Ζούμε σ’ ένα παρελθόν που επαναλαμβάνεται. Σε πείσμα των ημερολόγιων, της χειμερινής ώρας, της Πρωτοχρονιάς, της κλιματικής αλλαγής κι όλων των άλλων αλλαγών που συμβαίνουν στον κόσμο, στον ομφαλό της γης και για τον περιούσιο λαό της Ελλάδας ο μήνας δεν έχει πάντα μόνο εννιά, αλλά κι ο χρόνος ο ίδιος αποκτά σχετική μόνο χρησιμότητα και σημασία. Ίσως να είναι αυτός, ο πιο «ξένος» απ’ τους «ξένους».
Κάθε μέρα βρίσκει μιαν ευθεία αναφορά και συσχέτιση με κάποιαν μέρα του παρελθόντος, κάθε εποχή ταυτίζεται και με κάποιαν προηγούμενη, που ανασύρεται κι αναπαράγεται, θαρρείς, από ένα ανεξάντλητο αρχείο γεγονότων, περιστάσεων, συμβάντων. Συμπεριφορές, λόγια, καταστάσεις κι εξελίξεις βρίσκονται, λες, κάπου τυποποιημένα κι έτοιμα προς χρήση ανάλογα με τις συνθήκες και τις συγκυρίες.
Όσα συμβαίνουν μας αφορούν στο βαθμό που επηρεάζουν μιαν καθημερινότητα που κινείται από το σπίτι στο καφενείο ή σέρνει τα βήματά της από τον καναπέ στο λαπ-τοπ. Ούτε οι καθρέφτες, στο μπάνιο ή σε κανένα λίβινγκ ρουμ, μπορούν ν’ απεικονίσουν ακριβώς το είδωλό μας, να αφυπνίσουν συνειδήσεις, να ταρακουνήσουν από μια υποψία ρυτίδας έστω ή από ένα φευγαλέο βλέμμα. Τίποτα, προσπερνάμε ακάθεκτοι κι αδιάφοροι, η φιλαυτία κι η φιλαρέσκεια καδραρισμένη σε περίοπτη θέση. Στο σαλόνι, δίπλα στα παράσημα και τα κειμήλια.
Στη σειρά της ζωής συνηθίσαμε σαν λαός να περιμένουμε γκρινιάζοντας με ανυπομονησία σε διάφορες ουρές για πράγματα που απλώς παρατηρούμε πιστεύοντας πως άλλοι οφείλουν να σχεδιάσουν, ν’ αποφασίσουν, να κάνουν. Εμείς απλώς στεκόμαστε, σαν κυρίαρχος –και περιούσιος πάντα– λαός, με το παμπόνηρο βλέμμα μας πότε να καρφώνεται και πότε να στριφογυρίζει περίεργο και καχύποπτο αναζητώντας αφορμή, να επικρίνουμε, να καταγγείλουμε, ν’ απορρίψουμε κάθε τι που αντιτίθεται, διαφοροποιείται, αντιστέκεται στην επικρατούσα αντίληψη, στην κυριαρχούσα κουλτούρα, στη γενικευμένη άποψη. Διακρίνουμε με τη μία συνωμοσίες, συναλλαγές και σκευωρίες, ξεχωρίζουμε από μίλια μακριά εχθρούς, εφιάλτες και προδότες, αντιλαμβανόμαστε στο τσακ μπαμ υπεύθυνους, συμφέροντα και κυκλώματα.
Έτσι, λοιπόν, εκ του ασφαλούς, απ’ την θέση μας σαν κυρίαρχοι, πιστεύουμε ότι είμαστε σε θέση να τα ξέρουμε όλα, εκτός από τα «πώς» και τα «γιατί», ξέρουμε και το «τι μας βρήκε», «τι μας ξημερώνει», αλλά και το «τι μας περιμένει». Ξέρουμε τους αρμόδιους, αλλά και τους συνήθεις ύποπτους. Ξέρουμε τους υπεύθυνους. Ως εκ τούτου, ξέρουμε ότι δεν συντρέχει λόγος εμείς, όντες ανεύθυνοι, να κάνουμε κάτι περισσότερο απ' το να παρατηρούμε. Δεν χρειάζεται π.χ. να ψάξουμε παραπάνω, ν’ αναζητήσουμε, να μάθουμε, ν’ αλλάξουμε, να διορθώσουμε, να δράσουμε. Άλλοι θα κάνουν τη δουλειά για μας. Εμείς είμαστε ασφαλείς κι απρόσωποι, σιωπηλή απλώς πλειοψηφία. Κριτές. Σοφή η επινόηση των αρχαίων μας προγόνων οι εκλογές.
Σοφή –σοφότερη ίσως– επινόηση κι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Διευκολύνει. Εξυπηρετεί την ακινησία, τη στασιμότητα, την αδράνεια. Είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για τη λήθη, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που το θεσμικό τέλμα ή κάποια κρίση, οικονομική, πολιτική ή, έστω, νευρική, συνθλίβουν κι απονεκρώνουν πλήρως κάθε διάθεση κι ενδιαφέρον ακόμα και για την παρακολούθηση απλώς και μόνο γεγονότων, προσώπων, εξελίξεων. Όταν «λειτουργεί» η δημοκρατία –αυτό διαπιστώνεται παραδοσιακά, όταν μπορεί καθένας να την υβρίζει, να την παραβιάζει, να την εκμεταλλεύεται, να την λοιδορεί– όλες οι εκδοχές αποτελούν ένα εν δυνάμει πιθανό αποτέλεσμα. Όλα «παίζονται», δεν υπάρχουν –κατά την κρατούσα άποψη– αδιέξοδα.
Στις εποχές του μνημονίου, που διαδέχτηκαν εκείνες των παχιών αγελάδων, τα μόνα που διατηρήθηκαν παχιά είναι τα λόγια. Επίσης, το λίπος της παραοικονομίας δεν λέει να διαλυθεί με τίποτα όσο κι αν κάθε Σαββατοκύριακο οι ψησταριές στη Βάρη και στη Χασιά καίνε το κάρβουνο με το τσουβάλι. Η ανθρωπιστική κρίση είναι ένας λόγος ν’ αποφευχθούν –εν αντιθέσει με τ’ άλλα μέτρα περιορισμού– μεταρρυθμίσεις κι η κυβέρνηση –με τις πλειοψηφίες της ισχνές και κατακερματισμένες– ποντάρει μόνο στη σταθερότητα της ακινησίας, πιστή στην αντίληψη, ότι «ουδέν σταθερότερον της πεπατημένης» του παρελθόντος, βεβαίως. Συμβαίνει, βέβαια, αυτό να είναι σχεδόν πάντα «βεβαρυμένο», αλλά –όπως προείπαμε– ας είν’ καλά η ακινησία, η στασιμότητα κι η αδράνεια, που υποβοηθούν τη λήθη.
Η λήθη, απ’ την άλλη, διευκολύνει και τα φιλόδοξα σχέδια των αντιπολιτευόμενων, στο να προσαρμόζουν το παρόν στα μέτρα τους –με το μέτρο και τις επιθυμίες του λαού πάντα υπόψη– αλλά και για να χρησιμοποιούν, όχι μόνο ορολογία και συνθήματα του παρελθόντος, αλλά και πρόσωπα και μεθόδους και πρακτικές. Με την αδιαλαξία καρφωμένη στο βλέμμα και την αλαζονία υψωμένη στον δείκτη, βαδίζουν –πατώντας στα σίγουρα λόγια– την άλλη, βέβαια, «πεπατημένη».
Ατενίζουμε, λοιπόν, όλοι τον νέο χρόνο, τις επερχόμενες εξελίξεις, το αύριο, με το δέον των εκλογών να υφέρπει. Πανέτοιμοι, σαν από καιρό θωρακισμένοι με τις αγκυλώσεις και τις αδιαλλαξίες μας και πάνοπλοι με τα διδάγματα του παρελθόντος, που –αν κι αυθαίρετα κι αλληλοσυγκρουόμενα κι αμφίβολα– μας κατευθύνουν απερίσπαστους κατά ομάδες και διαιρεμένους σε αγέλες για να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη, τα ίδια αποτελέσματα, τις ίδιες διαψεύσεις, τις ίδιες απογοητεύσεις. Το ίδιο παρελθόν να ζήσουμε, περιστρέφοντας και πάλι τη ζωή μας γύρω από τις ίδιες αιτίες, τις ίδιες δικαιολογίες, τις ίδιες διαψευσμένες προσδοκίες.
Η ματαίωση, για μια ακόμα φορά, να γίνει ένα βήμα αποθέωσης του παρελθόντος και των οπαδών του, δεν θα είναι τούτη τη φορά άλλη μια σπείρα στις ελικοειδείς μας ανακυκλώσεις και στις πολιτικές μας ταλαντώσεις, μεταξύ καλού και κακού, άσπρου - μαύρου, δεξιά ή αριστερά. Δεν θα 'ναι απλώς άλλη μια επανάληψη, άλλη μια από τα ίδια. Τα μέχρι τώρα συνηθισμένα «τα ίδια και τα ίδια», όσο κι αν ο καθρέφτης δεν το δείχνει αυτή την ώρα, είναι γιατί με πείσμα αποφεύγουμε να του ρίξουμε ένα βλέμμα. Είναι γιατί κρυβόμαστε στα ψέμματα, στα διλήμματα, στου φόβου κάτω τη σκιά.
Ειδ’ άλλως, αν σηκωνόμασταν, αν το τολμούσαμε, τα αυτονόητα μελλούμενα θα βλέπαμε ξεκάθαρα –όπως κάποιες αμόρφωτες γιαγιάδες στο φλιτζάνι– που προμηνύουν, πως αν από το παρελθόν τους δεσμούς μας και τώρα δεν διαρρήξουμε, αν τώρα δε συνεργαστούμε, αν τώρα δεν προχωρήσουμε μονιασμένοι λιγάκι παρακάτω, ήρθε η ώρα αυτός ο χρόνος που σε λίγες μέρες έρχεται, αυτός που τον λογίζαμε μετρώντας τον για «ξένο», ξένους εμάς να κάνει να αισθανόμαστε και ερημίτες μέσα στην ίδια μας τη χώρα.
Κάθε μέρα βρίσκει μιαν ευθεία αναφορά και συσχέτιση με κάποιαν μέρα του παρελθόντος, κάθε εποχή ταυτίζεται και με κάποιαν προηγούμενη, που ανασύρεται κι αναπαράγεται, θαρρείς, από ένα ανεξάντλητο αρχείο γεγονότων, περιστάσεων, συμβάντων. Συμπεριφορές, λόγια, καταστάσεις κι εξελίξεις βρίσκονται, λες, κάπου τυποποιημένα κι έτοιμα προς χρήση ανάλογα με τις συνθήκες και τις συγκυρίες.
Όσα συμβαίνουν μας αφορούν στο βαθμό που επηρεάζουν μιαν καθημερινότητα που κινείται από το σπίτι στο καφενείο ή σέρνει τα βήματά της από τον καναπέ στο λαπ-τοπ. Ούτε οι καθρέφτες, στο μπάνιο ή σε κανένα λίβινγκ ρουμ, μπορούν ν’ απεικονίσουν ακριβώς το είδωλό μας, να αφυπνίσουν συνειδήσεις, να ταρακουνήσουν από μια υποψία ρυτίδας έστω ή από ένα φευγαλέο βλέμμα. Τίποτα, προσπερνάμε ακάθεκτοι κι αδιάφοροι, η φιλαυτία κι η φιλαρέσκεια καδραρισμένη σε περίοπτη θέση. Στο σαλόνι, δίπλα στα παράσημα και τα κειμήλια.
Στη σειρά της ζωής συνηθίσαμε σαν λαός να περιμένουμε γκρινιάζοντας με ανυπομονησία σε διάφορες ουρές για πράγματα που απλώς παρατηρούμε πιστεύοντας πως άλλοι οφείλουν να σχεδιάσουν, ν’ αποφασίσουν, να κάνουν. Εμείς απλώς στεκόμαστε, σαν κυρίαρχος –και περιούσιος πάντα– λαός, με το παμπόνηρο βλέμμα μας πότε να καρφώνεται και πότε να στριφογυρίζει περίεργο και καχύποπτο αναζητώντας αφορμή, να επικρίνουμε, να καταγγείλουμε, ν’ απορρίψουμε κάθε τι που αντιτίθεται, διαφοροποιείται, αντιστέκεται στην επικρατούσα αντίληψη, στην κυριαρχούσα κουλτούρα, στη γενικευμένη άποψη. Διακρίνουμε με τη μία συνωμοσίες, συναλλαγές και σκευωρίες, ξεχωρίζουμε από μίλια μακριά εχθρούς, εφιάλτες και προδότες, αντιλαμβανόμαστε στο τσακ μπαμ υπεύθυνους, συμφέροντα και κυκλώματα.
Έτσι, λοιπόν, εκ του ασφαλούς, απ’ την θέση μας σαν κυρίαρχοι, πιστεύουμε ότι είμαστε σε θέση να τα ξέρουμε όλα, εκτός από τα «πώς» και τα «γιατί», ξέρουμε και το «τι μας βρήκε», «τι μας ξημερώνει», αλλά και το «τι μας περιμένει». Ξέρουμε τους αρμόδιους, αλλά και τους συνήθεις ύποπτους. Ξέρουμε τους υπεύθυνους. Ως εκ τούτου, ξέρουμε ότι δεν συντρέχει λόγος εμείς, όντες ανεύθυνοι, να κάνουμε κάτι περισσότερο απ' το να παρατηρούμε. Δεν χρειάζεται π.χ. να ψάξουμε παραπάνω, ν’ αναζητήσουμε, να μάθουμε, ν’ αλλάξουμε, να διορθώσουμε, να δράσουμε. Άλλοι θα κάνουν τη δουλειά για μας. Εμείς είμαστε ασφαλείς κι απρόσωποι, σιωπηλή απλώς πλειοψηφία. Κριτές. Σοφή η επινόηση των αρχαίων μας προγόνων οι εκλογές.
Σοφή –σοφότερη ίσως– επινόηση κι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Διευκολύνει. Εξυπηρετεί την ακινησία, τη στασιμότητα, την αδράνεια. Είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για τη λήθη, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που το θεσμικό τέλμα ή κάποια κρίση, οικονομική, πολιτική ή, έστω, νευρική, συνθλίβουν κι απονεκρώνουν πλήρως κάθε διάθεση κι ενδιαφέρον ακόμα και για την παρακολούθηση απλώς και μόνο γεγονότων, προσώπων, εξελίξεων. Όταν «λειτουργεί» η δημοκρατία –αυτό διαπιστώνεται παραδοσιακά, όταν μπορεί καθένας να την υβρίζει, να την παραβιάζει, να την εκμεταλλεύεται, να την λοιδορεί– όλες οι εκδοχές αποτελούν ένα εν δυνάμει πιθανό αποτέλεσμα. Όλα «παίζονται», δεν υπάρχουν –κατά την κρατούσα άποψη– αδιέξοδα.
Στις εποχές του μνημονίου, που διαδέχτηκαν εκείνες των παχιών αγελάδων, τα μόνα που διατηρήθηκαν παχιά είναι τα λόγια. Επίσης, το λίπος της παραοικονομίας δεν λέει να διαλυθεί με τίποτα όσο κι αν κάθε Σαββατοκύριακο οι ψησταριές στη Βάρη και στη Χασιά καίνε το κάρβουνο με το τσουβάλι. Η ανθρωπιστική κρίση είναι ένας λόγος ν’ αποφευχθούν –εν αντιθέσει με τ’ άλλα μέτρα περιορισμού– μεταρρυθμίσεις κι η κυβέρνηση –με τις πλειοψηφίες της ισχνές και κατακερματισμένες– ποντάρει μόνο στη σταθερότητα της ακινησίας, πιστή στην αντίληψη, ότι «ουδέν σταθερότερον της πεπατημένης» του παρελθόντος, βεβαίως. Συμβαίνει, βέβαια, αυτό να είναι σχεδόν πάντα «βεβαρυμένο», αλλά –όπως προείπαμε– ας είν’ καλά η ακινησία, η στασιμότητα κι η αδράνεια, που υποβοηθούν τη λήθη.
Η λήθη, απ’ την άλλη, διευκολύνει και τα φιλόδοξα σχέδια των αντιπολιτευόμενων, στο να προσαρμόζουν το παρόν στα μέτρα τους –με το μέτρο και τις επιθυμίες του λαού πάντα υπόψη– αλλά και για να χρησιμοποιούν, όχι μόνο ορολογία και συνθήματα του παρελθόντος, αλλά και πρόσωπα και μεθόδους και πρακτικές. Με την αδιαλαξία καρφωμένη στο βλέμμα και την αλαζονία υψωμένη στον δείκτη, βαδίζουν –πατώντας στα σίγουρα λόγια– την άλλη, βέβαια, «πεπατημένη».
Ατενίζουμε, λοιπόν, όλοι τον νέο χρόνο, τις επερχόμενες εξελίξεις, το αύριο, με το δέον των εκλογών να υφέρπει. Πανέτοιμοι, σαν από καιρό θωρακισμένοι με τις αγκυλώσεις και τις αδιαλλαξίες μας και πάνοπλοι με τα διδάγματα του παρελθόντος, που –αν κι αυθαίρετα κι αλληλοσυγκρουόμενα κι αμφίβολα– μας κατευθύνουν απερίσπαστους κατά ομάδες και διαιρεμένους σε αγέλες για να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη, τα ίδια αποτελέσματα, τις ίδιες διαψεύσεις, τις ίδιες απογοητεύσεις. Το ίδιο παρελθόν να ζήσουμε, περιστρέφοντας και πάλι τη ζωή μας γύρω από τις ίδιες αιτίες, τις ίδιες δικαιολογίες, τις ίδιες διαψευσμένες προσδοκίες.
Η ματαίωση, για μια ακόμα φορά, να γίνει ένα βήμα αποθέωσης του παρελθόντος και των οπαδών του, δεν θα είναι τούτη τη φορά άλλη μια σπείρα στις ελικοειδείς μας ανακυκλώσεις και στις πολιτικές μας ταλαντώσεις, μεταξύ καλού και κακού, άσπρου - μαύρου, δεξιά ή αριστερά. Δεν θα 'ναι απλώς άλλη μια επανάληψη, άλλη μια από τα ίδια. Τα μέχρι τώρα συνηθισμένα «τα ίδια και τα ίδια», όσο κι αν ο καθρέφτης δεν το δείχνει αυτή την ώρα, είναι γιατί με πείσμα αποφεύγουμε να του ρίξουμε ένα βλέμμα. Είναι γιατί κρυβόμαστε στα ψέμματα, στα διλήμματα, στου φόβου κάτω τη σκιά.
Ειδ’ άλλως, αν σηκωνόμασταν, αν το τολμούσαμε, τα αυτονόητα μελλούμενα θα βλέπαμε ξεκάθαρα –όπως κάποιες αμόρφωτες γιαγιάδες στο φλιτζάνι– που προμηνύουν, πως αν από το παρελθόν τους δεσμούς μας και τώρα δεν διαρρήξουμε, αν τώρα δε συνεργαστούμε, αν τώρα δεν προχωρήσουμε μονιασμένοι λιγάκι παρακάτω, ήρθε η ώρα αυτός ο χρόνος που σε λίγες μέρες έρχεται, αυτός που τον λογίζαμε μετρώντας τον για «ξένο», ξένους εμάς να κάνει να αισθανόμαστε και ερημίτες μέσα στην ίδια μας τη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου