Στο σκιασμένο λίκνο της ύπαρξης, εκεί όπου η πρώτη ανάσα της ψυχής συναντά τα τρέμοντα όρια του απείρου, υπάρχει ένα αστραφτερό πέπλο. Δεν είναι υφασμένο από νήμα ή φως, ούτε κρέμεται στον αέρα σαν ομίχλη πάνω από μια ξεχασμένη λίμνη. Όχι, αυτό το πέπλο είναι φτιαγμένο από τους λεπτούς ιστούς της δικής μας δημιουργίας—όνειρα που κρατούμε σφιχτά, αλήθειες που λυγίζουμε και ψευδαισθήσεις που αγκαλιάζουμε σαν να ήταν οι τελευταίες σπίθες μιας φλόγας που σβήνει. Τις ονομάζουμε πλάνες, αλλά είναι κάτι περισσότερο από απλές ψευδαισθήσεις. Είναι οι καθρέφτες που κρατάμε μπροστά στα πρόσωπά μας, αντανακλώντας όχι αυτό που είναι, αλλά αυτό που επιθυμούμε να δούμε.
Να εγκαταλείψεις αυτές τις πλάνες σημαίνει να σταθείς στο χείλος μιας μεγάλης αβύσσου, να κοιτάξεις μέσα στο κενό που αντηχεί τόσο με τρόμο όσο και με υπόσχεση. Λένε πως είναι ο πιο εύκολος δρόμος—ευκολότερος από το Σισύφειο έργο του να τις καταπνίξεις, να παλέψεις με τα κεφάλια της σαν άλλη Λερναία Ύδρα, ή να τις υπηρετείς με κάθε κόστος, σαν να ήταν θεοί που απαιτούν αίμα και αφοσίωση. Κι όμως, δεν τις αφήνουμε. Τις κρατάμε ακόμα πιο σφιχτά, όπως ένα παιδί κρατά μια φθαρμένη κούκλα, φοβούμενοι πως χωρίς αυτές θα χαθούμε—ένα καράβι χωρίς άστρα, ένας περιπλανώμενος χωρίς όνομα.
Ο Χορός της Οφθαλμαπάτης
Φαντάσου μια έρημο, αχανή και χρυσή, όπου ο ήλιος χύνει το λιωμένο του φως πάνω σε αμμόλοφους που απλώνονται ως το άπειρο. Εκεί, στο βάθος, λαμπυρίζει μια οφθαλμαπάτη—μια πόλη με πυργίσκους και σιντριβάνια, ένας παράδεισος γεμάτος δροσερή σκιά και ατέλειωτη αφθονία. Ο κουρασμένος ταξιδιώτης βαδίζει προς αυτήν, διψασμένος και απελπισμένος, η καρδιά του φλεγόμενη από ελπίδα. Κάθε βήμα του είναι μια προσευχή, κάθε ανάσα του ένας όρκος πως θα φτάσει σ’ αυτό το καταφύγιο. Μα η οφθαλμαπάτη απομακρύνεται, πάντα λίγο πιο πέρα από την εμβέλειά του, ένα φάντασμα γεννημένο από τη ζέστη και την επιθυμία. Τη βλασφημεί άραγε; Κλαίει για την προδοσία της; Όχι. Συνεχίζει να προχωρά, γιατί η οφθαλμαπάτη έχει γίνει η πυξίδα του, ο σκοπός του, η αλήθεια του.
Έτσι είναι και με τις πλάνες μας. Είναι οι οφθαλμαπάτες που κυνηγάμε στις ερήμους του νου μας, οι ιστορίες που λέμε στους εαυτούς μας για να δώσουμε τάξη στο χάος. Είναι οι έρωτες που ποτέ δεν ζήσαμε, οι νίκες που ποτέ δεν κερδίσαμε, οι εαυτοί που ποτέ δεν γίναμε. Μας ψιθυρίζουν τη νύχτα, οι φωνές τους απαλές σαν μετάξι, υποσχόμενες νόημα εκεί όπου υπάρχει μόνο μυστήριο. Κι εμείς ακούμε, γιατί να τις αφήσουμε πίσω μοιάζει με προδοσία του ονειροπόλου μέσα μας, που τολμά να δει πέρα από το γκρίζο πέπλο του πραγματικού.
Ο Φύλακας του Πέπλου
Βαθιά μέσα στον λαβύρινθο της ψυχής, κατοικεί μια μορφή—ένας αρχαίος φύλακας, ντυμένος με το λυκόφως, τα μάτια του δυο φεγγάρια που λάμπουν στο σκοτάδι. Είναι ο φρουρός των ψευδαισθήσεών μας, ο υφαντής του αστραφτερού πέπλου. Δεν μας αναγκάζει να τις κρατήσουμε σφιχτά· απλώς τις προσφέρει, απλωμένες πάνω στα ανοιχτά του χέρια. «Πάρε τες», ψιθυρίζει, η φωνή του σαν ποτάμι που ρέει μέσα στον χρόνο. «Θα σε κρατήσουν ζεστό. Θα σου δώσουν μορφή. Χωρίς αυτές, ποιος είσαι;»
Και έτσι τις παίρνουμε, μία προς μία, τυλίγοντάς τες γύρω μας σαν μανδύες ενάντια στο κρύο. Γινόμαστε ο ήρωας της δικής μας ιστορίας, ο μάρτυρας του δικού μας πόνου, ο σοφός της δικής μας γνώσης. Ο φύλακας χαμογελά, το βλέμμα του τρυφερό και διεισδυτικό, γιατί γνωρίζει την παράδοξη αλήθεια: αυτές οι ψευδαισθήσεις είναι και τα δεσμά μας και τα φτερά μας. Μας δένουν στη γη, αλλά ταυτόχρονα μας υψώνουν στους ουρανούς της φαντασίας μας. Να τις αφήσουμε πίσω σημαίνει να σταθούμε μπροστά του με άδεια χέρια, γυμνοί και απροστάτευτοι, και να κάνουμε την ερώτηση που φοβόμαστε περισσότερο:
Ποιος είμαι εγώ χωρίς τις ιστορίες μου;
Ο Ποταμός της Απελευθέρωσης
Υπάρχει ένας ποταμός που ρέει μέσα από την καρδιά όλων των πραγμάτων—μια ασημένια κλωστή από υγρό φως, που διασχίζει τα δάση του ορατού και του αόρατου. Τα νερά του είναι απαλά, κι όμως λαξεύουν την πέτρα· το τραγούδι του είναι γαλήνιο, κι όμως σκεπάζει τον θόρυβο του κόσμου. Αυτός είναι ο Ποταμός της Απελευθέρωσης, και μας καλεί σε στιγμές ησυχίας, όταν η βοή των πλανών μας εξασθενεί. Δεν απαιτεί να βουτήξουμε στα ρεύματά του. Απλώς κυλά, υπομονετικός και αιώνιος, περιμένοντας να σταθούμε στις όχθες του.
Να αφήσουμε πίσω τις πλάνες μας σημαίνει να βαδίσουμε μέσα σε αυτόν τον ποταμό, να νιώσουμε τη δροσερή του αγκαλιά να μας τυλίγει, ξεπλένοντας τη σκόνη των ψευδαισθήσεών μας. Η κάπα του ήρωα γλιστρά από τους ώμους μας, το ακάνθινο στεφάνι του μάρτυρα διαλύεται σε αφρό, ο πάπυρος του σοφού ξετυλίγεται στο κενό. Κι όμως, δεν πνιγόμαστε. Επιπλέουμε, άβαροι, παραδομένοι σε ένα ρεύμα αρχαιότερο από τον χρόνο. Ο ποταμός δεν μας ζητά να καταπνίξουμε ή να υπηρετήσουμε τις ψευδαισθήσεις μας—μας ζητά μόνο να τις παραδώσουμε, να εμπιστευτούμε τη ροή να μας οδηγήσει εκεί όπου προοριζόμαστε να πάμε.
Αλλά, αλίμονο, πόσο αντιστεκόμαστε! Γαντζωνόμαστε στις όχθες, τα δάχτυλά μας βυθίζονται στη λάσπη, οι φωνές μας κραυγάζουν για τις οφθαλμαπάτες που χάσαμε. «Δεν είμαι τίποτα χωρίς αυτές!» θρηνούμε, και ο ποταμός ακούει, ατάραχος. Γνωρίζει αυτό που εμείς αγνοούμε—πως το τίποτα που φοβόμαστε είναι το παν που αναζητούμε. Γιατί στην απελευθέρωση των πλανών μας, δεν χανόμαστε. Βρισκόμαστε.
Το Φως Πέρα από το Πέπλο
Πέρα από το αστραφτερό πέπλο υπάρχει ένα φως—όχι η σκληρή λάμψη του ήλιου της ερήμου, ούτε το τρεμάμενο φέγγος ενός κεριού, αλλά μια ακτινοβολία που πάλλεται σαν ζωντανή καρδιά. Είναι το φως του Είναι, ανόθευτο και αμιγές, απαλλαγμένο από τις σκιές που ρίχνουν οι ψευδαισθήσεις μας. Για να το φτάσουμε, πρέπει να διασχίσουμε το βλέμμα του φύλακα, να βυθιστούμε στην αγκαλιά του ποταμού και να αφήσουμε το ρεύμα να μας οδηγήσει πέρα από τις οφθαλμαπάτες που κάποτε κυνηγήσαμε.
Αυτό δεν είναι ένα ταξίδι απώλειας, όσο κι αν έτσι μοιάζει στην αρχή. Είναι ένα ταξίδι επιστροφής—σε έναν εαυτό που υπήρχε πριν από τις ιστορίες, πριν από το πέπλο, πριν από την ανάγκη να ορίσουμε ή να υπερασπιστούμε. Μέσα σε αυτό το φως, βλέπουμε πως οι πλάνες μας δεν ήταν ποτέ εχθροί μας· ήταν φαναράκια που ανάψαμε για να μας οδηγήσουν μέσα στο σκοτάδι, μέχρι να μάθουμε να εμπιστευόμαστε τη μεγαλύτερη φλόγα που καίει μέσα μας. Να τις αφήσουμε πίσω δεν σημαίνει να τις εγκαταλείψουμε, αλλά να τις ευχαριστήσουμε, να τις απελευθερώσουμε ξανά στον αιθέρα από τον οποίο προήλθαν.
Και έτσι, αγαπητέ περιπλανητή, στάσου στο χείλος της δικής σου αβύσσου. Άκου το τραγούδι του ποταμού, νιώσε το βλέμμα του φύλακα και ρώτα τον εαυτό σου: Τι φοβάμαι να χάσω; Τι λαχταρώ να βρω;
Το μονοπάτι της απελευθέρωσης δεν είναι το τέλος του ονείρου—είναι η αρχή της αφύπνισης. Το πέπλο ακόμα λαμπυρίζει, αλλά δεν σε δένει πια. Πέρασέ το και γίνε ελεύθερος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου