«Τους ιδιώτες τούς κάνουνε να κρατούν τις συμφωνίες οι νόμοι, τα γραμμένα και τα συμφωνητικά, όμως ανάμεσα σε ηγεμόνες αυτό γίνεται μονάχα με τ’ άρματα.»
Στην κακορίζικη γενέτειρα της πολιτικής, οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση για τον πόλεμο και την ειρήνη φαντάζει εξ ορισμού ύποπτη· ποιός θα ασχοληθεί με την τέχνη του πολέμου, αν όχι οι πολεμοκάπηλοι, οι εθνικιστές και οι έμποροι πανάκριβων όπλων; Κεντρικός στόχος κάθε πολιτικής στρατηγικής είναι η επιβίωση της πολιτείας με κάθε θυσία· με αυτή τη φράση μπορούμε κάπως να συμπυκνώσουμε τον βασικό σκοπό της πολιτικής τέχνης, όπως περιγράφεται στα βιβλία του Νικολό Μακιαβέλι. Εκτός από τον Ηγεμόνα, στον οποίο αναφερθήκαμε ήδη, βασικές ιδέες βρίσκονται διάσπαρτες στις Διατριβές, στην Ιστορία της Φλωρεντίας, στην αλληλογραφία του, ακόμη και σε ορισμένα λογοτεχνικά ή θεατρικά έργα – στην εποχή του ήταν γνωστός περισσότερο ως συγγραφέας και λογοτέχνης παρά ως πολιτικός στοχαστής. Όποιος λοιπόν κατέχει στρατό και όπλα ή μελετά το ζήτημα του πολέμου, ούτε θέλει πόλεμο σώνει και καλά, ούτε γενικώς επιδιώκει το προσωπικό του όφελος: προσαρμόζεται απλώς σε τρέχουσες πρακτικές και κάποτε εξαιρετικά επείγουσες ανάγκες. Οι γνωστικοί στηρίζονται στη φρόνηση και την στρατιωτική ισχύ:
«Άλλη μια φορά θα το πω ότι δίχως δύναμη οι πολιτείες δεν κρατιούνται ορθές, παρά φτάνουνε στο χαμό τους· και ο χαμός τους είναι ή η ερήμωση ή η δουλεία. Εσείς εφέτος βρεθήκατε κοντά και στο ένα και στο άλλο και πάλι στα ίδια θα γυρίσετε, αν δεν αλλάξετε μυαλά. Εγώ σας το φωνάζω αυτό και στερνά να μην πείτε «Δε μου το ‘χανε πει» Κι αν μου αποκριθείτε: Τι μας χρειάζονται οι στρατιωτικές δυνάμεις αφού εμάς μας προστατεύει ο Γάλλος βασιλιάς; Ο Βαλεντίνος δεν έχει λόγο να μας χτυπήσει! - τότε κι εγώ θα πω ότι γνώμη πιο ασυλλόγιστη από τούτη δεν μπορεί να γίνει, αφού κάθε κράτος και κάθε πολιτεία πρέπει να περνάει για εχθρούς του όλους που ελπίζουνε πως μπορούνε να το βάλουν στο χέρι και που από αυτούς δεν είναι δυνατόν να φυλαχτεί. Και ποτέ δεν είδε κανείς ηγεμονία ή δημοκρατία γνωστική που ν” αφήνεται στη διάκριση του αλλουνού ή που, κι αν τυχόν αφήνεται, να νομίζει ότι είναι και σίγουρη.»(1)
Χωρίς αξιόμαχο και πιστό λαϊκό στρατό, ούτε το χρήμα φτουράει, ούτε η φυσική οχύρωση του τόπου· είναι αφελής και άπειρος των πολιτικών πραγμάτων όποιος βασίζεται στην «καλογνωμιά των ανθρώπων». Όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Αθηναίος νομοθέτης Σόλων, ο βαθύπλουτος Κροίσος, βασιλιάς της Λυδίας, δεν σώθηκε από τους αναρίθμητους θησαυρούς του, αφού αυτοί ακριβώς τράβηξαν σαν μαγνήτης τους τρομερούς Γαλάτες που σάρωσαν την Ελλάδα και μεγάλο μέρος της Ασίας. Ο πόλεμος ήταν και θα είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα: «Όλες οι πολιτείες που κάποτες κυβερνηθήκανε για κάμποσον καιρό από ηγεμόνα απόλυτο, από αριστοκρατία ή από τον λαό (καθώς τώρα κυβερνιέται η δική μας) είχανε για αντιστύλι τους τη δύναμη ανάκατη με τη φρόνηση· γιατί μοναχή της η δεύτερη δε φτουράει και η πρώτη πάλι ή δε φέρνει τα πράγματα εκεί που τα θέλει ή, άμα τυχόν και τα φέρει, δεν τα βαστάει. Τα δύο αυτά λοιπόν είναι το νεύρο σε όλες τις εξουσίες, όσες φανήκανε στον κόσμο και όσες θα φανούνε· κι όποιος καλοπρόσεξε τις ανατροπές των βασίλειων και τους αφανισμούς των χωρών και των πολιτειών, άλλην αιτία δε βρήκε που γινήκανε παρ’ εκτός ότι λείψανε τα άρματα ή το μυαλό.»
Φυσικά, οι ειρηνιστές χρειάζονται τις στρατιωτικές δύναμεις τουλάχιστον εξίσου με τους πολεμοχαρείς, όπως απέδειξαν χιλιάδες πολεμικές αναμετρήσεις στην Ιστορία. Ο Μακιαβέλι θεωρεί ότι όλοι οι πολίτες, και ειδικά οι ηγεμόνες, οφείλουν να ασχολούνται με την Τέχνη του πολέμου. (Στο ομώνυμο έργο του, αν και θεωρεί τον εαυτό του ειδήμονα, δεν εκτιμά σωστά τις δυνατότητες των νέων όπλων, και ειδικά του πυροβολικού, που το συγκρίνει με τα εκηβόλα όπλα των αρχαίων στρατών.) Βεβαίως, και οι ειρηνόφιλοι δηλώνουν συχνά ότι πρόθυμα θα πολεμούσαν για την πατρίδα τους, σε περίπτωση που δεχόταν λ.χ. επίθεση – δεν διευκρινίζουν όμως τι είδους πόλεμο και πόσο αποτελεσματική αντίσταση θα έκαναν με τεχνολογικά απαρχαιωμένο εξοπλισμό. Κάθε λογικός άνθρωπος, εφόσον δηλώνει την πρόθεσή του να πολεμήσει, θέλει να το κάνει με τα ισχυρότερα και αποτελεσματικότερα όπλα – τα οποία πρέπει βέβαια να αποκτήσει και να μάθει τον καιρό της ειρήνης. Είτε λοιπόν ως σημαντικό αποτρεπτικό μέσο – ο επίδοξος αντίπαλος φοβάται ότι θα πληρώσει δυσανάλογο κόστος σε περίπτωση πρώτης επίθεσης, ακόμα κι αν είναι ισχυρότερος – είτε στο πραγματικό πεδίο της μάχης, ο εξοπλισμός ενός κράτους, κοντολογίς η ανάπτυξη και η συντήρηση αξιόμαχου στρατεύματος, είναι απαραίτητος όροι επιβίωσης σε έναν κόσμο που αποδείχθηκε χιλιάδες φορές αρπακτικός και επικίνδυνος – τον άοπλο δεν τον λογαριάζει ποτέ κ α ν έ ν α ς, ούτε εχθρός ούτε φίλος. Η άσκηση βίας δικαιώνεται ή απορρίπτεται από τα αποτελέσματά της:
«Για τούτο κι ένας μυαλωμένος νομοθέτης, που ‘χει την προαίρεση να ωφελήσει όχι την αφεντιά του μα το κοινό καλό, όχι τους κληρονόμους του μα την κοινή πατρίδα, έχει χρέος να φροντίσει και να πάρει όλη την εξουσία μοναχός του, στα δικά του χέρια· κι ούτε ποτέ κανένας άνθρωπος ξυπνός θα τον κατηγορήσει αν εκείνος χρησιμοποιήσει ασυνήθιστα μέτρα για να βάλει σε σωστή σειρά ένα βασίλειο ή μια δημοκρατία. Αν τυχόν κι οι πράξεις του τον κατηγορούν, το αποτέλεσμα τον συγχωρνάει· κι αν οι πράξεις του, όπως του Ρωμύλου οι πράξεις, στάθηκαν καλές, πάντα θα βρει συγχώρεση· γιατί κατηγόρια πρέπει σ’ όποιον τη βία την έχει για να γκρεμίσει κι όχι για να διορθώσει.»(1)
«Είναι λάθος να χτυπάς μια πόλη διαιρεμένη και να την κυριεύεις αδράχνοντας την ευκαιρία που σου δίνουν οι διαιρέσεις της.»
Μια άλλη κεντρική ιδέα του Μακιαβέλι είναι ότι ο ηγεμόνας πρέπει να εργάζεται για το καλό του λαού και συνεπώς η ισχυρή κρατική εξουσία σ” αυτό ακριβώς αποβλέπει, χρησιμοποιώντας ηθικά και ανήθικα μέσα. Επομένως, όσοι χρησιμοποιούν τον μακιαβελισμό ως κατηγορία -εσφαλμένα- θεωρούν ότι ο Μ. προτρέπει τον ηγεμόνα ή τους εξουσιαστές – γενικώς – να χρησιμοποιήσουν την πανουργία και τον δόλο σε βάρος των υποτελών τους, προκειμένου να διατηρήσουν μια διαφθαρμένη εξουσία. (Προφανώς, αυτό το έκαναν ήδη πολλοί, αιώνες πριν εμφανιστούν τα έργα του Ιταλού συγγραφέα.) Ο Βολταίρος έγραφε ότι, αν ο Μακιαβέλι είχε μαθητή έναν ηγεμόνα, το πρώτο που θα του συνιστούσε θα ήταν να γράψει ένα βιβλίο εναντίον του μακιαβελισμού. Ο Φλωρεντιανός γραμματέας είναι λοιπόν ρεαλιστής και ξεκάθαρος: το ισχυρό κράτος, όσον το δυνατόν πιο ασφαλές απέναντι σε α ν α μ ε ν ό μ ε ν ε ς και φ υ σ ι κ ο ύ ς εξωτερικούς κινδύνους, είναι ελάχιστη προϋπόθεση προκειμένου να υπάρχει κλίμα ασφάλειας, χαλαρότητας και δημιουργίας σ τ ο ε σ ω τ ε ρ ι κ ό της πολιτείας. (Η δημοκρατία της Αθήνας αναπτύχθηκε μετά τη στρατιωτική συντριβή των Περσών και η δόξα της Ρώμης στηρίχτηκε κατεξοχήν στις λεγεώνες της) Κανενός είδους δημοκρατικό πολίτευμα δεν μπορεί να επιβληθεί με ξένες λόγχες, ούτε είναι δυνατόν η λευτεριά να δοθεί χάρισμα από τους ισχυρούς.
«Καθώς είπα σε άλλη διατριβή, και από άλλη αφορμή, η πόλη τη Πιστόγιας μ’ αυτό το τέχνασμα πέρασε στην κυριαρχία της Φλωρεντίας· γιατί η πόλη βρισκόταν διαιρεμένη και οι Φλωρεντινοί που βοηθούσανε τώρα τους μεν και ύστερα τους δε, χωρίς να ρίχνουνε σε έναν όλο τους το βάρος, τη φέρανε σε τέτοιο σημείο που καταπονημένη από την τρικυμισμένη της ζωή, ήρθε και έπεσε θεληματικά στην αγκαλιά της Φλωρεντίας.»(1)
Και από την πικρή προσωπική του πείρα – συνελήφθη και βασανίστηκε ως ύποπτος για συμμετοχή σε συνωμοσία εναντίον των Μεδίκων – ο Μακιαβέλι γνωρίζει ότι η βία και ο δόλος χρειάζεται συχνά να αντιμετωπιστούν με τα ίδια μέσα. Η πανουργία ωστόσο του ηγεμόνα απέναντι στο λαό του αποδοκιμάζεται καθαρά, και πάλι όχι από ηθικιστική πρόθεση, αλλά για πρακτικούς λόγους: ο πολίτης δεν θα πολεμήσει για μια πατρίδα που τον περιφρονεί, ούτε θα θυσιαστεί για έναν ηγέτη που τον ατιμάζει την περίοδο της ειρήνης. Η πολιτεία είναι ασφαλής, κατά το δυνατόν, εφόσον οι πολίτες της, δηλαδή οι στρατιώτες της, ευημερούν και γίνεται σεβαστή η τιμή και η περιουσία τους. Μεταξύ άλλων, ο Μ. συλλαμβάνει θεωρητικά ένα κράτος που βρίσκεται σε αδιάκοπη σύγκρουση με άλλα κράτη και η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί. Η προτεραιότητα της ισχυρής κεντρικής εξουσίας έναντι της εκκλησιαστικής τον φέρνει έτσι σε σύγκρουση με τον Πάπα.
«Τούτο πρέπει να το σημειώσει καλά και να το μιμηθεί όποιος πολίτης έρχεται να δώσει συμβουλή στην πατρίδα του γιατί όπου είναι να παρθεί απόφαση για την ύστατη σωτηρία της πατρίδας, δεν πρέπει να σκέφτεσαι ούτε το δίκαιο ούτε το άδικο, ούτε τον οίκτο ούτε τη σκληρότητα, ούτε το αξιέπαινο ούτε και το άτιμο. Μονάχα πρέπει να παραμερίζεις κάθε άλλη σκέψη και να ακολουθείς την απόφαση που θα γλιτώσει τη ζωή της πατρίδας σου και θα σώσει τη λευτεριά.» (1)
Ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τους σκοπούς του, ο Μακιαβέλι λειτούργησε ως χαρτοκλέφτης που δημοσιεύει τα μυστικά της τέχνης του. Αν και ο ίδιος λ.χ. ήταν άνθρωπος του Σοντερίνι, τα γραπτά του θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα σε οποιονδήποτε, αντίπαλο ή σύμμαχο. Οι αναζητήσεις του επικεντρώνονται κυρίως στα συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Φλωρεντία και τις συγκρούσεις των ιταλικών πόλεων μεταξύ τους. Ωστόσο, μετά τον Ηγεμόνα, δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα αισιόδοξος για την ένωση των λαών της Ιταλίας απέναντι στους βαρβάρους – σε επιστολή του προς τον Βιττόρι διαβάζουμε: «Όσο για την ένωση των υπόλοιπων Ιταλών, με κάνετε και γελώ»
Αφού δεν θεωρείται ανήθικο να επιβάλλονται οι ισχυροί στους αδύναμους, ο Μακιαβέλι διαχωρίζει την ηθική από την πολιτική, με σκοπό να διαμορφώσει ένα θεωρητικό πλαίσιο ικανό να ερμηνεύσει και -αν είναι δυνατόν- να προβλέψει τις πολιτικές εξελίξεις: «Όποιος μελετάει τα τωρινά και τα περασμένα, βλέπει αμέσως ότι σε όλες τις πολιτείες και σε όλους του λαούς βλογιούνται οι ίδιες λαχτάρες και οι ίδιες διαθέσεις, τέτοιες που σταθήκανε πάντα.» (1)
Βεβαίως, αν ο μακιαβελισμός οριστεί περίπου ως απανθρωπιά και κυνισμός, όλοι σχεδόν είναι μακιαβελικοί και αντιμακιαβελικοί ταυτόχρονα, αφού δεν μπορούμε να βρούμε καμιά περίπτωση που ένα κράτος έμεινε ελεύθερο ή επεκτάθηκε χρησιμοποιώντας μέσα ριζικά διαφορετικά από αυτά που περιγράφει ο ιδιοφυής γραμματέας της φλωρεντινής δημοκρατίας. Τι πιο φυσικό από την επιδίωξη μιας μικρής ή μεγάλης πολιτείας να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της όπως μπορεί σε έναν εχθρικό κόσμο;; Ειδικά όταν απευθύνεται προς τους ισχυρότερους, η κατηγορία για μακιαβελισμό δεν είναι παρά η κλάψα των αδύναμων και των ηττημένων – αυτοί συνήθως από δειλία ή ανάγκη αφήνονται στη μεγαλοψυχία των νικητών. Θα ήταν λοιπόν πιο φρόνιμο, τα υποτιθέμενα θύματα του Μακιαβελισμού να γίνουν κυριολεκτικά πιο Μακιαβελικοί από τους θύτες τους, και γι΄αυτό το σκοπό νομιμοποιούνται ηθικά να χρησιμοποιήσουν όποιους τρόπους και μέσα επιλέξουν. Οι συμφωνίες και οι κάθε είδους δεσμεύσεις μεταξύ κρατών δεν είναι αιώνιες, ούτε απορρέουν από κάποια υπερβατική έννοια του δικαίου, ενώ οι υποσχέσεις τηρούνται ή παραβλέπονται ανάλογα με τους συσχετισμούς ισχύος που διαμορφώνονται κάθε φορά:
«Δύο πράματα πρέπει να σημειώσουμε εδώ πέρα: το ένα πως με την οποιαδήποτε πράξη σου μπορεί να κερδίσεις δόξα, αφού, νικώντας την κερδίζεις έτσι κι αλλιώς και χάνοντας, πάλι, την κερδίζεις είτε δείχνοντας πως το χάσιμο δεν ήρθε από φταίξιμο δικό σου είτε κάνοντας αμέσως κάποιαν άλλη γενναία πράξη που θα σβήσει την πρώτη· το άλλο, πως δεν είναι ντροπή να μην κρατάς τις υποσχέσεις που σε βάλανε να τις δώσεις με τη βία: πάντα θα καταπατηθούνε όσες υποσχέσεις έχουνε να κάνουνε με το δημόσιο καλό και δοθήκανε με τη βία, αμέσως μόλις η βία τούτη λείψει, και όποιος τις καταπατάει καμιά ντροπή δε φορτώνεται. Χίλια τέτοια παραδείγματα διαβάζουμε στην ιστορία και κάθε μέρα βλέπουμε κι άλλα στην εποχή μας. Και όχι μονάχα οι ηγεμόνες δεν κρατάνε συναμεταξύ τους τις εκβιασμένες υποσχέσεις, όταν η βία λείψει, παρά ούτε και άλλη καμιά υπόσχεση κρατιέται, όταν πια λείψουνε οι λόγοι που σε κάμανε να την εδώσεις.»