(μια κραυγή ενάντια στoν επιχειρούμενο εκχυδαϊσμό της πατρίδας μας)
Μέρος Β': ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Στο Α' Μέρος εκθέσαμε κάποιους από τους όρους και κάποιες προϋποθέσεις που επέτρεψαν σε ανθρώπους με εξέχουσα διανοητική ικανότητα και δύναμη, δηλαδή τους αρχαϊκούς ποιητές, άλλοτε μεν να αποκρυσταλλώσουν με τον έμμετρο λόγο τους «τα κλέα θεών και ανθρώπων» , άλλοτε δε να αποκαλύψουν αλήθειες υπερβατικές- που σήμερα ονομάζουμε επιστήμες- υμνώντας τη Φύση- φαινομένη και αφανή- τους Νόμους της και τις άδηλες Αρχές της. Εξετάσαμε τις ρίζες της Ελληνικής Ποιήσεως, που ανάγονται στο Χρυσό Γένος, και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να εκφρασθεί αυτή, που δεν είναι άλλα από τη Γλώσσα, την Ελληνική με τον τεράστιο πλούτο λέξεων, νοημάτων, εκφράσεων, τον Λόγο και το Μέτρο και που επέτρεψαν να ανθίσει στην ανθρώπινη ιστορία μια άνευ προηγουμένου πνευματικότητα συνυφασμένη απόλυτα με την κοινωνική συνειδητότητα και την όλη πολιτισμική κίνηση.
Στο παρόν Β' Μέρος θα εξετάσουμε κάθε ένα προ-ομηρικό ποιητή ξεχωριστά. Τον βίο, τα παθήματα, το ελάχιστο, έστω, διασωθέν ποιητικό έργο του καθενός, όσο αναφέρεται σε κάποια σπαράγματα στίχων, που παρατίθενται σε αρχαίες σωζόμενες πηγές.
Η μελέτη των παραπάνω στοιχείων, μας δίνει μια εναργή εικόνα των ηθών και εθών των προ-ομηρικών κοινωνιών που χάνονται σε απροσδιόριστο βάθος χρόνου, σε πείσμα όσων επιμένουν να εγκλωβίζουν μια ιστορία 40.000+[1] ετών σε 3-4 χιλιετίες. Ο τρόπος Ζωής και Σκέψης, που αποκαλύπτεται από τις φράσεις των αρχαϊκών σοφών (ποιητών) και οι ανθρώπινες αξίες που κληροδοτούνται μέσω αυτών, τις οποίες αναδέχθηκαν ως ιερά θέσφατα οι επόμενοι, και τις καλλιέργησαν δίνοντας τον κάλλιστο του κόσμου καρπό, τον διαχρονικό Ελληνικό Πολιτισμό ως έκφραση της Ελληνικής Στάσης Ζωής, είναι αυτός που άλλαζε κάθε φορά τον «ρουν της ιστορίας» και που επιβίωνε ακόμα και όταν όλα φαίνονταν χαμένα. Ασφαλώς, αρκετά στοιχεία του παραμένουν και σήμερα υποφώσκοντα και εν υπνώσει, σε πλανητική βέβαια κλίμακα, κάτω από την σκοτεινή- μίζερη αιθάλη του παγκοσμιοποιημένου παρόντος μας. Μέχρι να δημιουργηθεί το κρίσιμο μέγεθος, η σπίθα που θα σημάνει το τέλος της ύβρεως.
Ο Ωλήν:
Ο Δελφικός Ύμνος που αποδίδεται στην προομηρική ποιήτρια Βοιώ[2], καταγόμενη από τους Δελφούς, θέλει τον Ωλήνα Υπερβόρειο[3] την καταγωγή και πρώτο μάντη των Δελφών ο οποίος, ως ποιητής, συνέταξε πρώτος εξάμετρους χρησμούς. Κατά την παράδοση (εν μέρει ιστορική, εν μέρει θεολογική αλληγορία) και η μητέρα του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος ,η Λητώ, κατοικούσε στην Υπερβόρεια χώρα από την οποία έφυγε για να εγκατασταθεί στη Δήλο, διωκόμενη από την Ήρα. Oι Υπερβόρειοι ήσαν αρχαιότατοι άποικοι των Ελλήνων, ελάτρευαν τον Δήλιο Απόλλωνα με λατρευτικό τυπικό ίδιο με αυτό της Δήλου, και ελάμβαναν ονόματα Ελληνικά. Το γένος των Υπερβορείων, το οποίο κατά την Βοιώ ίδρυσε το Δελφικό Μαντείο («Ένθα τοι εύμνηστον χρηστήριον εκτελέσαντο/ Παίδες Υπερβορείων Παγασός και Δίος Αγυεύς» και «Ωλήν θ' ός γένετο πρώτος Φοίβοιο προφάτας,/ πρώτος δ' αρχαίων επέων τεκτήνατ' αοιδάν»), εθεωρείτο «Ιερώτατον» από τους Έλληνες, αναφέρεται δε ότι, στον εκεί Ναό του Απόλλωνος, υπήρχαν πανάρχαιες επιγραφές με ελληνικά γράμματα. Σημαντικό επίσης είναι το ότι ο Ιδαίος Ηρακλής έφερε στην Ηλεία την πρώτη ελιά (κότινον) από το τέμενος του Υπερβορείου Απόλλωνος.
Ο Παυσανίας τάσσει τον Ωλήνα πολύ προ του Ορφέως, αναφέρει μάλιστα ότι αυτός υπήρξε εκ των ιδρυτών του Δελφικού Μαντείου και ο πρώτος και τελευταίος άνδρας προφήτης του Φοίβου και ότι συνέθεσε άσμα παλαιών ποιημάτων. Μετά τον Ωλήνα το προφητικό λειτούργημα ανετέθη στις Πυθίες. (Παυσ. «Φωκικά» Χ-5,8-9).
Λέγει ο Παυσανίας : «Λύκειος[4] ήταν ο Ωλήν, που εποίησεν και τους αρχαιοτάτους ύμνους των Ελλήνων· αυτός, στον ύμνο της Ειλείθυιας, λέγει ότι μητέρα του Έρωτος είναι η Ειλείθυια[5]. Και, ύστερα από τον Ωλήνα, συνέθεσαν έπη ο Πάμφως και ο Ορφεύς». (Παυσ. « Φωκικά» Β' 27,2).
Από την ως άνω φράση του Παυσανία φαίνεται ότι είχε διαβάσει ο ίδιος έργα του Ωλήνος.
Ο Ηρόδοτος, εξ άλλου, πριν από τον Παυσανία, λέγει:
«Και συναθροίζονται οι γυναίκες (της Δήλου) για να τιμήσουν εκείνες, και μνημονεύουν τα ονόματά τους, αυτά που έγραψε στον ύμνο που τους αφιέρωσε ο Ωλήν από την Λυκία, και από αυτές, τις γυναίκες της Δήλου, έμαθαν και οι νησιώτες και οι λαοί της Ιωνίας να υμνούν, καλώντας τες με το όνομά τους σε πολυάνθρωπες συνάξεις, την Ώπιν και την Άργην· αλλά αυτός (ο Ωλήν) εποίησε και τους άλλους αρχαίους ύμνους που άδονται στη Δήλο, αφού ήλθε εκεί από την Λυκία» (Ηροδότου Ιστορία -«Μελπομένη» 4,35).
Η Ώπις και η Άργη ήσαν οι δύο[6] υπερβόρειες παρθένοι θυγατέρες του Βορέως, που επήγαν στη Δήλο, ως ιέρειες του Απόλλωνος, και, μετά τον θάνατό τους, τιμήθηκαν ως θεές. Αναφέρεται και τρίτη η Αχαΐα.
Ο Θάμυρις ή Θαμύρας (κατά τον Πλάτωνα):
Είναι πρόσωπο στο οποίο συχνά αναφέρονται οι κλασσικοί. Φέρεται ως γιός του τραγουδιστή Φιλάμμονος[7] και της νύμφης Αργιόπης[8]. Αναφέρεται ως έκτος ή όγδοος επικός ποιητής προ του Ομήρου, μαθητής του Λίνου. Είναι αυτός που εφεύρε την Δωρική Αρμονία. Πρέπει να έζησε σε πάρα πολύ παλαιά εποχή αφού ο πατέρας του έλαβε μέρος στην εκπολιτιστική Αργοναυτική Εκστρατεία. Ο Όμηρος προσδιορίζει την καταγωγή του Θάμυρα από την Θράκη αναφέρων: «Θάμυριν τον Θρήϊκα» (Ιλ.Β' 595). Επίσης και ο Παυσανίας[9] περιγράφοντας την ζωγραφική εικόνα του Πολυγνώτου με θέμα την Νέκυια στη Λέσχη των Κνιδίων, στους Δελφούς, λέγει: «εν δε τοις κάτω της γραφής μετά τον Θράκα εισι Θάμυριν....» μεταφρ. «Στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς, μετά τον Θράκα Θάμυριν....»
Ο Παυσανίας («Φωκικά») αναφερόμενος στους Πυθικούς Αγώνες γράφει σχετικά : «Διηγούνται, ότι το πρώτο άθλημα που καθιερώθη και για το οποίο θέσπισαν βραβείο, ήταν να ψάλλουν ύμνον προς τον θεόν· και έψαλε και νίκησε ο Χρυσόθεμις ο Κρητικός εκείνος, βεβαίως , του οποίου ο πατέρας, ο Καρμάνωρ[10], λέγεται ότι εξάγνισε τον Απόλλωνα. Και ύστερα από τον Χρυσόθεμιν, αναφέρουν ότι ο Φιλάμμων νίκησε στην Ωδή και έπειτα από εκείνον ο Θάμυρις, ο Υιός του Φιλάμμωνος.
Ο Θάμυρις προκάλεσε την οργή των Μουσών γιατί, όπως λέγει ο Όμηρος (Ιλ. Β' 594 και εξ.) τον συνάντησαν στο Δώριον της Κυπαρισσίας όταν εκείνος επέστρεφε από την Οιχαλίαν· εκαυχάτο ότι θα μπορούσε να νικήσει ακόμη και τις Μούσες στο τραγούδι: «ευχόμενος νικησέμεν, είπερ αν αυταί Μούσαι αείδοιεν, κούραι Διός αιγιόχοιο». Αυτές , τότε, χολωθείσες, τον κατέστησαν «πηρόν» (ανάπηρο, τυφλό) και του αφαίρεσαν την ικανότητα να άδη[11], και τον έκαναν να λησμονήσει πως παίζεται η λύρα. Η τιμωρία επιβλήθηκε πλησίον του ποταμού Βαλύρα ο οποίος ονομάστηκε έτσι διότι εκεί επέταξε τη λύρα του [12].
Την ίδια ιστορία βεβαιώνει και ο Παυσανίας και προσθέτει ότι: « Ο Πρόδικος ο Φωκαεύς (αν βεβαίως αυτός είναι ο ποιητής των επών της Μινυάδος) λέγει ότι ο Θάμυρις εκρίθη στον Άδη για το καύχημά του, που προσέβαλε τις Μούσες».
Στην τιμωρία του Θαμύρα από τις κόρες του Διός και της Μνημοσύνης, αναφέρεται και ο Ευριπίδης στον «Ρήσο»:
«Περώσα γαρ δη ποταμίως δια ροάς
Λέκτροις επλάθην Στρυμόνος φυταλμίοις,
Ότ' ήλθομεν γης χρυσόβολον ες λέπας
Πάγγαιον οργάνοισι εξησκημέναι
Μούσαι μεγίστην ες έριν μελωδίας
Κλεινώ σοφιστή θρηικί, κακτυφλώσαμε
Θάμυριν, ος ημών πολλ' εδέννασεν τέχνην.
(στ. 915-925)
«Καθώς διάβαινα λοιπόν τα ποτάμια ρεύματα,
Στα νυφικά κλινάρια βρέθηκα του Στρυμόνα, τα χλοερά,
Όταν πηγαίναμε εμείς, οι Μούσες, καλά γυμνασμένες,
Στα μουσικά μας όργανα, με τούτα στολισμένες,
Στης γης τ' απόκρημνα, στο χρυσόβωλο Παγγαίον,
Για να αγωνιστούμε σε σκληρή αναμέτρηση
Μελωδίας με τον ξακουστό θρακιώτη μουσικό·
Και τον τυφλώσαμε τον Θάμυρη, που τόσον
Ωνείδησε αυτός την τέχνη τη δική μας». (Μετάφρ. Μαρία Σίδερη)
Αργότερα, στον πρώτο ή δεύτερο μ.Χ. αιώνα, ο Απολλόδωρος γράφει ότι: « η Μούσα Κλειώ γέννησε με τον Πίερο τον πανέμορφο Υάκινθο (εκείνον που ο Απόλλων είχε αγαπήσει). Αυτόν τον αγάπησε και ο Θάμυρις, ο γιός του Φιλάμμωνος και της νύμφης Αργιόπης, ο πρώτος άνθρωπος που έκαμε αρχή των ερώτων μεταξύ αρρένων. Και αφού ο Απόλλων σκότωσε κατά λάθος με τον δίσκο τον Υάκινθο, τον ερωμένο του, ο Θάμυρις, που ήταν ωραιότατος νέος, και άριστος κιθαριστής προκάλεσε τις Μούσες να διαγωνισθούν μαζί του στην μουσική· ο όρος ήταν, εάν νικούσε, να συνευρεθεί με όλες και, αν νικηθεί, να στερηθεί ό, τι εκείνες θελήσουν. Και επειδή ενίκησαν οι Μούσες, τον εστέρησαν της οράσεως και της μουσικής ικανότητος»[13].
Από το έργο του Θάμυρα δεν έχει σωθεί τίποτε. Του αποδίδεται, πάντως, μια «Θεολογία», μια «Τιτανομαχία» και το «Οιχαλίας άλωσις» αν και το τελευταίο το διεκδικεί και ο Κρεόφυλος[14].
Ο Πλάτων φαίνεται ότι γνωρίζει κάτι από το έργο του: «Μηδέ τινα τολμάν, άδειν αδόκιμον μούσαν μη κρινάντων των νομοφυλάκων, μηδ' αν ηδίων ήι των Θαμύρου τε και Ορφείων ύμνων....» (Πλ. Νόμοι Η, 829, Ε) δηλ. «Ούτε να επιτρέπεται να τραγουδήσει κάποιος πρωτόλειον άσμα που δεν έχουν κρίνει οι νομοφύλακες, ούτε και αν είναι τα τραγούδια του) γλυκύτερα και πιο τερπνά από εκείνα του Θαμύρου και των ύμνων του Ορφέως.....».(Μετ. Μαρία Σίδερη).
Ο Πλάτων φαίνεται να είναι πολύ περισσότερο από απλός γνώστης των έργων του Θαμύρα και μεγάλος θαυμαστής του ποιητή, διότι τον αναφέρει και στα έργα του «Ίων» και «Πολιτεία» (533, C-I, 620 A') όπου λέγει ότι η ψυχή του Θαμύρα έγινε αηδόνι.
Ο Λίνος:
Το πιο αινιγματικό πρόσωπο από όσα περιβάλλουν τον Ορφέα· οι παραδόσεις γι' αυτόν, ποικίλες και ασύμβατες τόσον, ώστε διαφαίνεται πως δεν υπήρξε ένας Λίνος, αλλά τουλάχιστον τρείς · και τουλάχιστον ένας ήταν ποιητής, ή ποιητής και μουσικός[15] το πιθανότερο, ένας δε άλλος ήταν, οπωσδήποτε μεταγενέστερος και διδάσκαλος του Ηρακλέους, τον οποίον ο ήρως, έφηβος τότε, εθανάτωσε σε μια κρίση οργής (πρώτο άγος).
Ο θρύλος, όμως, επιμένει και για έναν Λίνον- παιδί, γιό του Απόλλωνος και της Ψαμάθης, κόρης του Κρότωπου, βασιλέως (μυθικού) του Άργους . Όμως, αυτός ο Λίνος, που περιλαμβάνεται στην Αργεία παράδοση, αναφέρεται ότι, παιδί ακόμη, κατεσπαράχθη από τα σκυλιά του Κρότωπου, επομένως δεν μπορεί να ήταν ούτε ο φημισμένος εποποιός, ούτε ο διδάσκαλος του Ηρακλέους, ενώ κάποιος Λίνος, ποιητής- εποποιός και μουσικός, αναφέρεται και διδάσκαλος του Ορφέως, άρα παλαιότερος αυτού.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εντοπίσουμε τον ποιητή Λίνο, παραθέτοντας τα στοιχεία και τις κρίσεις που υπάρχουν σχετικά με τους Λίνους:
Λίνος-παιδί- Αργεία Παράδοση:
Ήταν γιός του Απόλλωνα και της νύμφης Ψαμάθης, κόρης του Κρότωπου, βασιλέως του Άργους. Η Ψαμάθη, φοβούμενη την οργή του πατέρα της για την «αδικαιολόγητη» εγκυμοσύνη, εγκατέλειψε το βρέφος αμέσως μετά την γέννησή του με τα σπάργανα («δείματι τον παίδα εκθείναι» Παυσ. Αττικά Ι 43,7), τον ηύραν οι ποιμενικοί σκύλοι του Κρότωπου και τον κατεσπάραξαν. Κατ' άλλους (Σταγειρίτης) τον ανέθρεψε ένας βοσκός προβάτων πριν συμβεί το περιστατικό με τα σκυλιά. Ο Κρότωπος, όταν έμαθε τα γεγονότα, και μη πιστεύων ότι ο Λίνος ήτο γιός του θεού εφόνευσε[16] την Ψαμάθη. Τότε ο Απόλλων, οργισθείς, έστειλε την Ποινή, ένα τέρας το οποίο άρπαζε τα παιδιά από τις μητέρες τους και τα κατεβρόχθιζε. Την Ποινή εφόνευσε ο Αργείος ήρωας Κόροιβος, κατά τον Παυσανία, και τότε ο Απόλλων έστειλε λοιμώδη ασθένεια στο Άργος[17]. Ούτε οι θυσίες, ούτε οι θρήνοι εφάνησαν αρκετοί για να καταπραϋνθεί το πνεύμα του θεού αλλά και το πνεύμα των δύο οικτρά χαμένων θυμάτων: της Ψαμάθης και του μικρού Λίνου. Ο λοιμός εξακολουθούσε να μαστίζει το Άργος. Έτσι ο Κόροιβος, ο αυτουργός του φόνου της Ποινής ενεφανίσθη στο μαντείο των Δελφών και ομολόγησε, ενώπιον της Πυθίας, ότι εκείνος ήταν ο υπαίτιος και ζητών να τιμωρηθεί αυτός και όχι η πατρίδα του. Εκείνη τότε εχρησμοδότησε στον Κόροιβο να μην επιστρέψει ποτέ στο Άργος αλλά να πάρει τον Τρίποδά της και όπου του πέσει από τα χέρια να χτίσει Ναό στον Απόλλωνα και να κατοικήσει σε αυτόν[18]. Ο Τρίπους έπεσε στα Γεράνεια όρη, όπου ο Κόροιβος πρώτα έκτισε τον ναό και έπειτα την πόλη (κώμη των Μεγάρων) που ονομάστηκε Τριποδίσκοι. Ο τάφος του ευρίσκετο στην αγορά των Μεγάρων και εκαλύπτετο από ένα μνημείο που απεικόνιζε τον φόνο της Ποινής - τα αρχαιότερα αγάλματα αυτού του τύπου από όσα εσώζοντο αιώνες αργότερα.[19] Οι Αργείοι τελικά εξιλεώθησαν όταν, σύμφωνα με χρησμό του Δελφικού Μαντείου, άρχισαν να τιμούν τον Λίνο και την Ψαμάθη ως θεούς. Καθιέρωσαν την Αρνηϊδα ή Κυνοφοντίδα[20] εορτή, κατά τον τοπικό μήνα Αρνείον, όπου θυσίαζαν αρνιά και σκότωναν όσους σκύλους συναντούσαν στον δρόμο. Οι γυναίκες θρηνούσαν τον Λίνο- παιδί με ένα άσμα που ελέγετο «Αίλινος» και άρχιζε και τελείωνε με την προσφώνηση: «Αί Λίνε»[21]. Μερικοί νομίζουν ότι ο θρήνος, που τον αναφέρει ο Όμηρος , προηγείται του μύθου, ο οποίος επλέχθη γύρω από τον θρήνο. Η αρχαιότητα του μύθου του σχετικού με το παιδί-Λίνο, εκ των ανωτέρω , είναι αυταπόδεικτη. Και δεν θα ήταν δόκιμο να ταυτίσουμε τον πρώτο καταγεγραμμένο Ολυμπιονίκη, το Ηλείο Κόροιβο, (Ολυμπιάς Α', «του Κοροίβου» 887 π.Χ.) με τον φονέα της Ποινής. Όσον αφορά δε το παιδί- Λίνος ο Παυσανίας κάνει σαφή διάκριση από τον ποιητή Λίνο γράφοντας για το Άργος: «Τάφοι, δε εισίν ο μεν Λίνου του Απόλλωνος και της Ψαμάθης της Κροτώπου, τον δε λέγουσιν είναι Λίνου του ποιήσαντος τα έπη»[22]
Λίνος-ποιητής- Θηβαϊκή παράδοση:
Η καταγωγή του χάνεται σε απροσδιόριστο βάθος χρονικού ορίζοντα, αφού, κατά την Θηβαϊκή περί Λίνου παράδοση,[23] θεωρείται ότι υπήρξε: Υιός του Οιάγρου και της Μούσας Καλλιόπης (επομένως, αδελφός του Ορφέως) ή του Απόλλωνος και της Μούσας Ουρανίας, ή του Απόλλωνος και της Αρέθουσας, κόρης του Ποσειδώνος· ή και του Ερμού και της Μούσας Ουρανίας· ή του μουσικού Αμφιμάρου (γιού του Ποσειδώνος) και της Μούσας Ουρανίας, ή του Μάγνητος και της Μούσας Κλειούς. Ήταν, κατά τον θρύλο, ο μεγαλύτερος μουσικός και ποιητής που υπήρξε ποτέ (γι' αυτό και Θηβαϊκή παράδοση, σε όλες τις ως άνω εκδοχές, του αποδίδει ημιθεϊκή καταγωγή από πατέρα ή μητέρα). Πάντως, η ποικίλη γονική καταγωγή, υποδεικνύει ισχυρά και περισσότερους των τριών επωνύμους Λίνους οι οποίοι είχαν και την κοινή ιδιότητα του μουσικού, ποιητή και θεουργού. Κατά τον θρύλο, ο Απόλλων, θεωρώντας υπερβολή («ύβριν») τόση ικανότητα για ένα θνητό, ή γιατί, κατά τον Παυσανία, ζήτησε ίση θέση με τον θεό στο άσμα, τον θανάτωσε.
Ο Λίνος είχε συνθέσει ύμνους προς τιμήν του Διονύσου και πολλών αρχαίων ηρώων· μάλιστα έγραψε με «γράμματα» (γραφή) πελασγικά. Έγραψε και Κοσμογονία. Ουσιαστικά εφήυρε τον ρυθμό και την μελωδία και παραδίδεται ότι είχε διδάξει τόσο τον Θάμυρη όσο και τον Ορφέα[24]. Και ο Όμηρος, επειδή γνώριζε καλά ότι στην Ελλάδα υπήρχε τραγούδι για τα πάθη του Λίνου, είπε ότι επάνω στην ασπίδα του Αχιλλέως, εκτός από άλλα πολλά, ο Ήφαιστος εικόνισε και ένα παιδί κιθαρωδό που έψαλλε την ιστορία του Λίνου:
«τοίσιν δ' εν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείη
ιμερόεν κιθάριζε, λίνον δ' υπό καλόν άειδε
λεπταλέη φωνή·»[25].....
«κι ανάμεσά τους, στα πόδια του Λίνου, ένα παιδί με φόρμιγγα γλυκόφωνη
με πάθος κιθάριζε τραγουδώντας
μ' αβρότατη φωνή......».
Σημειώνεται εδώ η ομοιότητα της ζωής και της τέχνης του Λίνου προς αυτήν του φερομένου ως αδελφού του Ορφέως· και θα συμφωνήσω με τον R. Graves σε τούτο: ότι η κοινή αυτή μοίρα, το πως αγαπήθηκαν και προικίστηκαν από τον Απόλλωνα («Πατέρα» τους) και πως από τον ίδιο «τιμωρήθηκαν» για την υπερβάλλουσα , ως προς τα όρια των θνητών, δύναμη της τέχνης τους και βίαια βρήκαν τον θάνατο, είναι η αιτία που ο μύθος τους θέλει (είτε από τον Απόλλωνα, είτε από τον Οίαγρο) αδελφούς. Πάντως ο Λίνος πρέπει να ήταν πρεσβύτερος του Ορφέως.
Ελέγετο ότι ο τάφος του ήταν στις Θήβες και ότι ο Φίλιππος ο Μακεδών, μετέφερε τα οστά του, υπό την επίδραση ενός ονείρου ύστερα από τη μάχη της Χαιρώνειας, στην Μακεδονία. Ένα άλλο όνειρο, όμως, τον έκαμε να τα επιστρέψει στη Θήβα.[26]
Το πένθος για τον θάνατο ενός ποιητή Λίνου, γιού του Αμφιμάρου και της Μούσας Ουρανίας, έφθασε και μέχρι την Αίγυπτο όπου το σχετικό με αυτόν μοιρολόγι ονομαζόταν στα Αιγυπτιακά «μανέρων».
Στην Ελλάδα, το μοιρολόγι του Λίνου, εψάλλετο στην εποχή του θερισμού, οπότε γίνεται η συγκομιδή του λιναριού και ακολουθεί η επίπονη επεξεργασία του. Είναι τα λεγόμενα από τον λαό, μέχρι και σήμερα, παροιμιώδη: «του λιναριού τα πάθη», για να εκφράσουν ανθρώπινες κακουχίες, μακρινός απόηχος του θρύλου του Λίνου.
Ο Πλίνιος[27] ταυτίζει την γύρω από το λινάρι αγροτική μαγεία των γυναικών με τον Λίνο. Πιστεύω ότι είναι λάθος· ίσως έγινε κάποια φυσιολατρική προσαρμογή του μύθου για το πρόσωπο Λίνον προς τις σκληρές δοκιμασίες που υφίσταται το (έμψυχο για την αρχαία λατρεία, όπως όλα τα όντα) λινάρι και τις εξαγνιστικές τελετές που συνοδεύουν τις εργασίες που συνδέονται με αυτό: η κοπή του φυτού με σιδερένιο πέλεκυ ( όχι δρεπάνι), οι χοροί και τα τραγούδια για το ψήλωμα του λιναριού, τα λινά ενδύματα των ιερέων του Απόλλωνος- Μουσαγέτου........
Το προσωνύμιο «Οιτόλινος»[28] δηλαδή καταδικασμένος, δύσμοιρος Λίνος, μαθαίνουμε από τον Παυσανία[29]ότι το έδωσε στον μοιρολογούμενο Λίνο ο ποιητής Πάμφως, επειδή, όταν έγραψε για τους Αθηναίους τους πανάρχαιους ύμνους του, «ήκμαζε το πένθος γι' αυτόν»: «ος Αθηναίοις των ύμνων εποίησε τους αρχαιοτάτους, ούτος ακμάζοντος επί Λίνω του πένθους Οιτόλινον εκάλεσεν αυτόν».
Από τα έπη του Πάμφω παρέλαβε και η Σαπφώ την παράδοση για το πρόσωπο αυτό και τραγούδησε μαζί τον Άδωνι και τον Οιτόλινο.
Λίνος του Ισμηνίου:
Ο διδάσκαλος του Ηρακλέους και πρώτο θύμα της μοιραίας μανίας του Ήρωος.
Γράφει ο Παυσανίας [30] «Αλλά λέγονται και άλλα παρόμοια από τους Θηβαίους, ότι μετά τον Λίνον τούτον ( τον Οιτόλινον) έζησε και κάποιος άλλος Λίνος, ο καλούμενος του Ισμηνίου, και ότι ο Ηρακλής, παιδί ακόμη τότε, τον απέκτεινε· ήταν διδάσκαλός του, της μουσικής. Αλλά δεν συνέθεσαν έπη (ποιητικά έργα) ούτε ο Αμφιμάρου Λίνος (Οιτόλινος), ούτε εκείνος ο νεότερος (του Ισμηνίου)· ή και αν συνετάχθησαν έπη από αυτούς, δεν περιήλθαν στους μεταγενέστερους αυτών των Λίνων....».
Για τον ατυχή διδάσκαλο του μικρού Ηρακλέους περιγράφει ο Αθήναιος[31] στους Δειπνοσοφιστές, το ιλαροτραγικό μυθευόμενο περιστατικό του φόνου του: « .....ο Ηρακλής ελάμβανε μαθήματα από τον λίνον, ο οποίος τον διέταξε να πάρει ένα από τα πολλά βιβλία που ευρίσκοντο εκεί και να διαβάσει. Και εκείνος, αφού έλαβε ένα βιβλίο «Οδηγόν Μαγειρικής» το κρατούσε στα χέρια του με ύφος περισπούδαστο. Τότε ο Λίνος τον επέπληξε και ο Ηρακλής, έξω φρενών, τον εκτύπησε με το βιβλίο στο κεφάλι και τον άφησε στον τόπο.».
Βεβαίως, υπάρχει και σοβαρότερη (κάπως) εκδοχή για τον φόνο του Λίνου (του Ισμηνίου) αυτή των: Παυσανία, Θεοκρίτου, Απολλόδωρου και Διόδωρου του Σικελιώτη[32]: ο Εύμολπος, γράφουν, ήταν διδάσκαλος του Ηρακλέους στη λύρα και το τραγούδι· ο Λίνος γιός του ποτάμιου θεού Ισμηνού, τον εισήγαγε στη μελέτη της λογοτεχνίας. Κάποτε, κατά την απουσία του Ευμόλπου, το μάθημα της λύρας έγινε από τον Λίνο. Ο Ηρακλής, όμως, δεν ήταν διατεθειμένος να αλλάξει τους βασικούς κανόνες που είχε διδαχθεί από τον Εύμολπο και ο Λίνος τον χτύπησε για την ξεροκεφαλιά του. Τότε ο Ηρακλής τον χτύπησε με τη λύρα στο κεφάλι και τον σκότωσε.
Όταν, ως κατηγορούμενος, απολογήθηκε για τον φόνο επεκαλέσθη κάποιον αρχαίο νόμο του Ραδάμανθυ, ότι επιτρέπεται να υπερασπίσει κάποιος τον εαυτό του από επίθεση έστω και με χρήση βίας· και απαλλάχθηκε από την κατηγορία. Αλλά η ζωή του άλλαξε από άλλην οδό, μετά το άγος αυτό.
Ο Ηρακλής, παιδί ακόμα, επειδή κατήγετο από διακεκριμένη οικογένεια και είχε καλή σωματική διάπλαση, εξελέγη ως δαφνηφόρος ενιαύσιος ιερέας του Ισμηνίου Απόλλωνος, κατά την συνήθεια των Θηβαίων οι οποίοι και διατηρούσαν τον τρίποδα που είχε αφιερώσει, τότε, στον θεό ο Αμφιτρύων[33]. Αλλά ο φόνος του Λίνου του Ισμηνίου, τον ανάγκασε, βάσει άγραφων νόμων, να αναχωρήσει από τις Θήβες- πόλη όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του Αμφιτρύων διωγμένος από το βασίλειό του, τις Μυκήνες και την Τροιζήνα- και να μεταβεί στο όρος Κιθαιρώνα- όπου πάντοτε διέμεναν ήρωες, έως την ενηλικίωσή τους, και από εκεί να ξεκινήσει τον αθλητικό και αχθοφόρο βίο του.
Συμπέρασμα: από τα προαναφερθέντα ( καταγωγή, συντελεσθείσα, έστω και ακουσίως, ύβρις ως προς το μέγεθος της τέχνης του ποιητή Λίνου και τιμωρία από τον Απόλλωνα, συμπεριφορά Φιλίππου του Μακεδόνος κλπ) εικάζεται λοιπόν βάσιμα ότι ο πλησιέστερος στον Ορφέα ποιητής Λίνος ανήκει στη Θηβαϊκή Παράδοση και, το πιθανότατο, ήταν ο φερόμενος ως αδελφός του (γιός του Οιάγρου και της Καλλιόπης) ή κάποιος από τους άλλους Μουσαγενείς, όπως ο γιός του Μάγνητος και της Κλειούς , (Μούσας της επικής ποιήσεως). Ίσως όμως ήταν ο Αμφιμάρου Λίνος έστω και αν ο Παυσανίας αναφέρει ότι δεν έγραψε έπη, διατηρώντας πάντως την επιφύλαξη ότι και αν έγραψε έπη δεν περιήλθαν στους μεταγενέστερους. Επίσης, και στην Αργεία Παράδοση, όπως την καταγράφει ο Παυσανίας[34]βεβαιώνεται ότι ο ένας από τους δύο τάφους που ευρίσκοντο στα Μέγαρα ήταν του Λίνου, του Απόλλωνος και της Ψαμάθης (του παιδιού-Λίνου) και ο άλλος του Λίνου «του ποιήσαντος τα έπη».
(συνεχίζεται)
[1] Πρβλ. «Ο Δελφικός Τρίπους» Μητροπ. Αθηναγόρα Εκδ. Ελευσίς.
[2] Βοιώ: Μυθική ιέρεια των Δελφών και ποιήτρια, σύζυγος του μυθικού βασιλέως της Αθήνας Ακταίου και μητέρα του επικού ποιητή Παλαίφατου. Της αποδίδεται ο ως άνω «Ύμνος στον Απόλλωνα» ο οποίος, όμως, θεωρείται σήμερα προϊόν της Αλεξανδρινής πλαστογραφίας. Αλλά «τούτα είναι επίσης αθετούμενα» κατά την Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος- Λαρούς, τομ. 14ος σελ. 462.
[3] Η Υπερβόρεια χώρα δεν είναι καθορισμένη γεωγραφικά. Ωρισμένοι αρχαίοι συγγραφείς την ταυτίζουν με τα βρετανικά νησιά, άλλοι με την Βόρεια Ρωσία. Πιθανότερη κατά τον Α. Σταγειρίτη (Ωγυγία τ. Δ' κεφ. Ε') είναι η εκδοχή του Στράβωνος ότι η χώρα αυτή ευρίσκετο «πέραν του Ίστρου παρά τον Εύξεινο Πόντο».
[4] Λύκειος: εκ του Λύκη: √ΛΥΚ = φως/λευκός. Επίθετο και του Απόλλωνος ο οποίος ετιμάτο και ως Υπερβόρειος. Χαρακτηριστικός είναι ο προσανατολισμός από Βορρά προς Νότον (αντί του καθιερωμένου από Ανατολών προς Δυσμάς) του Επικουρίου Απόλλωνος στις Βάσσες για να δείξει ακριβώς την καταγωγή του Θεού. Άλλη γραφή: λύκιος = από την Λυκία. Επειδή κατά την παράδοση οι Υπερβόρειοι, όταν έστελναν δώρα στους Δηλίους, ακολουθούσαν την οδό που περνά από την Σκυθία για να τα παραδώσουν πρώτα στους Δωδωναίους ώστε να προωθηθούν και δια των Τηνίων να φθάσουν στη Δήλο, είναι απίθανο το επίθετο να αναφέρεται στη Λυκία της Μ. Ασίας, και επομένως, η γνώμη του Ηροδότου πρέπει να είναι εσφαλμένη.
[5] Κόρη του Διός και της Ήρας προστάτις του τοκετού.
[6] Κατ' άλλους ήσαν: η Ώπις ( ή Ούπις) η Λοξώ και η Εκαέργη (ή Άργη), Καλλίμαχος: Ύμνος εις Δήλον στ. 294.
[7] Κατά τον Παυσανία (Βοιωτικά ΙΧ 36) γιός του Απόλλωνος, ποιητής, μουσικός και μάντης. Επενόησε τον παρθενικό χορό που χόρευαν τα κορίτσια. Κατά τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερμού και της Χιόνης κόρης του Βορέα. Αναφέρεται και σε έναν κατάλογο των Αργοναυτών.
[8] Νύμφη του Παρνασσού. Το όνομά της σημαίνει ΑΡΓΗΣ +ΟΨΙΣ (όπωπα Ιων. Πρκ. Β' του οράω-ώ) = φωτεινό-λαμπρό πρόσωπο-βλέμμα).
[9] Φωκικά 31,5
[10] Θρυλικός αρχαιότατος θεουργός από την Κρήτη, πάππος της Βριτομάρτεως- Αφαίας της Αίγινας. Εξάγνισε τον Απόλλωνα από το μίασμα για το φόνο του Πύθωνα.
[11] Άλλη μια περίπτωση τιμωρίας της ύβρεως (αλαζονείας) κατά τον Ελληνικό ηθικό κώδικα.
[12] Βάλλω-λύραν. Σταγ. Ωγυγία τ. Δ'.
[13] Απολλόδ. Μυθολογία. Ο Απολλόδωρος ήταν Αθηναίος γραμματικός προσκείμενος στα στωικά φιλοσοφικά δόγματα. Στο σύγγραμμά του «Περί Θεών» συγκέντρωσε τις περί θεών απόψεις των ποιητών αποδίδοντας ανθρώπινα πάθη (συχνά αλληγορικά, επηρεασμένος από τη Στωική Φιλοσοφία) στους, ούτως ή άλλως, ανεπηρέαστους από ανθρώπινα πάθη Θεούς.
[14] Κρεόφυλος ή/και Κρεώφυλος: ένας από τους πρώτους επικούς ποιητές. Κατά την παράδοση οι απόγονοί του κατείχαν και διέσωσαν τα γνωστά ως ομηρικά έπη.
[15] Μια ενδιαφέρουσα εκδοχή περί του ονόματος Λίνος δίνει ο Σταγειρίτης λέγων ότι στην απώτατη αρχαιότητα κατασκεύαζαν τις χορδές της λύρας από λινές ίνες, αντί των εντέρων, ως καθαρότερες, αφού με αυτές κιθάριζαν τους προς τους θεούς αναπεμπόμενους ύμνους.
[16] Κατά τον Graves την έθαψε ζωντανή.
[17] Ασφαλώς η Ποινή και ο λοιμός ταυτίζονται ως θανατηφόρος παιδική ασθένεια. Πρβλ. και σύγχρονη λαϊκή παράδοση όπου πολλές ασθένειες προσωποποιούνται ως τέρατα.
[18] Παυσ. Αττικά Ι 43,8 «Απόλλωνος οικοδομήσαι ναόν και αυτόν οικήσαι»-έμμεση ασφαλώς ανάθεση ιερατικών καθηκόντων στον Κόροιβο.
[19] Παυσ. Α 43,7 και Β 19,7. Κόνων «Διηγήσεις» 19, Αθήναιος Γ 99.
[20] Κύων (σκύλος)+φόνος
[21] Τούτο το θρηνητικό «αι...αι...» δεν είναι άγνωστο και σήμερα στα μοιρολόγια με το όνομα του πεθαμένου να ακολουθεί το επιφώνημα.
[22] Κορινθιακά 19,8
[23] Απολλόδωρος Α 3,2,· Υγίνος «Μύθος» 161· «Αγών Ομήρου και Ησιόδου» 314· Διογένης Λαέρτιος «Προοίμιον» 3 ·Παυσανίας Θ 29,3· Τζέτζης «Εις Λυκόφρονα» 831.
[24] Διόδωρος Σικελιώτης Γ 67· Διογ. Λαέρτιος «Προοίμιον» 3· Ησίοδος- παρατ. στους «Στρωματείς» του Κλήμεντος Αλεξανδρέως Α σελ. 121
[25] Ιλ. Σ 569-571 μετάφρ. Μ. Σίδερη.
[26] Παυσ. Βοιωτικά 9,29,7
[27] Φυσική Ιστορία ΧΙΧ 2
[28] Οίτος = κλήρος, κακή μοίρα, καταδίκη + Λίνος (στον Ομ. πάντοτε με την κακή σημασία).
[29] Βοιωτικά 29.6,7
[30] Βοιωτικά 29,9
[31] Έλληνας βιολόγος, διαιτολόγος και γαστρονόμος από την Αλεξάνδρεια. Έζησε το 192-228 μ.Χ.
[32] Παυσ. Βοιωτικά 9,29,9. Θεόκριτος «Ειδύλλια» ΚΔ'. Απολλόδωρος Β4,9. Διόδωρος Σικελιώτης Γ 67.
[33] Παυσ. Βοιωτικά 9,10,4
[34] Κορινθιακά 2,19,8.
Μέρος Β': ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Στο Α' Μέρος εκθέσαμε κάποιους από τους όρους και κάποιες προϋποθέσεις που επέτρεψαν σε ανθρώπους με εξέχουσα διανοητική ικανότητα και δύναμη, δηλαδή τους αρχαϊκούς ποιητές, άλλοτε μεν να αποκρυσταλλώσουν με τον έμμετρο λόγο τους «τα κλέα θεών και ανθρώπων» , άλλοτε δε να αποκαλύψουν αλήθειες υπερβατικές- που σήμερα ονομάζουμε επιστήμες- υμνώντας τη Φύση- φαινομένη και αφανή- τους Νόμους της και τις άδηλες Αρχές της. Εξετάσαμε τις ρίζες της Ελληνικής Ποιήσεως, που ανάγονται στο Χρυσό Γένος, και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να εκφρασθεί αυτή, που δεν είναι άλλα από τη Γλώσσα, την Ελληνική με τον τεράστιο πλούτο λέξεων, νοημάτων, εκφράσεων, τον Λόγο και το Μέτρο και που επέτρεψαν να ανθίσει στην ανθρώπινη ιστορία μια άνευ προηγουμένου πνευματικότητα συνυφασμένη απόλυτα με την κοινωνική συνειδητότητα και την όλη πολιτισμική κίνηση.
Στο παρόν Β' Μέρος θα εξετάσουμε κάθε ένα προ-ομηρικό ποιητή ξεχωριστά. Τον βίο, τα παθήματα, το ελάχιστο, έστω, διασωθέν ποιητικό έργο του καθενός, όσο αναφέρεται σε κάποια σπαράγματα στίχων, που παρατίθενται σε αρχαίες σωζόμενες πηγές.
Η μελέτη των παραπάνω στοιχείων, μας δίνει μια εναργή εικόνα των ηθών και εθών των προ-ομηρικών κοινωνιών που χάνονται σε απροσδιόριστο βάθος χρόνου, σε πείσμα όσων επιμένουν να εγκλωβίζουν μια ιστορία 40.000+[1] ετών σε 3-4 χιλιετίες. Ο τρόπος Ζωής και Σκέψης, που αποκαλύπτεται από τις φράσεις των αρχαϊκών σοφών (ποιητών) και οι ανθρώπινες αξίες που κληροδοτούνται μέσω αυτών, τις οποίες αναδέχθηκαν ως ιερά θέσφατα οι επόμενοι, και τις καλλιέργησαν δίνοντας τον κάλλιστο του κόσμου καρπό, τον διαχρονικό Ελληνικό Πολιτισμό ως έκφραση της Ελληνικής Στάσης Ζωής, είναι αυτός που άλλαζε κάθε φορά τον «ρουν της ιστορίας» και που επιβίωνε ακόμα και όταν όλα φαίνονταν χαμένα. Ασφαλώς, αρκετά στοιχεία του παραμένουν και σήμερα υποφώσκοντα και εν υπνώσει, σε πλανητική βέβαια κλίμακα, κάτω από την σκοτεινή- μίζερη αιθάλη του παγκοσμιοποιημένου παρόντος μας. Μέχρι να δημιουργηθεί το κρίσιμο μέγεθος, η σπίθα που θα σημάνει το τέλος της ύβρεως.
Ο Ωλήν:
Ο Δελφικός Ύμνος που αποδίδεται στην προομηρική ποιήτρια Βοιώ[2], καταγόμενη από τους Δελφούς, θέλει τον Ωλήνα Υπερβόρειο[3] την καταγωγή και πρώτο μάντη των Δελφών ο οποίος, ως ποιητής, συνέταξε πρώτος εξάμετρους χρησμούς. Κατά την παράδοση (εν μέρει ιστορική, εν μέρει θεολογική αλληγορία) και η μητέρα του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος ,η Λητώ, κατοικούσε στην Υπερβόρεια χώρα από την οποία έφυγε για να εγκατασταθεί στη Δήλο, διωκόμενη από την Ήρα. Oι Υπερβόρειοι ήσαν αρχαιότατοι άποικοι των Ελλήνων, ελάτρευαν τον Δήλιο Απόλλωνα με λατρευτικό τυπικό ίδιο με αυτό της Δήλου, και ελάμβαναν ονόματα Ελληνικά. Το γένος των Υπερβορείων, το οποίο κατά την Βοιώ ίδρυσε το Δελφικό Μαντείο («Ένθα τοι εύμνηστον χρηστήριον εκτελέσαντο/ Παίδες Υπερβορείων Παγασός και Δίος Αγυεύς» και «Ωλήν θ' ός γένετο πρώτος Φοίβοιο προφάτας,/ πρώτος δ' αρχαίων επέων τεκτήνατ' αοιδάν»), εθεωρείτο «Ιερώτατον» από τους Έλληνες, αναφέρεται δε ότι, στον εκεί Ναό του Απόλλωνος, υπήρχαν πανάρχαιες επιγραφές με ελληνικά γράμματα. Σημαντικό επίσης είναι το ότι ο Ιδαίος Ηρακλής έφερε στην Ηλεία την πρώτη ελιά (κότινον) από το τέμενος του Υπερβορείου Απόλλωνος.
Ο Παυσανίας τάσσει τον Ωλήνα πολύ προ του Ορφέως, αναφέρει μάλιστα ότι αυτός υπήρξε εκ των ιδρυτών του Δελφικού Μαντείου και ο πρώτος και τελευταίος άνδρας προφήτης του Φοίβου και ότι συνέθεσε άσμα παλαιών ποιημάτων. Μετά τον Ωλήνα το προφητικό λειτούργημα ανετέθη στις Πυθίες. (Παυσ. «Φωκικά» Χ-5,8-9).
Λέγει ο Παυσανίας : «Λύκειος[4] ήταν ο Ωλήν, που εποίησεν και τους αρχαιοτάτους ύμνους των Ελλήνων· αυτός, στον ύμνο της Ειλείθυιας, λέγει ότι μητέρα του Έρωτος είναι η Ειλείθυια[5]. Και, ύστερα από τον Ωλήνα, συνέθεσαν έπη ο Πάμφως και ο Ορφεύς». (Παυσ. « Φωκικά» Β' 27,2).
Από την ως άνω φράση του Παυσανία φαίνεται ότι είχε διαβάσει ο ίδιος έργα του Ωλήνος.
Ο Ηρόδοτος, εξ άλλου, πριν από τον Παυσανία, λέγει:
«Και συναθροίζονται οι γυναίκες (της Δήλου) για να τιμήσουν εκείνες, και μνημονεύουν τα ονόματά τους, αυτά που έγραψε στον ύμνο που τους αφιέρωσε ο Ωλήν από την Λυκία, και από αυτές, τις γυναίκες της Δήλου, έμαθαν και οι νησιώτες και οι λαοί της Ιωνίας να υμνούν, καλώντας τες με το όνομά τους σε πολυάνθρωπες συνάξεις, την Ώπιν και την Άργην· αλλά αυτός (ο Ωλήν) εποίησε και τους άλλους αρχαίους ύμνους που άδονται στη Δήλο, αφού ήλθε εκεί από την Λυκία» (Ηροδότου Ιστορία -«Μελπομένη» 4,35).
Η Ώπις και η Άργη ήσαν οι δύο[6] υπερβόρειες παρθένοι θυγατέρες του Βορέως, που επήγαν στη Δήλο, ως ιέρειες του Απόλλωνος, και, μετά τον θάνατό τους, τιμήθηκαν ως θεές. Αναφέρεται και τρίτη η Αχαΐα.
Ο Θάμυρις ή Θαμύρας (κατά τον Πλάτωνα):
Είναι πρόσωπο στο οποίο συχνά αναφέρονται οι κλασσικοί. Φέρεται ως γιός του τραγουδιστή Φιλάμμονος[7] και της νύμφης Αργιόπης[8]. Αναφέρεται ως έκτος ή όγδοος επικός ποιητής προ του Ομήρου, μαθητής του Λίνου. Είναι αυτός που εφεύρε την Δωρική Αρμονία. Πρέπει να έζησε σε πάρα πολύ παλαιά εποχή αφού ο πατέρας του έλαβε μέρος στην εκπολιτιστική Αργοναυτική Εκστρατεία. Ο Όμηρος προσδιορίζει την καταγωγή του Θάμυρα από την Θράκη αναφέρων: «Θάμυριν τον Θρήϊκα» (Ιλ.Β' 595). Επίσης και ο Παυσανίας[9] περιγράφοντας την ζωγραφική εικόνα του Πολυγνώτου με θέμα την Νέκυια στη Λέσχη των Κνιδίων, στους Δελφούς, λέγει: «εν δε τοις κάτω της γραφής μετά τον Θράκα εισι Θάμυριν....» μεταφρ. «Στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς, μετά τον Θράκα Θάμυριν....»
Ο Παυσανίας («Φωκικά») αναφερόμενος στους Πυθικούς Αγώνες γράφει σχετικά : «Διηγούνται, ότι το πρώτο άθλημα που καθιερώθη και για το οποίο θέσπισαν βραβείο, ήταν να ψάλλουν ύμνον προς τον θεόν· και έψαλε και νίκησε ο Χρυσόθεμις ο Κρητικός εκείνος, βεβαίως , του οποίου ο πατέρας, ο Καρμάνωρ[10], λέγεται ότι εξάγνισε τον Απόλλωνα. Και ύστερα από τον Χρυσόθεμιν, αναφέρουν ότι ο Φιλάμμων νίκησε στην Ωδή και έπειτα από εκείνον ο Θάμυρις, ο Υιός του Φιλάμμωνος.
Ο Θάμυρις προκάλεσε την οργή των Μουσών γιατί, όπως λέγει ο Όμηρος (Ιλ. Β' 594 και εξ.) τον συνάντησαν στο Δώριον της Κυπαρισσίας όταν εκείνος επέστρεφε από την Οιχαλίαν· εκαυχάτο ότι θα μπορούσε να νικήσει ακόμη και τις Μούσες στο τραγούδι: «ευχόμενος νικησέμεν, είπερ αν αυταί Μούσαι αείδοιεν, κούραι Διός αιγιόχοιο». Αυτές , τότε, χολωθείσες, τον κατέστησαν «πηρόν» (ανάπηρο, τυφλό) και του αφαίρεσαν την ικανότητα να άδη[11], και τον έκαναν να λησμονήσει πως παίζεται η λύρα. Η τιμωρία επιβλήθηκε πλησίον του ποταμού Βαλύρα ο οποίος ονομάστηκε έτσι διότι εκεί επέταξε τη λύρα του [12].
Την ίδια ιστορία βεβαιώνει και ο Παυσανίας και προσθέτει ότι: « Ο Πρόδικος ο Φωκαεύς (αν βεβαίως αυτός είναι ο ποιητής των επών της Μινυάδος) λέγει ότι ο Θάμυρις εκρίθη στον Άδη για το καύχημά του, που προσέβαλε τις Μούσες».
Στην τιμωρία του Θαμύρα από τις κόρες του Διός και της Μνημοσύνης, αναφέρεται και ο Ευριπίδης στον «Ρήσο»:
«Περώσα γαρ δη ποταμίως δια ροάς
Λέκτροις επλάθην Στρυμόνος φυταλμίοις,
Ότ' ήλθομεν γης χρυσόβολον ες λέπας
Πάγγαιον οργάνοισι εξησκημέναι
Μούσαι μεγίστην ες έριν μελωδίας
Κλεινώ σοφιστή θρηικί, κακτυφλώσαμε
Θάμυριν, ος ημών πολλ' εδέννασεν τέχνην.
(στ. 915-925)
«Καθώς διάβαινα λοιπόν τα ποτάμια ρεύματα,
Στα νυφικά κλινάρια βρέθηκα του Στρυμόνα, τα χλοερά,
Όταν πηγαίναμε εμείς, οι Μούσες, καλά γυμνασμένες,
Στα μουσικά μας όργανα, με τούτα στολισμένες,
Στης γης τ' απόκρημνα, στο χρυσόβωλο Παγγαίον,
Για να αγωνιστούμε σε σκληρή αναμέτρηση
Μελωδίας με τον ξακουστό θρακιώτη μουσικό·
Και τον τυφλώσαμε τον Θάμυρη, που τόσον
Ωνείδησε αυτός την τέχνη τη δική μας». (Μετάφρ. Μαρία Σίδερη)
Αργότερα, στον πρώτο ή δεύτερο μ.Χ. αιώνα, ο Απολλόδωρος γράφει ότι: « η Μούσα Κλειώ γέννησε με τον Πίερο τον πανέμορφο Υάκινθο (εκείνον που ο Απόλλων είχε αγαπήσει). Αυτόν τον αγάπησε και ο Θάμυρις, ο γιός του Φιλάμμωνος και της νύμφης Αργιόπης, ο πρώτος άνθρωπος που έκαμε αρχή των ερώτων μεταξύ αρρένων. Και αφού ο Απόλλων σκότωσε κατά λάθος με τον δίσκο τον Υάκινθο, τον ερωμένο του, ο Θάμυρις, που ήταν ωραιότατος νέος, και άριστος κιθαριστής προκάλεσε τις Μούσες να διαγωνισθούν μαζί του στην μουσική· ο όρος ήταν, εάν νικούσε, να συνευρεθεί με όλες και, αν νικηθεί, να στερηθεί ό, τι εκείνες θελήσουν. Και επειδή ενίκησαν οι Μούσες, τον εστέρησαν της οράσεως και της μουσικής ικανότητος»[13].
Από το έργο του Θάμυρα δεν έχει σωθεί τίποτε. Του αποδίδεται, πάντως, μια «Θεολογία», μια «Τιτανομαχία» και το «Οιχαλίας άλωσις» αν και το τελευταίο το διεκδικεί και ο Κρεόφυλος[14].
Ο Πλάτων φαίνεται ότι γνωρίζει κάτι από το έργο του: «Μηδέ τινα τολμάν, άδειν αδόκιμον μούσαν μη κρινάντων των νομοφυλάκων, μηδ' αν ηδίων ήι των Θαμύρου τε και Ορφείων ύμνων....» (Πλ. Νόμοι Η, 829, Ε) δηλ. «Ούτε να επιτρέπεται να τραγουδήσει κάποιος πρωτόλειον άσμα που δεν έχουν κρίνει οι νομοφύλακες, ούτε και αν είναι τα τραγούδια του) γλυκύτερα και πιο τερπνά από εκείνα του Θαμύρου και των ύμνων του Ορφέως.....».(Μετ. Μαρία Σίδερη).
Ο Πλάτων φαίνεται να είναι πολύ περισσότερο από απλός γνώστης των έργων του Θαμύρα και μεγάλος θαυμαστής του ποιητή, διότι τον αναφέρει και στα έργα του «Ίων» και «Πολιτεία» (533, C-I, 620 A') όπου λέγει ότι η ψυχή του Θαμύρα έγινε αηδόνι.
Ο Λίνος:
Το πιο αινιγματικό πρόσωπο από όσα περιβάλλουν τον Ορφέα· οι παραδόσεις γι' αυτόν, ποικίλες και ασύμβατες τόσον, ώστε διαφαίνεται πως δεν υπήρξε ένας Λίνος, αλλά τουλάχιστον τρείς · και τουλάχιστον ένας ήταν ποιητής, ή ποιητής και μουσικός[15] το πιθανότερο, ένας δε άλλος ήταν, οπωσδήποτε μεταγενέστερος και διδάσκαλος του Ηρακλέους, τον οποίον ο ήρως, έφηβος τότε, εθανάτωσε σε μια κρίση οργής (πρώτο άγος).
Ο θρύλος, όμως, επιμένει και για έναν Λίνον- παιδί, γιό του Απόλλωνος και της Ψαμάθης, κόρης του Κρότωπου, βασιλέως (μυθικού) του Άργους . Όμως, αυτός ο Λίνος, που περιλαμβάνεται στην Αργεία παράδοση, αναφέρεται ότι, παιδί ακόμη, κατεσπαράχθη από τα σκυλιά του Κρότωπου, επομένως δεν μπορεί να ήταν ούτε ο φημισμένος εποποιός, ούτε ο διδάσκαλος του Ηρακλέους, ενώ κάποιος Λίνος, ποιητής- εποποιός και μουσικός, αναφέρεται και διδάσκαλος του Ορφέως, άρα παλαιότερος αυτού.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εντοπίσουμε τον ποιητή Λίνο, παραθέτοντας τα στοιχεία και τις κρίσεις που υπάρχουν σχετικά με τους Λίνους:
Λίνος-παιδί- Αργεία Παράδοση:
Ήταν γιός του Απόλλωνα και της νύμφης Ψαμάθης, κόρης του Κρότωπου, βασιλέως του Άργους. Η Ψαμάθη, φοβούμενη την οργή του πατέρα της για την «αδικαιολόγητη» εγκυμοσύνη, εγκατέλειψε το βρέφος αμέσως μετά την γέννησή του με τα σπάργανα («δείματι τον παίδα εκθείναι» Παυσ. Αττικά Ι 43,7), τον ηύραν οι ποιμενικοί σκύλοι του Κρότωπου και τον κατεσπάραξαν. Κατ' άλλους (Σταγειρίτης) τον ανέθρεψε ένας βοσκός προβάτων πριν συμβεί το περιστατικό με τα σκυλιά. Ο Κρότωπος, όταν έμαθε τα γεγονότα, και μη πιστεύων ότι ο Λίνος ήτο γιός του θεού εφόνευσε[16] την Ψαμάθη. Τότε ο Απόλλων, οργισθείς, έστειλε την Ποινή, ένα τέρας το οποίο άρπαζε τα παιδιά από τις μητέρες τους και τα κατεβρόχθιζε. Την Ποινή εφόνευσε ο Αργείος ήρωας Κόροιβος, κατά τον Παυσανία, και τότε ο Απόλλων έστειλε λοιμώδη ασθένεια στο Άργος[17]. Ούτε οι θυσίες, ούτε οι θρήνοι εφάνησαν αρκετοί για να καταπραϋνθεί το πνεύμα του θεού αλλά και το πνεύμα των δύο οικτρά χαμένων θυμάτων: της Ψαμάθης και του μικρού Λίνου. Ο λοιμός εξακολουθούσε να μαστίζει το Άργος. Έτσι ο Κόροιβος, ο αυτουργός του φόνου της Ποινής ενεφανίσθη στο μαντείο των Δελφών και ομολόγησε, ενώπιον της Πυθίας, ότι εκείνος ήταν ο υπαίτιος και ζητών να τιμωρηθεί αυτός και όχι η πατρίδα του. Εκείνη τότε εχρησμοδότησε στον Κόροιβο να μην επιστρέψει ποτέ στο Άργος αλλά να πάρει τον Τρίποδά της και όπου του πέσει από τα χέρια να χτίσει Ναό στον Απόλλωνα και να κατοικήσει σε αυτόν[18]. Ο Τρίπους έπεσε στα Γεράνεια όρη, όπου ο Κόροιβος πρώτα έκτισε τον ναό και έπειτα την πόλη (κώμη των Μεγάρων) που ονομάστηκε Τριποδίσκοι. Ο τάφος του ευρίσκετο στην αγορά των Μεγάρων και εκαλύπτετο από ένα μνημείο που απεικόνιζε τον φόνο της Ποινής - τα αρχαιότερα αγάλματα αυτού του τύπου από όσα εσώζοντο αιώνες αργότερα.[19] Οι Αργείοι τελικά εξιλεώθησαν όταν, σύμφωνα με χρησμό του Δελφικού Μαντείου, άρχισαν να τιμούν τον Λίνο και την Ψαμάθη ως θεούς. Καθιέρωσαν την Αρνηϊδα ή Κυνοφοντίδα[20] εορτή, κατά τον τοπικό μήνα Αρνείον, όπου θυσίαζαν αρνιά και σκότωναν όσους σκύλους συναντούσαν στον δρόμο. Οι γυναίκες θρηνούσαν τον Λίνο- παιδί με ένα άσμα που ελέγετο «Αίλινος» και άρχιζε και τελείωνε με την προσφώνηση: «Αί Λίνε»[21]. Μερικοί νομίζουν ότι ο θρήνος, που τον αναφέρει ο Όμηρος , προηγείται του μύθου, ο οποίος επλέχθη γύρω από τον θρήνο. Η αρχαιότητα του μύθου του σχετικού με το παιδί-Λίνο, εκ των ανωτέρω , είναι αυταπόδεικτη. Και δεν θα ήταν δόκιμο να ταυτίσουμε τον πρώτο καταγεγραμμένο Ολυμπιονίκη, το Ηλείο Κόροιβο, (Ολυμπιάς Α', «του Κοροίβου» 887 π.Χ.) με τον φονέα της Ποινής. Όσον αφορά δε το παιδί- Λίνος ο Παυσανίας κάνει σαφή διάκριση από τον ποιητή Λίνο γράφοντας για το Άργος: «Τάφοι, δε εισίν ο μεν Λίνου του Απόλλωνος και της Ψαμάθης της Κροτώπου, τον δε λέγουσιν είναι Λίνου του ποιήσαντος τα έπη»[22]
Λίνος-ποιητής- Θηβαϊκή παράδοση:
Η καταγωγή του χάνεται σε απροσδιόριστο βάθος χρονικού ορίζοντα, αφού, κατά την Θηβαϊκή περί Λίνου παράδοση,[23] θεωρείται ότι υπήρξε: Υιός του Οιάγρου και της Μούσας Καλλιόπης (επομένως, αδελφός του Ορφέως) ή του Απόλλωνος και της Μούσας Ουρανίας, ή του Απόλλωνος και της Αρέθουσας, κόρης του Ποσειδώνος· ή και του Ερμού και της Μούσας Ουρανίας· ή του μουσικού Αμφιμάρου (γιού του Ποσειδώνος) και της Μούσας Ουρανίας, ή του Μάγνητος και της Μούσας Κλειούς. Ήταν, κατά τον θρύλο, ο μεγαλύτερος μουσικός και ποιητής που υπήρξε ποτέ (γι' αυτό και Θηβαϊκή παράδοση, σε όλες τις ως άνω εκδοχές, του αποδίδει ημιθεϊκή καταγωγή από πατέρα ή μητέρα). Πάντως, η ποικίλη γονική καταγωγή, υποδεικνύει ισχυρά και περισσότερους των τριών επωνύμους Λίνους οι οποίοι είχαν και την κοινή ιδιότητα του μουσικού, ποιητή και θεουργού. Κατά τον θρύλο, ο Απόλλων, θεωρώντας υπερβολή («ύβριν») τόση ικανότητα για ένα θνητό, ή γιατί, κατά τον Παυσανία, ζήτησε ίση θέση με τον θεό στο άσμα, τον θανάτωσε.
Ο Λίνος είχε συνθέσει ύμνους προς τιμήν του Διονύσου και πολλών αρχαίων ηρώων· μάλιστα έγραψε με «γράμματα» (γραφή) πελασγικά. Έγραψε και Κοσμογονία. Ουσιαστικά εφήυρε τον ρυθμό και την μελωδία και παραδίδεται ότι είχε διδάξει τόσο τον Θάμυρη όσο και τον Ορφέα[24]. Και ο Όμηρος, επειδή γνώριζε καλά ότι στην Ελλάδα υπήρχε τραγούδι για τα πάθη του Λίνου, είπε ότι επάνω στην ασπίδα του Αχιλλέως, εκτός από άλλα πολλά, ο Ήφαιστος εικόνισε και ένα παιδί κιθαρωδό που έψαλλε την ιστορία του Λίνου:
«τοίσιν δ' εν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείη
ιμερόεν κιθάριζε, λίνον δ' υπό καλόν άειδε
λεπταλέη φωνή·»[25].....
«κι ανάμεσά τους, στα πόδια του Λίνου, ένα παιδί με φόρμιγγα γλυκόφωνη
με πάθος κιθάριζε τραγουδώντας
μ' αβρότατη φωνή......».
Σημειώνεται εδώ η ομοιότητα της ζωής και της τέχνης του Λίνου προς αυτήν του φερομένου ως αδελφού του Ορφέως· και θα συμφωνήσω με τον R. Graves σε τούτο: ότι η κοινή αυτή μοίρα, το πως αγαπήθηκαν και προικίστηκαν από τον Απόλλωνα («Πατέρα» τους) και πως από τον ίδιο «τιμωρήθηκαν» για την υπερβάλλουσα , ως προς τα όρια των θνητών, δύναμη της τέχνης τους και βίαια βρήκαν τον θάνατο, είναι η αιτία που ο μύθος τους θέλει (είτε από τον Απόλλωνα, είτε από τον Οίαγρο) αδελφούς. Πάντως ο Λίνος πρέπει να ήταν πρεσβύτερος του Ορφέως.
Ελέγετο ότι ο τάφος του ήταν στις Θήβες και ότι ο Φίλιππος ο Μακεδών, μετέφερε τα οστά του, υπό την επίδραση ενός ονείρου ύστερα από τη μάχη της Χαιρώνειας, στην Μακεδονία. Ένα άλλο όνειρο, όμως, τον έκαμε να τα επιστρέψει στη Θήβα.[26]
Το πένθος για τον θάνατο ενός ποιητή Λίνου, γιού του Αμφιμάρου και της Μούσας Ουρανίας, έφθασε και μέχρι την Αίγυπτο όπου το σχετικό με αυτόν μοιρολόγι ονομαζόταν στα Αιγυπτιακά «μανέρων».
Στην Ελλάδα, το μοιρολόγι του Λίνου, εψάλλετο στην εποχή του θερισμού, οπότε γίνεται η συγκομιδή του λιναριού και ακολουθεί η επίπονη επεξεργασία του. Είναι τα λεγόμενα από τον λαό, μέχρι και σήμερα, παροιμιώδη: «του λιναριού τα πάθη», για να εκφράσουν ανθρώπινες κακουχίες, μακρινός απόηχος του θρύλου του Λίνου.
Ο Πλίνιος[27] ταυτίζει την γύρω από το λινάρι αγροτική μαγεία των γυναικών με τον Λίνο. Πιστεύω ότι είναι λάθος· ίσως έγινε κάποια φυσιολατρική προσαρμογή του μύθου για το πρόσωπο Λίνον προς τις σκληρές δοκιμασίες που υφίσταται το (έμψυχο για την αρχαία λατρεία, όπως όλα τα όντα) λινάρι και τις εξαγνιστικές τελετές που συνοδεύουν τις εργασίες που συνδέονται με αυτό: η κοπή του φυτού με σιδερένιο πέλεκυ ( όχι δρεπάνι), οι χοροί και τα τραγούδια για το ψήλωμα του λιναριού, τα λινά ενδύματα των ιερέων του Απόλλωνος- Μουσαγέτου........
Το προσωνύμιο «Οιτόλινος»[28] δηλαδή καταδικασμένος, δύσμοιρος Λίνος, μαθαίνουμε από τον Παυσανία[29]ότι το έδωσε στον μοιρολογούμενο Λίνο ο ποιητής Πάμφως, επειδή, όταν έγραψε για τους Αθηναίους τους πανάρχαιους ύμνους του, «ήκμαζε το πένθος γι' αυτόν»: «ος Αθηναίοις των ύμνων εποίησε τους αρχαιοτάτους, ούτος ακμάζοντος επί Λίνω του πένθους Οιτόλινον εκάλεσεν αυτόν».
Από τα έπη του Πάμφω παρέλαβε και η Σαπφώ την παράδοση για το πρόσωπο αυτό και τραγούδησε μαζί τον Άδωνι και τον Οιτόλινο.
Λίνος του Ισμηνίου:
Ο διδάσκαλος του Ηρακλέους και πρώτο θύμα της μοιραίας μανίας του Ήρωος.
Γράφει ο Παυσανίας [30] «Αλλά λέγονται και άλλα παρόμοια από τους Θηβαίους, ότι μετά τον Λίνον τούτον ( τον Οιτόλινον) έζησε και κάποιος άλλος Λίνος, ο καλούμενος του Ισμηνίου, και ότι ο Ηρακλής, παιδί ακόμη τότε, τον απέκτεινε· ήταν διδάσκαλός του, της μουσικής. Αλλά δεν συνέθεσαν έπη (ποιητικά έργα) ούτε ο Αμφιμάρου Λίνος (Οιτόλινος), ούτε εκείνος ο νεότερος (του Ισμηνίου)· ή και αν συνετάχθησαν έπη από αυτούς, δεν περιήλθαν στους μεταγενέστερους αυτών των Λίνων....».
Για τον ατυχή διδάσκαλο του μικρού Ηρακλέους περιγράφει ο Αθήναιος[31] στους Δειπνοσοφιστές, το ιλαροτραγικό μυθευόμενο περιστατικό του φόνου του: « .....ο Ηρακλής ελάμβανε μαθήματα από τον λίνον, ο οποίος τον διέταξε να πάρει ένα από τα πολλά βιβλία που ευρίσκοντο εκεί και να διαβάσει. Και εκείνος, αφού έλαβε ένα βιβλίο «Οδηγόν Μαγειρικής» το κρατούσε στα χέρια του με ύφος περισπούδαστο. Τότε ο Λίνος τον επέπληξε και ο Ηρακλής, έξω φρενών, τον εκτύπησε με το βιβλίο στο κεφάλι και τον άφησε στον τόπο.».
Βεβαίως, υπάρχει και σοβαρότερη (κάπως) εκδοχή για τον φόνο του Λίνου (του Ισμηνίου) αυτή των: Παυσανία, Θεοκρίτου, Απολλόδωρου και Διόδωρου του Σικελιώτη[32]: ο Εύμολπος, γράφουν, ήταν διδάσκαλος του Ηρακλέους στη λύρα και το τραγούδι· ο Λίνος γιός του ποτάμιου θεού Ισμηνού, τον εισήγαγε στη μελέτη της λογοτεχνίας. Κάποτε, κατά την απουσία του Ευμόλπου, το μάθημα της λύρας έγινε από τον Λίνο. Ο Ηρακλής, όμως, δεν ήταν διατεθειμένος να αλλάξει τους βασικούς κανόνες που είχε διδαχθεί από τον Εύμολπο και ο Λίνος τον χτύπησε για την ξεροκεφαλιά του. Τότε ο Ηρακλής τον χτύπησε με τη λύρα στο κεφάλι και τον σκότωσε.
Όταν, ως κατηγορούμενος, απολογήθηκε για τον φόνο επεκαλέσθη κάποιον αρχαίο νόμο του Ραδάμανθυ, ότι επιτρέπεται να υπερασπίσει κάποιος τον εαυτό του από επίθεση έστω και με χρήση βίας· και απαλλάχθηκε από την κατηγορία. Αλλά η ζωή του άλλαξε από άλλην οδό, μετά το άγος αυτό.
Ο Ηρακλής, παιδί ακόμα, επειδή κατήγετο από διακεκριμένη οικογένεια και είχε καλή σωματική διάπλαση, εξελέγη ως δαφνηφόρος ενιαύσιος ιερέας του Ισμηνίου Απόλλωνος, κατά την συνήθεια των Θηβαίων οι οποίοι και διατηρούσαν τον τρίποδα που είχε αφιερώσει, τότε, στον θεό ο Αμφιτρύων[33]. Αλλά ο φόνος του Λίνου του Ισμηνίου, τον ανάγκασε, βάσει άγραφων νόμων, να αναχωρήσει από τις Θήβες- πόλη όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του Αμφιτρύων διωγμένος από το βασίλειό του, τις Μυκήνες και την Τροιζήνα- και να μεταβεί στο όρος Κιθαιρώνα- όπου πάντοτε διέμεναν ήρωες, έως την ενηλικίωσή τους, και από εκεί να ξεκινήσει τον αθλητικό και αχθοφόρο βίο του.
Συμπέρασμα: από τα προαναφερθέντα ( καταγωγή, συντελεσθείσα, έστω και ακουσίως, ύβρις ως προς το μέγεθος της τέχνης του ποιητή Λίνου και τιμωρία από τον Απόλλωνα, συμπεριφορά Φιλίππου του Μακεδόνος κλπ) εικάζεται λοιπόν βάσιμα ότι ο πλησιέστερος στον Ορφέα ποιητής Λίνος ανήκει στη Θηβαϊκή Παράδοση και, το πιθανότατο, ήταν ο φερόμενος ως αδελφός του (γιός του Οιάγρου και της Καλλιόπης) ή κάποιος από τους άλλους Μουσαγενείς, όπως ο γιός του Μάγνητος και της Κλειούς , (Μούσας της επικής ποιήσεως). Ίσως όμως ήταν ο Αμφιμάρου Λίνος έστω και αν ο Παυσανίας αναφέρει ότι δεν έγραψε έπη, διατηρώντας πάντως την επιφύλαξη ότι και αν έγραψε έπη δεν περιήλθαν στους μεταγενέστερους. Επίσης, και στην Αργεία Παράδοση, όπως την καταγράφει ο Παυσανίας[34]βεβαιώνεται ότι ο ένας από τους δύο τάφους που ευρίσκοντο στα Μέγαρα ήταν του Λίνου, του Απόλλωνος και της Ψαμάθης (του παιδιού-Λίνου) και ο άλλος του Λίνου «του ποιήσαντος τα έπη».
(συνεχίζεται)
[1] Πρβλ. «Ο Δελφικός Τρίπους» Μητροπ. Αθηναγόρα Εκδ. Ελευσίς.
[2] Βοιώ: Μυθική ιέρεια των Δελφών και ποιήτρια, σύζυγος του μυθικού βασιλέως της Αθήνας Ακταίου και μητέρα του επικού ποιητή Παλαίφατου. Της αποδίδεται ο ως άνω «Ύμνος στον Απόλλωνα» ο οποίος, όμως, θεωρείται σήμερα προϊόν της Αλεξανδρινής πλαστογραφίας. Αλλά «τούτα είναι επίσης αθετούμενα» κατά την Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος- Λαρούς, τομ. 14ος σελ. 462.
[3] Η Υπερβόρεια χώρα δεν είναι καθορισμένη γεωγραφικά. Ωρισμένοι αρχαίοι συγγραφείς την ταυτίζουν με τα βρετανικά νησιά, άλλοι με την Βόρεια Ρωσία. Πιθανότερη κατά τον Α. Σταγειρίτη (Ωγυγία τ. Δ' κεφ. Ε') είναι η εκδοχή του Στράβωνος ότι η χώρα αυτή ευρίσκετο «πέραν του Ίστρου παρά τον Εύξεινο Πόντο».
[4] Λύκειος: εκ του Λύκη: √ΛΥΚ = φως/λευκός. Επίθετο και του Απόλλωνος ο οποίος ετιμάτο και ως Υπερβόρειος. Χαρακτηριστικός είναι ο προσανατολισμός από Βορρά προς Νότον (αντί του καθιερωμένου από Ανατολών προς Δυσμάς) του Επικουρίου Απόλλωνος στις Βάσσες για να δείξει ακριβώς την καταγωγή του Θεού. Άλλη γραφή: λύκιος = από την Λυκία. Επειδή κατά την παράδοση οι Υπερβόρειοι, όταν έστελναν δώρα στους Δηλίους, ακολουθούσαν την οδό που περνά από την Σκυθία για να τα παραδώσουν πρώτα στους Δωδωναίους ώστε να προωθηθούν και δια των Τηνίων να φθάσουν στη Δήλο, είναι απίθανο το επίθετο να αναφέρεται στη Λυκία της Μ. Ασίας, και επομένως, η γνώμη του Ηροδότου πρέπει να είναι εσφαλμένη.
[5] Κόρη του Διός και της Ήρας προστάτις του τοκετού.
[6] Κατ' άλλους ήσαν: η Ώπις ( ή Ούπις) η Λοξώ και η Εκαέργη (ή Άργη), Καλλίμαχος: Ύμνος εις Δήλον στ. 294.
[7] Κατά τον Παυσανία (Βοιωτικά ΙΧ 36) γιός του Απόλλωνος, ποιητής, μουσικός και μάντης. Επενόησε τον παρθενικό χορό που χόρευαν τα κορίτσια. Κατά τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερμού και της Χιόνης κόρης του Βορέα. Αναφέρεται και σε έναν κατάλογο των Αργοναυτών.
[8] Νύμφη του Παρνασσού. Το όνομά της σημαίνει ΑΡΓΗΣ +ΟΨΙΣ (όπωπα Ιων. Πρκ. Β' του οράω-ώ) = φωτεινό-λαμπρό πρόσωπο-βλέμμα).
[9] Φωκικά 31,5
[10] Θρυλικός αρχαιότατος θεουργός από την Κρήτη, πάππος της Βριτομάρτεως- Αφαίας της Αίγινας. Εξάγνισε τον Απόλλωνα από το μίασμα για το φόνο του Πύθωνα.
[11] Άλλη μια περίπτωση τιμωρίας της ύβρεως (αλαζονείας) κατά τον Ελληνικό ηθικό κώδικα.
[12] Βάλλω-λύραν. Σταγ. Ωγυγία τ. Δ'.
[13] Απολλόδ. Μυθολογία. Ο Απολλόδωρος ήταν Αθηναίος γραμματικός προσκείμενος στα στωικά φιλοσοφικά δόγματα. Στο σύγγραμμά του «Περί Θεών» συγκέντρωσε τις περί θεών απόψεις των ποιητών αποδίδοντας ανθρώπινα πάθη (συχνά αλληγορικά, επηρεασμένος από τη Στωική Φιλοσοφία) στους, ούτως ή άλλως, ανεπηρέαστους από ανθρώπινα πάθη Θεούς.
[14] Κρεόφυλος ή/και Κρεώφυλος: ένας από τους πρώτους επικούς ποιητές. Κατά την παράδοση οι απόγονοί του κατείχαν και διέσωσαν τα γνωστά ως ομηρικά έπη.
[15] Μια ενδιαφέρουσα εκδοχή περί του ονόματος Λίνος δίνει ο Σταγειρίτης λέγων ότι στην απώτατη αρχαιότητα κατασκεύαζαν τις χορδές της λύρας από λινές ίνες, αντί των εντέρων, ως καθαρότερες, αφού με αυτές κιθάριζαν τους προς τους θεούς αναπεμπόμενους ύμνους.
[16] Κατά τον Graves την έθαψε ζωντανή.
[17] Ασφαλώς η Ποινή και ο λοιμός ταυτίζονται ως θανατηφόρος παιδική ασθένεια. Πρβλ. και σύγχρονη λαϊκή παράδοση όπου πολλές ασθένειες προσωποποιούνται ως τέρατα.
[18] Παυσ. Αττικά Ι 43,8 «Απόλλωνος οικοδομήσαι ναόν και αυτόν οικήσαι»-έμμεση ασφαλώς ανάθεση ιερατικών καθηκόντων στον Κόροιβο.
[19] Παυσ. Α 43,7 και Β 19,7. Κόνων «Διηγήσεις» 19, Αθήναιος Γ 99.
[20] Κύων (σκύλος)+φόνος
[21] Τούτο το θρηνητικό «αι...αι...» δεν είναι άγνωστο και σήμερα στα μοιρολόγια με το όνομα του πεθαμένου να ακολουθεί το επιφώνημα.
[22] Κορινθιακά 19,8
[23] Απολλόδωρος Α 3,2,· Υγίνος «Μύθος» 161· «Αγών Ομήρου και Ησιόδου» 314· Διογένης Λαέρτιος «Προοίμιον» 3 ·Παυσανίας Θ 29,3· Τζέτζης «Εις Λυκόφρονα» 831.
[24] Διόδωρος Σικελιώτης Γ 67· Διογ. Λαέρτιος «Προοίμιον» 3· Ησίοδος- παρατ. στους «Στρωματείς» του Κλήμεντος Αλεξανδρέως Α σελ. 121
[25] Ιλ. Σ 569-571 μετάφρ. Μ. Σίδερη.
[26] Παυσ. Βοιωτικά 9,29,7
[27] Φυσική Ιστορία ΧΙΧ 2
[28] Οίτος = κλήρος, κακή μοίρα, καταδίκη + Λίνος (στον Ομ. πάντοτε με την κακή σημασία).
[29] Βοιωτικά 29.6,7
[30] Βοιωτικά 29,9
[31] Έλληνας βιολόγος, διαιτολόγος και γαστρονόμος από την Αλεξάνδρεια. Έζησε το 192-228 μ.Χ.
[32] Παυσ. Βοιωτικά 9,29,9. Θεόκριτος «Ειδύλλια» ΚΔ'. Απολλόδωρος Β4,9. Διόδωρος Σικελιώτης Γ 67.
[33] Παυσ. Βοιωτικά 9,10,4
[34] Κορινθιακά 2,19,8.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου