Οι υπεράνω υποψίας ένοχοι για τις σύγχρονες ασθένειες.
Πόσο «φιλικά προς το περιβάλλον» είναι τα πολυδιαφημισμένα καθαριστικά;
Τι σχέση μπορεί να έχει ο καρκίνος του μαστού με τα αποσμητικά χώρου;
Πώς συνδέεται το παιδικό άσθμα με τα απορρυπαντικά;
Και ποιες ουσίες πρέπει να αποφεύγει κανείς όταν πάει να αγοράσει καθαριστικά;
Η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά», λένε όσοι την αγαπούν, έχοντας πάντα ένα μικρό βασίλειο από καθαριστικά προϊόντα στο ντουλάπι τους. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για ένα εργαστήριο χημείας, το τίμημα χρήσης του οποίου είναι πολύ υψηλό.
Σε γενικές γραμμές, οι παρενέργειες από τη χρήση, την εισπνοή και επαφή των χημικών καθαριστικών προϊόντων με το δέρμα και, ακόμα χειρότερα, από την κατάποσή τους είναι πολλές – από ναυτίες, ζάλη, δερματικούς ερεθισμούς και πονοκεφάλους, μέχρι πολύ σοβαρότερες καταστάσεις, όπως ζημιά σε εσωτερικά όργανα, αναπνευστικά προβλήματα, τύφλωση, αυτοάνοσα και καρκίνο. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, μπορούν να αποβούν και μοιραία. Εξίσου σοβαρή είναι και η επίπτωση της συστηματικής χρήσης τους στην υγεία. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό, είτε επειδή πολλές φορές δεν δείχνει τα σημάδια της άμεσα, είτε επειδή ο παθών δεν μπορεί να κάνει τη σύνδεση μεταξύ της αιτίας και του αποτελέσματος στην υγεία του.
Αρνητικά ερευνητικά συμπεράσματα
Είναι εντυπωσιακό ότι, κατά την αναζήτηση πληροφοριών για το άρθρο, δεν βρέθηκε καμία επιστημονική έρευνα σχετική με τα καθαριστικά προϊόντα ευρείας χρήσης που να έχει καταλήξει σε θετικά ή, έστω, ουδέτερα συμπεράσματα. Όλες κάνουν λόγο για την επικινδυνότητα των χημικών ουσιών που περιέχουν και εκφράζουν προβληματισμούς για τη χρήση τους.
Πρόσφατη έρευνα του Δημοτικού Ινστιτούτου Ιατρικής Έρευνας της Βαρκελώνης, στην οποία πήραν μέρος 3.503 εθελοντές ηλικίας 20 έως 44 ετών, από 10 ευρωπαϊκές χώρες, απέδειξε ότι ακόμα και μία μόνο εβδομαδιαία έκθεση σε κάποια καθαριστικά προϊόντα αρκεί για να αυξήσει τις πιθανότητες πρόκλησης άσθματος.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν στην Αμερικανική Επιθεώρηση Αναπνευστικής και Εντατικής Ιατρικής, ο κίνδυνος άσθματος αυξάνεται με την αύξηση της συχνότητας έκθεσης στα καθαριστικά σπρέι, ενώ τα προϊόντα με υψηλότερο δείκτη κινδύνου είναι τα αρωματικά σπρέι χώρου, καθώς και τα καθαριστικά επίπλων και τζαμιών σε μορφή σπρέι.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει, επίσης, ότι η συχνή χρήση αυτών των προϊόντων συνδέεται με το «εργασιακό» άσθμα, ωστόσο η νέα έρευνα υπογράμμισε την επικινδυνότητα των χημικών συστατικών των καθαριστικών, τα οποία μπορούν να κάνουν κακό ακόμα και όταν η συχνότητα έκθεσης σε αυτά είναι μικρή. Οι ειδικοί ανέφεραν ότι πιθανότατα η αιτία βρίσκεται στα χημικά που περιέχουν τα καθαριστικά σπρέι, όπως η αμμωνία, τα οποία όταν απελευθερώνονται στον αέρα σε μορφή σταγονιδίων επιβαρύνουν περισσότερο την αναπνευστική λειτουργία.
Η έκθεση σε αυτά τα προϊόντα φαίνεται να ευθύνεται για το 15% των κρουσμάτων άσθματος, δηλαδή περίπου για το ένα στα επτά κρούσματα άσθματος σε ενηλίκους. Κατά μέσο όρο, ο κίνδυνος αυτός ήταν 30-50% υψηλότερος στους ανθρώπους που χρησιμοποιούν πιο συχνά αυτά τα καθαριστικά προϊόντα και ακόμα υψηλότερος σε εκείνους που τα χρησιμοποιούν τουλάχιστον τέσσερις φορές την εβδομάδα.
Παλαιότερη βρετανική έρευνα του πανεπιστημίου Μπρίστολ τα είχε επίσης συνδέσει με εμφάνιση άσθματος – και μάλιστα στα βρέφη. Η έρευνα εστιάστηκε στις τάσεις δύσπνοιας 14.000 νεογνών, που αποτελούν δείκτη πιθανής μελλοντικής ανάπτυξης άσθματος. Συγκρίνοντας αυτές τις περιπτώσεις με κατηγορίες χημικών καθαριστικών για το σπίτι, παρατήρησαν άρρηκτη σύνδεση μεταξύ των συγκεκριμένων προϊόντων και της εμφάνισης της νόσου.
Μολονότι η μελέτη εστίαζε στην προγεννητική έκθεση των βρεφών σε αυτές τις ουσίες, οι ερευνητές υποστήριξαν ότι και η έκθεση μετά τη γέννηση μπορεί επίσης να αποτελεί παράγοντα εμφάνισης του άσθματος.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης ως προς τον τύπο καθαριστικού που φάνηκε ότι χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι οικογένειες των βρεφών. Πρώτα σε χρήση αποδείχθηκαν τα απολυμαντικά (87.4%) και ακολουθούσαν τα λευκαντικά (84.8%), τα σπρέι αεροζόλης (71.7%), τα αποσμητικά χώρου (68%), τα καθαριστικά τζαμιών (60.5%),τα καθαριστικά χαλιών (35.8%), η μπογιά ή το λούστρο (32.9%), το διαλυτικό νέφτι (22.6%), τα εντομοκτόνα και παρασιτοκτόνα (21.2%), το διαλυτικό μπογιάς (5.5%) και, τέλος, τα υγρά για στεγνό καθάρισμα (5.4%).
Προηγούμενες έρευνες είχαν επίσης καταδείξει ότι τα βρέφη που εκτίθενται στον καπνό, τα διαλυτικά και τα προϊόντα καθαρισμού στο σπίτι αντιμετωπίζουν την ίδια πιθανότητα να υποφέρουν από άσθμα, όπως και οι επαγγελματίες καθαριστές.
Επιπλέον, για πρώτη φορά μια έρευνα συνέδεσε τα χημικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται ευρέως για την καθαριότητα των εσωτερικών χώρων των σπιτιών και με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού. Η έρευνα, με επικεφαλής την Τζούλια Μπρόντι του Ινστιτούτου Silent Spring των ΗΠΑ, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Environmental Health (Περιβαλλοντική Υγεία) και αφορούσε δύο ομάδες 787 και 721 γυναικών, με και χωρίς καρκίνο αντίστοιχα.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που κάνουν συχνότερη χρήση καθαριστικών χώρου έχουν περίπου διπλάσιο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού, σε σχέση με όσες κάνουν μικρότερη χρήση, ενώ οι γυναίκες που κάνουν μεγαλύτερη χρήση αποσμητικών χώρου και προϊόντων για την καταπολέμηση της μούχλας και των εντόμων, έχουν πιθανότατα μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του μαστού, σε σχέση με όσες χρησιμοποιούν σπάνια τέτοια καθαριστικά.
Η σύνδεση μεταξύ των τοξικών προϊόντων καθημερινής χρήσης και καρκίνου του μαστού έχει γίνει από πολλούς. Σύμφωνα με τη βρετανική οργάνωση «Καρκίνος του Μαστού ΗΒ», από τότε που προστέθηκαν τα συνθετικά χημικά στα καθημερινά προϊόντα οικιακής και προσωπικής χρήσης, το ποσοστό καρκίνου του μαστού στις γυναίκες έχει αυξηθεί δραματικά. Σύμφωνα μάλιστα με τη Βρετανική Στατιστική Υπηρεσία, το 1971 μόνο 66 στις 100.000 γυναίκες είχαν καρκίνο του μαστού, ενώ το 2010 το νούμερο αυτό αυξήθηκε στις 126 γυναίκες ανά 100.000 – αύξηση σχεδόν 100%!
Ο κατάλογος με τα στοιχεία για τις αρνητικές επιπτώσεις της χημείας στα σπίτια μας είναι μακρύς. Σύμφωνα με αναφορά αμερικανικού περιβαλλοντικού οργανισμού, ήδη από το 1985, τα τοξικά χημικά στα καθαριστικά προϊόντα είναι τρεις φορές πιθανότερο να οδηγήσουν σε καρκίνο από ό,τι η ατμοσφαιρική ρύπανση! Σύμφωνα με άλλη αναφορά αμερικανικής οργάνωσης καταναλωτικών προϊόντων, 150 από τα πιο συνηθισμένα χημικά που βρίσκονται στα σπίτια μας έχουν συνδεθεί με αλλεργίες, αποβολές εμβρύων, καρκίνους και ψυχολογικές διαταραχές.
Δηλητηριάσεις
Τα παιδιά είναι μια ευαίσθητη ομάδα, η οποία κινδυνεύει διπλά από την έκθεση στα χημικά καθαριστικά: αφ’ ενός γιατί ο νεαρός οργανισμός είναι πιο ευαίσθητος, αφ’ ετέρου επειδή το παιδί είναι πιθανό να μην είναι προσεκτικό κατά την επαφή του με αυτά τα προϊόντα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι δηλητηριάσεις και οι θάνατοι παιδιών λόγω ατυχημάτων σχετικών με δηλητηριάσεις από χημικά υπολογίζονται στις 2.000 ετησίως. Αυτό οφείλεται και στη λάθος αποθήκευση των προϊόντων που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες καθώς, αν αποθηκεύονταν σε ασφαλέστερα και μη προσβάσημα στα παιδιά σημεία, τότε υπολογίζεται ότι οι δηλητηριάσεις παιδιών κάτω των 5 ετών θα μειώνονταν κατά 50%.
Τέτοιες χημικές ουσίες είναι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, τα βιοκτόνα (αντιβακτηριδιακά, αντισηπτικά, χλωρίνες κ.ά.), τα απορρυπαντικά, τα καθαριστικά επιφανειών και διάφορα άλλα προϊόντα, τα οποία τυγχάνουν επεξεργασίας με διάφορα χημικά, μπογιές, συντηρητικά, εντομοκτόνα κ.λπ. Ειδικά τα βιοκτόνα κρίνονται ιδιαιτέρως επικίνδυνα και ευθύνονται για ένα μεγάλο ποσοστό δηλητηριάσεων παιδιών.
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, σε μια προσπάθεια προστασίας του καταναλωτή και του περιβάλλοντος, έχει εκδώσει σειρά νομοθετημάτων, τα οποία στοχεύουν στην ανάκληση επικίνδυνων και ύποπτων ουσιών για καρκινογενέσεις, τερατογενέσεις, μεταλλαξογενέσεις, γονιδιακές αλλαγές και άλλες επιβαρύνσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Νομοθετικά ρυθμίζεται η σήμανση, η συσκευασία, η κατηγορία του χρήστη (επαγγελματία ή ερασιτέχνη), καθώς και οι προφυλάξεις του κοινού έναντι των προϊόντων αυτών. Πέρα, όμως, από τις νομοθετικές ρυθμίσεις, σημαντικό ρόλο για προστασία (ειδικά του παιδιού) εντός της οικίας έχουν οι γονείς και γενικότερα οι ιδιοκτήτες και διαχειριστές δημόσιων χώρων.
Χημικά χωρίς ελέγχους
Πέρα από τους χημικούς κινδύνους που μας περιβάλλουν … νομίμως, τώρα αποκαλύπτεται ότι κυκλοφορούν στην αγορά και χημικά που δεν έχουν υποστεί ελέγχους. Σύμφωνα με κοινή μελέτη της ΜΚΟ «ClientEart» και του Ευρωπαϊκού Γραφείου Περιβάλλοντος, η ευρωπαϊκή ρυθμιστική Αρχή για τα χημικά έχει σημειώσει ελάχιστη πρόοδο σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των βιομηχανιών.
Η παραπάνω μελέτη μας πληροφορεί ότι στην Ευρώπη κυκλοφορούν περισσότερα από 30.000 χημικά που δεν υπάγονται σε ρυθμιστικούς ελέγχους και πολλά εξ αυτών δυνητικά απειλούν την υγεία των καταναλωτών. «Συνήθως οι πληροφορίες που καταχωρούνται στο σύστημα είναι ελλιπείς, λανθασμένες και άσχετες. Ως εκ τούτου, περίπου 1.500 δυνητικά πολύ επικίνδυνες χημικές ουσίες συνεχίζουν να κυκλοφορούν στην ευρωπαϊκή αγορά», επισημαίνεται στη μελέτη.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Χημικών, με έδρα το Ελσίνκι, υποστηρίζει ότι, με την Οδηγία REACH που θεσπίστηκε το 2007, με στόχο την καλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών και την αυστηροποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει την αγορά, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος σε επίπεδο ασφάλειας. Ο κύριος ρόλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Χημικών είναι η επιβολή της σχετικής νομοθεσίας, κάτι για το οποίο είναι επίσης υπεύθυνη η Κομισιόν, τα κράτη-μέλη, οι βιομηχανίες και οι κοινωνικοί εταίροι. «Συμφωνούμε ότι η εφαρμογή της Οδηγίας REACH μπορεί να βελτιωθεί», καταλήγει η Υπηρεσία σε ανακοίνωση που εξέδωσε μετά τη δημοσιοποίηση της μελέτης.
Πάντως, είναι γεγονός ότι η ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τις χημικές ουσίες των καθαριστικών προϊόντων μπορεί να είναι ελλιπής – και μάλιστα με τον νόμο! Η Lorie Dwornick, ερευνήτρια και ακτιβίστρια, ανέφερε το 2002 ότι πολλές φορές μόνο το 1% του περιεχομένου αναγράφεται στις ετικέτες, καθώς οι εταιρείες θεωρούν τις συνταγές των προϊόντων τους «εμπορικά μυστικά». Και αυτό, φυσικά, γίνεται με τη σφραγίδα του νόμου!
Τεράστια η ζημιά στο περιβάλλον
Τα καθαριστικά, όπως και πολλά ακόμα προϊόντα καθημερινής χρήσης, καταλήγουν στο περιβάλλον, στο έδαφος και στα ύδατα, μολύνοντάς τα. Με αυτή την έννοια, οι περιβαλλοντικές παράμετροι αυτής της κατάστασης κρύβουν και έμμεσες, μακροπρόθεσμες συνέπειες για την υγεία και γενικότερα για τη ζωή μας. Οι ειδικοί τονίζουν ότι το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό και φαίνεται ήδη. Για παράδειγμα, η βρώση φρέσκων ψαριών, κυρίως μεγάλων, θεωρείται από καιρό προβληματική, εξαιτίας της υπερβολικής συγκέντρωσης βαρέων τοξικών μετάλλων σε θάλασσες, λίμνες και ποτάμια, γεγονός που προέκυψε τις τελευταίες δεκαετίες και από τη χρήση χημικών προϊόντων, όπως τα απορρυπαντικά.
Τα τελευταία περιέχουν ένα μεγάλο ποσοστό πρώτων υλών με μοριακή δομή ξένη προς τη φύση, που σημαίνει ότι δεν βιο-αποικοδομούνται ή αυτό γίνεται ιδιαίτερα αργά. Δυστυχώς, για τη διάθεση ενός απορρυπαντικού δεν απαιτείται 100% βιο-αποικοδόμηση, αλλά 90%, και αυτό στην πρωτογενή της φάση. Το παραπάνω δεδομένο οι εταιρείες το χρησιμοποιούν προς όφελός τους, εφόσον βέβαια τους δίνεται το δικαίωμα.
Μπορούν, δηλαδή, να βαφτίζουν ένα προϊόν που έχει λιγότερο από 10% μη διασπώμενες ουσίες «οικολογικό» και «φιλικό στο περιβάλλον». Γι’ αυτό συχνά οι διαφημίσεις τέτοιου είδους προϊόντων κάνουν λόγο για εξοικονόμηση ενέργειας και φιλικότητα προς το περιβάλλον, αλλά ούτε λόγος για τη μη-βιοδιασπασιμότητα των διαφημιζόμενων προϊόντων.
Κι όμως, σύμφωνα με τους ειδικούς, η βιο-αποικοδόμηση είναι πολλές φορές το κλειδί για να διαπιστώσει κανείς την οικολογική ταυτότητα αυτών των προϊόντων. Για παράδειγμα, η ουσία LAS, που χρησιμοποιείται σήμερα στα συμβατικά αλλά και σε πολλά δήθεν οικολογικά απορρυπαντικά, δεν βιο-αποικοδομείται.
Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες χημικές ουσίες των καθαριστικών, όπως οι τασιενεργές ή επιφανειοδραστικές, που είναι στην ουσία πετροχημικά, προβληματικά για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, τόσο όταν είναι σε μεγάλες ποσότητες, όσο και σε μικρές. Τα τασιενεργά είναι οι δραστικές ουσίες των απορρυπαντικών, στις οποίες οφείλουν την καθαριστική τους ικανότητα. Ανάλογα με τη δόμηση και τη φόρτιση των μορίων τους, χωρίζονται σε: ανιονικά, κατιονικά, μη ιονικά, αμφότερα και native τασιενεργά. Όλα είναι εχθρικά για το περιβάλλον, γιατί δεν βιο-αποικοδομούνται εύκολα.
Τα ανιονικά είναι η σπουδαιότερη ομάδα τασιενεργών για τα απορρυπαντικά, με κυριότερους αντιπροσώπους το σαπούνι και την ουσία LAS (γραμμικό θειομένο αλκύλιο), που είναι πετροχημικό προϊόν. Η κατανάλωσή τους σήμερα στη Δυτική Ευρώπη ξεπερνά τους 500.000 τόνους τον χρόνο. Σύμφωνα με τους ειδικούς, περιεκτικότητα της ουσίας αυτής στο υδάτινο περιβάλλον κατά 0,25 mg/l σημαίνει χρόνια καταστροφή των οργανισμών. Σύμφωνα, όμως, με πιο ευαισθητοποιημένες πηγές, είναι αρκετή και η δόση των 0,01 mg/l.
Στα μεγάλα ποτάμια της Ευρώπης οι μετρήσεις δείχνουν ήδη περιεκτικότητα από 0,01 mg/l-0,05mg/l. Ακόμα μια κατηγορία με ευρεία εφαρμογή σε καθαριστικά εξαιτίας της ανθεκτικότητάς της στο νερό και της δραστικότητάς της σε χαμηλές θερμοκρασίες είναι τα μη ιονικά τασιενεργά. Στο περιβάλλον κυριαρχεί, μέχρι στιγμής, το ιδιαίτερα ρυπογόνο APEO=Alkylphenolethoxylate, του οποίου τα τασιενεργά υπόλοιπα είναι ακόμα πιο επικίνδυνα.
Τα αμφότερα είναι ομάδα τασιενεργών με μεγαλύτερη εφαρμογή στα καλλυντικά και λιγότερη στα καθαριστικά, που γίνονται ιδιαίτερα τοξικά όταν καταλήγουν στο νερό. Για παράδειγμα, το πετροχημικό τασιενεργό TPS (=Tetrapropylenbenzolsulfonat) που χρησιμοποιείται από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα, δημιουργεί επίμονους αφρούς στην επιφάνεια των υδάτων, κάτι που δείχνει πολύ καθαρά την κακή βιο-αποικοδόμησή του. Συμπυκνωμένα διαλύματά τους είναι ιδιαίτερα ερεθιστικά για το δέρμα και μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνιες δερματικές παθήσεις.
Τα native τασιενεργά είναι νέα κατηγορία και, επειδή ένα μέρος τους αποτελείται από φυσικές πρώτες ύλες (κυρίως κοκολίπος), εταιρείες και διαφημιστές τα προωθούν ως «φυσικά», δημιουργώντας συχνά την εντύπωση οτι είναι φιλικά για το περιβάλλον. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, όμως, επειδή οι φυσικές ουσίες που περιέχουν έχουν υποστεί τόσες χημικές διασπάσεις, ώστε έχουν απωλέσει την αρχική τους ταυτότητα.
Τα απορρυπαντικά ρούχων είναι μια κατηγορία καθαριστικών προϊόντων ιδιαιτέρως βλαπτική τόσο για το περιβάλλον, όσο και για την υγεία, εφόσον εφαρμόζονται στα υφάσματα που ακουμπούν απευθείας στο δέρμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα αποσκληρυντικά, τα οποία περιέχουν φωσφορικά άλατα που προκαλούν ευτροφισμό του υδάτινου περιβάλλοντος (ως λίπασμα υψηλής δράσης), με τελικό αποτέλεσμα τη νέκρωσή του.
Ο Ζεόλιθος Α είναι μια ουσία που λέγεται ότι μπορεί να υποκαταστήσει τα φωσφορικά άλατα χωρίς να βλάπτει τόσο πολύ το περιβάλλον, αν και κάποιοι τον αμφισβητούν γιατί περιέχει αλουμίνιο. Το ΝΤΑ (Νιτριολοτριακό Οξύ) θεωρείται επίσης φωσφορικό υποκατάστατο, αλλά έχει προβληματική βιο-αποικοδόμηση και επαναδραστηριοποιεί βαριά τοξικά μέταλλα που είχαν κατακαθίσει και αδρανοποιηθεί στον βυθό.
Στα ενισχυτικά πλύσης το βασικότερο πρόβλημα είναι η χημική ουσία Petrobat, η οποία περιέχει βόρακα που καταστρέφει τη βλάστηση, καθώς και η οργανική χημική ουσία EDTA (Αιθυλο-διαμινο-τετραοξικό οξύ), η οποία δεν βιο-αποικοδομείται και επαναδραστηριοποιεί τα βαρέα τοξικά μέταλλα που έχουν κατακαθίσει στον πυθμένα των λιμνών, των ποταμών και των θαλασσών.
Τα απορρυπαντικά ρούχων περιέχουν συνήθως και ένζυμα, ουσία πρωτεΐνης που προέρχεται από βακτηρίδια, κάνοντας πιο αποτελεσματικά τα απορρυπαντικά σε χαμηλές θερμοκρασίες. Περιέχουν ακόμα αντιοξειδωτικά, συντηρητικά, αρωματικά και απολυμαντικά, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν αλλεργίες και να επιβαρύνουν πρόσθετα το περιβάλλον.
Τα υπερλευκαντικά και βελτιωτικά λάμψης, τέλος, ακόμα ένα διαδεδομένο προϊόν καθαρισμού στα ρούχα, έχουν συνδεθεί με δερματικά προβλήματα. Η ειρωνεία; Το μόνο που κάνουν είναι να σχηματίζουν ένα χημικό φιλμ στην επιφάνεια των υφασμάτων δημιουργώντας ένα προσωρινό οπτικό εφέ και τίποτα παραπάνω.
Όσα αναφέρθηκαν είναι μια μικρή μόνο παράμετρος του προβλήματος. Τα προϊόντα καθαρισμού που χρησιμοποιούμε καθημερινά εμπεριέχουν εκαντοντάδες χημικά, η μακροπρόθεσμη επενέργεια και συνέργεια των οποίων είναι ακόμα άγνωστη, αφού τα σχετικά πειράματα που πραγματοποιούνται μόνο ενδεικτικά συμπεράσματα μπορούν να βγάλουν.
Στην ουσία, το πραγματικό πείραμα γίνεται πάνω σ’ εμάς, τους καταναλωτές. Γι’ αυτό καλούμαστε να κατανοήσουμε το μέγεθος του κινδύνου και να αποκτήσουμε μια υπεύθυνη στάση, στρέφοντας το ενδιαφέρον μας σε μέσα φιλικότερα προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον, ακόμη κι αν κοστίζουν περισσότερο, σε κόπο και σε χρήμα.
Πόσο «φιλικά προς το περιβάλλον» είναι τα πολυδιαφημισμένα καθαριστικά;
Τι σχέση μπορεί να έχει ο καρκίνος του μαστού με τα αποσμητικά χώρου;
Πώς συνδέεται το παιδικό άσθμα με τα απορρυπαντικά;
Και ποιες ουσίες πρέπει να αποφεύγει κανείς όταν πάει να αγοράσει καθαριστικά;
Η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά», λένε όσοι την αγαπούν, έχοντας πάντα ένα μικρό βασίλειο από καθαριστικά προϊόντα στο ντουλάπι τους. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για ένα εργαστήριο χημείας, το τίμημα χρήσης του οποίου είναι πολύ υψηλό.
Σε γενικές γραμμές, οι παρενέργειες από τη χρήση, την εισπνοή και επαφή των χημικών καθαριστικών προϊόντων με το δέρμα και, ακόμα χειρότερα, από την κατάποσή τους είναι πολλές – από ναυτίες, ζάλη, δερματικούς ερεθισμούς και πονοκεφάλους, μέχρι πολύ σοβαρότερες καταστάσεις, όπως ζημιά σε εσωτερικά όργανα, αναπνευστικά προβλήματα, τύφλωση, αυτοάνοσα και καρκίνο. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, μπορούν να αποβούν και μοιραία. Εξίσου σοβαρή είναι και η επίπτωση της συστηματικής χρήσης τους στην υγεία. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό, είτε επειδή πολλές φορές δεν δείχνει τα σημάδια της άμεσα, είτε επειδή ο παθών δεν μπορεί να κάνει τη σύνδεση μεταξύ της αιτίας και του αποτελέσματος στην υγεία του.
Αρνητικά ερευνητικά συμπεράσματα
Είναι εντυπωσιακό ότι, κατά την αναζήτηση πληροφοριών για το άρθρο, δεν βρέθηκε καμία επιστημονική έρευνα σχετική με τα καθαριστικά προϊόντα ευρείας χρήσης που να έχει καταλήξει σε θετικά ή, έστω, ουδέτερα συμπεράσματα. Όλες κάνουν λόγο για την επικινδυνότητα των χημικών ουσιών που περιέχουν και εκφράζουν προβληματισμούς για τη χρήση τους.
Πρόσφατη έρευνα του Δημοτικού Ινστιτούτου Ιατρικής Έρευνας της Βαρκελώνης, στην οποία πήραν μέρος 3.503 εθελοντές ηλικίας 20 έως 44 ετών, από 10 ευρωπαϊκές χώρες, απέδειξε ότι ακόμα και μία μόνο εβδομαδιαία έκθεση σε κάποια καθαριστικά προϊόντα αρκεί για να αυξήσει τις πιθανότητες πρόκλησης άσθματος.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν στην Αμερικανική Επιθεώρηση Αναπνευστικής και Εντατικής Ιατρικής, ο κίνδυνος άσθματος αυξάνεται με την αύξηση της συχνότητας έκθεσης στα καθαριστικά σπρέι, ενώ τα προϊόντα με υψηλότερο δείκτη κινδύνου είναι τα αρωματικά σπρέι χώρου, καθώς και τα καθαριστικά επίπλων και τζαμιών σε μορφή σπρέι.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει, επίσης, ότι η συχνή χρήση αυτών των προϊόντων συνδέεται με το «εργασιακό» άσθμα, ωστόσο η νέα έρευνα υπογράμμισε την επικινδυνότητα των χημικών συστατικών των καθαριστικών, τα οποία μπορούν να κάνουν κακό ακόμα και όταν η συχνότητα έκθεσης σε αυτά είναι μικρή. Οι ειδικοί ανέφεραν ότι πιθανότατα η αιτία βρίσκεται στα χημικά που περιέχουν τα καθαριστικά σπρέι, όπως η αμμωνία, τα οποία όταν απελευθερώνονται στον αέρα σε μορφή σταγονιδίων επιβαρύνουν περισσότερο την αναπνευστική λειτουργία.
Η έκθεση σε αυτά τα προϊόντα φαίνεται να ευθύνεται για το 15% των κρουσμάτων άσθματος, δηλαδή περίπου για το ένα στα επτά κρούσματα άσθματος σε ενηλίκους. Κατά μέσο όρο, ο κίνδυνος αυτός ήταν 30-50% υψηλότερος στους ανθρώπους που χρησιμοποιούν πιο συχνά αυτά τα καθαριστικά προϊόντα και ακόμα υψηλότερος σε εκείνους που τα χρησιμοποιούν τουλάχιστον τέσσερις φορές την εβδομάδα.
Παλαιότερη βρετανική έρευνα του πανεπιστημίου Μπρίστολ τα είχε επίσης συνδέσει με εμφάνιση άσθματος – και μάλιστα στα βρέφη. Η έρευνα εστιάστηκε στις τάσεις δύσπνοιας 14.000 νεογνών, που αποτελούν δείκτη πιθανής μελλοντικής ανάπτυξης άσθματος. Συγκρίνοντας αυτές τις περιπτώσεις με κατηγορίες χημικών καθαριστικών για το σπίτι, παρατήρησαν άρρηκτη σύνδεση μεταξύ των συγκεκριμένων προϊόντων και της εμφάνισης της νόσου.
Μολονότι η μελέτη εστίαζε στην προγεννητική έκθεση των βρεφών σε αυτές τις ουσίες, οι ερευνητές υποστήριξαν ότι και η έκθεση μετά τη γέννηση μπορεί επίσης να αποτελεί παράγοντα εμφάνισης του άσθματος.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης ως προς τον τύπο καθαριστικού που φάνηκε ότι χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι οικογένειες των βρεφών. Πρώτα σε χρήση αποδείχθηκαν τα απολυμαντικά (87.4%) και ακολουθούσαν τα λευκαντικά (84.8%), τα σπρέι αεροζόλης (71.7%), τα αποσμητικά χώρου (68%), τα καθαριστικά τζαμιών (60.5%),τα καθαριστικά χαλιών (35.8%), η μπογιά ή το λούστρο (32.9%), το διαλυτικό νέφτι (22.6%), τα εντομοκτόνα και παρασιτοκτόνα (21.2%), το διαλυτικό μπογιάς (5.5%) και, τέλος, τα υγρά για στεγνό καθάρισμα (5.4%).
Προηγούμενες έρευνες είχαν επίσης καταδείξει ότι τα βρέφη που εκτίθενται στον καπνό, τα διαλυτικά και τα προϊόντα καθαρισμού στο σπίτι αντιμετωπίζουν την ίδια πιθανότητα να υποφέρουν από άσθμα, όπως και οι επαγγελματίες καθαριστές.
Επιπλέον, για πρώτη φορά μια έρευνα συνέδεσε τα χημικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται ευρέως για την καθαριότητα των εσωτερικών χώρων των σπιτιών και με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού. Η έρευνα, με επικεφαλής την Τζούλια Μπρόντι του Ινστιτούτου Silent Spring των ΗΠΑ, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Environmental Health (Περιβαλλοντική Υγεία) και αφορούσε δύο ομάδες 787 και 721 γυναικών, με και χωρίς καρκίνο αντίστοιχα.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που κάνουν συχνότερη χρήση καθαριστικών χώρου έχουν περίπου διπλάσιο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού, σε σχέση με όσες κάνουν μικρότερη χρήση, ενώ οι γυναίκες που κάνουν μεγαλύτερη χρήση αποσμητικών χώρου και προϊόντων για την καταπολέμηση της μούχλας και των εντόμων, έχουν πιθανότατα μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του μαστού, σε σχέση με όσες χρησιμοποιούν σπάνια τέτοια καθαριστικά.
Η σύνδεση μεταξύ των τοξικών προϊόντων καθημερινής χρήσης και καρκίνου του μαστού έχει γίνει από πολλούς. Σύμφωνα με τη βρετανική οργάνωση «Καρκίνος του Μαστού ΗΒ», από τότε που προστέθηκαν τα συνθετικά χημικά στα καθημερινά προϊόντα οικιακής και προσωπικής χρήσης, το ποσοστό καρκίνου του μαστού στις γυναίκες έχει αυξηθεί δραματικά. Σύμφωνα μάλιστα με τη Βρετανική Στατιστική Υπηρεσία, το 1971 μόνο 66 στις 100.000 γυναίκες είχαν καρκίνο του μαστού, ενώ το 2010 το νούμερο αυτό αυξήθηκε στις 126 γυναίκες ανά 100.000 – αύξηση σχεδόν 100%!
Ο κατάλογος με τα στοιχεία για τις αρνητικές επιπτώσεις της χημείας στα σπίτια μας είναι μακρύς. Σύμφωνα με αναφορά αμερικανικού περιβαλλοντικού οργανισμού, ήδη από το 1985, τα τοξικά χημικά στα καθαριστικά προϊόντα είναι τρεις φορές πιθανότερο να οδηγήσουν σε καρκίνο από ό,τι η ατμοσφαιρική ρύπανση! Σύμφωνα με άλλη αναφορά αμερικανικής οργάνωσης καταναλωτικών προϊόντων, 150 από τα πιο συνηθισμένα χημικά που βρίσκονται στα σπίτια μας έχουν συνδεθεί με αλλεργίες, αποβολές εμβρύων, καρκίνους και ψυχολογικές διαταραχές.
Δηλητηριάσεις
Τα παιδιά είναι μια ευαίσθητη ομάδα, η οποία κινδυνεύει διπλά από την έκθεση στα χημικά καθαριστικά: αφ’ ενός γιατί ο νεαρός οργανισμός είναι πιο ευαίσθητος, αφ’ ετέρου επειδή το παιδί είναι πιθανό να μην είναι προσεκτικό κατά την επαφή του με αυτά τα προϊόντα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι δηλητηριάσεις και οι θάνατοι παιδιών λόγω ατυχημάτων σχετικών με δηλητηριάσεις από χημικά υπολογίζονται στις 2.000 ετησίως. Αυτό οφείλεται και στη λάθος αποθήκευση των προϊόντων που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες καθώς, αν αποθηκεύονταν σε ασφαλέστερα και μη προσβάσημα στα παιδιά σημεία, τότε υπολογίζεται ότι οι δηλητηριάσεις παιδιών κάτω των 5 ετών θα μειώνονταν κατά 50%.
Τέτοιες χημικές ουσίες είναι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, τα βιοκτόνα (αντιβακτηριδιακά, αντισηπτικά, χλωρίνες κ.ά.), τα απορρυπαντικά, τα καθαριστικά επιφανειών και διάφορα άλλα προϊόντα, τα οποία τυγχάνουν επεξεργασίας με διάφορα χημικά, μπογιές, συντηρητικά, εντομοκτόνα κ.λπ. Ειδικά τα βιοκτόνα κρίνονται ιδιαιτέρως επικίνδυνα και ευθύνονται για ένα μεγάλο ποσοστό δηλητηριάσεων παιδιών.
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, σε μια προσπάθεια προστασίας του καταναλωτή και του περιβάλλοντος, έχει εκδώσει σειρά νομοθετημάτων, τα οποία στοχεύουν στην ανάκληση επικίνδυνων και ύποπτων ουσιών για καρκινογενέσεις, τερατογενέσεις, μεταλλαξογενέσεις, γονιδιακές αλλαγές και άλλες επιβαρύνσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Νομοθετικά ρυθμίζεται η σήμανση, η συσκευασία, η κατηγορία του χρήστη (επαγγελματία ή ερασιτέχνη), καθώς και οι προφυλάξεις του κοινού έναντι των προϊόντων αυτών. Πέρα, όμως, από τις νομοθετικές ρυθμίσεις, σημαντικό ρόλο για προστασία (ειδικά του παιδιού) εντός της οικίας έχουν οι γονείς και γενικότερα οι ιδιοκτήτες και διαχειριστές δημόσιων χώρων.
Χημικά χωρίς ελέγχους
Πέρα από τους χημικούς κινδύνους που μας περιβάλλουν … νομίμως, τώρα αποκαλύπτεται ότι κυκλοφορούν στην αγορά και χημικά που δεν έχουν υποστεί ελέγχους. Σύμφωνα με κοινή μελέτη της ΜΚΟ «ClientEart» και του Ευρωπαϊκού Γραφείου Περιβάλλοντος, η ευρωπαϊκή ρυθμιστική Αρχή για τα χημικά έχει σημειώσει ελάχιστη πρόοδο σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των βιομηχανιών.
Η παραπάνω μελέτη μας πληροφορεί ότι στην Ευρώπη κυκλοφορούν περισσότερα από 30.000 χημικά που δεν υπάγονται σε ρυθμιστικούς ελέγχους και πολλά εξ αυτών δυνητικά απειλούν την υγεία των καταναλωτών. «Συνήθως οι πληροφορίες που καταχωρούνται στο σύστημα είναι ελλιπείς, λανθασμένες και άσχετες. Ως εκ τούτου, περίπου 1.500 δυνητικά πολύ επικίνδυνες χημικές ουσίες συνεχίζουν να κυκλοφορούν στην ευρωπαϊκή αγορά», επισημαίνεται στη μελέτη.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Χημικών, με έδρα το Ελσίνκι, υποστηρίζει ότι, με την Οδηγία REACH που θεσπίστηκε το 2007, με στόχο την καλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών και την αυστηροποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει την αγορά, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος σε επίπεδο ασφάλειας. Ο κύριος ρόλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Χημικών είναι η επιβολή της σχετικής νομοθεσίας, κάτι για το οποίο είναι επίσης υπεύθυνη η Κομισιόν, τα κράτη-μέλη, οι βιομηχανίες και οι κοινωνικοί εταίροι. «Συμφωνούμε ότι η εφαρμογή της Οδηγίας REACH μπορεί να βελτιωθεί», καταλήγει η Υπηρεσία σε ανακοίνωση που εξέδωσε μετά τη δημοσιοποίηση της μελέτης.
Πάντως, είναι γεγονός ότι η ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τις χημικές ουσίες των καθαριστικών προϊόντων μπορεί να είναι ελλιπής – και μάλιστα με τον νόμο! Η Lorie Dwornick, ερευνήτρια και ακτιβίστρια, ανέφερε το 2002 ότι πολλές φορές μόνο το 1% του περιεχομένου αναγράφεται στις ετικέτες, καθώς οι εταιρείες θεωρούν τις συνταγές των προϊόντων τους «εμπορικά μυστικά». Και αυτό, φυσικά, γίνεται με τη σφραγίδα του νόμου!
Τεράστια η ζημιά στο περιβάλλον
Τα καθαριστικά, όπως και πολλά ακόμα προϊόντα καθημερινής χρήσης, καταλήγουν στο περιβάλλον, στο έδαφος και στα ύδατα, μολύνοντάς τα. Με αυτή την έννοια, οι περιβαλλοντικές παράμετροι αυτής της κατάστασης κρύβουν και έμμεσες, μακροπρόθεσμες συνέπειες για την υγεία και γενικότερα για τη ζωή μας. Οι ειδικοί τονίζουν ότι το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό και φαίνεται ήδη. Για παράδειγμα, η βρώση φρέσκων ψαριών, κυρίως μεγάλων, θεωρείται από καιρό προβληματική, εξαιτίας της υπερβολικής συγκέντρωσης βαρέων τοξικών μετάλλων σε θάλασσες, λίμνες και ποτάμια, γεγονός που προέκυψε τις τελευταίες δεκαετίες και από τη χρήση χημικών προϊόντων, όπως τα απορρυπαντικά.
Τα τελευταία περιέχουν ένα μεγάλο ποσοστό πρώτων υλών με μοριακή δομή ξένη προς τη φύση, που σημαίνει ότι δεν βιο-αποικοδομούνται ή αυτό γίνεται ιδιαίτερα αργά. Δυστυχώς, για τη διάθεση ενός απορρυπαντικού δεν απαιτείται 100% βιο-αποικοδόμηση, αλλά 90%, και αυτό στην πρωτογενή της φάση. Το παραπάνω δεδομένο οι εταιρείες το χρησιμοποιούν προς όφελός τους, εφόσον βέβαια τους δίνεται το δικαίωμα.
Μπορούν, δηλαδή, να βαφτίζουν ένα προϊόν που έχει λιγότερο από 10% μη διασπώμενες ουσίες «οικολογικό» και «φιλικό στο περιβάλλον». Γι’ αυτό συχνά οι διαφημίσεις τέτοιου είδους προϊόντων κάνουν λόγο για εξοικονόμηση ενέργειας και φιλικότητα προς το περιβάλλον, αλλά ούτε λόγος για τη μη-βιοδιασπασιμότητα των διαφημιζόμενων προϊόντων.
Κι όμως, σύμφωνα με τους ειδικούς, η βιο-αποικοδόμηση είναι πολλές φορές το κλειδί για να διαπιστώσει κανείς την οικολογική ταυτότητα αυτών των προϊόντων. Για παράδειγμα, η ουσία LAS, που χρησιμοποιείται σήμερα στα συμβατικά αλλά και σε πολλά δήθεν οικολογικά απορρυπαντικά, δεν βιο-αποικοδομείται.
Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες χημικές ουσίες των καθαριστικών, όπως οι τασιενεργές ή επιφανειοδραστικές, που είναι στην ουσία πετροχημικά, προβληματικά για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, τόσο όταν είναι σε μεγάλες ποσότητες, όσο και σε μικρές. Τα τασιενεργά είναι οι δραστικές ουσίες των απορρυπαντικών, στις οποίες οφείλουν την καθαριστική τους ικανότητα. Ανάλογα με τη δόμηση και τη φόρτιση των μορίων τους, χωρίζονται σε: ανιονικά, κατιονικά, μη ιονικά, αμφότερα και native τασιενεργά. Όλα είναι εχθρικά για το περιβάλλον, γιατί δεν βιο-αποικοδομούνται εύκολα.
Τα ανιονικά είναι η σπουδαιότερη ομάδα τασιενεργών για τα απορρυπαντικά, με κυριότερους αντιπροσώπους το σαπούνι και την ουσία LAS (γραμμικό θειομένο αλκύλιο), που είναι πετροχημικό προϊόν. Η κατανάλωσή τους σήμερα στη Δυτική Ευρώπη ξεπερνά τους 500.000 τόνους τον χρόνο. Σύμφωνα με τους ειδικούς, περιεκτικότητα της ουσίας αυτής στο υδάτινο περιβάλλον κατά 0,25 mg/l σημαίνει χρόνια καταστροφή των οργανισμών. Σύμφωνα, όμως, με πιο ευαισθητοποιημένες πηγές, είναι αρκετή και η δόση των 0,01 mg/l.
Στα μεγάλα ποτάμια της Ευρώπης οι μετρήσεις δείχνουν ήδη περιεκτικότητα από 0,01 mg/l-0,05mg/l. Ακόμα μια κατηγορία με ευρεία εφαρμογή σε καθαριστικά εξαιτίας της ανθεκτικότητάς της στο νερό και της δραστικότητάς της σε χαμηλές θερμοκρασίες είναι τα μη ιονικά τασιενεργά. Στο περιβάλλον κυριαρχεί, μέχρι στιγμής, το ιδιαίτερα ρυπογόνο APEO=Alkylphenolethoxylate, του οποίου τα τασιενεργά υπόλοιπα είναι ακόμα πιο επικίνδυνα.
Τα αμφότερα είναι ομάδα τασιενεργών με μεγαλύτερη εφαρμογή στα καλλυντικά και λιγότερη στα καθαριστικά, που γίνονται ιδιαίτερα τοξικά όταν καταλήγουν στο νερό. Για παράδειγμα, το πετροχημικό τασιενεργό TPS (=Tetrapropylenbenzolsulfonat) που χρησιμοποιείται από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα, δημιουργεί επίμονους αφρούς στην επιφάνεια των υδάτων, κάτι που δείχνει πολύ καθαρά την κακή βιο-αποικοδόμησή του. Συμπυκνωμένα διαλύματά τους είναι ιδιαίτερα ερεθιστικά για το δέρμα και μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνιες δερματικές παθήσεις.
Τα native τασιενεργά είναι νέα κατηγορία και, επειδή ένα μέρος τους αποτελείται από φυσικές πρώτες ύλες (κυρίως κοκολίπος), εταιρείες και διαφημιστές τα προωθούν ως «φυσικά», δημιουργώντας συχνά την εντύπωση οτι είναι φιλικά για το περιβάλλον. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, όμως, επειδή οι φυσικές ουσίες που περιέχουν έχουν υποστεί τόσες χημικές διασπάσεις, ώστε έχουν απωλέσει την αρχική τους ταυτότητα.
Τα απορρυπαντικά ρούχων είναι μια κατηγορία καθαριστικών προϊόντων ιδιαιτέρως βλαπτική τόσο για το περιβάλλον, όσο και για την υγεία, εφόσον εφαρμόζονται στα υφάσματα που ακουμπούν απευθείας στο δέρμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα αποσκληρυντικά, τα οποία περιέχουν φωσφορικά άλατα που προκαλούν ευτροφισμό του υδάτινου περιβάλλοντος (ως λίπασμα υψηλής δράσης), με τελικό αποτέλεσμα τη νέκρωσή του.
Ο Ζεόλιθος Α είναι μια ουσία που λέγεται ότι μπορεί να υποκαταστήσει τα φωσφορικά άλατα χωρίς να βλάπτει τόσο πολύ το περιβάλλον, αν και κάποιοι τον αμφισβητούν γιατί περιέχει αλουμίνιο. Το ΝΤΑ (Νιτριολοτριακό Οξύ) θεωρείται επίσης φωσφορικό υποκατάστατο, αλλά έχει προβληματική βιο-αποικοδόμηση και επαναδραστηριοποιεί βαριά τοξικά μέταλλα που είχαν κατακαθίσει και αδρανοποιηθεί στον βυθό.
Στα ενισχυτικά πλύσης το βασικότερο πρόβλημα είναι η χημική ουσία Petrobat, η οποία περιέχει βόρακα που καταστρέφει τη βλάστηση, καθώς και η οργανική χημική ουσία EDTA (Αιθυλο-διαμινο-τετραοξικό οξύ), η οποία δεν βιο-αποικοδομείται και επαναδραστηριοποιεί τα βαρέα τοξικά μέταλλα που έχουν κατακαθίσει στον πυθμένα των λιμνών, των ποταμών και των θαλασσών.
Τα απορρυπαντικά ρούχων περιέχουν συνήθως και ένζυμα, ουσία πρωτεΐνης που προέρχεται από βακτηρίδια, κάνοντας πιο αποτελεσματικά τα απορρυπαντικά σε χαμηλές θερμοκρασίες. Περιέχουν ακόμα αντιοξειδωτικά, συντηρητικά, αρωματικά και απολυμαντικά, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν αλλεργίες και να επιβαρύνουν πρόσθετα το περιβάλλον.
Τα υπερλευκαντικά και βελτιωτικά λάμψης, τέλος, ακόμα ένα διαδεδομένο προϊόν καθαρισμού στα ρούχα, έχουν συνδεθεί με δερματικά προβλήματα. Η ειρωνεία; Το μόνο που κάνουν είναι να σχηματίζουν ένα χημικό φιλμ στην επιφάνεια των υφασμάτων δημιουργώντας ένα προσωρινό οπτικό εφέ και τίποτα παραπάνω.
Όσα αναφέρθηκαν είναι μια μικρή μόνο παράμετρος του προβλήματος. Τα προϊόντα καθαρισμού που χρησιμοποιούμε καθημερινά εμπεριέχουν εκαντοντάδες χημικά, η μακροπρόθεσμη επενέργεια και συνέργεια των οποίων είναι ακόμα άγνωστη, αφού τα σχετικά πειράματα που πραγματοποιούνται μόνο ενδεικτικά συμπεράσματα μπορούν να βγάλουν.
Στην ουσία, το πραγματικό πείραμα γίνεται πάνω σ’ εμάς, τους καταναλωτές. Γι’ αυτό καλούμαστε να κατανοήσουμε το μέγεθος του κινδύνου και να αποκτήσουμε μια υπεύθυνη στάση, στρέφοντας το ενδιαφέρον μας σε μέσα φιλικότερα προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον, ακόμη κι αν κοστίζουν περισσότερο, σε κόπο και σε χρήμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου