Ως ιερή ή θρησκευτική πορνεία εννοείται η πρακτική της σεξουαλικής
επικοινωνίας για θρησκευτικό σκοπό. Η γυναίκα που εμπλέκεται σε μια τέτοια
πρακτική ονομάζεται ιερόδουλος, αν και η σύγχρονη απόδοση του όρου στα κοινωνικά
της συμφραζόμενα είναι δυνατόν να προκαλεί σύγχυση ως προς την ακριβή έννοια του
όρου.
Η ιερή πορνεία θεωρείται από αρκετούς ερευνητές ως ένας από τους κύριους παράγοντες που διαμόρφωσαν ή βοήθησαν στη διαμόρφωση της συνάθροισης μεγάλων κοινοτήτων και την μετουσίωσή τους σε πόλεις-κράτη. Τούτος ο κοινωνικός ρόλος της πορνείας απεικονίζεται πιθανώς καλύτερα στο έπος του Γκιλγκαμές, που γράφτηκε μεταξύ του 1800 και 1600 Π.Κ.Ε. Αναφέρεται επίσης στον «απωλεσθέντα παράδεισο», ως πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπου που ήταν ικανός να επικοινωνεί με τα άγρια ζώα και να επικοινωνεί ειρηνικά με το ευρύτερο περιβάλλον του.
Ιερές Πόρνες: Ένα «απίθανο ποσοστό του πληθυσμού από τη Μεσοποταμία και τη Συρία-Καναάν πρέπει να ήταν είτε κοσμικές είτε θρησκευτικές πόρνες κάποιου είδους», έγραψε η Beatrice Brooks το 1941. Συνήγαγε τα συμπεράσματα της από τα κείμενα των αρσενικών κυρίως μελετητών της εποχής, που δέχτηκαν ασυζητητί την έννοια «ιερές πόρνες ή πόρνες των ναών». Ιέρειες των ναών, συγκέντρωναν τα αναγκαία για τη συντήρηση του ναού, συμμετέχοντας τακτικά σε σεξουαλικές επαφές με αντάλλαγμα κάποιου είδους πληρωμή στους ναούς τους.
Οι γυναίκες ακόλουθοι της Ινάννα-Ιστάρ της μεσοποτάμιας θεάς της σεξουαλικότητας και της αγάπης, ήταν οι κυρίως ύποπτοι τέτοιας συμπεριφοράς. Μέχρι πρόσφατα οι περισσότεροι μελετητές θεωρούσαν –ορισμένοι τη θεωρούν ακόμα- δεδομένη.
Στο δέκατο ένατο αιώνα, οι λόγιοι μελετητές της Μεσοποταμίας θεωρούσαν ότι επρόκειτο περί πολιτισμού «αφέλειας και πρωτόγονης σεξουαλικής ελευθερίας». Αργότερα, ακαδημαϊκοί της νέας τότε σχολής της ανθρωπολογίας, όπως ο Τζέιμς Φρέιζερ (James Frazer), ο συγγραφέας του Χρυσού Κλώνου, παρουσίασαν τις «οργιαστικές ιεροτελεστίες των λατρειών γονιμότητας. Το αποτέλεσμα ήταν ο μύθος της λατρείας της γονιμότητα που έγινε αποδεκτός από τους μελετητές.
Βέβαια σε τούτη την άποψη της ιερής πορνείας βοήθησαν αρκετές από τις αρχαίες πηγές, όπως η εβραϊκή Βίβλος, έλληνες συγγραφείς όπως ο Ηρόδοτος, ο Στράβων, ο Λουκιανός και οι πρώιμοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, οι οποίοι επηρέασαν τα μέγιστα ύστερους συγγραφείς.
Είναι πολλοί οι μύθοι που αναφέρονται στην
ιερή πορνεία κατά την αρχαιότητα και κάποιοι από αυτούς στηρίζουν την
υπόθεση της κοινωνικοποίησης μέσω του μύθου της γονιμότητας.
Σύμφωνα με τον ασσυροβαβυλωνιακό μύθο, ο άγριος άνθρωπος Ενκίντου ζούσε στη στέππα, έξω από την πόλη Ουρούκ του Γκιλγκαμές. Εκεί ζούσε αρμονικά με τα ζώα και κατέστρεφε τις παγίδες των κυνηγών. Οι εξαγριωμένοι κυνηγοί συγκεντρώθηκαν ενώπιον του Γκιλγκαμές, για να σχεδιάσουν την αιχμαλωσία του Ενκίντου. Αντί άλλων ο Γκιλγκαμές τους υπέδειξε να στείλουν μια κασιντού ή χαριμτού, ιερή πόρνη δηλαδή, να τον σαγηνεύσει.
Μία ιερή πόρνη συμφωνεί να το πράξει και όταν εμφανίζεται ο Ενκίντου, εκείνη ξαπλώνει αποκαλύπτοντας το γυμνό κορμί της. Ο Ενκίντου κάνει έρωτα μαζί της για τις επόμενες έξι ημέρες και επτά νύκτες. Μετά από αυτή την εμπειρία ανακαλύπτει ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει πλέον με τα άγρια ζώα, που φεύγουν μακριά του, αλλά έχει κερδίσει σε σοφία και κατανόηση. Βρίσκει την χαριμτού και ζητά συμβουλή για τι πρέπει να κάνει.
Εκείνη τον συμβουλεύει να πάει στην πόλη, προκειμένου να τον συστήσει στον Γκιλγκαμές. Όμως, πρέπει πρώτα να μάθει να συμπεριφέρεται στην αυλή του βασιλιά κι εκείνη προσφέρεται να τον διδάξει τους τρόπους με τους οποίους είναι δυνατόν να ενταχθεί και να λειτουργήσει σε έναν διαφορετικό, αστικό τρόπο ζωής.
Με τη σειρά του ο Ηρόδοτος επιβεβαιώνοντας με τον δικό του αρνητικό τρόπο τούτη την πρακτική, αναφέρει : «[…]ήταν οι Αιγύπτιοι εκείνοι που θεώρησαν προσβολή ενάντια στην ευσέβεια τη σεξουαλική επαφή με τις γυναίκες στους ναούς, ή την είσοδο στον ναό μετά από σεξουαλική επαφή, χωρίς τον αναγκαίο καθαρμό. Δύσκολα σε οποιοδήποτε έθνος, εκτός από τους Αιγύπτιους και Έλληνες μπορεί να συναντήσει κανείς τέτοιον ενδοιασμό, καθώς όλοι σχεδόν θεωρούν από αυτή την άποψη ότι οι ανδρες και οι γυναίκες δεν είναι διαφορετικοί από τα ζώα, τα οποία είτε κτήνη είναι είτε πτηνά, διαρκώς ζευγαρώνουν στους ναούς και τους ιερούς τόπους[…]» .
Όσον αφορά στους Βαβυλώνιους, ο Ηρόδοτος αναφέρει ένα «εντελώς επαίσχυντο» έθιμο σύμφωνα με το οποίο κάθε γυναίκα «μιά φορά στη ζωή της» είχε επαφή κοντά στο ναό της Αφροδίτης (Ιστάρ) με τον πρώτο ξένο που έριχνε «ασημένιο νόμισμα» στο περίζωμά της . Ομοίως, ο Λουκιανός περιέγραψε την τιμωρία των γυναικών που αρνούνταν να ξυρίσουν τα κεφάλια τους εις ένδειξη πένθους για τον Άδωνι: «έστω και για μία ημέρα αυτές [έπρεπε] να πουλήσουν την ομορφιά τους … [σε μια] αγορά … ανοικτή για τους ξένους μόνο και η πληρωμή [ γινόταν ] προσφορά στην Αφροδίτη [ Αστάρτη ]». Οι χριστιανοί συγγραφείς επίσης κατηγορούσαν τους εθνικούς ότι επέτρεπαν τα όργια προν τιμήν της Αφροδίτης, τον τελετουργικό προγαμιαίο έρωτα, και την λατρευτική πορνεία.
Η ιερή πορνεία ασκείτο ευρέως στην αρχαία Ελλάδα, ιδιαίτερα στους ναούς της Αφροδίτης, στην Κύπρο, τον τόπο που γεννήθηκε και την Κόρινθο. Στην Κόρινθο μάλιστα ήταν γνωστή ως «Αφροδίτη η εταίρα». Ο Στράβων τον 1ο π.κ.ε. αιώνα αναφέρει ότι χίλιες ιερές πόρνες εργάζονταν στον ναό της εκεί, ενώ τον ίδιο αριθμό αναφέρει και για το όρος Έρυξ στη Σικελία. Αλλά στις ύστερες περιόδους του ελληνικού κόσμου οι υπερήφανες ιέρειες της αγάπης φαίνεται ότι αντικαθιστούνταν στις περισσότερες περιπτώσεις από σκλάβες.
Στην Κύπρο οι φιλολογικές μαρτυρίες υποδεικνύουν ότι πριν από το γάμο όλες οι γυναίκες υποχρεώνονταν στο παρελθόν από το έθιμο να εκδίδονται σε ξένους στο άδυτο της θεάς. Παρόμοια έθιμα επικρατούσαν σε πολλά μέρη της δυτικής Ασίας. Όποιο και αν ήταν το κίνητρο, η πρακτική δεν θεωρείτο σαφώς οργιαστική εκδήλωση της σφοδρής επιθυμίας, αλλά σοβαρό θρησκευτικό καθήκον που εκτελείτο στην υπηρεσία εκείνης της μεγάλης θεάς της δυτικής Ασίας της οποίας όνομα το ποίκιλε, ενώ ο τύπος της παρέμεινε σταθερός, από τόπο σε τόπο.
Στην Πάφο σύμφωνα με τον μύθο η συνήθεια της θρησκευτικής πορνείας λέγεται πως καθιερώθηκε από το βασιλιά Κινύρα, και ότι την άσκησαν οι κόρες του, οι αδελφές του Άδωνι, οι οποίες, έχοντας υποστεί την οργή της Αφροδίτης, ζευγάρωσαν με ξένους στον ναό της και τελείωσαν τις μέρες τους στην Αίγυπτο.
Στη Ρώμη, μια ορισμένη κατηγορία γυναικών, οι lupae ή λύκαινες, προσήλκυαν τους πελάτες τους πελάτες με κραυγές λύκαινας, του κατ’ εξοχήν συμβόλου της Ρώμης. Υπογραμμίζοντας τη σύνδεση μεταξύ της σεξουαλικής έκστασης και του θανάτου, μια άλλη κατηγορία γυναικών, οι busturariae, λειτουργούσαν στα νεκροταφεία, παρέχοντας έρωτα στις ταφικές πλάκες ή θρήνο (μοιρολόι) στις νεκρώσιμες ακολουθίες.
Σε μια επιγραφή από την Ανατολία από το 200 μ.Χ. μια γυναίκα ονόματι Αυρηλία αναγγέλει υπερήφανα ότι είχε υπηρετήσει στο ναό συμμετέχοντας στο σεξουαλικό έθιμο, όπως και η μητέρα της και όλες οι θηλυκές της πρόγονοι. Είναι αλήθεια ότι ένα μεγάλο τμήμα της τελετουργικής δραστηριότητας στην αρχαία ανατολική Μεσόγειο εστιαζόταν στην προώθηση της γονιμότητας του εδάφους.
Στην πρώιμη Μεσοποταμία, παραδείγματος χάριν, ο «ιερός γάμος», με την εστίασή του στη γονιμότητα του, θα μπορούσε ενδεχομένως να περιελάμβανε την έννοια «ιερή πόρνη». Σύμφωνα με έναν μελετητή, «η λατρευτική πορνεία» είναι μια πρακτική που περιλαμβάνει θηλυκούς και κατά περιόδους αρσενικούς ακόλουθους των θεοτήτων γονιμότητας, οι οποίοι αφιέρωναν πιθανώς τις αποδοχές τους στη θεότητά τους». Η ιεροτελεστία του «ιερού γάμου» ήταν ένα από «τα κίνητρα της πρακτικής, ιδιαίτερα στη Μεσοποταμία», όπου ο βασιλιάς είχε σεξουαλική επαφή με «μια πόρνη του ναού» .
Η υπόθεση ότι η «ιερή πορνεία» όχι μόνο είχε εμφανιστεί, αλλά συνέβαινε στα πλαίσια των λατρειών γονιμότητας, προέκυψε από τη σκόπιμη διασύνδεση στην εβραϊκή βίβλο της κεντεσά (qedeshah), «ιερή ή καθαγιασμένη γυναίκα», με την ζονά (zonah), την «πόρνη». Προφανώς, οι περισσότεροι μελετητές δεν διέκριναν μεταξύ του τελετουργικού έρωτα και του επ’ αμοιβή έρωτα. Όμως, ο τελετουργικός έρωτας δεν θα καθιερωνόταν ως πορνεία, ακόμα κι αν η πράξη παρήγαγε προσφορές για έναν ναό, αλλά μάλλον θα θεωρείτο πράξη λατρείας.
Στην εβραϊκή Βίβλο, η λέξη που μεταφράζεται ως «ιερή ή λατρευτική πόρνη» είναι η qedeshah/qedeshot (θηλυκό ενικός / πληθυντικός) και qadesh/qedeshim (αρσενικό ενικός /πληθυντικός). Αυτοί οι τέσσερις τίτλοι δεν εμφανίζονται πολύ συχνά στην εβραϊκή Βίβλο, καθώς τα παραδείγματα είναι λιγοστά. Η ρίζα qdsh σημαίνει «διαχωρίζω», «καθαγιάζω» . Ως επί το πλείστον, οι όροι εμφανίζονται στο Δευτερονόμιο και στο Βασιλειών Β, βιβλίο ιδιαίτερα εθνικιστικό, πολεμικό και επικριτικό της Καναανιτικής θρησκείας.
Η υπόθεση ότι η «ιερή πορνεία» όχι μόνο είχε εμφανιστεί, αλλά είχε συμβεί στα πλαίσια των λατρειών γονιμότητας, προέκυψε από την εσκεμμένη διασύνδεση της έννοιας της «qedeshah», της «ιερής/καθαγιασμένης» γυναίκας με την zonah, την «πόρνη» .
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι υπήρχε μια σημαντική κατηγορία θρησκευτικών λειτουργών που αποκαλείτο qedeshah στην Καναάν. Διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να απαξιώνει η Βίβλος στα συγκεκριμένα βιβλία της τέτοιες γυναίκες. Η λειτουργία τους στη Καναανιτή θρησκεία δεν είναι γνωστή, αλλά ήταν «γυναίκες», πιθανώς ιέρειες. Όταν άρχισαν να ερμηνεύονται τα αρχεία της Ουγκαρίτ της Συρίας, γρήγορα έγινε εμφανές ότι η ουγκαριτική θρησκεία ήταν παρόμοια με την καναανιτική θρησκεία που δυσφημίστηκε στην εβραϊκή Βίβλο. Ανακαλύφθηκαν χιλιάδες πήλινες πινακίδες χρονολογημένες στην πρώιμη Εποχή του Χαλκού, (1300-1200 Π.Κ.Ε.), που περιείχαν, ανάμεσα σε άλλα, καταλόγους θεοτήτων, προσφορών και θρησκευτικών λειτουργών.
Για μια ορισμένη περίοδο, ο «ιερός γάμος» ήταν ένα σημαντικό τελετουργικό γονιμότητας στη Μεσοποταμία. Ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του ο βασιλιάς γινόταν σύζυγος της Ινάννα, και μοιραζόταν τις «ανεκτίμητες δνάμεις της γονιμότητάς της» και της θεϊκότητας του Ντουμούζι. Δυστυχώς, κανένα κείμενο δεν μας λέει τι συνέβαινε στην τελετουργική κρεβατοκάμαρα του ναού, ούτε καν εάν οι συμμετέχοντες ήταν ανθρώπινα όντα ή αγάλματα.
Στο διαθέσιμο υλικό που αφορά στον «ιερό γάμο», η θηλυκή συμμετέχουσα απoκαλείται πάντα Ινάννα και η ανθρώπινη ταυτότητά της είναι συγκεχυμένη. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ο βασιλιάς μάλλον ενσωμάτωνε τον θεό Ντουμούζι.
Κοινωνική προσαρμογή του μύθου: Από κοινωνιολογικής άποψης η ιερή πορνεία, εκτός από τον συγκεκριμένο ρόλο της στη διαδικασία του εξαστισμού φαίνεται πως υπήρξε και τεχνική ενθάρρυνσης της γονιμότητας, ως μέσο επιβίωσης της κοινότητας.
Το σεξ ήταν συνήθης ιεροπραξία στις πρωτόγονες κοινωνίες και έδενε τους ανθρώπους με τα ιερά δεσμά συνύπαρξης. Το γεγονός όχι μόνο διασφάλιζε τη συνέχεια της κοινότητας, αλλά εξασφάλιζε σε ένα βαθμό την τήρηση των εξωγαμικών εθιμικών κανόνων. Στις σύγχρονες κοινωνίες η ίδια πράξη εκλαμβάνεται ως ιερή κοινωνία και περιβάλλεται τον μανδύα της θρησκευτικότητας. Κοινότητες στην Γερμανία, το Θιβέτ, την Πολυνησία και τη Νότια Αμερική αλλάζουν τους κανόνες της πρόσβασης στον ερωτικό τομέα, έτσι ώστε να περιλαμβάνονται όλα τα ώριμα μέλη της κοινότητας σε μια ποικιλία ιεροπραξιών.
Στο Μάντρι Γκρας, ένας συνδυασμός ψυχογενών ουσιών χρησιμοποιείτο για τη δημιουργία της ιερής ατμόσφαιρας. Σεξουαλική ελευθερία, οινοπνευματώδη, χορός και μουσική συντίθονταν για να δημιουργήσουν μια αίσθηση συντροφικότητας σε μια ιεροπραξία.
Στην Νέα Γουϊνέα οι νέοι άνδρες μυούνταν στην ενηλικίωσή τους με ένα σύνθετο τελετουργικό που περιελάμβανε την πρώτη σεξουαλική εμπειρία και τον καννιβαλισμό. Προφανώς, η θέση ότι η πορνεία είναι το αρχαιότερο επάγγελμα και συνεπώς δεν μπορεί να καταπιεστεί στα συμφραζόμενα της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και βασίζεται σε μια επιπόλαιη και επιφανειακή κατανόηση της διαχρονικής χρήσης του σεξ για την επίτευξη του ιερού.
Σαφώς η ιερογαμία συνιστά αρχετυπική έκφραση σε όλες σχεδόν τις θρησκείες του κόσμου και ως τέτοια δεν είναι δυνατόν να καταπιεστεί, όχι όμως ως επάγγελμα, γεγονός που συνιστά παρηκμασμένη έκφραση μιας θρησκευτικής πρακτικής.
Φαίνεται πως στις αρχαίες κοινωνίες που περιγράφουν διάφοροι συγγραφείς η γυναικαία σεξουαλικότητα χρησιμοποιείτο για θρησκευτικούς σκοπούς. Η γυναίκα στην προκειμένη περίπτωση μέσω της συγκεκριμένης λειτουργίας ήταν αντικείμενο σεβασμού, κομμάτι της ενοποίησης με την ιδέα του ιερού, έτσι όπως το ιερό γινόταν αντιληπτό στη συγκεκριμένη εποχή.
Η παθολογία του συγκεκριμένου φαινομένου στη σύγχρονη εποχή αντιλαμβάνεται τη γυναικεία σεξουαλικότητα στα συμφραζόμενα της σύγχρονης καπιταλιστικής αντίληψης ως εμπορεύσιμο προϊόν για την άντληση κέρδους. Οι παραδοσιακές αντιλήψεις του σεξ όμως στις πρωτόγονες κοινωνίες όλου του κόσμου ήταν απλά ένας δρόμος για την ένωση με τους θεούς.
Στον ταντρικό Ινδουϊσμό, για παράδειγμα ο ταντριστής οφείλει να λατρέψει τη θεά της ευδαιμονίας καθημερινά. Με αυτή την ενέργεια θεωρείται ότι το αρσενικό ενώνεται με το ιερό μέσω του θηλυκού στοιχείου. Το θηλυκό παίρνει τα δώρα, παρέχει τις σεξουαλικές υπηρεσίες και δεν είναι, δεν μπορεί να θεωρηθεί μέρος ενός κοινωνικού ζεύγους. Δεν δηλαδή μια πόρνη που πωλεί τις ανώνυμες σεξουαλικές υπηρεσίες της ως προϊόντα αγοράς.
Υπάρχει όμως και η σκιά της πολιτικής οικονομίας πίσω από τη θρησκευτική χρήση της γυναικείας σεξουαλικότητας. Στις αγροτικές κοινωνίες με πατρογραμμική κληρονομικότητα τα θήλεα που περίσσευαν, δίνονταν ή πωλούνταν στον ναό. Στις σύγχρονες υπερπληθυσμικές κοινωνίες νέες γυναίκες και νέοι άνδρες συχνά εκδίδονται ως προϊόν της αγοράς. Το νόημα μιας τέτοιας πορνείας είτε για τις αρχαίες είτε για της σύγχρονες κοινωνίες είναι εντελώς διαφορετικό σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό και απλά θεμελιώνει ό,τι σήμερα αποκαλείται πορνογραφία.
Σε ό,τι αφορά στην αρχαιότητα, σύμφωνα με τα λόγια ενός σύγχρονου ερευνητή: «Είναι τραγικό το γεγονός ότι η ακαδημαϊκή έρευνα έπασχε από μελετητές ανίκανους να φανταστούν οποιονδήποτε λατρευτικό ρόλο για τις γυναίκες στην αρχαιότητα που δεν περιελάμβανε τη σεξουαλική επαφή». Ωστόσο, οι σύγχρονοι ερευνητές φαίνεται σιγά-σιγά και με τη βοήθεια νέων στοιχείων να βάζουν τα πράγματα στη θέση τους. Ακόμα κι αν οι αρχαίες ιέρειες συμμετείχαν στον τελετουργικό έρωτα, ακόμα κι αν λάμβαναν προσφορές για τους ναούς τους, δεν ήταν πόρνες αλλά θρησκευτικοί λειτουργοί που λάτρευαν τη θεότητά τους.
Η ιερή πορνεία θεωρείται από αρκετούς ερευνητές ως ένας από τους κύριους παράγοντες που διαμόρφωσαν ή βοήθησαν στη διαμόρφωση της συνάθροισης μεγάλων κοινοτήτων και την μετουσίωσή τους σε πόλεις-κράτη. Τούτος ο κοινωνικός ρόλος της πορνείας απεικονίζεται πιθανώς καλύτερα στο έπος του Γκιλγκαμές, που γράφτηκε μεταξύ του 1800 και 1600 Π.Κ.Ε. Αναφέρεται επίσης στον «απωλεσθέντα παράδεισο», ως πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπου που ήταν ικανός να επικοινωνεί με τα άγρια ζώα και να επικοινωνεί ειρηνικά με το ευρύτερο περιβάλλον του.
Ιερές Πόρνες: Ένα «απίθανο ποσοστό του πληθυσμού από τη Μεσοποταμία και τη Συρία-Καναάν πρέπει να ήταν είτε κοσμικές είτε θρησκευτικές πόρνες κάποιου είδους», έγραψε η Beatrice Brooks το 1941. Συνήγαγε τα συμπεράσματα της από τα κείμενα των αρσενικών κυρίως μελετητών της εποχής, που δέχτηκαν ασυζητητί την έννοια «ιερές πόρνες ή πόρνες των ναών». Ιέρειες των ναών, συγκέντρωναν τα αναγκαία για τη συντήρηση του ναού, συμμετέχοντας τακτικά σε σεξουαλικές επαφές με αντάλλαγμα κάποιου είδους πληρωμή στους ναούς τους.
Οι γυναίκες ακόλουθοι της Ινάννα-Ιστάρ της μεσοποτάμιας θεάς της σεξουαλικότητας και της αγάπης, ήταν οι κυρίως ύποπτοι τέτοιας συμπεριφοράς. Μέχρι πρόσφατα οι περισσότεροι μελετητές θεωρούσαν –ορισμένοι τη θεωρούν ακόμα- δεδομένη.
Στο δέκατο ένατο αιώνα, οι λόγιοι μελετητές της Μεσοποταμίας θεωρούσαν ότι επρόκειτο περί πολιτισμού «αφέλειας και πρωτόγονης σεξουαλικής ελευθερίας». Αργότερα, ακαδημαϊκοί της νέας τότε σχολής της ανθρωπολογίας, όπως ο Τζέιμς Φρέιζερ (James Frazer), ο συγγραφέας του Χρυσού Κλώνου, παρουσίασαν τις «οργιαστικές ιεροτελεστίες των λατρειών γονιμότητας. Το αποτέλεσμα ήταν ο μύθος της λατρείας της γονιμότητα που έγινε αποδεκτός από τους μελετητές.
Βέβαια σε τούτη την άποψη της ιερής πορνείας βοήθησαν αρκετές από τις αρχαίες πηγές, όπως η εβραϊκή Βίβλος, έλληνες συγγραφείς όπως ο Ηρόδοτος, ο Στράβων, ο Λουκιανός και οι πρώιμοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, οι οποίοι επηρέασαν τα μέγιστα ύστερους συγγραφείς.
Σύμφωνα με τον ασσυροβαβυλωνιακό μύθο, ο άγριος άνθρωπος Ενκίντου ζούσε στη στέππα, έξω από την πόλη Ουρούκ του Γκιλγκαμές. Εκεί ζούσε αρμονικά με τα ζώα και κατέστρεφε τις παγίδες των κυνηγών. Οι εξαγριωμένοι κυνηγοί συγκεντρώθηκαν ενώπιον του Γκιλγκαμές, για να σχεδιάσουν την αιχμαλωσία του Ενκίντου. Αντί άλλων ο Γκιλγκαμές τους υπέδειξε να στείλουν μια κασιντού ή χαριμτού, ιερή πόρνη δηλαδή, να τον σαγηνεύσει.
Μία ιερή πόρνη συμφωνεί να το πράξει και όταν εμφανίζεται ο Ενκίντου, εκείνη ξαπλώνει αποκαλύπτοντας το γυμνό κορμί της. Ο Ενκίντου κάνει έρωτα μαζί της για τις επόμενες έξι ημέρες και επτά νύκτες. Μετά από αυτή την εμπειρία ανακαλύπτει ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει πλέον με τα άγρια ζώα, που φεύγουν μακριά του, αλλά έχει κερδίσει σε σοφία και κατανόηση. Βρίσκει την χαριμτού και ζητά συμβουλή για τι πρέπει να κάνει.
Εκείνη τον συμβουλεύει να πάει στην πόλη, προκειμένου να τον συστήσει στον Γκιλγκαμές. Όμως, πρέπει πρώτα να μάθει να συμπεριφέρεται στην αυλή του βασιλιά κι εκείνη προσφέρεται να τον διδάξει τους τρόπους με τους οποίους είναι δυνατόν να ενταχθεί και να λειτουργήσει σε έναν διαφορετικό, αστικό τρόπο ζωής.
Με τη σειρά του ο Ηρόδοτος επιβεβαιώνοντας με τον δικό του αρνητικό τρόπο τούτη την πρακτική, αναφέρει : «[…]ήταν οι Αιγύπτιοι εκείνοι που θεώρησαν προσβολή ενάντια στην ευσέβεια τη σεξουαλική επαφή με τις γυναίκες στους ναούς, ή την είσοδο στον ναό μετά από σεξουαλική επαφή, χωρίς τον αναγκαίο καθαρμό. Δύσκολα σε οποιοδήποτε έθνος, εκτός από τους Αιγύπτιους και Έλληνες μπορεί να συναντήσει κανείς τέτοιον ενδοιασμό, καθώς όλοι σχεδόν θεωρούν από αυτή την άποψη ότι οι ανδρες και οι γυναίκες δεν είναι διαφορετικοί από τα ζώα, τα οποία είτε κτήνη είναι είτε πτηνά, διαρκώς ζευγαρώνουν στους ναούς και τους ιερούς τόπους[…]» .
Όσον αφορά στους Βαβυλώνιους, ο Ηρόδοτος αναφέρει ένα «εντελώς επαίσχυντο» έθιμο σύμφωνα με το οποίο κάθε γυναίκα «μιά φορά στη ζωή της» είχε επαφή κοντά στο ναό της Αφροδίτης (Ιστάρ) με τον πρώτο ξένο που έριχνε «ασημένιο νόμισμα» στο περίζωμά της . Ομοίως, ο Λουκιανός περιέγραψε την τιμωρία των γυναικών που αρνούνταν να ξυρίσουν τα κεφάλια τους εις ένδειξη πένθους για τον Άδωνι: «έστω και για μία ημέρα αυτές [έπρεπε] να πουλήσουν την ομορφιά τους … [σε μια] αγορά … ανοικτή για τους ξένους μόνο και η πληρωμή [ γινόταν ] προσφορά στην Αφροδίτη [ Αστάρτη ]». Οι χριστιανοί συγγραφείς επίσης κατηγορούσαν τους εθνικούς ότι επέτρεπαν τα όργια προν τιμήν της Αφροδίτης, τον τελετουργικό προγαμιαίο έρωτα, και την λατρευτική πορνεία.
Η ιερή πορνεία ασκείτο ευρέως στην αρχαία Ελλάδα, ιδιαίτερα στους ναούς της Αφροδίτης, στην Κύπρο, τον τόπο που γεννήθηκε και την Κόρινθο. Στην Κόρινθο μάλιστα ήταν γνωστή ως «Αφροδίτη η εταίρα». Ο Στράβων τον 1ο π.κ.ε. αιώνα αναφέρει ότι χίλιες ιερές πόρνες εργάζονταν στον ναό της εκεί, ενώ τον ίδιο αριθμό αναφέρει και για το όρος Έρυξ στη Σικελία. Αλλά στις ύστερες περιόδους του ελληνικού κόσμου οι υπερήφανες ιέρειες της αγάπης φαίνεται ότι αντικαθιστούνταν στις περισσότερες περιπτώσεις από σκλάβες.
Στην Κύπρο οι φιλολογικές μαρτυρίες υποδεικνύουν ότι πριν από το γάμο όλες οι γυναίκες υποχρεώνονταν στο παρελθόν από το έθιμο να εκδίδονται σε ξένους στο άδυτο της θεάς. Παρόμοια έθιμα επικρατούσαν σε πολλά μέρη της δυτικής Ασίας. Όποιο και αν ήταν το κίνητρο, η πρακτική δεν θεωρείτο σαφώς οργιαστική εκδήλωση της σφοδρής επιθυμίας, αλλά σοβαρό θρησκευτικό καθήκον που εκτελείτο στην υπηρεσία εκείνης της μεγάλης θεάς της δυτικής Ασίας της οποίας όνομα το ποίκιλε, ενώ ο τύπος της παρέμεινε σταθερός, από τόπο σε τόπο.
Στην Πάφο σύμφωνα με τον μύθο η συνήθεια της θρησκευτικής πορνείας λέγεται πως καθιερώθηκε από το βασιλιά Κινύρα, και ότι την άσκησαν οι κόρες του, οι αδελφές του Άδωνι, οι οποίες, έχοντας υποστεί την οργή της Αφροδίτης, ζευγάρωσαν με ξένους στον ναό της και τελείωσαν τις μέρες τους στην Αίγυπτο.
Στη Ρώμη, μια ορισμένη κατηγορία γυναικών, οι lupae ή λύκαινες, προσήλκυαν τους πελάτες τους πελάτες με κραυγές λύκαινας, του κατ’ εξοχήν συμβόλου της Ρώμης. Υπογραμμίζοντας τη σύνδεση μεταξύ της σεξουαλικής έκστασης και του θανάτου, μια άλλη κατηγορία γυναικών, οι busturariae, λειτουργούσαν στα νεκροταφεία, παρέχοντας έρωτα στις ταφικές πλάκες ή θρήνο (μοιρολόι) στις νεκρώσιμες ακολουθίες.
Σε μια επιγραφή από την Ανατολία από το 200 μ.Χ. μια γυναίκα ονόματι Αυρηλία αναγγέλει υπερήφανα ότι είχε υπηρετήσει στο ναό συμμετέχοντας στο σεξουαλικό έθιμο, όπως και η μητέρα της και όλες οι θηλυκές της πρόγονοι. Είναι αλήθεια ότι ένα μεγάλο τμήμα της τελετουργικής δραστηριότητας στην αρχαία ανατολική Μεσόγειο εστιαζόταν στην προώθηση της γονιμότητας του εδάφους.
Στην πρώιμη Μεσοποταμία, παραδείγματος χάριν, ο «ιερός γάμος», με την εστίασή του στη γονιμότητα του, θα μπορούσε ενδεχομένως να περιελάμβανε την έννοια «ιερή πόρνη». Σύμφωνα με έναν μελετητή, «η λατρευτική πορνεία» είναι μια πρακτική που περιλαμβάνει θηλυκούς και κατά περιόδους αρσενικούς ακόλουθους των θεοτήτων γονιμότητας, οι οποίοι αφιέρωναν πιθανώς τις αποδοχές τους στη θεότητά τους». Η ιεροτελεστία του «ιερού γάμου» ήταν ένα από «τα κίνητρα της πρακτικής, ιδιαίτερα στη Μεσοποταμία», όπου ο βασιλιάς είχε σεξουαλική επαφή με «μια πόρνη του ναού» .
Η υπόθεση ότι η «ιερή πορνεία» όχι μόνο είχε εμφανιστεί, αλλά συνέβαινε στα πλαίσια των λατρειών γονιμότητας, προέκυψε από τη σκόπιμη διασύνδεση στην εβραϊκή βίβλο της κεντεσά (qedeshah), «ιερή ή καθαγιασμένη γυναίκα», με την ζονά (zonah), την «πόρνη». Προφανώς, οι περισσότεροι μελετητές δεν διέκριναν μεταξύ του τελετουργικού έρωτα και του επ’ αμοιβή έρωτα. Όμως, ο τελετουργικός έρωτας δεν θα καθιερωνόταν ως πορνεία, ακόμα κι αν η πράξη παρήγαγε προσφορές για έναν ναό, αλλά μάλλον θα θεωρείτο πράξη λατρείας.
Στην εβραϊκή Βίβλο, η λέξη που μεταφράζεται ως «ιερή ή λατρευτική πόρνη» είναι η qedeshah/qedeshot (θηλυκό ενικός / πληθυντικός) και qadesh/qedeshim (αρσενικό ενικός /πληθυντικός). Αυτοί οι τέσσερις τίτλοι δεν εμφανίζονται πολύ συχνά στην εβραϊκή Βίβλο, καθώς τα παραδείγματα είναι λιγοστά. Η ρίζα qdsh σημαίνει «διαχωρίζω», «καθαγιάζω» . Ως επί το πλείστον, οι όροι εμφανίζονται στο Δευτερονόμιο και στο Βασιλειών Β, βιβλίο ιδιαίτερα εθνικιστικό, πολεμικό και επικριτικό της Καναανιτικής θρησκείας.
Η υπόθεση ότι η «ιερή πορνεία» όχι μόνο είχε εμφανιστεί, αλλά είχε συμβεί στα πλαίσια των λατρειών γονιμότητας, προέκυψε από την εσκεμμένη διασύνδεση της έννοιας της «qedeshah», της «ιερής/καθαγιασμένης» γυναίκας με την zonah, την «πόρνη» .
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι υπήρχε μια σημαντική κατηγορία θρησκευτικών λειτουργών που αποκαλείτο qedeshah στην Καναάν. Διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να απαξιώνει η Βίβλος στα συγκεκριμένα βιβλία της τέτοιες γυναίκες. Η λειτουργία τους στη Καναανιτή θρησκεία δεν είναι γνωστή, αλλά ήταν «γυναίκες», πιθανώς ιέρειες. Όταν άρχισαν να ερμηνεύονται τα αρχεία της Ουγκαρίτ της Συρίας, γρήγορα έγινε εμφανές ότι η ουγκαριτική θρησκεία ήταν παρόμοια με την καναανιτική θρησκεία που δυσφημίστηκε στην εβραϊκή Βίβλο. Ανακαλύφθηκαν χιλιάδες πήλινες πινακίδες χρονολογημένες στην πρώιμη Εποχή του Χαλκού, (1300-1200 Π.Κ.Ε.), που περιείχαν, ανάμεσα σε άλλα, καταλόγους θεοτήτων, προσφορών και θρησκευτικών λειτουργών.
Για μια ορισμένη περίοδο, ο «ιερός γάμος» ήταν ένα σημαντικό τελετουργικό γονιμότητας στη Μεσοποταμία. Ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του ο βασιλιάς γινόταν σύζυγος της Ινάννα, και μοιραζόταν τις «ανεκτίμητες δνάμεις της γονιμότητάς της» και της θεϊκότητας του Ντουμούζι. Δυστυχώς, κανένα κείμενο δεν μας λέει τι συνέβαινε στην τελετουργική κρεβατοκάμαρα του ναού, ούτε καν εάν οι συμμετέχοντες ήταν ανθρώπινα όντα ή αγάλματα.
Στο διαθέσιμο υλικό που αφορά στον «ιερό γάμο», η θηλυκή συμμετέχουσα απoκαλείται πάντα Ινάννα και η ανθρώπινη ταυτότητά της είναι συγκεχυμένη. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ο βασιλιάς μάλλον ενσωμάτωνε τον θεό Ντουμούζι.
Κοινωνική προσαρμογή του μύθου: Από κοινωνιολογικής άποψης η ιερή πορνεία, εκτός από τον συγκεκριμένο ρόλο της στη διαδικασία του εξαστισμού φαίνεται πως υπήρξε και τεχνική ενθάρρυνσης της γονιμότητας, ως μέσο επιβίωσης της κοινότητας.
Το σεξ ήταν συνήθης ιεροπραξία στις πρωτόγονες κοινωνίες και έδενε τους ανθρώπους με τα ιερά δεσμά συνύπαρξης. Το γεγονός όχι μόνο διασφάλιζε τη συνέχεια της κοινότητας, αλλά εξασφάλιζε σε ένα βαθμό την τήρηση των εξωγαμικών εθιμικών κανόνων. Στις σύγχρονες κοινωνίες η ίδια πράξη εκλαμβάνεται ως ιερή κοινωνία και περιβάλλεται τον μανδύα της θρησκευτικότητας. Κοινότητες στην Γερμανία, το Θιβέτ, την Πολυνησία και τη Νότια Αμερική αλλάζουν τους κανόνες της πρόσβασης στον ερωτικό τομέα, έτσι ώστε να περιλαμβάνονται όλα τα ώριμα μέλη της κοινότητας σε μια ποικιλία ιεροπραξιών.
Στο Μάντρι Γκρας, ένας συνδυασμός ψυχογενών ουσιών χρησιμοποιείτο για τη δημιουργία της ιερής ατμόσφαιρας. Σεξουαλική ελευθερία, οινοπνευματώδη, χορός και μουσική συντίθονταν για να δημιουργήσουν μια αίσθηση συντροφικότητας σε μια ιεροπραξία.
Στην Νέα Γουϊνέα οι νέοι άνδρες μυούνταν στην ενηλικίωσή τους με ένα σύνθετο τελετουργικό που περιελάμβανε την πρώτη σεξουαλική εμπειρία και τον καννιβαλισμό. Προφανώς, η θέση ότι η πορνεία είναι το αρχαιότερο επάγγελμα και συνεπώς δεν μπορεί να καταπιεστεί στα συμφραζόμενα της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και βασίζεται σε μια επιπόλαιη και επιφανειακή κατανόηση της διαχρονικής χρήσης του σεξ για την επίτευξη του ιερού.
Σαφώς η ιερογαμία συνιστά αρχετυπική έκφραση σε όλες σχεδόν τις θρησκείες του κόσμου και ως τέτοια δεν είναι δυνατόν να καταπιεστεί, όχι όμως ως επάγγελμα, γεγονός που συνιστά παρηκμασμένη έκφραση μιας θρησκευτικής πρακτικής.
Φαίνεται πως στις αρχαίες κοινωνίες που περιγράφουν διάφοροι συγγραφείς η γυναικαία σεξουαλικότητα χρησιμοποιείτο για θρησκευτικούς σκοπούς. Η γυναίκα στην προκειμένη περίπτωση μέσω της συγκεκριμένης λειτουργίας ήταν αντικείμενο σεβασμού, κομμάτι της ενοποίησης με την ιδέα του ιερού, έτσι όπως το ιερό γινόταν αντιληπτό στη συγκεκριμένη εποχή.
Η παθολογία του συγκεκριμένου φαινομένου στη σύγχρονη εποχή αντιλαμβάνεται τη γυναικεία σεξουαλικότητα στα συμφραζόμενα της σύγχρονης καπιταλιστικής αντίληψης ως εμπορεύσιμο προϊόν για την άντληση κέρδους. Οι παραδοσιακές αντιλήψεις του σεξ όμως στις πρωτόγονες κοινωνίες όλου του κόσμου ήταν απλά ένας δρόμος για την ένωση με τους θεούς.
Στον ταντρικό Ινδουϊσμό, για παράδειγμα ο ταντριστής οφείλει να λατρέψει τη θεά της ευδαιμονίας καθημερινά. Με αυτή την ενέργεια θεωρείται ότι το αρσενικό ενώνεται με το ιερό μέσω του θηλυκού στοιχείου. Το θηλυκό παίρνει τα δώρα, παρέχει τις σεξουαλικές υπηρεσίες και δεν είναι, δεν μπορεί να θεωρηθεί μέρος ενός κοινωνικού ζεύγους. Δεν δηλαδή μια πόρνη που πωλεί τις ανώνυμες σεξουαλικές υπηρεσίες της ως προϊόντα αγοράς.
Υπάρχει όμως και η σκιά της πολιτικής οικονομίας πίσω από τη θρησκευτική χρήση της γυναικείας σεξουαλικότητας. Στις αγροτικές κοινωνίες με πατρογραμμική κληρονομικότητα τα θήλεα που περίσσευαν, δίνονταν ή πωλούνταν στον ναό. Στις σύγχρονες υπερπληθυσμικές κοινωνίες νέες γυναίκες και νέοι άνδρες συχνά εκδίδονται ως προϊόν της αγοράς. Το νόημα μιας τέτοιας πορνείας είτε για τις αρχαίες είτε για της σύγχρονες κοινωνίες είναι εντελώς διαφορετικό σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό και απλά θεμελιώνει ό,τι σήμερα αποκαλείται πορνογραφία.
Σε ό,τι αφορά στην αρχαιότητα, σύμφωνα με τα λόγια ενός σύγχρονου ερευνητή: «Είναι τραγικό το γεγονός ότι η ακαδημαϊκή έρευνα έπασχε από μελετητές ανίκανους να φανταστούν οποιονδήποτε λατρευτικό ρόλο για τις γυναίκες στην αρχαιότητα που δεν περιελάμβανε τη σεξουαλική επαφή». Ωστόσο, οι σύγχρονοι ερευνητές φαίνεται σιγά-σιγά και με τη βοήθεια νέων στοιχείων να βάζουν τα πράγματα στη θέση τους. Ακόμα κι αν οι αρχαίες ιέρειες συμμετείχαν στον τελετουργικό έρωτα, ακόμα κι αν λάμβαναν προσφορές για τους ναούς τους, δεν ήταν πόρνες αλλά θρησκευτικοί λειτουργοί που λάτρευαν τη θεότητά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου