Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ Α')

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΑΡΧΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διατηρεί την επικαιρότητά του και καταλαμβάνει την κεντρική θέση μεταξύ των πολιτικών προσωπικοτήτων της μετα-πολεμικής Ελλάδας. 

Κάθε εγχείρημα πρώιμης αποτίμησης ενός ηγέτη εμπεριέχει τον κίνδυνο του υποκειμενισμού, καθώς δεν έχει παρέλθει ο απαραίτητος ιστορικός χρόνος, ωστόσο, μια πρώτη προσέγγιση είναι και θεμιτή και απαραίτητη και ενδιαφέρουσα. 

Ο Καραμανλής γεννήθηκε το 1907 στο τότε Κιούπκιοϊ των Σερρών και σε ηλικία 6 ετών είδε τον Ελληνικό στρατό να απελευθερώνει τη Μακεδονία. Από νέος εκδήλωσε μια έντονη αίσθηση του χρέους απέναντι στη χώρα και το λαό. Το 1935 εξελέγη βουλευτής σε ηλικία 28 ετών. Η σταδιοδρομία του υπήρξε ραγδαία και θυελλώδης. Το 1946 υπουργός του Συναγερμού, το 1955 πρωθυπουργός ως διάδοχος του Παπάγου...

Ιδρύει την Ε.Ρ.Ε ως μια κίνηση τομής με το παρελθόν και το 1956 εκλέγεται πρωθυπουργός. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε ένας ριζοσπάστης αναμορφωτής. Πίστευε στην αναδιανομή ενός αυξανόμενου εθνικού πλούτου υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Και δεν το έκανε ως αποτέλεσμα των νεανικών του αναζητήσεων στη Σοσιαλιστική Ένωση, αλλά λόγω της πεποίθησής του πως η κοινωνική συνοχή αποτελούσε σταθεροποιητικό παράγοντα της δημοκρατίας. Στα χρόνια της πρώτης διακυβέρνησής του η Ελλάδα αναπτυσσόταν επί 11 χρόνια με μέσο ρυθμό 6,5%, ενώ κατά τη δεύτερη με ρυθμό υπερδιπλάσιο των χωρών της Ε.Ο.Κ.

Βεβαίως, η προδικτατορική θητεία του συνοδεύτηκε από τη μετανάστευση 250.000 Ελλήνων στο εξωτερικό. Όμως, πέραν αμφισβήτησης είναι το γεγονός πως ο Καραμανλής παρέδωσε μια άλλη Ελλάδα από αυτήν που παρέλαβε. Στηρίχθηκε στην ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ασκώντας έντονη κρατική παρέμβαση για την ανάπτυξη της καχεκτικής Ελληνικής βιομηχανίας, για την οποία φρόντισε να εξασφαλίσει μακρά μεταβατική περίοδο δασμολογικής προστασίας εν όψει της ένταξης στην Ε.Ο.Κ, η οποία αποτέλεσε στρατηγική επιλογή του. Αποχωρεί για το Παρίσι το 1963 και επανέρχεται το 1974 για να θεμελιώσει ως πρωθυπουργός μια σύγχρονη δημοκρατία.

Κέρδισε αναγνώριση πέραν των ορίων της παράταξής του. Περί αυτού πείθει ο τρόπος με τον οποίο αναφέρονται -βεβαίως οι φίλοι, αλλά κυρίως- οι αντίπαλοί του, με προσοχή και ακριβολογία. Εκλέγεται Πρόεδρος της δημοκρατίας για την περίοδο 1980 - 1985 και επανεκλέγεται το 1990 ως το 1995, τρία χρόνια πριν από το θάνατό του. Είχε κερδίσει 5 εκλογικές αναμετρήσεις, είχε θητεύσει 8 χρόνια υπουργός, 14 χρόνια πρωθυπουργός (ο μακροβιότερος του Ελληνικού κράτους) και διετέλεσε 10 χρόνια Πρόεδρος της δημοκρατίας. Συνολικά 60 χρόνια προσφοράς. Με την αίσθηση τους χρέους, όπως αδιαπραγμάτευτα αυτός το αισθανόταν.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1907 
O Κωνσταντίνος Καραμανλής, γεννιέται στην Πρώτη (Κιούπκιοϊ) Σερρών. Πρώτο από τα οκτώ παιδιά του διδασκάλου Γεωργίου Καραμανλή και της Φωτεινής Δόλογλου.

1919
Φοιτά στο Γυμνάσιο Νέας Ζίχνης.

1925 
Εισέρχεται στη Νομική Σχολή.

1929 
Παίρνει το πτυχίο της Νομικής.

1930
Κατατάσσεται στο 19ο Σύνταγμα Πεζικού.

1932
Θάνατος του πατέρα του.

1935
Εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής.

1936
Επανεκλέγεται βουλευτής. Μετά την Δικτατορία της 4ης Αυγούστου δικηγορεί στις Σέρρες.

1940 
Πόλεμος. Παρουσιάζεται στη μονάδα του στο Σιδηρόκαστρο αλλά απαλλάσσεται για λόγους υγείας. Πεθαίνει η μητέρα του.

1941 
Εγκαθίσταται στην Αθήνα.

1944 
Διαφεύγει στην Αίγυπτο λίγο πριν απ την Απελευθέρωση.

1946
Εκλέγεται πρώτος βουλευτής Σερρών, αναλαμβάνει υπουργός Εργασίας

1948
Αναλαμβάνει υπουργός Μεταφορών τον Μάιο και το Νοέμβριο Κοινωνικής Πρόνοιας.

1950 
Υπουργός Εθνικής Αμύνης.

1951
Προσχωρεί στον «Ελληνικό Συναγερμό» και εκλέγεται βουλευτής το Σεπτέμβριο.

1952
Αναλαμβάνει το υπουργείο Δημοσίων Έργων, θέση που θα κρατήσει έως το 1955. Παντρεύεται την Αμαλία Κανελλοπούλου.

1955 
Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου ορκίζεται πρωθυπουργός στις 5 Οκτωβρίου.

1956 
Ιδρύει στις 4 Ιανουαρίου την E.P.E. και κερδίζει τις εκλογές του Φεβρουαρίου.

1958
Ευρεία νίκη του κόμματός του στις εκλογές του Μαΐου.

1959
Υπογράφονται οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου για την Κύπρο.


1961
Tον Απρίλιο επίσημη επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες και συνάντηση με τον Τζον Κένεντι. Tον Ιούλιο υπογράφεται στην Αθήνα Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδος - E.O.K. Tον Οκτώβριο, η E.P.E κερδίζει τις εκλογές. O Γεώργιος Παπανδρέου τις χαρακτηρίζει «προϊόν βίας και νοθείας».

1963
Διαφωνία Καραμανλή - Στέμματος και παραίτηση της κυβερνήσεως. Tο Νοέμβριο η «Ένωσις Κέντρου» κερδίζει τις εκλογές. Αναχωρεί για το εξωτερικό και εγκαθίσταται στο Παρίσι.

1967 
Πραξικόπημα συνταγματαρχών την 21η Απριλίου. Κατάλυση της Δημοκρατίας. Στη διάρκεια της Δικτατορίας θα κρατήσει με συνέπεια αντιδικτατορικές θέσεις με αποκορύφωμα τη δήλωσή του, μετά την ανατροπή του Μακαρίου τον Ιούλιο του '74, όταν με μήνυμά του καλεί τις Ένοπλες Δυνάμεις να ανατρέψουν τους πραξικοπηματίες ώστε να αποκατασταθεί η Δημοκρατία.

1974
Μετά την κατάρρευση της Δικτατορίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φθάνει στην Αθήνα τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου και ορκίζεται πρωθυπουργός επικεφαλής κυβερνήσεως εθνικής ενότητος. Tον Σεπτέμβριο ιδρύει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ενώ νομιμοποιείται το Κομμουνιστικό Kόμμα Ελλάδος. Tο Νοέμβριο διεξάγονται εκλογές και το νέο κόμμα συγκεντρώνει το 54,37 %. Κατά το Δημοψήφισμα που ακολουθεί την 8η Δεκεμβρίου, ο Ελληνικός λαός επιλέγει την Αβασίλευτη Δημοκρατία.

1975 
Καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και αναθεώρηση του Συντάγματος. Μετατροπή σε ισόβια δεσμά της καταδίκης εις θάνατον των πρωταιτίων της δικτατορίας.

1976
Όξυνση των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων μετά την έξοδο του πλοίου «Χόρα» στο Αιγαίο.

1977
Εκλογές το Νοέμβριο. Νικητής των εκλογών η N.Δ. αλλά το ποσοστό της μειώνεται στο 41,84 %. Αξιωματική αντιπολίτευση το ΠA.ΣO.K.

1978 
Tου απονέμεται το βραβείο Καρλομάγνου. O λόγος που εκφωνεί στο Αάχεν κατά την παραλαβή του βραβείου προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση.

1979
Αθήνα 28 Μαΐου. Υπογράφεται η συνθήκη ένταξης της Ελλάδος στην E.O.K.

1980 
Στις 5 Μαΐου εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Την πρωθυπουργία αναλαμβάνει ο Γεώργιος Pάλλης.

1981
Στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου εκλέγεται πρώτο το κόμμα του κ. Ανδρέα Παπανδρέου.

1982
O Πρόεδρος της Δημοκρατίας πραγματοποιεί επίσημα ταξίδια στην Αυστραλία, Ινδία, Καναδά.

1983
Tου απονέμεται το μετάλλιο των Πανεπιστημίων του Παρισιού. Βαρυσήμαντος λόγος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

1984
Σημαντικά ταξίδια. Ισπανία, Ρουμανία, Αίγυπτο.

1985
Έτος λήξεως της προεδρικής θητείας. Παρ' όλες τις ενδείξεις και διαβεβαιώσεις, ο πρόεδρος του ΠA.ΣO.K αιφνιδιάζει τους πάντες προτείνοντας ως υποψήφιο αντί του κ. Καραμανλή τον κ. X. Σαρτζετάκη. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποβάλλει στις 10 Μαρτίου την παραίτησή του και έκτοτε θα ιδιωτεύσει πιστός στη δήλωση τι «δεν συμμετέχω σε αυτό που αποκαλείται δημόσιος βίος».

1990
Τέσσερις Μαΐου. Μετά πέντε χρόνια ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναδεικνύεται και πάλι Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Άγρυπνος πάντα για το συμφέρον της χώρας, πλήρως ενημερωμένος για κάθε πρόβλημα, συνομιλεί, συμπαρίσταται, υποδεικνύει λύσεις σωστές και συγχωρεί λάθη και ιδίως εχθρότητες ταν μάλιστα το συμφέρον του τόπου το απαιτεί. H διαλλακτικότητα, επίσης, με την οποία ασκεί τα καθήκοντά του, επέτρεψε να συμβιβαστούν σοβαρά αντιτιθέμενες απόψεις εκείνων που εκπροσωπούν τον λαό με αυτονόητα πολλαπλό όφελος.

1995 
Στις πρώτες ημέρες του Μαρτίου η πενταετής παραμονή στην Προεδρία λήγει. Tο Σύνταγμα των Ελλήνων δεν επιτρέπει Τρίτη θητεία στον Προεδρικό θώκο. Στο εξής ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα είναι ένας «απλός» πολίτης. Tόσο απλός, ώστε να τον συνοδεύει μόνον σεβασμός και μόνον αγάπη.

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΘΝΑΡΧΗ Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ 

ΝΕΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΗ ΔΡΑΣΗ 1907 - 1946

Γεννημένος στις 8 Μαρτίου 1907, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σημάδεψε με την πολυσχιδή του δράση τη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. Βουλευτής για πρώτη φορά σε ηλικία μόλις 28 ετών, επανειλημμένα υπουργός κατά την πρώτη φάση του Ψυχρού Πολέμου, ο Κ. Καραμανλής υπήρξε ο μακροβιότερος πρωθυπουργός από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους. Η δεκαετής θητεία του ως Προέδρου της Ελληνικής δημοκρατίας επισφράγισε την πολυετή παρουσία του στην πολιτική ζωή του τόπου, κατά την οποία επιτέλεσε έργο σημαντικό, αναγνωρισμένο ακόμα και από πολιτικούς του αντιπάλους.


Πρωτότοκος υιός του Γεωργίου και της Φωτεινής, ο Καραμανλής γεννήθηκε στο χωριό Κιούπκιοϊ της περιφέρειας Σερρών - επαρχίας τότε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έως και το 1929, η οικογένεια Καραμανλή θα αποκτούσε άλλα επτά τέκνα, από τα οποία θα επιζούσαν τα έξι: Όλγα, Αθηνά, Αντιγόνη, Αλέκος, Γραμμένος και Αχιλλέας. Οι παιδικές αναμνήσεις του Κ. Καραμανλή κυριαρχούνταν από το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και από τις συνεχείς δυσχέρειες που βίωναν η ιδιαίτερη πατρίδα του και η οικογένειά του. Ο πατέρας του, αρχικά δάσκαλος και έπειτα καπνοκαλλιεργητής, μετείχε ενεργά στον Μακεδονικό Αγώνα του 1904 - 1908.

Πριν από την οριστική του ενσωμάτωση στο Ελληνικό βασίλειο και τη μετονομασία του σε Πρώτη, το Κιούπκιοϊ πέρασε υπό τη βραχύβια κατοχή των Βουλγάρων, το 1912 - 1913. Το 1916 - 1918, όταν η Πρώτη Σερρών κατελήφθη και πάλι από τα Βουλγαρικά στρατεύματα, ο Γεώργιος Καραμανλής συνελήφθη και εστάλη όμηρος στη Βουλγαρία, όπου και παρέμεινε έως το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1919 ο Κ. Καραμανλής ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευσή του στο δημοτικό σχολείο της Πρώτης. Κατόπιν, μετέβη στη Νέα Ζίχνη, όπου λειτουργούσε διτάξιο ημιγυμνάσιο. Τον επόμενο χρόνο συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές στις Σέρρες,

Ενώ το 1923 μετακόμισε με τον αδελφό του Αλέκο στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε ως οικότροφος στο ιδιωτικό Λύκειο Μεγαρέως. Το 1925, τέλος, αποφοίτησε από το Όγδοο Γυμνάσιο Κυψέλης και εισήλθε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πριν από την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών του σπουδών, το 1928 - 1929, ο Καραμανλής εργάσθηκε ως αντιπρόσωπος ιδιωτικής ασφαλιστικής εταιρίας προκειμένου να συνδράμει και αυτός στην αποπληρωμή οικονομικών υποχρεώσεων του πατέρα του. Για δύο χρόνια περιόδευσε τις πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας, ερχόμενος σε επαφή με τα προβλήματα του αγροτικού πληθυσμού.

Το 1929 ο Κ. Καραμανλής αποφοίτησε από τη Νομική Αθηνών και το επόμενο έτος εξέτισε ολιγόμηνη στρατιωτική θητεία ως πρωτότοκος υιός πολυμελούς οικογένειας. Στη συνέχεια επέστρεψε στις Σέρρες, όπου το 1930 άνοιξε δικηγορικό γραφείο. Σύντομα, όμως, διαπίστωσε ότι μόνη η δικανική δραστηριότητα δεν κάλυπτε τις ευρύτερες φιλοδοξίες του:

«Εάν περιμένης να νοικοκυρευτώ και να ζήσω μια συνηθισμένη ζωή» -αντέτεινε στον πατέρα του όταν ο τελευταίος εξέφρασε τη διαφωνία του να αναμιχθεί ενεργά στην πολιτική- «πρέπει να σου πω ότι ποτέ δεν θα λογικευθώ κατ’ αυτόν τον τρόπο. Αν έχω φιλοδοξίες, είναι γιατί μ’ ενδιαφέρουν άλλα πράγματα πολύ σημαντικότερα από μένα τον ίδιον. Ημπορεί αυτό να είναι αφελές. Πιστεύω όμως ότι δεν δικαιώνεται η παρουσία μας σ’ αυτόν τον κόσμο με το να καλλιεργούμε τη μικρή προσωπική μας ευτυχία. Καθένας προσφέρει τον εαυτό του κατά το δικό του τρόπο, ανάλογα με την ευκαιρία και τις περιστάσεις. Εγώ θέλω να αφιερωθώ στο λαό μου, θέλω να δικαιώσω το πέρασμά μου από τον κόσμο αυτό, υπηρετώντας αυτούς τους ανθρώπους».

Η αίσθηση χρέους προς το «λαό του» οδήγησε κατ’ αρχάς τον Κ. Καραμανλή στην απόφαση να συμμετάσχει στις βουλευτικές εκλογές του 1932 ως υποψήφιος με το Λαϊκό Κόμμα. Αν και τελικά δεν κατήλθε ως υποψήφιος λόγω της αντίδρασης του πατέρα του, αλλά και της επιθυμίας του να μην εμπλακεί στις έριδες μεταξύ των πολιτευτών της εκλογικής του περιφέρειας, η απόφασή του να ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική ήταν πλέον οριστική. Ο θάνατος του πατέρα του, τον Νοέμβριο του 1932, και η ευθύνη που ανέλαβε έκτοτε για την ανατροφή και τη μόρφωση των αδελφών του δεν του επέτρεψαν να θέσει υποψηφιότητα ούτε στις εκλογές του 1933.

Οι οποίες εκλογές, σηματοδότησαν την επιστροφή της αντιβενιζελικής παράταξης στην εξουσία ύστερα από μια δεκαετία Βενιζελικής κυριαρχίας. Τελικά, ο Κ. Καραμανλής εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές του 1935, οι οποίες πάντως σημαδεύτηκαν από την αποχή των Βενιζελικών κομμάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αποχή των Βενιζελικών, όπως επίσης και το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν γνωστός για τη δράση του στους εθνικούς αγώνες έπαιξαν κάποιο ρόλο στην εκλογή του Κ. Καραμανλή.

Κυρίως, όμως, ήταν η προσωπική σχέση που ανέπτυξε με τους κατοίκους της περιφέρειάς του κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επαγγελματικής του δραστηριότητας στην οποία θα πρέπει να αποδοθεί η εκλογή του στο βουλευτικό αξίωμα και μάλιστα σε ηλικία μόλις 28 ετών. Η επανεκλογή του στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 -τις τελευταίες πριν από την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας- επιβεβαίωσε την αυξημένη απήχησή του σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Οπωσδήποτε, η ένταξη του Κ. Καραμανλή στο Λαϊκό Κόμμα προκαλεί αρκετά ερωτήματα. Ο Μακεδόνας πολιτικός ανήκε σε μια νέα γενιά που θεωρούσε ξεπερασμένα τα διχαστικά διλήμματα του πρόσφατου παρελθόντος, αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις εκτός του πλαισίου του Εθνικού διχασμού.

Πώς μπορούσε να συνδυασθεί, λοιπόν, το αίτημα για συνολική αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος με την υποστήριξη ενός παραδοσιακού κόμματος; Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στην οικογενειακή παράδοση του Κ. Καραμανλή. Ο πατέρας του, Γεώργιος, όπως άλλωστε και η πλειοψηφία των Μακεδονομάχων και γενικότερα των γηγενών της Βορείου Ελλάδος ταυτίστηκαν εξ αρχής με την αντιβενιζελική παράταξη, πιθανότατα ως αντίδραση στην καθολική στήριξη που παρείχε ο κόσμος της προσφυγιάς στο Κόμμα των Φιλελευθέρων και τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Η επίθεση Βενιζελικών εναντίον της οικίας του Κ. Καραμανλή το βράδυ των εκλογών του 1928, η σύλληψη και φυλάκισή του κατά τη διάρκεια του Βενιζελικού κινήματος του 1935, καθώς και η προσωπική του φιλία με τον πολιτευτή του Λαϊκού Κόμματος στις Σέρρες Αθανάσιο Αργυρό επιβεβαίωσαν τον προσανατολισμό του νεαρού δικηγόρου προς την αντιβενιζελική παράταξη. Οι πολιτικές εξελίξεις του 1935 - 1936 προκάλεσαν έντονη απογοήτευση στο νεαρό βουλευτή.


Η πραξικοπηματική παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου Β', η ψήφος εμπιστοσύνης που παρείχαν τα παραδοσιακά κόμματα (συμπεριλαμβανομένου και του Λαϊκού) στον Ιωάννη Μεταξά, η εγκαθίδρυση δικτατορικού καθεστώτος και η αδυναμία του πολιτικού κόσμου να εγγυηθεί την επιστροφή στην κοινοβουλευτική ομαλότητα έπεισαν τον Κ. Καραμανλή για τη γενικότερη αποτυχία του πολιτικού συστήματος. Ήδη, τον Μάιο του 1937, με επιστολή προς τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, είχε ταχθεί υπέρ του συντονισμού της δράσης των κομμάτων για την ανατροπή του Μεταξικού καθεστώτος. Ο ίδιος, μάλιστα, δήλωνε έτοιμος να ηγηθεί του αντιδικτατορικού αγώνα στη Βόρειο Ελλάδα.

Ωστόσο, όλες οι προσπάθειες των κομμάτων για επαναφορά των δημοκρατικών θεσμών απέτυχαν, ενώ ούτε ο Κ. Καραμανλής ήταν σε θέση να αναλάβει ουσιαστικές πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η διάγνωση σοβαρής μορφής βαρηκοΐας απειλούσε ακόμα και αυτή τη συνέχιση της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ενώ ο θάνατος της μητέρας του Φωτεινής κατέστησε τον Καραμανλή μοναδικό πλέον υπεύθυνο για την ανατροφή και τη μόρφωση των αδελφών του. Μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, στον οποίο δεν του επιτράπηκε η στράτευση λόγω της ασθένειάς του, μετακόμισε στην Αθήνα προκειμένου να συνεχίσει τη δικανική του δραστηριότητα.

Η επίταξη, όμως, του κτιρίου που φιλοξενούσε το δικηγορικό του γραφείο από τον κατακτητή προκάλεσε εντέλει την αναστολή κάθε επαγγελματικής του δράσης. Κατά τη διάρκεια της τριπλής Κατοχής, ο Κ. Καραμανλής συμμετείχε σε δύο παράλληλες διεργασίες, οι οποίες έμελλε να επηρεάσουν καταλυτικά την πολιτική του σκέψη κατά τον ιδεολογικό του προσανατολισμό: στην Επιτροπή Μακεδόνων και Θρακών και στη Σοσιαλιστική Ένωση.

Η κατάληψη εδαφών της Ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης από τα Βουλγαρικά στρατεύματα και η πολιτική αφελληνισμού που ακολούθησε η Σόφια στις περιοχές αυτές οδήγησαν σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής και πνευματικής ζωής του τόπου -ανάμεσά τους ο Αλ. Σβώλος, ο Α. Κεραμόπουλος, ο Μ. Κύρκος, ο Α. Θεολογίτης, ο Αλ. Ζάννας, ο Φ. Μανουηλίδης και ο Γ. Μόδης- στην ίδρυση της Εταιρείας Μακεδόνων και Θρακών. Σκοπός της οργάνωσης ήταν η ενημέρωση των αρμόδιων αρχών για τα Βουλγαρικά έκτροπα στη Βόρειο Ελλάδα και η περίθαλψη χιλιάδων προσφύγων από τις Βουλγαροκρατούμενες περιοχές.

Ο Καραμανλής μετείχε στην Εταιρεία ως εκπρόσωπος των προσφύγων του Νομού Σερρών. Η Σοσιαλιστική Ένωσις ιδρύθηκε το 1942 από διακεκριμένους εκπροσώπους της δημόσιας ζωής του τόπου: Κ. Τσάτσος, Ξ. Ζολώτας, Ι. Πολίτης, Α. Αγγελόπουλος, Π. Γαρουφαλιάς, Γ. Μαύρος, Π. Κόκκαλης κ.ά. Η συμμετοχή του Κ. Καραμανλή στις συζητήσεις της ομάδας αυτής επηρέασε την πολιτική του φυσιογνωμία. Η ανάγκη ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας, η συμμετοχή των Ελλήνων στις Ευρωπαϊκές και τις διεθνείς διεργασίες, η αποδοχή πολιτεύματος Αβασίλευτης δημοκρατίας, η εκλογή ανώτατου άρχοντα επιφορτισμένου με ενισχυμένες εξουσίες.

Και ο ενισχυμένος ρόλος του κράτους στην παραγωγική διαδικασία υπήρξαν θέσεις που διατύπωσε κατά τη διάρκεια της Κατοχής η Σοσιαλιστική Ένωσις και μετουσίωσε σε πολιτική πράξη ο Κ. Καραμανλής κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Κ. Καραμανλής απέκρουσε κατηγορηματικά κάθε πρόταση που του έγινε να αναλάβει Νομαρχία, Γενική Γραμματεία ή ακόμα την υποδιοίκηση της Αγροτικής Τράπεζας. Παράλληλα, αρνήθηκε να συμμετάσχει στο κίνημα της ένοπλης αντίστασης, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τη στάση του πολιτικού του χώρου.

Σε γενικές γραμμές, η συμμετοχή του στις πολιτικές διεργασίες που έλαβαν χώρα είτε στην Αθήνα είτε στο Κάιρο, όπου βρισκόταν εγκατεστημένη η εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση, υπήρξε αναμφισβήτητα υποτονική. Η μοναδική απόπειρά του να μετάσχει ενεργά στην εθνική προσπάθεια για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου απέτυχε παταγωδώς. Η άφιξή του στην Αίγυπτο, ύστερα από πέντε μήνες ταλαιπωριών σε Ελλάδα, Τουρκία και Μέση Ανατολή, κατέστη εφικτή μετά την αναχώρηση της Ελληνικής κυβέρνησης για τη Νεάπολη. Τελικά, επέστρεψε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 1944 - μετά την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων.

ΑΣΚΗΣΗ ΥΠΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ 1946 - 1955

Έως τις βουλευτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, στις οποίες εξελέγη για τρίτη φορά βουλευτής με το Λαϊκό Κόμμα, ο Κ. Καραμανλής απέφυγε συστηματικά την εμπλοκή του στις πολιτικές εξελίξεις. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι μετά το τέλος της Κατοχής δεν είχε διαμορφώσει ένα σαφές ιδεολογικό πλαίσιο ή ότι δεν είχε καταλήξει στις πολιτικές που θα έπρεπε να εφαρμοσθούν στη μεταπολεμική Ελλάδα∙ κάθε άλλο. Θεωρώντας την ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ ως την κατεξοχήν υπεύθυνη για το νέο αιματοκύλισμα, ο Μακεδόνας πολιτικός αναφέρθηκε, την άνοιξη του 1945, στην ανάγκη υπέρβασης του δίπολου Αριστερά - Δεξιά και αναζήτησης λύσεων εκτός των παραδοσιακών σχημάτων.

Η ανάληψη του υπουργείου Εργασίας στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, στις 24 Νοεμβρίου 1946, του έδωσε για πρώτη φορά τη δυνατότητα μετουσίωσης των ριζοσπαστικών αντιλήψεων, με τις οποίες είχε έλθει σε επαφή κατά τη διάρκεια της Κατοχής, σε αποτελεσματική πολιτική. Η πρώτη υπουργική θητεία του Κ. Καραμανλή έμελλε να είναι βραχύβια, αφού διατήρησε το χαρτοφυλάκιο της Εργασίας έως τις 17 Φεβρουαρίου 1947 - διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Παρ’ όλα αυτά, αναλαμβάνοντας τη θέση σε μια κρίσιμη φάση του Εμφυλίου Πολέμου, ο Κ. Καραμανλής κατάφερε να αντεπεξέλθει ικανοποιητικά στα νέα του καθήκοντα.

Ήδη, από την αρχή της υπουργικής του θητείας, βρέθηκε αντιμέτωπος με σημαντικά προβλήματα: ανεργία, εργασιακές σχέσεις, κοινωνική ασφάλιση, καταβολή συντάξεων, ύψος απολαβών κ.λπ. δίχως να επιφέρει οριστικές λύσεις σε όλα τα ζητήματα που αφορούσαν το υπουργείο Εργασίας -κάτι τέτοιο άλλωστε ήταν αδύνατο, ιδιαίτερα σε συνθήκες εμφύλιας σύρραξης-, ο Μακεδόνας πολιτικός κατάφερε να δρομολογήσει ρυθμίσεις υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των κοινωνικά ασθενέστερων πολιτών. Φορέας κατεξοχήν μετριοπαθών αντιλήψεων και έχοντας επιτελέσει θετικό έργο στο υπουργείο Εργασίας, ο Καραμανλής έτυχε σταδιακά της αποδοχής προσωπικοτήτων και πέραν του πολιτικού χώρου από τον οποίο προερχόταν.


Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε με την ανάθεση του υπουργείου Μεταφορών από τον πρωθυπουργό και αρχηγό του Κόμματος των Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλή Σοφούλη, στις 7 Μαΐου 1948. Και σε αυτήν την περίπτωση, τα προβλήματα με τα οποία βρέθηκε αντιμέτωπος έμοιαζαν ανυπέρβλητα: κατεστραμμένο συγκοινωνιακό δίκτυο, τεράστιες ελλείψεις σε πόρους και τεχνική υποδομή, προβλήματα ηλεκτροδότησης. Η συνέχιση των εμφύλιων συγκρούσεων αλλά και πιέσεις εσωτερικών και εξωτερικών συμφερόντων καθιστούσαν ακόμα πιο δύσκολη την εφαρμογή μιας στρατηγικής για τη συνολική ανασυγκρότηση της χώρας.

Ωστόσο, η εξάμηνη σχεδόν παρουσία του Κ. Καραμανλή στο υπουργείο Μεταφορών συνοδεύτηκε από τη λήψη δραστικών μέτρων που επέφεραν σημαντική βελτίωση σε όλους τους τομείς της αρμοδιότητάς του. Ιδιαίτερα, η σύγκρουσή του με την πανίσχυρη Βρετανική ηλεκτρική εταιρεία Πάουερ, με αφορμή την άρνηση της τελευταίας να προβεί σε αναθεώρηση της σύμβασης του 1925, κατέδειξε την προσήλωση του Κ. Καραμανλή στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Οπωσδήποτε, η μετακίνησή του στο υπουργείο Πρόνοιας, εκείνο ακριβώς το διάστημα, δεν ήταν άσχετη με την αντιδικία του με την Πάουερ. Ο Κ. Καραμανλής παρέμεινε υπουργός Πρόνοιας για ένα περίπου έτος, έως τις 6 Ιανουαρίου 1950.

Η τοποθέτησή του στη συγκεκριμένη θέση τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι άκρως ενδεικτική της εμπιστοσύνης με την οποία τον περιέβαλε ο πρόεδρος της κυβέρνησης, Θεμιστοκλής Σοφούλης. Η ευθύνη για την αποκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων κατά την κορύφωση του Εμφυλίου, καθιστούσε το υπουργείο Πρόνοιας ένα από τα πλέον νευραλγικά χαρτοφυλάκια της κυβέρνησης. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Κ. Καραμανλής προχώρησε σε απογραφή των άπορων «ανταρτόπληκτων» σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια, προκειμένου να καταγραφεί το ακριβές μέγεθος του προβλήματος.

Κατόπιν, ο νέος υπουργός πέρασε στην εφαρμογή ενός φιλόδοξου αλλά και ρεαλιστικού σχεδίου: η αναδιοργάνωση του προγράμματος «Πρόνοια - Εργασία», η αναθεώρηση του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου και η δημιουργία κέντρων Ασφαλείας αποτέλεσαν τους βασικούς άξονες του σχεδιασμού του Κ. Καραμανλή κατά τη θητεία του στο εν λόγω υπουργείο. Έχοντας εκλεγεί σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, από το 1935 έως το 1946, και διατελέσει τρεις φορές υπουργός των κυβερνήσεων συνεργασίας κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, ο Κ. Καραμανλής είχε πλέον καταξιωθεί στη δημόσια συνείδηση ως ένας φέρελπις πολιτικός, απαλλαγμένος από αντιλήψεις και πρακτικές του παλαιοκομματισμού.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει η επανεκλογή του στις βουλευτικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, αν και το Λαϊκό Κόμμα έλαβε μόλις 18,8 % των ψήφων και 62 έδρες. Ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων, η συρρίκνωση των παραδοσιακών κομμάτων και η ανάδειξη νέων σχημάτων -πρώτη ανάμεσά τους η ΕΠΕΚ του Νικολάου Πλαστήρα- οδήγησαν αναπόφευκτα στη δημιουργία διαδοχικών κυβερνήσεων συνεργασίας του Κέντρου - πέντε σε διάστημα δεκαοκτώ μηνών.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας και Σοφοκλής Βενιζέλος -αρχηγός ο τελευταίος του Κόμματος Φιλελευθέρων- διαδέχονταν ο ένας τον άλλο στην πρωθυπουργία της χώρας έως ότου η αδυναμία αντιμετώπισης των οξυμένων προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας οδήγησε σε νέες εκλογές, στις 9 Σεπτεμβρίου 1951. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1950, ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας Βενιζέλου - Τσαλδάρη άνοιξε το δρόμο για τη νέα υπουργοποίηση του Κ. Καραμανλή, αυτή τη φορά με το χαρτοφυλάκιο της Άμυνας. Οπωσδήποτε, η παραμονή του στο συγκεκριμένο υπουργείο υπήρξε βραχύβια, μόλις 50 ημέρες, και συνεπώς τα όποια περιθώρια ουσιαστικών παρεμβάσεων υπήρξαν εκ των πραγμάτων ελάχιστα.

Ωστόσο, το διάστημα αυτό πρόλαβε να φέρει εις πέρας αξιόλογο έργο, δείχνοντας έμπρακτο ενδιαφέρον για την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας και την αποκατάσταση της ομαλότητας στο στράτευμα ένα μόλις έτος μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Στις 16 Νοεμβρίου 1950, ο Κ. Καραμανλής και άλλοι 24 βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος αποφάσισαν να ανεξαρτητοποιηθούν και να συγκροτήσουν, μαζί με το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα, το Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα με αρχηγούς τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον Στέφανο Στεφανόπουλο. Η περαιτέρω συρρίκνωση του Λαϊκού Κόμματος σχετιζόταν άμεσα με τις ευρύτερες ανακατατάξεις στο χώρο της δεξιάς, στον οποίο σταδιακά ανα- δείχτηκε κυρίαρχος ο Αλέξανδρος Παπάγος.

Όταν στις 31 Ιουλίου 1951 ο Στρατάρχης ανακοίνωσε την ίδρυση του Ελληνικού Συναγερμού, τα μέλη του Λαϊκού Ενωτικού Κόμματος αποφάσισαν ομόφωνα την αυτοδιάλυσή του και την προσχώρησή τους στον Ελληνικό Συναγερμό. Η επιτακτική ανάγκη αποτελεσματικής διακυβέρνησης αποτελούσε κυρίαρχο ζητούμενο για τον Παπάγο, αλλά και τον Καραμανλή, που διείδε εγκαίρως ότι ο νέος πολιτικός σχηματισμός ήταν ο μόνος που μπορούσε να βγάλει τη χώρα από τα πολλαπλά αδιέξοδα. Ήδη, στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, ο Ελληνικός Συναγερμός αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με ποσοστό 36,5 %, δίχως όμως να εξασφαλίσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Ο Κ. Καραμανλής εξελέγη για πέμπτη συνεχόμενη φορά βουλευτής Σερρών. Στο μεταξύ, στις 2 Ιουλίου 1951, ο Κ. Καραμανλής είχε νυμφευτεί την ανιψιά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Αμαλία Κανελλοπούλου. Η συντριπτική επικράτηση του Ελληνικού Συναγερμού στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952 -με ποσοστό 49,2 % των ψήφων και 247 έδρες- σηματοδότησε το τέλος μιας περιόδου αστάθειας και αλλεπάλληλων κυβερνητικών κρίσεων. Πρόεδρος της πρώτης ισχυρής μονοκομματικής κυβέρνησης μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Αλέξανδρος Παπάγος ήταν πλέον σε θέση να εφαρμόσει απρόσκοπτα ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο προς την κατεύθυνση της συνολικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Ήδη, η είσοδος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και η αποκατάσταση των σχέσεών της με τη Γιουγκοσλαβία -σημαντικά επιτεύγματα των κεντρώων κυβερνήσεων υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα και τον Σοφοκλή Βενιζέλο- είχαν δημιουργήσει ένα αίσθημα ασφάλειας που επέτρεπε την ανάληψη σύντονων πρωτοβουλιών με σκοπό τη συνολική οικονομική ανάπτυξη. Ο Παπάγος ανέθεσε στον Κ. Καραμανλή το υπουργείο Δημοσίων Έργων, τοποθετώντας τον Μακεδόνα πολιτικό στην πρώτη γραμμή της εθνικής προσπάθειας για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Ο Κ. Καραμανλής διατήρησε το χαρτοφυλάκιο των δημοσίων Εργων για τρία περίπου χρόνια.


Το διάστημα αυτό αναδείχθηκε σε έναν από τους πλέον επιτυχημένους υπουργούς της κυβέρνησης Παπάγου, επιτελώντας έργο πρωτοφανές για τα δεδομένα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Η επίλυση του προβλήματος υδροδότησης της πρωτεύουσας, η εκτέλεση σειράς εγγειοβελτιωτικών, αντιπλημμυρικών, αποξηραντικών και αρδευτικών έργων, η διάνοιξη εκτεταμένου οδικού δικτύου κατά μήκος της επικράτειας, ο εκσυγχρονισμός λιμενικών εγκαταστάσεων, καθώς και η πληθώρα παρεμβάσεων για την ανάπτυξη του τουρισμού και την ανάδειξη του πολιτιστικού παρελθόντος συνέβαλαν καθοριστικά στην οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας πάνω σε βάσεις στέρεες και υγιείς.

Η ΠΡΩΤΗ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΑ 1955 - 1963

Η κατά κοινή ομολογία, επιτυχημένη πορεία του στο υπουργείο Δημοσίων Έργων, η διατύπωση ρεαλιστικών και εφικτών λύσεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας, καθώς και η συνολική μετριοπαθής πολιτεία του σε όλες τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις υπήρξαν οι βασικότεροι παράγοντες που συνεκτίμησε ο βασιλιάς Παύλος όταν στις 5 Οκτωβρίου 1955 κάλεσε τον Κ. Καραμανλή προκειμένου να του αναθέσει την πρωθυπουργία της χώρας ύστερα από το θάνατο του Παπάγου. Οπωσδήποτε, η αποχώρηση του Σπύρου Μαρκεζίνη από τον Ελληνικό Συναγερμό, τον Νοέμβριο του 1954, είχε διευκολύνει την άνοδο του Κ. Καραμανλή στην κομματική ιεραρχία.

Ακόμα κι έτσι, η επιλογή του Κ. Καραμανλή ως διαδόχου του στρατάρχη Παπάγου αντί των δύο αντιπροέδρων της κυβέρνησης, Στέφανου Στεφανόπουλου και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, προκάλεσε αίσθημα ικανοποίησης σε όσους απέβλεπαν στη ριζική αναμόρφωση της πολιτικής ζωής του τόπου, αλλά και πρωτοφανούς έκπληξης - ακόμα και στην Αμερικανική πρεσβεία, που στις 5 Οκτωβρίου προδίκαζε την άνοδο του Στεφανόπουλου στην πρωθυπουργία. Η ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στον Κ. Καραμανλή δεν έγινε δίχως αντιδράσεις - ακόμα και μέσα από το κυβερνών κόμμα. Η μεγάλη, όμως, πλειοψηφία των στελεχών του Ελληνικού Συναγερμού συντάχθηκε με το νέο πρωθυπουργό.

Η υπερψήφιση της πρώτης κυβέρνησης Καραμανλή από 200 βουλευτές επιβεβαίωνε κατ’ αρχάς την άποψη αυτή. Ωστόσο, ο Μακεδόνας πολιτικός ήταν αποφασισμένος να μην παραμείνει για μακρύ διάστημα στην προεδρία της κυβέρνησης δίχως η επιλογή του από το βασιλιά Παύλο να τύχει της ευρύτερης λαϊκής επιδοκιμασίας. Για το λόγο αυτό, ήδη από τις 10 Οκτωβρίου δημοσιοποίησε την απόφασή του να προχωρήσει στη διεξαγωγή νέων βουλευτικών εκλογών. Στις 4 Ιανουαρίου 1956, μάλιστα, ανήγγειλε την ίδρυση νέου κόμματος, της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (Ε.Ρ.Ε). Το νέο κόμμα δεν αποτελούσε απλή μετεξέλιξη του Ελληνικού Συναγερμού.

Η ενσωμάτωση πολλών προσωπικοτήτων από το φιλελεύθερο χώρο -ανάμεσά τους ο Δ. Μακρής, ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, ο Α. Θεολογίτης, ο Γ. Κασιμάτης και ο Κ. Τσάτσος- επιβεβαίωνε ότι η Ε.Ρ.Ε απευθυνόταν σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, καλύπτοντας ένα ευρύ ιδεολογικό και πολιτικό φάσμα. Σε κάθε περίπτωση, η ίδρυση νέου κόμματος υποδήλωνε ασφαλώς τη βαθύτερη επιθυμία του νέου πρωθυπουργού να χαράξει μια ανεξάρτητη πορεία, ενώ η επιλογή του όρου «ριζοσπαστική» στην επωνυμία του νέου πολιτικού σχηματισμού ήταν άκρως ενδεικτική του γενικότερου προσανατολισμού του αρχηγού του στην αναζήτηση ρηξικέλευθων λύσεων.

Ο ίδιος, άλλωστε, ο Κ. Καραμανλής αυτοχαρακτηριζόταν ως «φιλελεύθερος ριζοσπάστης» - και πράγματι ήταν. Το αποτέλεσμα των εκλογών της 19ης Φεβρουαρίου 1956 δικαίωσε την επιλογή του Κ. Καραμανλή. Πράγματι, η Ε.Ρ.Ε έλαβε 47,4 % των ψήφων και 165 έδρες, όταν όλα τα υπόλοιπα κόμματα, συνεργαζόμενα υπό τη Δημοκρατική Ένωση, συγκέντρωσαν 48,15 % και 132 έδρες. Η πρώτη εκλογική επικράτηση της Ε.Ρ.Ε -θα ακολουθούσαν εκείνες του 1958 και του 1961- επετεύχθη σε μια χρονική συγκυρία ιδιαίτερα κρίσιμη για τη διεθνή θέση της Ελλάδας.

Η απόφαση της κυβέρνησης Παπάγου για διεθνοποίηση του Κυπριακού και η προσφυγή της Ελλάδας στον ΟΗΕ, στα τέλη του 1954, είχαν προκαλέσει όχι μόνον την έντονη Βρετανική αντίδραση, αλλά και τη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ. Παράλληλα, η εμπλοκή της Άγκυρας στην Κυπριακή υπόθεση, απόρροια χειρισμών εκ μέρους του Λονδίνου, και κυρίως οι Τουρκικές βιαιότητες εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης κατά τα Σεπτεμβριανά του 1955 σηματοδότησαν το τέλος μιας μακράς περιόδου σύμπνοιας στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η επίμονη, τέλος, άρνηση των Βρετανών να αναγνωρίσουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στον Κυπριακό λαό είχε προκαλέσει τη δικαιολογημένη αγανάκτηση της Ελλαδικής κοινής γνώμης και ένα αίσθημα πικρίας για τη στάση των δυτικών συμμάχων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η επίλυση του Κυπριακού αποτέλεσε μείζων προτεραιότητα του νέου πρωθυπουργού. δίχως να εγκαταλείψει την πολιτική της διεθνοποίησης, ο Κ. Καραμανλής κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Και όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1950 παρουσιάστηκε ο κίνδυνος διχοτόμησης του νησιού, η Ελληνική κυβέρνηση, με τη σύμφωνη γνώμη της Ελληνοκυπριακής ηγεσίας και του Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου, κινήθηκε αποφασιστικά προς τη λύση της ανεξαρτησίας.

Η υπογραφή, τελικά, των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου, το 1959, οδήγησαν στην ίδρυση της Κυπριακής δημοκρατίας, ένα έτος αργότερα. Αν και ο Καραμανλής έχει έκτοτε δεχθεί σκληρή κριτική -άδικη τις περισσότερες φορές- για την υπογραφή των συμφωνιών, παραμένει γεγονός ότι ο αρχηγός της Ε.Ρ.Ε υπήρξε ο μοναδικός πρωθυπουργός της μεταπολεμικής Ελλάδας που επέλυσε το Κυπριακό ζήτημα. Η διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος υπήρξε σημαντική, όχι όμως και η μοναδική προτεραιότητα του Καραμανλή κατά τη διάρκεια της πρώτης πρωθυπουργίας του, που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1963.

Η οργανική ένταξη της Ελλάδας στους Δυτικοευρωπαϊκούς θεσμούς, καθώς και η περαιτέρω προσέγγιση με τις ΗΠΑ και τις χώρες της δυτικής Ευρώπης αποτέλεσαν σημαντικούς στρατηγικούς στόχους όλων των κυβερνήσεών του. Η υπογραφή της συμφωνίας για τη σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ), στις 9 Ιουλίου 1961, υπήρξε επιστέγασμα της γενικότερης αντίληψης του Κ. Καραμανλή για τη διεθνή θέση της Ελλάδας κατά την ψυχροπολεμική περίοδο. Άλλωστε, η τελική ετυμηγορία υπέρ της Ε.Ο.Κ και όχι της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ), συσσωμάτωσης υπό τη Βρετανική ηγεσία, λάμβανε υπόψη όχι μόνο οικονομικούς υπολογισμούς, αλλά και ευρύτερες πολιτικές στοχεύσεις.


Τέλος, βασική μέριμνα της εξωτερικής πολιτικής του Κ. Καραμανλή καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών 1955 - 1963 υπήρξε η αποκατάσταση των σχέσεων της χώρας με τα κράτη του ανατολικού συνασπισμού. Αν και οι στιγμές έντασης της Ελλάδας με τους Βαλκανικούς της γείτονες και τη Σοβιετική Ένωση δεν εξέλειψαν, κατά την περίοδο αυτή (ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίες του 1960), σημειώθηκαν σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της ύφεσης. Ούτως ή άλλως, η γεωγραφική ιδιομορφία της Ελλάδας και ο φόβος διπλωματικής απομόνωσης καθιστούσαν ουσιαστικά μονόδρομο την εφαρμογή μιας ρεαλιστικής εξωτερικής πολιτικής, που πρώτος είχε ακολουθήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1928 - 1933.

Όχι τυχαία, οι κοινές αναφορές του Κ. Καραμανλή με τον Κρητικό πολιτικό, ιδιαίτερα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, έχουν πολλάκις επισημανθεί από την επιστημονική έρευνα. Αν η επιβεβαίωση του προσανατολισμού της Ελλάδας προς το δυτικό κόσμο και η οργανική ένταξή της στους Δυτικοευρωπαϊκούς θεσμούς υπήρξε ο ένας βασικός πυλώνας της «Καραμανλικής στρατηγικής» των ετών 1955 - 1963, η οικονομική ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός της χώρας ήταν ο άλλος. Δίχως να υποτιμάται η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης και νομισματικής σταθερότητας που κατέβαλαν οι πρώτες μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, ήταν κατά την περίοδο της «Καραμανλικής οκταετίας» όταν συντελέσθηκε η πολύπλευρη οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας:
  • Εκσυγχρονισμός και ανάπτυξη της αγροτικής και της βιομηχανικής παραγωγής.
  • Κεντρικός συντονισμός της ενεργειακής πολιτικής.
  • Επέκταση των δημοσίων έργων.
  • Αντιμετώπιση των μακροχρόνιων δομικών αδυναμιών της Ελληνικής οικονομίας.
  • Ταχύτατη υλοποίηση ενός νέου τουριστικού προγράμματος.
  • Έμπρακτη στήριξη της εμπορικής ναυτιλίας. 
Με απλούστερα λόγια, ήταν οι κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή εκείνες που σχεδίασαν και πέτυχαν μια συνολική αντιμετώπιση του αναπτυξιακού προβλήματος της χώρας. Παράλληλα, υψηλά στις προτεραιότητες του Κ. Καραμανλή ήταν η ουσιαστική ενίσχυση της Παιδείας και του πολιτισμού, ενώ ιδιαίτερη μέριμνα έδειξε για την κοινωνική πρόνοια, στο βαθμό βέβαια που το επέτρεπαν οι οικονομικές δυνατότητες της χώρας. Η ίδρυση του Ο.Γ.Α, το 1961, υπήρξε ενδεικτική της τάσης αυτής. Την ίδια περίοδο, πάντως, η αναγκαστική μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων στη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ καταδείκνυε και τα όρια μιας αναπτυσσόμενης, αλλά όχι ακόμα αναπτυγμένης οικονομίας.

Η αποτίμηση της πρώτης οκταετίας δεν μπορεί να μη συμπεριλάβει ειδική μνεία στη «βαθιά τομή» που επεχείρησε, δίχως αποτέλεσμα, τον Φεβρουάριο του 1963. Αντιλαμβανόμενος ενωρίς τις δομικές αδυναμίες του πολιτικού συστήματος και επιδιώκοντας μια ριζική αναδόμηση του θεσμικού πλαισίου του δημοκρατικού πολιτεύματος, ο Κ. Καραμανλής εισηγήθηκε την αναθεώρηση μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος του 1952. Μια θετική αποδοχή των προτάσεων Καραμανλή από την αναγκαία πλειοψηφία των δύο τρίτων του Κοινοβουλίου θα ενίσχυε σημαντικά την εκτελεστι- κή εξουσία, περιορίζοντας δραστικά τα προνόμια και τις δυνατότητες ουσιαστικής παρέμβασης του ανώτατου άρχοντα.

Η αντίδραση των Ανακτόρων στη «βαθιά τομή» και κυρίως η άρνηση της αντιπολίτευσης να την υπερψηφίσει δεν επέτρεψαν τη θετική έκβαση της αναθεωρητικής διαδικασίας. Η πρωτοβουλία του Κ. Καραμανλή να προχωρήσει στην αναθεώρηση του Συντάγματος δεν ήταν άσχετη με την πτώση της τελευταίας κυβέρνησής του και την απόφασή του να φύγει στο εξωτερικό στις 19 Ιουνίου 1963. «Την επεχείρησα και απέτυχα», έγραψε το 1966 ο Μακεδόνας πολιτικός, αναφερόμενος στη «βαθιά τομή»∙ και προσέθεσε: «Και ίσως απέτυχα διότι την επεχείρησα». Οπωσδήποτε, η σύγκρουση του Καραμανλή με το βασιλιά Παύλο -σύμπτωμα της οποία υπήρξε η διαφωνία για το ταξίδι του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο- δεν υπήρξε η μόνη αιτία της πτώσης του.

Ο κεντρώος χώρος, κατακερματισμένος κατά τη δεκαετία του 1950, είχε ήδη συμπήξει ενιαίο κομματικό φορέα, την Ένωση Κέντρου, που με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου αναδείχθηκε σταδιακά σε αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Την ίδια στιγμή, ο «ανένδοτος αγώνας» της Ένωσης Κέντρου δημιούργησε εύλογες προσδοκίες σε πλατιά λαϊκά στρώματα για την περαιτέρω εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών. Ήδη, οι καταγγελίες της Ένωσης Κέντρου και της Ε.Δ.Α ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του 1961 υπήρξε προϊόν «βίας και νοθείας» τύγχαναν ολοένα και μεγαλύτερης απήχησης. Την πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή επιτάχυνε η δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Μάιο του 1963, από παρακρατικούς.

Αν και η ανακριτική διαδικασία και η δίκη της υπόθεσης κατέδειξαν ότι ο Κ. Καραμανλής και η κυβέρνησή του δεν είχαν καμία ανάμιξη στην απόπειρα κατά του Λαμπράκη -κάτι που έχει επιβεβαιωθεί από την ιστορική έρευνα-, η δολοφονία του βουλευτή είχε ανεξέλεγκτες προεκτάσεις στην πολιτική ζωή του τόπου. Η έκβαση των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου 1963 επιβεβαίωσε την ενίσχυση των δυνάμεων του Κέντρου, η Ε.Ρ.Ε συγκέντρωσε ποσοστό 39,37 %, ενώ η Ένωση Κέντρου 42,04 %, δίχως όμως να εξασφαλίσει την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στα τέλη του 1963, ο Καραμανλής έφυγε πικραμένος για το Παρίσι προκειμένου να αποφευχθεί ένας νέος Εθνικός Διχασμός.

Πριν από την αναχώρησή του παρέδωσε την αρχηγία του κόμματος στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Δεν επρόκειτο να επιστρέψει στην Ελλάδα παρά έντεκα χρόνια αργότερα. Η αποχώρηση του Καραμανλή από την πολιτική επέφερε καίριο πλήγμα και στην ίδια την Ε.Ρ.Ε: Στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964 έλαβε μόλις το 35,3 % των ψήφων και μάλιστα συνεργαζόμενη με το Κόμμα Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη. Στον αντίποδα, η Ένωση Κέντρου έλαβε ποσοστό 52,7 % και 171 έδρες, σχηματίζοντας λίγες ημέρες αργότερα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου.


H Σύγκρουση με τα Ανάκτορα

H πολιτική κρίση είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα αισθητή, όχι τόσο εξ αφορμής του «Ανενδότου Αγώνα», όσο με το ρήγμα στις σχέσεις του Καραμανλή με το Στέμμα. H ιστορία της σύγκρουσης του αρχηγού της E.P.E με τα Ανάκτορα, είχε ξεκινήσει από καιρό, χωρίς όμως να γίνει αντιληπτή από το ευρύ κοινό. Αφορμές υπήρξαν πολλές. O Έρανος της Βασιλίσσης, το κόστος της βασιλικής θαλαμηγού, και συνεχείς αντιγνωμίες με την Φρειδερίκη. Στα πρώτα χρόνια, οι σχέσεις του Καραμανλή με το παλάτι ήταν πολύ καλές. Αυτό δεν οφείλονταν μόνον στον Καραμανλή, αλλά και στον Βασιλέα, ο οποίος ασκούσε τα καθήκοντά του ανεπηρέαστος από σκοπιμότητες και αυλικές διαβολές.

Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις που οι σχέσεις τους ψυχράθηκαν. Μια φορά, το 1956, όταν ο Καραμανλής καθιέρωσε το ασυμβίβαστο των αυλικών με οιαδήποτε άλλη θέση, και το 1958, όταν ο Καραμανλής ζήτησε από τον Βασιλέα να θέσει τέρμα στη δραστηριότητα ενός υπασπιστού του, που είχε αναμιχθεί στη συνωμοσία για την ανατροπή της κυβέρνησης και έτσι εξέθεσε το Στέμμα. Από το 1961 οι σχέσεις του Καραμανλή με το Στέμμα μπήκαν σε νέα φάση. Αλλά και λίγο πριν είχαν αρχίσει να δηλητηριάζωνται εξ αιτίας της στάσης της αντιπολίτευσης, που επιχειρούσε άλλοτε να ελέγχει την κυβέρνηση επιτιθέμενη κατά του Στέμματος και άλλοτε να επιτίθεται εναντίον της κυβέρνησης ελέγχοντας το Στέμμα.

Δημιουργούσε κάθε τόσο εκ του μηδενός ζητήματα και συμπεριφέρονταν υβριστικά εναντίον της βασιλικής οικογένειας. O σκοπός αυτής της πολιτικής ήταν διπλός, αφενός μεν να φθαρεί η κυβέρνηση εμφανιζόμενη στην κοινή γνώμη ως αυλόδουλη, αφετέρου να δημιουργηθεί στους βασιλείς το αίσθημα τι εβάλλοντο εξ αιτίας της Κυβέρνησης και να διαταραχθούν οι καλές σχέσεις τους με τον Καραμανλή. H κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε, ταν μετά τις εκλογές του 1961 και την έναρξη του «Ανένδοτου Αγώνα», οι απειλές εναντίον του Στέμματος κορυφώθηκαν.

Tο Στέμμα άρχισε τότε να διατυπώνει όλο και περισσότερα παράπονα στον Καραμανλή, ότι δεν το προστατεύει όσο έπρεπε από τις επιθέσεις. O Καραμανλής από την πλευρά του, υποστήριζε ότι το στέμμα όφειλε για το καλό του, να αποφεύγει ενέργειες που το έκαναν αντικείμενο αντιδικίας, είτε ενώπιον της Bουλής, είτε ενώπιον των δικαστηρίων. O Kων. Τσάτσος υποστηρίζει ότι το καλό κλίμα «που κατόρθωσε να δημιουργήσει η αντιπολίτευση» αύξησε την «νευρικότητα» της βασιλικής οικογένειας με συνέπεια τις συχνές προστριβές της με τον Καραμανλή.

Tο καλοκαίρι του 1962, με αφορμή την απεργία των κινηματογράφων για την κατάργηση του φόρου στο εισιτήριο που αφορούσε τους βασιλικούς εράνους, η αντιπολίτευση εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά του Στέμματος. O Καραμανλής αναγνωρίζοντας την σκοπιμότητα της αναθεώρησης του θεσμού του εράνου, τόσο από άποψη νομική, όσο και από άποψη σκοπών, μείωσε αισθητά τη σχετική φορολογία. Πρότεινε δε στο βασιλέα σχετική νομοθετική μεταρρύθμιση, που και την αγαθοεργό δραστηριότητα του Στέμματος θα πρόβαλλε και ουσιαστική ανάγκη θα κάλυπτε, αφού πρόβλεπε να διαθέτονται τα χρήματα σ’ ένα πρόγραμμα αγροτικής κατοικίας.

O βασιλεύς αρχικά συμφώνησε, αλλά ήταν τόσο έντονες οι αντιδράσεις της βασίλισσας, που η κυβέρνηση άφησε τα πράγματα όπως ήταν για να μη γίνει μεγαλύτερος θόρυβος. Tον θεσμό του Εράνου τον κατοχύρωσαν λίγο αργότερα εκείνοι που σφοδρότατα τον είχαν επικρίνει και είχαν υποσχεθεί να τον καταργήσουν: Oι αντίπαλοι του Καραμανλή. Την ίδια εποχή τα Ανάκτορα, έθεσαν θέμα αύξησης της Χορηγίας. O Καραμανλής, θεωρώντας τη στιγμή ακατάλληλη, στην αρχή αρνήθηκε. Μετά όμως από συνεχείς συζητήσεις, κατά τις οποίες προσπαθούσε ματαίως να πείσει τους βασιλείς να περιορίζουν τις δαπάνες τους αντί να τις αυξάνουν, κατέθεσε σχετικό νομοσχέδιο στη Bουλή.

O θόρυβος που δημιουργήθηκε ήταν μεγάλος. H αντιπολίτευση και ο φιλικός της Τύπος εξαπέλυσαν βίαιη επίθεση κατά του Στέμματος, θίγοντας ακόμη και τη μνήμη των προγόνων της βασιλικής οικογένειας. Και όλα αυτά τα έκαναν διαμηνύοντας συνεχώς στον βασιλέα ότι αιτία αυτής της πολεμικής ήταν η παρουσία του Καραμανλή στην εξουσία. Αυτή η απαράδεκτη τακτική δημιουργούσε και στον ίδιο τον Καραμανλή το δυσάρεστο συναίσθημα ότι χωρίς βέβαια δική του ευθύνη, αλλά πάντως εξαιτίας του, φθείρονταν το Στέμμα.

Σχετική επιστολή έστειλε ο Καραμανλής στον βασιλέα, στην προσπάθειά του να αντισταθεί στις διαδοχικά προβαλλόμενες αξιώσεις του Στέμματος και που δείχνει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο το κλίμα που επικρατούσε στις σχέσεις τους.


Αθήναι 3 Οκτωβρίου 1962

«Μεγαλειότατε,

Είναι γνωστή η αφοσίωσίς μου, προς Υμάς και το Στέμμα, πως είναι γνωστή και η εμπιστοσύνη με την οποίαν με περιβάλλετε, και την οποίαν προσεπάθησα δι’ όλων μου των δυνάμεων να δικαιώσω. Παρά ταύτα, μιά διαφορετική εκτίμηση ωρισμένων πραγμάτων, αφορώντων εις την ζωήν και την δραστηριότητα του Στέμματος, εδημιούργησε προσφάτως ένα κλίμα, το οποίον εκτρέφει παρεξηγήσεις και δυσχεραίνει ενίοτε την ομαλήν συνεργασίαν μεταξύ Στέμματος και Κυβερνήσεως. Σας παρακαλώ να βεβαιωθήτε ότι ο υποφαιόμενος ουδεμίαν έχει πρόθεσιν να αναμιγνύεται εις την προσωπικήν Σας ζωήν και να προκαλή ίσως πολλάκις την πικρίαν Σας. 

Οσάκις πράττει τούτο, το πράττει εκ καθήκοντος και μόνον εις τας περιπτώσεις εκείνας που κρίνει ότι δύναται να βλάψουν το Στέμμα και, συνεπώς, και την χώραν. Θα απετέλει βαρείαν παράλειψιν εκ μέρους μου εάν, υπεύθυνος κατά το Σύνταγμα διά τους λόγους και τας πράξεις του Θόνου, απέφευγα, διά να μη γίνω δυσάρεστος, να διατυπώσω ειλικρινώς τας σκέψεις μου επ’ αυτών. Δεν δύναται όμως να αμφισβητηθή η καλή μου πίστις και, συνεπώς, το καθήκον μου να τας υποβάλω. Πάντες αναγνωρίζουν τας αρετάς Σας ως Βασιλέως και Ανθρώπου. Aι αρεταί αυταί Σας εξησφάλισαν την αγάπην του Ελληνικού λαού, η οποία θα πρέπει να διαφυλαχθή χάριν του Έθνους. 

Διότι θα ήτο ιστορικώς ασυγχώρητον εάν η δημοτικότης Σας αυτή, και συνεπώς, η ασφάλεια του Θρόνου, εκλονίζετο, όχι από σφάλματα πολιτικά ή ηθικά, αλλά από έλλειψιν επαρκούς προσοχής επί πραγμάτων, τα οποία, ενώ αυτά καθ’ εαυτά είναι ασήμαντα, είναι δυνατόν, ιδίως εις την χώραν μας, να προξενήσουν φθοράν, με δυσαρέστους συνεπείας. Και τούτο δι τι δίδουν αφορμήν σχολίων, το δε Στέμμα, διά να διατηρηθή άφθαρτον, δεν πρέπει να σχολιάζεται. Όπως γνωρίζετε άλλωστε, η Ελλάς είναι μία χώρα με κρίσιμον γεωγραφικήν θέσιν, με επικίνδυνον πολιτικήν διάρθρωσιν, και με δραματικήν πολιτειακήν ιστορίαν. 

H πραγματικότης αυτή επιβάλλει εις το Στέμμα μείζονα προσοχήν παρά εις οιανδήποτε άλλην χώραν. Θα μου επιτρέψετε να Σας είπω ποία είναι τα θέματα εκείνα τα οποία, κατά την γνώμη μου, έχουν ανάγκη ιδιαζούσης προσοχής:

1. Φαίνεται να επικρατή η πεπλανημένη αντίληψις τι η μεγαλοπρέπεια ενισχύει τον Θρόνον. Συμβαίνει το αντίθετον. H απλότης και η λιτότης εδραιώνουν τον θεσμόν. Αυτό δεν είναι μόνον αληθές, αλλά ανταποκρίνεται πλήρως και εις τον χαρακτήρα Σας.

2. Tα συχνά ταξίδια εις το εξωτερικόν, ταν μάλιστα συνεπάγωνται ταυτόχρονον απουσίαν Βασιλέως και Διαδόχου, προξενούν κακήν εντύπωσιν και προκαλούν αντιδράσεις.

3. Tα κείμενα των Βασιλικών Λόγων δεν είναι ακίνδυνον να γίνωνται εν αγνοία της Κυβερνήσεως. Γνωρίζω και σέβομαι την επιθυμίαν Σας να έχουν τα κείμενα τη σφραγίδα της προσωπικότηάς Σας. Αυτό όμως δύναται να γίνεται εν συνδυασμώ με την υπεύθυνον τοποθέτησιν του πολιτικού περιεχομένου των λόγων Σας.

4. H ικανοποίησις των αναγκών του Στέμματος, όταν αύτη συνεπάγεται δαπάνας του Δημοσίου, θα πρέπει να αποφεύγεται εφ’ όσον δεν είναι αυστηρώς αναγκαία. O λαός είναι σκληρός απέναντι των Aρχόντων του και αρνείται εις αυτούς όχι μόνον την πολυτέλειαν, αλλά ακόμη και την άνεσιν, την οποίαν εν τούτοις επιτρέπει εις τον εαυτόν του. Εις τον τομέα δε ακριβώς αυτόν νομίζω ότι διεπράχθησαν τον τελευταίον καιρόν αρκετά σφάλματα απ’ όλους μας.

5. H έλλειψις πολιτικού συμβούλου με κύρος, στις να ενημερώνη τον Βασιλέα και να κρατή εις διαρκή επαφήν την Κυβέρνησιν με το Στέμμα είναι ουσιώδους σημασίας. Διότι πολλάκις γίνονται παραλείψεις και δημιουργούνται παρεξηγήσεις από έλλειψιν αμοιβαίας ενημερώσεως.

6. O Έρανος Βορείων Επαρχιών, ο οποίος υπό την καθοδήγησιν της Αυτής Μεγαλειότητος της Βασιλίσσης προσέφερε πολυτίμους υπηρεσίας εις το EΈνος, θα ήτο χρήσιμον να μεταρρυθμισθή τόσον ως προς την νομικήν του μορφήν, όσον και ως προς τας επιδιώξεις του. O κ. Mιχ. Πεσμαζόγλου, εξ όσων γνωρίζω, έχει μελετήσει το θέμα και θα ηδύνατο να κάμη χρησίμους εισηγήσεις. 

H ηυξημένη προσοχή και αι μεταβολαί τας οποίας θέτω υπό την κρίσιν Σας θα ήσαν χρήσιμοι ακόμη και υπό συνθήκας ομαλάς. Καθίστανται όμως σήμερον αναγκαίοι διότι, όπως γνωρίζετε, η φθορά του Στέμματος επιδιώκεται από οργανωμένας πολιτικάς δυνάμεις και επί τη βάσει σχεδίου προδιαγεγραμμένου. H προσπάθειά των, η οποία είναι εκβιαστική και κακοήθης, ασφαλώς θα αποτύχη. Θα αποτύχη όμως ταχύτερον και ασφαλέστερον, εάν στερηθή και των ισχυών εκείνων προσχημάτων τα οποία συντρεχούσης και της κακεντρεχείας της Αγοράς, δίδουν ενίοτε ερείσματα εις τον ανέντιμον αγώνα των.

Γνωρίζω τι Σας γίνομαι δυσάρεστος και λυπούμαι βαθύτατα δι’ αυτό. Θα ήμην όμως ανάξιος της εμπιστοσύνης με την οποίαν με περιβάλλετε, εάν δεν διετύπωνα τας σκέψεις εκείνας, τας οποίας μου επιβάλλει το καθήκον μου απέναντι Υμών και της χώρας. Δεν γνωρίζω εάν Θα τας εύρετε όλας πρακτικάς. Σας παρακαλώ όμως να τας μελετήσετε, διότι προέρχονται από άνθρωπον ο οποίος έχει πείραν πολιτικήν, γνωρίζει καλά τον Ελληνικόν λαόν, και ο οποίος επιθυμεί να Σας είναι χρήσιμος.

Mετά βαθυτάτου σεβασμού

K. Καραμανλής

Έτσι φθάσαμε στο θέμα του βασιλικού ταξιδιού στο Λονδίνο. O Καραμανλής συνέστησε τη ματαίωση της επισκέψεως της Φρειδερίκης στο Λονδίνο, αλλά η εισήγησή του απορρίφθηκε. Ακολούθησε το γνωστό επεισόδιο με την κ. Mπ. Aμπατιέλου. O ίδιος ο K. Καραμανλής αφηγήθηκε την σύγκρουσή του με το Στέμμα στο Γάλλο ιστορικό Ροζέ Μασσίπ και ήταν αρκετά αποκαλυπτικός:


«O Βασιλεύς είχε προσκληθεί στο Λονδίνο. Tο ταξίδι αυτό επρόκειτο να γίνει λίγες ημέρες μετά την επίσκεψη της Βασιλίσσης Φρειδερίκης στην Αγγλία. Mια επίσκεψη, που είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από μέρους της Άκρας Αριστεράς και είχε δημιουργήσει δυσάρεστα εις βάρος της επεισόδια. Συνεπεία όλων αυτών εδήλωσα εγκαίρως στον Βασιλέα τι τα συμφέροντα της χώρας επέβαλλαν τη ματαίωση του ταξιδιού αυτού. Eν συνεχεία, συζητήσαμε κατ’ επανάληψιν το θέμα, γιατί ο Bασιλεύς ενεφανίζετο διστακτικός.

Κατά τας συζητήσεις μας υπεστήριξα, εκτός των άλλων, την άποψη τι ο Βασιλεύς όφειλε, σε ένα θέμα τέτοιας φύσεως, να λάβει υπ’ όψη του τη γνώμη της κυβερνήσεως. Τελικά, τον έπεισα και συμφωνήσαμε να απευθύνει προσωπική επιστολή στη Βασίλισσα της Αγγλίας και να της εξηγεί τους λόγους που επέβαλλαν την αναβολή της επισκέψεως. Mου είπε μάλιστα τι θα έστελνε την επιστολή αυτή με τον ίδιο τον διάδοχο. Tο ίδιο βράδυ όμως άλλαξε γνώμη. Είχε επέμβει η Βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία επέμενε στην πραγματοποίηση του ταξιδιού.

Την επομένη που συναντηθήκαμε και πάλι στα Ανάκτορα, ο Βασιλεύς με πληροφορούσε πως δεν μπορούσε να ματαιώσει το ταξίδι του, χωρίς να προκληθούν δυσάρεστες παρεξηγήσεις μεταξύ αυτού και της Βασίλισσας της Αγγλίας. Ύστερα από την απάντηση αυτή, υπέβαλα αμέσως την παραίτησή μου στον Βασιλέα. Και, συγχρόνως, ζήτησα τη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή εκλογών, και μάλιστα για Αναθεωρητική Bουλή. O Βασιλεύς όφειλε κανονικά να διαλύσει τη Bουλή, δεδομένου ότι το ζητούσε κυβέρνηση πλειοψηφίας.

Eν τούτοις δεν το έκανε, για να ικανοποιήσει τους αντιπάλους μου που δεν ήθελαν τις εκλογές γιατί εγνώριζαν εκ των προτέρων ότι θα τις χάσουν. Αυτή ήταν η δεύτερη και σοβαρότερη διαφωνία μου με τον Βασιλέα που έγινε και αφετηρία για τις οδυνηρές περιπέτειες που ακολούθησαν εν συνεχεία. Πριν αναχωρήσω είπα στον Βασιλέα: «Από σήμερα Μεγαλειότατε, μπαίνετε και εσείς, και η μοναρχία, και η Ελλάδα σε μεγάλη περιπέτεια».

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΥΤΟ ΕΞΟΡΙΑΣ 1963 - 1974

Κατά τη μακροχρόνια απουσία του Κ. Καραμανλή από την Ελλάδα -δεν θα επέστρεφε παρά την επαύριον της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974-, η πολιτική ζωή της χώρας διολίσθησε σε ατραπούς που έθεσαν σε κίνδυνο το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Η αδυναμία του νέου πρωθυπουργού να επιβληθεί ακόμα και μέσα στην παράταξή του, η επανεμφάνιση στο προσκήνιο του Κυπριακού ζητήματος και μάλιστα με τρόπο δραματικό, η ακραία πολλές φορές ρητορεία εκ μέρους της ηγεσίας των κομμάτων, ο θάνατος του βασιλιά Παύλου και η άνοδος του υιού του Κωνσταντίνου στον Ελληνικό θρόνο απετέλεσαν ένα μείγμα πράγματι εκρηκτικό που απειλούσε την πολιτική σταθερότητα.

Η κρίση του Ιουλίου του 1965 αποτέλεσε, ασφαλώς, το αποκορύφωμα μιας ανεξέλεγκτης εκτροπής της πολιτικής ζωής από την κοινοβουλευτική ομαλότητα. Την ίδια περίοδο, η εκτόξευση ανυπόστατων κατηγοριών από την πλευρά της Ένωσης Κέντρου και της Ε.Δ.Α εναντίον του αυτοεξόριστου Καραμανλή και συνεργατών του για δήθεν διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και παράνομο πλουτισμό είχε προκαλέσει την έντονη αντίδραση του πρώην πρωθυπουργού, που καταλόγιζε στους αντιπάλους του προσπάθεια ηθικής και πολιτικής του εξόντωσης. Σε κάθε περίπτωση, η επιστημονική έρευνα κατέληξε σε πορίσματα που στο σύνολό τους δικαίωναν πλήρως τον Καραμανλή.

Παράλληλα, η κρίση των μέσων της δεκαετίας του 1960 καθιστούσε, για μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου και της κοινής γνώμης, επιτακτική την επάνοδο του Καραμανλή στην πολιτική ζωή. Ήδη, πριν από την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος, ο Μακεδόνας πολιτικός είχε αποκρούσει επανειλημμένες προσκλήσεις για ανάμιξή του στις Ελληνικές υποθέσεις. Η άρνησή του αυτή δεν θα πρέπει να αποδοθεί σε κάποιο προσωπικό πείσμα ή ακόμα περισσότερο στην έλλειψη ενδιαφέροντος για τα τεκταινόμενα στην πατρίδα - κάθε άλλο. Θεωρώντας ότι δεν υπήρχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκ νέου δραστηριοποίησή του, απέρριψε το ενδεχόμενο να επιστρέψει στην Ελλάδα και να αναλάβει την πρωθυπουργία.

Η επιβολή του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 υπήρξε μια εξέλιξη που πραγματικά συγκλόνισε τον Κ. Καραμανλή. Με δημόσια τοποθέτησή του, δύο ημέρες αργότερα, ο πρώην πρωθυπουργός καταδίκασε απερίφραστα τη στρατιωτική δικτατορία, τονίζοντας την ανάγκη άμεσης ανατροπής των πραξικοπηματιών και αναδόμησης του δημοκρατικού πολιτεύματος σε βάσεις στέρεες και υγιείς, απαλλαγμένο από τις ανωμαλίες του πρόσφατου παρελθόντος. Η ελπίδα του Κ. Καραμανλή ότι το νέο καθεστώς θα αποτελούσε μια προσωρινή κατάσταση και ότι θα ήταν εφικτή η αποκατάσταση της δημοκρατίας σύντομα θα διαψευδόταν.

Νέα δριμεία καταγγελία του στρατιωτικού καθεστώτος, αυτή τη φορά μέσα από συνέντευξή του στη Γαλλική εφημερίδα «Le Monde», στις 28 Νοεμβρίου 1967 κατέστησε το χάσμα ανάμεσα στον Καραμανλή και τη χούντα των Αθηνών αγεφύρωτο. Το αποτυχημένο κίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου για την ανατροπή των δικτατόρων και η αποχώρησή του για τη Ρώμη, τον Δεκέμβριο του 1967, θα ενίσχυε σημαντικά τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και τους υπόλοιπους πραξικοπηματίες. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα αντιμετώπιζε κίνδυνο διπλωματικής απομόνωσης. Η ένταση στις σχέσεις με την Τουρκία με αφορμή το Κυπριακό και η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης απειλούσαν να περιπλέξουν τη χώρα σε κρίση πρωτοφανή.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ολοένα και περισσότεροι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου, ανεξαρτήτως κομματικής ή ιδεολογικής προέλευσης, προσέβλεπαν στη «λύση Καραμανλή», τη μοναδική ρεαλιστική προοπτική για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών. Ο Κ. Καραμανλής, από την πλευρά του, επέμενε στην ανάγκη ουσιαστικής μεταρρύθμισης του πολιτικού συστήματος προκειμένου να μην επαναληφθούν τα λάθη που είχαν οδηγήσει στην κοινοβουλευτική εκτροπή. Η αδυναμία, εντούτοις, συντονισμού της αντιδικτατορικής δράσης των εκπροσώπων της Ε.Ρ.Ε και της Ένωσης Κέντρου θα απογοήτευε τον Κ. Καραμανλή, οδηγώντας τον στην απόφαση της σιωπής.


Σε προσωπικό επίπεδο, το 1970 ο Καραμανλής και η σύζυγός του Αμαλία αποφάσισαν να τερματίσουν τον έγγαμο βίο τους. Ο Κ. Καραμανλής επανήλθε, ύστερα από μια μακρά περίοδο απουσίας, με νέες του δηλώσεις στις 23 Απριλίου 1973, που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες «Βραδυνή» και «Θεσσαλονίκη». Η παρέμβασή του αυτή αποτέλεσε ένα δριμύ «κατηγορώ» για τις μεθόδους του αυταρχικού καθεστώτος. Παράλληλα, ο Κ. Καραμανλής καλούσε τη δικτατορία να αναλάβει πρωτοβουλίες για επιστροφή στους δημοκρατικούς θεσμούς.

Η επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο σχηματισμός προσωρινής κυβέρνησης, επιφορτισμένης με έκτακτες εξουσίες, και τελικά η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία αποτελούσαν κατά τον Καραμανλή τα απαραίτητα βήματα προς την κατεύθυνση αυτή. Πολύ σύντομα, η τροπή που θα έπαιρναν τα γεγονότα θα απογοήτευε ακόμα περισσότερο τον Καραμανλή. Ούτε, όμως, η κορύφωση της λαϊκής δυσαρέσκειας ούτε το κίνημα του Ναυτικού προκάλεσαν τελικά την πτώση του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Αντίθετα, στις 25 Νοεμβρίου 1973, λίγες ημέρες μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Δ. Ιωαννίδης ανέτρεψε την κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη για να εγκαθιδρύσει ένα ακόμα πιο αυταρχικό καθεστώς.

Ήταν το ίδιο καθεστώς που λίγους μήνες αργότερα, στις 15 Ιουλίου 1974, προχώρησε στην πραξικοπηματική ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, δίνοντας στην Τουρκία την αφορμή που επιζητούσε για να εισβάλει στην Κύπρο. Κατά τρόπο ειρωνικό, η Τουρκική εισβολή σηματοδότησε την επιστροφή του Καραμανλή στην Ελλάδα ύστερα από 11 χρόνια αυτοεξορίας.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΑ 1974 - 1980

«Προσεύχεσθε για μένα». Με τα λόγια αυτά ο Κ. Καραμανλής εγκατέλειπε το Παρίσι, το βράδυ της 23ης Ιουλίου 1974, προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας σε ώρες τραγικές για τον Ελληνισμό. Τα Τουρκικά στρατεύματα είχαν ήδη καταλάβει μεγάλο μέρος της Κύπρου, ενώ την ίδια στιγμή η δικτατορία των Αθηνών αποδείχτηκε ανήμπορη να αντιδράσει. Η εξέλιξη αυτή ανάγκασε το καθεστώς Ιωαννίδη να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς για να διαχειρισθούν την κρίση.

Σε χρόνο ρεκόρ, ο K. Καραμανλής σχημάτισε κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, υπερκομματική με υπουργούς που είχαν αναπτύξει αντιστασιακή δράση. Aν και ισορροπούσε σε ένα τεντωμένο σχοινί, απέλυσε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους, διέλυσε την E.Σ.A, συνέλαβε τους πραξικοπηματίες και τους βασανιστές που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν. Επανέφερε στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως τους διωγμένους πως και τους απόστρατους και απότακτους του Ναυτικού και τους διωχθέντες δικαστικούς. Κίνησε τη διαδικασία καταθέσεων για το Πολυτεχνείο. Αποκατέστησε το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. 

Νομιμοποίησε το K.K.E. Oλα τα κόμματα λειτουργούσαν πλέον ελεύθερα και αμνηστεύθηκαν άπαντα τα πολιτικά αδικήματα. Tο επίτευγμα της ανώδυνης μεταβάσεως από τη δικτατορία στη δημοκρατία χαρακτηρίσθηκε διεθνώς ως «θαύμα». Ως εσχάτη πράξη διαμαρτυρίας έναντι της Συμμαχίας για το Κυπριακό, ο Καραμανλής έλαβε τη δραματική απόφαση αποχωρήσεως από το στρατιωτικό σκέλος του N.A.T.O και κατήγγειλε την Τουρκία ότι απειλεί την παγκόσμια ειρήνη, με προσφυγή στον O.H.E. Ίδρυσε τη «Νέα Δημοκρατία», κόμμα σύγχρονο και φιλελεύθερο.

Αν και αρχικά η σύσκεψη της 23ης Ιουλίου, στην οποία μετείχε η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας, είχε αναθέσει το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ύστερα από παρέμβαση του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα προκρίθηκε η ανάθεση της προεδρίας της κυβέρνησης στον Καραμανλή. Χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν το ξημέρωμα της 24ης Ιουλίου στο αεροδρόμιο του Ελληνικού προκειμένου να υποδεχθούν τον Μακεδόνα πολιτικό. Λίγες ώρες αργότερα, ο Κ. Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός ενώπιον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Σεραφείμ.

Δύο ημέρες αργότερα, ορκίστηκαν τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας - ανάμεσά τους ο Γεώργιος Ράλλης, ο Γεώργιος Μαύρος, ο Ευάγγελος Αβέρωφ- Τοσίτσας, ο Ξενοφών Ζολώτας και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Το έργο το οποίο εκλήθη να φέρει εις πέρας η κυβέρνηση ήταν τεράστιο: αποκατάσταση της πειθαρχίας στο στράτευμα, εκπόνηση νέου Συντάγματος, επίλυση του πολιτειακού ζητήματος, διατήρηση της εθνικής ομοψυχίας, αναίμακτη μετάβαση στη δημοκρατία. Και όχι μόνο. Στις 14 Αυγούστου 1974, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία της Ελλάδας να επέμβει στρατιωτικά στο νησί, η Άγκυρα εξαπέλυσε νέα επίθεση καταλαμβάνοντας το 38 % του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η απόφαση του Καραμανλή να αποχωρήσει η Ελλάδα, τότε ακριβώς, από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ υπήρξε απόρροια της απογοήτευσής του για την αδυναμία της Ατλαντικής Συμμαχίας να αποτρέψει τη νέα Τουρκική εισβολή, καθώς και αναγκαιότητα υπό το βάρος της δυσαρέσκειας του συνόλου της κοινωνίας έναντι της στάσης των δυτικών Συμμάχων. Την ίδια στιγμή, νοσταλγοί του χουντικού καθεστώτος προέβαιναν σε ενέργειες αποσταθεροποίησης της νέας κυβέρνησης. Παρά τις μεγάλες αντιξοότητες -πρωτοφανών ακόμα και γι’ αυτήν την Ελληνική μεταπολεμική ιστορία-, η μετάβαση στην κοινοβουλευτική ομαλότητα επετεύχθη με τρόπο απολύτως ικανοποιητικό.

Η σταδιακή επαναφορά των δημοκρατικών θεσμών, η αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών, η επιβολή πειθαρχίας στις Ένοπλες δυνάμεις, η ανασυγκρότηση της διοικητικής μηχανής, η επαναλειτουργία των πολιτικών κομμάτων, η νομιμοποίηση του Κ.Κ.Ε και η προκήρυξη εκλογών για τις 17 Νοεμβρίου 1974 υπήρξαν επιτεύγματα της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Καραμανλής προέβη στη συγκρότηση νέου κομματικού φορέα, της Νέας δημοκρατίας (Ν.Δ). Λίγο αργότερα, ο Ανδρέας Παπανδρέου, που στο μεταξύ είχε αρνηθεί να μετάσχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ανακοίνωσε την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑ.ΣΟ.Κ).


Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου, η Ν.Δ. κατήγαγε θριαμβευτική νίκη, συγκεντρώνοντας ποσοστό 54,37 % έναντι 20,42 % της Ένωσης Κέντρου- Νέων δυνάμεων, 13,58 % του ΠΑΣΟΚ και 9,47 % της Ενωμένης Αριστεράς (συνασπισμός Κ.Κ.Ε, Κ.Κ.Ε Εσωτερικού και Ε.Δ.Α). Επόμενη πρόκληση του Κ. Καραμανλή η οριστική επίλυση του πολιτειακού ζητήματος. Ο ίδιος προέκρινε τη στάση της απόλυτης και αυστηρής ουδετερότητας, η οποία σε τελική ανάλυση καθόρισε και το μέλλον του θεσμού της βασιλείας. Στο δημοψήφισμα της 8 Δεκεμβρίου 1974, 69,2 % του εκλογικού σώματος ετάχθη υπέρ της Αβασίλευτης δημοκρατίας.

Μετά την επιτυχή διενέργεια των βουλευτικών εκλογών και του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, η κατάρτιση νέου Συντάγματος αποδείχθηκε αναγκαία προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση ενός σύγχρονου και λειτουργικού πολιτεύματος. Ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής, έχοντας ενωρίς διαγνώσει τις αδυναμίες του Συντάγματος του 1952, είχε επιδιώξει την αναθεώρηση μη θεμελιωδών διατάξεών του. Τελικά, ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας, που εγκρίθηκε στις 7 Ιουνίου 1975 από την Ε' Αναθεωρητική Βουλή, δεν απείχε, όσον αφορά στο πνεύμα και την ουσία του, από τη «βαθιά τομή» του 1963.

Κατά τη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του οικοδόμησε μια σύγχρονη και προοδευτική δημοκρατία και εξόπλισε την Ελληνική πολιτεία με νέους, εύρωστους θεσμούς που έλαβαν συνταγματική κατοχύρωση. Tο Σύνταγμα του 1975 θεωρείται ένα από τα πιο εκσυγχρονισθέντα των χωρών της Ευρώπης. O κοινοβουλευτικός βίος λειτούργησε υποδειγματικά. Ουδέποτε η Ελλάδα γνώρισε περίοδο πλήρους ελευθερίας όσο την εξαετία αυτή. Tην ίδια περίοδο λύθηκε επίσης ένα σοβαρό εθνικό πρόβλημα, το γλωσσικό, με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας. 

Αντιμετώπισε με ψυχραιμία τις Τουρκικές προκλήσεις και χωρίς να κάνει καμία παραχώρηση εις βάρος των εθνικών συμφερόντων απέτρεψε δύο φορές τον πόλεμο με την Τουρκία. Eν τω μεταξύ, με την επιμονή του οι ένοπλες δυνάμεις έφθασαν στο υψηλότερο σημείο, ενισχύοντας έτσι την ασφάλεια της χώρας. Μετά το τέλος της Μεταπολίτευσης, μείζων στόχος του Καραμανλή αναδείχθηκε η ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η διαδικασία αυτή, που είχε ήδη δρομολογηθεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, είχε ανακοπεί κατά τη διάρκεια της επταετίας. 

Επικρατώντας σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, το 1974 και το 1977, ο Καραμανλής εξασφάλισε όλο τον απαιτούμενο χρόνο προκειμένου να πείσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ότι η Ελλάδα κάλυπτε όλες τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί ως πλήρες μέλος στην Ε.Ο.Κ. «Αν δεν ενταχθεί στην Ε.Ο.Κ, η μοίρα του τόπου δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ», εκμυστηρευόταν στον Γεώργιο Ράλλη. Η υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ, στις 28 Μαΐου 1979, δεν απετέλεσε προσωπική μόνο επιτυχία του Κ. Καραμανλή, αλλά πραγματοποίηση του οράματος μιας ολόκληρης γενιάς. 

Ύστερα από μακροχρόνιες προσπάθειές του, η Ελλάδα έγινε απ την 1η Ιανουαρίου του 1981  το δέκατο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. H Ευρωπαϊκή πολιτική του είναι απόρροια της βαθιάς και μακροχρόνιας πίστεώς του στην Ευρώπη και στο μέλλον της. Πιο Ευρωπαίος από τους Ευρωπαίους, αγωνίσθηκε επί χρόνια για την ενοποίηση της Ευρώπης. Την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα την συνδύασε με αυτήν ακριβώς την ενοποιημένη Ευρώπη, στο μέλλον της οποίας πίστεψε βαθύτατα. Σε αναγνώριση των αγώνων του για την Ιδέα της Ευρώπης, τιμήθηκε με τα βραβεία «Καρλομάγνου» και «Σουμάν».

Παράλληλα με τις πρωτοβουλίες για την ενσωμάτωση στην Ε.Ο.Κ, ο Καραμανλής κατέβαλε σύντονες προσπάθειες για περαιτέρω εναρμόνιση των σχέσεων της Ελλάδας με τα Βαλκανικά κράτη. Η προσέγγιση με τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία συνέβαλε τα μέγιστα στην εμπέδωση της σταθερότητας στη Χερσόνησο του Αίμου, σε μια περίοδο κατά την οποία οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν εξαιρετικά τεταμένες.

Η αδιαλλαξία της Άγκυρας για την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό, η εμμονή της στη διατήρηση των κατεχόμενων εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, η επιδεικτική αγνόηση των ψηφισμάτων του Ο.Η.Ε αλλά και η νέα ένταση στο Αιγαίο, το 1976, καθιστούσαν την αποκατάσταση σχέσεων εμπιστοσύνης με την Τουρκία εξαιρετικά δυσχερή. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να πιέσει την Τουρκία σε διαλλακτικότερες θέσεις, ο Κ. Καραμανλής ακολούθησε μία πολυδιάστατη διπλωματία, η οποία περιελάμβανε την πρωτοβουλία του για τη συγκρότηση διαβαλκανικής Συνεργασίας επί οικονομικών.

Και ίσως αργότερα πολιτικών ζητημάτων και την προσέγγισή του με τις δύο κομμουνιστικές δυνάμεις, τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, τις οποίες επισκέφθηκε στα τέλη του 1979. Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση με τα Αραβικά κράτη, ενώ οι θέσεις του για την επίλυση του Παλαιστινιακού προβλήματος χαρακτηρίζονταν από νηφαλιότητα και ώριμη προσέγγιση, που τον διαφοροποιούσε αισθητά από τη δυτική επιχειρηματολογία.Κατά τα έξι χρόνια που παρέμεινε στην πρωθυπουργία της χώρας τη δεκαετία του 1970, ο Κ. Καραμανλής πέτυχε την ομαλή μετάβαση από ένα αυταρχικό καθεστώς σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας.

Εξασφάλισε την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας, όταν η απομάκρυνσή μας δεν είχε άλλα να αποδώσει και έπρεπε να αποτραπεί η εγκαθίδρυση της Τουρκίας σε θέσεις - κλειδιά του N.A.T.O, για να ενισχύσει τις βλέψεις της στο Αιγαίο. H επανένταξη αυτή επιτεύχθηκε παρά τα αντιNATOϊκά αισθήματα που είχε προκαλέσει στην Ελλάδα η έλλειψη αποτελεσματικής αντιδράσεως του N.A.T.O κατά της επιθέσεως της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου και αποδείχθηκε τόσο αναγκαία, ώστε διατηρήθηκε και ταν ανήλθε στην εξουσία το ΠA.ΣO.K με συνθήματα όπως «Έξω από το NATO»!


Mε την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την επάνοδο στο N.A.T.O, η Ελλάδα κατέστη μόνιμο μέλος της οικογένειας των δημοκρατικών εθνών της Δύσης και η οικονομική απόδοση της ένταξης υλοποιήθηκε σε όλη την επικράτεια με ανεκτίμητο εθνικό όφελος. Πραγματοποίησε εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταβολές στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα, παρά τις συγκυριακές δυσχέρειες, λόγω της ενεργειακής κρίσεως, των αυξημένων αμυντικών δαπανών και του πληθωρισμού. H πολιτική αυτή οδήγησε σταθερά τη χώρα προς την κοινωνική δημοκρατία με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των μεγάλων στρωμάτων του λαού.

Την περίοδο αυτή, βέβαια, μείζων προτεραιότητα των κυβερνήσεών του ήταν πλέον η ένταξη στην Ε.Ο.Κ. Επανάληψη του οικονομικού θαύματος της οκταετίας δεν ήταν εφικτή. Άλλωστε, ήταν βέβαιο ότι η ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ θα συνέβαλε καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αν βέβαια η διαχείριση των Ευρωπαϊκών κονδυλίων γινόταν με τρόπο χρηστό και λελογισμένο. Παρ’ όλα αυτά, την περίοδο 1974 - 1980 έγιναν σημαντικές παρεμβάσεις στους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης, της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Mε το έργο του στον πολιτιστικό τομέα, ο Καραμανλής αξιοποίησε την πολιτιστική μας ταυτότητα. Ως τα κυριότερα από τα έργα του στον τομέα αυτόν, θα μπορούσαν να αναφερθούν:
  • Tο ειδικό πρόγραμμα για τη διάσωση και τη συντήρηση των μνημείων της Ακροπόλεως που χρηματοδοτήθηκε από τη δική του κυβέρνηση, ενώ ο ίδιος αρνήθηκε διεθνή έρανο που είχε αποφασίσει η UNESCO.
  • Ανασκαφές στην Μακεδονία με ιδιαίτερη έμφαση στο τρίγωνο Βεργίνας - Πέλλας - Δίου. Ανασκαφές στη Θράκη πρώτη φορά με τρόπο συστηματικό. 
  • Tον ειδικό φορέα διαφύλαξης Αγιορείτικης κληρονομιάς, με σκοπό τη διάσωση του Αγίου Όρους.
  • Διαμόρφωση της περιοχής Ακρόπολης - Φιλοπάππου, με τη συνεργασία του Πικιώνη, του Θεάτρου Ηρώδου Αττικού και διαμόρφωση του γύρω χώρου. 
  • Tο Φεστιβάλ Αθηνών που έλαβε ιδιαίτερη αίγλη κατά την περίοδο της πρώτης οκταετίας αλλά και λαμπρότητα από τη μεταπολίτευση του 1974. 
  • Tο Φεστιβάλ Επιδαύρου που καθιερώθηκε από το 1955 ως θεσμός παραστάσεως αρχαίου δράματος.
  • «Ήχος και Φως» στο Ηρώδειο και στην Ακρόπολη, Θέατρο Διονύσου: με πρωτοβουλία του Καραμανλή καταρτίσθηκε μελέτη από Γερμανούς ειδικούς, που όμως έμεινε ανεκτέλεστη.
  • Εθνικό Θέατρο Ανακαίνιση και επέκταση. Επί Καραμανλή υπήρξε η χρυσή περίοδος του Αιμ. Χουρμουζίου στο Εθνικό, όπως και η περίοδος Κωστή Μπαστιά για τη Λυρική Σκηνή.
  • Θέατρο Λυκαβηττού: λειτούργησε πρώτη φορά στη διάρκεια της πρώτης πρωθυπουργίας του. 
  • KΘBE: λειτούργησε επίσης από την πρώτη πρωθυπουργία του.
  • Aκόμη, τα θέατρα Δάσους Θεσσαλονίκης, Κερκύρας και Ρόδου. 
  • Αξιοποίηση του Αρχαίου Θεάτρου των Φιλίππων και καθιέρωση του εκεί φεστιβάλ. 
  • Θέατρο Δωδώνης, αναστήλωση του αρχαίου θεάτρου και λειτουργία του Άρμα Θέσπιδος, με σκοπό τη θεατρική παιδεία στην επαρχία μέσω της πραγματοποίησης περιοδειών.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 1980 - 1985 ΚΑΙ 1990 - 1995

Κρίνοντας ότι οι στρατηγικοί στόχοι των κυβερνήσεών του είχαν επιτευχθεί, ο Κ. Καραμανλής αποφάσισε να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία της χώρας και να θέσει υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Ελληνικής δημοκρατίας. Σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η άνοδος του ΠΑ.ΣΟ.Κ και του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία ήταν αρκετά πιθανή, η ανάδειξη του Καραμανλή στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα εγγυάτο ότι ο νέος πρωθυπουργός δεν θα απέκλινε σημαντικά από τις βασικές αρχές της Καραμανλικής διακυβέρνησης - τουλάχιστον όσον αφορά στο διεθνή προσανατολισμό της χώρας.

Πράγματι, η αντιδυτική ρητορεία που καλλιέργησε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ακόμα και ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 1977 - 1981, δημιουργούσε εύλογες ανησυχίες ότι μετά την άνοδό του στην εξουσία θα επεδίωκε την έξοδο της Ελλάδας από το Ν.Α.Τ.Ο ή ακόμα και από την Ε.Ο.Κ. Η παρουσία και μόνο του Καραμανλή στην Προεδρία της δημοκρατίας, δεδομένων μάλιστα και των ενισχυμένων αρμοδιοτήτων που αναγνώριζε στον ανώτατο άρχοντα το Σύνταγμα του 1975, θα λειτουργούσε ανατρεπτικά σε οποιαδήποτε προσπάθεια του πρωθυπουργού για ριζική μεταστροφή των διεθνών επιλογών της χώρας.

H απόφαση του K. Καραμανλή να μετακινηθεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας το 1980, δεν ήταν ξαφνική. H πρόθεσή του είχε διαφανεί αμέσως μετά το δημοψήφισμα του 1974 και την επεξεργασία του Συντάγματος του 1975. Άλλωστε και ο ίδιος από τότε δεν είχε αποκλείσει την προεδρική υποψηφιότητα. Υπήρχε πάντα στη σκέψη του και στους προβληματισμούς του. Στις 25 Ιανουαρίου του 1980 ο K. Καραμανλής αποκάλυψε έμμεσα για πρώτη φορά στην Κοινοβουλευτική Oμάδα της N.Δ. την πρόθεσή του να μετακινηθεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Τελικά ο Καραμανλής έσπασε τη σιωπή του και στις 19 Απριλίου του 1980 και αποσαφήνισε την πρόθεσή του να εκλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας.

Διεξήχθησαν τρεις ψηφοφορίες, η τρίτη ψηφοφορία έγινε στις 5 Μαΐου. H εκλογή Προέδρου σύμφωνα με το Σύνταγμα απαιτούσε στην τελευταία ψηφοφορία 180 ψήφους. O Καραμανλής εξελέγη Πρόεδρος με 183 ψήφους. Στις 10 Μαΐου ορκίσθηκε η νέα κυβέρνηση της N.Δ. με πρωθυπουργό τον κ. Γ. Pάλλη και στις 15 Μαΐου έγινε η ορκωμοσία του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, K. Καραμανλή. Η εκλογή του Κ. Καραμανλή από τη Βουλή ως Προέδρου της δημοκρατίας έγινε στις 5 Μαΐου 1980. 


Νέος πρωθυπουργός εξελέγη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ ο Γεώργιος Ράλλης, επικρατώντας οριακά του βασικού του πολιτικού αντιπάλου Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι σχέσεις του Καραμανλή με τον παλαιό του συνεργάτη ήταν άψογες. Αλλά και η συνεργασία του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, θριαμβευτή των εκλογών της 18ης Οκτωβρίου 1981, υπήρξε, παρά τις όποιες διαφωνίες, ικανοποιητική. Η άποψη αυτή έδειχνε να επιβεβαιώνεται όταν, στο τέλος της πρώτης θητείας του Καραμανλή στο Προεδρικό Μέγαρο, διαφάνηκε η πρόθεση του Παπανδρέου να στηρίξει μια νέα υποψηφιότητα του Μακεδόνα πολιτικού. 

Στις επόμενες προεδρικές εκλογές ο λαός έμεινε έκπληκτος από τις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης του ΠAΣOK. H εκλογή του αρεοπαγίτη Xρ. Σαρτζετάκη στο ανώτατο αξίωμα της ελληνικής πολιτείας είχε όλα τα χαρακτηριστικά του πολιτικού θρίλερ ή μάλλον του πολιτικού πόκερ με κλειστά χαρτιά, μπλόφες και αιφνιδιασμούς. Τίποτε δεν προμηνούσε την πολιτική θύελλα που επρόκειτο να ξεσπάσει. Άλλωστε, ο πρωθυπουργός κ. Ανδρ. Παπανδρέου μπορεί να μην είχε ανοίξει τα χαρτιά του, αλλά άφηνε σαφώς να εννοηθεί ότι δεν θα είχε αντίρρηση να ανανεώσει τη θητεία του K. Καραμανλή στην προεδρική εκλογή του Mαρτίου 1985.

Σε φιλική δεξίωση προς τιμήν των πολιτικών συντακτών στο Kαστρί, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους, «Τι θα γίνει με τον Καραμανλή», ο κ. Παπανδρέου απήντησε αφοπλιστικά: ''Βλέπετε εσείς κανένα καλύτερο''; Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, ο A. Παπανδρέου είχε κατ’ αρχήν καταλήξει στην υποψηφιότητα Καραμανλή, αλλά δεχόταν εισηγήσεις από τους στενούς του συνεργάτες, να μην υποστηρίξει τον Μακεδόνα πολιτικό. Kι όμως, την Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου του 1985, ο A. Παπανδρέου συναντήθηκε με τον K. Καραμανλή και του πρότεινε να είναι εκ νέου υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας.

O Καραμανλής ζήτησε από τον πρωθυπουργό, η σχετική πρόταση του ΠA.ΣO.K να διατυπωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη θίγεται η υπερκομματική λειτουργία του θεσμού. Συμφώνησαν να συναντηθούν και πάλι στις 7 Mαρτίου, για να φέρει ο κ. Παπανδρέου το κείμενο της προτάσεως του ΠA.ΣO.K. Την Τετάρτη 6 Mαρτίου η Προεδρία της Δημοκρατίας ειδοποίησε το γραφείο του πρωθυπουργού ότι ο κ. Καραμανλής είχε προσβληθεί από γρίπη και συνεπώς η συνάντηση θα γινόταν άλλη μέρα. Ταυτόχρονα, όμως, η Προεδρία υπενθύμιζε ότι ο Πρόεδρος ανέμενε το κείμενο του ΠA.ΣO.K. Tο κείμενο αυτό δεν έφθασε ποτά στα χέρια του κ. Καραμανλή.

Tο απόγευμα της Παρασκευής 8 Mαρτίου 1985, ο Μένιος Κουτσόγιωργας συνάντησε στο προεδρικό μέγαρο τον γραμματέα της Προεδρίας της Δημοκρατίας κ. Π. Μολυβιάτη και τον διαβεβαίωσε για την υποστήριξη του ΠA.ΣO.K προς τον κ. Καραμανλή. Και το πρωί της 9ης Mαρτίου 1985, ο πρωθυπουργός κ. Ανδρ. Παπανδρέου ανακοίνωσε στη συνεδρίαση της K.E. του ΠA.ΣO.K την υποψηφιότητα του κ. Χρ. Σαρτζετάκη. Στις 9 Απριλίου του 1990 η N.Δ. κέρδισε τις εκλογές. Παρά ταύτα, στις 9 Μαρτίου 1985 ανακοινώθηκε αιφνιδιαστικά η απόφαση του ΠΑ.ΣΟ.Κ να προταθεί για το αξίωμα ο αρεοπαγίτης Χρήστος Σαρτζετάκης.

Αν και τα κίνητρα πίσω από την απόφαση του Παπανδρέου παραμένουν αδιευκρίνιστα, η ξαφνική αυτή μεταστροφή προκάλεσε τη δικαιολογημένη οργή του Κ. Καραμανλή. Πέντε ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη αποχώρηση του Κ. Καραμανλή από την Προεδρία της δημοκρατίας, ο νέος πρωθυπουργός και πρόεδρος της Ν.Δ Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα καλούσε και πάλι το γηραιό πολιτικό να αναλάβει χρέη ανώτατου άρχοντα. Στις 29 Απριλίου 1990 διεξήχθη η τέταρτη ψηφοφορία για την εκλογή νέου ρυθμιστού του Πολιτεύματος. Στην πέμπτη ψηφοφορία που έγινε στις 4 Μαΐου ο K. Καραμανλής εξελέγη τελικά πρόεδρος της Δημοκρατίας με 153 ψήφους.

Η ορκωμοσία του πραγματοποιήθηκε στις 11 Απριλίου 1990, σε μια περίοδο δραματικών πολιτικών εξελίξεων, τόσο σε περιφερειακή όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η επανένωση της Γερμανίας, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία συνιστούσαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την έναρξη μιας νέας αλλά απρόβλεπτης εποχής. Άμεση συνέπεια της πτώσης των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ευρωπαϊκή ήπειρο υπήρξε η εμφάνιση στο προσκήνιο του Μακεδονικού Ζητήματος.

Η διαφωνία του πρωθυπουργού με τον υπουργό των Εξωτερικών, Αντώνη Σαμαρά, για το χειρισμό του Μακεδονικού έμελλε να αποτελέσει και την αφορμή για την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τρία μόλις χρόνια μετά την επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας. Οι εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993 σηματοδότησαν την επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του στην Προεδρία της δημοκρατίας, από το 1990 έως το 1995, η δραστηριότητα του Κ. Καραμανλή παρέμεινε περιορισμένη σε σχέση με εκείνη που είχε αναπτύξει κατά τα έτη 1980-1985.

Το 1990 ήταν ήδη 83 ετών και συνεπώς αδυνατούσε να ταξιδέψει στο εξωτερικό προκειμένου να ενισχύσει τη διεθνή θέση της χώρας, όπως είχε πράξει με εξαιρετική επιτυχία κατά την πρώτη θητεία του. Έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, πάντως, η ενεργή παρουσία του Κ. Καραμανλή στην πολιτική ζωή της χώρας αποτελούσε από μόνη της, σε μια κρίσιμη συγκυρία για την Ελλάδα, εγγύηση για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος και την προάσπιση της εθνικής ενότητας. Αποχώρησε από την Προεδρία τον Μάρτιο του 1995, έχοντας διανύσει εξήντα χρόνια αδιάλειπτης προσφοράς προς τον τόπο του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως κατά τη διάρκεια της μακράς παρουσίας του στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, ο Καραμανλής υπήρξε από τις προσωπικότητες εκείνες που λοιδορήθηκαν όσο ελάχιστοι. Στις έξι δεκαετίες της ενεργού ενασχόλησής του με τα κοινά, είτε ως υπουργός είτε ως πρωθυπουργός είτε ακόμα ως ιδιώτης, ο Μακεδόνας πολιτικός υπήρξε συχνά στόχος ανήθικων επιθέσεων και έωλων καταγγελιών. Ανάμεσα στα άλλα, έχει κατηγορηθεί ότι ενεπλάκη σε οικονομικά σκάνδαλα, ότι ανήλθε στην εξουσία χάρη στην υποστήριξη μυστικών υπηρεσιών και ξένων συμφερόντων (συνήθως Αμερικανικών), ότι πρόδωσε την Κύπρο (και μάλιστα δύο φορές, το 1959 και το 1974).


Ότι υπήρξε ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, ότι διετέλεσε συνεργάτης των Γερμανών κατά την περίοδο της Κατοχής, ότι οργάνωσε τις εκλογές «βίας και νοθείας». Ίσως είναι περιττό να επαναληφθεί ότι όλες ανεξαιρέτως οι κατηγορίες έχουν αποδειχθεί αβάσιμες και ιστορικά ανυπόστατες. δεν είναι, όμως, περιττό να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι ο Κ. Καραμανλής υπήρξε ο μοναδικός από τους μεγάλους πολιτικούς άνδρες από την ίδρυση του σύγχρονου Ελληνικού κράτους που είδε τις βασικές στρατηγικές του επιλογές όχι μόνο να δικαιώνονται ιστορικά, αλλά και να αναγνωρίζονται από πολιτικούς του αντιπάλους.

Ο ίδιος, άλλωστε, ουδέποτε φοβήθηκε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με την Ιστορία. Η ίδρυση, το 1983, του ομώνυμου ιδρύματος και η παραχώρηση σε αυτό του προσωπικού του αρχείου υπήρξε ασφαλώς απόρροια της βαθιάς προσήλωσής του στη διαφώτιση της ιστορικής αλήθειας. Στις 23 Απριλίου 1998, ο Κ. Καραμανλής θα άφηνε την τελευταία του πνοή, έχοντας εκπληρώσει στο ακέραιο την «υπόσχεση» που έδωσε στον πατέρα του: «Εγώ θέλω να αφιερωθώ στο λαό μου, θέλω να δικαιώσω το πέρασμά μου από τον κόσμο αυτό, υπηρετώντας αυτούς τους ανθρώπους». Και πράγματι αυτό έπραξε.

H πολιτική μας ιστορία έχει ένα μοναδικό ταλέντο, στα τελευταία 150 χρόνια, να αιφνιδιάζει τους μεγάλους πρωταγωνιστές της. O Καποδίστριας έφυγε δολοφονημένος. O Κουμουνδούρος έσβησε με την πίκρα της εκλογικής ήττας. O Τρικούπης πέθανε εξόριστος και ηττημένος. O Βενιζέλος το ίδιο. O K. Καραμανλής είναι ο μόνος από τους μεγάλους που αποχωρεί από το ανώτατο αξίωμα του κράτους τιμώμενος απ’ όλους με καθολική αναγνώριση για το έργο του. «Δεν πιστεύω τι έκανα περισσότερα πράγματα απ’ τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο», έλεγε χαμογελώντας κάποτε σε στενή φιλική συντροφιά. «Απλώς έκανα λιγότερα λάθη».

ΕΚΛΟΓΕΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΚΑΜΠΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ 1955 - 1963

Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ 1955

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην Εξουσία

Η άνοδος του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου υπήρξε μια από τις σημαντικότερες ανατροπές της μεταπολεμικής περιόδου. Η απροσδόκητη επιλογή του υπουργού Συγκοινωνιών και δημοσίων Έργων από το βασιλιά Παύλο για την ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβέρνησης τάραξε τα νερά σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μια πλευρά, διέκοψε την άτυπη «επετηρίδα» των παραδοσιακών πολιτικών οικογενειών ή αναγνωρισμένων πολιτικών αρχηγών στην καταγόμενη από τον αντιβενιζελισμό παράταξη του Ελληνικού Συναγερμού, εμμέσως, όμως, και στο αντίπαλο παλαιοβενιζελικό στρατόπεδο.

Από την άλλη πλευρά, ακύρωσε την παλαιοκομματική αντίληψη ότι ο θάνατος του Παπάγου θα σηματοδοτούσε την επιστροφή σε καθεστώς συχνών κυβερνητικών αλλαγών, όπως συνέβαινε την περίοδο 1950 - 1952. Η επιλογή Καραμανλή συνδύαζε στοιχεία αλλαγής και συνέχειας. Η πρότερη επιτυχημένη σταδιοδρομία του σε υπουργεία ανασυγκρότησης και ανάπτυξης προδίκαζε την εντατικοποίηση του αναπτυξιακού ρόλου του κράτους σε περιβάλλον δημοσιονομικής πειθαρχίας και νομισματικής σταθερότητας. Με την οικονομία να αναγνωρίζεται ως το κλειδί για την ευημερία, την πολιτική συναίνεση και την κοινωνική συνοχή, δεν ήταν τυχαίο ότι οι κυβερνήσεις Καραμανλή έμειναν γνωστές για την έμφαση στα δημόσια έργα.

Με εφόδιο την οικονομική βελτίωση, ο Καραμανλής επιχείρησε στη συνέχεια να αγκιστρώσει την Ελλάδα στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ο Καραμανλής ήταν γνωστός για τις φιλοδυτικές του πεποιθήσεις, στοιχείο που επέσυρε αρχικά υπονοούμενα ότι η πρωθυπουργοποίησή του υπαγορεύθηκε από τις Η.Π.Α για να διευθετήσει κατά τα δυτικά συμφέροντα το Κυπριακό. Η αντίληψη αυτή δεν υποστηρίζεται από τη διαθέσιμη αρχειακή τεκμηρίωση. Οι Αμερικανοί εμφανίζονταν ως την τελευταία στιγμή πεπεισμένοι για τη διαδοχή του Παπάγου από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Στεφανόπουλο, τον οποίο ο στρατάρχης είχε υποδείξει πριν πεθάνει.

Είναι, ωστόσο, βέβαιο, ότι η δυνητική υποψηφιότητα Στεφανόπουλου είχε τρωθεί από τους ατυχείς χειρισμούς του στο Κυπριακό και την τραγική τροπή που έλαβε το ζήτημα με τις Σεπτεμβριανές διώξεις κατά της Ελληνικής μειονότητας σε Τουρκικές πόλεις το 1955. Το Κυπριακό προβλημάτιζε βαθιά το βασιλιά Παύλο, ο οποίος θεωρούσε επικίνδυνη για τη χώρα την αντιπαράθεση με τους δυτικούς εταίρους και προπάντων την απειλή σύγκρουσης με την Τουρκία, τη στιγμή που η Ελλάδα μόλις και μετά βίας συνερχόταν από τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Η ψυχραιμία που είχε επιδείξει ο Καραμανλής κατά τις κυπριακές κρίσεις του 1955 μέτρησαν θετικά υπέρ της επιλογής του.

Ωστόσο, η γρήγορη υπαναχώρηση στα εθνικά δίκαια δεν ήλθε, κατά την πολιτική προφητεία της εποχής, καθώς το Κυπριακό ταλάνισε τις σχέσεις της Ελλάδας με τις Η.Π.Α, τη Βρετανία, την Τουρκία και το Ν.Α..ΤΟ για μια πενταετία ακόμα μέχρι να συνομολογηθούν οι ιδρυτικές Συμφωνίες της Κυπριακής δημοκρατίας το 1959-60. Σταθερά προσηλωμένος στην ανάγκη να αναπτυχθεί η μεταπολεμική Ελλάδα μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικής ειρήνης και πολιτικής συναίνεσης, ο Καραμανλής προχώρησε συστηματικότερα από τον Παπάγο στη συγκρότηση μίας ευρείας παράταξης κοινών αρχών, η οποία θα παρέσυρε και τα υπόλοιπα κόμματα στην υπέρβαση των αναχρονισμών του Εθνικού διχασμού.

Δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε εύλογο εγχείρημα στη μετεμφυλιακή κινούμενη άμμο, που με τη διακυβέρνηση Παπάγου μόνον προσωρινά φαινόταν να είχε υποχωρήσει. Με αφορμή την ασθένεια του στρατάρχη το τελευταίο έτος της πρωθυπουργίας του, είχε αναφανεί η ευθραυστότητα του Ελληνικού Συναγερμού, της συνεκτικότερης παρ’ όλα αυτά παράταξης από τις εκλογές του 1952. Η εσωτερική επιβολή φάνταζε ακόμα δυσκολότερη για έναν απροσδόκητο, νέο και στην ηλικία, ηγέτη, ο οποίος είχε κατακτήσει μεν γενική αναγνώριση και αναγνωρισιμότητα μέσω των σημαντικών χαρτοφυλακίων που είχε χειριστεί μετά τον πόλεμο, δεν διέθετε, όμως, παραδοσιακές περγαμηνές ανέλιξης:
  • Οικογενειακό όνομα. 
  • Οικονομική δύναμη. 
  • Ιδιαίτερη μόρφωση. 
Διόλου τυχαία, η άνοδος στην εξουσία χαρακτηρίστηκε από αρκετούς ως προϊόν στιγμιαίας «βασιλικής εύνοιας» χωρίς πολιτική διάρκεια. Ήδη κατά την πρωθυπουργοποίηση Καραμανλή, το 1955, ο Συναγερμός είχε χάσει πολλές δυνάμεις. Με το θάνατο του Παπάγου εξέλιπε ο συνεκτικός κρίκος των ετερόκλητων στοιχείων του. Από το 1954 είχε αποχωρήσει ο αρχιτέκτονας της «λύσης Παπάγου» Σπύρος Μαρκεζίνης με αρκετούς υποστηρικτές του. Βουλευτές προσκείμενοι στους δύο παραγκωνισμένους από την «επιλογή Καραμανλή» αντιπροέδρους, τον Στέφανο Στεφανόπουλο και τον υπουργό Άμυνας, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, είχαν επίσης αποξενωθεί.


Με την εκλογή πενταμελούς διοικούσας Επιτροπής, τον Οκτώβριο 1955, αποτελούμενης από τον Στέφανο Στεφανόπουλο, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Εμμανουήλ Τσουδερό, τον Κωνσταντίνο Ροδόπουλο και τον ίδιο τον Καραμανλή, μετριάστηκαν οι εσωτερικές αντιδράσεις. ως αποτέλεσμα, ο εντολοδόχος πρωθυπουργός εξασφάλισε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή με 200 θετικές ψήφους και 7 μόνον αποχές από το Συναγερμό - εκ μέρους του Στεφανόπουλου και φίλιων προς αυτόν βουλευτών. Αλλά ο Καραμανλής στηρίχθηκε κυρίως σε ομάδες νεότερων βουλευτών που συνέδεαν το πολιτικό τους μέλλον με την ανανέωση της συντηρητικής παράταξης γύρω από το τρίπτυχο «ασφάλεια, σταθερότητα, ανάπτυξη».

Για αυτή την κατηγορία πολιτικών, ο μέχρι πρότινος υπουργός Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων αποτελούσε εγγύηση επιτυχίας.

ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 1956 ΚΑΙ ΤΟΥ 1958

Ανανέωση - Πόλωση - Ανάπτυξη

Ο Καραμανλής γνώριζε, ωστόσο, ότι ο πυρήνας των ανανεωτικών βουλευτών δεν ήταν αρκετός για μια ριζική τομή με το παρελθόν. Μετά την πρώτη στερέωση στην πρωθυπουργία, το Φθινόπωρο του 1955, προχώρησε γρήγορα στην ίδρυση νέου κόμματος με την προσωπική του σφραγίδα και τον εμπλουτισμό της ηγετικής ομάδας με πολιτευτές προερχόμενους από το Βενιζελισμό. Η Ε.Ρ.Ε (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση) αποτύπωσε στην ονομασία και στο πρόγραμμά της την πρόθεση διαχωρισμού της νέας Ελληνικής «Κεντροδεξιάς» από τη δομή και το πρόγραμμα των παλαιών συντηρητικών, ακόμα και του ίδιου του Συναγερμού.

Ένα πρόγραμμα ριζικών αλλαγών στο πλαίσιο του αστικού φιλελευθερισμού, ο «ρεαλιστικός φιλελευθερισμός», όπως είχε διατυπωθεί από τον Παναγή Παπαληγούρα στις αρχές της δεκαετίας του 1950, παρουσιάστηκε σαν το κράμα Συντηρητικών, Φιλελεύθερων και Κεϋνσιανών αντιλήψεων που καθόριζαν την πολιτική Καραμανλή. Η Ε.Ρ.Ε ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1956, λίγο μετά τον προσδιορισμό πρόωρων εκλογών για τις 19 Φεβρουαρίου 1956. Η ιδρυτική της διακήρυξη προέβαλε αρχές και στόχους που είχαν ήδη προαναγγελθεί στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.

Τον τόνο της ανανέωσης έδωσαν στη σύντομη πρώτη πρωθυπουργία μέτρα εκτόνωσης του μετεμφυλιακού διχασμού και πρωτοβουλίες που αποσκοπούσαν να δείξουν ανάστημα απέναντι στη δύση. Στην πρώτη κατηγορία δέσποζαν η αμνήστευση των καταδικασμένων στην πολύκροτη υπόθεση των αεροπόρων (1952 - 1953) και δέσμη μέτρων επιείκειας ύστερα από τρία ολόκληρα χρόνια (1952) που οδήγησαν στην αποφυλάκιση 1.100 πολιτικών κρατουμένων και σε μείωση του αριθμού των εκτοπισμένων. Στη δεύτερη κατηγορία, δόθηκε βάρος στην αναδιαπραγμάτευση της αρχής της ετεροδικίας για τους Αμερικανούς στρατιωτικούς που υπηρετούσαν στην Ελλάδα και στην ανάκληση του Ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από την Κορέα (Οκτώβριος 1955).

Την πολιτική τομή από το Συναγερμό την επιχείρησε ο Καραμανλής, κυρίως με τις παρεμβάσεις του στην ανθρώπινη γεωγραφία του νέου κόμματος. Καθοριστική υπήρξε η προσχώρηση στην Ε.Ρ.Ε πολιτευτών με Βενιζελική προέλευση, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γρηγόριος Κασιμάτης, ο Δημήτρης Μακρής, ο Αύγουστος Θεολογίτης, ο Δημήτρης Μανέντης κ.ά. Αναδείχθηκαν σε κορυφαία στελέχη των κυβερνήσεων της Ε.Ρ.Ε, καταλαμβάνοντας επανειλημμένως κομβικά υπουργεία (Εσωτερικών, Προεδρίας, Εξωτερικών, Παιδείας κ.ά.), ενώ έπαιξαν εξαρχής σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της, συμμετέχοντας στην κατάρτιση των εκλογικών συνδυασμών.

Μια άλλη πηγή ανασυγκρότησης αποτέλεσε η ένταξη πολιτευτών από τη Βόρεια Ελλάδα στενά συνδεδεμένων με τον ίδιο τον Καραμανλή, όπως ο Νικόλαος Μάρτης, ο Νικόλαος Ζαρντινίδης κ.ά. Και τα δύο «ανοίγματα» συνέβαλαν στον έλεγχο κόμματος και κυβέρνησης από τον Καραμανλή, αφού στηρίχθηκε σε δυνάμεις χωρίς βαθιές ρίζες στο συντηρητικό συναγερμικό πυρήνα, ο οποίος μειώθηκε και ποσοτικά, αφότου, στις εκλογές του 1956, 39 από τους 165 βουλευτές που εξέλεξε η Ε.Ρ.Ε εκλέγονταν για πρώτη φορά. Οι νέες ομάδες συνδυάστηκαν με «ριζοσπάστες» βουλευτές του Συναγερμού, οι οποίοι ανέλαβαν σημαντικές θέσεις εντός και εκτός Υπουργικού Συμβουλίου.

Όπως ο Γεώργιος Ράλλης (υπουργός Συγκοινωνιών και δημοσίων Έργων το 1956 - 1958, Εσωτερικών το 1961 - 1963), ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου (υπουργός δικαιοσύνης το 1956 - 1958 και το 1961 - 1963, Οικονομικών το 1958 - 1961), ο Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης (υπουργός Εθνικής Αμύνης το 1956 - 1958 και το 1961 - 1963, υπουργός Συντονισμού το 1958 - 1961), ο Δημήτριος Χέλμης (υπουργός Συντονισμού το 1956 - 1958 και στη συνέχεια διοικητής της Εθνικής Τραπέζης) κ.ά.

Η άνοδος του Καραμανλή στην εξουσία επέβαλε σε διαφωνούντα στελέχη του Συναγερμού και κυρίως στα κόμματα της αντιπολίτευσης τη χάραξη εκλογικής στρατηγικής ικανής να στερήσει από την πρώτη του αναμενόμενη εκλογική νίκη το χαρακτήρα θριάμβου. Οι μεγάλες ανακατατάξεις σημειώθηκαν στην κατακερματισμένη μέχρι τότε αντιπολίτευση, με τη Φιλελεύθερη δημοκρατική Ένωση (Φ.Δ.Ε) του Σοφοκλή Βενιζέλου να πρωτοστατεί στην επαναπροσέγγιση με το μητρικό Κόμμα Φιλελευθέρων, από το οποίο είχε αποκοπεί το 1955 προσδοκώντας να καλύψει το έλλειμμα που προκάλεσε ο θάνατος του Νικόλαου Πλαστήρα (1953) στην Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (Ε.Π.Ε.Κ).

Από τη συνένωση δημιουργήθηκε το δημοκρατικό Κέντρο, ένα εκ των τριών βασικών συστατικών της δημοκρατικής Ένωσης, του εκλογικού συνασπισμού που αντιπαρατάχθηκε τελικά στην Ε.Ρ.Ε τον Φεβρουάριο του 1956. Το δεύτερο συστατικό αποτέλεσε η Εθνική Κίνηση Αλλαγής (Ε.Κ.Α), σύμπραξη της Ε.Δ.Α, του Δημοκρατικού Κόμματος Εργαζόμενου Λαού (Δ.Κ.Ε.Λ) των Γιώργου Καρτάλη και Αλέξανδρου Σβώλου, και της κεντρώας Εθνικής Δημοκρατικής Πρωτοβουλίας (Ε.Δ.Π). Το τρίτο συστατικό ήταν η Ε.Π.Ε.Κ με ουσιαστικό αρχηγό πια τον Σάββα Παπαπολίτη.


Στη συνέχεια, η Δημοκρατική Ένωση κέρδισε το Λαϊκό Κόμμα με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη και το Κόμμα Αγροτών Εργαζομένων (Κ.Α.Ε) με αρχηγό τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή και πολλά στελέχη που είχαν συνεργαστεί με τον Ελληνικό Συναγερμό στις εκλογές του 1952. Παρότι η εκλογική συμμαχία της Δημοκρατικής Ένωσης απέκλειε την κυβερνητική συνεργασία, η συσπείρωση σύσσωμης της αντιπολίτευσης από την Αριστερά έως τη δεξιά ήταν εντυπωσιακή για τρεις προπάντων λόγους.
  • Πρώτον, γιατί συνέδεε άσπονδους αντιπάλους του πρόσφατου ακόμα Εμφυλίου με αγεφύρωτες πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές. 
  • Δεύτερον, επειδή επέτεινε την αντίθεση ανάμεσα σε μια ανερχόμενη πολιτική δύναμη και στον παλαιοκομματισμό, που φάνηκε να κατασκευάζει επίφαση ανανέωσης μέσω ενός λευκού γάμου με τα αριστερά κόμματα. 
  • Τρίτον, διαφοροποιούσε ξεκάθαρα στα μάτια του ψηφοφόρου την Ε.Ρ.Ε ως παράταξη που μπορούσε να σχηματίσει σταθερή κυβέρνηση. Επρόκειτο ακριβώς για τις εντυπώσεις που δεν συνέφεραν την αντιπολίτευση, ιδίως τα Βενιζελογενή κόμματα, αν ήθελε να ανακόψουν τη σταθεροποίηση του Καραμανλή. 
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης πέτυχαν βέβαια ένα στόχο τους: να εκθέσουν την κυβέρνηση για την επιλογή του εκλογικού νόμου, του διαβόητου πια «τριφασικού», ουσιαστικά ενός πλειοψηφικού συστήματος με αυξανόμενη αναλογικότητα μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος στις μεσαίες και μεγάλες εκλογικές περιφέρειες. Το εκλογικό σύστημα αποσκοπούσε να περιορίσει την Ε.Δ.Α και να αποκλείσει την αμφισβήτηση του Καραμανλή από άλλο δεξιό σχηματισμό. Εμμέσως, όμως, καταδίκαζε τις δυνάμεις του παλαιού Κόμματος Φιλελευθέρων, ακόμα και αν επανενώνονταν, στη δεύτερη θέση. Μοναδική λύση εκλογικής επικράτησης αποτελούσε, επομένως, η συνεργασία με την Ε.Δ.Α.

Πράγματι, η Δημοκρατική Ένωση επέτυχε να συγκεντρώσει στην κάλπη αριθμό ψήφων μεγαλύτερο από εκείνον της Ε.Ρ.Ε (περίπου 1.620.000 έναντι 1.594.000), πλεονέκτημα που ακύρωσε ο εκλογικός νόμος, καθώς κατένειμε περισσότερες κοινοβουλευτικές έδρες στο κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή (165 έναντι 132). Η κατακραυγή που προκάλεσε η μονομερής προώθηση του εκλογικού συστήματος οξύνθηκε αφενός από τη δυνατότητα που δόθηκε στους στρατιωτικούς και τους δημοσίους υπαλλήλους -των οποίων η κινητικότητα ρυθμιζόταν από την κυβέρνηση- να ψηφίσουν εκτός της εκλογικής τους περιφέρειας, αφετέρου από την άρνηση του Καραμανλή να διεξαγάγει τις εκλογές υπηρεσιακή κυβέρνηση.

Από ποσοτικής άποψης, η ενωμένη αντιπολίτευση κέρδισε τις εντυπώσεις της στιγμής. Από ποιοτικής άποψης, ωστόσο, έδειξε ότι η Ε.Ρ.Ε και ο Καραμανλής συγκέντρωσαν περίπου 26.000 ψήφους λιγότερες από ένα εκλογικό σχήμα, το οποίο δεν μπορούσε να δώσει συνεκτική διακυβέρνηση. Και πάντως, αν τελικά σχημάτιζε κυβέρνηση, αυτή δεν θα αντιπροσώπευε όλες τις ετερόκλητες δυνάμεις που είχαν συντελέσει στο ποσοτικό προβάδισμα. Αδύναμη καθώς ένιωθε η αντιπολίτευση να ανταγωνιστεί την ενδοπαραταξιακή συνοχή και τη γενική πολιτική σταθερότητα που υποσχόταν η Ε.Ρ.Ε, δεν επεξέτεινε τις επικρίσεις της για τον εκλογικό νόμο και το εκλογικό αποτέλεσμα σε συνολική αμφισβήτηση της νέας κυβέρνησης.

Οι ενδοπαραταξιακοί αντίπαλοι της Ε.Ρ.Ε (Λαϊκό Κόμμα, Κόμμα Προοδευτικών, Λαϊκόν Κοινωνικόν Κόμμα Στέφανου Στεφανόπουλου κ.ά.) αποδέχθηκαν εκόντες - άκοντες την επικράτηση του Καραμανλή. Οι διάφορες πτέρυγες των παλαιών Φιλελευθέρων δεν άθροιζαν ικανές δυνάμεις για να αμφισβητήσουν τη νίκη του αντιπάλου τους. Απομακρύνοντας την προοπτική της εξουσίας, η επικράτηση Καραμανλή τις οδήγησε σε έναν τελευταίο βασανιστικό κύκλο εσωστρέφειας μέχρι την ανασυγκρότηση των Βενιζελογενών δυνάμεων με τη μορφή του «Κέντρου» στα τέλη της δεκαετίας του 1950.

Η κυοφορία του Κέντρου διήρκεσε περίπου πέντε χρόνια, αφού πρώτα αποδείχθηκε ανέτοιμο για άλλη μια φορά, το 1958, να αξιοποιήσει την πτώση της δεύτερης κυβέρνησης Καραμανλή. Στη μέτρηση δυνάμεων με το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, που διαχώριζε ρητά το πρώτο από το δεύτερο κόμμα για να σχηματιστεί μονοκομματική κυβέρνηση, η Ε.Δ.Α αποδείχθηκε πειστικότερη ως δυνητική αντιπολίτευση και έκανε την έκπληξη τότε σχηματίζοντας τη δεύτερη μεγαλύτερη Κοινοβουλευτική Ομάδα και κερδίζοντας το ιστορικό ποσοστό 24,42 % των ψήφων και 79 έδρες (έναντι 171 της Ε.Ρ.Ε, 36 του κόμματος Φιλελευθέρων, 10 της Π.Α.Δ.Ε και 4 της Ένωσης Λαϊκών Κομμάτων).

Το «σοκ» του 1958, εννέα μόλις χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, προσανατόλισε το Κέντρο στη λογική του Γεωργίου Παπανδρέου αντί του Σοφοκλή Βενιζέλου. Έχοντας αποδεχθεί τον εκλογικό νόμο του 1958, ο Παπανδρέου αναγνώριζε ως προτεραιότητα την εναλλαγή σταθερών μονοκομματικών κυβερνήσεων αστικής αντίληψης στο πλαίσιο ενός δυτικού τύπου δικομματισμού. Αντίθετα, ο Βενιζέλος προέτασσε την κατά το δυνατόν διαρκέστερη συμμετοχή στη διακυβέρνηση μέσω συμμαχικών κυβερνήσεων ως κριτήριο επιτυχίας και προϋπόθεση επιβίωσης του Κέντρου. Σκεπτικό καθοριστικό κατά την περίοδο 1947 - 1952, αλλά ξεπερασμένο μετά την επικράτηση του Παπάγου.

Είχε, όμως, ευνοήσει τη σύμπλευση του Βενιζέλου με τον Γεώργιο Ράλλη από πλευράς Ε.Ρ.Ε το 1958 υπέρ της υιοθέτησης του συστήματος των «συγγενών κομμάτων», το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ιταλία) για την απομόνωση των κομμουνιστών. Και τα δύο εκλογικά συστήματα που προτάθηκαν είχαν στόχο να αποκλείσουν ένα κοινό μέτωπο Κέντρου - Ε.Δ.Α κατά το προηγούμενο του 1956, αλλά με διαφορετική μακροπρόθεσμη στόχευση. Με το σύστημα που τελικά ίσχυσε, το Κέντρο αποκτούσε κίνητρο να ενωθεί υπό ενιαία ηγεσία.


Με το σύστημα των «συγγενών κομμάτων» μπορούσαν να διεκδικούν αενάως συμμετοχή στην κυβέρνηση βάσει προσωπικών στρατηγικών επιμέρους ομάδες και πολιτικοί αρχηγοί του. Οι εκλογές της 11ης Μαΐου 1958 προκλήθηκαν από την αμφισβήτηση του Καραμανλή εκ μέρους βουλευτών της ηγετικής κυβερνητικής ομάδας. Στην κίνηση πρωτοστάτησαν μάλιστα αφενός ο Γεώργιος Ράλλης (υπουργός Συγκοινωνιών και δημοσίων Έργων), πρωτεργάτης των νεότερων του Συναγερμού για την ανάδειξη του Καραμανλή στην πρωθυπουργία το 1955, αφετέρου ο Παναγής Παπαληγούρας (Υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας), πνευματικό και πολιτικό τέκνο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.

Ο μεν Ράλλης δεν συμμετείχε στη συνέχεια στις εκλογές εκείνης της χρονιάς, ενώ ο Παπαληγούρας -και ο Κανελλόπουλος- προσχώρησαν στο Λαϊκό Κόμμα του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη (ο Κανελλόπουλος ως συναρχηγός). Το Λαϊκό Κόμμα συνέπραξε στις εκλογές με άλλα θραύσματα του αντιβενιζελικού στρατοπέδου σχηματίζοντας την Ένωση Λαϊκών Κομμάτων (Ε.Λ.Κ) - Λαϊκό Κοινωνικό Κόμμα Στεφανόπουλου, Κόμμα Εθνικοφρόνων Θεόδωρου Τουρκοβασίλη κ.ά.

Τον κατακερματισμό ενέτεινε η συμμετοχή του Κόμματος Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη στο συνασπισμό Προοδευτική Αγροτική δημοκρατική Ένωσις (Π.Α.Δ.Ε) μαζί με την Ε.Π.Ε.Κ με αρχηγό τον Παπαπολίτη, το Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού (Δ.Κ.Ε.Λ) με αρχηγό τον Στέλιο Αλλαμανή και το Κόμμα Αγροτών και Εργαζομένων (Κ.Α.Ε) με αρχηγό τον Μπαλτατζή. Από το 1956 η Ε.Ρ.Ε είχε επίσης απολέσει σημαντικούς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, όπως τον Λάμπρο Ευταξία (1956) -ο οποίος εξελέγη το 1958 ως ανεξάρτητος με την Π.Α.Δ.Ε- και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ανδρέα Αποστολίδη λόγω των χει- ρισμών στο Κυπριακό.

Ο Αποστολίδης, ο Ράλλης και ο Παπαληγούρας τέθηκαν επικεφαλής της κίνησης 15 συνολικά βουλευτών για την αφαίρεση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τον Καραμανλή τον Μάρτιο του 1958. Η πτώση της κυβέρνησης συνέβη σε κρίσιμη καμπή λόγω της έξαρσης του κυπριακού ζητήματος. Το Κυπριακό είχε κυριαρχήσει κατά τη διετία 1956 -1958 τροφοδοτώντας την αντιδυτική επιχειρηματολογία της Ε.Δ.Α και φέροντας σε αμηχανία τις φιλοδυτικές δυνάμεις. Η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε έβρισκε στον Ο.Η.Ε υποστήριξη για το εθνικό θέμα από χώρες του Τρίτου Κόσμου και σοσιαλιστικά καθεστώτα, όπως του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία, ενώ συγκρουόταν με τους Νατοϊκούς της συμμάχους.

Η απουσία ορατής λύσης κοινής αποδοχής από την Ελλάδα, το Ν.Α.Τ.Ο και την ίδια την Κύπρο τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη προσφυγή στον Ο.Η.Ε (1954) προσέφερε έδαφος στην περίφημη «ουδετεροφιλία» (neutralism), την αντίληψη ότι τα Ελληνικά συμφέροντα θα υπηρετούνταν καλύτερα από μια ουδέτερη πορεία ανάμεσα στα δύο μπλοκ ισχύος. Στη δημόσια συζήτηση δυνάμωναν οι φωνές που ζητούσαν αποδέσμευση από το Ν.Α.Τ.Ο. Η τάση της ουδετεροφιλίας θορύβησε έντονα τις Η.Π.Α και το Ν.Α.Τ.Ο, δεδομένου ότι αναπτύχθηκε παράλληλα με την «επίθεση φιλίας» (peace offensive) της Σοβιετικής Ένωσης επί ηγεσίας Νικίτα Χρουστσόφ, ο οποίος πρέσβευε την «ειρηνική συνύπαρξη» (peaceful co-existence) Ανατολής-δύσης.

Οι διακηρύξεις περί ουδετερότητας θεωρούνταν εν πολλοίς εργαλείο κομμουνιστικών κομμάτων με στόχο την πολιτική φθορά και την ηθική απονομιμοποίηση της δύσης. Το εκλογικό αποτέλεσμα του 1958 επιβεβαίωσε τη ραγδαία αύξηση της απήχησης της Ε.Δ.Α ως κατεξοχήν υπέρμαχου της «Ένωσης» της Κύπρου με την Ελλάδα πέρα και πάνω από κάθε άλλη εθνική στρατηγική. Κατά μία άποψη, η Ε.Δ.Α ανέσυρε στοιχεία του Ελληνικού αλυτρωτισμού, βαθιά ριζωμένα στην Ελληνική συνείδηση, για να αμφισβητήσει τον πατριωτισμό της Ελληνικής κυβέρνησης και την αναγκαιότητα του δυτικού προσανατολισμού της χώρας.

Η απήχηση των συνθημάτων της υπερέβαινε τα όρια του κόμματος και γενικότερα της Αριστεράς. Τα φιλοδυτικά κόμματα αντιμετώπισαν, επίσης, σοβαρές εσωτερικές διαφωνίες, ενώ πολιτευτές με περιορισμένες πολιτικές προοπτικές βρήκαν στο Κυπριακό ένα εφαλτήριο αναβάθμισης. Σχεδόν ολόκληρο το φάσμα του Ελληνικού Τύπου απαιτούσε να ασκηθούν έντονες πιέσεις, ακόμα και με αποχώρηση από το Ν.Α.Τ.Ο, για να προστατευθούν τα Ελληνικά συμφέροντα. Η Εκκλησία, με την παραδοσιακή επιρροή της στα συντηρητικά ακροατήρια, διακήρυσσε επίσης τον αγώνα για την «Ένωση» ως αγώνα για τα ιερά και τα όσια, ασύγκριτο με κάθε άλλο εθνικό συμφέρον.

Εκτός από τους εσωτερικούς πολιτικούς αντιπάλους, η κυβέρνηση Καραμανλή συγκρινόταν με τους πρωταγωνιστές του Κυπριακού στο νησί. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διατηρούσε υψηλότατη δημοτικότητα στην Κύπρο και την Ελλάδα με την αίγλη ενός ασυμβίβαστου εθνικού ηγέτη μιας πρώην αποικίας. Βαρύνουσα επιρροή με παρόμοια χαρακτηριστικά, παρά τη χρονίως τεταμένη σχέση του με τον Μακάριο, ασκούσε επίσης ο ηγέτης της Ε.Ο.Κ.Α, συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος έφθασε να διεκδικήσει την ηγεσία ενός ενιαίου Κέντρου, ιδρύοντας το 1960 την Κίνηση Εθνικής Αναδημιουργίας.

Το πρώτο έτος της διακυβέρνησης Καραμανλή 1955 - 1956 σημαδεύτηκε από τραυματικά γεγονότα στο Κυπριακό, όπως το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων Μακαρίου -Χάρντινγκ (1956), Βρετανικές βιαιοπραγίες -εμβληματική, μεταξύ άλλων, η εκτέλεση των αγωνιστών της Ε.Ο.Κ.Α Καραολή και Δημητρίου (Μάιος 1956)- και την απομόνωση του Μακάριου από τους Βρετανούς στις Σεϋχέλλες για ένα χρόνο (1956 - 1957). Λίγο πριν από την απελευθέρωσή του ανελήφθησαν σοβαρές προσπάθειες για τη γεφύρωση των σχέσεων με τη δύση με αφετηρία την πρώτη ουσιαστική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε για το Κυπριακό τον Φεβρουάριο του 1957.

Εκφραζόταν η επιθυμία για μια «ειρηνική, δημοκρατική και δίκαιη λύση σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Ο.Η.Ε». Ύστερα από Αμερικανική παρέμβαση, η απόφαση απομάκρυνε τη λογική της διχοτόμησης, που προέβαλλαν επίμονα οι Βρετανοί. Καταλυτικός υπήρξε ο ρόλος των Η.Π.Α και στην απελευθέρωση του Μακαρίου, ο οποίος έφθασε εν μέσω διάχυτου ενθουσιασμού στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 1957. Ωστόσο, τα προβλήματα στο Κυπριακό συνεχίστηκαν και το 1957 - 1958, τόσο αναφορικά με τη Βρετανία και την Τουρκία -την οποία το Λονδίνο είχε καταστήσει από το 1955 ουσιαστικά τρίτο μέρος της διαπραγμάτευσης.


Αλλά και στο διάνυσμα «Αθήνα - Λευκωσία», με την Κυπριακή πολιτική συχνά να διχάζεται ανάμεσα στις προτιμήσεις του Αρχιεπισκόπου και του αρχηγού της Ε.Ο.Κ.Α. Το Βρετανικής εμπνεύσεως Σχέδιο Μακμίλλαν, το οποίο προέβλεπε ανεξαρτησία με τριμερή συγκυριαρχία Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 1958 με τη συναίνεση των Η.Π.Α, αλλά ενάντια στο λαϊκό αίσθημα σε Ελλάδα και Κύπρο. Η απειλητικότητα του Σχεδίου ώθησε, ωστόσο, τον Μακάριο να εγκαταλείψει το στόχο της αυτοδιάθεσης -ουσιαστικά της ένωσης- υπέρ ενός σχεδίου εθνικής ανεξαρτησίας, που θα απέκλειε και την ένωση και τη διχοτόμηση.

Η ένωση παρέμενε θεωρητικά απώτατος στόχος, αλλά η κυπριακή ηγεσία δεσμεύθηκε με δημόσια δήλωση του Μακάριου τον Σεπτέμβριο το 1958 να επιδιώξει το πολιτικώς εφικτό. Εφικτό και για την Ελληνική πλευρά, η οποία ανέλαβε να εκπροσωπήσει τα Κυπριακά συμφέροντα στις Ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν χωρίς συμμετοχή των Κυπρίων. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου (Φεβρουάριος 1959 - 1960), το θεμέλιο λίθο για την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 ως ανεξάρτητου κράτους με εγγυήτριες δυνάμεις τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία.

Ο Καραμανλής χαρακτήρισε την ημέρα υπογραφής των Συμφωνιών «την ευτυχέστερη της ζωής του». Όχι γιατί ήταν ιδανικές, αλλά επειδή τις θεωρούσε τις καλύτερες δυνατές υπό τις συνθήκες της εποχής και σε σύγκριση με άλλες κατατεθειμένες προτάσεις. Ήταν πεπεισμένος ότι τα Ελληνικά συμφέροντα διεθνώς θα υπηρετούνταν πληρέστερα εφόσον εκπροσωπούνταν από δύο ψήφους στους διεθνείς φορείς και οργανισμούς, ενώ η Ελληνοκυπριακή πλειοψηφία, χάρη στην οικονομική δυναμική της, γρήγορα θα είλκυε στην τροχιά της την τουρκική μειονότητα στο νησί. Κατά τον Καραμανλή, την πιο επικίνδυνη εξέλιξη θα αποτελούσε η διαιώνιση της εκκρεμότητας σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές πλαίσιο.

Η προβλεπόμενη μείωση της Αμερικανικής οικονομικής συμμετοχής στην Ελληνική και ευρύτερα στην Ευρωπαϊκή οικονομία και ασφάλεια προοιωνιζόταν δυσμενέστερη θέση διαπραγμάτευσης για αναπτυσσόμενες αδύναμες χώρες, όπως η Ελλάδα, απέναντι στους ισχυρότερους Ευρωπαίους εταίρους σαν τη Βρετανία. Ο Καραμανλής δεν απέφυγε δύο χωριστές προτάσεις μομφής για το Κυπριακό από την αντιπολίτευση, μία από τα κεντρώα κόμματα και μία από την Ε.Δ.Α, τον Φεβρουάριο του 1959.

Τις αντιδράσεις ενθάρρυνε ο ηχηρός σκεπτικισμός του Μακαρίου, παρά την επίσημη συναίνεσή του στα συμφωνηθέντα. ωστόσο, οι προτάσεις μομφής απορρίφθηκαν και ο Καραμανλής δεν άφησε περιθώρια για παλινωδίες. Eως την εκλογική ήττα του 1963 και τη φυγή του στο Παρίσι, ο Μακάριος απέφυγε να ζητήσει αναθεώρηση της συνταγματικής τάξης της Κύπρου. Η Ελληνική πλευρά θεωρούσε το θέμα λήξαν και απαιτούσε να δοκιμαστεί για ένα χρονικό διάστημα το Σύνταγμα προτού ζητηθούν βελτιώσεις.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ 

Η διευθέτηση του Κυπριακού σαφώς απελευθέρωσε δυνάμεις για έργα ανάπτυξης και για πρωτοβουλίες μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων στρατηγικού χαρακτήρα. Τέτοιας υφής ήταν η σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που αποτέλεσε το υψηλότερο και διαρκέστερο επίτευγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο Καραμανλής προσανατολίστηκε προς την Ε.Ο.Κ πολύ γρήγορα μετά την ίδρυσή της με τις Συμφωνίες της Ρώμης (1957), πιστεύοντας όχι μόνο στις οικονομικές προοπτικές που διάνοιγε άμεσα, αλλά ιδίως στις κοινές πολιτικές που σχεδίαζε για το μέλλον.

Η Ε.Ο.Κ υποσχόταν τη δημιουργία μιας κοινότητας οικονομικής εναρμόνισης με βάση μηχανισμούς αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών και με άξονα τη διαφύλαξη του κράτους πρόνοιας πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η μεταπολεμική Ευρωπαϊκή ευημερία. Η προοπτική να συμμετάσχουν οι Έλληνες στη ζώνη της Ευρωπαϊκής ευημερίας και δημοκρατίας αποτελούσε κατά τον Καραμανλή τη μοναδική αποτελεσματική θεραπεία για τη φτώχεια, τις κοινωνικές ανισότητες και την πολιτική αστάθεια.

Οι αρχιτέκτονες της Ευρωπαϊκής κοινότητας συναρτούσαν άλλωστε την επιτυχία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τη μείωση του χάσματος ανάμεσα στις ισχυρές και τις αδύναμες οικονομικά χώρες και την επέκταση της ανάπτυξης και της σταθερότητας σε ολόκληρη τη δυτική (τότε) Ευρώπη. Η σύνδεση με την Ε.Ο.Κ θεωρείτο διαβατήριο για το θεσμικό και τον πολιτικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Ήταν ένας στόχος που η Ελλάδα δεν φαινόταν ικανή να υλοποιήσει βασιζόμενη μόνο στις δικές της δυνάμεις. Η επιλογή της Ε.Ο.Κ δεν ήταν αυτονόητη. Το 1958 - 1959, όταν ξεκίνησε η προσπάθεια για τη Σύνδεση, προτείνονταν και άλλοι δρόμοι.

Το 1957 - 1958 η Ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπισε το δίλημμα αν η Ελλάδα θα ακολουθούσε την Ε.Ο.Κ των Έξι (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ολλανδία) ή το εναλλακτικό σχήμα μιας Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ), που θα συνδεόταν με την Ε.Ο.Κ σε εμπορικά θέματα. Το σχήμα της λεγόμενης «μεγάλης Ε.Ζ.Ε.Σ» προωθείτο κυρίως από τους Βρετανούς και απασχόλησε τις εκτός Ε.Ο.Κ Ευρωπαϊκές χώρες. Τελικά, κατέστη εφικτή η δημιουργία μίας μικρής Ε.Ζ.Ε.Σ των «Επτά» παράλληλα προς τους «Έξι», με μέλη, εκτός από τη Βρετανία, την Αυστρία, τη Δανία, την Ελβετία, τη Νορβηγία, την Πορτογαλία και τη Σουηδία.

Ο προσανατολισμός προς την Ε.Ο.Κ συνεπαγόταν αυστηρότερες υποχρεώσεις οικονομικής εναρμόνισης, αλλά επίσης έμφαση στη ζωτική για την Ελλάδα αγροτική παραγωγή και στήριξη στον τομέα των αναπτυξιακών έργων. Αντίθετα, στην Ε.Ζ.Ε.Σ τον τόνο έδιναν τα βιομηχανικά προϊόντα και το προνομιακό εμπόριο με τις πρώην Ευρωπαϊκές αποικίες, ανταγωνιστές εν προκειμένω της Ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Επιπλέον, ο προσανατολισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προς μια μελλοντική στενότερη πολιτική ενοποίηση ισχυροποιούσε τη θέση της Ελλάδας πολύ περισσότερο από την ένταξη σε μια χαλαρή τελωνειακή ένωση και υποχρέωνε τη χώρα, για να ανταγωνιστεί τους εταίρους της, σε ριζική αναδιοργάνωση κράτους και οικονομίας.


Σε αυτό το αρχικό δίλημμα, η Ελληνική ηγεσία επέλεξε την Ε.Ο.Κ. Σχεδόν ταυτόχρονα απαντήθηκε και το ερώτημα «ένταξη ή σύνδεση» με την Ε.Ο.Κ. Η άμεση ένταξη που υποστήριξε από το 1957 κυρίως ο Σπύρος Μαρκεζίνης ως θεραπεία-σοκ ενείχε τον κίνδυνο να συνθλιβεί η Ελληνική οικονομία από τον Ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Τα Ελληνικά αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα παρέμεναν χαμηλής ποιότητας, καθώς διοχετεύονταν κυρίως στην εγχώρια αγορά, ενώ απουσίαζε η τεχνογνωσία για τη διάχυση και προβολή τους σε ξένες αγορές. Την ποιότητα και την αποδοτικότητα καθήλωναν οι ποικίλες κρατικές επιχορηγήσεις, η εμμονή σε δύσκολα εξαγώγιμες καλλιέργειες και η πληθώρα προστατευμένων επαγγελμάτων.

Ο προστατευτισμός είχε λειτουργήσει ως κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας κατά τη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή ανασυγκρότηση, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έγινε τροχοπέδη καθιστώντας την Ελληνική οικονομία εύθραυστη στο διεθνή ανταγωνισμό και ευάλωτη σε διακυμάνσεις των διεθνών αγορών. ως συνέπεια, οι οικονομικές της δομές παρέμεναν αναχρονιστικές μειώνοντας ταυτόχρονα τις ελπίδες για τις μεγάλες ξένες επενδύσεις που ευαγγελίζονταν οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις Μαρκεζίνη από το 1953.

Η στασιμότητα προκαλούσε διαρθρωτικά προβλήματα, μείωση της απασχόλησης και επαναλαμβανόμενες εξαγωγικές κρίσεις. Σημαντικό μέρος των αδιάθετων Ελληνικών προϊόντων διοχετευόταν στις αγορές του ανατολικού μπλοκ (Ανατολικό εμπόριο), επιτείνοντας τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής παραγωγής και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την εξαγωγική εξάρτηση της Ελλάδας από κομμουνιστικές χώρες σε οικονομικά και κοινωνικά κρίσιμες παραγωγές, όπως π.χ. η παραγωγή καπνού. Η Συμφωνία Σύνδεσης υπεγράφη στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 1961, έπειτα από δύο χρόνια επίπονων διαπραγματεύσεων με επικεφαλής, από Ελληνικής πλευράς, τον υποδιοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Ιωάννη Πεσμαζόγλου.

Η Ελλάδα ήταν η πρώτη τρίτη χώρα που συνδέθηκε με την Ε.Ο.Κ. Η Συμφωνία προέβλεπε δύο μακρές διαδοχικές μεταβατικές φάσεις δασμολογικού αφοπλισμού για την εγκαθίδρυση τελωνειακής ένωσης. Στην πρώτη φάση των 12 ετών η Ε.Ο.Κ θα καταργούσε δασμούς και ποσοστώσεις για τα περισσότερα είδη ανοίγοντας την κοινοτική αγορά για τα Ελληνικά προϊόντα, ενώ η Ελλάδα θα έπραττε το ίδιο σε διάστημα 22 ετών. Ορίστηκαν επίσης ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένα ευαίσθητα προϊόντα και η παροχή κοινοτικής βοήθειας προς την Ελλάδα ύψους $125 εκατ. για περίοδο 5 ετών ως ενίσχυση της προσπάθειας σύγκλισης με τους «Έξι».

Η Συμφωνία Σύνδεσης δρομολογήθηκε στις αρχές του 1959, σχεδόν παράλληλα με τις δραματικές διεργασίες για επίλυση του Κυπριακού με τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Η χειροτέρευση των Ελληνοβρετανικών σχέσεων έδωσε τη χαριστική βολή στις Ελληνικές βολιδοσκοπήσεις για την Ε.Ζ.Ε.Σ. Αλλά η επιλογή της Ε.Ο.Κ, μάλιστα μιας Ε.Ο.Κ υπό τον αστερισμό του Ντε Γκωλ και της Γαλλοβρετανικής και Γαλλοαμερικανικής αντιπαράθεσης, δεν ικανοποίησε την Ε.Δ.Α από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην παράδοση των περισσότερων δυτικοευρωπαϊκών αριστερών κομμάτων, απέρριψε τη Σύνδεση.

Οι διαδικαστικές ενστάσεις του Κέντρου και η πλήρης άρνηση της Ε.Δ.Α ξεδιπλώθηκαν πλήρως στη συζήτηση κύρωσης που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο - Φεβρουάριο 1962 στη Βουλή. Μεταξύ άλλων, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ε.Δ.Α Ηλίας Ηλιού χαρακτήρισε τη Σύνδεση «άλμα εις το κενόν» και την ημερομηνία σύνδεσης «μαύρη ημερομηνία εις την ιστορίαν του τόπου». Η Ευρωπαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων Καραμανλή επιστέγαζε την αναπτυξιακή πολιτική της δεκαετίας του 1950.

Χαρακτηριζόμενη ως «Ελληνικό θαύμα», η οικονομική ανάπτυξη, με μέσο ρυθμό αύξησης του Α.Ε.Π το 6,5 % (1950 - 1961), αποτυπωνόταν στον εκσυγχρονισμό των υποδομών, στην έναρξη μεταποιητικής βιομηχανίας και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, που ασκούσε. Ωστόσο, πιέσεις στον ακρογωνιαίο λίθο της μεταπολεμικής οικονομίας: τη νομισματική σταθερότητα και το ισοζύγιο πληρωμών. Η Σύνδεση με την Ε.Ο.Κ υποσχόταν να οδηγήσει με ασφάλεια την Ελλάδα σε έναν κόσμο ανταγωνιστικότητας, μεταβιβάζοντας κεφάλαια και τεχνογνωσία για την αύξηση και τη βελτίωση της εθνικής παραγωγής, ώστε να αντισταθμίζει τις αυξανόμενες εισαγωγές.

Ο αναπροσανατολισμός εμπορίου και οικονομίας προς τη δυτική Ευρώπη εξασφάλισε τη βιωσιμότητα της μέχρι τότε ανάπτυξης. Άνοιγε την προοπτική για την άμβλυνση του χρόνιου προβλήματος της ανεργίας και της υποαπασχόλησης στην κατά μείζονα λόγο αγροτική ακόμα οικονομία, με την προϋπόθεση του εκσυγχρονισμού αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και επέκτασης του ανερχόμενου τότε τομέα των υπηρεσιών. Η πρόκληση του ανταγωνισμού γεννούσε σκεπτικισμό και πέραν της Αριστεράς, στους οικονομικούς και τους κοινωνικούς παράγοντες που θα σήκωναν το βάρος της προσαρμογής, όπως οι παραγωγικοί φορείς (ΣΕΒ, ΕΒΕΑ, ΓΣΕΕ), αλλά και οι αγρότες και οι εργάτες.

Ο υποτονικός συνδικαλισμός της μεταπολεμικής περιόδου συνέβαλε στην εκδήλωση επιφυλάξεων σε περιορισμένα πλαίσια. Αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή ενέταξε στο πενταετές πρόγραμμα οικονομικής αναπτύξεως για τα έτη 1960 - 1964 μέτρα που θα εξισορροπούσαν την έκθεση στον κοινοτικό ανταγωνισμό, όπως π.χ. τη στήριξη της Ελληνικής βιομηχανίας και την ίδρυση νέων μονάδων ως ασπίδα προς τις εισαγωγές και μοχλό τόνωσης της απασχόλησης. Επέκτεινε το ασφαλιστικό σύστημα για τους Έλληνες αγρότες με την παροχή κοινωνικής ασφάλισης μέσω Ο.Γ.Α (1960) και ενίσχυσε την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση προκειμένου να στελεχωθούν οι νέες βιομηχανίες και ο τουρισμός (1959).

Το αξίωμα ότι όλοι κέρδιζαν από την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μέσω της ανόδου του βιοτικού επιπέδου δεν είχε, ωστόσο, ούτε άμεση ούτε καθολική ισχύ. Η οικονομική ανάπτυξη είχε αναπόφευκτα και «χαμένους» ή πάντως λιγότερο ευνοημένους. Έτσι αισθάνονταν οπωσδήποτε οι Έλληνες που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό προς εύρεση εργασίας -υπολογίζονται περί τους 250.000 μεταξύ 1955 και 1961- ως ένα βαθμό και οι εσωτερικοί μετανάστες, που συνάντησαν στις πόλεις υψηλότερη ποιότητα ζωής, αλλά ξεκινούσαν από χαμηλό σημείο αφετηρίας δίπλα στη διευρυνόμενη μεσαία τάξη της καταναλωτικής κοινωνίας.


Οι οικονομικές και κοινωνικές διαφορές πόλης - υπαίθρου, αστών - επήλυδων, παλαιάς - νέας γενιάς λειτούργησαν ως πόλοι νέων πολιτικών προβληματισμών στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Προβληματισμών που δεν μπορούσε να αξιοποιήσει η Αριστερά εμμένοντας στο δίπολο νικητών -ηττημένων του Εμφυλίου ούτε αναγνώριζε επαρκώς η Ε.Ρ.Ε, καθώς επένδυε στον αυτοματισμό της διάχυσης ευημερίας. Αιτήματα όπως εκδημοκρατισμός, άνοιγμα της εκπαίδευσης, μισθολογικές αυξήσεις, μείωση της φορολογίας, επέκταση των χρηματοδοτήσεων διαμόρφωσαν το πολιτικό πρόγραμμα της Ένωσης Κέντρου, όταν, το 1964 - 1965, απευθύνθηκε με μεγάλη επιτυχία στη διευρυνόμενη μερίδα ψηφοφόρων, ιδιαίτερα των νέων ψηφοφόρων, που δεν χωρούσαν στο δίπολο Δεξιάς - Αριστεράς.

Οι κυβερνήσεις της Ένωσης Κέντρου απέφυγαν ανατροπές στη μετεμφυλιακή τάξη πραγμάτων -π.χ. νομιμοποίηση του Κ.Κ.Ε- πέραν της περαιτέρω μείωσης των μέτρων καταστολής που είχε ξεκινήσει ήδη νωρίτερα. Η επιλογή αυτή αλλοιώθηκε λόγω των εντυπώσεων που προξένησε η ενδοαστική πόλωση του 1965 - 1967, παρότι στην πράξη ο Γεώργιος Παπανδρέου αντιστάθηκε μέχρι τέλους σε οποιαδήποτε μορφή σύμπραξης με την Ε.Δ.Α. Σύμπραξη την οποία η Ε.Δ.Α επιθυμούσε διακαώς για να επωφεληθεί από το διχασμό του αντίπαλου στρατοπέδου χωρίς να εκτεθεί μόνη της. Η εμπειρία του 1958 - 1961 ήταν νωπή.

Το κόστος για τη δεύτερη θέση στις εκλογές ήταν τότε η σκλήρυνση της επιτήρησής της, αφενός από το ελληνικό κράτος, αφετέρου από το παράνομο Κ.Κ.Ε, με συνέπεια τη μείωση της ελευθερίας του κόμματος να επιλέγει στελέχη και εκλογική στρατηγική. Τα αστυνομικά μέτρα, μαζί και οι αυθαιρεσίες, εντάθηκαν, αναζωπυρώθηκε η πρακτική του διοικητικού εκτοπισμού και έγιναν νέες συλλήψεις με σημαντικότερη τη σύλληψη και καταδίκη σε πενταετή φυλάκιση για κατασκοπεία του Μανώλη Γλέζου (1959).

ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 1961 

Ο Ανένδοτος Αγώνας

Σύμφωνα με μεταγενέστερη δήλωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, οι μόνες βουλευτικές εκλογές στις οποίες μέχρι τότε δεν αντιμετώπισε το ενδεχόμενο της ήττας ήταν οι εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961. Η αισιοδοξία εδραζόταν στην επιτυχημένη πορεία των έξι προηγούμενων χρόνων (επίλυση Κυπριακού, Σύνδεση με την Ε.Ο.Κ, επιτάχυνση οικονομικής ανάπτυξης), που είχε πραγματοποιηθεί μέσα σε συχνά αντίξοες εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες (έλλειμμα Αμερικανικής βοήθειας και ξένων επενδύσεων, τριβές με το Ν.Α.Τ.Ο και έξαρση ουδετεροφιλίας στο εσωτερικό λόγω Κυπριακού, ανάδειξη της Ε.Δ.Α σε αξιωματική αντιπολίτευση).

Η προοπτική μιας «εθνικής αντιπολίτευσης» από τη νεότευκτη Ένωση Κέντρου του Γ. Παπανδρέου κρινόταν όχι μόνον εθνικώς επωφελής, αλλά και συμπληρωματική με την επιδίωξη του Καραμανλή να επιτύχει την ευρύτερη δυνατή πολιτική και κοινωνική συναίνεση για τις πολιτικές τομές που θα επιχειρούσε στη συνέχεια, ιδίως με βάση την Ευρωπαϊκή επιλογή. Από αυτή την αντίληψη απέρρεε η γνωστή τοποθέτηση που διατύπωσε σε μεταγενέστερο σημείωμά του, ότι θα ήταν «αποτυχημένος πολιτικός» αν τον διαδεχόταν «ο κομμουνισμός ή η δικτατορία». Η στήριξη του εγχειρήματος της «εθνικής αντιπολιτεύσεως» δεν σήμαινε, όμως, ότι ο Καραμανλής προετίθετο να εκποιήσει την πολιτική του απήχηση το 1961.

Κάτι τέτοιο θα αντέβαινε άλλωστε στην προσήλσή του στην ολοκλήρωση του αναπτυξιακού του προγράμματος. Στην πράξη, οι εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 υπήρξαν καθοριστικές για την αποσταθεροποίηση και την τελική πτώση της τέταρτης κατά σειρά κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή δύο χρόνια αργότερα. Ο ίδιος ο Καραμανλής χαρακτήρισε αργότερα τις εξελίξεις της εποχής εκείνης απαρχή της αναταραχής που κατέληξε στη δικτατορία, με την πολιτική ανωμαλία του 1965 να αποτελεί όχι αφετηρία, αλλά συνέχεια και συνέπεια της μακρόσυρτης κρίσης. Παρά το συζητήσιμο αυτής της άποψης, γεγονός είναι ότι από το 1961 άνοιξε ένα βαθύ ρήγμα μεταξύ της Ε.Ρ.Ε και του Κέντρου.

Μία σύγκρουση που δεν οδήγησε, όπως ίσως ανέμεναν τα εμπλεκόμενα κόμματα, στη δημιουργία ενός βιώσιμου και αποδεκτού δικομματισμού. Αντίθετα, διέλυσε τη θεμελιώδη ιδεολογική συναίνεση όπου στηριζόταν το πολιτικό σύστημα μετά τον Εμφύλιο. Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα μορφή διχασμού και ένα κρίσιμο κενό εξουσίας, το οποίο εκμεταλλεύτηκαν οι συνταγματάρχες το 1967 για να παρέμβουν στο όνομα της ενότητας και της εθνικοφροσύνης. Ο Ανένδοτος Αγώνας εναντίον της κυβέρνησης της Ε.Ρ.Ε διακηρύχθηκε επίσημα και σχεδόν ομόφωνα από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ένωσης Κέντρου 16 ημέρες μετά τις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961.

Στην ουσία οριστικοποίησε την αντιπολιτευτική στάση της Ένωσης Κέντρου λίγο αφότου, την ημέρα της ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης (4 Νοεμβρίου 1961)39, ο Γ. Παπανδρέου είχε αμφισβητήσει το εκλογικό αποτέλεσμα ως προϊόν «βίας και νοθείας». Τη διακήρυξη της 14ης Νοεμβρίου 1961 υιοθέτησαν με δηλώσεις τους το Π.Α.Μ.Ε (Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδας) και μεμονωμένοι πολιτευτές, όπως ο Παυσανίας Κατσώτας, ο Ηλίας Τσιριμώκος και ο Ηλίας Μπρεδήμας. διαφοροποιήθηκε ο αρχηγός του Κόμματος Προοδευτικών Σπύρος Μαρκεζίνης, που είχε συνάψει εκλογική συμμαχία με την Ένωση Κέντρου, ενώ αμφίρροπη στάση τήρησε ο Σοφοκλής Βενιζέλος, παρότι παράλληλα διεκδικούσε την πατρότητα του ανένδοτου.

Κεντρικό επιχείρημα του αρχηγού της Ένωσης Κέντρου ήταν ότι η εκλογική νίκη της Ε.Ρ.Ε υπήρξε προϊόν «βίας» στα αστικά κέντρα και «νοθείας» στην ύπαιθρο, που εφαρμόστηκε από τις Ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας κατ’ εντολήν της Ε.Ρ.Ε. Ιθύνων νους του σχεδίου, που τριάμισι χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1965, ο Γ. Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός, το απέδωσε στην «Άσκηση Περικλής», θεωρήθηκε τότε ο ίδιος ο Καραμανλής. Με αυτό το σκεπτικό, ο ανένδοτος σύντομα μείωσε την αρχική επιθετικότητά του εναντίον της φιλοβασιλικής υπηρεσιακής κυβέρνησης που είχε διεξαγάγει τις εκλογές, έχοντας την ενεργό συναίνεση του Γ. Παπανδρέου.

Και με πρωθυπουργό το στρατηγό Κωνσταντίνο Δόβα και υπουργό Εθνικής Άμυνας τον άσπονδο «αντικαραμανλικό» Χαράλαμπο Ποταμιάνο. Η πρόταση παραπομπής σε ειδικό δικαστήριο του Δόβα και βασικών υπουργών του, τον Ιανουάριο του 1962, επισκιάστηκε από τις επανειλημμένες προτάσεις δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Καραμανλή που κατέθεσε η Ένωση Κέντρου, είτε παράλληλα είτε από κοινού με την Ε.Δ.Α το 1962 και το 1963. Ο Παπανδρέου υποσχέθηκε ανυποχώρητη αντίσταση στην «παράνομη κυβέρνηση» αρνούμενος να αναγνωρίσει το εκλογικό αποτέλεσμα μέχρι να διεξαχθούν «τίμιες εκλογές».


Η ένωση Κέντρου απέφυγε στη συνέχεια κάθε πράξη που θα ισοδυναμούσε με de facto αναγνώριση της κυβέρνησης και ευρύτερα του «καθεστώτος» Καραμανλή. Έτσι, το κόμμα συμμετείχε μεν στις συζητήσεις της Βουλής, εμμένοντας στο αδιαπραγμάτευτο αίτημα για την «αποκατάσταση του πολιτεύματος», αλλά απείχε από τις ψηφοφορίες. Απείχε και από την ψήφο εμπιστοσύνης τον Δεκέμβριο του 1961, με συνέπεια οι βουλευτές της να ορκιστούν με επιφύλαξη στις 9 Ιανουαρίου 1962.

Στις 19 Δεκεμβρίου 1961, κατά τη διάρκεια γεύματος με ξένους ανταποκριτές, ο αρχηγός της Ε.Κ. αποκάλεσε την κυβέρνηση «ολοκληρωτικό καθεστώς παρόμοιο με εκείνο των κομμουνιστικών χωρών», αιτιολογώντας την απόφαση του κόμματος του να απέχει από τις ψηφοφορίες της Βουλής. Ο Γ. Παπανδρέου διέκοψε, επίσης, τις επαφές με το Στέμμα και έλαβε κριτική στάση σε ζητήματα ευαίσθητα για τους βασιλείς, όπως η προίκα της πριγκίπισσας Σοφίας. Τις ισορροπίες διατήρησε η συνέχιση κοινωνικών και πολιτικών επαφών με τα Ανάκτορα εκ μέρους λίγων στελεχών, όπως ο Σοφοκλής Βενιζέλος.

Ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου διαμήνυσε επανειλημμένως στο βασιλιά Παύλο ότι η στάση του αποτελούσε παράπλευρη απώλεια του ανένδοτου εναντίον της «δικτατορίας» Καραμανλή, που περιόριζε τα συνταγματικά δικαιώματα ακόμη και του ίδιου του Ανώτατου Άρχοντα. Τον Σεπτέμβριο / Οκτώβριο του 1962 δήλωσε παραστατικά στη Μυτιλήνη και τη Χίο: «Όταν η Κυβέρνησις είναι παράνομος, ο βασιλεύς είναι υπεύθυνος. Διότι αυτός είναι ο λόγος της υπάρξεώς του. Να φυλάττη το Σύνταγμα. Να εγγυάται την παρουσίαν νομίμου Κυβερνήσεως. Συνέπεια της γραμμής αυτής υπήρξεν η διακοπή πάσης επικοινωνίας της Ένωσης Κέντρου με τον Ανώτατον Άρχοντα».

Σύντομα, ο ανένδοτος εξελίχθηκε σε ένα κίνημα συνολικής αμφισβήτησης της πολιτικής και πολιτειακής τάξης που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα μετά το 1949 - και είχε διαμορφωθεί, σε μεγάλο βαθμό, και από τις παλαιοβενιζελικές δυνάμεις που συγκρότησαν το 1961 την Ένωση Κέντρου. Πεμπτουσία του ανένδοτου αποτέλεσε η εκστρατεία για την πολιτική και την ηθική εκμηδένιση της κυβέρνησης και του ίδιου του Καραμανλή. Την αιχμή του δόρατος αποτέλεσε ο κεντρώος Τύπος, με ναυαρχίδα την εφημερίδα «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα.

Η ιδέα της «λαϊκής πίεσης» που είχε προβάλει ο Κόκκας υλοποιήθηκε με την κινητοποίηση οπαδών του κόμματος, κυρίως συνδικάτων και οργανώσεων νέων (ΟΝΕΚ, ΕΔΗΝ), σε μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Ο Γ. Παπανδρέου φρόντισε να μονοπωλήσει η Ένωση Κέντρου τον ανένδοτο και να τον περιχαρακώσει από την Αριστερά. Ο σκοπός ήταν να μην εκληφθούν οι περιστασιακές συμπράξεις τους ως «συνοδοιπορία», πράγμα που θα πριμοδοτούσε την Ε.Ρ.Ε με την κυρίαρχη αντικομμουνιστική ψήφο και θα αποξένωνε το Στέμμα. Ο ανένδοτος επέτρεψε στην Ένωση Κέντρου να εκτροχιάσει τις προτεραιότητες της κυβέρνησης.

Η αρχικά αμυντική στάση του Καραμανλή μαρτυρούσε την επιδίωξη να κερδίσει χρόνο για να προχωρήσει το πρόγραμμά του. Η προσπάθεια απέδωσε με δυσκολία έως το καλοκαίρι του 1962, όταν πια προσανατολίστηκε στη διεξαγωγή νέων εκλογών, για να θέσει τέρμα στην αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος. Πριν το κάνει, αναγκάστηκε σε παραίτηση στις 11 Ιουνίου 1963. Επί των ημερών της διάδοχης κυβέρνησης Πιπινέλη ξεκίνησε η σταδιακή αποχώρησή του από την πολιτική, η οποία οριστικοποιήθηκε μετά την ήττα της Ε.Ρ.Ε στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963.

Στην πρώτη φάση του ανένδοτου, από τον Νοέμβριο 1961 έως τον Σεπτέμβριο 1962, ο Καραμανλής επιχείρησε να περιθωριοποιήσει πολιτικά την επίθεση Παπανδρέου και να την «εκθέσει» ως μέθοδο συσπείρωσης της ετερόκλητης Ένωσης Κέντρου. Ζήτησε τη διερεύνηση των σοβαρότερων περιστατικών που είχαν καταγγελθεί και έλαβε μέτρα για την προστασία των βασιλέων από τις επιθέσεις της αντιπολίτευσης, ώστε να μην αποσπάσει ο Γ. Παπανδρέου, ανασύροντας μνήμες του διχασμού, μια ευνοϊκή βασιλική κίνηση για πρόωρες εκλογές.

Σφοδρά αντέδρασε και σε επιθέσεις κατά των Ενόπλων δυνάμεων ή κατά του βασιλικού ρόλου στις Ένοπλες Δυνάμεις μετά την αναστάτωση που πυροδότησε η περιβόητη ρήση του βασιλιά Παύλου στις 19 Μαρτίου 1962 στη Στρατιωτική Λέσχη Θεσσαλονίκης ότι ο στρατός ανήκε στο βασιλιά και ο βασιλιάς στο στρατό. Ο Καραμανλής απέδωσε την επίθεση Παπανδρέου στην απογοήτευση που δημιουργούσε η αυτοδυναμία της Ε.Ρ.Ε στην Ένωση Κέντρου, ενώ μάλιστα ο αρχηγός της διακήρυσσε πριν από τις εκλογές ότι η Ένωση Κέντρου διέθετε ισχυρό «ρεύμα». Την ίδια θέση προέβαλαν κυβερνητικά στελέχη, ο Σπύρος Μαρκεζίνης και ο ξένος Τύπος.

Ο Καραμανλής απέκλειε το ενδεχόμενο κατευνασμού μέσω νέων εκλογών. Ο ανένδοτος τον ενοχλούσε και ηθικά, γιατί θεωρούσε πως είχε συμβάλει στην ανάδειξη της Ένωσης Κέντρου μέσω του εκλογικού νόμου του 1961, ο οποίος απαιτούσε υψηλό ποσοστό, 51 % για σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης, αλλά και γιατί είχε δημόσια προτρέψει ψηφοφόρους του να την προτιμήσουν, εάν εγκατέλειπαν την Ε.Ρ.Ε. Το ενδεχόμενο εκλογών απειλούσε πάνω από όλα να ανατρέψει το κυβερνητικό έργο και το πενταετές πρόγραμμα, στο οποίο αποδιδόταν μέγιστη βαρύτητα για την οικονομική βελτίωση της χώρας μέσω μιας «βιομηχανικής επανάστασης» που θα τερμάτιζε τη φτώχεια και θα αποδυνάμωνε τα επιχειρήματα της Αριστεράς».

Πράγματι, ο πυρετώδης ρυθμός με τον οποίο εγκαινιάστηκαν νέες μεγάλες υποδομές (κυρίως παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας) και σχεδιάστηκαν βιομηχανικές μονάδες (χάλυβα, λιπασμάτων, σακχάρεως κ.ά.) ναυπηγεία, υπήρξε σήμα κατατεθέν της ταραγμένης διετίας 1961 - 1963. Αλλά το πενταετές προσέκρουσε σε δύο σοβαρά εμπόδια. Από τη μια πλευρά στον ανένδοτο, από την άλλη πλευρά στη διακοπή της δωρεάς Αμερικανικής βοήθειας που μέχρι τότε κάλυπτε μέρος των κρατικών δαπανών. Ο Καραμανλής απέτυχε να εξασφαλίσει από την Ουάσιγκτον περαιτέρω βοήθεια, με την εξαίρεση της δέσμευσης, τον Ιούλιο του 1962, για παροχή ενός διακρατικού δανείου ύψους $10 εκατ.


Και μια συμφωνία για τη ρύθμιση του ελληνικού προπολεμικού ομολογιακού χρέους σε δολάρια. Απέτυχε, επίσης, στο αίτημά του για χρηματοδότηση των Ελληνικών αμυντικών δαπανών μέσω της ίδρυσης Ειδικού Ταμείου στο Ν.Α.Τ.Ο. Το έλλειμμα κεφαλαίων έστρεψε την Ελληνική κυβέρνηση εντονότερα προς τις χώρες της Ε.Ο.Κ με την παρότρυνση των Η.Π.Α. Από την άνοιξη του 1962 ο Καραμανλής ανέπτυξε διμερείς επαφές με τη Βόννη, τη Ρώμη και το Παρίσι, στοχεύοντας στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, όπως και στον Ο.Ο.Σ.Α. Ωστόσο, το φιλόδοξο πρόγραμμα ακινητοποιήθηκε γρήγορα ανάμεσα στις Συμπληγάδες του ανένδοτου και της έλλειψης πόρων.

Η διέξοδος που προσέφεραν οι επενδύσεις των χωρών της Ε.Ο.Κ στο τέλος της διακυβέρνησής του, εκτός από το ότι συκοφαντήθηκε (π.χ. Πεσινέ), δεν είχε ικανό χρονικό ορίζοντα για να αποφέρει καρπούς. Το καλοκαίρι του 1962, ο ανένδοτος είχε επιτύχει τον πρωταρχικό του στόχο: εμπόδιζε την κυβέρνηση να αποδώσει, με την πρόθεση να αποδειχθεί όχι μόνον παράνομη, αλλά και ανίκανη. Ο επόμενος στόχος ήταν η προσωπική απομόνωση του πρωθυπουργού με μοχλό την αποξένωσή του από το Στέμμα μέσω εκκλήσεων για αποκατάσταση του πολιτεύματος. Η «περικύκλωση» του Καραμανλή από μια γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης κλιμακώθηκε από τον Σεπτέμβριο του 1962 έως τον Ιούνιο του 1963.

Τον Οκτώβριο του 1962 εξερράγη η πρώτη μεγάλη κρίση στις σχέσεις Πρωθυπουργού - Βασιλιά. Πρόκειται για τη γνωστή ανταλλαγή επιστολών της 3ης και της 14ης Οκτωβρίου 1962, αντίστοιχα, όπου ο μεν Καραμανλής συνιστούσε στο Στέμμα διακριτικότερη δημόσια παρουσία, ο δε βασιλιάς κατηγορούσε τον Καραμανλή για αγνωμοσύνη και αποκοπή από τη λαϊκή βάση, καταλήγοντας ότι «ουδείς Έλλην γνωρίζει τον Ελληνικό λαόν κάλλιον εμού». Το Φθινόπωρο του 1962 ο Καραμανλής προετοιμαζόταν ήδη για εκλογές. Τον διευκόλυνε πλέον η ολοκλήρωση της Σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ μετά την κύρωση της Συμφωνίας από τα Κοινοβούλια των «Έξι» (Αύγουστος 1962) - η Συμφωνία τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1962.

Η ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης την 1η Σεπτεμβρίου 1962 είχε έντονα προεκλογικό χαρακτήρα. Παρουσίασε την οικονομική κατάσταση της χώρας σε συνάρτηση με ένα μακροπρόθεσμο οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα. Τόνισε την αναγκαιότητα της ομαλότητας: «Οφείλωμεν να επιτύχωμεν. Αντιθέτως, αν παραμείνωμεν αβοήθητοι ή εισέλθωμεν, όπως το θέλουν οι δημαγωγοί, εις πολιτικάς και οικονομικάς περιπετείας, όχι μόνον θα ανασταλή η περαιτέρω πρόοδος, αλλά θα απολέσωμεν και τας κατακτήσεις των τελευταίων ετών. Διά πρώτην φορά παρουσιάζεται η δυνατότης να καταστή η Ελλάς οργανικόν τμήμα της Ευρώπης και θα εξέλθη οριστικώς από την κατάστασιν της υποπαναπτύξεως».

Όπως δήλωσε στο στρατηγό Ντε Γκωλ κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής του στην Ελλάδα (16 - 19 Μαΐου 1963): «Τα προσεχή 3 - 4 έτη θα είναι αποφασιστικά. Ή θα εξασφαλισθή σταθερότης ή όλα θα διαλυθούν». Ο Καραμανλής έλαβε, παράλληλα, μέτρα για την υπέρβαση του λεγόμενου «παρασυντάγματος», δηλαδή των έκτακτων μέτρων ασφαλείας που είχαν ληφθεί μετά τον Εμφύλιο και διαιωνίζονταν. Στις 12 Ιουνίου 1962 κηρύχθηκε τυπικά η λήξη της «ανταρσίας». Η κυβέρνηση προχώρησε, επίσης, στην αριθμητική μείωση των πολιτικών κρατουμένων και εξορίστων και έκλεισε το στρατόπεδο του Αγίου Ευστρατίου.

Καθοριστική τομή στις μεταρρυθμιστικές προτάσεις υπήρξε, από το Φθινόπωρο του 1962, το σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης, το οποίο είχε προαναγγελθεί το 1960 και ξανά την επαύριον των εκλογών του 1961. Το σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος του 1952 αποσκοπούσε να επιταχύνει τις διαδικασίες λήψης και εφαρμογής κυβερνητικών αποφάσεων περιορίζοντας τις βασιλικές παρεμβάσεις και απλοποιώντας το κοινοβουλευτικό έργο. Ο Καραμανλής ανήγγειλε ότι το σχέδιο αναθεώρησης ήταν έτοιμο τέσσερις μέρες πριν λάβει την επιστολή του βασιλιά Παύλου της 14ης Οκτωβρίου 1961 με τις γνωστές συστάσεις.

Η ολοκληρωμένη πρόταση περί αναθεωρήσεως, την οποία επεξεργάστηκε επιτροπή με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, κατατέθηκε στη Βουλή πέντε μήνες αργότερα, στις 21 Φεβρουαρίου 1963, οπότε απερρίφθη τόσο από την Ε.Δ.Α όσο και την Ένωση Κέντρου. Η αντιπολίτευση κατέκρινε ως προσχηματική την πρόταση αναθεώρησης και υπονόησε ότι ο Καραμανλής προωθούσε μια Γκωλικού τύπου Μεταπολίτευση, αιχμή που στόχευε στις ανασφάλειες των βασιλέων για την ισορροπία κυβέρνησης - Στέμματος. Σε βάρος της κυβέρνησης μέτρησε κατ' αρχάς η άκαρπη προσπάθειά της να κερδίσει, την άνοιξη του 1963, έστω μερίδα της Ένωσης Κέντρου υπέρ της αναθεώρησης.

Με διαμεσολαβητές τότε από πλευράς Ε.Ρ.Ε τον Παναγιώτη Πιπινέλη και από πλευράς Ε.Κ. τον Σοφοκλή Βενιζέλο, ο οποίος προτιμούσε μια μεταβατική συγκυβέρνηση Ε.Ρ.Ε - Ε.Κ. για να αποτρέψει την εσωκομματική μονοκρατορία του Παπανδρέου. Η Ε.Ρ.Ε και προσωπικά ο Καραμανλής εμφανίστηκαν ως διασπαστές της αντιπολίτευσης. Καταλύτης για την αποσταθεροποίηση Καραμανλή υπήρξε η μεταφορά της βασιλικής υποστήριξης από τον Καραμανλή στον Γ. Παπανδρέου και την Ένωση Κέντρου. Οι εκλογές του Φεβρουαρίου 1956 και περισσότερο του Μαΐου 1958 είχαν εμπλέξει το Στέμμα αμεσότερα στη διαμόρφωση του Ελληνικού κομματικού και του πολιτικού συστήματος.

Τόσο το φάσμα λαϊκών μετώπων, με βάση το προηγούμενο της Δημοκρατικής Ένωσης του 1956, όσο και η ανάδειξη της Ε.Δ.Α σε αξιωματική αντιπολίτευση το 1958 θορύβησαν βαθιά τα Ανάκτορα, τα οποία προσανατολίστηκαν στη γρήγορη διαμόρφωση ενός δικομματικού συστήματος. Εκτός από σταθερότητα, η προοπτική αυτή υποσχόταν ενίσχυση του πολιτικού ρόλου του βασιλιά ως θεσμικού διαιτητή ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας και τους εκάστοτε ηγέτες τους. Ο βασιλιάς Παύλος στήριξε τη συγκρότηση «Εθνικής Αντιπολιτεύσεως», την οποία προωθούσαν οι Αμερικανοί και ο ίδιος ο Καραμανλής με στόχο να στερήσουν από την Αριστερά τη φθορά της Ε.Ρ.Ε.

Η ρυθμιστική λειτουργία του Στέμματος ήταν κρίσιμη για να αναδειχθεί γρήγορα μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης μέσα από συγκεκριμένα εκλογικά συστήματα και την καλλιέργεια νέων ηγετών. Ιδιαίτερα απέναντι σε έναν ισχυρό αντίπαλο όπως αποδεικνύονταν, παρά την αναπόφευκτη φθορά, οι κυβερνήσεις Καραμανλή. Ο ρόλος του βασιλιά Παύλου υπήρξε καίριος και ευδιάκριτος σε διάφορα επίπεδα. Στην προώθηση του Γεωργίου Παπανδρέου στην ηγεσία του Κέντρου αντί του Σοφοκλή Βενιζέλου, που, παρότι ανήκε στον κύκλο των Ανακτόρων, θεωρείτο εξαιρετικά παλαιοκομματικός και ασταθής στην εξωτερική πολιτική. Στη νομιμοποίηση ηγετών που οι κεντρώοι θέλησαν να αποσπάσουν από τις παρυφές της Αριστεράς.


Όπως ο Ηλίας Τσιριμώκος και ο Σάββας Παπαπολίτης, με τους οποίους το Παλάτι εγκαινίασε μια τυπική, αλλά γόνιμη επαφή από το 1959 εν όψει της ενοποίησης του κεντρώου χώρου. Στη φιλοβασιλική σύνθεση της υπηρεσιακής κυβέρνησης Δόβα στις κρίσιμες εκλογές του Οκτωβρίου 1961, οι οποίες θα έκριναν εάν η Ένωση Κέντρου διέθετε το θρυλούμενο «λαϊκό ρεύμα» και προοπτικές εκλογικής επικράτησης. Και φυσικά στον ανένδοτο αγώνα, που σφυροκόπησε τον Καραμανλή, ενώ πιο διακριτικά εγκαλούσε το βασιλιά Παύλο που δεν παρενέβαινε αρκετά για να τον απομακρύνει. Τη χαριστική βολή στην κυβέρνηση Καραμανλή έδωσε η δολοφονία του βουλευτή της Ε.Δ.Α Γρηγόρη Λαμπράκη, στις 22 Μαΐου 1963.

Το γεγονός φάνηκε να δικαιώνει τον ανένδοτο κατά του παρακράτους, κλονίζοντας, παράλληλα, την εικόνα του Καραμανλή ως αποτελεσματικού εγγυητή της ασφάλειας. Αυτή την ανεπάρκεια επικαλέστηκε ο βασιλιάς ως βασικό επιχείρημα στην τελική σύγκρουση με τον Καραμανλή τον Ιούνιο του 1963, για να απαλλαγεί από τον «ενοχλητικό» πρωθυπουργό. Το ενδεχόμενο να δεχθούν εκ νέου επιθέσεις οι βασιλείς στο Λονδίνο στο ταξίδι του Ιουλίου 1963 -είχε προηγηθεί η επίθεση εναντίον της βασίλισσας Φρειδερίκη στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 1963- αποδόθηκε εν πολλοίς στην αποτυχία, ως ένα βαθμό και στην απροθυμία, του Καραμανλή να προστατεύσει την Πολιτεία από τους εχθρούς της.

Η άρνηση του πρωθυπουργού να προκαλέσει μια μείζονα πολιτική κρίση με επίκεντρο τη δράση του παρακράτους και την παρεμβατικότητα των Ανακτόρων τον κατέστησαν ουσιαστικά βορά στην αντιπολίτευση και εύκολο στόχο για το Στέμμα. Η εμμονή του στην αξία της πολιτικής σταθερότητας δεν του άφησε άλλη επιλογή από το να οδηγηθεί σε παραίτηση, αποφεύγοντας, ωστόσο, τη δημόσια πολιτική αντιπαράθεση με το Παλάτι. Μετά την παραίτησή του και μέχρι τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, ο Καραμανλής επικεντρώθηκε σε δύο στόχους. Πρώτον, στη διάσωση της ενότητας της Ε.Ρ.Ε, ιδίως μετά την απόφασή του να αποσυρθεί από την πολιτική και να φύγει από την Ελλάδα.

Δεύτερον, στην πολιτική απομόνωση του Παπανδρέου. Σε θεσμικό επίπεδο, προσπάθησε -μάταια- να πείσει το βασιλιά να κάνει αμέσως εκλογές και να μην αλλάξει τον εκλογικό νόμο προς το αναλογικότερον, προκειμένου να προκύψουν ισχυρά κόμματα από την κάλπη. Σε πολιτικό επίπεδο, απέτρεψε τη συμμετοχή της Ε.Ρ.Ε σε μια μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας με την Ε.Κ. - ένα σχέδιο που επανήλθε από το βασιλιά και ορισμένους βουλευτές των δύο κομμάτων το καλοκαίρι του 1963. Σε αυτή την τελευταία φάση, ο Καραμανλής παρότρυνε την κυβέρνηση Πιπινέλη, αλλά και τον Μαρκεζίνη, και εμμέσως το βασιλιά Παύλο, να προσεταιριστούν κεντρόφυγες δυνάμεις της Ένωσης Κέντρου για να αποτρέψουν την παντοδυναμία του «έξαλλου» Παπανδρέου.

Παράλληλα, ενέμεινε στην άποψη ότι ο Παπανδρέου δεν επιθυμούσε πραγματικά εκλογές διότι δεν θεωρούσε δεδομένη την επικράτηση της Ένωσης Κέντρου. Τότε, για πρώτη φορά μετά την έναρξη του ανένδοτου, ο Καραμανλής έτεινε σε μια ασυνήθιστη γι’ αυτόν αντικομμουνιστική ρητορεία. Ήταν πιθανόν μια βεβιασμένη αντίδραση, ίσως, στην αντίληψη Καραμανλή, η μόνη δυνατή νομιμόφρων αντίδραση στη διμέτωπη επίθεση Ένωσης Κέντρου και Στέμματος. Κατηγόρησε επανειλημμένως τον Παπανδρέου για εθνικά επικίνδυνη συνοδοιπορία με την Ε.Δ.Α, ενώ δεν δίστασε να παραλληλίσει τα συνθήματα της αντιπολίτευσης περί «αυτοδικίας και αυτοαμύνης» με τα συνθήματα που ακούγονταν «παραμονάς του συμμοριτοπολέμου».

Η αντικομμουνιστική διάθεση, που ήταν έκδηλη στην προεκλογική του εκστρατεία, αποτυπώθηκε και στην αλληλογραφία με βουλευτές του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος, που έθεσαν το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα. Το οξύμωρο ήταν, βέβαια, ότι αυτή η ύστερη αντικομμουνιστική τοποθέτηση χάρισε στον Γ. Παπανδρέου την αύρα του μετριοπαθούς εθνικόφρονα αρχηγού, παρότι η Αριστερά και οι βασιλείς, κάθε πλευρά για τους λόγους της, αναγνώριζαν τις αντικομμουνιστικές περγαμηνές του Γ. Παπανδρέου από τα χρόνια του Εμφυλίου, κληρονομιά που υπογράμμιζε και ο ίδιος στο δημόσιο λόγο του.

Εύγλωττο ήταν τότε, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα ότι «το Κέντρο ξέρει να μειώνει τη δύναμη της Αριστεράς, ενώ ή Ε.Ρ.Ε υπήρξε ο στρατολόγος της». Ο Καραμανλής κατέληξε, επίσης, να εμφανίζεται «βασιλικότερος του βασιλέως» στο θέμα του κομμουνιστικού κινδύνου, εκχωρώντας άθελά του και στο Στέμμα την αίγλη του μετριοπαθούς και απροκατάληπτου διαιτητή. Οι εκλογές του 1963 δεν δικαίωσαν τον Καραμανλή. δικαίωσαν τον ανένδοτο. Την πολιτική κυριαρχία των αντιπάλων του, παρά την έλλειψη αυτοδυναμίας, υπογράμμισε η δήλωση του βασιλιά Παύλου στην καθιερωμένη ομιλία του Θρόνου στη νέα Βουλή, ότι «μετά τις τελευταίες εκλογές παγιούται ο ομαλός πολιτικός βίος της χώρας».

Σε μεταγενέστερο σημείωμά του, υπαγορευμένο στο Παρίσι, ο Καραμανλής θα σχολιάσει για την περίοδο Σεπτεμβρίου - Νοεμβρίου 1963: «Εάν ο βασιλεύς ηρνείτο, είτε την ακρόασιν, είτε την συζήτησιν των νέων προτάσεων, ο Παπανδρέου θα είχε εκμηδενιστεί και θα είχε τερματισθή αδόξως ο ανεκδιήγητος αγών του». Μέχρι τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964 που της χάρισαν αυτοδυναμία, η Ένωση Κέντρου, αλλά και η Ε.Δ.Α συνέχισαν το σφυροκόπημα του Καραμανλή για σκάνδαλα, στιγματίζοντάς τον διπλά με τα φάσμα της παραγραφής.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΕΝΔΟΤΟ ΣΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 

Σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη, ο ανένδοτος αγώνας αποτέλεσε την απαρχή της μακρόσυρτης κρίσης νομιμότητας που οδήγησε στις παραιτήσεις δύο δημοκρατικά εκλεγμένων πρωθυπουργών υπό την πίεση του βασιλιά, του Καραμανλή του 1963 και του Παπανδρέου το 1965, ανοίγοντας το κουτί της Πανδώρας για τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία. Το βέβαιο είναι ότι η εκτροπή που τελικά συνέβη το 1967 δεν περιλαμβανόταν στις προβλέψεις του Παπανδρέου, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Καραμανλή, πίστευε ότι το Ελληνικό πολιτικό σύστημα άντεχε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων για να λειτουργήσει η εναλλαγή των δύο μεγαλύτερων μη κομμουνιστικών κομμάτων στην εξουσία.

Κατά ιστορική ειρωνεία, βίωσε δραματικά τις συνέπειες αυτής της πολιτικής, όταν αμφισβητήθηκε ο ίδιος από το εσωτερικό του κόμματός του και από το βασιλιά για τους χειρισμούς του στο Κυπριακό και την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» το 1965. Το μετεμφυλιακό πολιτικό σύστημα αποδείχθηκε εξαιρετικά εύθραυστο όταν επεδίωξε να αναδιαπραγματευθεί τις ισορροπίες ανάμεσα στους παράγοντες εξουσίας για να κάνει ένα βήμα προς την οικονομική και την πολιτική φιλελευθεροποίηση. Ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου το επεδίωξαν με διαφορετικό πρόγραμμα και οπωσδήποτε με διαφορετική μεθοδολογία και βασική ειδοποιό διαφορά τη σημασία που απέδιδαν στην ομαλή μετάβαση, μέγιστη ο Καραμανλής, σχετική ο Παπανδρέου.


Με αυτό το σκεπτικό, ο Καραμανλής επέτρεψε στον εαυτό του πολύ πιο περιορισμένο πλαίσιο κινήσεων από ό,τι ο αντίπαλός του, για να μην υποβληθεί η χώρα σε περιπέτεια – την οποία, τελικά, η Ελλάδα δεν απέφυγε. Βραχυπρόθεσμα το πλήρωσε, γιατί φάνηκε να υποχωρεί στον ανένδοτο. Υποτίμησε την επιθετικότητα και τη διάρκεια του Παπανδρέου όπως και τη μαζική επιρροή του κεντρώου Τύπου, που είδε στον ανένδοτο τη συντομότερη οδό για τη γρήγορη άνοδο στην εξουσία.

Ο Καραμανλής υποτίμησε, επίσης, την πρόθεση του βασιλιά Παύλου να ενισχύσει τον πολιτικό του ρόλο, υποστηρίζοντας ένα εναλλακτικό κόμμα εξουσίας, το οποίο υποσχόταν να εξουδετερώσει αποτελεσματικότερα από την Ε.Ρ.Ε την ιδεολογική επιρροή της Αριστεράς. Και ότι ήταν διατεθειμένος να συμβάλει στην αποσταθεροποίηση του επί έξι έτη πρωθυπουργού του, αποτινάσσοντας έτσι και την κατηγορία της «ευνοιοκρατίας», που τον ακολουθούσε από τον Οκτώβριο του 1955, όταν επέλεξε ως διάδοχο του Αλέξανδρου Παπάγου τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Αντίθετα, ο Καραμανλής υπερτίμησε την ελκυστικότητα του δικού του πολιτικού προγράμματος. Αγνόησε, για παράδειγμα, τις αντιδράσεις παραδοσιακών ψηφοφόρων στην εντατική οικονομική ανάπτυξη που προοιωνιζόταν η Σύνδεση με την Ε.Ο.Κ. Χάριν της αναπτυξιακής ορθοδοξίας που βασιζόταν στο παλιό αίτημα της εκβιομηχάνισης παραμέλησε, επίσης, τις νέες αντιλήψεις που διαμορφώνονταν διεθνώς για την οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη με έμφαση στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, στην πολιτική συμμετοχή, στις κοινωνικές διεκδικήσεις και άλλα ελκυστικά θέματα, για τα οποία αφέθηκε να μιλήσει προνομιακά η Ένωση Κέντρου.

Πριν από τη δικτατορία, η αποσταθεροποίηση του Καραμανλή θεωρείτο μάλλον προσωπική του αποτυχία παρά εθνική κρίση, σε αντίθεση με την αύρα που περιέβαλε την κρίση του 1965 - 1967. Μετά τη δικτατορία, η εικόνα άλλαξε. Οι δύο κρίσεις συνδέθηκαν στη συλλογική ιστορική συνείδηση ως αλληλένδετα επεισόδια μιας πορείας οπισθοδρόμησης από τις κατακτήσεις που, με μεγάλες δυσκολίες, είχε σημειώσει η μεταπολεμική Ελλάδα. Με αυτή την έννοια, η επιστροφή του Καραμανλή το 1974 ως ηγέτη της Μεταπολίτευσης συμβόλιζε την επιστροφή της Ελλάδας από τη δική της αυτοεξορία στον αναχρονισμό της δικτατορίας.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ 1946 - 1963

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε ο ηγέτης που σφράγισε τη μεταπολεμική πορεία της Ελλάδας. δικαιολογημένα έχει τοποθετηθεί στο πάνθεον με τους πιο πετυχημένους πολιτικούς του Ελληνικού κράτους μαζί με τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον Χαρίλαο Τρικούπη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Πέρα από την όποια αμφισβήτηση και θεμιτή κριτική, όλοι συμφωνούν πως υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματικός στην παραγωγή έργου και πως πέτυχε τις στρατηγικές επιδιώξεις του: τη δημοκρατική σταθερότητα, την οικονομική ανάπτυξη και την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.

Η επιλογή των χρονικών αυτών συντεταγμένων είναι λίγο πολύ προφανής. Στις εκλογές του 1946 εκλέγεται βουλευτής, στο μεσοδιάστημα ανέλαβε υπουργικά καθήκοντα και ανέβηκε τα σκαλοπάτια της πολιτικής ιεραρχίας, ίδρυσε πολιτικό κόμμα και διετέλεσε πρωθυπουργός από το 1955 ως το 1963. Στην Ιστορία παραδοσιακά ο ρόλος του ατόμου κατέχει ξεχωριστή θέση. Μια σύγχρονη, όμως, ιστορική προσέγγιση οφείλει να αποφύγει την προσωποκεντρική αντίληψη και να κινηθεί σε ερμηνευτικές οδούς που συμπλέκουν το ρόλο του ατόμου με τις ευρύτερες δομές της οικονομίας, της κοινωνίας, της πολιτικής κουλτού- ρας και του διεθνούς περιβάλλοντος.

Επομένως, το έργο μιας πολιτικής προσωπικότητας είναι παράγωγο μιας σύνθετης πραγματικότητας με πολλαπλά και εν πολλοίς αλληλοκαλυπτόμενα αναλυτικά πεδία. Η πολιτική, όπως ισχύει και για άλλα πεδία, δεν μπορεί να κατανοηθεί αποκομμένη από τις σχέσεις τις οποίες αναπτύσσει στην κοινωνία. Η προσέγγιση, μάλιστα, αυτή βοηθά στο να αποδώσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη διαμεσολάβηση του ατόμου και να εξάρει ακόμη τη συμβολή και την παρέμβασή του στο «περιβάλλον» στο οποίο κινείται. Η αντίληψη αυτή, άλλωστε, ήταν σύμφωνη με τον τρόπο που ο Καραμανλής κατανοούσε την πολιτική, καθώς απεχθανόταν τους μεσσίες και το μεσσιανικό τρόπο ερμηνείας της Ιστορίας.

Ο Καραμανλής εκλέχθηκε σε ηλικία 28 ετών για πρώτη φορά βουλευτής του Νομού Σερρών με το Λαϊκό Κόμμα υπό τον Παναγή Τσαλδάρη στις εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935, στις οποίες απείχαν οι Βενιζελογενείς πολιτικές δυνάμεις και οι οπαδοί της Αβασίλευτης δημοκρατίας. Επτά μήνες όμως αργότερα, στις 26 Ιανουαρίου 1936, ξαναέγιναν εκλογές και ο νεαρός πολιτικός κατάφερε να διατηρήσει τη βουλευτική του έδρα, καταλαμβάνοντας μάλιστα την πρώτη θέση στον εκλογικό συνδυασμό των Σερρών. Η επιτυχία αυτή τον εδραίωσε στην τοπική πολιτική. Η θητεία και αυτής της Βουλής υπήρξε σύντομη, καθώς η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 διέκοψε τον κοινοβουλευτικό βίο της χώρας.

Στη διάρκεια της Κατοχής βρισκόταν στην Αθήνα και στο διάστημα 1942 - 1943 συμμετείχε σε μια ομάδα πολιτικού προβληματισμού που ονομαζόταν Σοσιαλιστική Ένωση. Η ομάδα αυτή αποτελείτο από ανερχόμενα τότε μέλη της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Ξενοφώντας Ζολώτας, ο Άγγελος Αγγελόπουλος, ο Γεώργιος Μαύρος, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, ο Γιώργος Οικονομόπουλος, ο Γιώργος Λάπας, ο Γιάννης Παρασκευόπουλος, ο Ιωάννης Πολίτης. Η ομάδα αυτή ιδεολογικά εξέφραζε ένα φιλελευθερισμό με κοινωνικό προσανατολισμό. Πίστευε σε ένα κράτος με κοινωνική αποστολή που θα έθετε όρια στην ως τότε απόλυτη ελευθερία των αγορών.

Ο συγχρωτισμός της φιλελεύθερης αξίας της ελευθερίας με την ιδέα ενός παρεμβατικού κράτους με κοινωνική αποστολή είχε διατυπωθεί και από άλλες προσωπικότητες της εγχώριας φιλελεύθερης διανόησης κατά τη δεκαετία του '30 (Γιώργος Θεοτοκάς, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Παπανδρέου). Η ανάδυση ενός κοινωνικού φιλελευθερισμού ήταν μια διεθνής τάση εκείνη την εποχή που ήλθε ως απάντηση στη διεθνή οικονομική κρίση του 1929 και στην άνοδο του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη. Στην Ελληνική περίπτωση ιδιαίτερα, η κριτική στο δόγμα της απόλυτης οικονομικής ελευθερίας συνδυάστηκε με τα αδιέξοδα του Εθνικού διχασμού και τις αδράνειες του δημόσιου βίου.


Η Ιωάννα Τσάτσου στην ημερολογιακή της καταγραφή στα Φύλλα Κατοχής σχολιάζει την πρώτη παρουσία του Καραμανλή σε συνεδρίαση της Σοσιαλιστικής Ένωσης στις 25 Νοεμβρίου 1942: «Μαζεύτηκαν πάλι στο σπίτι οι φίλοι του Κωστάκη. Είναι μια ομάδα που ταχτικά συνεδριάζει και συζητεί για τις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις. Ήρθε και για πρώτη φορά ένας Μακεδόνας πρώην βουλευτής, ο Κώστας Καραμανλής. Μιλούσε λίγο, μα ό,τι έλεγε ήταν σωστό. Μου έκανε εντύπωση η κρίση του και η ειλικρίνειά του».

Ο Καραμανλής επιχείρησε να πιέσει την ομάδα αυτή, πέρα από τις ακαδημαϊκές συζητήσεις, να δραστηριοποιηθεί πολιτικά. Αλλά, όπως ομολόγησε αργότερα ο ίδιος, εξέλιπαν η πείρα και ο ρεαλισμός, γεγονός που τον ανάγκασε να αποχωρήσει από την ομάδα, η οποία, ούτως ή άλλως, έπειτα από λίγο καιρό διαλύθηκε.

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 

Ο κατοχικός εμφύλιος και τα Δεκεμβριανά του 1944 υποθήκευσαν έναν ομαλό πολιτικό βίο ύστερα από την Απελευθέρωση. Το κοινωνικό σώμα είχε διχαστεί και η έκρηξη της βίας είχε προκαλέσει τέτοια έξαρση των παθών που μόνο ένα ισχυρό κράτος θα μπορούσε να διαχειριστεί. Ο Καραμανλής σχολίαζε πως «δεν υπάρχει χειρότερη κατάρα από τον εμφύλιο πόλεμο που μεταβάλλει τους ανθρώπους σε θηρία. Στον συνήθη πόλεμο οι άνθρωποι εμπνέονται από την ιδεάν της νίκης και σκοτώνουν τους αγνώστους αντιπάλους των χωρίς να τους μισούν. Εις τον εμφύλιο εμπνέονται από άγρια πάθη που οδηγούν σε εγκλήματα πρωτοφανή και αφήνουν επί μακρόν τα ίχνη των εις την ζωήν του έθνους».

Η τελευταία παρατήρηση του Καραμανλή επιβεβαιώθηκε στην πράξη και προσδιόρισε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο της Κατοχής προκάλεσε μια νέα διαιρετική τομή ανάμεσα σε κομμουνιστές και εθνικόφρονες, η οποία ήλθε να προστεθεί στην προηγούμενη μεταξύ Βενιζελικών και λαϊκών, επηρεάζοντας τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τις συλλογικές νοοτροπίες και συμπεριφορές.

Η Συμφωνία της Βάρκιζας, που υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 ανάμεσα στην κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα και τους αντιπροσώπους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Ε.Α.Μ), απότοκος της ένοπλης δεκεμβριανής σύγκρουσης, στην πράξη δεν τηρήθηκε ποτέ. Οι κυβερνήσεις οι οποίες οδήγησαν τη χώρα στις εθνικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 απέτυχαν να συγκροτήσουν ένα κράτος που θα τηρούσε τα συμφωνηθέντα της Βάρκιζας. Η έκρηξη της λευκής τρομοκρατίας, που ασκούσαν διάφορες παραστρατιωτικές φιλοβασιλικές ομάδες, υποδαύλισε σε πολύ σημαντικό βαθμό την πορεία προς τον Εμφύλιο των ετών 1946 - 1949.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Στο διάστημα ως τις εκλογές του 1946, ο Καραμανλής δεν είχε ανάμιξη στις εξωκοινοβουλευτικές ζυμώσεις για τη συγκρότηση κυβερνητικών σχημάτων, τα οποία όλα αποδείχτηκαν θνησιγενή. Από την άλλη, οι ζυμώσεις αυτές έφεραν στο φως την πολυδιάσπαση των λεγόμενων «αστικών» δυνάμεων και τις διαφορετικές στρατηγικές και φιλοδοξίες τους. Ο Καραμανλής, παρατηρώντας όλη αυτήν την κατάσταση, θεωρούσε πως στην αυγή της νέας εποχής χρειαζόταν μια βαθύτερη μεταβολή στην πολιτική κουλτούρα του «αστικού» πολιτικού κόσμου. Επίσης, τα τραύματα της κοινωνίας από την εμφύλια βία δεν θα τα έλυναν ούτε οι επικείμενες εκλογές του 1946 ούτε το δημοψήφισμα για το πολιτειακό που θα ακολουθούσε.

Το ζητούμενο, αν οι πολιτικές δυνάμεις ήθελαν να αντιμετωπίσουν πραγματικά τη «γοητεία» και την απήχηση του κομμουνισμού, ήταν η σύνδεση της πολιτικής και της κοινωνίας μέσω μιας μακρόχρονης πολιτικής προσπάθειας που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την άρση της χρόνιας φτώχειας της χώρας. Οι εκλογές του 1946 ήταν το αφετηριακό σημείο της επαναλειτουργίας του κοινοβουλευτισμού ύστερα από δέκα χρόνια αναστολής των δημοκρατικών λειτουργιών, οι οποίες όμως έγιναν με την αποχή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος και ορισμένων άλλων πολιτικών δυνάμεων (το Σοσιαλιστικό Κόμμα - Ε.Λ.Δ του Αλ. Σβώλου, το Προοδευτικό Κόμμα του Γ. Καφαντάρη κ.ά.) και μεμονωμένων πολιτευτών (Εμ. Τσουδερός, Γ. Καρτάλης, κ.ά.).

Το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο είχε ενοποιηθεί υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη από τις αρχές του 1945 ύστερα από την ανεξαρτητοποίηση διαφόρων τάσεων στο εσωτερικό του κατά τη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας και της Κατοχής, αναδείχθηκε νικητής των εκλογών, αποσπώντας το 55,12 % των ψήφων και 206 από τις 354 έδρες και εξασφαλίζοντας μονοπαραταξιακή κυβερνητική αυτοδυναμία (18 Απριλίου 1946). Το Λαϊκό Κόμμα διενήργησε έναν προεκλογικό αγώνα κατά του κομμουνιστικού κινδύνου, ενώ τάχθηκε υπέρ της επανόδου του βασιλιά Γεωργίου Β'.

Έξι μήνες μετά τις εκλογές, στις 1 Σεπτεμβρίου 1946 διενεργήθηκε το δημοψήφισμα, το οποίο είχε ένα ιδιόμορφο προσωπικό χαρακτήρα, καθώς το νομικό του πλαίσιο προέβλεπε ότι το αντικείμενό του ήταν η επάνοδος της «Α.Μ. του βασιλέως Γεωργίου Β' εις την Ελλάδα προς αυτοπρόσωπον ανάληψιν της ασκήσεως κατά το ισχύον Σύνταγμα αρμοδιοτήτων αυτού» (ΦΕΚ, Α/30.6.1946). Με το δημοψήφισμα επικυρώθηκε με ποσοστό 68,4 % η επάνοδος του Γεωργίου Β', η οποία συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία σε όλες τις περιοχές της Ελληνικής επικράτειας, εκτός από την Κρήτη, τη Μυτιλήνη και τη Σάμο.

Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Αγγλία θα αποσυρθεί σταδιακά από την οικονομική και τη στρατιωτική υποστήριξη της Ελλάδας και θα παραδώσει τη σκυτάλη στις Η.Π.Α. Η Αμερικανική κυβέρνηση έθετε ως όρο στο Ελληνικό αίτημα για την αποστολή οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας τη δημιουργία πολιτικής συναίνεσης και την αποτελεσματική διαχείριση του κράτους. Η κυβέρνηση Κ. Τσαλδάρη δεν κατάφερε να διασφαλίσει την εθνική ενότητα κατά του κομμουνισμού ούτε να απαλλάξει τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους από τη διαφθορά και τη διασπάθιση των δημοσίων πόρων, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Η.Π.Α.

Τον Ιανουάριο του 1947, υπό τη σταδιακή πλέον κλιμάκωση του Εμφυλίου και την παρέμβαση των Αμερικανών, η κυβέρνηση Κ. Τσαλδάρη έπεσε και ως την εκπνοή της πρώτης μεταπολεμικής Βουλής (1946 - 1950) σχηματίστηκαν επτά κυβερνήσεις υπό τους Δημήτριο Μάξιμο, Θεμιστοκλή Σοφούλη και Αλέξανδρο Διομήδη. Στις εκλογές του 1946 για την ανάδειξη της Δ' Αναθεωρητικής Βουλής, ο Καραμανλής εκλέχθηκε για τρίτη φορά βουλευτής Σερρών, καταλαμβάνοντας ξανά την πρώτη θέση μεταξύ των υποψηφίων του Λαϊκού Κόμματος.


Στη διάρκεια αυτής της Βουλής θα ασκήσει για πρώτη φορά κυβερνητικά αξιώματα: υπουργός Εργασίας (Νοέμβριος 1946 - Φεβρουάριος 1947), υπουργός Μεταφορών (Μάιος - Νοέμβριος 1948), υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας (Νοέμβριος 1948 - Ιανουάριος 1950). Σε μια χρονική στιγμή όπου το κράτος είχε να αντιμετωπίσει τα επείγοντα προβλήματα της εξαρθρωμένης οικονομίας και της εσωτερικής ασφάλειας από τη μία και να υπερασπιστεί τις εθνικές διεκδικήσεις (Β. Ήπειρος, Δωδεκάνησα) από την άλλη, ο Καραμανλής έβλεπε πως οι πολιτικές δυνάμεις διατηρούσαν τη νοοτροπία του Μεσοπολέμου και πως αδυνατούσαν να παγιώσουν συνθήκες πολιτικής σταθερότητας.

Όπως σχολιάζει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Καραμανλής εξέφραζε απόψεις πολύ πιο προοδευτικές από αυτές της παράταξής του και σε πολλά σημεία ήταν πιο κοντά στην ιδεολογία του Κόμματος Φιλελευθέρων. Το ζήτημα πρέπει ασφαλώς να εξηγηθεί. Το Λαϊκό Κόμμα, έχοντας διαταξικό χαρακτήρα, όπως και το Κόμμα Φιλελευθέρων, συστήθηκε στη βάση της υπεράσπισης της μοναρχίας και της μικρής ιδιοκτησίας. Από τη γέννησή του διαπνεόταν από δημοκρατικές πεποιθήσεις με σαφή προτίμηση στη Βασιλευομένη Δημοκρατία, ενώ στο οικονομικό επίπεδο ήταν υπέρ μιας φιλελεύθερης οικονομίας με περιορισμένη κρατική παρέμβαση.

Βεβαίως, στο πολιτικό πρόγραμμα του 1945 διατυπώθηκαν πιο επικαιροποιημένες θέσεις (κρατικός παρεμβατισμός, κοινωνική δικαιοσύνη, αύξηση κοινωνικών δαπανών κ.ά.), αλλά τα γενετικά του ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με την ποιότητα των ηγετικών στοιχείων του Κ. Τσαλδάρη, δεν επέτρεψαν τη μετεξέλιξή του σε ένα σύγχρονο πολιτικό κόμμα. Όταν ο Καραμανλής πολιτεύθηκε για πρώτη φορά το 1935, παρακούοντας μάλιστα την επιθυμία του πατέρα του να μην ασχοληθεί με την πολιτική, δεν αντιμετώπισε κανένα δίλημμα ως προς το ποια θα ήταν η παράταξη με την οποία θα πολιτευόταν.

Το παρελθόν της οικογένειάς του είχε ήδη προκαθορίσει την πολιτική του μοίρα. Ο πατέρας του, ο Γεώργιος Καραμανλής, ως παλαιός Μακεδονομάχος, όπως συνέβη με τα τοπικά δίκτυα των πρώην Μακεδονομάχων, είχε συνταχθεί με το μέρος του βασιλιά κατά τον διχασμό. Επιπλέον, ο Κ. Καραμανλής είχε βιώσει στην πράξη την κουλτούρα του μίσους του Εθνικού διχασμού, όταν το βράδυ των εκλογών του 1928 οι Βενιζελικοί της Πρώτης έκαναν βίαιη επίδειξη της εκλογικής τους νίκης στο σπίτι του, επειδή ο πατέρας του ήταν παράγοντας των Λαϊκών.

ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ 

Η νίκη του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές του 1946 και η επάνοδος του Γεωργίου Β', θεσμικό σύμβολο της παράταξης, δεν έκαναν τον Καραμανλή αισιόδοξο για το μέλλον του κόμματος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κ. Τσάτσου, ο Καραμανλής δεν ήταν «από πεποίθηση βασιλόφρων». Αποδέχθηκε το πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας σεβόμενος την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ερμηνεύοντας το πολιτειακό δημοψήφισμα, απέδωσε το γεγονός πως ο Ελληνικός λαός συγχώρεσε τις ευθύνες του Γεωργίου Β' για την επιβολή της δικτατορίας του 1936 στο κίνημα του Δεκεμβρίου.

Σύμφωνα με τον Καραμανλή, ο θεσμός της βασιλείας δεν είχε λαϊκό έρεισμα και θα είχε καταδικασθεί αν οι πολιτικές εξελίξεις μετά την Απελευθέρωση ήταν ομαλότερες. Με την ερμηνεία αυτή συμφωνούσε και ο Γεώργιος Θεοτοκάς, ένας από τους σημαντικότερους φιλελεύθερους διανοουμένους. Η αναδίπλωση του λαού προς συντηρητικές θέσεις και η συσπείρωση στο πρόσωπο του Γεωργίου Β' οφείλονταν στα Δεκεμβριανά: «Η μεσαία τάξη αγριεύτηκε» και «κοντά της αγριεύτηκε η μεγάλη μάζα του Έθνους», έγραφε το 1948. Σχετικό με αυτό ήταν πώς έτσι προέκυψε το ιδεολογικό μόρφωμα της εθνικοφροσύνης.

Ο λαός, ο οποίος ως το 1940 ήταν χωρισμένος σε Βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, μετά τον πόλεμο απέκτησε μια ενιαία κοινωνική συνείδηση εξαιτίας του κομμουνισμού και της κόκκινης βίας. Ο Καραμανλής αντιμετώπιζε την πολιτική ως αποστολή και θεωρούσε πως τα «αστικά» κόμματα έπρεπε πλέον να αποκτήσουν συνείδηση του ρόλου τους. Τα κόμματα υπάρχουν για να διαμορφώνουν την πολιτική κουλτούρα, να καθοδηγούν το λαό και για να παράγουν έργο. Μόνο μέσω του παραγόμενου πολιτικού έργου θα εξασφάλιζαν λαϊκή υποστήριξη. Η λογική να περιμένουν από τα λάθη των αντιπάλων και να καλλιεργούν το αντικομμουνιστικό σύνδρομο ήταν λανθασμένη και με βραχυπρόθεσμα οφέλη.

ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣ 

Ο Καραμανλής ανέλαβε για πρώτη φορά υπουργικό χαρτοφυλάκιο ως υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση Κ. Τσαλδάρη στις 24 Νοεμβρίου 1946 και παρέμεινε στην ίδια θέση και μετά την παραίτηση του Κ. Τσαλδάρη και το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού υπό τον Δ. Μάξιμο στις 27 Ιανουαρίου 1947. Στη διάρκεια της θητείας του ως τις 17 Φεβρουαρίου 1947, όταν υπέβαλε την παραίτησή του μαζί με είκοσι πέντε ακόμη μέλη της κυβέρνησης, ασχολήθηκε με τα επείγοντα ζητήματα της καταπολέμησης της ανεργίας και της δημιουργίας ευκαιριών απασχόλησης. Σε μια οικονομία, βέβαια, η οποία ήταν κατεστραμμένη από τον Πόλεμο, οι δυνατότητες ήταν περιορισμένες.

Ωστόσο, προετοίμασε το νομοσχέδιο «Περί ασφαλίσεως κατά της ανεργίας» και εστίασε επιπλέον στην οργάνωση της εργασίας, επαναφέροντας το θεσμό των συλλογικών συμβάσεων, και στην αναδιάρθρωση της κοινωνικής ασφάλισης. Οι συμμαχικές κυβερνήσεις της περιόδου 1947 - 1950 τελούσαν στην ουσία υπό την κηδεμονία των Η.Π.Α. Μετά την αναγγελία του δόγματος Τρούμαν στις 12 Μαρτίου 1947 και τη θεσμοποίηση της Αμερικάνικης βοήθειας μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ τον Ιούνιο του ίδιου έτους (τον Ιούλιο του 1947, επίσης, ιδρύθηκε η Επιτροπή για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία, OEEC, για τη διαχείριση του Σχεδίου Μάρσαλ), κρίσιμοι τομείς της Ελληνικής κυβερνητικής πολιτικής πέρασαν στον έλεγχο των Η.Π.Α.

Η εξέλιξη αυτή σηματοδότησε την αλλαγή σκυτάλης από τη Βρετανική στην Αμερικάνικη επιρροή σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και έκτοτε μέσο πολυμορφικής διείσδυσης στην Ευρώπη. Μια ειδικότερη ακόμη συνέπεια για την Ελληνική πολιτική σκηνή ήταν πως τα δύο παραδοσιακά κόμματα, το Λαϊκό Κόμμα του Κ. Τσαλδάρη και το Κόμμα Φιλελευθέρων του Θ. Σοφούλη, αναγκάστηκαν να σχηματίσουν συμμαχικές κυβερνήσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1947 η Αμερικάνικη πίεση ευοδώθηκε με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Θ. Σοφούλη. Το κύριο έργο των κυβερνήσεων αυτών ήταν διμέτωπο και εν πολλοίς αλληλοσυγκρουόμενο: Αφενός να προωθήσουν την ανασυγκρότηση και αφετέρου να πετύχουν στρατιωτική νίκη έναντι του Δημοκρατικού Στρατού.


Τα υπουργεία στις συμμαχικές κυβερνήσεις Λαϊκού Κόμματος και Κόμματος Φιλελευθέρων κατανεμήθηκαν ως εξής: Οι Λαϊκοί ανέλαβαν τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου (Στέφανος Στεφανόπουλος) και τα οικονομικά υπουργεία (Δημήτριος Χέλμης, Πάνος Χατζηπάνου, Κωνσταντίνος Καραμανλής), ενώ τον τομέα της ασφάλειας και της δικαιοσύνης οι Φιλελεύθεροι (Χρήστος Λαδάς, Κωνσταντίνος Ρέντης, Γιώργος Μελάς). Για τις χώρες της δυτικής Ευρώπης η ανασυγκρότηση ξεκίνησε το 1945 και τελείωσε γύρω στο 1947 / 1948. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η ανασυγκρότηση προχώρησε με αργούς ρυθμούς λόγω του Εμφυλίου.

Οι αντάρτες με τις επιθέσεις τους σε πόλεις και χωριά εμπόδιζαν την ανάπτυξη μιας υποτυπώδους οικονομικής δραστηριότητας, ενώ σε πολλές περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, οι κρατικές δομές ήταν ισχνές. Το 1947 - 1948, μάλιστα, η στασιμότητα και η αδυναμία του εθνικού στρατού να συντρίψει τις αντάρτικες ομάδες (από το 1947 το επιχειρησιακό σκέλος είχε περάσει από τη Χωροφυλακή στο Στρατό) είχαν προκαλέσει έντονες ανησυχίες και φόβους για μια παρατεταμένη εμφυλιοπολεμική διάρκεια. Μια σημαντική παρατήρηση είναι πως σε αυτό το αντίξοο περιβάλλον το κράτος δεν κατέρρευσε.

Παρά τις όποιες δυσλειτουργίες και την όποια κριτική, το κράτος, λόγω και του Εμφυλίου, επεκτάθηκε και στελεχώθηκε σχετικά γρήγορα. Πέτυχε, μάλιστα, και τους δύο μείζονες στόχους: Να καταστείλει τη δράση του Δημοκρατικού Στρατού και να θέσει σε κίνηση βασικές θεσμικές λειτουργίες. Ο Δ. Χέλμης, ως υπουργός Οικονομικών, όταν τον Ιούνιο του 1946 κατέθεσε στη Βουλή τον πρώτο μεταπολεμικό προϋπολογισμό του κράτους για το οικονομικό έτος 1946 - 1947, ομολόγησε πως η κυβέρνηση ανησυχούσε για το κατά πόσον θα μπορούσε να οργανωθεί ο οικονομικός βίος του κράτους, μιας και τα τακτικά έσοδα δεν επαρκούσαν.

Ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 9 Δεκεμβρίου 1947, ο ίδιος υπουργός, αναλύοντας στη Βουλή τα αποτελέσματα του Προϋπολογισμού 1946 - 1947, δήλωσε πως χάρη και στη συμμαχική βοήθεια του Οργανισμού Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών, γνωστότερος ως UNNRA, η κυβέρνηση κατάφερε να εφαρμόσει μια οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, που μπορεί να είχε πολλές ανεπάρκειες, αλλά δημιούργησε μια σταθερή κατάσταση στα δημόσια οικονομικά και μια υποτυπώδη οργάνωση της οικονομίας. Σε σύγκριση με τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, η Ελλάδα είχε να διανύσει ένα μακρύτερο και πιο δύσβατο δρόμο για την ανασυγκρότησή της.

Η Κατοχή είχε αποδιαρθρώσει πλήρως την προπολεμική οικονομική ζωή και είχε διαλύσει τις υποδομές της χώρας. Επικαλούμενοι τη φρασεολογία της εποχής, η Κατοχή είχε αφήσει πίσω της «ερείπια». Στον τομέα των συγκοινωνιακών υποδομών, το σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν εντελώς κατεστραμμένο. Τα λιμάνια, οι γέφυρες, τα αεροδρόμια και το οδικό δίκτυο είχαν την ίδια μοίρα: Οι Γερμανοί τα βομβάρδισαν κατά την αποχώρησή τους. Ο εμπορικός στόλος συρρικνώθηκε σημαντικά. Το 1947 η αγροτική παραγωγή έφτασε στο 85 % της προπολεμικής παραγωγής, ενώ και η βιομηχανία πλησίασε το 1948 στο 73 % της παραγωγής που είχε το 1938.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το νομισματικό. Η Ελληνική οικονομία είχε μεγάλο πληθωρισμό. Στη διάρκεια της Κατοχής σημειώθηκε το φαινόμενο του υπεπληθωρισμού. Η απαξίωση του εθνικού νομίσματος και η αδυναμία των φοροεισπρακτικών μηχανισμών δημιουργούσαν άνοδο των τιμών και πληθωριστικές πιέσεις. Η ανασυγκρότηση των κρατών της δυτικής Ευρώπης βασίστηκε σε κάποιες κοινές συνισταμένες, οι οποίες ήταν απόρροια αλληλένδετων παραγόντων, όπως η παγκόσμια κρίση του καπιταλιστικού μοντέλου τη δεκαετία του '30, η εφαρμογή του σοσιαλιστικού μοντέλου στην Ανατολική Ευρώπη και η ισχύς των εργατικών κινημάτων. Το μοντέλο ανάπτυξης που προκρίθηκε απέδιδε πρωταγωνιστικό ρόλο στη βιομηχανία και την κρατική παρέμβαση.

Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Στον Μεσοπόλεμο, το κράτος είχε έναν περιορισμένο ρόλο που αναλωνόταν σε μέτρα διοίκησης και ρύθμισης του εξωτερικού εμπορίου. δεν υπήρξε κάποιος προγραμματισμός για τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας ούτε κάποια προσπάθεια εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. δεν αντιμετωπίστηκε, επίσης, το ζήτημα της υποαπασχόλησης στον αγροτικό τομέα. Όλα αυτά τα θέματα επανήλθαν μετά την Απελευθέρωση μέσα σε ένα αξιακό πλαίσιο διαφορετικό και πιο ευνοϊκό για το βιομηχανικό μέλλον του Ελληνικού κράτους. Οι πολιτικές δυνάμεις σχεδόν όλων των αποχρώσεων συνέτειναν στην ανάγκη της εκβιομηχάνισης της χώρας προκειμένου αυτή να βελτιώσει τη θέση της στη διεθνή οικονομία.

Η Αριστερά επιχειρηματολόγησε υπέρ της βαριάς βιομηχανίας κατά το σοσιαλιστικό υπόδειγμα με πλήρη εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών της χώρας και έχοντας ως πολιτική - οικονομική αφετηρία πως η οικονομική καθυστέρηση οφειλόταν στην εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο. Το δημοσιευμένο δοκίμιο του Νίκου Μπελογιάννη «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» δείχνει με ποιον τρόπο η Αριστερά «διάβαζε» τον «ανολοκλήρωτο αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό» του Ελληνικού κράτους. Στην αντίπερα όχθη, για τη φιλελεύθερη διανόηση η εκβιομηχάνιση τοποθετείτο σε ένα πλαίσιο με οικονομική εξωστρέφεια (εξαγωγές στις ξένες αγορές) και με εξωτερικούς πόρους (δωρεάν βοήθεια, δάνεια, επενδύσεις).

Η συζήτηση, πάντως, για τη βιομηχανική ανάπτυξη συνεχίστηκε και μετά το τέλος του Εμφυλίου. Σημαντικά επεισόδια σε αυτήν τη συζήτηση ήταν η μελέτη του Δημήτρη Μπάτση με τον τίτλο «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα», η έκθεση του Κυριάκου Βαρβαρέσου, τα δημοσιεύματα του Ξενοφώντα Ζολώτα και του Άγγελου Αγγελόπουλου. Όλη αυτή τη συζήτηση αποτύπωσε ο Μ. Καραγάτσης διά στόματος του Γιούγκερμαν: «Πιστεύω πως ο εκβιομηχανισμός της Ελλάδας αποτελεί ανάγκη ανώτερη από το θέλημα της κοινής γνώμης και του πολιτικού κόσμου».

Η έκθεση Πόρτερ το 1947, το πρώτο τεχνοκρατικό - οικονομικό κείμενο για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας που απηχούσε τις απόψεις των Η.Π.Α, υποδείκνυε τη δημιουργία μεταλλουργικής και αγροτικής (μεταποίηση αγροτικών προϊόντων) βιομηχανίας ως τη μόνη λύση για το χρόνιο οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας. Ο Ξ. Ζολώτας, επικαλούμενος τις απόψεις ξένων εμπειρογνωμόνων για την ανάπτυξη των καθυστερημένων χωρών, υποστήριζε πως το πρόβλημα της υποαπασχόλησης θα το έλυνε η εκβιομηχάνιση, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της γεωργίας. Στο πεδίο της κρατικής πολιτικής, πλέον, το τετραετές πρόγραμμα 1948 - 1952, το οποίο όμως στην πράξη δεν εφαρμόστηκε, υιοθέτησε τη λογική του δυτικοευρωπαϊκού μοντέλου ανάπτυξης.


ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ 

Στις 7 Μαΐου 1948 ο πρόεδρος της κυβέρνησης Θ. Σοφούλης ανέθεσε στον Καραμανλή το υπουργείο Μεταφορών, το οποίο, σύμφωνα με μαρτυρία και του ιδίου, θεωρείτο ως το πιο φαύλο υπουργείο, προφανώς λόγω ζητημάτων που ζημίωναν το δημόσιο (αδιαφανής διαχείριση των υγρών καυσίμων, απροσδιοριστία στις τιμές διάθεσης των φορτηγών αυτοκινήτων κ.ά.). Οι αντικειμενικές δυσκολίες δεν επιδέχονται κριτική: Κατεστραμμένο οδικό και επικοινωνιακό δίκτυο, υποτυπώδης τεχνικοϋλική υποδομή, ελάχιστοι πόροι. Με αυτά τα δεδομένα, ο Καραμανλής έκανε τις πρώτες προσπάθειες για την αποκατάσταση των συγκοινωνιών της πρωτεύουσας.

Εξέτασε από την αρχή τις συμβάσεις για τα ιδιωτικά λεωφορεία, ανασυγκρότησε την Υπηρεσία Εκμετάλλευσης Κρατικών Αυτοκινήτων (Υ.Ε.Κ.Α) του υπουργείου Μεταφορών, ανήγγειλε τη γενική απογραφή των αυτοκινήτων, καθόρισε τα κριτήρια για τη χορήγηση αδειών σε επαγγελματίες οδηγούς αυτοκινήτων, ζήτησε την εφαρμογή ενός προγράμματος δρομολογίων των λεωφορειακών γραμμών. Στις 25 Οκτωβρίου 1948, κηρύσσοντας την έναρξη του 11ου Πανελληνίου Αυτοκινητιστικού Συνεδρίου στη Θεσσαλονίκη, ο Καραμανλής διακήρυξε την πολιτική του φιλοσοφία για το ρόλο του πολιτικού, την οποία θα επαναλάβει πολλές φορές αργότερα στην πολιτική του διαδρομή:

«Λυπούμαι διότι δεν δύναμαι να ομιλήσω κατά τρόπον ώστε να γίνω ευχάριστος. Ακολουθώ την αρχήν, κατά την οποίαν ο πολιτικός οφείλει να είναι περισσότερον χρήσιμος και ολιγώτερον ευχάριστος. Γνωρίζω τα προβλήματα που απασχολούν την τάξιν σας και αγωνίζομαι διά την επίλυσίν των, οφείλω να σας υπομνήσω ότι η παρούσα ώρα είναι θυσιών και όχι επίμονων διεκδικήσεων».

Η διαχείριση, επίσης, των υγρών καυσίμων υπάχθηκε στις αρμοδιότητες του υπουργείου Μεταφορών. Βασικό θέμα στην ατζέντα του ήταν το πρόβλημα του ηλεκτροφωτισμού της Αθήνας, το οποίο θα τον οδηγήσει στη σύγκρουση με την Αγγλική Ηλεκτρική Εταιρεία Πάουερ. Μία από τις συνέπειες της Κατοχής και του Εμφυλίου, που ήταν σε εξέλιξη, ήταν η συγκέντρωση πληθυσμού στα αστικά κέντρα με αποτέλεσμα οι πόλεις να φιλοξενούν πλέον τους διπλάσιους κατοίκους από αυτούς που είχαν προπολεμικά. Τα πεπαλαιωμένα ηλεκτρικά εργοστάσια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη αδυνατούσαν να καλύψουν τη ζήτηση και, εκτός της δυσφορίας που προκαλούνταν στον πληθυσμό, παρακωλυόταν η παραγωγική δραστηριότητα στο βιοτεχνικό και το βιομηχανικό τομέα.

Η πολιτική του Καραμανλή ήταν να διεκδικήσει κονδύλια από το Σχέδιο Μάρσαλ για να χρηματοδοτήσει την αναμόρφωση του δικτύου και των εγκαταστάσεων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και για να ηλεκτροδοτηθούν οι υπόλοιπες πόλεις της περιφέρειας. Την ίδια πολιτική ακολούθησε για την ανασυγκρότηση των σιδηροδρόμων. Κυβερνητικό έργο παρήχθη και στις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες: Με το Ν. 763 ρυθμίστηκαν οι σχέσεις κράτους και ιδιωτικού τομέα αναφορικά με τα δρομολόγια, τα ναύλα και τις εργασιακές σχέσεις. ως προς τις αερομεταφορές, ο Καραμανλής εισηγήθηκε την απόσπαση της Πολιτικής Αεροπορίας από το υπουργείο Αεροπορίας και την υπαγωγή της στο υπουργείο Μεταφορών.

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ 

Στις 18 Νοεμβρίου 1948 ο πρωθυπουργός Θ. Σοφούλης προχώρησε σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης και ανέθεσε στον Καραμανλή το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας. Το σημαντικότερο κοινωνικό πρόβλημα που ζητούσε άμεση και επαρκή λύση ήταν το προσφυγικό. Ο Εμφύλιος βρισκόταν στην κορύφωσή του και η μετακίνηση των ανθρώπων από τις αγροτικές περιοχές στις πόλεις ήταν εκτεταμένη.

Ο αριθμός των προσφύγων υπολογιζόταν πως είχε υπερβεί τις 700 χιλιάδες. Ο Τύπος της εποχής σχολίαζε με εμφατικότητα πως η διαχείριση του οξύτατου αυτού ανθρώπινου δράματος θα έκρινε όχι μόνο τις ικανότητες του νέου υπουργού, αλλά και την επάρκεια ολόκληρης της κυβέρνησης. Η ιδιαιτερότητα ήταν πως το παρόν προσφυγικό ρεύμα δεν ήταν η συνέπεια μιας εθνικής ήττας σε πόλεμο. Στο κυβερνητικό στρατόπεδο υπήρχαν φόβοι πως η ερήμωση της υπαίθρου θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην εξέλιξη του Εμφυλίου. Ο Καραμανλής έκανε αλλεπάλληλες συσκέψεις για να ενημερωθεί και να οργανώσει την πολιτική που θα εφάρμοζε.

Σε λιγότερο από ένα μήνα, στις 14 Δεκεμβρίου 1948, σε υπόμνημα που υπέβαλε στην κυβέρνηση πρότεινε μια δέσμη μέτρων που περιελάμβανε συντονισμό των υπουργείων που σχετίζονταν με το θέμα (υπουργείο Πρόνοιας, υπουργείο Συντονισμού, υπουργείο Ανοικοδόμησης, υπουργείο Εφοδιασμού, υπουργείο Γεωργίας), εκχώρηση αρμοδιοτήτων στον υπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας, εφαρμογή μιας κοινωνικής πολιτικής με τριπλή στόχευση (στέγαση, πρόνοια και απασχόληση) και, τέλος, μέτρα που θα κράταγαν τους πληθυσμούς στην ύπαιθρο ανακόπτοντας το μεταναστευτικό ρεύμα (π.χ. δημιουργία κέντρων Ασφάλειας).

Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα εξέτασε και μέτρα επαναπατρισμού με ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων σπιτιών, όπως για παράδειγμα στις περιοχές Πωγωνίου και Κόνιτσας, όπου το όλο ζήτημα είχε λάβει τεράστιες -σχεδόν υπαρξιακές- διαστάσεις. Στη μεθοδολογία του Καραμανλή αυτό που προηγείτο κάθε φορά ήταν ο απολογισμός: Για να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα έπρεπε προηγουμένως αφενός να υπάρχει μια ακριβής περιγραφή του με συγκεκριμένα και επικαιροποιημένα στοιχεία και αφετέρου να υπολογιστεί βάσει των στοιχείων αυτών το οικονομικό κόστος της κυβερνητικής πολιτικής.

Είναι ενδεικτικό ότι είχε ζητήσει από τις κοινοτικές αρχές η διαδικασία απολογισμού των ανταρτοπλήκτων να γίνει με συγκεκριμένους όρους προβλέποντας και δευτερογενή έλεγχο, διαφορετικά θα υπήρχαν αυστηρές κυρώσεις. Ο Καραμανλής, εκ των υστέρων, σημείωσε πως η θητεία του σε αυτό το υπουργείο ήταν πολύ σημαντική, μολονότι δεν είχε τύχει ιδιαίτερης προσοχής από τους μελετητές του πολιτικού του βίου. Πράγματι, σε πολλές εξιστορήσεις η στρατηγική της αφήγησης είναι πρωθύστερη, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η συζήτηση για το «φαινόμενο Καραμανλή» επικεντρώνεται/ξεκινάει από τη θητεία του στο υπουργείο δημοσίων Εργων στην κυβέρνηση Αλ. Παπάγου.


Λανθάνουν της προσοχής πολύ σημαντικά στοιχεία:

α) Ότι τον καιρό που ήταν υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας ταξίδευσε συνεχώς περιοδεύοντας στην επικράτεια για να γνωρίσει από κοντά τις πληττόμενες περιοχές.

β) Ότι άρχισε να διαμορφώνεται η εικόνα ενός αποφασιστικού, ταχύτατου στη λήψη των αποφάσεων και αποτελεσματικού πολιτικού.

γ) Ότι δοκιμάστηκε εμπράκτως το σύγχρονο μοντέλο διακυβέρνησης (επιτελική λειτουργία του κράτους, συντονισμός υπουργείων, ταχύτητα στη λήψη μέτρων, αύξηση αρμοδιοτήτων των υπουργών, αποκέντρωση, μετατάξεις υπαλλήλων, προσλήψεις εξειδικευμένου προσωπικού).

δ) Ότι ήταν από τις πρώτες απόπειρες δημιουργίας ενός κράτους πρόνοιας -για ριζικότητα των μέτρων έκανε λόγο ο Τύπος της εποχής-, που ξεπερνούσε το σύστημα πατρωνίας, ασκώντας κοινωνική πολιτική σε μια κοινωνικά ευπαθή ομάδα.

Ανατρέχοντας ξανά στη λογοτεχνία, ο Μ. Καραγάτσης στη νουβέλα «Νυχτερινή ιστορία» αποτύπωσε την παραπάνω διαφορά στην ιδέα της κοινωνικής πολιτικής ανάμεσα στην παλαιότερη και στη νεότερη γενιά.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ 

Στις 6 Ιανουαρίου 1950 η κυβέρνηση Αλ. Διομήδη (διαδέχτηκε τον Θ. Σοφούλη μετά το θάνατό του στις 24 Ιουνίου 1949) παραιτήθηκε και προκήρυξε εκλογές στις 5 Μαρτίου 1950. Ο Καραμανλής εκλέχτηκε για τέταρτη φορά βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος στο Νομό Σερρών. Η περίοδος 1950 - 1952 ήταν μεταβατική για το πολιτικό σύστημα της χώρας. Τα κόμματα εξουσίας της προπολεμικής περιόδου άρχισαν να αποσυντίθεται και να χάνουν τη νομιμοποιητική τους βάση μπροστά στις προκλήσεις της νέας εποχής. Προφανής συνέπεια τα λαϊκά τους ερείσματα που χάνονταν, αναζητώντας νέες πολιτικές εκφράσεις και νέα πελατειακά δίκτυα προστασίας.

Το Λαϊκό Κόμμα και το Κόμμα Φιλελευθέρων συγκέντρωσαν αθροιστικά μόλις το 36 % της προτίμησης του εκλογικού σώματος στις εκλογές του 1950. Έγινε φανερό πως μετά τη λήξη του Εμφυλίου στον Γράμμο και το Βίτσι το καλοκαίρι του 1949, τα δύο μεγάλα κόμματα έχασαν δύο βασικά εργαλεία αναπαραγωγής τους: Τους περιορισμένους οικονομικούς πόρους που τελούσαν μάλιστα υπό την εποπτεία της Αμερικάνικης Αποστολής και τον έλεγχο του Στρατού, ο οποίος είχε αυτονομηθεί από την πολιτική εξουσία ύστερα από την αρχιστρατηγία του Αλ. Παπάγου κατά την τελευταία φάση του Εμφυλίου.

Παράλληλα, αδυνατούσαν να ελέγξουν τη διαφθορά και ξέσπασαν μεγάλα πολιτικοοικονομικά σκάνδαλα στα οποία εμπλέκονταν πολιτικοί (σκάνδαλο του Ο.Λ.Π, σκάνδαλο Χατζηπάνου). Στις 13 Σεπτεμβρίου 1950 ο Καραμανλής ορκίστηκε υπουργός Εθνικής Αμύνης στην κυβέρνηση Σ. Βενιζέλου, μια ακόμη απόπειρα διακυβέρνησης έπειτα από αλλεπάλληλα κυβερνητικά σχήματα που αδυνατούσαν να διατηρήσουν την εξουσία. Η πολιτική αστάθεια, σε συνδυασμό με την έναρξη του πολέμου της Κορέας στα τέλη Ιουνίου 1950, έκανε επιτακτική την ανάγκη για μια σταθερή κυβέρνηση.

Η λύση δόθηκε με τη σύμπηξη τρικομματικής κυβέρνησης του Κόμματος Φιλελευθέρων, του Λαϊκού Κόμματος και του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, στην οποία ο Σ. Βενιζέλος ανέλαβε την πρωθυπουργία, ενώ οι άλλοι δύο πολιτικοί αρχηγοί, ο Κ. Τσαλδάρης και ο Γ. Παπανδρέου αντίστοιχα, έγιναν αντιπρόεδροι. Η κυβέρνηση «εθνικής συγκεντρώσεως», όπως αποκλήθηκε, συγκέντρωσε άνετη πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά παρ’ όλα αυτά παρέμεινε στην εξουσία μόνο πενήντα μία ημέρες.

Όπως αφηγείται ο Καραμανλής, η θέση του στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης ήταν δυσχερής για δύο λόγους: Αφενός ο Αλ. Παπάγος ως αρχιστράτηγος είχε εκτεταμένες αρμοδιότητες και αφετέρου οι στρατιωτικοί μετά τη νίκη τους στον Εμφύλιο δεν επεδείκνυαν το δέοντα σεβασμό στην πολιτική ηγεσία. Στη διάρκεια της σύντομης θητείας του στο υπουργείο αυτό, ο Καραμανλής επιχείρησε να αποκαταστήσει την ιεραρχία μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της θητείας του ήταν πως διατύπωσε με τον πλέον επίσημο τρόπο το επιχείρημα πως η αμυντική ικανότητα της χώρας ήταν άμεση συνάρτηση της οικονομικής ανάκαμψης.

Υπάρχει ένα σχετικό επεισόδιο εδώ, το οποίο το αφηγείται ο ίδιος: Σε συνάντηση που είχε με μια επιτροπή Αμερικανών γερουσιαστών για τα αμυντικά θέματα της Ελλάδας, τους ενημέρωσε και για τη γενικότερη οικονομική κατάσταση και ειδικότερα για το καπνικό ζήτημα, το οποίο είχε και κοινωνικές διαστάσεις. Ο Ρίτσαρντ Νίξον, μέλος της επιτροπής, ζήτησε από τον Καραμανλή η συζήτηση να περιοριστεί αμιγώς στο στρατιωτικό - αμυντικό σκέλος. Ο τελευταίος αντέδρασε και αντέτεινε πως η συζήτηση για την άμυνα δεν θα μπορούσε να είναι αποκομμένη από την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση της χώρας.

ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '50

Αναπτυξιακές Αναζητήσεις

Στη διάρκεια του 1950, αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου, ο Καραμανλής εξέφρασε δημοσίως τις θέσεις του για το μετεμφυλιακό μέλλον της Ελλάδας, εστιάζοντας ιδιαίτερα στο δίπολο «πολιτική σταθερότητα και οικονομική ανάκαμψη». Στη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης Σ. Βενιζέλου (8 Σεπτεμβρίου 1950) το κεντρικό σημείο της ομιλίας του ήταν η ανάγκη της πολιτικής σταθερότητας ως προϋπόθεσης για την εξέλιξη της δημόσιας ζωής της χώρας.

Αφού εξέφρασε την πίστη του στις αρετές του ελληνικού λαού -άποψη που θα την επαναλάβει πολλές φορές τα επόμενα χρόνια ως πρωθυπουργός-, τόνισε πως το καθήκον των πολιτικών ήταν να δημιουργήσουν συνθήκες πολιτικής σταθερότητας για να εφαρμοστούν προγράμματα ανάπτυξης και ταυτόχρονα να ξεπεράσουν τις προσωπικές αντιδικίες και το στείρο κομματικό ανταγωνισμό. Τις ίδιες αγωνίες είχε εκφράσει σε μια ακόμη κοινοβουλευτική του αγόρευση λίγους μήνες νωρίτερα, στις 19 Μαΐου 1950. Το κεντρικό θέμα της ομιλίας του ήταν το καπνικό ζήτημα (ήταν μέλος της διακομματικής επιτροπής για τη μελέτη του καπνικού ζητήματος), το οποίο τον απασχολούσε έντονα.


Μιας και ο ίδιος προερχόταν από μια οικογένεια και από μια περιοχή όπου η καπνοκαλλιέργεια ήταν η βασική πηγή της οικονομικής ζωής. Ο καπνός, επιπρόσθετα, ήταν το κυρίαρχο εθνικό εξαγωγικό προϊόν, το οποίο συντηρούσε τους πληθυσμούς της Βόρειας Ελλάδας. Το πρόβλημα συνίστατο στη μείωση της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος και στη συνακόλουθη αδυναμία του Ελληνικού κράτους να το διαθέσει στις αγορές του εξωτερικού. Ο Καραμανλής, ο οποίος πάντοτε συνεκτιμούσε τις κοινωνικές διαστάσεις της οικονομίας, προσέγγισε το πρόβλημα με έναν καινοφανή τρόπο.

Συσχέτισε το ζήτημα με τον παρωχημένο τρόπο λειτουργίας του κράτους και πρότεινε μια συνολικότερη αναδιάρθρωση της γεωργικής οικονομίας, περιλαμβάνοντας και αλλαγή του ρόλου του κράτους στην παραγωγική διαδικασία. Χρειάζονταν πολιτική σταθερότητα και πολιτικές που θα έσπαγαν τους φαύλους κύκλους της χρόνιας υπανάπτυξης της χώρας. Η ανάλυση του καπνικού προβλήματος και η επισήμανση των κοινωνικών του συνεπειών δημιούργησαν αίσθηση. Ο Γεώργιος Ράλλης, βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, εκλεγμένος για πρώτη φορά στις εκλογές του 1950, μαρτυρεί πως η ομιλία αυτή έγινε η αφορμή για την ανάπτυξη φιλικών και κοινωνικών σχέσεων με τον Καραμανλή.

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΖΗΜΩΣΕΙΣ 1950 - 1952

Ύστερα από τις εκλογές του 1950 ακολούθησαν οι εκλογές του 1951 με ενισχυμένη αναλογική και οι εκλογές του 1952 με πλειοψηφικό σύστημα. Οι βραχύβιες κυβερνήσεις Κεντρώων πολιτικών δυνάμεων που σχηματίστηκαν μετά τις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές δεν δημιουργούσαν ένα πλαίσιο πολιτικής σταθερότητας και το ζητούμενο ήταν ένα εκλογικό σύστημα που θα ευνοούσε μεγάλα κόμματα και σταθερές μονοκομματικές κυβερνήσεις. Στο μεταξύ, η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού απέφερε τη δημιουργία νέων κομμάτων που διεκδικούσαν και παραταξιακό χαρακτήρα.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας και ο Αλέξανδρος Παπάγος ήλθαν στο προσκήνιο με την Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (Ε.Π.Ε.Κ) και τον Ελληνικό Συναγερμό αντίστοιχα. Και οι δύο ήταν στρατιωτικοί, συμβολικές προσωπικότητες του Εθνικού διχασμού, οι οποίοι προσπάθησαν να διεμβολίσουν τις παλιές διαιρέσεις και να ανακαινίσουν τις παρατάξεις τους με νέους όρους και νέα μεθοδολογία. Ταυτόχρονα, σχεδόν, με την ίδρυση του Ελληνικού Συναγερμού, τον Αύγουστο του 1951 ιδρύθηκε η Ενιαία δημοκρατική Αριστερά (Ε.Δ.Α), η οποία συσπείρωσε δυνάμεις της Αριστεράς, όπως τον Δημοκρατικό Συναγερμό, το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ιωάννη Πασαλίδη, το Κόμμα Αριστερών Φιλελευθέρων κ.ά.

Οι ζυμώσεις αυτές δεν άφησαν ανεπηρέαστο τον Κ. Καραμανλή. Στις 16 Νοεμβρίου 1950, είκοσι επτά από τους εξήντα δύο βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος αποσχίστηκαν και δημιούργησαν ανεξάρτητη Κοινοβουλευτική Ομάδα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Στέφανος Στεφανόπουλος, ο Κ. Καραμανλής, ο Γεώργιος Ράλλης, ο Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης, ο Λάμπρος Ευταξίας, ο Αριστείδης Καλαντζάκος κ.ά. Λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1951, οι βουλευτές αυτοί μαζί με το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου δημιούργησαν έναν ενιαίο πολιτικό φορέα, το Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα (Λ.Ε.Κ) με συναρχηγούς τον Π. Κανελλόπουλο και τον Σ. Στεφανόπουλο.

Η απόφαση του Καραμανλή να εγκαταλείψει το Λαϊκό Κόμμα και τον Κ. Τσαλδάρη δεν ελήφθη αβρόχοις ποσί. Υπάκουε στον πολιτικό προσανατολισμό που είχε διαμορφώσει πλέον ο Καραμανλής πως το Λαϊκό Κόμμα δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί στο μεταπολεμικό αίτημα της ανάπτυξης και πως τα προσωποπαγή κόμματα ευθύνονταν για την πολιτική αστάθεια. Για τον Καραμανλή τα κόμματα έπρεπε να είναι κόμματα αρχών και να εκφράζουν τα λαϊκά αιτήματα. Ο πολιτικός βίος του Λ.Ε.Κ αποδείχθηκε βραχύς, καθώς μια νέα εμβληματική φιγούρα αναδύθηκε στο χώρο της δεξιάς.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΓΟΥ

Η παραίτηση του Αλ. Παπάγου από τη θέση του αρχιστρατήγου, παρά τις προσπάθειες του βασιλιά να τον μεταπείσουν, έδειξε ότι θα διεκδικούσε ρόλο στην πολιτική. Πράγματι, στις 6 Αυγούστου 1951 ίδρυσε τον Ελληνικό Συναγερμό, ένα κόμμα -ο Παπάγος το αποκαλούσε κίνημα- το οποίο σε σύντομο χρονικό διάστημα υποκατέστησε το Λαϊκό Κόμμα στο χώρο της λαϊκής παράταξης (μετά τον Πόλεμο επικράτησε ο όρος «δεξιά») και έγινε κόμμα εξουσίας. Στον Συναγερμό εντάχτηκαν το Λ.Ε.Κ και το Νέο Κόμμα του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη με την de facto διάλυσή τους. Οι πρώην βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος μπορεί να αποτέλεσαν τον κορμό του Συναγερμού, αλλά δεν προσδιόρισαν αμιγώς τη φυσιογνωμία του.

Ο Παπάγος έθεσε σε λειτουργία τη διαδικασία ανασυγκρότησης της δεξιάς παράταξης, καθώς η πολιτική γεωγραφία του κόμματός του διευρύνθηκε με τους ενωτικούς βουλευτές του Κανελλόπουλου, με την ομάδα του Μαρκεζίνη (Κ. Παπαγιάννης, Θ. Καψάλης, Π. Λυκουρέζος, Π. Σιφναίος), με πολιτευτές του δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (Δ.Σ.Κ), με πολιτευτές μικρότερων δεξιών κομματικών σχηματισμών και με την ανάδειξη φυσικά αρκετών νέων πολιτικών προσώπων. Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 ο Ελληνικός Συναγερμός αναδείχτηκε πρώτο κόμμα με 36,5 % των ψήφων, αλλά δεν πέτυχε το στόχο της αυτοδυναμίας.

Ο Παπάγος απέκλεισε τη συνεργασία με άλλες πολιτικές δυνάμεις και έτσι κράτησε το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. δεκατέσσερις μήνες αργότερα, όμως, στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952, ο Ελληνικός Συναγερμός συνέτριψε τους πολιτικούς του αντιπάλους αποσπώντας το 49,2 % των ψήφων. Στο διάστημα των δύο εκλογικών αυτών αναμετρήσεων ο Ελληνικός Συναγερμός σε μια πρώτη φάση κατάφερε να αναδειχθεί σε παραταξιακό ηγετικό κόμμα, υποσκελίζοντας την ως τότε παραδοσιακή πολιτική δύναμη του χώρου, και σε μια δεύτερη φάση πέτυχε να υπερβεί τη διαιρετική τομή του Εθνικού διχασμού ενσωματώνοντας στην πρώην αντιβενιζελική παράταξη Φιλελεύθερους πολιτικούς (Εμμανουήλ Τσουδερός, συνεργασία με Γ. Παπανδρέου).

Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώθηκαν και στην εκλογική βάση. Ο Αλ. Παπάγος σχημάτισε κυβέρνηση στις 19 Νοεμβρίου 1952 και συμπεριέλαβε στην κυβέρνησή του τον Καραμανλή, στον οποίο ανέθεσε το υπουργείο δημοσίων Έργων. Ο τελευταίος από τον Δεκέμβριο του 1951 ως τον Φεβρουάριο του 1952 είχε μεταβεί στις Η.Π.Α ύστερα από πρόσκληση της Αμερικάνικης κυβέρνησης και είχε τη δυνατότητα να μελετήσει τη λειτουργία της διακυβέρνησης των Η.Π.Α και τους τρόπους διαχείρισης ειδικότερων ζητημάτων. Στην υπουργική του εμπειρία προστέθηκε η τεχνογνωσία που έλαβε από την τρίμηνη παραμονή του εκεί.

Μέχρι την εκ νέου υπουργοποίησή του συνέχισε στο δημόσιο λόγο του να αναφέρεται στις αιτίες της παθογένειας της Ελληνικής πολιτικής ζωής (ατελής οργάνωση του δημόσιου βίου, πολιτική αστάθεια, νοοτροπία, προσωποκεντρική πολιτική) και στις κοινωνικές της συνέπειες: «Εντός δύο ή τριών ετών θα μεταβληθή η χώρα εις κοινωνικόν ηφαίστειον, ικανόν να μας ανατινάξη όλους εις τον αέρα, εάν δεν την συντάξωμεν εγκαίρως πολιτικώς». Στο λόγο του, επίσης, ενσωμάτωνε πλέον παραδείγματα και εξελίξεις των χωρών της δυτικής Ευρώπης, γεγονός που αποδεικνύει πως η πολιτική του σκέψη δεν ήταν Ελληνοκεντρική, αλλά κινείτο σε έναν Ευρωπαϊκό ορίζοντα.


Οι επιτελείς του Παπάγου ήταν ο Σ. Μαρκεζίνης, ο Σ. Στεφανόπουλος και ο Π. Κανελλόπουλος, οι οποίοι ανέλαβαν τον οικονομικό τομέα, την εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα αντίστοιχα. Ο Καραμανλής δεν ανήκε στον ηγετικό πυρήνα του κόμματος και της κυβέρνησης. Το υπουργείο δημοσίων Έργων, όταν ανατέθηκε στον Καραμανλή, ήταν ήσσονος σημασίας υπουργείο και στερείτο υπηρεσιών και πιστώσεων. Όπως και στα προηγούμενα υπουργεία, οι πρώτες ενέργειες που έκανε ήταν να αξιολογήσει το προσωπικό, να συγκαλέσει συνεχείς συσκέψεις για να ενημερωθεί προφορικά και γραπτά για τα προβλήματα και, τέλος, να δημιουργήσει ένα επιτελείο στο οποίο θα βασιζόταν για την κατανομή και διεκπεραίωση του υπουργικού έργου.

Ύστερα, κατήρτισε ένα πρόγραμμα και διεκδίκησε από τα οικονομικά υπουργεία, και κυρίως από το υπουργείο Συντονισμού, κονδύλια για τη χρηματοδότηση έργων ανάπτυξης. Στην τριετή του θητεία από το 1952 ως το 1955 έγιναν έργα που αφορούσαν τις υποδομές της χώρας, όπως στο συγκοινωνιακό τομέα (εθνικές και επαρχιακές οδοί), έργα για το οξύτατο πρόβλημα της υδροδότησης της Αθήνας, εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα (π.χ. φράγμα Αξιού, φράγμα Αλιάκμονος κ.λπ.), έργα στα λιμάνια και τα αεροδρόμια, αναπλάσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ως υπουργός ανέλαβε την ανοικοδόμηση των σεισμόπληκτων νησιών του Ιονίου ύστερα από τον καταστροφικό σεισμό του 1953.

Βασική του μέριμνα αποτέλεσε η προώθηση του τουρισμού με την ανέγερση σειράς σύγχρονων ξενοδοχειακών μονάδων. Το κύριο χαρακτηριστικό της τουριστικής πολιτικής, η οποία έκτοτε αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πλουτοπαραγωγικούς τομείς του Ελληνικού κράτους, ήταν η σύνδεσή της με το πολιτιστικό παρελθόν της Ελλάδας. Η επιλογή αυτή ευνόησε την προαγωγή της αρχαιολογικής έρευνας, τη δημιουργία νέων μουσείων και την αναμόρφωση των υπαρχόντων, τον εξωραϊσμό αρχαιολογικών χώρων και μνημείων και τη δημιουργία πολιτιστικών θεσμών, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε ο εξωραϊσμός της περιοχής γύρω από την Ακρόπολη, η οποία ανατέθηκε στον καθηγητή Δημήτρη Πικιώνη. Η θητεία του Καραμανλή στο υπουργείο δημοσίων Έργων συνδυάστηκε από τις πολλές περιοδείες που έκανε στην επικράτεια για την επίβλεψη των έργων. Οι πολλές θετικές αναφορές και οι φωτογραφίες στον Τύπο τον έκαναν ιδιαίτερα γνωστό στην κοινή γνώμη με αποτέλεσμα να αποκτήσει πανελλήνια αναγνωρισιμότητα και να συγκαταλέγεται στα πιο προβεβλημένα και ικανά πολιτικά στελέχη της κυβέρνησης Αλ. Παπάγου. Σε αντίθεση, επίσης, με τους επιτελείς του Παπάγου δεν εισέπραξε τη φθορά της κυβερνητικής διαχείρισης, διαμορφώνοντας κατά συνέπεια την εικόνα ενός νέου και άφθαρτου πολιτικού.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ 1954 - 1956

Την άνοιξη του 1954 η κυβέρνηση του Συναγερμού υπέστη δύο σοβαρά πλήγματα: Το πρώτο ήταν η αιφνιδιαστική παραίτηση του Μαρκεζίνη από την κυβέρνηση και το δεύτερο η διεθνοποίηση του Κυπριακού ζητήματος, το οποίο έκτοτε έγινε το μείζον διακύβευμα της Ελληνικής πολιτικής. Η οριστική ρήξη του Μαρκεζίνη με τον Παπάγο ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1954, όταν ο πρώτος μαζί με είκοσι δύο ακόμη βουλευτές αποχώρησε από τον Ελληνικό Συναγερμό ιδρύοντας (3 Φεβρουαρίου 1955) το Κόμμα Προοδευτικών.

Υπό την επίδραση αυτών των εξελίξεων, ο Καραμανλής εξέθεσε σε επιστολή τις απόψεις του στον πρωθυπουργό για τη μελλοντική πορεία της κυβέρνησης και του κόμματος: επέκρινε την οικονομική πολιτική που εφάρμοσε ο Μαρκεζίνης, γιατί δόθηκε η εντύπωση στην κοινή γνώμη πως εξυπηρετήθηκαν τα μεγάλα συμφέροντα και γιατί καλλιεργήθηκαν αβάσιμες ελπίδες. Πρότεινε, επομένως, να γίνει ένας ευρύς ανασχηματισμός και να εφαρμοστεί ένα νέο κυβερνητικό πρόγραμμα που θα έδινε προτεραιότητα στη γεωργία και τις επενδύσεις. Στις 4 Οκτωβρίου 1955 ο Αλ. Παπάγος απεβίωσε έπειτα από πολύμηνη ασθένεια και την επόμενη μέρα ο βασιλιάς Παύλος ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Καραμανλή.

Η επιλογή αυτή δεν ήταν αναμενόμενη και προκάλεσε αρκετή συζήτηση, καθώς για τη διαδοχή έριζαν οι δύο αντιπρόεδροι της κυβέρνησης, ο Στεφανόπουλος και ο Κανελλόπουλος. Η απόφαση του βασιλιά να παρέμβει υπέρ του Καραμανλή και να ανατρέψει την πολιτική ιεραρχία στο εσωτερικό του Ελληνικού Συναγερμού υπαγορεύτηκε από την ατμόσφαιρα της πολιτικής κρίσης που είχε εισέλθει η χώρα από το 1954. Η κρίση αυτή άγγιζε διάφορους τομείς του Ελληνικού μεταπολεμικού μοντέλου πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης:

Ενδοκυβερνητικές αντιδικίες, κατακερματισμός στον κεντρώο χώρο, διεθνοποίηση Κυπριακού, ένταση αλυτρωτισμού και αντιδυτικισμού (και αντιαμερικανισμού), διώξεις της Ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955, κλυδωνισμοί από την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος το 1953 και οικονομική αβεβαιότητα. Ο Παπάγος λίγο πριν από το θάνατό του όρισε ως διάδοχό του τον Στεφανόπουλο, ο οποίος όμως ως υπουργός Εξωτερικών χρεωνόταν τον ανεπιτυχή χειρισμό του Κυπριακού το 1954 - 1955, στοιχείο που, όπως φάνηκε, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη στάση του βασιλιά.

Ο Καραμανλής σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου τον Σεπτέμβριο του 1955 είχε επικρίνει την κυβερνητική πολιτική να επιδιώξει άμεσα την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα τη στιγμή που η Αγγλία και οι Η.Π.Α ήταν αντίθετες στο αίτημα αυτοδιάθεσης των Ελληνοκυπρίων και είχε προτείνει μια ήπια πολιτική, δηλαδή ένα καθεστώς αυτοκυβέρνησης της Κύπρου υπό Βρετανική κυριαρχία. Η πολιτική αυτή ήταν πιο κοντά στις αντιλήψεις των Η.Π.Α. Οι Αμερικάνοι είχαν εκτιμήσει επιπλέον τις διοικητικές ικανότητες και τις μεταρρυθμιστικές θέσεις του Καραμανλή. Η θετική εικόνα που είχαν για αυτόν δεν αποδεικνύει κατ’ ανάγκην ότι ενεπλάκησαν στην άνοδό του στην πρωθυπουργία.

Στην πραγματικότητα συνέβη το αντίθετο. Ο βασιλιάς αναζητούσε ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να διαμορφώσει συνθήκες πολιτικής και κυβερνητικής σταθερότητας αφενός και να προωθήσει ένα πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης αφετέρου. Φαίνεται πως ο βασιλιάς εκτιμούσε ότι ούτε ο Στεφανόπουλος ούτε ο Κανελλόπουλος είχαν τις παραπάνω ιδιότητες. Από την άλλη, ο Μαρκεζίνης είχε αποχωρήσει από τον Συναγερμό, ενώ στο χώρο του Κέντρου γινόντουσαν συνεχείς ανακατατάξεις. Μια τέτοια επιλογή, όμως, θα είχε τεράστιο ρίσκο, καθώς θα επιδείνωνε μάλλον την πολιτική κρίση παρά θα την περιόριζε.


Εξάλλου, την εποχή εκείνη ο Καραμανλής είχε αποκτήσει μια πανελλήνια απήχηση για την ικανότητά του στην παραγωγή έργου και συνάμα είχε ήδη εκφράσει τις προτιμήσεις του για το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο ανάπτυξης που όφειλε να ακολουθήσει η χώρα. Στις 6 και 7 Οκτωβρίου 1955, έπειτα από κρίσιμες συσκέψεις, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Συναγερμού επικύρωσε τη βασιλική προτίμηση για σχηματισμό νέας κυβέρνησης από τον Καραμανλή. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η υποστήριξη τόσο του Κανελλόπουλου όσο και του Τσουδερού. Στον αντίποδα, ο έτερος αντιπρόεδρος, ο Στεφανόπουλος, εξέφρασε την αντίθεσή του με οξύτητα, διακόπτοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε σχέση για μελλοντική συνεργασία με τον Καραμανλή.

Στις 12 Οκτωβρίου 1955 ψηφίστηκαν στη Βουλή οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Καραμανλή. Ο Στεφανόπουλος απείχε της ψηφοφορίας. Η εξέλιξη αυτή ήταν το πρώτο βήμα για την έξοδο από την πολιτική κρίση. Σε αυτή τη φάση ο Καραμανλής είχε να διαχειριστεί το Κυπριακό και, ταυτόχρονα, την κριτική στο εσωτερικό ότι δεν είχε τη λαϊκή νομιμοποίηση. Το ορόσημο για το τέλος της κρίσης και την καθιέρωση του Καραμανλή ως πολιτικού ηγέτη πρέπει να αναζητηθεί στις εκλογές του 1956. Στο μεσοδιάστημα, ο Καραμανλής, αφού μίλησε για την αναμόρφωση της πολιτικής ζωής και την ανάγκη ριζικών αλλαγών για την επίτευξη της ευημερίας, εξήγγειλε και τα πρώτα οικονομικά και κοινωνικά μέτρα.

Ένα από τα σημαντικότερα μέτρα κοινωνικής πολιτικής ήταν το νομοσχέδιο κοινωνικής ασφάλισης τον Δεκέμβριο του 1955, το οποίο καθιέρωνε την ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη των αγροτών. Παρ’ όλα αυτά ο Καραμανλής, αν ήθελε να θωρακίσει τη θέση του στο νέο πολιτικό σκηνικό, όφειλε να αναζητήσει ένα μέσο λαϊκής νομιμοποίησης. Και το πιο αποτελεσματικό και αναμφισβήτητο μέσο είναι οι εκλογές. Αφού εισήγαγε, λοιπόν, ένα νέο εκλογικό σύστημα, το λεγόμενο τριφασικό, προκήρυξε εκλογές για τις 19 Φεβρουαρίου 1956.

Η ΝΕΑ ΚΕΝΤΡΟΔΕΞΙΑ 

Πρωτύτερα, ωστόσο, προέβη σε μια κίνηση που εμπεριείχε αρκετό ρίσκο. Αντί να ηγηθεί του Ελληνικού Συναγερμού, προτίμησε να ιδρύσει ένα νέο κόμμα και να διεκδικήσει με αυτό την εκλογική νίκη. Στις 4 Ιανουαρίου 1956, στις 9:15 μ.μ, ανήγγειλε τη δημιουργία της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (Ε.Ρ.Ε). Απαντώντας στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων για την επωνυμία του νέου κόμματος, είπε πως αυτή υποδήλωνε τις ιδεολογικές του συνισταμένες: «Εθνική» για την αντίθεσή του προς τον κομμουνισμό, «Ριζοσπαστική» για τις προοδευτικές θέσεις και «Ένωση» για τη συνύπαρξη πολιτικών ανεξάρτητα από την προηγούμενη κομματική τους τοποθέτηση.

Η ιδρυτική διακήρυξη της Ε.Ρ.Ε, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την ίδια μέρα, αποτέλεσε το κατεξοχήν ιδεολογικό της μανιφέστο. Καταρχάς, πρέπει να ειπωθεί πως δεν εξέφρασε μόνο τις ιδεολογικές προτιμήσεις του αρχηγού της, αλλά όλων των πολιτικών που συνέτρεξαν τον Καραμανλή στην προσπάθειά του, αναγνωρίζοντάς τον ως ηγέτη τους. Επρόκειτο για την προβολή και την άνοδο της ριζοσπαστικής τάσης του Ελληνικού φιλελευθερισμού. Βεβαίως, τις δεκαετίες του '50 και του '60 δύσκολα η πολιτική αυτή ομάδα αυτοπροσδιοριζόταν ως «ριζοσπάστες φιλελεύθεροι», γιατί παραδοσιακά ο φιλελευθερισμός στην Ελλάδα ταυτιζόταν με το Βενιζελισμό.

Ο όρος θα καθιερωθεί στα τέλη της δεκαετίας του '70, όταν η ταύτιση αυτή θα έχει πλέον σημαντικά αμβλυνθεί. Μια ακόμη παράμετρος είναι η αποφυγή του όρου «δεξιά», αλλά και του όρου «συντηρητικός», έννοιες εξ ορισμού ελαστικές και πολύσημες, καθώς θεωρούνταν πως περισσότερο παραπλανούσαν παρά μπορούσαν να αποδώσουν με ακρίβεια την ιδεολογική φυσιογνωμία της Ε.Ρ.Ε. Κατά κανόνα, πάντως, η Ε.Ρ.Ε μιλούσε με πολιτικούς όρους και όχι με ιδεολογικούς ή δογματικούς. Αναλυτικότερα, ως προς αυτό, η ιδρυτική της διακήρυξη, στη συγγραφή της οποίας πρωτεύοντα ρόλο είχε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, πρόταξε έννοιες, όπως «νέα γενεά», «αλλαγή», «κοινωνική δικαιοσύνη», «πρόοδος».

Στον πολιτικό λόγο της Ε.Ρ.Ε συναντάται, επίσης, ο όρος «ειρηνική επανάσταση», όρος που μεταχειρίστηκε προπολεμικά τόσο ο Γεώργιος Θεοτοκάς όσο και ο Π. Κανελλόπουλος, αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από τον Ελληνικό Συναγερμό, ενώ και ο Μιλτιάδης Έβερτ, ως αρχηγός της Νέας δημοκρατίας τη δεκαετία του '90, τον επικαλέστηκε στην προσπάθειά του να αποδώσει το ρόλο του κόμματός του στην πολιτική της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Όλο αυτό το corpus των εννοιών ήταν το αποτέλεσμα των αναζητήσεων προγενέστερων πολιτικών δυνάμεων ήδη από τη δεκαετία του '30, οι οποίες όμως δεν κατάφεραν να εξελιχθούν σε πλειοψηφικά ρεύματα.

Χαρακτηριστική περίπτωση εδώ είναι το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα (Ε.Ε.Κ) του Π. Κανελλόπουλου. Οι ιδεολογικές συγγένειες είναι εμφανείς. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι η Ε.Ρ.Ε απέκτησε ισχυρά ερείσματα στην κοινωνία και ότι είχε τη δυνατότητα να επιβάλει το πρόγραμμά της σε καθεστώς πολιτικής σταθερότητας. Όπως είχε διακηρύξει και το Ε.Ε.Κ τον Δεκέμβριο του 1935, η Ε.Ρ.Ε πρόβαλε τον εθνικό της χαρακτήρα και ζήτησε την άρση του νοσηρού κλίματος του Εθνικού διχασμού. Η έννοια του Έθνους ήταν κομβική στην ιδεολογική ταυτότητα της Ε.Ρ.Ε: υποδήλωνε την εθνική συνείδηση από τη μία και την αντίθεση στον κομμουνισμό από την άλλη.

Η ιδέα του Έθνους ερμηνευόταν στο πολιτισμικό υπόστρωμα του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού κυρίως ως μέσο οργανικής ομοιογένειας του έθνους, με εξωστρεφή όμως χαρακτηριστικά, και όχι ως εργαλείο μυστικιστικού μεγαλοϊδεατικού εθνικισμού. Από την άλλη, όχι τυχαία, η ιδρυτική διακήρυξη της ΕΡΕ ξεκινούσε με την καταγγελία της φατρι- αστικής κουλτούρας της ελληνικής πολιτικής. Η άρση του Εθνικού διχασμού διατυπώθηκε για πρώτη φορά από το Ε.Ε.Κ του Π. Κανελλόπουλου. Ο Παπάγος είχε κάνει το ίδιο και η Ε.Ρ.Ε τώρα συνέχιζε στον ίδιο δρόμο.

Με τα όσα έχουν ειπωθεί παραπάνω για την πολιτική φιλοσοφία του Καραμανλή ήταν μάλλον αναμενόμενο ότι η ατελής οργάνωση του δημόσιου βίου θα ήταν το πρώτο θέμα. Για την Ε.Ρ.Ε η πηγή του κακού ήταν το πολιτικό πρόβλημα της χώρας (φατριασμός, πολιτικά πάθη, πελατειακά δίκτυα, δυσπιστία προς το κράτος, μειωμένη αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος). Η φτώχεια του Ελληνικού λαού δεν οφειλόταν στον ίδιο. Το αντίθετο συνέβαινε: ο λαός είχε τη δυνατότητα και την ικανότητα να προοδεύσει, αρκεί να τον καθοδηγούσε μια πολιτική ηγεσία που θα κινείτο σε ένα καλύτερα οργανωμένο δημοκρατικό περιβάλλον.


Η βάση της νομιμοποίησης για την Ε.Ρ.Ε ήταν η εθνική επιβίωση στο καθεστώς του Ψυχρού Πολέμου και η ευημερία. Η ευημερία ήταν ένα μετρήσιμο μέγεθος που συνίστατο στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος και στην εφαρμογή πολιτικών κοινωνικού χαρακτήρα. Στη δύση η ευημερία παρέπεμπε στο κράτος Πρόνοιας (welfare state). Οι αρχές της πολιτικής της Ε.Ρ.Ε ήταν η ελεύθερη οικονομία, η ιδιωτική πρωτοβουλία και ένα παρεμβατικό αναπτυξιακό κράτος που θα δημιουργούσε το κατάλληλο περιβάλλον για ξένες επενδύσεις και για απελευθέρωση των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων.

Οι αρχές αυτές, σε συνδυασμό με τις αξίες του έθνους, της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, παραπέμπουν στο μεταπολεμικό Ευρωπαϊκό μοντέλο ανάπτυξης και στα Κεντροδεξιά - Χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης. Παρά τις δεδομένες διαφορές της Ελλάδας από τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη, η Ε.Ρ.Ε εισήγαγε το οικονομικό μοντέλο από το εξωτερικό. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα δεν παράγει πολιτικές ιδεολογίες. Άρα, είναι εύλογο να μιλήσει κανείς για τις ιδεολογικές και πολιτικές συγγένειες της Ε.Ρ.Ε με τα αντίστοιχα κόμματα της δύσης. Μπορεί να ειπωθεί πως ο ριζοσπαστισμός της Ε.Ρ.Ε ήταν η Ελληνική εκδοχή του μεταπολεμικού φιλελευθερισμού.

Η Ε.Ρ.Ε μπορεί να ήταν η κομματική συνέχεια του Συναγερμού, αλλά το πολιτικό της επιτελείο ήταν συντριπτικά διαφορετικό. Ήταν μια σύνθεση πολιτικών προσώπων που προέρχονταν από διαφορετικά πολιτικά περιβάλλοντα του φιλελεύθερου χώρου, τα οποία συνέκλιναν στην αποδοχή της ριζοσπαστικής ατζέντας, η οποία είχε ήδη αποκρυσταλλωθεί. Ο πυρήνας βέβαια της Ε.Ρ.Ε ήταν οι βουλευτές και οι πολιτευτές του Συναγερμού, οι οποίοι με ελάχιστες εξαιρέσεις εντάχθηκαν στο νέο κόμμα και από τους οποίους πολλοί εξέφραζαν συντηρητικές ή/και ακραίες αντικομμουνιστικές θέσεις (π.χ. ο Κωνσταντίνος Ροδόπουλος).

Πρωταρχικό ρόλο σε αυτό έπαιξε για ακόμη μια φορά ο Κανελλόπουλος, ο οποίος υποστήριξε την Ε.Ρ.Ε και ζήτησε από τους βουλευτές του Συναγερμού να πράξουν το ίδιο. Ο Καραμανλής, όμως, συνέχισε με πιο αποφασιστικό τρόπο αυτό που είχε ξεκινήσει ο Παπάγος, καθώς ανέθεσε σημαντικούς ρόλους σε πολιτικούς που προέρχονταν από τη Βενιζελική παράταξη. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, ο Κ. Τσάτσος, ο οποίος αργότερα εντάχτηκε στο Ε.Ε.Κ του Κανελλόπουλου, ο Γρηγόρης Κασιμάτης, ο Δημήτρης Μακρής, ο Αύγουστος Θεολογίτης.

Πλάι σε αυτούς βρέθηκαν επιφανείς πολιτικοί του αντιβενιζελικού χώρου, όπως ο Γεώργιος Ράλλης, ο Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης, ο Δημήτρης Χέλμης, ο Σπύρος Θεοτόκης, ο Λάμπρος Ευταξίας, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου. Μια ακόμη μεγάλη κατηγορία στενών συνεργατών του Καραμανλή ήταν οι «ενωτικοί» του Π. Κανελλόπουλου: ο Παναγής Παπαληγούρας, ο Κωνσταντίνος Καλλίας, ο Δημήτριος Γαλάνης, ο Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος, ο Αθανάσιος Μίχας. Ο Π. Κανελλόπουλος, ο οποίος μετά το 1959 εντάχτηκε οριστικά στην Ε.Ρ.Ε και έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, είχε έναν ιδιαίτερο και αυτόνομο ρόλο.

Στους επιτελείς της Ε.Ρ.Ε συναντά κανείς τον Λεωνίδα Δερτιλή και τον Λεωνίδα Μπουρνιά, αμφότεροι προέρχονταν από το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ξεχωριστές περιπτώσεις ήταν ο Ξενοφών Ζολώτας και ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου. Ο πρώτος, που στη σχετική αντιπαράθεση με τον Κυριάκο Βαρβαρέσο υπερασπίστηκε την εκβιομηχάνιση, ανέλαβε την Τράπεζα της Ελλάδος και ο δεύτερος τις διαπραγματεύσεις για τη Σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.

ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΝΙΚΕΣ 1956 - 1963

Ο Καραμανλής πολιτεύτηκε με το σύνθημα της «νέας γενεάς». Εκτός από την ομάδα των επιτελών του, ανάλογη ανανέωση πραγματοποιήθηκε και στο πολιτικό προσωπικό του κόμματός του. Στην κατάρτιση των εκλογικών συνδυασμών για τις εκλογές του 1956 από τους 299 υποψηφίους της Ε.Ρ.Ε, μόνο οι 171 ήταν υποψήφιοι και του Συναγερμού στις προηγούμενες εκλογές, ενώ από τους υπόλοιπους 128 η πλειονότητα πολιτευόταν για πρώτη φορά. Το αποτέλεσμα ήταν πως οι 39 από τους 165 βουλευτές που εξέλεξε η Ε.Ρ.Ε εκλέγονταν για πρώτη φορά. Στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1956 η Ε.Ρ.Ε αντιμετώπισε το σύνολο σχεδόν των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία δημιούργησαν συνασπισμό με τον τίτλο Δημοκρατική Ένωση.

Η Ε.Ρ.Ε, αν και μειοψήφησε (47,4 % έναντι 48,1 %), εξασφάλισε άνετη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, επωφελούμενη και από την ψήφο του στρατού και των δημοσίων υπαλλήλων. Στις εκλογές του 1956 η Ε.Ρ.Ε διατήρησε την εκλογική επιρροή που είχε διαμορφώσει ο Συναγερμός στις εκλογές του 1952 και ο Καραμανλής αναδείχτηκε στον παραταξιακό ηγέτη της νέας Κεντροδεξιάς. Οι επόμενες εκλογές (11 Μαΐου 1958) έγιναν πρόωρα ύστερα από την εσωκομματική κρίση της Ε.Ρ.Ε που προκάλεσε την αποχώρηση των υπουργών Γ. Ράλλη και Π. Παπαληγούρα και δεκατριών ακόμη βουλευτών. Παρ’ όλα αυτά, η Ε.Ρ.Ε. διατήρησε τις δυνάμεις της και εξασφάλισε για δεύτερη φορά άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με 171 έδρες.

Η ανάδειξη, όμως, της Ε.Δ.Α σε αξιωματική αντιπολίτευση με 79 έδρες και ο καταποντισμός του Κόμματος Φιλελευθέρων πόλωσαν το πολιτικό σκηνικό, δοκιμάζοντας τις αντοχές της μετεμφυλιακής δημοκρατίας. Οι εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 έγιναν σε κλίμα ανησυχίας για τη θέση που θα καταλάμβανε η Ε.Δ.Α. Μια νέα εξέλιξη στην «εθνικόφρονα» παράταξη ήταν η δημιουργία της Ένωσης Κέντρου υπό τον Γ. Παπανδρέου (19 Σεπτεμβρίου 1961), που ήταν στην ουσία ένας συνασπισμός όλων των πολιτικών δυνάμεων εκτός της Ε.Ρ.Ε και της Ε.Δ.Α σε ενιαίο εκλογικό φορέα. Η Ε.Ρ.Ε πέτυχε την τρίτη συνεχόμενη εκλογική της νίκη με 50,8 % και 176 έδρες.

Οι καταγγελίες, ωστόσο, των κομμάτων της αντιπολίτευσης για βία και νοθεία με πρωτοφανή παρέμβαση του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας αμαύρωσαν τα αποτελέσματα και μείωσαν «ηθικά» τη νίκη της Ε.Ρ.Ε. Ο Γ. Παπανδρέου αμφισβήτησε το εκλογικό αποτέλεσμα και κήρυξε τον «ανένδοτο αγώνα» κατά της Ε.Ρ.Ε.


ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 

Με τη λήξη του Εμφυλίου το 1949 κρίθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα και το οικονομικό καθεστώς της χώρας. Από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ξεκίνησε μια διαδικασία σταδιακής ενσωμάτωσης -οικονομικής, θεσμικής και πολιτισμικής- στο δυτικό σύστημα. Το εγχώριο μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που τελικά εφαρμόστηκε αντλούσε επιρροές από το συναινετικό Ευρωπαϊκό μοντέλο, το οποίο προέτασσε την εκβιομηχάνιση ακόμη και σε χώρες με ευρύ γεωργικό τομέα. Η υποδοχή των διεθνών τάσεων αποκρυσταλλώθηκε στη γενικότερη αντίληψη πως η χώρα έπρεπε να βασιστεί στις δικές της πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις.

Τα κλειδιά - άξονες του μοντέλου αυτού ήταν εκβιομηχάνιση, εξηλεκτρισμός, κρατικός παρεμβατισμός, επιχειρηματικότητα, εξωστρέφεια. Την πολιτική αυτή ασπάστηκαν οι επιφανείς οικονομολόγοι Ξενοφών Ζολώτας και Αγγελος Αγγελόπουλος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κ. Τσάτσου, οι απόψεις του Καραμανλή για το οικονομικό και το κοινωνικό μέλλον της χώρας είχαν παραμείνει αμετάβλητες από την εποχή της Σοσιαλιστικής Ένωσης ως τη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση. Γενικότερα, οι κυβερνητικές πολιτικές δυνάμεις της μετεμφυλιακής περιόδου συναινούσαν στην εφαρμογή του παραπάνω μοντέλου και κινήθηκαν στην ίδια κατεύθυνση, άλλοτε με καθυστερήσεις κι άλλοτε με επιταχύνσεις.

Αντιλαμβάνονταν πως η πρόκληση για τη χώρα ήταν να σπάσουν τους φαύλους κύκλους που την καθήλωναν στην υπανάπτυξη. Το πρόβλημα, το οποίο δεν ήταν αμιγώς Ελληνικό, αλλά είχε και Ευρωπαϊκή εμβέλεια, ήταν πως η βιωσιμότητα της δημοκρατίας εξαρτιόταν από τα μακροοικονομικά δεδομένα (ανάπτυξη, απασχόληση) και από το κοινωνικό συμβόλαιο (κράτος πρόνοιας, καταναλωτισμός). Η αγωνία γινόταν ακόμη πιο επιτακτική στο αντα- γωνιστικό περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου.

Η Ελληνική ιδιαιτερότητα συνίστατο στο ότι η χώρα είχε ήδη βιώσει με τον Εμφύλιο την οξύτητα της ψυχροπολεμικής σύγκρουσης και στο ότι έμπαινε στην πολιτική της ανάπτυξης εκκινώντας από καθεστώς φτώχειας. Το μέσο για να βγει η χώρα από το καθεστώς αυτό ήταν οι μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν αφορούσαν μόνο την Ελλάδα, ήταν το εργαλείο με το οποίο θα γίνονταν οι συγκρούσεις με τις καθεστηκυίες δομές και νοοτροπίες και θα διαμορφώνονταν οι νέοι όροι.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Το σημείο - τομή για την οικονομική πολιτική ήταν η νομισματική μεταρρύθμιση της 9ης Απριλίου 1953, την οποία οργάνωσε ο Σ. Μαρκεζίνης ως υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης Αλ. Παπάγου. Είχε προηγηθεί, βέβαια, η προετοιμασία του εδάφους (νομισματική σταθερότητα) από τις κυβερνήσεις των ετών 1950 - 1952. Η μεταρρύθμιση αυτή αποκατέστησε την εμπιστοσύνη του λαού προς τη δραχμή, με συνέπεια την αύξηση των αποταμιεύσεων. Η πολιτική αυτή στόχευε στην αλλαγή της φυσιογνωμίας του κρατικού παρεμβατισμού: Το κράτος έπρεπε να σταματήσει να διαχειρίζεται τις ελλείψεις και να ευνοεί τις παραγωγικές πρωτοβουλίες.

Η μετάβαση αυτή δεν ήταν εύκολη, καθώς προσέκρουε σε κατεστημένα συμφέροντα που ευνοούνταν από την ως τότε κρατική συμπεριφορά. Η οικονομική και κοινωνική φιλοσοφία του Καραμανλή ξεκινούσε από την πίστη στην αξία της νομισματικής σταθερότητας. Η σύμπτωση με την αντίληψη του Ξ. Ζολώτα είναι παραπάνω από εμφανής. Η νομισματική σταθερότητα ήταν η βάση για την περαιτέρω πολιτική οικονομικής ανάπτυξης. Ο Καραμανλής ήταν θερμός υποστηρικτής μιας αειφόρου ανάπτυξης που θα στηριζόταν σε πραγματικά οικονομικά μεγέθη. Η πρόοδος της οικονομίας θα αύξανε κατά συνέπεια τους κοινωνικούς πόρους και θα έδινε ευκαιρίες απασχόλησης.

Η κοινωνική πολιτική όμως υπάκουε αυστηρά στις δυνατότητες της οικονομίας. Την περίοδο 1950 - 1955 συμβαίνουν δύο σημαντικές εξελίξεις: Πρώτον, η Αμερικανική βοήθεια στην Ελλάδα έφθινε συνεχώς και αναμενόταν να περιοριστεί σε αμιγώς στρατιωτική και, δεύτερον, η βιομηχανική παραγωγή των δυτικών, αλλά και των ανατολικών χωρών είχε αυξηθεί σημαντικά. Όπως το έθεσε ο Καραμανλής, το βιοτικό επίπεδο της χώρας ήταν επικίνδυνα χαμηλό και έπρεπε να γίνουν τα εξής:
  • Να αναπτυχθεί η Ελλάδα με ρυθμούς εφάμιλλους με αυτούς των κρατών της δύσης και της Ανατολής. 
  • Να στηριχθεί η χώρα στις δικές της δυνάμεις. 
  • Να επιδιωχθούν η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η αύξηση της λαϊκής κατανάλωσης. 
Κεντρικά χαρακτηριστικά της μεθοδολογίας του Καραμανλή ήταν η εκπόνηση ρεαλιστικών προγραμμάτων και η ταχύτητα στην αποπεράτωση των στόχων. Μετά τις εκλογές του 1956 ο Καραμανλής κατήρτισε το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης, το οποίο περιελάμβανε τους ακόλουθους μακροπρόθεσμους στόχους: το διπλασιασμό του εθνικού εισοδήματος εντός 10 - 12 ετών, τη δίκαια κατανομή του εθνικού εισοδήματος μέσω της άσκησης ευρείας κοινωνικής πολιτικής και, τέλος, τη σύνδεση της Ελληνικής οικονομίας με την Ευρωπαϊκή σε σταθερές και μόνιμες βάσεις. Ο στόχος της ανάπτυξης ήταν η «κοινωνική ευημερία», ένας όρος που συναντάται συχνά στο δημόσιο λόγο της Ε.Ρ.Ε.

Ο αυτοσκοπός δεν ήταν η ανάπτυξη ως οικονομικό επίτευγμα, αλλά η διάχυση των ωφελημάτων αυτής στο κοινωνικό σύνολο. Υιοθετήθηκε, λοιπόν, ένα μοντέλο μικτής οικονομίας που συνδύαζε τις αρχές της φιλελεύθερης οικονομίας (ιδιωτική πρωτοβουλία, ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικότητα, ιδιωτικές επενδύσεις, ειδικές συμφωνίες με το ξένο κεφάλαιο, ελευθερία των εισαγωγών, εξαγωγές) με την αρχή του προγραμματισμού. Σε ένα πλαίσιο αυστηρής τήρησης της νομισματικής σταθερότητας, οι κυβερνήσεις της Ε.Ρ.Ε μείωσαν το έλλειμμα του Προϋπολογισμού και με τη δημιουργία πλεονάσματος χρηματοδότησαν ένα πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.


Έμφαση δόθηκε στην εκτέλεση του ενεργειακού προγράμματος και στον εξηλεκτρισμό της χώρας (Μέγδοβας, Πτολεμαΐδα, Αχελώος), αλλά και σε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα εγγειοβελτιωτικών έργων (Εβρος, Αξιός, Αλιάκμονας, Κάρλα). Οι παρεμβάσεις αυτές αποτελούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη του βιομηχανικού και του γεωργικού τομέα. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί πως η έμφαση στην προώθηση της εκβιομηχάνισης δεν μείωσε το ενδιαφέρον για τον αγροτικό τομέα. Αντίθετα, τα προγράμματα της αγροτικής πολιτικής των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή επιχείρησαν τολμηρές τομές για την αύξηση της αγροτικής παραγωγής και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού προϊόντος.

Έμφαση επίσης δόθηκε στο τομέα των αγροτικών βιομηχανιών, με το κράτος να κατασκευάζει εργοστάσια γάλακτος, ζάχαρης και αζώτου. Παράλληλα, η κυβέρνηση εστίασε στον τομέα των δημοσίων έργων και στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Από την άλλη, έγιναν έργα υποδομής στον τομέα του τουρισμού, η συνεισφορά του οποίου στο Α.Ε.Π ήταν αξιόλογη. Όλη αυτή η δραστηριότητα αύξησε τη ζήτηση για ένα εργατικό προσωπικό με τεχνικές γνώσεις. Η ιστοριογραφία έχει παραμελήσει την πτυχή αυτή, αλλά είναι γεγονός πως η ανάπτυξη της τεχνικής εκπαίδευσης ήταν κεντρική στο κυβερνητικό πρόγραμμα της Ε.Ρ.Ε.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΡΑΤΙΚΟ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΣΜΟ

Τα χρόνια 1958 - 1959 σημειώθηκε μια ανακοπή της οικονομικής προόδου της χώρας. Το στοιχείο αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από το κυβερνητικό επιτελείο, το οποίο δραστηριοποιήθηκε στην κατεύθυνση της εκπόνησης πενταετούς προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης (1960 - 1964). Ο προγραμματισμός της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής ανατέθηκε σε ένα συμβούλιο στο οποίο συμμετείχαν άνθρωποι με εξειδικευμένες γνώσεις: ο οικονομολόγος Ι. Μομφεράτος, ο νομικός Γ. Α. Μαγκάκης, ο κοινωνιολόγος Λ. Πάτρας κ.ά. Το κράτος ανέλαβε την κατασκευή έργων υποδομής σε μεγάλη κλίμακα.

Καθιέρωσε κίνητρα για τις ιδιωτικές επενδύσεις και έκανε ειδικές συμφωνίες με το ξένο κεφάλαιο και με εκπροσώπους της Ελληνικής επιχειρηματικότητας του εξωτερικού (Πεσινέ, Pirelli, Dow Chemical, Philips, ναυπηγεία, διυλιστήρια). Ιδρύθηκαν, επίσης, ειδικοί φορείς για τη βιομηχανική ανάπτυξη (ΟΧΟΑ, ΟΒΑ) και την ανάπτυξη των υπηρεσιών (Ε.Ο.Τ, πρόγραμμα Ξενία, Εθνικός Οργανισμός Ελληνικής Χειροτεχνίας). Συμπληρωματικά, ιδρύθηκαν ερευνητικοί θεσμοί που αξιοποιούσαν το επιστημονικό δυναμικό της χώρας: το Κέντρο Ερευνών και Προγραμματισμού, το Κέντρο Κοινωνικής Έρευνας Αθηνών, το Κέντρο Παραγωγικότητας, ο «Δημόκριτος», το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

Ο κρατικός παρεμβατισμός «έσυρε» την Ελληνική οικονομία στην εξωστρέφεια και το διεθνή ανταγωνισμό. Η Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ το 1961 λόγω των μεταβατικών διατάξεων και της μακράς περιόδου δασμολογικής προσαρμογής δεν επενεργούσε βίαια στην Ελληνική παραγωγή, αλλά μακροχρόνια πρόσφερε ένα δυτικοευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον στο οποίο η Ελληνική οικονομία θα διέθετε την παραγωγή της προσαρμοζόμενη στα Ευρωπαϊκά κριτήρια ποιότητας και ανταγωνιστικότητας.

Βαθμιαία, η πολιτική του Καραμανλή άλλαξε ριζικά τη διάρθρωση της οικονομίας και της κοινωνίας, αλλά και τη δομή της παραγωγικής διαδικασίας. Το πέρασμα στη δεκαετία του '60 έδειξε πως η βιομηχανική παραγωγή υπερκέρασε την αγροτική και πως ο τομέας των υπηρεσιών συνέβαλε σημαντικά στο Α.Ε.Π. Η Ελλάδα είχε εξελιχθεί πια σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα με σημαντικές οικονομικές επιδόσεις. Παράλληλα με τον οικονομικό εκσυγχρονισμό, ο Καραμανλής προσπάθησε να εκσυγχρονίσει τις πολιτικές λειτουργίες του Ελληνικού κράτους. Οι δυσλειτουργίες στην παραγωγή του πολιτικού έργου δεν συμβάδιζαν πλέον με τις ανάγκες μιας σύγχρονης διοίκησης και, επιπλέον, δρούσαν ανασταλτικά.

Τον Φεβρουάριο του 1963 κατέθεσε στη Βουλή την πρόταση της «Βαθίας Τομής». Η πρόταση αυτή αφορούσε την αναθεώρηση μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος και περιείχε διατάξεις για την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, για την εκτέλεση των δημοσίων έργων, για την εκλογίκευση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, για την εισαγωγή του θεσμού των βουλευτών Επικρατείας κ.ά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

Η προσπάθεια αυτή τελικά απέτυχε γιατί τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και το Στέμμα βρέθηκαν στον αντίποδα της πρωτοβουλίας του πολιτικού εκσυγχρονισμού. Η διαφωνία του Καραμανλή με τον βασιλιά Παύλο με αφορμή το επικείμενο ταξίδι του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο και η παραίτησή του τον Ιούνιο του 1963 ματαίωσαν οριστικά την πρωτοβουλία εξυγίανσης της δημόσιας ζωής. Το πολιτικό κλίμα, άλλωστε, είχε φορτιστεί ύστερα από τη δολοφονία του βουλευτή της Ε.Δ.Α Γρηγορίου Λαμπράκη από μέλη δεξιάς παρακρατικής οργάνωσης τον Μάιο του 1963.

Το συνταρακτικό αυτό γεγονός για την κοινοβουλευτική Ιστορία της χώρας έφερε στη δημοσιότητα τη διαβλητή πολλές φορές συμπεριφορά και δράση των δυνάμεων ασφαλείας στη μετεμφυλιακή δημοκρατία, θέτοντας ζητήματα εκδημοκρατισμού. Από την άλλη, η μακροχρόνια παραμονή της κεντροδεξιάς παράταξης στην εξουσία, αρχικά με τον Ελληνικό Συναγερμό και κατόπιν με την Ε.Ρ.Ε, δημιούργησε συσσωρευμένα αιτήματα οικονομικής και πολιτικής αλλαγής.


Οι αρνητικές όψεις του οικονομικού εκσυγχρονισμού, όπως η μετανάστευση, η ενισχυμένη αστυφιλία, ο περιορισμένος καταναλωτισμός, τόνωναν την κοινωνική πίεση για χαλάρωση της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής και για αύξηση των πόρων για την εκπαίδευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Παρά της στρεβλώσεις που επέφερε ο Εμφύλιος στη μετεμφυλιακή δημοκρατία, το Ελληνικό κράτος πέτυχε να διαχειριστεί τόσο το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας στο διαβρωτικό τοπίο του Ψυχρού Πολέμου όσο και το θέμα της φτώχειας.

Ο Καραμανλής ήταν ο ηγέτης ενός αντικομμουνιστικού κράτους, ο οποίος έθεσε σε εφαρμογή ένα μεταρρυθμιστικό οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα. Οι σχέσεις κράτους - οικονομίας - κοινωνίας μεταβλήθηκαν προς μία αναπτυξιακή προοπτική ακολουθώντας τις Ευρωπαϊκές τάσεις της εποχής. Συγκριτικά με τις χώρες της Ε.Ο.Κ, η Ελλάδα μπορεί να υστερούσε, αλλά τα στοιχεία μαρτυρούν πως τα κοινωνικά επιτεύγματα στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της πρόνοιας ήταν αξιοσημείωτα και πρωτοφανή στην ιστορική πορεία του Ελληνικού κράτους.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

 
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Β' - ΜΕΡΟΣ Γ'