Οι μικρότεροι τύποι ενεστωτικών επιθημάτων
Ι. Επιθήματα με n
§ 168. 1. -νειν συνήθως με μηδενική βαθμίδα της ρίζας: δάκ-νειν 'δαγκώνω' (δήξομαι, ἔ-δᾰκ-ον), κάμ-νειν 'κουράζομαι' (ἔ-καμ-ον, κέ-κμη-κα), π ί̄ -νειν (Αλκαίος πώ-νην) (ἔ-πι-ον, πῶ-μα 'ποτό'· μεταπτωτικό -ō i - - -ī- ) και μερικά άλλα. Σχετικά με επεκτάσεις με -i̯o-, όπως κρίνω από το *κριν- ι̯ ω.
§ 169. 2. -άνειν ύστερα από μακρόχρονη θεματική συλλαβή: ἁμαρτ-άνειν (ἥμαρτ-ον) 'αστοχώ', βλαστ-άνειν 'βλασταίνω' (ἔ-βλαστ-ον), αἰσθ-άνεσθαι 'αντιλαμβάνομαι' (ᾐσθ-όμην) και αρκετά άλλα. Σε μικρότερη κλίμακα το -άνειν λειτούργησε παραγωγικά ως "ενίσχυση" του ενεστώτα: αὐξ-άνειν = αὔξειν 'αυξάνω, αναπτύσσω', ἱζ-άνειν = ἵζειν 'κάθομαι, καθίζω' κ.τ.λ.
Το -άνειν λειτουργεί ιδίως ως επέκταση του τύπου που αντιστοιχεί στο λατ. iungo 'ζεύω': iug - um 'ζυγός', rumpo 'σπάω': r ū p - i(πρβ. § 6)· έτσι π.χ. λαμβ-άνειν, λανθ-άνειν, πυνθ-άνεσθαι. Η αναλογία δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα δραστική, υπήρχε όμως σε όλες τις εποχές: ο Όμηρος γνωρίζει ακόμη τα λήθειν και πεύθεσθαι πλάι στα λανθάνειν και πυνθάνεσθαι· άλλα παραδείγματα, όπως λιμπάνειν = λείπειν και δαγκάνειν = δάκνειν, εμφανίζονται για πρώτη φορά στην κλασική ή στη μετακλασική περίοδο. Κοινό στοιχείο όλων είναι η σχέση λαμβάνειν : ἔλαβον, δαγκάνειν : ἔδακον,λιμπάνειν : ἔλιπον, δηλαδή εκεί βρίσκεται πάντως το αφετηριακό σημείο της εξάπλωσης· όμως το αρχικό ή τα αρχικά πρότυπα δεν μπορούν πια να προσδιοριστούν.
Επεκτάσεις με το -i̯o-) παρουσιάζονται και εδώ: κλασ. ὀλισθάνειν και ὀλισθαίνειν 'ξεγλιστρώ' (ὤλισθον), κλασ. κλαγγάνειν και κλαγγαίνειν 'κραυγάζω' (πρβ. κλ ά̄ ζειν από το *κλαγγ- ι̯ -).
§ 170. 3. Το -νᾱ- (-νη-): -νᾰ- (μόνο σε δισύλλαβες ρίζες) μαζί με όλη τη συζυγία σε -μι περιπίπτει σε αχρηστία: επικά-ποιητικά είναι π.χ. τα δαμ-νά-ναι 'δαμάζω' (δέ-δμη-μαι, δαμά-ζω), μάρ-νασθαι 'μάχομαι'. Όχι πολύ σαφής, ακόμη και σε ριζικό φωνηεντισμό, είναι η ομάδα κιρ-νά-ναι = κεραννύναι 'αναμειγνύω', κριμ-νά-ναι = κρεμαννύναι 'κρεμώ', πιλ-νά-ναι = πελάζειν 'πλησιάζω', πιτ-νά-ναι = πεταννύναι 'εξαπλώνω' και = πίπτειν 'πέφτω', σκιδ-νά-ναι = σκεδαννύναι 'διασκορπίζω'· τα περισσότερα από αυτά φαίνεται να είναι τεχνητές παράλληλες δημιουργίες ποιητών που μιμούνται το έπος.
§ 171. 4. -νῡ-: -νῠ-. Αυτή η ομάδα στην αρχή της παράδοσης εκπροσωπείται από ικανοποιητικό αριθμό παραδειγμάτων, εξαφανίζεται όμως αρκετά γρήγορα· ήδη στον Όμηρο εμφανίζονται κάθε είδους υποκατάστατα: τ ί̄ νειν (από το τινϜ-· αττ. τ ῐ́ νειν) 'πληρώνω' δίπλα στο τείνυται· φθῐνύ-θειν 'καταστρέφω' και φθ ί̄ νειν (από το φθινϜ-). Τα περισσότερα έσβησαν αργότερα, ιδίως στην ελληνιστική περίοδο: αντί για το κορεννύναι 'χορταίνω' χρησιμοποιούν το χορτάζειν (στην πραγματικότητα 'παχαίνω'), αντί για το ἀνοιγνύναι 'ανοίγω' το ἀνοίγειν, αντί για το ῥηγνύναι 'σπάω' το ῥήσσειν.
Άλλα παραδείγματα: δεικνύναι (μέλ. δείξω), ὀλλύναι (από το *ὀλ-ν-) (ὤλεσα), ὀμοργνύναι 'σκουπίζω' (από το ἀμέργειν 'συλλέγω'), πτάρνυσθαι 'φτερνίζομαι' (ἔ-πταρ-ον), πεταννύναι 'απλώνω' (ἐπέτασα) [1], ζωννύναι 'ζώνω' (ἔζωσα· ύστερα με βάση τον Όμηρο σχηματίστηκαν από τα ἔστρωσα και ἔρρωσα και τα στρωννύναι και ῥωννύναι).
-------------------------
[1] Το -αννύναι από το -άσαι αντί για το παλιότερο -νάναι (§ 170) κατά το πρότυπο του ἀμφιεννύναι - ἀμφιέσαι είναι μια ιδιομορφία της αττικής διαλέκτου από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου