Στα 1755 ξεσπά στην Ευρώπη ο «Επταετής πόλεμος». Η Γαλλία σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσει την αγγλική κυριαρχία θα συμπήξει συμμαχία με την Αυστρία, την Ρωσία (μέχρι το 1762), την Ισπανία (από το 1762) και την Σουηδία. Η Αγγλία, με τη σειρά της βρήκε στήριγμα στην Πρωσία και την Πορτογαλία. Έτσι η Ευρώπη θα χωριστεί σε δυο αντίπαλους σχηματισμούς, σηματοδοτώντας τον πρώτο πανευρωπαϊκό πόλεμο, έπειτα από τον Τριακονταετή πόλεμο του 1618-48. Η αντιπαράθεση Άγγλων και Γάλλων, όμως μεταφέρθηκε ταχύτατα και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού παίρνοντας τη μορφή αντιπαράθεσης για τον έλεγχο των νέων εδαφών, τα οποία στα δυτικά, σε μεγάλο βαθμό, ήταν εντελώς παρθένες εκτάσεις. Η περικύκλωση των αγγλικών αποικιών από τους Γάλλους αποτέλεσε το έναυσμα του πολέμου, που στην αμερικανική ήπειρο έμεινε γνωστός ως ο «Γαλλοϊνδιάνικος Πόλεμος». Εξ αρχής φάνηκε ότι το πλεονέκτημα βρισκόταν στους Άγγλους, οι οποίοι πληθυσμιακά υπερείχαν συντριπτικά των Γάλλων. Περίπου 2 εκ. άποικοι των 13 Πολιτειών αντιμετώπιζαν όχι πάνω από 60.000 Γάλλους αποίκους. Έτσι, οι τελευταίοι σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν την πληθυσμιακή διαφορά κατέφυγαν σε συμμαχίες με πολλές γηγενείς ινδιάνικες φυλές, τακτική που ακολούθησαν και οι Άγγλοι, σε μικρότερο, όμως, βαθμό. Η βρετανική κυριαρχία στις θάλασσες έγειρε τη ζυγαριά προς τους κατοίκους των βρετανικών αποικιών, οι οποίοι μπορούσαν να εφοδιάζονται απρόσκοπτα από την μητρόπολη. Μέχρι το 1763 ο πόλεμος είχε κριθεί υπέρ του βρετανικού στέμματος και οι Γάλλοι περιορίστηκαν σε ορισμένα οχυρά του Καναδά.
Από αυτό το σημείο ξεκινά, όμως, μια διαφορετική αντιπαράθεση, που θα συγκλονίσει όχι μόνο την αμερικανική ήπειρο, αλλά θα επηρεάσει ποικιλότροπα και την Ευρώπη. Μέχρι το 1764 τα πνεύματα στην Ευρώπη είχαν ηρεμήσει, οι δυο αντίπαλοι σχηματισμοί, της Αγγλίας και της Γαλλίας, με την Συνθήκη των Παρισίων του 1763 ρύθμισαν τις εδαφικές τους διαφορές και τα πράγματα φαινόταν να επανέρχονται στο προηγούμενο status quo. Αυτά ίσχυαν στην Ευρώπη, διότι στις 13 Πολιτείες η κατάσταση πήρε διαφορετική τροπή… Ο «Επταετής πόλεμος» είχε γονατίσει την οικονομία της Αγγλίας, η οποία έψαχνε αποδοτικούς τρόπους να αντισταθμίσει τα πολεμικά έξοδα. Το βρετανικό κοινοβούλιο, ελαφρά τη καρδία, αποφάσισε ότι μέρος των ζημιών έπρεπε να καλυφθεί και από τις αποικίες, αφού η βρετανική παρουσία εκεί είχε αποτρέψει την γαλλική επέκταση. Έτσι, η Αγγλία επέβαλε επιπρόσθετους δασμούς και φόρους στις αποικίες, με στόχο να αποφύγει πρωτίστως την επιβολή τους στους Άγγλους γαιοκτήμονες… Επιπρόσθετα, οι υψηλοί δασμοί στα προϊόντα που έρχονταν από τις αποικίες στόχο είχαν την προστασία του βρετανικού εμπορίου από τον αποικιακό ανταγωνισμό. Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, η Αγγλία είχε επιβάλει διάφορους δασμούς στα αποικιακά προϊόντα με κύριο στόχο την προστασία της εγχώριας παραγωγής. Έτσι, αρχής γενομένης από το 1699 επέβαλε φόρο στο μαλλί, στα 1732 στα καπέλα, στα 1733 στη μελάσα, στα 1750 στον σίδηρο, ενώ την ίδια χρονιά απαγόρευσε στις αποικίες την έκδοση τραπεζογραμματίων. Τώρα, με πρόσχημα την προστασία των αποικιών από τους Γάλλους, ο Βασιλιάς και το κοινοβούλιο αποφάσισαν ότι έπρεπε να πληρώσουν τα έξοδα του πολέμου και οι αποικίες. Η αρχική αντίδραση των αποίκων φαίνεται ότι δεν ήταν εντελώς αρνητική, αλλά απαίτησαν και κάτι εξίσου αυτονόητο. Άπαξ και καλούνταν να πληρώσουν το κόστος ενός πολέμου που έγινε, σύμφωνα με την Αγγλία, για την προστασία τους, απαίτησαν να έχουν και αντίστοιχη αντιπροσώπευση στο βρετανικό κοινοβούλιο. Συνόψισαν την θέση τους στην γνωστή ρήση «καμία φορολόγηση, χωρίς αντιπροσώπευση» (no taxation without representation).
Όταν από το 1760 ξεκίνησε η εφαρμογή των νέων μέτρων πολλές αποικίες αντέδρασαν. Η φορολόγηση χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους κατοίκους των αποικιών θεωρήθηκε από τους τελευταίους ως τυραννική πράξη. Σταδιακά σε πολλές αμερικανικές πόλεις οι κάτοικοι άρχισαν να διαμαρτύρονται. Οι διαμαρτυρίες, όμως, εξελίχθηκαν σε ανοιχτή εξέγερση όταν στα 1764 η Αγγλία επέβαλε στους αποίκους τον φόρο στην ζάχαρη και ένα χρόνο αργότερα τον φόρο χαρτοσήμου και τον νόμο περί στρατωνισμού, που υποχρέωνε τις αποικίες να πληρώσουν για το κόστος συντήρησης των βρετανικών δυνάμεων στην Αμερική. Έτσι, στα 1764, οι άποικοι αποφασίζουν να μποϊκοτάρουν τα βρετανικά προϊόντα. Αναφέρει ο Νιλ Φόκνερ: «Στις πόλεις μαχητικά πλήθη τεχνιτών ή μικροβιοτεχνών, μικροεμπόρων, τοπικών καλλιεργητών και διαφωνούντων διανοούμενων οργάνωσαν μποϊκοτάζ των βρετανικών προϊόντων». Ειδικά ο νόμος περί χαρτοσήμου (Stamp Act) του 1765 εξερέθισε έντονα πολλούς της μεσαίας αστικής τάξης που χρειάζονταν για την δουλειά τους χαρτί. Δημοσιογράφοι, δικηγόροι, έμποροι αλλά και δάσκαλοι δυσανασχετούσαν έντονα για το νέο φόρο, που όριζε ότι όλες οι εφημερίδες, τα γραμμάτια, τα διαφημιστικά φυλλάδια, τα επίσημα έγγραφα ακόμη και οι τράπουλες έπρεπε να φέρουν ειδικό χαρτόσημο το οποίο όφειλαν να πληρώνουν απευθείας στην βρετανική κυβέρνηση. Επρόκειτο για τον πρώτο άμεσο φόρο στις αποικίες.
Αμέσως σε πολλές πόλεις οργανώθηκαν κινήματα αντίδρασης. Κυριότερο και πιο οργανωμένο ήταν το κίνημα των «Γιών της Ελευθερίας» (Sons of Liberty). Ήδη από το 1765 στην Βοστώνη μικροέμποροι και διανοούμενοι συγκεντρώνονταν γύρω από μια λεύκα στην πόλη για να διαβουλευτούν σχετικά με την δράση τους. Το δέντρο αυτό πήρε την ονομασία «δέντρο της ελευθερίας» (Liberty tree), εξ ου και το όνομα του κινήματος των διαμαρτυρομένων. Στους κόλπους του σταδιακά θα οργανωθούν πολλοί από την μεσαία αστική τάξη και θα το μπολιάσουν σταδιακά και με πιο ταξικά αιτήματα. Η δράση των «Γιων της Ελευθερίας» ακολουθούσε τα πρότυπα των μυστικών λεσχών και στηριζόταν στην συνωμοτική δράση. Αντίστοιχη ήταν και η δράση των «Ρυθμιστών» (Regulators), κινήματος που εμφανίστηκε στην Β. Καρολίνα περί τα 1765 και αντιπροσώπευε, κυρίως, τους μικροϊδιοκτήτες γης. Η δράση τους επικεντρωνόταν, ως επί το πλείστον, στην παρεμπόδιση της είσπραξης των καταπιεστικών φόρων. Καρδιά, πάντως, της αντιβρετανικής αντίδρασης αναδείχτηκε η Βοστώνη. Εκεί τον Αύγουστο του 1765 οργανώθηκε η πρώτη πορεία διαμαρτυρίας η οποία κατέληξε σε ανοιχτή εξέγερση καθώς το «εξαιρετικά ερεθισμένο» πλήθος των περίπου 3.000 συμμετεχόντων, γρήγορα παρεκτράπηκε και έφτασε στο σημείο να κάψει την οικία του ανώτατου διοικητή Thomas Hutchinson. Το γεγονός θορύβησε τους Άγγλους οι οποίοι έσπευσαν την επόμενη χρονιά να ακυρώσουν τον νόμο. Βρήκαν όμως άλλους τρόπους ηπιότερους να φορολογήσουν τις αποικίες. Όπως σωστά το θέτει ο Isaac Asimov: «Οι Βρετανοί προσπάθησαν να φορολογήσουν με άλλες μεθόδους τις αποικίες, με πολύ πιο ήπιο τρόπο – δηλαδή όχι τόσο για να αρχίσουν να συγκεντρώνουν ικανοποιητικά έσοδα αμέσως, όσο για να υπερασπίσουν την αρχή ότι μπορούν, αν θέλουν, να φορολογήσουν τις αποικίες. Αλλά αυτήν ακριβώς την αρχή ήθελαν να καταπολεμήσουν οι άποικοι».
Η εξέλιξη των πραγμάτων μετά την εξέγερση της Βοστώνης θορύβησε τη συντηρητική πτέρυγα των διαμαρτυρομένων η οποία έσπευσε να διαχωρίσει τη θέση της από τους ταραξίες. Γίνεται φανερό ότι η ανώτερη κοινωνική τάξη στις αποικίες δεν επιθυμούσε μεν την φορολόγηση, αλλά απεχθανόταν δε την άμεση και οριστική ρήξη με την μητρόπολη, καθώς και την αλλαγή του κοινωνικού στάτους των αποικιών. Για τους εξεγερμένους, όπως σωστά επισημαίνει ο Chris Harman: «η οργή ενάντια στους Βρετανούς αναμειγνυόταν και με την εχθρότητα εναντίον της ελίτ που επιδείκνυε τον πλούτο της σε μια περίοδο γενικευμένων στερήσεων». Πολλοί από τους ιδεολογικούς ηγέτες των εξεγερμένων που ανήκαν στην ανώτερη αστική τάξη, όπως ο James Otis ή ο Samuel Adams, πλέον δήλωναν ανοιχτά: «όχι στον όχλο, όχι στο χάος, όχι στην αναταραχή». Στους κόλπους των «Γιών της Ελευθερίας» θα ενταχτούν σταδιακά και μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων με σκοπό να περιορίσουν τις ανοιχτά επαναστατικές απόψεις πολλών μελών των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η αντιπαράθεση, εν τέλει, με τους Βρετανούς θα γινόταν με τους όρους των πλουσίων και όχι με τους όρους των αγροτών και των εργατών των αποικιών…
Την κατάσταση, όμως, πυροδότησε ακόμη περισσότερο η αντικατάσταση του Νόμου περί χαρτοσήμου από ένα σύνολο φόρων που θεσπίστηκαν στα 1767 με τον νόμο περί των φόρων των αμερικανικών εισαγωγών (American Import Duties Act), που έφερε προς ψήφιση ο Θησαυροφύλακας του Βασιλείου, λόρδος Townshend. Φόροι πλέον επιβάλλονταν σε διάφορα είδη όπως το τσάι, το γυαλί ακόμη και τα χρώματα ζωγραφικής. Για να επιβληθεί η βρετανική νομιμότητα στάλθηκαν και 2.000 στρατιώτες στην Βοστώνη μετά το 1768, δυναμιτίζοντας ακόμη περισσότερο το εύφλεκτο κοκτέιλ των αποικιών. Τον Μάρτιο του 1770 κάποιοι σχοινοποιοί που διαμαρτύρονταν ήρθαν σε συμπλοκή με τους Βρετανούς Redcoats. Μαζί τους ενώθηκαν πολλοί ακόμη κάτοικοι της πόλης με αποτέλεσμα οι Βρετανοί στρατιώτες γρήγορά να χάσουν τον έλεγχο της κατάστασης και να αναγκαστούν να πυροβολήσουν το άοπλο πλήθος. Το αποτέλεσμα της «Σφαγής της Βοστώνης» ήταν 5 νεκροί διαδηλωτές. Το κίνημα ενάντια στους Βρετανούς είχε αποκτήσει τους «μάρτυρες» που θα συντηρούσαν πλέον την αντίδραση προς τους Βρετανούς. O John Adams, ένας από τους μετέπειτα «πατέρες του έθνους», που ανέλαβε ως δικηγόρος την υπεράσπιση των στρατιωτών που πυροβόλησαν περιέγραφε το πλήθος ως «ένα ετερόκλητο τσούρμο από αυθάδεις νεαρούς, νέγρους, μιγάδες, Ιρλανδούς και ξενομερίτες θαλασσινούς»… Το μόνο που κατάφερε με αυτές τις δηλώσεις ήταν να συμμετάσχουν στην νεκρώσιμη πομπή των 5, περίπου 10.000 από τους συνολικά 16.000 κατοίκους της Βοστώνης…
Παρότι οι μετριοπαθείς και συντηρητικοί κάτοικοι των αποικιών δεν είχαν εκδηλώσει έντονα αντιβρετανικά αισθήματα, σταδιακά θα σύρονταν στο πλευρό των κατώτερων τάξεων που ζητούσαν ανοιχτή σύγκρουση με τους Βρετανούς. Είτε από πεποίθηση, είτε επειδή έβλεπαν την θέση τους να κλονίζεται από τις συνεχείς εξεγέρσεις του λαού ενάντια στους συνεχείς φόρους της μητρόπολης, εκόντες άκοντες, ακολούθησαν με κύριο σκοπό να χαλιναγωγήσουν τις ακραίες φωνές και βέβαια να κατευθύνουν τις εξελίξεις προς όφελός τους. Όπως σωστά τονίζει ο Howard Zinn: «Αυτές οι ενέργειες [των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων] αποτέλεσαν τον προάγγελο της μελλοντικής αμερικανικής πολιτικής, δηλαδή της κινητοποίησης των κατώτερων τάξεων από τους πολιτικούς που ανήκουν στις ανώτερες, για να προασπίσουν δικά τους συμφέροντα». Σε πολλές αποικίες γινόταν ανοιχτές συζητήσεις και ακούγονταν προτάσεις για πιο δημοκρατική διακυβέρνηση, δικαιότερους φόρους και συμμετοχή των απλών ανθρώπων στην διοίκηση των αποικιών. Αντίστοιχα στην ύπαιθρο, όπου διαβιούσε η πλειοψηφία των αποίκων, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες αν και παραχωρούσαν κάποια προνόμια στους βιοπαλαιστές αγρότες, φρόντιζαν πάντα να εξασφαλίζουν ακόμη περισσότερα για τους ίδιους. Ζώντας οι ίδιοι μακριά από τα κτήματα τους, απολάμβαναν τα πλούσια εισοδήματα που τους παρείχαν ευζωία στα αστικά κέντρα.
Και ενώ συνέβαιναν όλες αυτές οι διεργασίες, τον Νοέμβριο του 1773 κατέπλευσαν στο λιμάνι της Βοστώνης τρία πλοία της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών φορτωμένα με 500.000 λίβρες τσαγιού. Από την επιβολή των φόρων του Townshend στα 1767, η εν λόγω εταιρία είχε αποκτήσει το μονοπώλιο του εμπορίου τσαγιού, με κυριότερο, και μάλλον επιμελώς κρυμμένο, στόχο να σωθεί η ίδια από τα συσσωρευμένα χρέη και την επαπειλούμενη χρεοκοπία… Ο ελλιμενισμός των τριών πλοίων της εταιρίας δημιούργησε αλγεινή εντύπωση στους εμπόρους της πόλης, ενώ οι αρχές φοβήθηκαν ότι θα τους ζητούνταν η αποπληρωμή παλαιότερων χρεών προς την μητρόπολη. Έτσι, το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου 1773, περίπου 180 μέλη των «Γιών της Ελευθερίας», με επικεφαλής τους Samuel Adams και Paul Revere, μεταμφιεσμένοι σε Ινδιάνους θα κάνουν ρεσάλτο στα πλοία της εταιρίας και θα πετάξουν στη θάλασσα 342 κιβώτια τσαγιού αξίας περίπου 10.000 λιρών. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια ενέργεια ακτιβισμού, που είχε καθαρά συμβολικό στόχο, αφού οι «επιδρομείς» δεν αφαίρεσαν τίποτε άλλο από τα πλοία. Αυτή η πράξη έμεινε στην ιστορία ως το «Κίνημα του τσαγιού της Βοστόνης» (The Boston tea party) και αποτέλεσε την θρυαλλίδα που θα εκκινούσε τον ανοιχτό πόλεμο μεταξύ Λονδίνου και βρετανικών αποικιών.
Αμέσως μετά η αντίδραση της Αγγλίας υπήρξε άμεση και σκληρή. Στα 1774 ψηφίστηκαν οι «Περιοριστικοί νόμοι» (Coercive Acts) με σκοπό να αποκατασταθεί η τάξη στις αποικίες, και ιδιαίτερα στην Βοστώνη. Με το διάταγμα αυτό ο βασιλιάς, Γεώργιος Γ΄, αφαιρούσε μεγάλο μέρος της αυτοδιοίκησης της Μασαχουσέτης, ενώ βρετανικά στρατεύματα στάλθηκαν στην Βοστώνη για την επιβολή του βρετανικού νόμου. Παράλληλα, οι «Περιοριστικοί νόμοι» όριζαν ότι όσοι συλλαμβάνονταν για αντιβρετανική δράση θα μεταφέρονταν και θα δικάζονταν στην Αγγλία. Όπως εύστοχα σχολιάζει ο Chris Harman: «Το ζήτημα δεν ήταν πια η φορολογία, αλλά το αν οι κάτοικοι των αποικιών θα είχαν λόγο για τους νόμους που τους κυβερνούσαν». Μάταια ο Άγγλος στρατηγός Thomas Gage, στρατιωτικός διοικητής της Μασαχουσέτης, προσπάθησε να χρηματίσει τους πλούσιους της Βοστώνης, με σκοπό να τους πάρει με το μέρος του. Ο κύβος είχε πλέον ριφθεί και οι αποικίες έμπαιναν δυναμικά στον αγώνα για την πλήρη ανεξαρτησία. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1774 συνέρχεται στην Φιλαδέλφεια το πρώτο Ηπειρωτικό Κογκρέσο με συμμετοχή όλων των αποικιών, όπου αποφασίζουν, με εξαίρεση την Georgia, όπου υπερίσχυαν οι πιστοί στο αγγλικό στέμμα, την επιβολή εμπάργκο στα βρετανικά προϊόντα, καθώς και στις εξαγωγές προς την Αγγλία. Σημαντικότερη, όμως, ήταν η απόφαση των αντιπροσώπων των αποικιών να ιδρύσουν εθνοφυλακή. Πρόκειται για τους περιβόητους «Ετοιμοπόλεμους» (Minutemen), τον πρώτο οργανωμένο στρατό για την αντιμετώπιση των Βρετανών. Επρόκειτο για ελαφρά οπλισμένους άνδρες, που είχαν τον δικό τους οπλισμό και στόχο είχαν, όχι τόσο την κατά μέτωπο μάχη με τον έμπειρο αγγλικό στρατό, όσο το αντάρτικο. Η τακτική τους (hit and run) σκοπό είχε την αργή αποψίλωση των γραμμών του εχθρού με στόχο να τους καταβάλει ηθικά ώστε να χάσουν την όρεξη να πολεμούν. Μια τακτική παρόμοια με αυτή που ακολουθούσαν και οι επαναστατημένοι Έλληνες στον δικό τους αγώνα για ανεξαρτησία στα 1821. Ο διαπρύσιος κήρυκας της αμερικανικής ανεξαρτησίας Patrick Henry διακήρυσσε και αυτός: «Δώσε μου την ελευθερία ή δώσε μου τον θάνατο». Η πρώτη μάχη και νίκη για τους επαναστάτες, που δόθηκε στο Bunker Hill της Μασαχουσέτης την 17η Ιούνη του 1775, ήταν η πρώτη πράξη για την επιδίωξη της ανεξαρτησίας των αποικιών και απέδειξε το αξιόμαχο των Minutemen.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου