Ερμής: Πατέρα, γατί είσαι τόσο σκυθρωπός, και περπατάς ωχρός σαν φιλόσοφος; Εμπιστέψου και πάρε με σύμβουλο στις στεναχώριες σου.
Αθηνά: Ναι, πατέρα μου Κρονίδη, ύπατε των βασιλέων, αγκαλιάζω τα γόνατά σου, εγώ η γλαυκώπις θεά, η αγαπημένη σου κόρη. Πες μας και μην κρύβεις τίποτα, για να μάθουμε ποιά σκληρή λύπη τρώει τα σωθικά σου. Για ποιο πράγμα στενάζεις βαθιά και γιατί το πρόσωπό σου είναι τόσο ωχρό;
Ζεύς: Όχι, δεν υπάρχει λύπη, δυστυχία, τραγική συμφορά που να μην κατατρώει τους αθάνατους θεούς.
Αθηνά: Ω Απόλλωνά μου! Με ποια εισαγωγή αρχίζεις τον λόγο σου πατέρα!
Ζεύς: Ω παλιόπαιδα της γης, κι εσύ Προμηθέα, πόσα κακά μου προξένησες!
Αθηνά: Τι συμβαίνει πατέρα; Μίλησέ μας!
Ζεύς: Ω θορυβώδης κρότοι της ηχηρής βροντής μου σε τι μου χρησιμεύετε;
Ήρα: Κατένευσε την οργή σου! Δεν μπορούμε να παίζουμε κωμωδία, ούτε να συνθέτουμε ραψωδίες όπως οι επαγγελματίες ηθοποιοί. Άλλωστε δεν ρουφήξαμε τον Ευριπίδη για να σου απαντήσουμε με δραματικό τρόπο! Νομίζεις πως δεν ξέρουμε την αιτία της λύπης σου;
Ζεύς: Δεν την ξέρεις, γιατί αλλιώς θα έκλαιγες κι εσύ γοερά.
Ήρα: Γνωρίζω τι σε βασανίζει. Είναι λύπη ερωτική. Δεν στενοχωριέμαι όμως γιατί συνήθισα πια σε τέτοιες προσβολές. Θα ανακάλυψες βέβαια καμμιά Δανάη, ή Σεμέλη, ή Ευρώπη και σε τρώει ο έρωτας. Προβληματίζεσαι τώρα αν θα μεταμορφωθείς σε ταύρο, ή σάτυρο, ή χρυσάφι για να τρέξεις από τη στέγη στον κόλπο της αγαπημένη σου. Οι ενδείξεις αυτές, οι στεναγμοί, τα δάκρυα, η χλομάδα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά πάθος ερωτικό.
Ζεύς: Πόσο ευτυχισμένη είσαι που νομίζεις πως όλες οι υποθέσεις μας στρέφονται γύρω από τα ερωτικά παιχνίδια!
Ήρα: Αλλά, τι άλλο μπορεί να ταράξει εσένα τον Δία; στις στεναχώριες σου.
Ζεύς: Οι υποθέσεις των θεών Ήρα διατρέχουν τον μέγιστο κίνδυνο και όπως λέει η παροιμία, στέκονται στην κόψη του ξυραφιού. Ή θα εξακολουθήσουμε τιμώμενοι και λατρευόμενοι στη γη, ή θα ξεχαστούμε ολότελα και θα θεωρηθούμε μηδέν.
Ήρα: Μήπως φύτρωσαν πάλι από τη γη Γίγαντες ή Τιτάνες που έσπασαν τα δεσμά τους, νίκησαν την φρουρά και στρέφουν πάλι τα όπλα τους εναντίον μας;
Ζεύς: Μη φοβάσαι, οι θεοί δεν σκιάζονται τον Άδη.
Ήρα: Τι άλλο τότε φοβερό μπορεί να μας συμβαίνει; Δεν βλέπω γιατί, αφού δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε, έγινες Πώλος ή Αριστόδημος (ηθοποιοί) και ξέχασες πως είσαι ο Ζεύς;
Ζευς: Αχ Ήρα μου! Χθες ο Τιμοκλής ο Στωικός και ο Δάμις ο Επικούρειος, δεν ξέρω από ποια αιτία, άρχισαν να μαλώνουν «Περί Προνοίας» μπροστά σε πολλούς και διακεκριμένους ανθρώπους, πράγμα που δεν μου αρέσει καθόλου. Κι αυτός ο Δάμις έλεγε πως ούτε θεοί υπάρχουν, ούτε επιτηρούν ή διευθύνουν όσα γίνονται. Ο δε καλός μου Τιμοκλής προσπαθούσε να πάρει το μέρος μας. Μετά από λίγη ώρα μαζεύτηκε κόσμος και η φιλονικία δεν τέλειωσε, γιατί αποφάσισαν να επαναλάβουν την συνάντηση και να λύσουν το θέμα.
Τώρα τα πάντα είναι μετέωρα και όλοι περιμένουν να δουν στην συνέχεια ποιος θα νικήσει και αποδείξει πως λέει αλήθεια. Βλέπετε τον κίνδυνο και πόσο στενάχωρα είναι τα πράγματα, αφού κινδυνεύουμε από έναν και μόνον άνθρωπο; Καταλαβαίνετε πως στο εξής ή θα περιφρονηθεί όλη μας η δύναμη και θα είμαστε παρά μόνον ονόματα, ή θα συνεχίσουν να μας τιμούν αν νικήσει ο Τιμοκλής.
Ήρα: Αλήθεια Δία μου είναι δύσκολα τα πράγματα και δικαιολογημένα τα παρουσίασες τραγικά.
Ζεύς: Κι εσύ νόμιζες πως η ταραχή μου αυτή προέρχεται από κάποια Δανάη ή Αντιόπη! Τι να κάνω Ερμή, Ήρα και Αθηνά; Σκεφτείτε κι εσείς κάτι να με βοηθήσετε!
Ερμής: Νομίζω ότι πρέπει να συγκαλέσουμε συνέλευση και να θέσουμε υπό συζήτηση το θέμα.
Ήρα: Το ίδιο νομίζω κι εγώ.
Αθηνά: Πατέρα έχω αντίθετη γνώμη. Δεν πρέπει ν’ ανακατέψεις τον ουρανό και να δείξεις σ’ όλους ότι θορυβήθηκες. Προσπάθησε διακριτικά να νικήσει ο Τιμοκλής και να αποχωρήσει σέρνοντας νικημένος ο Δάμης.
Ερμής: Θα μαθευτεί όμως αυτό πατέρα, αφού ο τσακωμός των φιλοσόφων θα γίνει φανερά και θα κατηγορηθείς ότι φέρεσαι τυραννικά αφού δεν ανακοίνωσες σ’ όλους τέτοια σπουδαία υπόθεση που αφορά στο κοινό συμφέρον.
Ζεύς: Καλά λοιπόν, καλέστε γενική συνέλευση κι ας παρευρεθούν όλοι.
Ερμής: Θεοί καλείστε σε συνέλευση! Μην αργείτε, τρέξτε, θα συζητήσουμε σπουδαιότατα πράγματα.
Ζεύς: Ερμή! Πόσο απλοϊκά, πεζά και χαζά ανακοινώνεις το θέμα!
Ερμής: Εσύ, πώς θα ήθελες να κηρύξω τη συνέλευση;
Ζεύς: Πώς; Νομίζω πως θα έπρεπε να δώσεις υψηλότερο τόνο στο κήρυγμα, να μεταχειριστείς στίχους, μεγάλες ποιητικές εκφράσεις, για να έλθουν όλοι γρηγορότερα.
Ερμής: Ναι, Δία μου, αλλά αυτό είναι έργο ραψωδών και εποποιών. Εγώ δεν είμαι τόσο ποιητικός! Αν προσπαθήσω να διακοσμήσω το κήρυγμά μου με στίχους πολύ μακριούς ή πολύ σύντομους, θα γελάσουν όλοι με την αδεξιότητά μου στο «στιχουργείν». Βλέπω τον Απόλλωνα που τον κοροϊδεύουν πολλές φορές για μερικούς χρησμούς, αν και φροντίζει να τους καλύπτει με σκοτεινιά για να μην έχουν οι ακροατές αρκετό χρόνο για να εξετάσουν τα ποιητικά μέτρα.
Ζεύς: Καλά, αλλά τουλάχιστον βάλε μέσα στο κήρυγμά σου και μερικούς στίχους του Ομήρου! Θα θυμάσαι βέβαια μερικούς.
Ερμής: Όχι πολύ καλά, αλλά έτσι πρόχειρα θα προσπαθήσω:
Θεός μη μείνει και Θεά, και Ποταμοί και Νύμφες.
Ελάτε όλοι, τρέξετε στον οίκο του Διός.
Ελάτε όσοι χαίρεστε με θεϊκές ’κατόμβες,
Όσοι μεσαίοι οι τελευταίοι είσαστε απ’ τους θεούς
Ανώνυμοι δε κάθεστε οσφραινόμενοι κοντά εις τους βωμούς
Την τσίκνα των πολλών θηραμάτων
Ελάτε λοιπόν στην προεδρία πρώτα σεις οι χρυσοί θεοί.
Μου φαίνεται Δία ότι μόνο οι βάρβαροι θα προοδεύσουν, γιατί οι Έλληνες που βλέπω, αν και χαριτωμένοι και ανώτεροι στην τέχνη, είναι μαρμάρινοι ή χάλκινοι, οι πολυτελέστατοι δε εξ αυτών είναι ελεφάντινοι και αστράφτουν από ένα λεπτό επικάλυμμα χρυσού, ενώ από μέσα είναι όλο ξύλο και ποντίκια που έστησαν εκεί τις πολιτείες τους. Αντίθετα, εκείνη η Βενδίς και ο Άνουβις και ο Άττις, κοντά τους και ο Μίθρας και ο Μην είναι ολόχρυσοι, βαρείς και αληθινά πολύτιμοι.
Ποσειδών: Ερμή! Είναι σωστό να κάθεται αυτός ο Αιγύπτιος σκυλομούρης μπροστά από μένα τον Ποσειδώνα;
Ερμής: Ναι, αλλά εσύ θεέ που σείεις τη γη, Ο Λύσιππος σε έφτιαξε χάλκινο και φτωχό, αφού οι Κορίνθιοι δεν είχαν χρυσό. Αυτός όμως είναι πλουσιότερος ολόκληρα μεταλλεία! Πρέπει λοιπόν να ανέχεσαι τον παραγκωνισμό και να μην αγανακτείς εάν προτιμάται κάποιος άλλος που έχει τέτοια χρυσή μύτη.
Αφροδίτη: Λοιπόν Ερμή, πάρε με και κάθισέ με στις πρώτες θέσεις γιατί είμαι χρυσή.
Ερμής: Με συγχωρείς Αφροδίτη μου αλλά, άλλα βλέπω. Γιατί αν δεν είμαι εντελώς μύωψ, νομίζω πως κόπηκες από το λευκό πεντελικό μάρμαρο και έπειτα έγινες Αφροδίτη από τον Πραξιτέλη και παραδόθηκες στους Κνιδίους.
Αφροδίτη: Και όμως θα σου φέρω αξιόπιστο μάρτυρα τον Όμηρο, που στις ραψωδίες του με αποκαλεί ‘χρυσή Αφροδίτη’.
Ερμής: Αυτός και τον Απόλλωνα λέει ‘πολύχρυσο’ και ‘πλούσιο’, αλλά τώρα θα τον δεις να κάθεται μεταξύ των ζευγιτών, χωρίς το στεφάνι που του έκλεψαν οι ληστές, των οποίων τα ιερόσυλα χέρια αφαίρεσαν ακόμα και τις χορδές της κιθάρας του! να είσαι ευχαριστημένη που δεν κάθεσαι μεταξύ των φτωχών!
Κολοσσός (της Ρόδου) : Ποιος θα τολμήσει να διαφωνήσει μαζί μου, ότι είμαι ο Ήλιος και έχω τέτοιο μέγεθος; Εάν οι Ρόδιοι δεν επέμεναν να με κατασκευάσουν τόσο υπερφυή και υπέρμετρο, θα μπορούσε κάποιος με την ίδια τιμή να κατασκευάσει δεκαέξι χρυσούς θεούς! Η τέχνη όμως και η ακρίβεια στην εργασία υπάρχουν και στο δικό μου μέγεθος.
Ερμής: Τι πρέπει να κάνω Δία; Μου είναι δύσκολο να κρίνω, γιατί αν μεν λάβω υπ’ όψιν μου το υλικό, είναι χάλκινος, εάν δε υπολογίσω την δαπάνη κατασκευής, θα τον βρω πλουσιότερο των πεντακοσιομεδίμνων.
Ζεύς: Είναι ανάγκη τώρα να έλθει κι αυτός; Αλλά, ω των Ροδίων άριστε, και αν υποθέσουμε πως είσαι προτιμότερος από τους χρυσούς, πώς θα καθίσεις στα πρώτα έδρανα χωρίς να αναγκάσεις τους άλλους να σηκωθούν και να σε αφήσουν μόνο σου; Ο ένας σου μηρός αρκεί για να καταλάβει όλο τον χώρο της Πνύκας! Νομίζω πως είναι καλύτερα να συμμετάσχεις της συνέλευσης όρθιος με σκυμμένο κεφάλι.
Ερμής: Άλλο πάλι πρόβλημα βγήκε στη μέση. Οι δυο αυτοί θεοί που είναι κατασκευασμένοι από χαλκό, με την ίδια τέχνη, έργα και οι δυο του Λύσιππου και το σημαντικό, ίσοι στην ευγένεια, αφού και οι δυο είναι γιοί του Διός, ο Διόνυσος και ο Ηρακλής, ποιός θα καθίσει μπροστά; Τους βλέπω ήδη που τσακώνονται.
Ζεύς: Ερμή, χάνουμε τον καιρό μας, ενώ θα έπρεπε η συνέλευση να έχει αρχίσει. Βάλε τους να καθίσουν όπου θέλουν, την άλλη φορά θα κανονίσω το θάμα και θα ξέρω τότε ποια τάξη θα επιβάλλω.
Ερμής: Μα τον Ηρακλή! Τι φωνάζουν έτσι σαν τον όχλο; ‘Πού είναι το νέκταρ; Η αμβροσία τέλειωσε; Πού είναι οι εκατόμβες;’.
Ζεύς: Επέβαλε τη τάξη Ερμή, για να μάθουν τον λόγο της συνέλευσης.
Ερμής: Δεν καταλαβαίνουν όλοι ελληνικά Δία! Κι εγώ δεν είμαι τόσο πολύγλωσσος για να κάνω κήρυγμα σε Σκύθες, Πέρσες, Θράκες και Κελτούς. Νομίζω λοιπόν πως είναι προτιμότερο να τους κάνω σινιάλο με το χέρι για να τους επιβάλω ησυχία.
Ζεύς: Άντε, κάντο λοιπόν!
Ερμής: Ορίστε! Τα κατάφερα και έγιναν όλοι πιο άφωνοι κι από τους σοφιστές. Ήλθε τώρα η ώρα να βγάλεις λόγο. Τους βλέπεις πως έχουν τα μάτια τους καρφωμένα πάνω σου και περιμένουν τι θα πεις.
Ζεύς: Αλλά εκείνο που τώρα αισθάνομαι, Ερμή παιδί μου, δεν θα ντραπώ να το πω. Ξέρεις πόσο θαρραλέος και εύγλωττος είμαι στις συνελεύσεις.
Ερμής: Το ξέρω και έτρεμα όταν σε άκουγα να δημηγορείς, ιδιαίτερα εκείνη την ημέρα που απείλησες να κρεμάσεις όλη τη γη και τη θάλασσα μαζί με τους θεούς, με την χρυσή αλυσίδα από τον ουρανό.
Ζεύς: Αλλά τώρα παιδί μου, είτε από το μέγεθος των συμφορών που μας απειλούν, είτε από το πλήθος των παρευρισκομένων, γιατί βλέπεις είναι πολυθεότατη η συνέλευση, το μυαλό μου κουδουνίζει, σιγοτρέμω και δέθηκε η γλώσσα μου. Άσε που ξέχασα και την εισαγωγή που είχα ετοιμάσει, έτσι για να δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα στον λόγο μου.
Ερμής: Δία μου τα χάσαμε όλα! Η σιωπή σου αρχίζει να γίνεται ύποπτη και περιμένουν ν’ ακούσουν κάτι πολύ κακό βλέποντας τον δισταγμό σου!
Ζεύς: Θέλεις Ερμή, να τους πω σαν εισαγωγή, εκείνο το κομμάτι από την ραψωδία του Ομήρου;
Ερμης: ποιο;
Ζεύς: «Ακούσατέ με όλοι οι θεοί και όλες οι Θέαινες».
Ερμής: Όχι! Ξέχνα το! Βαρεθήκαμε να το ακούμε! Αλλά, αν θέλεις, άσε το δύσκολο μέτρο των ραψωδιών και πιάσε τον τρόπο των δημηγοριών, κάτι δηλαδή σαν του Δημοσθένους κατά Φιλίππου, με λίγες παραλλαγές. Έτσι κάνουν όλοι σήμερα.
Ζεύς: Δίκιο έχεις γιέ μου. Είναι αποδοτικό το μέσο αυτό, όταν παίρνεις ύφος ρητορικό και φέρνεις σε αμηχανία τους άλλους.
Ερμής: ξεκίνα λοιπόν.
Ζεύς: Άνδρες θεοί, είμαι βέβαιος ότι πολλά χρήματα θα δίνατε για να μάθετε ακριβώς, για ποιό λόγο μαζευτήκαμε σήμερα εδώ. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε δώστε προσοχή σε όσα θα ακούσετε. Η παρούσα περίσταση, θεοί, φαίνεται να υψώνει φωνή και να ζητάει να μεριμνήσουμε γρήγορα για τις ατομικές μας υποθέσεις, αν και εμείς πολύ λίγο ενδιαφερόμαστε. Θέλω δε επίσης, για να μην ξεχνώ και τον Δημοσθένη, να σας δηλώσω σαφώς την αιτία που ταράχθηκα και αναγκάστηκα να συγκαλέσω την συνέλευση.
Χθες, όπως γνωρίζετε, ο ναύκληρος Μνησίθεος πρόσφερε θυσία για την σωτηρία του πλοίου του που κινδύνευε να βυθιστεί κοντά στο στενό Καφηρέως. Είχαμε συμπόσιο λοιπόν στον Πειραιά όσοι από μας προσκλήθηκαν από τον Μνησίθεο για την θυσία. Έπειτα, μετά τις σπονδές φύγαμε ο καθένας από όπου είχε έλθει. Επειδή δεν ήταν πολύ ατγά, ανέβηκα στην πόλη για να κάνω έναν περίπατο το δειλινό στον Κεραμεικό, αναλογιζόμενος την τσιγκουνιά του Μνησίθεου, που για να δεχθεί δεκαέξι θεούς, θυσίασε μόνον έναν κόκορα και αυτόν γέρο και ξεπουπουλιασμένο!
Και το λιβάνι! Τέσσερις χόνδρους όλους κι όλους που ούτε κάηκαν πάνω στην θράκα, ούτε έβγαλαν λίγο καπνό, μόνο τόσο όσο να πάρουμε μυρωδιά στην άκρη της μύτης μας! Κατά τα άλλα, εκατόμβες μας υπόσχονταν όταν το καράβι του κινδύνευε να τσακιστεί στους σκοπέλους. Με αυτές τις σκέψεις έφτασα στην Ποικίλη Στοά. Εκεί είδα πλήθος συγκεντρωμένο και μέσα στην Στοά και έξω στο ύπαιθρο, άλλους να φωνάζουν και άλλους να τσακώνονται.
Υπέθεσα, αν και αποδείχθηκε αλήθεια, ότι η φιλονικία ήταν για φιλοσοφικά θέματα, και πλησίασα για ν’ ακούσω. Με ένα παχύ συννεφάκι έφτιαξα μακριά γενειάδα για να μοιάζω με φιλόσοφο, και παραμερίζοντας τον κόσμο μπήκα, χωρίς να ξέρει κανείς ποιος ήμουν.
Εκεί βρήκα τον καταραμένο τον Δάμι τον επικούρειο και τον καλό μας Τιμοκλή τον στωικό να λογομαχούν δυνατά. Και ο μεν Τιμοκλής ήταν κάθιδρος με φωνή που άρχιζε να εξασθενεί από την πολλή λογομαχία, ο δε Δάμις ήρεμος με το σαρδώνιο χαμόγελό του, να νευριάζει πιο πολύ τον Τιμοκλή.
Η φιλονικία ήταν για μας. Ο μεν καταραμένος Δάμις έλεγε ότι ούτε προνοούμε για τους ανθρώπους, ούτε επιτηρούμε αυτά που κάνουν, και με λίγα λόγια, έτεινε η ομιλία του στο να αρνηθεί εντελώς ακόμα και την ύπαρξή μας! Και υπήρχαν αρκετοί που αποδέχονταν τα λεγόμενά του!
Ο δε άλλος, ο Τιμοκλής, πίστευε σε μας και μαχόταν γι ’αυτό, και αγανακτούσε και αγωνιζόταν με κάθε τρόπο όχι μόνο να αποδείξει και να επαινέσει την πρόνοιά μας, αλλά και με πόση σοφία και τάξη οδηγούμε και ρυθμίζουμε τα πάντα. Είχε κι αυτός κάποιους που τον επαίνεσαν, αλλά κουράστηκε όμως και με δυσκολία μιλούσε, οπότε το πλήθος έστρεψε την προσοχή του στον Δάμι.
Κατάλαβα τότε τα δύσκολα και διέταξα την νύχτα να πέσει και να διαλύσει την ομήγυρη. Αποχωρίστηκαν λοιπόν αφού συμφώνησαν να εξακολουθήσουν τη συζήτηση αύριο. Εγώ χώθηκα στους πολλούς που επέστρεφαν στα σπίτια τους και άκουγα τις εντυπώσεις τους. Αποδέχονταν αυτά που έλεγε ο Δάμις και τάσσονταν με το μέρος του. υπήρχαν όμως και κάποιοι ψύχραιμοι που δεν ήθελαν να προδικάσουν το ζήτημα, αλλά θα περίμεναν να ακούσουν αυτά που θα έλεγε ο Τιμοκλής.
Αυτές είναι οι αιτίες για τις οποίες σας συγκάλεσα. Βλέπετε, θεοί, ότι δεν είναι ασήμαντες, εάν σκεφτείτε ότι όλη μας η τιμή, η δόξα, η πρόσοδος είναι οι άνθρωποι! Αν αυτοί πεισθούν ότι δεν υπάρχουμε, ή αν υπάρχουμε καθόλου δεν προνοούμε γι’ αυτούς, δεν θα παίρνουμε πια από τη γη ούτε δώρα, ούτε τιμές, ούτε θυσίες. Άδικα θα καθόμαστε στον ουρανό βασανιζόμενοι από την πείνα, και στερούμενοι τις γιορτές, τα πανηγύρια, τους αγώνες, τις παννυχίδες και τις πομπές.
Λέω λοιπόν, ότι σε τόσο σοβαρή περίσταση οφείλουμε να επινοήσουμε ένα σωτήριο μέσον και να δούμε πώς ο Τιμοκλής θα μπορέσει να νικήσει και να φανεί ότι λέει και την αλήθεια, ενώ ο Δάμις να χλευαστεί από τους ακροατές. Ομολογώ ότι δεν πιστεύω πως μπορεί να νικήσει ο Τιμοκλής από μόνος του, αν δεν τον βοηθήσουμε μι εμείς.
Δώσε λοιπόν την άδεια Ερμή να λέει ο καθένας την γνώμη του.
Ερμής: Σιγά! μην ταράζεσαι! Ποιος θέλει να μιλήσει από τους θεούς που έχουν την απαιτούμενη ηλικία; Τι συμβαίνει; Γιατί δεν σηκώνεται κανείς, αλλά κάθεστε κατακεραυνωμένοι από το μέγεθος της απειλής των δεινών;
Μώμος: Αλλά εσείς όλοι, είθε να γίνεστε χώμα και νερό. Εγώ, όμως, αν μου επιτραπεί, θα μιλήσω με παρρησία, Δία μου, γιατί πολλά έχω να πω.
Ζεύς: Λέγε Μώμε και μη φοβάσαι τίποτα. Είναι φανερό πως η θαρραλέα ομιλία σου σκοπό έχει το κοινό συμφέρον.
Μώμος: Ακούστε λοιπόν θεοί. Τα λόγια μου βγαίνουν μέσα από την καρδιά μου. Είναι καιρός τώρα που περίμενα την κρίση που θα ξέσπαγε.
Πρόβλεπα ότι πολλοί τέτοιοι σοφιστές θα εγείρονταν με τόλμη εναντίον μας λόγω της διαγωγής μας. Και μα την Θέμιδα, ούτε κατά του Επίκουρου, ούτε κατά των μαθητών και διαδόχων του πρέπει να οργίζεστε επειδή πιστεύουν όσα λένε για μας. Πράγματι, τι πρέπει να πιστέψουν οι άνθρωποι, όταν βλέπουν τέτοια ανακατωσούρα στη ζωή, και οι μεν σωστοί άνθρωποι μέσα σε φτώχια, αρρώστιες και δουλεία να τυραννιούνται, οι δε παμπόνηροι και μιαροί να τιμούνται και να υπερπλουτίζουν επιβάλλοντας την εξουσία στους καλύτερους. Εύλογα λοιπόν τέτοια πράγματα αφού βλέπουν, πιστεύουν πως δεν υπάρχουμε.
Αυτό συμβαίνει μάλιστα, όταν ακούνε στους χρησμούς, ότι εάν κάποιος διαβεί τον Άλυ θα καταλύσει μεγάλη αρχή, χωρίς όμως να δηλώνει ποια αρχή, την δική του ή του άλλου;
Και το άλλο: ‘Ω θεία Σαλαμίς, εσύ θα καταστρέψεις τα τέκνα πολλών γυναικών’. Νομίζω πως και οι Πέρσες και οι Έλληνες είναι τέκνα γυναικών. Όταν πάλι ακούνε τους ραψωδούς να λένε πως τσακωνόμαστε, ερωτευόμαστε, δουλεύουμε, στασιάζουμε, και γενικά ανεχόμαστε πολλά δυσάρεστα, την ίδια ώρα που ισχυριζόμαστε πως είμαστε μακάριοι και άφθαρτοι, τι άλλο να κάνουν παρά δικαίως να μας χλευάζουν και να αδιαφορούν για μας;
Εμείς δεν αγανακτούμε εάν κάποιος από τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι δεν είναι ανόητοι, λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τις αντιφάσεις και αποκρούουν την πρόνοιά μας. Εν αντιθέσει, θα έπρεπε να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που υπάρχουν ακόμα κάποιοι που μας προσφέρουν θυσίες, μετά από τόσες ανοησίες που κάνουμε.
Εδώ Δία, γιατί είμαστε μόνοι και κανείς άνθρωπος δεν παραβρίσκεται στο συνέδριο, εκτός από τον Ηρακλή, τον Διόνυσο, τον Γανυμήδη και τον Ασκληπιό, απάντησέ μου ειλικρινά: Έδωσες ποτέ τόση προσοχή στα συμβαίνοντα στη γη, ώστε να εξετάσεις ποιοι άνθρωποι είναι καλοί και ποιοι κακοί; Δεν μπορείς να πεις.
Και αν ο Θησέας πηγαίνοντας από την Τροιζήνα στην Αθήνα δεν φρόντιζε να τιμωρήσει τους κακούργους, πράγμα που ανήκε στην δική σου πρόνοια, τίποτα δεν θα εμπόδιζε τον Σκείρονα, τον Πιτυοκάμπτη, τον Κερκυόνα και τους άλλους να ζουν ήσυχοι και να διασκεδάζουν σφάζοντας τους οδοιπόρους.
Εάν ο Ευρυσθέας, ο αρχαίος εκείνος προνοητικός άνδρας μαθαίνοντας από ενδιαφέρον τι συνέβαινε στις γύρω χώρες, τον εργατικό αυτόν άνθρωπο τον πρόθυμο στους πόνους και κόπους, εσύ Ζεύς πολύ λίγο θα φρόντιζες για την Λερναία Ύδρα, τις Στυμφαλίδες όρνιθες, τους Θρακικούς ίππους και την υβριστική μέθη των Κενταύρων.
Για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, καθόμαστε σήμερα εδώ και ασχολούμεθα μόνο με το αν θυσιάζει κανείς, ή αν κάτι καίγεται σε κάποιον βωμό. Τα υπόλοιπα και σημαντικά τα βάλαμε σε δεύτερη μοίρα. Δίκαια λοιπόν υποφέρουμε και θα πάθουμε περισσότερα, όταν μετά από λίγο οι άνθρωποι καταλάβουν πως δεν έχουν κανένα όφελος αν θυσιάζουν σε μας, ή κάνουν πομπές.
Σε λίγο θα δεις να μας χλευάζουν οι Επικούρειοι, οι Μητρόδωροι και οι Δάμηδες, και οι συνήγοροί μας θα νικιούνται και θα φιμώνονται απ’ αυτούς. Ώστε σας συμφέρει να σταματήσετε να σπαταλάτε τον χρόνο σας σε άτοπα και να ασχοληθείτε με τις αιτίες που έφεραν τα πράγματα σ’ αυτό το χάλι. Εγώ δεν διατρέχω κανέναν κίνδυνο να στερηθώ τις τιμές, γιατί προ πολλού έπαψαν να με τιμούν. Εσείς όμως θεωρείστε ακόμη ευτυχείς αφού απολαμβάνετε θυσίες.
Ζεύς: Θεοί, αυτόν ας τον αφήσουμε να φλυαρεί, μιας και είναι τραχύς και επιτιμητικός. Αλλά, όπως είπε και ο θαυμάσιος Δημοσθένης, το να επιτιμά κάποιος και να μέμφεται, είναι εύκολο και δυνατό στον οποιονδήποτε. Το να συμβουλεύσει όμως πώς θα καλυτερέψουν τα πράγματα, αυτό είναι έργο αληθινά σοφού ανθρώπου, όπως είστε κι εσείς που θα προτείνεται τα σωστά.
Ποσειδών: Εγώ, αν και είμαι υποβρύχιος, όπως ξέρετε, και κατοικώ στα βάθη της θάλασσας, σώζοντας πλοία, διευθύνοντας την πορεία τους, κατευνάζοντας τους ανέμους, εν τούτοις ενδιαφέρομαι και για τα θεϊκά μας. Λέω, λοιπόν, ότι πρέπει τον Δάμη να τον εξολοθρεύσουμε πριν έλθει στον τόπο της συζήτησης, με κεραυνό ή με άλλον τρόπο, μήπως και νικήσει. Γιατί είπες Δία ότι είναι επιτήδειος ρήτορας. Έτσι δείχνουμε και στους ανθρώπους τι μπορούμε να κάνουμε στους ασεβείς προς εμάς.
Ζεύς: Αστειεύεσαι Ποσειδών, ή ξέχασες πως τίποτα τέτοιο δεν είναι στην δικαιοδοσία μας, αλλά στις Μοίρες που προγραμματίζουν τον θάνατο καθενός, άλλου από ξίφος, άλλου από πυρετό, άλλου από κεραυνό; Αν το πράγμα ήταν στην εξουσία μου, θα άφηνα νομίζεις εκείνους τους ιερόσυλους από την Πίσα ακεραύνωτους, όταν μου κούρεψαν δυο μπούκλες (από το άγαλμά μου) που ζύγιζαν έξι μνες η κάθε μια; Ή εσύ θα παρέβλεπες στην Γεραιστώ εκείνον τον ψαρά που σου έκλεψε την τρίαινα;
Ποσειδών: Πάντως, νομίζω πως βρήκα γρήγορο τρόπο να νικήσουμε.
Ζεύς: Άντε φύγε! Η ιδέα σου είναι ιδέα χάνου, Ποσειδών, και ηλίθια! Να καταστρέφει κάποιος τον ανταγωνιστή πριν παλέψει μαζί του, για να πεθάνει ανίκητος, αφήνοντας την συζήτηση εκκρεμή και χωρίς τέλος.
Ποσειδών:Καλά, επινοείστε εσείς λοιπόν καλύτερο τρόπο, αφού λέτε πως η δική μου ιδέα είναι ιδέα χάννου.
Απόλλλων: Αν επιτρεπόταν σε μας τους νέους να δημηγορούμε, ίσως να είχα να προτείνω κάτι συμφέρον στην συνέλευση.
Μώμος: Η συνέλευση Απόλλων γίνεται για σημαντικά θέματα, και ο λόγος δίνεται σε όλους ίσα και όχι κατά ηλικία. Γιατί θα ήταν αστείο, αφού διατρέχουμε τον έσχατο κίνδυνο, να λεπτολογούμε για την παρεχόμενη από τους νόμους ελευθερία. Είσαι ρήτορας πολύ έννομος, έχεις φύγει προ πολλού από την εφηβική ηλικία, είσαι γραμμένος στο ληξιαρχικό βιβλίο των Δώδεκα και σε λίγο θα είσαι μέλος της Βουλής του Κρόνου.
Έτσι, μη παιδιαρίζεις μα λέγε με θάρρος την γνώμη σου χωρία να ντρέπεσαι που δεν έχεις ακόμη γένια, τη ίδια στιγμή που έχεις ένα γιο με πλούσια και ωραία γενειάδα, τον Ασκληπιό. Άλλωστε, πρέπει τώρα να φανερώσεις την σοφία σου και να αποδείξεις πως δεν κάθεσαι άδικα στον Ελικώνα φιλοσοφώντας με τις Μούσες.
Απόλλων: Δεν πρέπει εσύ Μώμε, αλλά ο Ζεύς να μου δώσει την άδεια. Αν εκείνος με διατάξει να μιλήσω, ίσως πω κάτι όχι άμουσο, αλλά άξιο της μελέτης μου στον Ελικώνα.
Ζεύς: Λέγε παιδί μου, σου δίνω την άδεια.
Απόλλων: Ο Τιμοκλής είναι ευσεβής, χρηστοήθης και γνωρίζει άριστα την φιλοσοφία των Στωικών. Για τον λόγο αυτόν προσελκύει πολλούς νέους, τους οποίους διδάσκει και από τους οποίους παίρνει ουκ ολίγους μισθούς. Και όταν μεν μιλά με τους μαθητές του είναι πειστικότατος, όταν δε μιλά μπροστά σε κοινό είναι άτολμος, η φωνή του τρέμει και είναι μιξοβάρβαρος, έτσι ώστε στις συζητήσεις να προκαλεί γέλιο από το τραύλισμα και την ταραχή του, ιδιαίτερα όταν θέλει να επιδείξει ευγλωττία.
Έχει μεν υπερβολικά ζωηρή αντίληψη και λεπτό πνεύμα, όπως λένε όσοι γνωρίζουν εις βάθος την διαλεκτική των Στωικών, αλλά όταν μιλά και ερμηνεύει, τα κάνει θάλασσα, αφού δεν εκθέτει σωστά αυτά που θέλει να πει και τα μπερδεύει με αινιγματικά πράγματα δίνοντας ασαφείς απαντήσεις. Αυτοί που δεν καταλαβαίνουν τι λέει, το κοροϊδεύουν. Νομίζω λοιπόν, ότι πρέπει να μιλά κάποιος με σαφήνεια για να μπορεί να γίνεται καταληπτός από τους άλλους.
Μώμος: Πολύ σωστά τα λες Απόλλων και επαινείς αυτούς που μιλούν μα σαφήνεια, αν και συ δεν το κάνεις αφού απαντάς ‘λοξά’ και με γρίφους, έτσι ώστε αυτοί που παίρνουν τους χρησμούς σου έχουν ανάγκη άλλου ‘Πύθιου’ για να τους εξηγήσει. Τέλος πάντων, τι έχεις να συμβουλέψεις; Ποια γιατρειά να φέρουμε στην αδυναμία των λόγων Τιμοκλή;
Απόλλων: Θα μπορούσαμε Μώμε, να του δώσουμε έναν συνήγορο από εκείνους τους ικανούς ρήτορες, ο οποίος θα ερμηνεύει επάξια τις ιδέες του Τιμοκλή.
Μώμος: Μιλάς πράγματι σαν παιδί που έχει ανάγκη ακόμα παιδαγωγού. Να δώσουμε συνήγορο σε φιλοσοφική συζήτηση για να ερμηνεύει στους παρόντες στις σκέψεις του Τιμοκλή; Και ο μεν Δάμις να μιλάει αυτοπροσώπως και για τον εαυτό του, ο δε άλλος έχοντας τον ηθοποιό του να του λέει στ’ αυτί τις ιδέες του; και ο ηθοποιός έπειτα να ρητορεύει χωρία να έχει καταλάβει αυτό που άκουσε; Πώς αυτά να μην ξεσηκώσουν τα γέλια όλων; Ας ψάξουμε για άλλον τρόπο.
Αλλά εσύ θαυμάσιε Απόλλων επειδή λες πως είσαι και μάντις και πολλά χρήματα από αυτό συγκέντρωσες, μέχρι και πλίνθους χρυσές δέχθηκες, γιατί δεν επιδεικνύεις και σε μας στην παρούσα κατάσταση την τέχνη σου; Να προβλέψεις ποιος από τους δυο σοφιστές θα νικήσει, αφού αυτό που θα συμβεί το ξέρεις εκ των προτέρων, σαν μάντις που είσαι.
Απόλλων: Μώμε, πώς είναι δυνατόν να κάνω κάτι τέτοιο χωρίς τρίποδα, χωρίς την μαντική πηγή της Κασταλίας;
Μώμος: Βλέπεις; Αποφεύγεις την απάντηση.
Ζεύς: Πες του παιδί μου, και μην δίνεις προφάσεις σ’ αυτόν τον συκοφάντη να κοροϊδεύει την τέχνη σου, σαν αυτή να εξαρτιόταν μόνο από τους τρίποδες, τα λιβάνια, τα νερά, και χωρία αυτά να μην είσαι μάντις.
Απόλλων: Εντάξει πατέρα, αν και θα ήταν προτιμότερο να ήμουν στους Δελφούς ή στον Κολοφώνα, γιατί έχω τα σύνεργά μου. Αλλά και έτσι γυμνός και χωρία εργαλεία θα προσπαθήσω να προβλέψω ποιος θα νικήσει. Θα με συγχωρήσετε όμως αν οι στίχοι μου δεν είναι καλοί.
Μώμος: Λέγε Απόλλων, αρκεί τα λόγια σου να μην θέλουν διερμηνέα ή συνήγορο. Εδώ δεν πρόκειται για κρέατα αρνιών και χελώνας που βράζονται στην Λυδία. Γνωρίζεις για ποιο λόγο γίνεται η συνέλευσή μας.
Ζεύς: Τι θα πεις παιδί μου; Αλλά να! Οι φοβεροί πρόδρομοι του χρησμού: το αλλοιωμένο χρώμα, τα μάτια απλανή, οι τρίχες σηκωμένες, οι κινήσεις εκστατικές, όλα δηλαδή τα σημάδια του μυστηρίου.
Απόλλων: Ακούστε του Απόλλωνος αλάνθαστο χρησμό, για την τρομερά αυτή έριδα την οποία δύο φιλόσοφοι οπλισμένοι με λεπτές έννοιες υποστηρίζουν με μεγάλες φωνές και διαπεραστικές κραυγές. Ακούω και από τις δυο μεριές τρομερό θόρυβο, κραυγές κορακιών, όπως ακούγεται στις πεδιάδες ο άνεμος της καταιγίδας. Αλλά όταν ο γαμψώνυχος αιγυπιός πιάσει την ακρίδα, τότε οι κουρούνες που φέρνου βροχή θα πουν το λοίσθιο μέλος τους. Τα μουλάρια θα νικήσουν, ο δε γάιδαρος θα ξεσηκώσει τα γρήγορα παιδιά του.
Ζεύς: Γιατί καγχάζεις Μώμε; Δεν έχουν τίποτα το γελοίο αυτά που είπε. Σταμάτα γιατί θα πνιγείς από τα γέλια!
Μώμος: Πώς είναι δυνατόν να σταματήσω ακούγοντας τόσο σαφή και φανερό χρησμό, Δία μου;
Ζεύς: Αφού είναι έτσι, πες και σε μας τι εννοούσε.
Μώμος: Ευκολότατα, και μάλιστα δεν έχουμε ανάγκη τον Θεμιστοκλή. Ο χρησμός λέει καθαρά ότι ο μεν Απόλλων είναι αγύρτης, εμείς δε χονδροειδέστατοι γάιδαροι, μα τον Δία, και μουλάρια αν πιστέψουμε σε όσα λέει, και δεν έχουμε ούτε το μυαλό ακρίδας!
Ηρακλής: Πατέρα, εγώ αν και είμαι μέτοικος, δεν θα διστάσω να πω την γνώμη μου. Όταν οι δύο φιλόσοφοι αρχίσουν να συζητούν, αν μεν υπερισχύσει ο Τιμοκλής, θα αφήσουμε την συνομιλία να εξελιχθεί προς όφελός μας, εάν δε συμβεί το αντίθετο, θα τραντάξω την Στοά και θα την ρίξω στο κεφάλι του Δάμη, για να μην μας βρίζει πια ο καταραμένος.
Ζεύς: Ηρακλή! Ηρακλή! Άξεστο λόγο είπες και βοιωτικό, να πεθάνουν δηλαδή από ένα μόνο κακό τόσοι άνθρωποι, και μαζί η Στοά, ο Μαραθώνας, ο Μιλτιάδης και ο Κυναίγειρος. Και αν όλα αυτά αφανιστούν, πώς θα μπορούν να ρητορεύουν οι ρήτορες, οι οποίοι από αυτά εμπνέονται τους λόγους τους; Άλλωστε, όταν ζούσες μπορούσες ίσως να κάνεις τέτοια πράγματα, αφ’ ότου όμως έγινες θεός, έμαθες, νομίζω, ότι μόνον οι Μοίρες μπορούν να κάνουν τέτοια. Εμείς καμμία ανάλογη δύναμη δεν έχουμε.
Ηρακλής: Λοιπόν, όταν εγώ σκότωνα το λιοντάρι, ή την Ύδρα, οι Μοίρες το έκαναν μέσω εμού;
Ζεύς: Βεβαιότατα!
Ηρακλής: Και τώρα, αν με βρίσει κάποιος, ή συλήσει τον ναό μου, ή αναποδογυρίσει το άγαλμά μου, δεν μπορώ να τον συντρίψω αν δεν μου το επιτρέψουν οι Μοίρες;
Ζεύς: Καθόλου!
Ηρακλής: Λοιπόν, άκου Δία με υπομονή, γιατί όπως λέει ο κωμωδιογράφος, είμαι αγροίκος και λέω τη σκάφη, σκάφη! Εάν είναι έτσι τα πράγματα εδώ πάνω, αποχαιρετώ τις ουράνιες τιμές, την τσίκνα και το αίμα των σφαγίων, και κατεβαίνω στον Άδη, εκεί που οι σκιές των σκοτωμένων από εμένα θηρίων, θα με φοβούνται βλέποντας έτοιμο το τόξο μου.
Ζεύς: Εύγε! Απάλλαξες τον Δάμη από τον κόπο να τα πει αυτά. Μίλησες εσύ αντί αυτού. Αλλά ποιος είναι αυτός που έρχεται με τόση βιάση; Είναι χάλκινος, καλοκαμωμένος, εύσχημος, με αρχαϊκή κόμμωση. Ερμή, μάλλον θα είναι ο αδελφός σου ο αγοραίος, που βρίσκεται κοντά στην Ποικίλη Στοά. Είναι γεμάτος πίσσα, γιατί καθημερινά τον αντιγράφουν οι ανδριαντοποιοί. Γιατί παιδί μου έρχεσαι τρεχάτος; Έχεις κάποιο νέο από την γης;
Ερμαγόρας: Πολύ μεγάλο και σημαντικότατο!
Ζεύς: Λέγε. Μήπως ξέσπασε καμμιά επανάσταση εναντίον μας και δεν το ξέρουμε;
Ερμαγόρας: Βρισκόμουνα γεμάτος πίσσα στο στήθος και στην πλάτη από τους χαλκουργούς, όταν είδα κόσμο να τρέχει, και ανάμεσά τους δυο που φώναζαν, ωχροί και οπλισμένοι με σοφίσματα, τον Δάμη και…
Ζεύς: Σταμάτα αγαπητέ Ερμαγόρα να μιλάς με ιάμβους! Γνωρίζουμε αυτούς τους ανθρώπους, αλλά πες μας, ο αγώνας τους άρχισε πριν από πολλή ώρα;
Εμαγόρας: Όχι ακόμα, μόνο ακροβολισμούς και λοιδορίες εκσφενδόνιζαν μεταξύ τους.
Ζεύς: Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε θεοί, παρά μόνο να σκύψουμε και να τους ακούσουμε; Ας σηκωθούν οι πύλες του ουρανού. Ηρακλή μου! Πόσος κόσμος ήλθε για να τους ακούσει! Αλλά αυτός ο Τιμοκλής δεν μου αρέσει καθόλου έτσι όπως τρέμει και είναι ταραγμένος. Θα τα καταστρέψει όλα σήμερα! Φαίνεται ότι δεν θα καταφέρει να παλέψει με τον Δάμη. Αλλά ας κάνουμε ό,τι μπορούμε. Ας ευχηθούμε για το καλό του, μόνο σιγά να μην μας ακούσει ο Δάμης.
Τιμοκλής: Ιερόσυλε Δάμη, τι λες πως δεν υπάρχουν θεοί και ότι δεν προνοούν για μας;
Δάμης: Έτσι λέω, ότι δεν υπάρχουν! Αλλά για πες μου, εσύ πώς πείστηκες για την ύπαρξή τους;
Τιμοκλής: Δεν σου λέω! Εσύ αποκρίσου.
Δάμης: Σε ό,τι ρωτήσεις.
Ζεύς: Σε αυτή την φάση ο δικός μας φαίνεται να νικάει, γιατί οι φωνές του είναι δυνατότερες. Εύγε Τιμοκλή! Βρίζε τον, γιατί αυτό είναι η δύναμή σου. Κατά τα άλλα ο Δάμης θα σε κάνει πιο άφωνο και από ψάρι!
Τιμοκλής: Μα την Αθηνά, δεν θα απαντήσω πρώτος.
Δάμης: Λοιπόν, ρώτα με Τιμοκλή, αφού λείψουν όμως οι βρισιές.
Τιμοκλής: Εντάξει. Πες μου λοιπόν καταραμένε, δεν πιστεύεις πως προνοούν οι θεοί;
Δάμης: Όχι!
Τιμοκλής: Εννοείς δηλαδή, ότι όλα είναι φτιαγμένα χωρίς πρόνοια;
Δάμης: Ναι.
Τιμοκλής: Ότι κανένας θεός δεν φροντίζει για την τάξη στο Σύμπαν;
Δάμης: Κανείς!
Τιμοκλής: Ότι τα πάντα κινούνται τυχαία από κάποια τυφλή δύναμη;
Δάμης: Ναι.
Τιμοκλής: Άνθρωποι, πώς ανέχεστε να τον ακούτε και δεν τον λιθοβολείτε;
Δάμης: Τιμοκλή, γιατί στρέφεις εναντίον μου τους ανθρώπους; Εσύ γιατί αγανακτείς υπέρ των θεών, αφού αυτοί οι ίδιοι δεν αγανακτούν; Δεν μου έκαναν κανένα κακό ακούγοντάς με τόση ώρα, αν είναι αλήθεια πως με ακούνε.
Τιμοκλής: Σε ακούνε Δάμη και δεν θα αργήσουν να σε τιμωρήσουν!
Δάμης: Και πότε θα βρουν καιρό να το κάνουν, αφού λες με τόσα και τόσα πράγματα είναι απασχολημένοι στην ευταξία του κόσμου; Γι’ αυτό και δεν τιμώρησαν και σένα για τις συχνές επιορκίες και τα άλλα σου εγκλήματα; Αλλά είναι φανερό ότι ταξιδεύουν συχνά πέρα από τον Ωκεανό, ή ίσως μαζί με τους Αιθίοπες, γιατί το συνηθίζουν να πηγαίνουν συνεχώς εκεί για συμπόσια, και μερικές φορές ακόμα και απρόσκλητοι. Δεν λέω όμως τίποτα άλλο για να μη σε βρίσω και παραβώ την συμφωνία μας.
Τιμοκλής: Τι να απαντήσω σε τέτοιας ντροπής πράγματα;
Δάμης: Να απαντήσεις σ’ αυτό που σε ρώτησα και λαχταρώ να το ακούσω από το στόμα σου. Πώς πείστηκες πως προνοούν οι θεοί;
Τιμοκλής: Με έπεισε η τάξη των όσων γίνονται. Δηλαδή ο ήλιος ακολουθεί πάντα τον ίδιο δρόμο, η σελήνη υπακούει στον ίδιο νόμο, οι εποχές του έτους περιοδικά επιστρέφουν, τα φυτά φυτρώνουν, τα ζώα γεννάνε, και όλα αυτά είναι κατασκευασμένα με τόσο τέλειο τρόπο, ώστε να τρέφονται, να σκέπτονται, να κινούνται, να κτίζουν και τα λοιπά.
Δάμης: Από αυτά συναρπάζεσαι; Ομολογώ μεν ότι τα πράγματα είναι όπως τα λες, αλλά δεν μπορώ να παραδεχθώ ότι είναι έργο κάποιας πρόνοιας, γιατί τίποτα δεν δηλώνει κάτι τέτοιο. Είναι όμως δυνατόν τα φαινόμενα αυτά να παρήχθησαν κάποτε τυχαία, να μένουν τα ίδια και να υπακούουν σε σταθερούς νόμους. Εσύ όμως αποκαλείς την τάξη αυτή Ανάγκη και μετά αγανακτείς με την αντίθετη γνώμη που θα μπορούσε να σου πει κάποιος.
Τιμοκλής: Δεν νομίζω να έχω ανάγκη άλλης αποδείξεως, εν τούτοις θέλω να σε ρωτήσω: Θεωρείς τον Όμηρο άριστο ποιητή;
Δάμης: Βεβαιότατα!
Τιμοκλής: Λοιπόν, εκείνος με έπεισε και μου απέδειξε την πρόνοια των θεών.
Δάμης: Καλέ μου, το ότι ο Όμηρος είναι μεγάλος ποιητής, το παραδέχονται όλοι. Κανείς όμως δεν τον αποδέχεται ως μάρτυρα για την αλήθεια των όσων ισχυρίζεσαι, ούτε αυτόν ούτε κανέναν άλλο ποιητή. Γιατί ξέρουμε ότι οι ποιητές δεν ενδιαφέρονται και τόσο για την αλήθεια, όσο για την τέρψη μας. Εν τούτοις, θα ήθελα να μάθω ποιοι στίχοι του Ομήρου σε έπεισαν.
Μήπως εκείνοι που λένε για τον Δία, ότι η κόρη του, ο αδελφός και η γυναίκα του συνωμότησαν να τον δέσουν, και αν δεν καλούσε η Θέτις τον Βριάρεω όταν κατάλαβε τι θα γινόταν, θα μας άρπαζαν τον Δία και θα τον έδεναν; Εκείνος δε για να ευχαριστήσει την Θέτιδα εξαπάτησε τον Αγαμέμνονα στέλνοντάς του ένα όνειρο ψεύτικο, για να σκοτωθούν πολλοί Αχαιοί;
Ή μήπως σε έπεισε όταν διάβασες ότι ο Διομήδης πλήγωσε την Αφροδίτη και τον Άρη με την βοήθεια της Αθηνάς; Ή ακόμα περισσότερο, όταν λέει ότι οι θεοί μπαίνοντας κι αυτοί στον αγώνα πολεμούσαν μεταξύ τους, και η μεν Αθηνά νίκησε τον Άρη που έπασχε ακόμη από το τραύμα που του είχε κάνει ο Διομήδης, ή ότι η Λητώ ήλθε αντιμέτωπη με τον Ερμή;
Θεώρησες πιστευτά όσα λέει για την Άρτεμη, ότι δηλαδή αφού ήταν μεμψίμοιρη από την φύση της, αγανάκτησε γιατί δεν προσκλήθηκε στο συμπόσιο του Οινέα, και γι’ αυτό έστειλε κάποιο τεράστιο και δυνατό αγριογούρουνο στην χώρα του; αυτά απ’ όσα λέει ο Όμηρος σε έπεισαν;
Ζεύς: Θεοί! Αν είναι δυνατόν! Ακούστε τις ζητωκραυγές του πλήθους που αποθεώνουν τον Δάμη! Ο δε δικός μας φαίνεται πως φοβάται, αφού τρέμει, ετοιμάζεται να ρίξει την ασπίδα, και δεν βλέπει την ώρα να φύγει.
Τιμοκλής: Ο Ευριπίδης όμως, δεν σου φαίνεται ότι τα λέει καλά, αφού όταν ανεβάζει στη σκηνή τους θεούς, τους παρουσιάζει να σώζουν τους ήρωες και να τιμωρούν τους πονηρούς και ασεβείς, όπως εσύ;
Δάμης: Τιμοκλή, γενναιότατε των φιλοσόφων, εάν αυτά κάνοντας οι τραγωδοποιοί σε έπεισαν, είναι δυνατόν ένα από τα δύο να συμβαίνει: Ή οι ηθοποιοί να σου φαίνονται θεοί, ή τα εργαλεία των ηθοποιών, πράγμα που θεωρώ απαράδεκτο. Άλλωστε, όταν ο Ευριπίδης μιλά, όχι για τις ανάγκες του έργου αλλά εξ ονόματός του με θάρρος, άκου πώς εκφράζεται: ‘Βλέπεις τον άπειρο αιθέρα πάνω από μας του οποίου οι υγρές αγκαλιές περιβάλουν τη γη; αυτόν να θεωρείς Δία, αυτόν να θεωρείς θεό’.
Και αλλού πάλι λέει: ‘Ζεύς; Ποιος είναι ο Ζεύς; Γιατί εγώ δεν τον γνωρίζω παρά μόνο εκ φήμης’. Και πολλά ακόμη τέτοια λέει.
Τιμοκλής: Δηλαδή, εσύ μου λες ότι όλοι οι άνθρωποι και όλα τα έθνη όταν αναγνωρίζουν την ύπαρξη θεών και κάνουν πανηγύρια, απατώνται;
Δάμης: Εύγε Τιμοκλή γιατί μου θύμησες τις συνήθειες των διαφόρων λαών. Τίποτα καλύτερο απ’ αυτό για να κατανοήσει ο οποιοσδήποτε πόσες αβεβαιότητες υπάρχουν για τα όσα λέγονται γύρω από τους θεούς. Οι Σκύθες θυσιάζουν στον Ακινάκη, οι Θράκες στον Ζάλμοξη που δραπέτευσε από την Σάμο και ήλθε σ’ αυτούς, οι Φρύγες στον Μήνα, οι Αιθίοπες στην Ημέρα, οι Κυλλήνιοι στον Φάλητα, οι Ασσύριοι στο περιστέρι, οι Πέρσες στην φωτιά και οι Αιγύπτιοι στο νερό.
Και το νερό είναι μεν κοινή θεότητα των Αιγυπτίων, αλλά οι Μεμφίτες έχουν θεό το βόδι, οι Πηλουσιώτες το κρεμμύδι, και άλλοι τον κροκόδειλο, τον πίθηκο, ή τον αίλουρο. Και σ’ ένα χωριό λατρεύουν τον δεξιό ώμο και στο απέναντι τον αριστερό. Είναι ή όχι γελοία όλ’ αυτά, καλέ μου Τιμοκλή;
Μώμος: Αχ θεοί! Σας το έλεγα εγώ πως μια μέρα όλα θα βγαίνανε στη φόρα και θα εξετάζονταν αυστηρά!
Ζεύς: Εσύ τα έλεγες, αλλά ποιος σε άκουγε! Θα προσπαθήσω όμως τώρα να φέρω τα πράγματα σε μια σειρά, αν γλιτώσουμε τον κίνδυνο.
Τιμοκλής: Αλλά, εχθρέ των θεών, οι χρησμοί και οι προφητείες, ποιανού έργο νομίζεις ότι είναι, αν όχι της πρόνοιας των θεών;
Δάμης: Για ποιούς χρησμούς θέλεις να μιλήσεις; Μήπως γι’ αυτόν που έδωσε ο Απόλλων στον βασιλιά της Λυδίας, και ήταν τόσο διφορούμενος και διπρόσωπος, όσο και οι Ερμές που τις βλέπεις ίδιες από όποια γωνιά κι αν κυττάξεις; Πράγματι, εάν ο Κροίσος περάσει τον Άλυ ποταμό, ποιά αρχή θα καταλύσει, την δική του ή του Κύρου; Κι όμως, ο άτυχος Σαρδάνιος αγόρασε εκείνον τον ψεύτικο χρησμό για πολλά τάλαντα.
Τιμοκλής: Κύττα τι κάνεις τώρα! Τα λόγια σου αναποδογυρίζουν τους ναούς και τους βωμούς των θεών!
Δάμης: Όχι όλους τους βωμούς Τιμοκλή! Τι κακό υπάρχει δηλαδή, αν μερικοί απ’ αυτούς είναι γεμάτοι με θυμίαμα και ευωδιές; Ευχαρίστως όμως θα τουμπάριζα εκ βάθρων τον βωμό της Αρτέμιδος στην Ταυρίδα, που πάνω σ’ αυτούς αρέσουν στην παρθένα οι ευωχίες που ξέρεις.
Ζεύς: Από πού μας ήρθε αυτό το χτύπημα; Αυτός ο αγενέστατος δεν φοβάται τίποτα και μας ψέλνειτα εξ αμάξης!
Τιμοκλής: Ούτε τον Δία δεν ακούς που βροντά; Θεομπαίχτη!
Δάμης: Την ακούω την βροντή Τιμοκλή, αλλά εάν είναι ο Ζεύς αυτός που βροντά, εσύ το ξέρεις καλύτερα, αφού γύρισες από τις κατοικίες των θεών. Αυτοί όμως που έρχονται από την Κρήτη, άλλα μας λένε. Ότι δηλαδή εκεί δείχνουν έναν τάφο με μια στήλη που γράφει ότι ‘δεν θα βροντήξει πια ο Ζεύς γιατί πέθανε προ πολλού’.
Μώμος: Το ήξερα πως αυτό θα έλεγε! Αλλά εσύ γιατί χλόμιασες Δία μου, και τρίζουν τα δόντια σου από τρόμο! Πρέπει να έχεις θάρρος και να περιφρονείς τέτοια ανθρωπάκια.
Ζεύς: Τι λες Μώμε! Να τους περιφρονώ; Δεν βλέπεις πόσοι τον ακούνε και πώς έχουν αιχμαλωτιστεί από τα λεγόμενά του;
Μώμος: Μα εσύ Δία, αν θελήσεις μπορείς με χρυσή αλυσίδα να τους κρεμάσεις όλους και μαζί τη γη και την θάλασσα!
Τιμοκλής: Δεν μου λες, βρε καταραμένε, ταξίδεψες ποτέ με πλοίο;
Δάμης: Πολλές φορές.
Τιμοκλής: Λοιπόν, σας έφερε ο άνεμος που φούσκωνε τα πανιά, ή οι κωπηλάτες και ο κυβερνήτης που στεκόταν όρθιος στο πηδάλιο και διεύθυνε το πλοίο;
Δάμης: Ακριβώς.
Τιμοκλής: Αφού λοιπόν το πλοίο δεν πλέει χωρίς κυβερνήτη, πώς θέλεις εσύ να μην υπάρχει και ένας κυβερνήτης για όλα αυτά που εξετάζουμε;
Δάμης: Αλλά, θεοσεβούμενε Τιμοκλή, θα παρατηρήσεις ίσως, ότι ο κυβερνήτης του πλοίου μεριμνά για όσα είναι απαραίτητα, ότι είναι έτοιμος για όλα, ότι δίνει διαταγές στους ναύτες και ότι το πλοίο δεν έχει τίποτα περιττό και άχρηστο.
Ο δικό σου όμως κυβερνήτης, που εσύ βέβαια αξιώνεις ότι επιβλέπει την διεύθυνση του μεγάλου αυτού πλοίου, όπως και οι ναύτες του, τίποτα δεν κάνουν εύλογα ή έγκαιρα, αλλά ο μεν πρότονος είναι δεμένος κατά τύχη στην πρύμνη, οι δε κεραιούχοι είναι στην πλώρη. Άλλες φορές οι άγκυρες είναι χρυσές και ο χηνίσκος μολυβένιος. Τα ύφαλα είναι ζωγραφισμένα και τα πάνω από το νερό άμορφα.
Και μεταξύ των ναυτών θα δεις αυτόν μεν που είναι τεμπέλης, βλάκας και φοβητσιάρης να έχει δυο και τρία αξιώματα, τον δε άλλον που είναι δεινός κολυμβητής και γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες της ναυτικής τέχνης, να κάνει την δουλειά του μούτσου.
Το ίδιο σε αντιστοιχία και με τους επιβάτες. Αυτός που θα έπρεπε να μαστιγωθεί, κάθεται στην πρώτη θέση δίπλα στον κυβερνήτη και τον περιποιούνται όλοι, τη ίδια ώρα που ο τίμιος αγνοείται ή καταπατείται.
Σκέψου τώρα πώς ‘ταξίδεψαν’ ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Φωκίων, που ούτε καν ολόκληρη μερίδα φαγητού έφαγαν, και πώς ο Καλλίας, ο Μειδίας ή ο Σαρδανάπαλος.
Αυτά συμβαίνουν πάνω στο ‘πλοίο’ σου Τιμοκλή, γι’ αυτό υπάρχουν πολλά ναυάγια. Αν όμως υπήρχε ένας κυβερνήτης να επιβλέπει και να ρυθμίζει τα πάντα, δηλαδή να ξέρει μεταξύ των επιβατών ποιοι είναι οι σωστοί και ποιοι οι απατεώνες, θα έδινε στον καθένα αυτό που του άρμοζε.
Όσο για τους ναύτες, αυτός μεν που θα ήταν πρόθυμος και εργατικός θα γινόταν αρχηγός όλων, ο δε τεμπέλης θα μαστιγωνόταν πέντε φορές την ημέρα. Καταλαβαίνεις λοιπόν πως το παράδειγμα του πλοίου που έφερες, κινδυνεύει να βυθιστεί λόγω τυχόν κακού κυβερνήτη;
Μώμος: Κύττα που κοντεύει να νικήσει!
Ζεύς: Καλά μαντεύεις Μώμε, γιατί ο Τιμοκλής τίποτα ισχυρό δεν σκέφτεται αλλά επαναλαμβάνει τα συνηθισμένα και αυτά που είναι εύκολο να τα αντικρούσει κανείς.
Τιμοκλής: Επειδή λοιπόν το παράδειγμα του πλοίου δεν σου φάνηκε πολύ δυνατό, άκου τώρα για την ιερή, όπως την λένε, ‘άγκυρα’, που δεν θα μπορέσεις να την ανατρέψεις. Θα δεις πως ο συλλογισμός μου είναι σωστός και δεν αντικρούεται: Αφού υπάρχουν βωμοί, υπάρχουν και θεοί. Αλλά υπάρχουν οι βωμοί επειδή υπάρχουν και θεοί!
Δάμης: Άσε με να γελάσω πρώτα και μετά να σου απαντήσω!
Τιμοκλής: Πες μου τι το τόσο αστείο είπα και ξεράθηκες από τα γέλια;
Δάμης: Καλά, δεν βλέπεις από πόσο λεπτή κλωστή κρέμασες την ‘ιερή’ σου άγκυρα; Συνέδεσες την ύπαρξη των θεών με την ύπαρξη των βωμών και νομίζεις ότι βρήκες άξιο επιχείρημα; Αλλά αφού δεν έχεις άλλη απόδειξη, άστο καλύτερα και ας σταματήσουμε.
Τιμοκλής: Παραδέχεσαι ότι νικήθηκες και αποχωρείς πρώτος;
Δάμης: Ναι Τιμοκλή, γιατί όπως οι ικέτες κατέφυγες κι εσύ στους βωμούς. Τώρα θέλω, μα την ιερή σου άγκυρα, να κάνουμε σπονδές στους βωμούς για να σταματήσει ο τσακωμός μας.
Τιμοκλής: Με ειρωνεύεσαι κάθαρμα, τυμβωρύχε, κατάπτυστε, βρωμερέ! Νομίζεις πως δεν ξέρουμε ποιος ήταν ο πατέρας σου, το πόρνη ήταν η μάνα σου, ότι έπνιξες τον αδελφό σου, ότι είσαι μοιχός, πως διαφθείρεις τα παιδιά, ότι είσαι λαίμαργος; Στάσου, μη φεύγεις! Θα σε σφάξω παλιάνθρωπε!
Ζεύς: Θεοί!!! Ο ένας φεύγει γελώντας και ο άλλος τον ακολουθεί βρίζοντας και μου φαίνεται πως θέλει να του σπάσει το κεφάλι!
Ερμής: Καλά το είπε εκείνος ο κωμικός: ‘Τίποτα κακό δεν έπαθες αν δεν το ομολογήσεις’. Πόσο κακό τέλος πάντων είναι το να αποδεχθούν όσα είπε ο Δάμης, λίγοι άνθρωποι; Υπάρχουν πάμπολλοι που πιστεύουν τα αντίθετα. Οι πιο πολλοί από τους Έλληνες, ο πολύς λαός, ο συρφετός και οι βάρβαροι.
Ζεύς: Αλλά, Ερμή, μου αρέσει εκείνο που είπε ο Δαρείος για τον Ζώπυρο: Ήθελα να είχα έναν τέτοιο σύμμαχο σαν τον Δάμη παρά να εξουσιάζω χίλιες Βαβυλώνες!