Ένα χρυσοπόρφυρο ύφασμα με το οποίο είχαν τυλίξει τα οστά μιας Μακεδόνισσας η αχνή όψη της λεγόμενης «Μαντόνας» των Αιγών με το θλιμμένο βλέμμα και τα ροζ μάγουλα, το κυνήγι του κάπρου, που σηματοδοτεί την ενηλικίωση των εφήβων, ένα ζευγάρι ερωτευμένα περιστέρια, είναι λίγα από αυτά που σε παίρνουν και σε ταξιδεύουν στην καθημερινότητα που ζούσαν κοινοί θνητοί, αξιωματούχοι και η βασιλική οικογένεια στη φημισμένη πόλη του βασιλιά Φιλίππου Β’, τον 4ο αιώνα π.Χ.
Η αρχαιολόγος Αγγελική Κοτταρίδη, μία από τις αγαπημένες μαθήτριες του Μανόλη Ανδρόνικου και ανασκαφέας του ανακτόρου των Αιγών, προικισμένη η ίδια με το χάρισμα της αφήγησης, μας επισημαίνει τις λεπτομέρειες εκείνες που χάνει κανείς επισκεπτόμενος ένα μουσείο, στο πολυτελές λεύκωμα που μόλις κυκλοφόρησε από το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση με τον τίτλο «Αιγές.
Η βασιλική Μητρόπολη των Μακεδόνων». Μία ακόμη πολύτιμη προσφορά του Ιδρύματος στη σειρά ο «κύκλος των μουσείων που «κάθε χρόνο αναλύει και προβάλλει στιγμές από το σύνθετο αφήγημα του ελληνικού πολιτισμού»» όπως σημειώνει προλογικά η Μαριάννα Ι. Λάτση.
Εν αρχή, λοιπόν, η ζωή στις Αιγές που ξεκινάει με το μυθικό αρχέτυπο των ηρώων, δηλαδή με το κυνήγι του κάπρου. Κάθε νεαρός Μακεδόνας για να θεωρηθεί άνδρας έπρεπε να σκοτώσει ένα αγριογούρουνο. Η άθληση ήταν μια αγαπητή ασχολία και όχι μόνο για τους νέους.
Αγαπούσαν τη μουσική, το τραγούδι και το χορό. «Υπήρχαν χοροί ενόπλων και σε έναν τέτοιο δολοφονήθηκε ο νεαρός βασιλιάς Αλέξανδρος Β’».
Απαραίτητο συστατικό κάθε δημόσιας ή ιδιωτικής γιορτής το συμπόσιο. Από την εποχή των ομηρικών επών, από τον 10ο μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ. τα συμπόσια των Μακεδόνων ήταν λιτά, όπως φαίνεται από τα πήλινα αγγεία, τους μικρούς αμφορείς και τις υδρίες για νερό και κρασί που έχουν βρεθεί.
Στα αρχαϊκά χρόνια όμως, «το συμπόσιο αποκτά την «κλασική» μορφή του: μετά το δείπνο οι συνδαιτυμόνες πλένονται, μυρώνονται, στεφανώνονται και ξαπλώνουν στα ανάκλιντρα για να απολαύσουν το κρασί, που είναι πάντα ανακατεμένο με νερό σε αναλογία που ορίζει ο συμποσίαρχος, ώστε να ελέγχεται ο χρόνος και ο βαθμός της μέθης».
Μην τους φανταστείτε στην ηρωική γυμνότητα που παρουσιάζονται στις αρχαίες απεικονίσεις. Έλληνες του Βορρά ήταν και ως εκ τούτου αναγκασμένοι να προσαρμόζονται στις καιρικές συνθήκες. Φορούσαν ένα χιτώνα ζωσμένο, ένα απλό μάλλινο φόρεμα με μανίκια ως το γόνατο, μια χλαμύδα για πανωφόρι, ή μια βαριά μάλλινη κάπα σαν αυτή των βοσκών που έκλεινε με πόρπη στους ώμους ή στο στήθος, δερμάτινες μπότες ή ψηλά σανδάλια και μια τραγιάσκα από δέρμα ή τσόχα (η μακεδονική καυσία). Απαραίτητο αξεσουάρ της ανδρικής περιβολής ήταν το μαχαίρι, κοφτερό σαν ξυράφι.
Μοναδικό στολίδι τους ένα λιτό δακτυλίδι χάλκινο ή σιδερένιο και όλο το καμάρι τους τα όπλα που ήταν πολύτιμα και ακριβά. Στο Μουσείο των Αιγών υπάρχουν αρκετά από αυτά.
Ο κόσμος των γυναικών, από την άλλη πλευρά, ήταν εσωστρεφής. Η Μακεδόνισσα είναι βασίλισσα στο σπίτι της. Γι” αυτό και η μόρφωση θεωρείται περιττή πολυτέλεια. «Η ίδια η βασίλισσα Ευρυδίκη έμαθε γράμματα ούσα ώριμη γυναίκα».
Οι κοπέλες μετά τα 14 μπορούσαν να ακολουθήσουν το σύζυγο που επέλεγε για αυτές ο πατέρας τους. Ήταν υπεύθυνες για τα παιδιά, τους γέρους, αλλά και τη φροντίδα των νεκρών (πρόσφορα).
Έγνεθαν, έκλωθαν, ύφαιναν, έραβαν ρούχα και στρωσίδια, άλεθαν τα δημητριακά, μαγείρευαν, ζύμωναν και έψηναν ψωμί. Δεν εξαιρούνταν ούτε οι βασίλισσες από αυτές τις καθημερινές ασχολίες, γι” αυτό οι αρχόντισσες των Αιγών παίρνουν στον τάφο και τις ρόκες τους.
Στις επίσημες γιορτές οι εμφανίσεις τους ήταν περιορισμένες, εκτός από τις τελετές της Δήμητρας και της Περσεφόνης που ήταν παραδοσιακά δικές τους όπως και η λατρεία του Διονύσου. Διέπρεπαν στους βακχικούς χορούς, ενώ είναι γνωστό ότι φανατική θιασώτις του Βάκχου ήταν η Ολυμπιάδα
Οι ανασκαφές από το αχανές νεκροταφείο των Αιγών, μας δίνουν μια αρκετά πλήρη εικόνα της αμφίεσης των γυναικών τους τρεις πρώτους αιώνες της τελευταίας προχριστιανικής χιλιετίας, σύμφωνα με την κ. Κοτταρίδη. Φορούν ένα χοντρό μάλλινο πέπλο, ένα λιτό φόρεμα που πορπώνεται με τεράστιες περόνες σαν φονικά όπλα στους ώμους.
Τα μπράτσα τους στόλιζαν πολύσπειρα βραχιόλια, περιδέραια από σάρδιο και βαριές χάλκινες χάντρες φορούσαν στο λαιμό, ενώ στα δάκτυλα οκτάσχημες σπείρες. Μοναδικά και σπάνια φαίνεται πως ήταν τα χρυσά κοσμήματα. Κι αυτά ήταν κυρίως οι σφηκωτήρες που κρατούσαν τις μπούκλες των μαλλιών καθώς έπεφταν στην πλάτη και τους ώμους.
Ασημένιες και χρυσές λεπτεπίλεπτες είναι και οι πόρπες, ενώ τα σκουλαρίκια πρωτοεμφανίζονται στις Αιγές τον 7ο αι. π.Χ. Οι γυναίκες της αυλής είναι στολισμένες με βαρύτιμα χρυσά ταινιωτά, με απλή έκτυπη ή εξαιρετικά περίτεχνη συρματερή ή κοκκιδωτή διακόσμηση.
Οι γυναίκες του λαού ήταν λιτές, λίγα τα κοσμήματά τους, ενώ «οι βασίλισσες και αρχόντισσες κατέβαιναν στον Άδη πατώντας σε σόλες χρυσές ντυμένες από την κορφή ως τα νύχια στην πορφύρα και στο χρυσάφι».
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα παρατήρηση της αρχαιολόγου είναι ότι «μολονότι δεν βρέθηκε ως τώρα ούτε ένας καθρέφτης, οι γυναίκες των Αιγών ήταν αρκετά φιλάρεσκες». Αγόραζαν, στα χρόνια του Περδίκκα Β” (454-413 π.Χ.) ιερό λάδι της Αθηνάς που διέθεταν οι νικητές των Παναθηναίων και με αυτό περιποιούνταν τα μαλλιά και το σώμα τους.
Το μπουντουάρ τους ήταν γεμάτο πομάδες και αλοιφές, αρώματα και αρωματικά λάδια από την Κόρινθο, περίτεχνα μυροδοχεία, αλαβάστρινα σκεύη και αβγά στρουθοκαμήλου.
Η κ. Κοτταρίδη αφηγείται φυσικά όλη την ιστορία του μακεδονικού βασιλείου, ξεναγεί τους αναγνώστες της στα παλάτια της βασιλικής καθέδρας στα χρόνια της Δημοκρατίας και στον «χρυσούν αιώνα» των Αιγών επί Φιλίππου Β” περνώντας και από τους διάσημους βασιλικούς τάφους και το Μουσείο για να καταλήξει στα χρόνια των διαδόχων και στη σκόνη των αιώνων που ακολούθησε μετά την ήττα του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά Περσέα από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ.
Τότε, όλα καταστρέφονται. Τείχη, ανάκτορο, θέατρο καίγονται και γκρεμίζονται. Η ζωή όμως συνεχίζεται. Σπίτια χτίζονται πάνω στα ερείπια. Το λίκνο των Τημενιδών, η γη του φημισμένου μακεδονικού βασιλείου παραδίδεται στη λήθη.
Στον τόμο αυτό παρουσιάζονται για πρώτη φορά όλα τα ευρήματα των Αιγών, παλιά και καινούρια, και όλες οι ανακαλύψεις των τελευταίων δέκα χρόνων μέχρι και τις φετινές που ήρθαν στο φως με αφορμή τα έργα αναστήλωσης – ανάταξης του ανακτόρου το οποίο η κ. Κοτταρίδη ελπίζει στο μεγαλύτερο μέρος του να έχει ολοκληρωθεί ως το 2015, ενώ στόχος της είναι μέχρι το 2020 να έχει αναταχθεί το σύνολό του, όπως και ένα σημαντικό τμήμα του περιστυλίου του «ώστε η Μακεδονία να αποκτήσει ξανά τον Παρθενώνα της»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου