Το «Ο» και το «Ω»
(μια παράλληλη πορεία στην Γλώσσα μας)
Το Ω επινοήθηκε το 700 π.Χ για να δηλώσει το Ο ως μακρό φθόγγο. Το χρησιμοποιούσαν μόνο την Ιωνία και στο εκεί αλφάβητο: το Ιωνικό. Μέχρι το 403 π.Χ. δεν υπήρχε στην γραφή του Ελλαδικού Χώρου. Εισήχθη τότε στην Αθήνα επί άρχοντος Ευκλείδου. ΤΟ ΠΡΟΕΥΚΛΕΙΔΙΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΔΕΝ ΠΕΡΙΕΙΧΕ ΤΟ Ω.
Ο φθόγγος «ο» συμβολιζόμενος με το «Ο» ήταν μακρός. Αποδιδόταν και εναλλασσόταν επίσης και με το «ου» (νόθος φθόγγος). Έτσι διατηρήθηκε, ως ΜΑΚΡΟΣ, σε όλα τα άλλα Ελληνικά αλφάβητα πλην του Ιωνικού και του Ευκλειδείου Αττικού.
Στη Δωρική ( την αρχαιότερη Ελληνική διάλεκτο, που ένας τύπος της είναι η Αιολοδωρική), το «Ω» έγινε δεκτό ως γενική, σχεδόν, γραφή του φθόγγου «ο». Στην Αιολική και Δωρική διάλεκτο, το Ω αντικαθιστά και το «ου» (συχνά, στη Δωρική, τρέπεται σε μακρό «α»).
Η δημώδης «Αττική Κοινή» διάλεκτος επεκράτησε ως πανελλαδική διάλεκτος κατά τον Ε' αιώνα π.Χ. και μέσα σε 100 περίπου χρόνια διαμορφώνεται η Αττικοϊωνική, η οποία ως «Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική Κοινή» κατέστη παγκόσμια από τους Μακεδόνες στην Ανατολή και τους Ρωμαίους στη Δύση. Η εξάπλωση αυτή όμως, έφερε και τη νόθευση της Ελληνιστικής Κοινής με ξενόγλωσσα στοιχεία (σημιτικά, λατινικά).
Η νόθευση εμφανίζεται κυρίως ως απλοποίηση του τυπικού της γλώσσας, ισοπέδωση των αρχαίων γλωσσικών ανομοιομορφιών και διαφορών των διαλέκτων, κατάργηση των εξαιρέσεων, αλλαγή της σύνταξης από συνθετική σε αναλυτική, κυρίως δε έκλειψη της προσωδίας η οποία υποκαθίσταται σταδιακά από την τονικότητα κ.α.
Ήδη από τότε οι διάλεκτοι, ατονούν. Σώζονται μόνον λείψανα και επιβιώσεις της Ιωνικής: η Ποντιακή και η Κυπριακή και της Δωρικής: η Τσακωνική. Στις διαλέκτους αυτές, ο φθόγγος «ο» διατηρείται κατά το πλείστον μακρός, είτε με τη μορφή «ω» είτε «ου» στην προφορά και την περιορισμένη πλέον μορφή της.
Μέχρι τον 3ο π.Χ. αιώνα, δεν υπήρχε συστηματοποιημένο τυπικό Ελληνικής Γραμματικής. Σημειώνονται πάντως κάποιες έρευνες, με πρώτη την Πλατωνική στον «Κρατύλο», όπου, πάντως, υπερέχει η έμφαση στο νόημα, τη σημασία των φθόγγων, παρά το τυπικό. Ακολουθούν εκείνες των Σοφιστών, ιδιαίτερα του Προδίκου, του Αριστοτέλους και των Περιπατητικών γενικώς, και των Στωϊκών.
Η συστηματική γραμματική έρευνα και κανονιστική αρχίζει από τον 3ο π.Χ. αιώνα με τους Αλεξανδρινούς Γραμματικούς (Διονύσιος ο Θράξ, Απολλώνιος ο Δύσκολος - Β' αι. μ.Χ. - και Ηρωδιανός). Αυτοί συντάσσουν οριστικά την Γραμματική της Αναγέννησης και, τέλος, οι σύγχρονοί μας φιλόλογοι.
Από αυτήν προήλθε και η καθαρεύουσα η οποία είναι ένα τυπικό σύστημα, που οφείλεται σε μια εκλεκτικιστική εκτίμηση και στην προτίμηση της «εμπειρίας των παρά ποιηταίς τε και συγγραφεύσιν ως επί το πολύ λεγομένων»: όπως λέγει ο Διονύσιος ο Θραξ ο οποίος εξισώνει την Γραμματική με ό, τι προκύπτει ως εμπειρική γνώση αυτών που κατά το πλείστον λέγονται από τους ποιητές και τους πεζογράφους της εποχής του (Α' αι. π.Χ.) . Από τότε, ως τον Γ' αι. μ.Χ., η γλώσσα, ως κοινή και παγκόσμια, πλέον, υπέστη θεαματικές αλλοιώσεις.
Συνοψίζοντας λοιπόν τα ανωτέρω σημειώνουμε τα εξής:
· Το «ο» ως φθόγγος ήταν αρχικώς (μέχρι το 700 π.Χ.) στην Ιωνία και το 403 π.Χ. στην Αττική) αποκλειστικά μακρός, και επειδή διετήρησε αυτόν τον χαρακτήρα ως επικρατέστερο, μαζί με το επίσης μακρόν «ου» αποκλειστικό στις άλλες διαλέκτους πλην της Αττικής Κοινής και κατ' ακολουθίαν της Ελληνιστικής Κοινής.
· Η έκταση του κλιτικού «ο» της Αττικής - Ελληνιστικής Κοινής σε άλλες διαλέκτους ως «ου» είναι δεδομένη. Έτσι το όνομα Ιάσων εκφέρεται ως μονόθεμο (με το ισχυρό θέμα «ου»: ο Ιάσουν(ας), του Ιάσουν(ος) κ.λπ. έως σήμερα.
· Επίσης, επειδή το «ν» στο όνομα Ιάσων είναι πρόσθετο ημίφωνο και το «σ» ευρίσκεται μεταξύ δύο φωνηέντων, και τα δύο μπορούν να αποβάλλονται (αυτό συνέβαινε με το «σ» στη θέση αυτή στους αρχαιότερους χρόνους). Έτσι προκύπτει ο αρχαϊκός τύπος Ιάω-Ιαώ Ιώ (Ιόος-ούς-ώς, περισπώμενα) από όπου: Ιάσων-Ιασώ-Ιασόος=> Ιασούς-Ιασώς ( περισπ.) και (Ιάων-Ιά(ο)νες, Ιάς κ.τ.ο) . ρήμα: Ιαίνω (η αρχή της λέξεως-η ρίζα- άγνωστη) που σημαίνει: θερμαίνω, τήκω, φαιδρύνω, αναζωπυρώ. Στην Παθητική Φωνή: Ιαίνομαι τα ανάλογα προς τα ανωτέρω. Ομόσημο του Ιάομαι: θεραπεύω, σώζω, απαλλάττω (κακών και νόσων).
· Για τους λόγους αυτούς, η γραφή της γενικής εν. και των άλλων κλίσεων του ονόματος με «ω» δεν φαίνεται λανθασμένη, αλλά αντίθετα, ορθότερη σύμφωνα με την αρχαιότερη και μη παρεφθαρμένη Ελληνική Γλώσσα (πρβλ. και Ίων-ωνος, Ιασίων-ωνος), επειδή αποδίδει την μακρότητα του φθόγγου «ο» που ήταν το πρωταρχικό και μοναδικό μέτρο του φθόγγου.
(μια παράλληλη πορεία στην Γλώσσα μας)
Το Ω επινοήθηκε το 700 π.Χ για να δηλώσει το Ο ως μακρό φθόγγο. Το χρησιμοποιούσαν μόνο την Ιωνία και στο εκεί αλφάβητο: το Ιωνικό. Μέχρι το 403 π.Χ. δεν υπήρχε στην γραφή του Ελλαδικού Χώρου. Εισήχθη τότε στην Αθήνα επί άρχοντος Ευκλείδου. ΤΟ ΠΡΟΕΥΚΛΕΙΔΙΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΔΕΝ ΠΕΡΙΕΙΧΕ ΤΟ Ω.
Ο φθόγγος «ο» συμβολιζόμενος με το «Ο» ήταν μακρός. Αποδιδόταν και εναλλασσόταν επίσης και με το «ου» (νόθος φθόγγος). Έτσι διατηρήθηκε, ως ΜΑΚΡΟΣ, σε όλα τα άλλα Ελληνικά αλφάβητα πλην του Ιωνικού και του Ευκλειδείου Αττικού.
Στη Δωρική ( την αρχαιότερη Ελληνική διάλεκτο, που ένας τύπος της είναι η Αιολοδωρική), το «Ω» έγινε δεκτό ως γενική, σχεδόν, γραφή του φθόγγου «ο». Στην Αιολική και Δωρική διάλεκτο, το Ω αντικαθιστά και το «ου» (συχνά, στη Δωρική, τρέπεται σε μακρό «α»).
Η δημώδης «Αττική Κοινή» διάλεκτος επεκράτησε ως πανελλαδική διάλεκτος κατά τον Ε' αιώνα π.Χ. και μέσα σε 100 περίπου χρόνια διαμορφώνεται η Αττικοϊωνική, η οποία ως «Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική Κοινή» κατέστη παγκόσμια από τους Μακεδόνες στην Ανατολή και τους Ρωμαίους στη Δύση. Η εξάπλωση αυτή όμως, έφερε και τη νόθευση της Ελληνιστικής Κοινής με ξενόγλωσσα στοιχεία (σημιτικά, λατινικά).
Η νόθευση εμφανίζεται κυρίως ως απλοποίηση του τυπικού της γλώσσας, ισοπέδωση των αρχαίων γλωσσικών ανομοιομορφιών και διαφορών των διαλέκτων, κατάργηση των εξαιρέσεων, αλλαγή της σύνταξης από συνθετική σε αναλυτική, κυρίως δε έκλειψη της προσωδίας η οποία υποκαθίσταται σταδιακά από την τονικότητα κ.α.
Ήδη από τότε οι διάλεκτοι, ατονούν. Σώζονται μόνον λείψανα και επιβιώσεις της Ιωνικής: η Ποντιακή και η Κυπριακή και της Δωρικής: η Τσακωνική. Στις διαλέκτους αυτές, ο φθόγγος «ο» διατηρείται κατά το πλείστον μακρός, είτε με τη μορφή «ω» είτε «ου» στην προφορά και την περιορισμένη πλέον μορφή της.
Μέχρι τον 3ο π.Χ. αιώνα, δεν υπήρχε συστηματοποιημένο τυπικό Ελληνικής Γραμματικής. Σημειώνονται πάντως κάποιες έρευνες, με πρώτη την Πλατωνική στον «Κρατύλο», όπου, πάντως, υπερέχει η έμφαση στο νόημα, τη σημασία των φθόγγων, παρά το τυπικό. Ακολουθούν εκείνες των Σοφιστών, ιδιαίτερα του Προδίκου, του Αριστοτέλους και των Περιπατητικών γενικώς, και των Στωϊκών.
Η συστηματική γραμματική έρευνα και κανονιστική αρχίζει από τον 3ο π.Χ. αιώνα με τους Αλεξανδρινούς Γραμματικούς (Διονύσιος ο Θράξ, Απολλώνιος ο Δύσκολος - Β' αι. μ.Χ. - και Ηρωδιανός). Αυτοί συντάσσουν οριστικά την Γραμματική της Αναγέννησης και, τέλος, οι σύγχρονοί μας φιλόλογοι.
Από αυτήν προήλθε και η καθαρεύουσα η οποία είναι ένα τυπικό σύστημα, που οφείλεται σε μια εκλεκτικιστική εκτίμηση και στην προτίμηση της «εμπειρίας των παρά ποιηταίς τε και συγγραφεύσιν ως επί το πολύ λεγομένων»: όπως λέγει ο Διονύσιος ο Θραξ ο οποίος εξισώνει την Γραμματική με ό, τι προκύπτει ως εμπειρική γνώση αυτών που κατά το πλείστον λέγονται από τους ποιητές και τους πεζογράφους της εποχής του (Α' αι. π.Χ.) . Από τότε, ως τον Γ' αι. μ.Χ., η γλώσσα, ως κοινή και παγκόσμια, πλέον, υπέστη θεαματικές αλλοιώσεις.
Συνοψίζοντας λοιπόν τα ανωτέρω σημειώνουμε τα εξής:
· Το «ο» ως φθόγγος ήταν αρχικώς (μέχρι το 700 π.Χ.) στην Ιωνία και το 403 π.Χ. στην Αττική) αποκλειστικά μακρός, και επειδή διετήρησε αυτόν τον χαρακτήρα ως επικρατέστερο, μαζί με το επίσης μακρόν «ου» αποκλειστικό στις άλλες διαλέκτους πλην της Αττικής Κοινής και κατ' ακολουθίαν της Ελληνιστικής Κοινής.
· Η έκταση του κλιτικού «ο» της Αττικής - Ελληνιστικής Κοινής σε άλλες διαλέκτους ως «ου» είναι δεδομένη. Έτσι το όνομα Ιάσων εκφέρεται ως μονόθεμο (με το ισχυρό θέμα «ου»: ο Ιάσουν(ας), του Ιάσουν(ος) κ.λπ. έως σήμερα.
· Επίσης, επειδή το «ν» στο όνομα Ιάσων είναι πρόσθετο ημίφωνο και το «σ» ευρίσκεται μεταξύ δύο φωνηέντων, και τα δύο μπορούν να αποβάλλονται (αυτό συνέβαινε με το «σ» στη θέση αυτή στους αρχαιότερους χρόνους). Έτσι προκύπτει ο αρχαϊκός τύπος Ιάω-Ιαώ Ιώ (Ιόος-ούς-ώς, περισπώμενα) από όπου: Ιάσων-Ιασώ-Ιασόος=> Ιασούς-Ιασώς ( περισπ.) και (Ιάων-Ιά(ο)νες, Ιάς κ.τ.ο) . ρήμα: Ιαίνω (η αρχή της λέξεως-η ρίζα- άγνωστη) που σημαίνει: θερμαίνω, τήκω, φαιδρύνω, αναζωπυρώ. Στην Παθητική Φωνή: Ιαίνομαι τα ανάλογα προς τα ανωτέρω. Ομόσημο του Ιάομαι: θεραπεύω, σώζω, απαλλάττω (κακών και νόσων).
· Για τους λόγους αυτούς, η γραφή της γενικής εν. και των άλλων κλίσεων του ονόματος με «ω» δεν φαίνεται λανθασμένη, αλλά αντίθετα, ορθότερη σύμφωνα με την αρχαιότερη και μη παρεφθαρμένη Ελληνική Γλώσσα (πρβλ. και Ίων-ωνος, Ιασίων-ωνος), επειδή αποδίδει την μακρότητα του φθόγγου «ο» που ήταν το πρωταρχικό και μοναδικό μέτρο του φθόγγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου