«Ενώ τα έργα στην Ακρόπολη, που άρχισαν το 449 π.Χ., συνεχίζονται με πολύ εντατικό ρυθμό, το κύρος του Περικλή, και κυρίως η φήμη του ως δημοκράτη, αρχίζουν να κλονίζονται.
Αυτή την εποχή εμφανίζεται στην Αθήνα μια πολύ ισχυρή δημοκρατική αντιπολίτευση, που βάλλει ακατάπαυτα κατά του Περικλέους.
Αρχηγός της αντιπολίτευσης είναι ο γιος του Μελησία, Θουκυδίδης (δεν πρέπει να συγχέεται με τον ιστορικό), που λίγο πρόχειρα κατηγορεί τον Περικλή για αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Κυρίως όμως τον κατηγορούν, και έχουν απόλυτο δίκιο αυτή τη φορά, για μετατροπή των εταίρων της Δηλιακής Συμμαχίας σε υπηκόους της άτυπης αθηναϊκής ναυτικής αυτοκρατορίας του Αιγαίου.
Πράγματι, ο Περικλής δεν επιτρέπει σε κανένα σύμμαχο να πάψει να θέλει να είναι σύμμαχος. (Ούτε η Αμερική στις μέρες μας επιτρέπει να πάψουμε να είμαστε σύμμαχοι της, και μάλιστα ισότιμοι, τρομάρα μας!)
Τα βέλη της δημοκρατικής αντιπολίτευσης εξακοντίζονται και κατά του Αναξαγόρα και κατά του Φειδία και κατά της Ασπασίας.
Ο Θουκυδίδης τους θεωρεί όλους συλλήβδην συνυπεύθυνους για την αλαζονεία του Περικλή, που επιμένει λέει να χτίζει Παρθενώνες κλέβοντας ασύστολα τους συμμάχους της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Που, ωστόσο, ήταν δημοκρατική μόνο όσον αφορά τον εαυτό της, καλή ώρα σαν την Αμερική.
Εδώ που τα λέμε, πάντως, κάνει πολύ καλά ο Περικλής. Έτσι κι αλλιώς ο πλούτος είναι προϊόν κλοπής και όχι εργασίας. Βέβαια, στις περισσότερες περιπτώσεις, η κλοπή δεν γίνεται νοητή σαν τέτοια, διότι είναι η συνέπεια της παρακράτησης της υπεραξίας της δουλειάς του εργαζόμενου από τον εργοδότη, δηλαδή της μη πληρωμής στον εργαζόμενο μέρους της δουλειάς του. Αν οι εργοδότες πλήρωναν ακέραια την αξία της εργατικής και γενικότερα εργασιακής δύναμης, δεν θα είχαν κέρδη.
Γιατί το κέρδος δεν είναι η συνέπεια ενός αυτόματου πολλαπλασιασμού του χρήματος. Το χρήμα δεν είναι ούτε ζώον ούτε φυτό και συνεπώς δεν μπορεί να πολλαπλασιαστεί από μόνο του.
Και βέβαια το κέρδος δεν είναι προϊόν της εργασίας του εργοδότη, όσο σκληρά κι αν εργάζεται και αυτός. Ούτε είναι η συνέπεια της εξυπνάδας του. Η εξυπνάδα από μόνη της δεν παράγει χρήμα. Διότι η εξυπνάδα είναι «άυλο» δεδομένο, ενώ το χρήμα, υλικό.
Οι μπούφοι εργοδότες σε τούτον τον κόσμο είναι πλήθος μέγα. Άλλωστε, αν το πνεύμα παρήγαγε αυτομάτως χρήμα, οι πλουσιότεροι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι οι φιλόσοφοι και οι φτωχότεροι οι βλαχαδεροί αφιλοσόφητοι βιομήχανοι.
Από αυτή την άποψη ακόμα και εγώ που δεν είμαι φιλόσοφος, αλλά γραφιάς, θα έπρεπε να παίρνω κατά τι μεγαλύτερο μισθό από αυτόν που παίρνω. Ίσως μάλιστα δεν θα έπρεπε να είμαι μισθωτός, μονίμως αφημένος στο έλεος του εργοδότη.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, άλλωστε, η περίφημη ρήση του Προυντόν που είπε εκείνο το τρομερό:
Αν ο πλούτος ήταν προϊόν εργασίας, οι πλουσιότεροι άνθρωποι έπρεπε να είναι οι εργάτες.
Κυρίως εκείνοι που κάνουν *και υπερωρίες προσθέτω εγώ με την άδεια του Προυντόν, που, βέβαια δεν την πήρα κατ” ευθείαν από το Γάλλο ουτοπιστή σοσιαλιστή, λόγω «τεχνικού» κωλύματος, δηλαδή λόγω αδυναμίας μου να επικοινωνώ με τα πνεύματα στο υπερπέραν.
θέλω να πω με τα παραπάνω, πως δεν πρέπει να κατηγορούμε τον Περικλή που έκλεψε τους συμμάχους, όπως δεν πρέπει να κατηγορούμε τους Αθηναίους που εκμεταλλεύονταν τους δούλους, καθώς και τους εργοδότες μας που μας εκμεταλλεύονται ασύστολα και υπό την προστασία του νόμου. Τι να κάνουν δηλαδή όλοι αυτοί; Να γίνουν ξαφνικά σοσιαλιστές, έτσι από Ιδεολογία» σαν την αστεία αφεντιά μου;
Μα, η κοινωνία δεν εξελίσσεται κατά πως το θέλουμε εμείς οι ουρανοβάμονες ιδεολόγοι, που κατά κανόνα πεθαίνουμε στην ψάθα, αλλά κατά πως το επιβάλλουν οι συγκεκριμένες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες της κάθε εποχής.
Αν θέλουμε να αλλάξουν τα πράγματα και η υπεραξία να επιστρέφεται στους δικαιούχους, πρέπει να αλλάζουμε το κοινωνικό σύστημα.
Κι αφού δεν μπορούμε να το αλλάξουμε εύκολα εμείς σε μια εποχή εκθαμβωτικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων διά του καπιταλισμού, πώς θα ήταν δυνατό να το αλλάξουν οι άνθρωποι της εποχής του Περικλή, μέσα από το «χειρωνακτικό» δουλοκτητικό σύστημα παραγωγής που, βέβαια, δεν ευνοεί καθόλου την παραγωγικότητα;
Κι αφού η παραγωγικότητα των Νεοελλήνων είναι τυπικά… νεοελληνική, όπως κϊ όλα σε αυτόν τον τόπο των απατεώνων, όπου κλέβουν τόσο αυτοί που δεν δουλεύουν, όσο κι αυτοί που δουλεύουν, πώς θα ήταν δυνατό να έχουμε την αξίωση, υπό δουλοκτητικό καθεστώς, να έχουν οι Αθηναίοι και την πίτα (της δημοκρατίας) ακέρια και το σκύλο (τον πολιτισμό) χορτάτο;
Ας το πάρουμε απόφαση: Τον πολιτισμό τον δημιουργεί ο πλούτος, όχι η φτώχεια.
Και μην παρασύρεστε από το πασιφανές γεγονός πως πάρα πολλοί πλούσιοι είναι βάρβαροι μέχρι γελοιότητας. Τελικά, ο πλούτος που συσσωρεύουν αυτοί επιτρέπει σε μας που δεν τον συσσωρεύουμε (διότι θέλουμε να ξοδέψουμε το χρόνο μας, δηλαδή τη ζωή μας, για τον εξανθρωπισμό μας κι όχι για τον πλουτισμό μας), να αποχτούμε τη γνώση και το ήθος που εκείνοι στερούνται και έτσι να δημιουργούμε πολιτισμό έμμεσα εξαρτημένο από τον πλούτο εκείνων, παρότι ο πολιτισμός αυτός λίγο τους αφορά.
Οι ηλίθιοι, πιστεύουν πως είναι σε καλύτερη μοίρα από μας. Τους όχι εντελώς πεινασμένους, πάντως’. Γιατί οι εντελώς πεινασμένοι το μόνο που είναι σε θέση να κάνουν είναι… παιδιά, ώστε να μπορούν να μοιράζονται την πείνα τους… σοσιαλιστικά, με άλλους.
Εδώ, έχουμε μια αλλιώτικη εκδοχή της βλακείας, πολύ διαφορετική από τη βλακεία των πλούσιων που αγωνίζονται μια ζωή, ίσα ίσα για να πεθάνουν πλούσιοι. Ενώ οι πλείστοι των φτωχών αγωνίζονται μια ζωή με το όνειρο πως κάποτε θα πεθάνουν κι αυτοί πλούσιοι. Τι να πεις και τι να μολογήσεις! Κακό πράγμα η βλακεία, σε όλες τις παραλλαγές, και τις χρυσές και τις αργυρές και τις μπρούντζινες και τις τενεκεδένιες.
Πιστεύω, λοιπόν, πως ο σοσιαλισμός είναι εξαρτημένος και από την εξυπνάδα -κι αυτό είναι που με κάνει να νιώθω πολύ απαισιόδοξος για το μέλλον του σοσιαλισμού. (Και το μέλλον του ΠΑΣΟΚ).
Εν πάση περιπτώσει. Ο Περικλής ούτε σοσιαλιστής ήταν, ούτε χριστιανός, ούτε καπιταλίστας. Διότι τίποτα από όλα αυτά δεν υπήρχε στη εποχή του. Κι αν επιμένουμε να τον κοιτάμε με τα δικά μας γυαλιά, ή θα στραβωθούμε ή θα αναγκαστούμε να αλλάξουμε γυαλιά για να μη στραβωθούμε.
Είναι τόσο ανόητο να χαρακτηρίζει κανείς τον Περικλή αντιδημοκράτη, έχοντας στο νου του τη σημερινή περί δημοκρατίας άποψη. Ο Θουκυδίδης του Μελησία, όταν κατηγορούσε τον Περικλή σαν αντιδημοκράτη δεν εννοούσε αυτό που εμείς εννοούμε, παρόλο που και εμείς το ίδιο εννοούμε τελικά.
Ο Θουκυδίδης δηλαδή, όπως και εμείς οι «δημοκράτες», δεν επεδίωκε την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά τον εκδημοκρατισμό της δυνατότητας για εκμετάλλευση. Να μπορούν, με άλλα λόγια, όλοι να εκμεταλλεύονται όποιους εκάστοτε μπορούν να εκμεταλλευτούν. Αν αυτό λέγεται δημοκρατία, τότε το ΠΑΣΟΚ είναι οπωσδήποτε ένα πολύ δημοκρατικό κόμμα. Και η ΝΔ ένα τέλειο μοντέλο δημοκρατικού κόμματος, χάρη στους πολύ πεπειραμένους απατεώνες που στεγάζονται εκεί, με την τεράστια σωρευμένη πείρα στη νομότυπη κλοπή της υπεραξίας -κι όχι μόνο αυτής βέβαια.
Ειδικά εδώ στη Ελλάδα, στην κλοπή της υπεραξίας καταφεύγουν μόνο εκείνοι που δεν μπόρεσαν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, κυρίως εφοριακοί και τελωνειακοί. Πάντως καλό είναι για το «δαιμόνιο της φυλής» η κλοπή να ασκείται και άμεσα και έμμεσα (με την παρακράτηση της υπεραξίας, που κανείς δεν την τιμωρεί). Έτσι πλουτίζει κανείς συντομότερα και γίνεται ασφαλέστερα εθνικός ευεργέτης, στην περίπτωση που δεν έχει κληρονόμους. Γιατί, αν έχει κληρονόμους, βράστα. Δεν θα περισσέψει τίποτα για το έθνος των κληρονόμων που, μεταξύ άλλων, κληρονομούν και τη μωρία του να θέλουν να είναι κληρονόμοι.
Που λέτε, για να γλιτώσει ο όχι και τόσο δημοκράτης Περικλής από τον όχι και τόσο δημοκράτη Θουκυδίδη, τον εξορίζει το έτος 443 π.Χ., δηλαδή τον έκτο (επί συνόλου ένδεκα) χρόνο από ενάρξεως των επί της Ακροπόλεως έργων. Και κάνει πολύ καλά, κατά την άποψή μου. Η οποία ξέρω ότι δεν θα ήταν δυνατό να ενδιαφέρει τον Περικλή, ξέρω επίσης πως ούτε εσάς σας ενδιαφέρει στο βάθος βάθος.
Σας ενδιαφέρει δεν σας ενδιαφέρει πάντως, εγώ τη δουλειά μου την κάνω και το μεροκάματο μου το παίρνω, όπως κι εσείς άλλωστε. Είμαστε δηλαδή όλοι παγιδευμένοι μέσα σε ένα απάνθρωπο σύστημα παραγωγής, και είναι ανόητο να παριστάνουμε τους ανιδιοτελείς, τη στιγμή μάλιστα που δεν είναι καθόλου ανιδιοτελή τα αφεντικά.
Εγώ, πάντως, δηλώνω με πλήρη επίγνωση του κυνισμού της δήλωσής μου πως ό,τι κάνω σ” αυτήν εδώ τη σελίδα, το κάνω από ιδιοτέλεια -και επ” αυτού μιμούμαι τον Περικλή, που τον αγαπώ πολύ, και εν πάση περιπτώσει περισσότερο από τον Παπανδρέου (αυτό δα έλειπε), διότι και ο Περικλής ό,τι έκανε, το έκανε ιδιοτελώς: Ήθελε να κάνει την Αθήνα ισχυρή, μεταξύ άλλων και διά της ομορφιάς. Διότι η ομορφιά είναι ισχύς, όπως θα μπορούσε να σας βεβαιώσει η κάθε όμορφη. Το ίδιο και το πνεύμα. Ρωτήστε επ” αυτού και τους στερημένους πνεύματος μνησίκακους, που μισούν την κουλτούρα, γιατί δεν την έχουν, όπως πολύ θα το “θελαν. (Οι λεγόμενοι «κουλτουριάρηδες» δεν είναι οι άνθρωποι της κουλτούρας, αλλά εκείνοι που γυροφέρνουν την κουλτούρα με υποδειγματική πνευματική οκνηρία, και ενώ θα “θελαν να είναι εντός της ανέξοδα, τελικά παραμένουν στην περιφέρεια της, ακριβώς γιατί δεν θέλουν να ξοδευτούν πνευματικά.)
Ο Περικλής, το 443 π.Χ. που εξορίζει τον Θουκυδίδη, διαβλέπει τον κίνδυνο που διατρέχει η δημοκρατία από τα μέσα, δηλαδή από τον ίδιο τον εαυτό της. Γιατί, δημοκρατία χωρίς δημοκράτες δεν νοείται, όπως δεν νοείται σκορδαλιά χωρίς σκόρδο ή ΠΑΣΟΚ χωρίς Παπανδρέου. Μην παρασύρεστε από το γεγονός πως εδώ σε μας νοείται σοσιαλισμός χωρίς σοσιαλιστές.
Εδώ σε μας, όλα νοούνται (και υπονοούνται) από ανθρώπους στερημένους νοήσεως. Εδώ σε μας, η προγονική λογική βρίσκεται σε μόνιμη ιστορική χειμερία νάρκη. Εδώ σε μας, όσοι δεν πρόλαβαν να γίνουν παπάδες έγιναν πολιτικοί. Κι όσοι έγιναν πολιτικοί φέρονται σαν παπάδες, που τα περιμένουν όλα από το Άγιο Πνεύμα. Αλλά, τι να πρωτοκάνει κι αυτό το καημένο; Επιφοιτεί αδιάκοπα από το έτος 1 μ.Χ., και η δύναμή του έχει ξεθυμάνει, χάρη και στις φιλότιμες ενέργειες των δεσποτάδων, που στην προσπάθεια τους να αντικαταστήσουν το φυσικό τους πνεύμα με το Αγιο Πνεύμα, έχασαν και το πνεύμα και το Αγιο Πνεύμα και ξεκούτιαναν εντελώς, οι ταλαίπωροι.
Πάντως, λίγη κατανόηση χρειάζεται και για αυτούς. Εργαζόμενοι είναι κι αυτοί, όπως όλοι μας. Όχι πάντως πνευματικά εργαζόμενοι. Και γιατί να “ναι, άλλωστε; Ποιος είναι εργαζόμενος χειρωνακτικά ή πνευματικά σε τούτη τη χώρα των οκνηρών; Αρκεί που εργάστηκαν οι Αθηναίοι της εποχής του Περικλή, για να μπορούμε εμείς σήμερα να παίρνουμε δάνεια από τη Διεθνή Τράπεζα εν ονόματι των ενδόξων προγόνων μας.
Που, αν μπορούσαν να το κάνουν από το υπερπέραν, θα μας είχαν χέσει (παρντόν, γαλλιστί) για τα καλά, και θα ξαλάφρωναν οι άνθρωποι από όσα τους φορτώσαμε εμείς οι επαγγελματίες απατεώνες, που ισχυριζόμαστε πως είμαστε γνήσιοι απόγονοι τους, ίσα ίσα για να δικαιούμαστε να περιφέρουμε το δίσκο της επετείας ανά τη Εσπερία.
Όμως, το 1992 θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι, σε τούτη την παρδαλή χώρα. Οφείλω να το αποκαλύψω λοιπόν σήμερα.
Τούτα εδώ τα περί αρχαίων Ελλήνων κείμενα δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από να προετοιμάζουν το έδαφος για ένα πέσιμο στα μαλακά το 1992. Γιατί, μόνο αν πέσουμε στα μαλακά ενδέχεται να περισώσουμε κάτι από το νέφος της ακρίδας που θα αρχίσει να εισβάλλει εδώ, από το 1992. Όποιον συνεπώς, χαρακτηρίσει «ανθελληνικά» αυτά τα κείμενα, θα “θελα να τον δω το 1992…
Να δω δηλαδή αν θα τα καταφέρει να “ναι τίποτα περισσότερο από γκαρσόνι στο ξενοδοχείο μετ” εστιατορίου η Ελλάς. Αυτά εδώ τα κείμενα, ούτε ιστορία γράφουν (όπως το ΠΑΣΟΚ, π.χ.), ούτε με την ιστορία ασχολούνται. Ασχολούνται αποκλειστικά με τη σημερινή Ελλάδα -κι ας μην τους φαίνεται, σε μια πρόχειρη ματιά. Για να γράψουμε λοιπόν ιστορία (όχι όπως το ΠΑΣΟΚ πάντως), πρέπει εμείς οι Νεοέλληνες να απαλλαγούμε από μια ιστορία που οι «πρόγονοι» μας δεν την έγραψαν για μας, αλλά για τον εαυτό τους.
Ο Περικλής δεν ανήκει στην Ελλάδα, ανήκει στον κόσμο ολόκληρο. Ο Παρθενώνας μπορεί γεωγραφικά να βρίσκεται στην Ελλάδα, κι αυτό είναι μια ωραία αφορμή για να έρχονται οι τουρίστες στην Ελλάδα, αλλά πολιτιστικά δεν βρίσκεται στην Ελλάδα. Ασε που οι μισοί από τους Νεοέλληνες που ανέβηκαν στον «ιερό βράχο», ανέβηκαν είτε γιατί τους ανέβασαν με το σχολείο, είτε για να δουν το… ηλιοβασίλεμα, είτε για να θαυμάσουν το κτίριο του ΟΤΕ και τον Πύργο των Αθηνών, στην περίπτωση που το επιτρέπει το νέφος της μωρίας μας.»
Βασίλης Ραφαηλίδης