Η τελειομανία είναι αναμφίβολα μία από τις πιο γοητευτικές κι επικίνδυνες σειρήνες που απομακρύνουν το σύγχρονο άνθρωπο από τον απλό βίο και την ευδαιμονία. Ο δαίμονας του τέλειου, η ψευδαίσθηση του αψεγάδιαστου, το κυνήγι της απαράμιλλης αρτιότητας και ο εξορκισμός των ελαττωμάτων – όλα αυτά συντελούν και αποτελούν στοιχεία της αρρώστιας που αποκαλούμε «τελειομανία».
Ψάχνουμε το απόλυτο και το απαιτούμε από τη ζωή μας. Οτιδήποτε δεν θυμίζει τον κόσμο του ιδεατού εντός της διεφθαρμένης και βιασμένης φαντασίας μας, μας προκαλεί άρνηση και απέχθεια. Αν μας δοθεί ένα διαμάντι με μία γρατσουνιά, προτιμούμε να το πετάξουμε στα σκουπίδια από το να το αντικρίσουμε. Μπορεί τα πράγματα σε ένα ζήτημα να έρθουν σχεδόν ακριβώς όπως τα θέλουμε, κι όμως, αυτό το «σχεδόν» σκλαβώνει την ικανοποίησή μας. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι μία συνειδητότητα βυθισμένη στην ανησυχία και την άβυσσο του ανεκπλήρωτου και του ημιτελούς.
«Εάν ψάχνεις την τελειότητα, ποτέ δεν θα μείνεις ικανοποιημένος».
Αυτή είναι η άποψη του Λέων Τολστόι επί του θέματος, ενός στοχαστή ανυπέρβλητης ωριμότητας και ουσιαστικής απλότητας. Ο μεγάλος αυτός Ρώσος συγγραφέας ανέδειξε τον παραλογισμό και την τρέλα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από σκέψεις απλές και εύστοχες. Τα έργα του αρπάζουν τον σύγχρονο άνθρωπο από τα μαλλιά και με γερά χαστούκια προσπαθούν να τον αφυπνίσουν από τον λήθαργο της παράνοιάς του, τον προστάζουν να σταματήσει να τρέχει σαν παλαβός στους διαδρόμους του λογισμού του και να κυνηγάει είδωλα και φανταχτερές ιδέες που δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από πυροτεχνήματα που του αποσπούν τη προσοχή από τη ζωή.
Ένα από αυτά τα πυροτεχνήματα είναι και η ιδέα του τέλειου.
Η έννοια του τέλειου
Το «τέλειο» σαν έννοια είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Κατατάσσεται στη κατηγορία των καθολικά υπερβατικών εννοιών (όπου εδρεύει επίσης και η ιδέα του «Θεού»), που σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να συναντήσουμε μέσα από την εμπειρία της ζωής, παρά μόνο μέσω της λογικής. Αυτές τις έννοιες τις χρησιμοποιούμε συχνά ως βάσεις για ευρύτερα συστήματα σκέψης, όπως έκανε κι ο Αριστοτέλης όταν έθεσε τον «ένα Θεό» ως το αρχικό αίτιο ολόκληρης της ύπαρξης.
Η χρησιμότητά τους όταν εξετάζουμε αμιγώς φιλοσοφικούς προβληματισμούς είναι αξιοσημείωτη – όταν όμως τα θέτουμε στο πλαίσιο της καθημερινότητάς μας, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Κι αυτό επειδή η φύση τους είναι διαφορετική από τη φύση της ζωής. Χαρακτηρίζονται και ορίζονται μέσω της ιδιότητάς τους να λειτουργούν ως τέλη, όμως στη ζωή η έννοια του «τέλους» είναι πραγματικά ανύπαρκτη. Η ζωή είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι, όλα «είναι» επειδή γίνονται, όλα αλλάζουν, όλα μεταβάλλονται και κινούνται, «τα πάντα ρει».
«Το να ζεις σημαίνει να αλλάζεις, το να αλλάζεις σημαίνει να ωριμάζεις, το να ωριμάζεις σημαίνει να φτιάχνεις τον εαυτό σου επ’ άπειρον».
Αυτό είναι ένα απόφθεγμα του Ανρί Μπεργκσόν, ενός ιδιαίτερα σημαντικού Γάλλου φιλοσόφου που επηρέασε τον τρόπο σκέψης κυρίως στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Ο Μπερκγσόν δηλώνει πως πιο ξεκάθαρο στοιχείο της ζωής είναι η κίνηση και η μεταβλητότητα της – αν κάτι είναι σίγουρο για τη ζωή, με βάση την εμπειρία μας, είναι πως «προχωράει». Δηλαδή, τα υποτιθέμενα τέλη που συναντούμε με τον λογισμό μας, όπως η γέννηση και ο θάνατος, μας είναι πραγματικά άγνωστα σε εμπειρικό επίπεδο.
Θυμάται κανείς να γεννήθηκε; Όχι. Θυμάται κανείς να πέθανε; Όχι. Μιλάμε συνεπώς για ιδέες που όταν εισάγονται στο πλαίσιο της «χειροπιαστής» ζωής, κυριολεκτικά χάνουν τον λόγο και το νόημά τους.
«Εάν ψάχνεις τη τελειότητα, ποτέ δεν θα είσαι ευτυχισμένος»
Έτσι λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε πόσο μάταιο και ανώφελο είναι το κυνήγι της τελειότητας. Η σημαντικότερη αιτία αυτής της παρανοϊκής απαίτησής μας από τη ζωή φυσικά πηγάζει από το γεγονός ότι δεν την κατανοούμε σε βάθος, δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τη λειτουργία της. Αν μπορούσαμε ουσιαστικά να καταλάβουμε πως δεν υπάρχει οτιδήποτε τέλειο στην ύπαρξη (πέρα από την ίδια την έννοια της ύπαρξης ως σύνολο), πολύ απλά, δεν θα το κυνηγούσαμε. Η ρίζα του παραλογισμού του ανθρώπου βρίσκεται στη τυφλή πίστη που τρέφει για το ά-λογο, σε μία ελπίδα σκοτεινή και ατελέσφορη, οι πράξεις του οδηγούν στο κενό επειδή ο ίδιος έχει θέσει ως προορισμό την άβυσσο.
Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πως δεν συζητάμε για το ζήτημα της υπέρβασης, η υπέρβαση καμία σχέση δεν έχει με το τέλειο. Αυτός που θέλει να γίνει τέλειος δεν θέλει να υπερβεί τον εαυτό του, να γίνει «καλύτερος» (ως καλύτερος ορίζω την ικανότητα να «είναι κανείς αυτό που είναι»), αλλά θέλει ακριβώς το αντίθετο – θέλει να τερματίσει το «είναι» του, να εκμηδενίσει την ύπαρξή του, παρότι δεν το αντιλαμβάνεται. Το τέλος είναι συνυφασμένο με τον θάνατο, με το «μη-είναι», ακριβώς επειδή μπλοκάρει την ουσιαστικότερη λειτουργία της ζωής – διακόπτει το «γίγνεσθαι», τερματίζει την ίδια τη ζωή.
«Κανείς δεν μπόρεσε να γίνει αυτό που ήθελε ο ίδιος. Όλοι προσπαθούν να γίνουν κάτι, άλλος στα τυφλά, άλλος στα φανερά – ο καθένας όπως μπορεί.»
Αυτά είναι λόγια του Έρμαν Έσσε, ενός εκ των μεγαλύτερων δασκάλων όσον αφορά την εύρεση του «αληθινού» μας εαυτού. Τα λόγια του είναι καθοριστικά, καταπραϋντικά και ενθαρρυντικά, επιτρέπουν στο «είναι» μας να ξαλαφρώσει από το τεράστιο και άδικο βάρος που οι ίδιοι του έχουμε επιβάλλει΄ την «υποχρέωση» δηλαδή του εαυτού μας να βρούμε τον ένα και μοναδικό του εαυτό. Και πρέπει να επιμείνουμε σε αυτό, επειδή αυτό το συγκεκριμένο είδος τελειομανίας όχι μόνο είναι το πιο βαθύ και καθοριστικό από τα υπόλοιπα, αλλά είναι η ρίζα του προβλήματος.
Είτε προσδοκούμε το τέλειο στα επαγγελματικά, στα συναισθηματικά, στη δημιουργία, στον στοχασμό, κτλ. αυτό συμβαίνει επειδή κατά βάθος επιχειρούμε εμείς οι ίδιοι ως μεμονωμένες υπάρξεις κι ως ξεχωριστά «είναι» να αγγίξουμε και να εξουσιάσουμε το τέλειο σε προσωπικό επίπεδο. Μέσω του τέλειου πίνακα, ο καλλιτέχνης κυνηγάει την απόλυτη έκφραση. Μέσω της τέλειας σχέσης, ο σύντροφος προσδοκά τη πιο βαθιά επαφή με τον άλλον. Μέσω της ολοκληρωτικής επαγγελματικής επιτυχίας, ο επιχειρηματίας επιχειρεί τον καθολικό θρίαμβο πάνω σε ολόκληρο το οικονομικό σύστημα. Το σημαντικότερο όμως είναι πως, επειδή αυτός πράττει τη διαδικασία του τέλειου, φτάνει κι ο ίδιος να αποκτάει τη φύση του τέλειου – ή τουλάχιστον, έτσι πιστεύει.
«Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που αρνείται να είναι αυτό που είναι».- Αλμπέρ Καμύ
Έτσι, λοιπόν, ο άνθρωπος τρέχοντας πίσω από μία σκιά, ξεχνάει να αντικρίσει το φως. Πουλάει ολόκληρη την ύπαρξη για μία σταγόνα ανούσιας και άλογης πίστης, μίας πίστης που στέκεται κατά της ζωής. Ακυρώνει τον ίδιο του τον εαυτό στο όνομα ενός ιδεατού και ναρκισσιστικού «εγώ», που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποδεχθεί την απλότητα της ροής και του «γίγνεσθαι». Ενός «εγώ» βυθισμένου στη ματαιότητα της άγονης πολυπλοκότητας και της σχιζοφρενικής διπολικότητας, ενός «εγώ» που προτιμάει να λύνει ανύπαρκτους γρίφους από το να αποδέχεται τον νόμο της πορείας, του δρόμου και του μονοπατιού.
Ο άνθρωπος σήμερα χάνεται στην παιδιάστικη ανωριμότητά του, λέει “Έτσι θέλω να είμαι, έτσι θέλω τη ζωή να είναι!”, μα δεν κάθεται δευτερόλεπτο να συλλάβει και να αντιληφθεί τι γίνεται γύρω του. Κι αυτό ακριβώς επειδή αν η τελειότητα υπάρχει κάπου, κι αν κάπου αξίζει να την υμνήσουμε, αυτή είναι στο επίπεδο του τώρα. Αυτή η στιγμή είναι τέλεια, και, όπως έλεγε ο Καζαντζάκης:
«Ας κάνουμε τούτη τη στιγμή αιωνιότητα, άλλη αθανασία δεν υπάρχει».
Ή, όπως έλεγε ο Osho: «Να είσαι – μη προσπαθείς να γίνεις».
Αφέσου στη ροή του τώρα και αγκάλιασε το τέλειο αυτή τη στιγμή, επειδή μονάχα αυτή η στιγμή υπάρχει. Το τέλειο το χθεσινό πέθανε, και το αυριανό ακόμα δεν έχει γεννηθεί.
Ας κλείσουμε όμως με τη συμβουλή του Τολστόι:
«Εάν, τότε, μου ζητούσαν τη πιο σημαντική συμβουλή που θα μπορούσα να δώσω, αυτή που θα θεωρούσα ως τη πιο χρήσιμη για τους ανθρώπους του αιώνα μας, απλώς θα έλεγα: Για το όνομα του Θεού, σταματήστε μία στιγμή, διακόψτε τη δουλειά σας, και κοιτάξτε γύρω σας».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου