματα που προκαλούνται από τους ανθρώπινους ιούς του απλού έρπητα, των κονδυλωμάτων και της ανοσοανεπάρκειας. Είναι βέβαια προφανές ότι αν υπήρχε απόλυτη, μακροχρόνια μονογαμικότητα, δεν θα υπήρχε επιδημική διασπορά των νοσημάτων της κατηγορίας αυτής, ώστε η ευθύνη να μετατίθεται από τον έρωτα αυτόν καθ’ εαυτόν στην ταυτοχρονική ερωτική πολυμέρεια.
Η ερωτική πολυμέρεια απαντάται συχνά σε ορισμένες κατηγορίες πληθυσμών, ακόμη και σήμερα, και έχει φυλογονικές καταβολές που επικεντρώνονται στο ανδρικό φύλο. Οι φυλογονικές αυτές καταβολές αντανακλώνται στον ανθρώπινο σωματικό διμορφισμό: οι άνδρες είναι πιο σωματώδεις από τις γυναίκες, επειδή η εξελικτική πίεση λειτούργησε εντονότερα σε αυτούς με μηχανισμούς γονιδιακής αποτύπωσης εξαιτίας της ανταγωνιστικής τους ερωτικής κατακτητικότητας.
Οι φυλογονικές, όμως, ρίζες του φαινομένου είναι παρωχημένες στη σύγχρονη κοινωνική δυναμική. Ο έρωτας στον σύγχρονο άνθρωπο πρέπει να έχει, και κατά κανόνα έχει, θεσμικό και ηθικό πλαίσιο. Στην αντίθετη περίπτωση, συγκρούεται με τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν από τα κεκτημένα της ανθρώπινης εξέλιξης, που ευοδώνεται από τη δημιουργία και αποδοχή ενός τέτοιου πλαισίου.
Η εφ' όρου ζωής μονογαμικότητα είναι ίσως δύσκολη, αλλά η μονογαμικότητα σε μη επικαλυπτόμενες χρονικές περιόδους είναι τόσο εφικτή όσο και επιθυμητή, καθώς ελαχιστοποιεί την πιθανότητα επιδημικής διασποράς των γενετησίως μεταδιδόμενων νοσημάτων. Σε άλλο επίπεδο, η ερωτική μονομέρεια αντανακλά διανοητική και συναισθηματική ωριμότητα, ενώ η ερωτική πολυμέρεια και ο ερωτικός καταναλωτισμός αποτελούν εκφράσεις αλλοτρίωσης και σκιαγραφούν προσωπικότητες με ανηδονικά στοιχεία.
Σε ακραία νοσολογική έκφραση, το ανηδονικό άτομο αδυνατεί να προσποριστεί χαρά από τις φυσικές πηγές της, όπως ο ενήλικος με σακχαρώδη διαβήτη αδυνατεί νά μεταβολίσει τους υδατάνθρακες παρόλη την περίσσεια της κυκλοφορούσας ινσουλίνης. Η συλλογιστική αυτή διαμορφώνει ένα μήνυμα για όσους αγωνίζονται για την προαγωγή της υγείας, ιδιαίτερα με εκστρατείες αγωγής υγείας στους νέους. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη χαρά στον ίδιο ή σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι έχει ανάγκη την υγεία. Όταν οι δύο επιδιώξεις συγκρούονται, η αναζήτηση της χαράς, ακόμη και της χαράς που τη διαμορφώνουν οι αρχέγονες ηδονικές παρορμήσεις, συχνά προηγείται.
Η αδυναμία διαμόρφωσης μιας επιτυχούς στρατηγικής στον τομέα αυτό ευθύνεται ίσως για την αναποτελεσματικότητα των συστηματικών προσπαθειών που έχουν γίνει για την καταπολέμηση φαινομένων με έκδηλη επιδημικότητα στους νέους.
Καταληκτικά, τα δεδομένα στηρίζουν την άποψη ότι ανάμεσα στον έρωτα και στην υγεία υπάρχει μία ισχυρή και αμφίδρομη σχέση που συνδέεται με ό,τι εφηβικό υπάρχει και παραμένει στον άνθρωπο, ανεξάρτητα από την ηλικία του. Η σχέση δεν είναι βέβαια απόλυτη και η αντιστοιχία δεν είναι χωρίς εξαιρέσεις. Είναι πάντως λογικά θεμιτή η εκτίμηση ότι η ψυχική υγεία λαξεύεται από στοιχεία ενός διακριτικού, πειθαρχημένου και εξευγενισμένου ερωτισμού. Αντίθετα ο έρωτας μπορεί να υπάρχει, και συχνά υπάρχει, ακόμη και όταν η υγεία έχει καίρια τρωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου