ΞΕΝ ΚΠαιδ 7.3.8–7.3.16
Η Πάνθεια μοιρολογεί τον νεκρό άνδρα της
Ο Κύρος αναρωτιέται πού βρίσκεται ο σύμμαχός του Αβραδάτας πληροφορείται τον θάνατό του στη μάχη και σπεύδει στο σημείο όπου τον θρηνεί η γυναίκα του, η Πάνθεια.
[7.3.8] Ἐπεὶ δὲ εἶδε τὴν γυναῖκα χαμαὶ καθημένην καὶ τὸν
νεκρὸν κείμενον, ἐδάκρυσέ τε ἐπὶ τῷ πάθει καὶ εἶπε· Φεῦ,
ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψυχή, οἴχῃ δὴ ἀπολιπὼν ἡμᾶς; καὶ ἅμα
ἐδεξιοῦτο αὐτὸν καὶ ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ ἐπηκολούθησεν· ἀπε-
κέκοπτο γὰρ κοπίδι ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων. [7.3.9] ὁ δὲ ἰδὼν πολὺ
ἔτι μᾶλλον ἤλγησε· καὶ ἡ γυνὴ δὲ ἀνωδύρατο καὶ δεξαμένη
δὴ παρὰ τοῦ Κύρου ἐφίλησέ τε τὴν χεῖρα καὶ πάλιν ὡς οἷόν
τ’ ἦν προσήρμοσε, καὶ εἶπε· [7.3.10] Καὶ τἆλλά τοι, ὦ Κῦρε, οὕτως
ἔχει· ἀλλὰ τί δεῖ σε ὁρᾶν; καὶ ταῦτα, ἔφη, οἶδ’ ὅτι δι’ ἐμὲ οὐχ
ἥκιστα ἔπαθεν, ἴσως δὲ καὶ διὰ σέ, ὦ Κῦρε, οὐδὲν ἧττον. ἐγώ
τε γὰρ ἡ μώρα πολλὰ διεκελευόμην αὐτῷ οὕτω ποιεῖν, ὅπως
σοι φίλος ἄξιος γενήσοιτο· αὐτός τε οἶδ’ ὅτι οὗτος οὐ τοῦτο
ἐνενόει ὅ τι πείσοιτο, ἀλλὰ τί ἄν σοι ποιήσας χαρίσαιτο.
καὶ γὰρ οὖν, ἔφη, αὐτὸς μὲν ἀμέμπτως τετελεύτηκεν, ἐγὼ δ’
ἡ παρακελευομένη ζῶσα παρακάθημαι. [7.3.11] καὶ ὁ Κῦρος χρόνον
μέν τινα σιωπῇ κατεδάκρυσεν, ἔπειτα δὲ ἐφθέγξατο· Ἀλλ’
οὗτος μὲν δή, ὦ γύναι, ἔχει τὸ κάλλιστον τέλος· νικῶν γὰρ
τετελεύτηκε· σὺ δὲ λαβοῦσα τοῖσδε ἐπικόσμει αὐτὸν τοῖς
παρ’ ἐμοῦ· παρῆν δὲ ὁ Γωβρύας καὶ ὁ Γαδάτας πολὺν καὶ
καλὸν κόσμον φέροντες· ἔπειτα δ’, ἔφη, ἴσθι ὅτι οὐδὲ τὰ
ἄλλα ἄτιμος ἔσται, ἀλλὰ καὶ τὸ μνῆμα πολλοὶ χώσουσιν
ἀξίως ἡμῶν καὶ ἐπισφαγήσεται αὐτῷ ὅσα εἰκὸς ἀνδρὶ ἀγαθῷ.
[7.3.12] καὶ σὺ δ’, ἔφη, οὐκ ἔρημος ἔσῃ, ἀλλ’ ἐγώ σε καὶ σωφρο-
σύνης ἕνεκα καὶ πάσης ἀρετῆς καὶ τἆλλα τιμήσω καὶ συ-
στήσω ὅστις ἀποκομιεῖ σε ὅποι ἂν αὐτὴ ἐθέλῃς· μόνον, ἔφη,
δήλωσον πρὸς ἐμὲ πρὸς ὅντινα χρῄζεις κομισθῆναι. [7.3.13] καὶ ἡ
Πάνθεια εἶπεν· Ἀλλὰ θάρρει, ἔφη, ὦ Κῦρε, οὐ μή σε κρύψω
πρὸς ὅντινα βούλομαι ἀφικέσθαι. [7.3.14] ὁ μὲν δὴ ταῦτ’ εἰπὼν
ἀπῄει, κατοικτίρων τήν τε γυναῖκα οἵου ἀνδρὸς στέροιτο καὶ
τὸν ἄνδρα οἵαν γυναῖκα καταλιπὼν οὐκέτ’ ὄψοιτο. ἡ δὲ
γυνὴ τοὺς μὲν εὐνούχους ἐκέλευσεν ἀποστῆναι, ἕως ἄν, ἔφη,
τόνδ’ ἐγὼ ὀδύρωμαι ὡς βούλομαι· τῇ δὲ τροφῷ εἶπε παρα-
μένειν, καὶ ἐπέταξεν αὐτῇ, ἐπειδὰν ἀποθάνῃ, περικαλύψαι
αὐτήν τε καὶ τὸν ἄνδρα ἑνὶ ἱματίῳ. ἡ δὲ τροφὸς πολλὰ
ἱκετεύουσα μὴ ποιεῖν τοῦτο, ἐπεὶ οὐδὲν ἥνυτε καὶ χαλεπαί-
νουσαν ἑώρα, ἐκάθητο κλαίουσα. ἡ δὲ ἀκινάκην πάλαι
παρεσκευασμένον σπασαμένη σφάττει ἑαυτὴν καὶ ἐπιθεῖσα
ἐπὶ τὰ στέρνα τοῦ ἀνδρὸς τὴν ἑαυτῆς κεφαλὴν ἀπέθνῃσκεν.
ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν ἄμφω ὥσπερ
ἡ Πάνθεια ἐπέστειλεν. [7.3.15] ὁ δὲ Κῦρος ὡς ᾔσθετο τὸ ἔργον
τῆς γυναικός, ἐκπλαγεὶς ἵεται, εἴ τι δύναιτο βοηθῆσαι. οἱ
δὲ εὐνοῦχοι ἰδόντες τὸ γεγενημένον, τρεῖς ὄντες σπασάμενοι
κἀκεῖνοι τοὺς ἀκινάκας ἀποσφάττονται οὗπερ ἔταξεν αὐτοὺς
ἑστηκότες. [καὶ νῦν τὸ μνῆμα μέχρι τοῦ νῦν τῶν εὐνούχων
κεχῶσθαι λέγεται· καὶ ἐπὶ μὲν τῇ ἄνω στήλῃ τοῦ ἀνδρὸς
καὶ τῆς γυναικὸς ἐπιγεγράφθαι φασὶ τὰ ὀνόματα, Σύρια
γράμματα, κάτω δὲ εἶναι τρεῖς λέγουσι στήλας καὶ ἐπιγε-
γράφθαι ΣΚΗΠΤΟΥΧΩΝ.] [7.3.16] ὁ δὲ Κῦρος ὡς ἐπλησίασε τῷ
πάθει ἀγασθείς τε τὴν γυναῖκα καὶ κατολοφυράμενος ἀπῄει·
καὶ τούτων μὲν ᾗ εἰκὸς ἐπεμελήθη ὡς τύχοιεν πάντων τῶν
καλῶν, καὶ τὸ μνῆμα ὑπερμέγεθες ἐχώσθη, ὥς φασιν.
***
Μόλις ο Κύρος είδε τη γυναίκα να κάθεται χάμω και το νεκρό ξαπλωμένο καταγής, δάκρυσε για τη συμφορά και είπε: Αλλοίμονο, μας άφησες λοιπόν κι έφυγες, γενναία και πιστή ψυχή; Σήκωσε ταυτόχρονα τη δεξιά του νεκρού, και το χέρι ακολούθησε το δικό του, γιατί είχε κοπεί από τους Αιγυπτίους με κοπίδα. Μόλις το είδε, λυπήθηκε ακόμη περισσότερο, ενώ η γυναίκα έβγαλε γοερές κραυγές, πήρε από τον Κύρο το χέρι, το φίλησε και προσπάθησε όπως μπορούσε να το βάλει πάλι στη θέση του. Και τ' άλλα μέλη, Κύρε, του είπε, βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, και δεν είναι απαραίτητο να τα δεις. Ξέρω, συνέχισε, πως έπαθε αυτά, Κύρε, περισσότερο για χάρη μου, ίσως μάλιστα όχι λιγότερο και για χάρη σου. Γιατί εγώ η ανόητη τον παρακινούσα πολύ να πολεμήσει έτσι, για να αναδειχτεί αντάξιος φίλος σου· κι ο ίδιος εξάλλου, είμαι σίγουρη πως δε σκεφτόταν τι μπορούσε να πάθει, αλλά με τι τρόπο θα μπορούσε να σ' ευχαριστήσει. Τώρα λοιπόν, πρόσθεσε, αυτός πέθανε με μεγάλη αξιοπρέπεια, ενώ εγώ που τον παρακινούσα κάθομαι κοντά του ζωντανή. Ο Κύρος έκλαψε για λίγο σιωπηλά και μετά της είπε: Αυτός, γυναίκα, πέθανε με τον ωραιότερο θάνατο, γιατί πέθανε νικητής· συ όμως, πάρε αυτά που σου προσφέρω και στόλισέ τον· είχαν έρθει στο μεταξύ ο Γωβρύας και ο Γαδάτας, φέρνοντας πολλά ωραία κοσμήματα· να ξέρεις εξάλλου, συνέχισε, πως δε θα στερηθεί και τις άλλες τιμές, αλλά και μνήμα αντάξιο θα του στήσουμε και πολλά ζώα θα σφαγούν προς τιμή του, όσα αρμόζουν σε άντρα γενναίο. Όσο για σένα, δε θα μείνεις μόνη, αλλ' εγώ θα σε τιμήσω και για τή σωφροσύνη σου, και για την κάθε είδους αρετή σου, και θα αναθέσω σε κάποιον να σε οδηγήσει όπου θελήσεις· πες μου μονάχα σε ποιον θα ήθελες να πας. Μη φοβάσαι Κύρε, του είπε η Πάνθεια, αυτό δε θα σου τ' αποκρύψω. Αυτά είπε ο Κύρος κι έφυγε με υπερβολικό οίκτο για τη γυναίκα που στερήθηκε τέτοιον άντρα και για τον άντρα που άφησε τέτοια γυναίκα και δε θα την ξανάβλεπε ποτέ πια. Η γυναίκα, εξάλλου, διέταξε τους ευνούχους να απομακρυνθούν, «ως ότου τον κλάψω όπως θέλω», τους είπε· στην τροφό είπε να παραμείνει και τη διέταξε, όταν πεθάνει, να σκεπάσει με το ίδιο ύφασμα αυτήν και τον άντρα της. Η τροφός πολύ την παρακάλεσε να μην το κάνει αυτό, επειδή όμως δεν το κατάφερε και την έβλεπε μάλιστα να οργίζεται, κάθησε και τόριξε στο κλάμα. Η Πάνθεια τότε έσυρε μαχαίρι που το είχε ετοιμάσει από πρώτα, σφάχτηκε και ξεψύχησε με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος του άντρα της. Η τροφός έκλαψε γοερά και σκέπασε τα σώματά τους, όπως τη διέταξε η Πάνθεια. Μόλις ο Κύρος πληροφορήθηκε την πράξη της γυναίκας, έτρεξε κατάπληκτος μήπως μπορούσε σε κάτι να βοηθήσει. Οι ευνούχοι εξάλλου, μόλις αντίκρυσαν αυτό που έγινε, έσυραν και οι τρεις τα μαχαίρια τους και σφάχτηκαν στο μέρος που η Πάνθεια τους διέταξε να σταθούν. Λέγεται μάλιστα πως υπάρχει μέχρι σήμερα το μνήμα που στήθηκε προς τιμή των ευνούχων· στην πάνω στήλη έχουν χαραχτεί με συριακά γράμματα τα ονόματα του άντρα και της γυναίκας, ενώ κάτω υπάρχουν τρεις στήλες με την επιγραφή ΣΚΗΠΤΟΥΧΩΝ. Ο Κύρος πλησίασε στον τόπο της συμφοράς, θαύμασε τη γυναίκα, έκλαψε πολύ και έφυγε· όπως ήταν φυσικό, φρόντισε να τους αποδοθούν όλες οι τιμές και, καθώς λένε, τους έστησε μεγαλοπρεπέστατο μνημείο.
Μόλις ο Κύρος είδε τη γυναίκα να κάθεται χάμω και το νεκρό ξαπλωμένο καταγής, δάκρυσε για τη συμφορά και είπε: Αλλοίμονο, μας άφησες λοιπόν κι έφυγες, γενναία και πιστή ψυχή; Σήκωσε ταυτόχρονα τη δεξιά του νεκρού, και το χέρι ακολούθησε το δικό του, γιατί είχε κοπεί από τους Αιγυπτίους με κοπίδα. Μόλις το είδε, λυπήθηκε ακόμη περισσότερο, ενώ η γυναίκα έβγαλε γοερές κραυγές, πήρε από τον Κύρο το χέρι, το φίλησε και προσπάθησε όπως μπορούσε να το βάλει πάλι στη θέση του. Και τ' άλλα μέλη, Κύρε, του είπε, βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, και δεν είναι απαραίτητο να τα δεις. Ξέρω, συνέχισε, πως έπαθε αυτά, Κύρε, περισσότερο για χάρη μου, ίσως μάλιστα όχι λιγότερο και για χάρη σου. Γιατί εγώ η ανόητη τον παρακινούσα πολύ να πολεμήσει έτσι, για να αναδειχτεί αντάξιος φίλος σου· κι ο ίδιος εξάλλου, είμαι σίγουρη πως δε σκεφτόταν τι μπορούσε να πάθει, αλλά με τι τρόπο θα μπορούσε να σ' ευχαριστήσει. Τώρα λοιπόν, πρόσθεσε, αυτός πέθανε με μεγάλη αξιοπρέπεια, ενώ εγώ που τον παρακινούσα κάθομαι κοντά του ζωντανή. Ο Κύρος έκλαψε για λίγο σιωπηλά και μετά της είπε: Αυτός, γυναίκα, πέθανε με τον ωραιότερο θάνατο, γιατί πέθανε νικητής· συ όμως, πάρε αυτά που σου προσφέρω και στόλισέ τον· είχαν έρθει στο μεταξύ ο Γωβρύας και ο Γαδάτας, φέρνοντας πολλά ωραία κοσμήματα· να ξέρεις εξάλλου, συνέχισε, πως δε θα στερηθεί και τις άλλες τιμές, αλλά και μνήμα αντάξιο θα του στήσουμε και πολλά ζώα θα σφαγούν προς τιμή του, όσα αρμόζουν σε άντρα γενναίο. Όσο για σένα, δε θα μείνεις μόνη, αλλ' εγώ θα σε τιμήσω και για τή σωφροσύνη σου, και για την κάθε είδους αρετή σου, και θα αναθέσω σε κάποιον να σε οδηγήσει όπου θελήσεις· πες μου μονάχα σε ποιον θα ήθελες να πας. Μη φοβάσαι Κύρε, του είπε η Πάνθεια, αυτό δε θα σου τ' αποκρύψω. Αυτά είπε ο Κύρος κι έφυγε με υπερβολικό οίκτο για τη γυναίκα που στερήθηκε τέτοιον άντρα και για τον άντρα που άφησε τέτοια γυναίκα και δε θα την ξανάβλεπε ποτέ πια. Η γυναίκα, εξάλλου, διέταξε τους ευνούχους να απομακρυνθούν, «ως ότου τον κλάψω όπως θέλω», τους είπε· στην τροφό είπε να παραμείνει και τη διέταξε, όταν πεθάνει, να σκεπάσει με το ίδιο ύφασμα αυτήν και τον άντρα της. Η τροφός πολύ την παρακάλεσε να μην το κάνει αυτό, επειδή όμως δεν το κατάφερε και την έβλεπε μάλιστα να οργίζεται, κάθησε και τόριξε στο κλάμα. Η Πάνθεια τότε έσυρε μαχαίρι που το είχε ετοιμάσει από πρώτα, σφάχτηκε και ξεψύχησε με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος του άντρα της. Η τροφός έκλαψε γοερά και σκέπασε τα σώματά τους, όπως τη διέταξε η Πάνθεια. Μόλις ο Κύρος πληροφορήθηκε την πράξη της γυναίκας, έτρεξε κατάπληκτος μήπως μπορούσε σε κάτι να βοηθήσει. Οι ευνούχοι εξάλλου, μόλις αντίκρυσαν αυτό που έγινε, έσυραν και οι τρεις τα μαχαίρια τους και σφάχτηκαν στο μέρος που η Πάνθεια τους διέταξε να σταθούν. Λέγεται μάλιστα πως υπάρχει μέχρι σήμερα το μνήμα που στήθηκε προς τιμή των ευνούχων· στην πάνω στήλη έχουν χαραχτεί με συριακά γράμματα τα ονόματα του άντρα και της γυναίκας, ενώ κάτω υπάρχουν τρεις στήλες με την επιγραφή ΣΚΗΠΤΟΥΧΩΝ. Ο Κύρος πλησίασε στον τόπο της συμφοράς, θαύμασε τη γυναίκα, έκλαψε πολύ και έφυγε· όπως ήταν φυσικό, φρόντισε να τους αποδοθούν όλες οι τιμές και, καθώς λένε, τους έστησε μεγαλοπρεπέστατο μνημείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου