Ο Ιωάννης Μαμαλάκις επισημαίνει στην μελέτη του «Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων»: «Υπήρχε ένα αργυρόβουλο του Θεοδώρου Β’, υιού του Μανουήλ, που τον έστειλε ο πατέρας του στην Πελοπόννησο μετά τον θάνατο του Θεοδώρου Α’, αδελφού του Μανουήλ (1407). Το αργυρόβουλο αυτό το αναφέραμε και σε άλλη εργασία μας, για να υποστηρίξουμε τη γνώμη μας ότι ο Γεμιστός δεν ήταν Πελοποννήσιος. Έχει εκδοθεί το 1433 και αρχίζει ως εξής: Ο οικείος τη βασιλεία μου κυρ Γεώργιος ο Γεμιστός, ήλθεν μεν πρότινων ετών ορισμώ του αγίου μου αυθέντου και βασιλέως, του πατρός μου, του αειδήμου και μακαρίτου, και ευρίσκεται εις την δουλωσύνην ημών» Τόσο από αυτό το απόσπασμα, όσο και από το ύφος της γνωστής επιστολής του Γεμιστού προς τον Μανουήλ, ο Μαμαλάκις κατέληγε στο ότι ο Γεμιστός κατ’ αρχάς δεν έφτασε στο Μωριά διωκόμενος από το αυτοκρατορικό περιβάλλον. Επίσης, αφού τον βρίσκουμε να ζητάει να ληφθούν όχι μόνο απλώς κάποια μέτρα, αλλά επιπλέον και να εκδηλωθούν κάποιες πρωτοβουλίες με πρωταγωνιστή τον ίδιο, μάλλον θα πρέπει να έφθασε στην Πελοπόννησο λίγο πριν την άφιξη σε αυτήν του Μανουήλ.
Η άποψη του Καζάζη είναι ότι ο φιλόσοφός μας θα πρέπει να έφθασε στο Μυστρά γύρω στις αρχές του 1400 και εκ πρώτης όψεως συμφωνεί με την πρώτη γραπτή μαρτυρία του Γεμιστού στην Πελοπόννησο, που δεν είναι άλλη από τον επικήδειο που έγραψε με αφορμή το θάνατο του Θεοδώρου του Α («Προθεωρία εις τον Επιτάφιον Μανουήλ Παλαιολόγου») ο οποίος έφερε χρονολογία 1407. Σχολαστικότερες όμως μελέτες απέδειξαν ότι ναι μεν το κείμενο μπορεί να συντάχθηκε από το περιβάλλον του Μανουήλ, δηλ. από τον Γεμιστό, διαβάστηκε όμως από τον μοναχό Ισίδωρο και από το λόγιο Θεσσαλονικέα Θεόδωρο Γαζή. Από τα παραπάνω οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η πραγματική άφιξη του τελευταίου Έλληνος φιλοσόφου στο Μωριά, ίσως απείχε κατά πολύ από 1400 και μέλλον περί τα 1414 θα πρέπει να τοποθετείται αυτή λογικά.
Εκεί. στον Μυστρά. ο Πλήθων απέκτησε το αξίωμα του ανώτατου δικαστικού, καθώς και την κηδεμονία δύο γειτονικών πόλεων (Φανάρι και Βρύσες) ώστε να έχει την ανάλογη οικονομική άνεση που απαιτούσε η θέση του. Από το μόνο σωζόμενο χρυσόβουλο (χρονολογούμενο το 1449) του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, παίρνουμε την πληροφορία ότι ο αυτοκράτορας επικυρώνει μία δωρεά προς τους γιους του Γεμιστού Ανδρόνικο και Δημήτριο «Επειδή ενεφάνισεν εις την Βασιλείαν μου ο οικείος αύτη κύρις Γεώργιος ο Γεμιστός αργυρόβουλον ορισμόν του περιποθήτου αυταδέλφου…ευεργετούντα προς τους υιούς αυτού ά δη ευεργετεί και εδεήθη και παρεκάλεσε τη Βασιλεία μου επικυρωθήναι και παρ’ αυτής».
Στον Μυστρά, η παρουσία του Πλήθωνος σύντομα έγινε έντονα αισθητή. Οι απόψεις του πάνω σε ζητήματα νομικής φύσεως, προκαλούσαν αίσθηση τόσο για την αμεροληψία τους, όσο και για την υποδειγματικότητά τους. Ο θαυμαστής και μαθητής του Ιερώνυμος Χαριτώνυμος, θα τονίσει στον επικήδειό του: «Και μην δικαιοσύνη τοιαύτη τις ή τώ ανδρί, ως λήρον είναι Μίνω εκείνον και Ραδάμανθυν τούτω παραβαλλομένους. Ούκουν ηχθέσθη γουν ουδείς πώπωτε τι των εκείνω δοκούντων, αλλ’ ως θεία ψήφος το τούτω δόξαν ην. Στέργοντες δ’ ουν άμφω και προσκυνούντες, ότε ηττηθείς και ο νικήσας απήεσαν, και τοι μη ούτω πεφυκός τοις άλλοις συμβαίνειν και τούτ’ εικότως, οίμαι. Μόνος γαρ ούτος η κομιδή συν ολίγοις ακραιφνή την των νόμων είχεν κατάληψιν, εξηκρίβωσε τι, είπερ τις, αυτούς άριστα. Επεί και ει γε ποτε απωλέσθαι τούτοις, συνέβη, ακριβέστερον αν ούτος εξέθετο Σόλωνος παντός και Λυκόργου»
Για τους λόγους της επιλογής του Μυστρά από τον Γεμιστό ως λίκνο της αναδιοργάνωσης και ανάστασης του Ελληνισμού, έχουν ειπωθεί πολλά. Θα δεχθούμε όλες τις απόψεις, γιατί όπως είπαμε πολλοί είναι οι λόγοι που ορίζουν και συνθέτουν το πραγματικό κίνητρο μετάβασής του στη Νότια Ελλάδα. Πρώτα απ’ όλα οι Τούρκοι, τουλάχιστον εκείνη την εποχή δεν ενδιαφέρονταν διόλου για τον Νότο, μιας και το ενδιαφέρον τους το μονοπωλούσε η Κωνσταντινούπολη. Έπειτα, όπως αναφέρει και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο έργο του «Περί των Εθνών», η Μάνη και οι γύρω περιοχές - που μόλις τον ένατο με δέκατο αιώνα άρχισαν να αποδέχονται τον Χριστιανισμό, κυρίως μετά την εξόντωση των ιερέων τους από τον ασιάτη προσηλυτιστή Νίκωνα τον «Μετανοείτε»-, διακατέχονταν ακόμη από έναν πολύ έντονο εθνισμό. Πράγμα που σημαίνει ότι και στον δέκατο πέμπτο αιώνα θα πρέπει να βρήκε ο Πλήθωνας στη γή των Λακώνων κάποια πολύ έντονα, και όχι μόνο γλωσσικά, στοιχεία του Αρχαίου Εθνικού Πολιτισμού. Ο ενθουσιασμός του δύσκολα άλλωστε κρύβεται μέσα στο υπόμνημά του προς τον Μανουήλ όπου επισημαίνει: «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως ήτε η φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Έλλησι δε ουκ έστιν ευρείν ήτις άλλη οικειοτέρα χώρα ουδέν μάλλον προσήκουσα η Πελοπόννησος τε και όση δη ταύτη της Ευρώπης προσεχής των τε αυ νήσων επικείμεναι. Ταύτην γαρ δη φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντς οι αυτοί εξ ότουπερ άνθρωποι διαμνημονεύουσιν, ουδένων άλλων προενωκηκότων» δηλαδή «εμείς πάνω στους οποίους είστε ηγεμόνας και βασιλεύς, είμαστε Έλληνες κατά την καταγωγή, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτος παιδεία. Είναι αδύνατο να εύρη κανείς μία άλλη χώρα που να είναι περισσότερο οικεία και συγγενική στους Έλληνες από την Πελοπόννησο, καθώς και από το τμήμα της Ευρώπης που γειτονεύει με την Πελοπόννησο και από τα νησιά που γειτονεύουν προς αυτή. Γιατί είναι φανερό ότι οι Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτή τη χώρα, από τον καιρό που αρχίζει η μνήμη των ανθρώπων, χωρίς προηγουμένως να έχει κατοικήσει πάνω σε αυτή κανένας άλλος».
Ο Π. Κανελλόπουλος ωστόσο, υιοθετώντας τις απόψεις του Γενναδίου υποστηρίζει ότι ο αυτοκράτορας Μανουήλ έδιωξε τον Πλήθωνα στον Μυστρά για να τον σώσει τάχα από επικείμενη καταδίκη του εξαιτίας των ζωροαστρικών του αντιλήψεων. Ο Τατάκης πάλι θέλει τον Γεμιστό στην Πελοπόννησο για τονώσει την εθνική συνείδηση των Ελλήνων ενώ ο Μασάϊ υποστηρίζει ότι αυτός ήθελε, με πυρήνα το κάστρο του Μυστρά, να ιδρύσει ένα ενιαίο και ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος. Η τελευταία αυτή άποψη μάς φαίνεται πλησιέστερη προς την αλήθεια, αν σκεφθεί κανείς ότι μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο δεν ήσαν λίγοι οι διανοούμενοι της εποχής που, είτε από αηδία προς την επικρατούσα κατάσταση, είτε από φόβο, επέλεγαν τον δρόμο της φυγής προς τον -για την ώρα- απρόσιτο Νότο. Πολλές ήσαν οι επώνυμες οικογένειες όπως εκείνη του Λάσκαρη, που ήδη είχαν επιλέξει τον Μυστρά ως ασφαλές καταφύγιό τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η εκεί ανάπτυξη του Εμπορίου και των Γραμμάτων, καθώς και η ανάδειξη εκείνου του μικρού μεσαιωνικού χωριού, σε πόλο ιδιαίτερα ελκυστικό για κάθε είδους οραματιστές αλλά και, γενικώς ειπείν, «ελπίζοντες».
Ένας άλλος λόγος που έκανε τον Γεμιστό, αλλά και όλους τους άλλους που χαρακτηρίζονταν από τις ίδιες αγωνίες να στρέψουν την προσοχή τους προς την Πελοπόννησο, ήταν ο ρόλος που της προσέδιδε η στρατηγική της θέση στο διεθνές εμπόριο της εποχής. Όπως είναι γνωστό, η όλη πολιτική στη λεκάνη της Μεσογείου, κατά ένα μεγάλο ποσοστό είχε να κάνει με τα οικονομικά συμφέροντα των παράλιων κυρίως ιταλικών πόλεων. Η Πελοπόννησος λοιπόν, σαν ένας κρίκος από τον κλασικό και καλά δοκιμασμένο δρόμο προς τα παράλια της Παλαιστίνης (Βενετία, Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Μεθώνη, Κύπρος και πάει λέγοντας) έδινε τη δυνατότητα στον Γεμιστό να παζαρέψει ή να επιβάλλει την ύπαρξή της με καλύτερους όρους, ιδίως μετά τη δραματική μεταστροφή των Δυτικών υπέρ των εξαπλούμενων Τούρκων.
Πάνω απ’ όλα όμως, ο Πλήθων αναζητούσε έναν ασφαλή γεωγραφικό χώρο, απαλλαγμένο από καλογερίστικους βυζαντινισμούς, ο οποίος τροφοδοτούμενος με τις ιδέες της Ευνομίας και της Αρετής θα μπορούσε πολύ σύντομα να αντισταθεί στην επερχόμενη καταστροφή. Ποτισμένος από τον λόγο του δασκάλου του Κυδώνη, ο Πλήθων έψαξε για έναν τόπο όπου η ζωή δεν θα ήταν δυστυχία, αλλά χαρά και ευτυχία. Για ένα τόπο, όπου ο ξαναγεννημένος Ελληνικός Λόγος θα κατάφερνε μέσα από το μοναδικό εργαλείο που γνωρίζει, δηλαδή μέσα από τους Νόμους, να ξαναπροτείνει και πάλι την χαμένη έννοια του πολίτη. Για έναν τόπο τέλος, όπου ο εσωτερικός άνθρωπος θα ξαναεπιχειρούσε την επανεύρεση της παλαιάς ενότητός του με τον Κόσμο.
Η Πελοπόννησος, εκτός των σωζομένων εθνικών, πολιτισμικών και γλωσσικών ελληνικών στοιχείων, αποτελούσε λοιπόν ένα εξαίρετο γεωστρατηγικό σημείο στον ευρύτερο χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου. Η δυνατή οχύρωσή της από τη μεριά του Ισθμού, έφραζε το δρόμο για κάθε επίδοξο εισβολέα δυναμώνοντας τα γνωστά επιχειρήματα του Γεμιστού: «Αλλ’ εις ασφάλειαν τίνος ουκ αν είη κρείττων χώρας, νήσος τε ούσα τηλικαύτη ομού και ήπειρος η αυτή και παρέχουσα τοις ενοικούσι κατά τρόπον χρωμένοις ταις υπάρχουσαις αφορμαίς, απ’ ελαχίστης μεν της παρασκευής, ει τις επίοι αμύνεσθαι, υπάρχειν δε και επεξιέναι, όταν εθέλθωσιν. Ώστε και άλλης ουκ ολίγης αν ραδίως προς τήδε κρατείν» δηλαδή «Αλλά και σχετικά με το ζήτημα της ασφαλείας από ποια χώρα δεν είναι ανώτερη; Γιατί συγχρόνως είναι και μεγάλη νήσος ή ίδια και ήπειρος και δίνει τη δυνατότητα στους κατοίκους της, όταν κατά κατάλληλο τρόπο χρησιμοποιούν τα ορμητήριά της, να αποκρούουν με ελαχίστη προπαρασκευή τον εχθρό που θα έκανε επίθεση. Παρέχει επίσης την ευκαιρία να κάνουν οι κάτοικοί της εκστρατείες εναντίον άλλων, όταν το θελήσουν. Ώστε εύκολα να μπορούν να γίνουν κύριοι και άλλων χωρών» Αυτά τονίζει ο Πλήθων σε ένα από τα τρία του υπομνήματα προς τους Παλαιολόγους.
Από την καρδιά της Πελοποννήσου άρχισε λοιπόν ο σοφός Πλήθων να βάζει τα θεμέλια μίας νέας μεταρρύθμισης, όχι για την ανάκαμψη της πάλαι ποτέ «κραταιάς» αυτοκρατορίας των Βυζαντινών, αλλά μόνο για τη δημιουργία των προϋποθέσεων ενός εντελώς καινούργιου ξεκινήματος του Ελληνισμού μέσα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο της Κλασικής Ελλάδος. Ο φιλοσοφικός του λόγος φιλοδοξούσε ν’ αντικαταστήσει τον κυρίαρχο Χριστιανισμό και να οδηγήσει στην ανάσταση του παλιού, αρχαίου, εθνικού μεγαλείου των Ελλήνων. Απογοητευμένος από την ησυχαστική τάση του ανατολικού Χριστιανισμού που εκείνη την εποχή ήταν πλέον κυρίαρχη σε όλα τα επίπεδα, ο Πλήθων αναζήτησε, συνέλαβε και πρότεινε μία περισσότερο πολιτική θρησκεία, ικανή να ανασυντάξει τον κατεστραμμένο ιστό στην προετοιμασία για ένα εντελώς νέο ευνομούμενο Κράτος των Ελλήνων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου κόσμου που τότε διαμορφωνόταν. Η ανάδειξη της σημασίας του Φυσικού Κόσμου, η θέληση για ζωή μέσα σε αυτόν και όχι στους νεφελώδεις υπερβατικούς ουρανούς, τού ήταν γνωστό ότι θα γεννούσε στις ψυχές των ανθρώπων την ανάγκη για μία διαφορετική, πολύ πιο άνθρώπινη και ελπιδοφόρα οργάνωση της επίγειας ζωής τους. Προς αυτή λοιπόν την κατεύθυνση, η πραγμάτωση της περίφημης Πολιτείας του Πλάτωνος στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας και στην ασφαλή σχετικά χώρα των αρχαίων Λακεδαιμονίων έγινε το μεγάλο όραμα του Γεωργίου Γεμιστού.
Όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά επίσης και για όλους όσους μοιράζονταν μαζί του το όραμα της αναγέννησης του Ελληνικού Κόσμου, η Πελοπόννησος συγκέντρωνε πάνω της όλες τις ελπίδες αλλά και τις αγωνίες του επιχειρήματος. Από εκεί, ο Πλήθων συνέταξε -όπως ήδη αναφέραμε- τρία πολύ σημαντικά υπομνήματα περί οργάνωσης και αναδιάρθρωσης του Κράτους. Για τα σημαντικότατα εκείνα υπομνήματα που προκάλεσαν το ενδιαφέρον ακόμη και του Fallmerayer, πολλά έχουν μέχρι σήμερα ειπωθεί και πολλά επίσης γραφτεί. Στην Ελλάδα, άρχισαν να γίνονται γνωστά μόνο μετά το 1870, όταν ο A. Ellissen μπήκε στον κόπο να μας τα μεταφράσει. Χαρακτηριστικό της μέχρι τότε έλλειψης αυτών των σημαντικών στοιχείων υπήρξε και το παράπονο του ιστορικού Παπαρρηγόπουλου: «του Γεμιστού Πλήθωνος, δεν έχω κατά δυστυχίαν, κείμενον και ούτε εν τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου υπάρχει».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου