Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ Ο ΣΥΡΙΟΣ

Μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά δι­ώ­χτη­κε ἀ­πό τόν πα­ρά­δει­σο σύμ­φω­να μέ τόν εβραϊκό θρη­σκευ­τι­κό μῦ­θο για­τί τόλ­μη­σε νά καρ­πω­θεῖ τή γνώ­ση. Ἀ­π’ τήν ἄλ­λη ὁ ἴ­διος κέρ­δι­σε ἕ­να πνευ­μα­τι­κό πα­ρά­δει­σο τή στιγ­μή πού ἔ­χα­σε τή ζω­ή τῆς ἄ­γνοι­ας. Ἄν ὁ­μως οἱ με­γά­λες νί­κες εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεῖ­νες ὅ­που οἱ ἄν­θρω­ποι κερ­δί­ζουν ἡ κα­τα­κτοῦν κά­τι μέ ὅ­σο τό δυ­να­τό λι­γώ­τε­ρες ἀ­πώ­λει­ες, εὐ­δαι­μο­νι­σμε­νη στά­θη­κε ἡ ἐ­φη­βι­κή πε­ρί­ο­δος τῆς γνώ­σης, ὅ­που ὁ πνευ­μα­τι­κός ἄν­θρω­πος βρέ­θη­κε ἀ­νά­με­σα στόν μῦ­θο καί στόν λό­γο, στή λο­γι­κή αἰ­τι­ο­λό­γη­ση τοῦ κό­σμου καί τῆς ζω­ῆς καί στή μυ­θι­κή πε­ρι­γρα­φι­κή τους ἐ­ξή­γη­ση.

Ἡ ἀρ­χα­ϊ­κή ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη - ἀρ­χα­ϊ­κή ὡς πρώ­τη ἑρ­μη­νευ­τι­κή, μέ τή ση­μα­σί­α δη­λα­δή αὐ­τοῦ πού εἶ­ναι κον­τά σ’ ὁ­λες τίς πη­γές - ἔ­χει αὐ­τόν ἀ­κρι­βῶς τόν ἀ­δα­πά­νη­το πλοῦ­το: εἶ­ναι συ­χνά γι­γαν­το­μα­χί­α τοῦ λό­γου πού συμ­μα­χεῖ μέ τή φαν­τα­σί­α εἴ­τε γιά νά δώ­σει κά­ποι­ες ἐκ­φάν­σεις της εἴ­τε γιά νά ἀ­πο­κτή­σει ὁ λό­γος με­γα­λύ­τε­ρο εὖ­ρος. Αὐ­τό γί­νε­ται π.χ. μέ τήν ἀλ­λη­γο­ρί­α: ἐ­νῶ ὁ μῦ­θος εἶ­ναι ταυ­το­λο­γι­κός, λέ­ει αὐ­τό πού ὁ ἴ­διος εἶ­ναι, ¨η ἀλ­λη­γο­ρί­α λέ­ει καί κρύ­βει, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τόν μῦ­θο γιά νά πεῖ καί νά κρύ­ψει κά­τι ἄλ­λο. Ὁ Φε­ρε­κύ­δης ὁ Σύ­ριος, σύγ­χρο­νος τοῦ Μι­λή­σιου Ἀ­να­ξί­μαν­δρου, πού πρῶ­τος ἔ­γρα­ψε τή φι­λο­σο­φι­κή θε­ω­ρί­α του, γρά­φει πρω­το­πο­ρια­κά γιά τήν ἐ­πο­χή του σέ πε­ζό λό­γο, ἐκ­θέ­τον­τας μ’ αὐ­τόν τόν τρό­πο, ὅ­πως ὁ Ἑ­κα­ταῖ­ος καί ὁ Ἀ­κου­σί­λα­ος, τήν ποι­η­τι­κή του σο­φί­α σχε­τι­κά μέ τή θε­ο­γο­νί­α καί τίς γε­νε­α­λο­γί­ες. Ὁ Φε­ρε­κύ­δης δέν κα­τα­σκευά­ζει νέ­ους θε­ούς, ἐ­πα­νερ­μη­νεύ­ει τούς πα­λαι­ούς, δέν ἀ­παρ­νι­έ­ται τήν ποι­η­τι­κή δύ­να­μη τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου νοῦ πού ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τίς μυ­θο­λο­γι­κές δο­ξα­σί­ες, ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἑρ­μη­νεύ­σει τόν μῦ­θο μέ φυ­σι­ο­κρα­τι­κές θέ­σεις. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γι’ αὐ­τόν: «(...) μή μυ­θι­κῶς ἅ­παν­τα λέ­γειν», σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τό «μυ­θι­κῶς σο­φί­ζε­σθαι», πού ἀ­πέ­δι­δε στόν τρό­πο σκέ­ψης τοῦ Ἡ­σί­ο­δου. Καί ὁ Δι­ο­γέ­νης Λα­έρ­τιος (I 126) μαρ­τυ­ρεῖ ὅ­τι ὁ Φε­ρε­κΰ­δης ἔ­γρα­ψε πρῶ­τος πε­ρί φύ­σε­ως καί θε­ῶν. ὅ­τι ἡ θε­ο­γο­νί­α του πε­ρι­εῖ­χε καί τό φυ­σι­ο­λο­γεῖν.

Οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες: αὐ­γή τα­ῆς ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας (Burnet) καί νε­ό­τη­τα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πι­στή­μης (Rey) εἶ­ναι, νο­μί­ζω, ἐ­πι­τυ­χεῖς, ὄ­χι για­τί δη­λώ­νουν τήν ἀρ­χή τα­ῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης, κά­τι δη­λα­δή ρι­ζο­σπα­στι­κά νέ­ο, στήν Ἑλ­λά­δα, τήν ἐ­πο­χή πού ἀκ­μά­ζει, καί ὁ σύ­ριος σο­φός, ἀλ­λά για­τί δεί­χνουν ὅ­τι ἡ και­νού­ρια κο­σμο­αν­τί­λη­ψη συγ­κρα­τεῖ καί τά προ­η­γού­με­να τῆς γέν­νη­σής της στοι­χεῖ­α, ὅ­πως ἡ αὐ­γή συγ­κρα­τεῖ καί συγ­χρό­νως ξε­περ­νᾶ τό σκο­τά­δι καί ἡ νι­ό­τη ἀ­φο­μοι­ώ­νει τήν παι­δι­κό­τη­τα καί συ­νά­μα τήν ὑ­περ­βαί­νει. Ἡ ἐ­πο­χή μας βέ­βαι­α κα­μα­ρώ­νει γιά τίς ρι­ζο­σπα­στι­κές ἀλ­λα­γές στό εἶ­δος καί τόν τρό­πο τῆς γνώ­σης, γιά τίς κα­τα­λυ­τι­κές ἀρ­νή­σεις τῆς πα­ρά­δο­σης, τόν ὀρ­θο­λο­γι­σμό της. Μέ­χρι νά δι­α­πι­στώ­σει ἡ ἴ­δια τήν «ὕ­βρι» τῆς γνώ­σης, τή γε­ρον­τι­κή ἀ­καμ­ψί­α, τῶν μο­νο­δι­ά­στα­των ἀν­θρώ­πων της, ὁ­πό­τε νο­σταλ­γι­κά ξα­να­σκέ­πτε­ται ἐ­κεί­νους τούς σο­φούς, πού θέ­λον­τας νά δώ­σουν πρό­τυ­πα ζω­ῆς. Δέν χά­ρι­ζαν ἀλ­λά συ­νε­δύ­α­ζαν κρι­τι­κά, δέν σκέ­πτον­ταν ἀλ­λά, συ­νέ­χι­ζαν τήν πο­ρεί­α τοῦ πνεύ­μα­τος· τούς σο­φούς ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς, γιά τούς ὁ­ποί­ους ἡ κο­σμο­γο­νί­α ἦ­ταν θε­ο­γο­νί­α κι αὐ­τή ἡ ταυ­τό­τη­τα ἐ­ξα­σφά­λι­ζε γιά τόν κό­σμο τήν ἰ­δέ­α τῆς τε­λει­ό­τη­τας. Ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κά εἶ­ναι τά λό­για τοῦ Νί­τσε:

«Δέν ἀ­πο­κά­μνω ν’ ἀ­να­πο­λῶ αὐ­τούς τούς στο­χα­στές πού κα­θέ­νας τους εἶ­χε μιάν ἀν­τι­λη­πτή ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα... καί φαί­νε­ται πώς οἱ Ἕλ­λη­νες, στά κα­το­πι­νά χρό­νια, λη­σμό­νη­σαν τό καλ­λί­τε­ρο μέ­ρος (τῆς πνευ­μα­τι­κῆς τους πο­ρεί­ας). Καί ποι­ός λα­ός θά μπο­ροῦ­σε νά ἰ­σχυ­ρι­σθεῖ ὅ­τι τό ξα­να­βρῆ­κε; ὅ­πως καί νά ‘ναι, νο­μί­ζω πώς ὅ­λα αὐ­τά λέ­γον­ται μέ μιά κραυ­γή: τό­σο ὡ­ραῖ­οι ὑ­πῆρ­ξαν».

Ἀ­πό αὐ­τή τήν ὀ­πτι­κή γω­νί­α θά προ­σπα­θή­σω νά ξα­να­θυ­μί­σω με­ρι­κά στοι­χεῖ­α ἀ­πό ὅ­σα σώ­ζον­ται ἤ πα­ρα­δί­δον­ται γιά τόν Φε­ρε­κύ­δη (δά­σκα­λο ἴ­σως τοῦ Πυ­θα­γό­ρα, σύμ­φω­να μέ τόν Δι­ο­γέ­νη Λα­έρ­τιο γνώ­ρι­μο τοῦ Θα­λῆ καί τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου) ὁ ὁ­ποῖ­ος γεν­νή­θη­κε καί ἔ­ζη­σε τόν 6ο π.Χ. αἰ­ώ­να στή Σῦ­ρο καί γιά τόν ὁ­ποῖ­ο μι­λοῦν μέ σε­βα­σμό ὡς τό τέ­λος τῶν ἀρ­χαί­ων χρό­νων. «Ζάς μέν καί χρό­νος ἦ­σαν ἀ­εί καί Χθο­νί­η, Χθο­νί­η δέ ὄ­νο­μα ἐ­γέ­το Γῆ, ἐ­πει­δή αὐ­τῇ Ζάς, γῆν γέ­ρας δι­δοῖ». Μέ αὐ­τές τίς φρά­σεις ἀρ­χί­ζει τό ἔρ­γο «Θε­ο­γο­νί­α» - ὀ­νο­μά­στη­κε ἀρ­γό­τε­ρα «Πεν­τέ­μυ­χος» - πού ὁ­δή­γη­σε τή νε­ό­τε­ρη ἔ­ρευ­να στόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό τοῦ συγ­γρα­φέ­α του ὡς τοῦ τε­λευ­ταί­ου με­γά­λου μυ­θο­λό­γου τῆς πα­ρά­δο­σης. Ἀ­πό τήν ἀρ­χή φαί­νε­ται ἡ συμ­πο­ρεί­α ποι­η­τι­κῆς εἰ­κό­νας, ἐ­τυ­μο­λο­γι­κοῦ παί­γνιου καί φι­λο­σο­φι­κοῦ - κρυμ­μέ­νου στήν ἀλ­λη­γο­ρί­α - νο­ή­μα­τος. Στόν φε­ρε­κύ­δει­ο μῦ­θο τό πρῶ­το στά­διο τῆς συ­νύ­παρ­ξης τῶν ἀρ­χῶν ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ φά­ση τῆς θε­ο­γέ­νε­σης καί κο­σμο­γέ­νε­σης. Ἀ­πό τή μυ­θι­κή Ρέ­α-Ρέ­η (ἐ­τυ­μο­λο­γι­κό παι­χνί­δι ἀ­πό τό ρέ­ω ὅ­πως τό Ζάς ἀ­πό τό ζῆν), μο­να­δι­κό σπέρ­μα τοῦ χρό­νου, πα­ρά­γον­ται ἡ φω­τιά, τό πνεῦ­μα καί τό νε­ρό: αὐ­τά χω­ρι­κά μοι­ρά­ζον­ται σέ πέν­τε μυ­χούς, σπη­λι­ές ἐ­πάλ­λη­λες ἡ οὐ­ρα­νί­ους θό­λους, ἀ­π’ ὅ­που προ­έρ­χον­ται πέν­τε γέ­νη θνη­τῶν.

Ὁ Δα­μά­ο­κιος πα­ρα­δί­δει: «τόν δέ χρό­νον ποι­ῆ­σαι ἐκ τοῦ γό­νου ἑ­αυ­τοῦ πῦρ καί πνεῦ­μα καί ὕ­δωρ... ἐξ ὧν ἐν πέν­τε μυ­χοῖς δι­ῃ­ρη­μέ­νων πολ­λήν ἄλ­λην γε­νε­άν συ­στῆ­ναι θε­ῶν, τήν πεν­τέ­μυ­χον κα­λου­μέ­νην ταῦ­τον δέ ἴ­σως εἰ­πεῖν πεν­τέ­κο­σμον». Ἕ­να ἀ­πό τά γέ­νη, οἱ Ὀ­φι­ο­νί­δες ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά κυ­ρι­αρ­χή­σουν. Στήν Τι­τα­νο­μα­χί­α - πού ἐ­δῶ γί­νε­ται στή φά­ση τῆς θε­ο­γο­νί­ας, καί εἶ­ναι κι­ό­λας πα­ρα­δο­σια­κή πί­στη - νι­κᾶ ὁ ὕ­ψι­στος τῶν οὐ­ρά­νι­ων θε­ῶν Κρό­νος τούς γή­ι­νους καί τόν ἀρ­χη­γό Ὀ­φι­ο­νέ­α καί τούς ρί­χνει στόν Ὠ­κε­α­νό. Με­τά τή νί­κη ἔρ­χε­ται τό στά­διο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας: στό προ­σκή­νιο δέν εἶ­ναι πιά ὁ πο­λε­μι­κός Κρό­νος, ἀλ­λά ὁ εἰ­ρη­νι­κός Δί­ας, τε­χνί­της καί ὀρ­γα­νω­τής τοῦ σύμ­παν­τος πού ἀ­να­λαμ­βά­νει νά κο­σμή­σει τή Χθο­νί­η-Γῆ· τή μέ­ρα τοῦ γά­μου τους τῆς χα­ρί­ζει ἕ­να γα­μή­λιο «φᾶ­ρος», με­τα­μορ­φω­μέ­νος, λέ­ει ὁ Πρό­κλος. σέ ἔ­ρω­τα: «Φε­ρε­κύ­δης ἔ­λε­γεν εἰς ἔ­ρω­τα με­τα­βε­βλῆ­θαι τόν Δί­α μέλ­λον­τα δη­μι­ουρ­γεῖν, ὅ­τι δή τόν κό­σμον, ἐκ τῶν ἐ­ναν­τί­ων συ­νι­στά­ναι εἰς ὁ­μο­λο­γί­αν καί φι­λί­αν ἤ­γα­γε καί ταυ­τό­τη­τα πᾶ­σιν ἐ­νέ­σπει­ρε καί ἕ­νω­σιν τήν δί’ ὅ­λων δι­ή­κου­σαν». Στό φᾶ­ρος εἶ­ναι κεν­τη­μέ­να ἡ γῆ, ἡ σε­λή­νη, ὁ ὠ­κε­α­νός καί οἱ πη­γές του. Ἀ­πό αὐ­τό τό δῶ­ρο-γέ­ρας ἡ Χθο­νί­η με­το­νο­μά­ζε­ται Γῆ. Ό Jaeger λέ­ει ὅ­τι ὁ Φε­ρε­κύ­δης ζω­γρα­φί­ζει τόν ἱ­ε­ρό γά­μο με­τα­ξύ Δί­α καί Χθο­νί­ης σάν μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος καί ὅ­τι τά ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κά στοι­χεῖ­α τῆς πε­ρι­γρα­φῆς δέν εἶ­ναι ἁ­πλο­ϊ­κός τρό­πος ἀλ­λά ἀλ­λη­γο­ρί­α με­στή ἀ­πό φι­λο­σο­φι­κά στοι­χεῖ­α. Ἡ ποι­η­τι­κή ἀλ­λη­γο­ρί­α λέ­ει καί κρύ­βει τά ἑ­ξῆς νέ­α φι­λο­σο­φι­κά νο­ή­μα­τα:

1) αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τῶν ἀρ­χῶν (Ζεύς - Κρό­νος - Χθο­νί­η), ὄ­χι μέ τήν ἡ­σι­ό­δεια ση­μα­σί­α τῆς δι­α­δο­χῆς. Αὐ­τό ὁ Jaeger τό ὀ­νο­μά­ζει δι­όρ­θω­ση τοῦ ἡ­σι­ό­δει­ου μύ­θου. Τόν μῦ­θο ἐ­πι­κρί­νουν ἐ­πί­σης ὁ Ξε­νο­φά­νης καί ὁ Ἐ­πί­χαρ­μος, ὁ πρῶ­τος μέ τήν ἄρ­νη­ση τῆς γέν­νη­σης τοῦ θεί­ου, ὁ δεύ­τε­ρος - ἄν τό ἀπ. 1 εἶ­ναι γνή­σιο - μέ τήν ἄρ­νη­ση τῆς ἰ­δέ­ας ὅ­τι τό Χά­ος εἶ­χε κι αὐ­τό γέ­νε­ση στόν χρό­νο.

2) αἰ­ώ­νια σύν­θε­ση τοῦ οὐ­ρά­νιου καί τοῦ γή­ι­νου μα­ζί μέ τόν χρό­νο. Οἱ σχο­λια­στές ταυ­τί­ζουν τόν Δί­α μέ τόν αἰ­θέ­ρα καί τή Χθο­νί­η μέ τή γῆ· στόν ἕ­να βλέ­πουν τό φῶς, στήν ἄλ­λη τό σκο­τά­δι, ἤ τό ἐ­νερ­γη­τι­κό καί τό πα­θη­τι­κό στοι­χεῖ­ο. Τό ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι αὐ­τή ἡ πρω­ταρ­χι­κή δυ­αρ­χί­α πού συμ­βο­λί­ζε­ται μέ τήν ἕ­νω­ση τοῦ ἀρ­σε­νι­κοῦ καί τοῦ θη­λυ­κοῦ.

3) σύλ­λη­ψη τοῦ γί­γνε­σθαι ὡς με­τα­βο­λή (Χθο­νί­η-Γῆ, Ἔ­ρως).

4) ἡ με­γά­λη στιγ­μή πού ὁ λό­γος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει κρι­τι­κά τόν μῦ­θο, τή μυ­θι­κή κο­σμο­γο­νί­α, εἶ­ναι - ὅ­πως φαί­νε­ται καί ἀ­πό τούς πρώ­τους φυ­σι­ο­λό­γους τῆς Μι­λή­του - ἡ σύλ­λη­ψη τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἀρ­χῆς, τῆς αἰ­ώ­νιας πη­γῆς ὅ­λων, τοῦ «πό­θεν γί­γνε­ται τί», ὅ­πως θά πεῖ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης.

5) δι­αί­ρε­ση τοῦ σύμ­παν­τος, πού προ­ϊ­δε­ά­ζει τήν ἔν­νοι­α τῶν στοι­χεί­ων τῆς προ­σω­κρα­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας.

Ση­μαν­τι­κό γιά τή φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι ὅ­τι ὁ φε­ρε­κύ­δει­ος μύ­θος, μέ τήν ἀλ­λη­γο­ρι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς θε­ο­λο­γί­ας ἀ­νοί­γει τόν δρό­μο τῆς νέ­ας κο­σμο­λο­γί­ας. Ἡ φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α, πού θά γί­νει ἀρ­γό­τε­ρα συ­στη­μα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου, ἀρ­χί­ζει τόν ἕ­κτο αἰ­ώ­να μέ τόν Φε­ρε­κύ­δη καί τούς μι­λή­σιους σο­φούς. Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρή­θη­κε, «Ἡ θε­ο­γο­νί­α ἄν­τλη­σε νέ­ες δυ­νά­μεις μέ τήν πνευ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου· αὐ­τό, στήν οὐ­σί­α, εἶ­ναι τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἴ­διας φαν­τα­σί­ας ἡ ὁ­ποί­α γέ­μι­σε τήν Ἑλ­λά­δα μέ δέν­τρα βου­νά, πη­γές μέ δρυά­δες καί νύμ­φες καί τι­μοῦ­σε σάν θε­ούς τόν Ἥ­λιο καί τή Σε­λή­νη. Πα­ρό­μοι­α θε­ώ­ρη­ση τοῦ κό­σμου με­τα­τρέ­πε­ται σέ παν­θε­ϊ­σμό μό­λις συλ­λη­φθοῦν οἱ ἰ­δέ­ες τοῦ ὅ­λου καί τῆς ἑ­νό­τη­τας. Ἡ ἀ­σύγ­κρι­τη ἱ­κα­νό­τη­τα πού ζων­τα­νεύ­ει παν­θε­ϊ­στι­κά τόν κό­σμο δί­νει νέ­α ζω­ή στί πα­λι­ές θε­ό­τη­τες. Τά θε­ϊ­κά πρό­σω­πα με­τα­τρέ­πον­ται σέ θε­ϊ­κές δυ­νά­μεις μέ κα­τά­λη­ξη τήν ἔν­νοι­α τῆς Φύ­σης, τῶν φι­λο­σό­φων καί τῶν θε­ο­λό­γων. Ἡ φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι ὁ θά­να­τος τῶν ἀρ­χαί­ων ἐ­πῶν, ἡ ἴ­δια εἶ­ναι μί­α θρη­σκεί­α πού μέ τίς και­νού­ρι­ες θε­ο­γο­νί­ε ἀ­πο­κο­μί­ζει τόν καρ­πό πού ἔ­σπει­ρε».

Στή με­λέ­τη αὐ­τή δέν θ’ ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τίς σχέ­σεις καί τίς δι­α­φο­ρές τοῦ φε­ρε­κύ­δει­ου μύ­θου-λό­γου ἀ­πό τήν ὀρ­φι­κή καί τήν ἡ­σι­ό­δεια κο­σμο­θε­ώ­ρη­ση: ἐν­δει­κτι­κά μό­νο θά ἀ­να­φερ­θῶ σ’ αὐ­τό: γιά τούς Ὀρ­φι­κούς, π.χ., ἀ­πό τόν χρό­νο πη­γά­ζει ὁ Φά­νης. ὑ­πέρ­τα­τος θε­ός. Ἡ φε­ρε­κύ­δεια Ρέ­α θυ­μί­ζει τήν ὑ­γρή μᾶ­ζα τῶν Ὀρ­φι­κῶν, δέν εἶ­ναι ὅ­μως ἡ Νύ­κτα τῆς ὀρ­φι­κῆς θε­ο­γο­νί­α καί κο­σμο­γο­νί­ας ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἐ­πί­σης ἀ­πορ­ρέ­ουν πέν­τε ζεύ­γη θνη­τῶν. Γιά τούς Ὀρ­φι­κους τά πάν­τα ἀ­πο­τε­λοῦν μυ­στι­κή ἑ­νό­τη­τα. Στόν Φε­ρε­κύ­δη τό θεῖ­ο εἶ­ναι δι­α­κο­σμη­τής τοῦ κό­σμου. Θε­ός καί κό­σμος δέν ταυ­τί­ζον­ται. Γιά τόν Ἡ­σί­ο­δο, ὁ­πως εἶ­πα­με, τό χά­ος γεν­νι­έ­ται: Τό πρῶ­το ζεῦ­γος τῶν θε­ῶν εἶ­ναι ὁ Οὐ­ρα­νός καί ἡ Γῆ (ὁ­ρα­τά). Ὀρ­φι­κοί καί Ἡ­σί­ο­δος θέ­τουν στήν ἄρ­χι τοῦ κό­σμου μιάν ἀ­τε­λῆ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (Νύ­κτα-Χά­ος) ἐ­νῶ ὁ Φε­ρε­κύ­δης μιάν τέ­λεια ἀρ­χή (Ζεύς). Δέν θά ἐ­ξε­τά­σω τό πρό­βλη­μα γιά τή με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Δί­α σέ Ἔ­ρω­τα, τήν ὁ­ποί­α ἄλ­λο ἀ­πό­σπα­σμα, πού βρέ­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα, δέν στη­ρί­ζει μέ τό νά κά­νει ἁ­πλά λό­γο γιά ἱ­ε­ρό γά­μο τοῦ Δί­α καί τῆς Χθο­νί­ης.

Ἄλ­λο πρό­βλη­μα εἶ­ναι ἡ ταύ­τι­ση χρό­νου-Κρό­νου: «Κρό­νον δέ τόν Χρό­νον», λέ­ει ὁ Ἑρ­μί­ας (Diels 7 A 9). Ἡ ταύ­τι­ση προ­βλη­μα­τί­ζει τή λο­γι­κή μας πού κα­τα­νο­εῖ μέ σχέ­σεις χρο­νι­κῆς ἀ­κο­λου­θί­ας. Προ­νό­μιο τῆς ποι­η­τι­κῆς σκέ­ψης εἶ­ναι ἡ δυ­να­τό­τη­τά της νά μήν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τέ­τοι­ες πε­ρι­ο­ρι­στι­κές δι­α­τά­ξεις. Ὅ­τι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ χρό­νου δέν χρει­ά­ζε­ται νά συ­σχε­τι­σθεῖ μέ ἀ­να­το­λι­κές ἐ­πι­δρά­σεις, ἀλ­λά μέ τήν ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α, τήν ἀ­να­ξι­μάν­δρεια κο­σμο­θε­ώ­ρη­ση, ὑ­πο­στη­ρί­χτη­κε πει­στι­κά (ἀ­πό τόν Jaeger π.χ.).

8) Νε­ώ­τε­ροι ἐ­ρευ­νη­τές ἔ­δει­ξαν τή ση­μα­σί­α τῆς ἐ­τυ­μο­λο­γί­ας στόν Φε­ρε­κύ­δη: Ἡ ἐ­τυ­μο­λο­γί­α εἶ­ναι μέ­θο­δος ση­μαν­τι­κή καί συ­χνή στόν πρῶ­το ἑλ­λη­νι­κό θε­ο­λο­γι­κό στο­χα­σμό. Ό Jaeger πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ­τι στη­ρί­ζε­ται «στήν ὑ­πό­θε­ση κα­τά τήν ὁ­ποί­α τά ὀ­νό­μα­τα τῶν μυ­στη­ρι­ω­δῶν θε­ϊ­κῶν δυ­νά­με­ων, ἄν ἐρ­μη­νευ­θοῦν σω­στά, ἐ­πι­τρέ­πουν τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς φύ­σης τῶν θε­ῶν». Στόν Φε­ρε­κύ­δη ὅ­μως τά ὀ­νό­μα­τα δι­ερ­μη­νεύ­ουν συ­νά­μα τίς τά­σεις τοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ στο­χα­σμοῦ τῆς ἐ­πο­χῆς. Ὅ,τι θε­ω­ρῶ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἐ­δῶ εἶ­ναι νά σκε­φτῶ τόν φε­ρε­κύ­δει­ο μῦ­θο-λό­γο μέ­σα ἀ­πό τά μη­νύ­μα­τα πού προ­σφέ­ρει μέ τήν τε­τρά­δα Χρό­νος-Ζεύς-Γῆ-Ἔ­ρως ἤ ἱ­ε­ρός γά­μος. Ὅ­πως ἀ­νέ­φε­ρα, τό ἰ­δι­αί­τε­ρο στόν Φε­ρε­κύ­δη εἶ­ναι ἡ ἰ­σορ­ρο­πί­α τῆς κο­σμο­θε­ώ­ρη­σης, ἰ­σορ­ρο­πί­α πού χά­σα­με ἐ­μεῖς πιά σή­με­ρα μέ τίς ἀ­πο­κλει­στι­κές τά­σεις στίς ἐ­πι­λο­γές μας. Στό δί­λημ­μα οὐ­ρά­νιο-γή­ι­νο ἡ φε­ρε­κύ­δεια ἀ­πάν­τη­ση θά μπο­ροῦ­σε νά πα­ρα­βλη­θεῖ μέ τή στά­ση πού ἀ­να­φέ­ρει ὁ Πλά­των στόν Σο­φι­στή γιά τά παι­διά: ὅ­ταν τούς ζη­τή­σουν νά δι­α­λέ­ξουν ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο, αὐ­τά παίρ­νουν καί τά δύ­ο.

Ὁ Φε­ρε­κυ­δης δέ­χε­ται ἐ­ξί­σου ση­μαν­τι­κά καί συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά τά ἀν­τί­θε­τα: οὐ­ρά­νιο-γή­ι­νο ἡ αἰ­θέ­ριο-χθό­νιο, φω­τει­νό-σκο­τει­νό. Ζάς-Χθο­νί­η εἶ­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πό πρό­σω­πα τῆς μυ­θι­κῆς θε­ο­γο­νί­ας καί κο­σμο­γο­νί­ας· εἶ­ναι σύμ­βο­λα ὄ­χι μό­νο τῆς ἕ­νω­σης στή θρη­σκευ­τι­κή της δι­ά­στα­ση, ἀλ­λά τῆς ἕ­νω­σης τῶν ἀν­τι­θέ­των, μέ τήν ὁ­ποί­α, προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἡ ἁρ­μο­νί­α, τῆς ἕ­νω­σης πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τή συν­δυ­α­στι­κή σκέ­φη: ὁ Φε­ρε­κύ­δης δέ­νει τά­σεις τῆς θρη­σκεί­ας τοῦ δω­δε­κά­θε­ου καί τῶν Ὀρ­φι­κῶν καί προ­ϊ­δε­ά­ζει ὅ­σες δι­δα­σκα­λί­ες δί­νουν προ­τε­ραι­ό­τη­τα στόν δυ­να­μι­σμό τῆς σύν­θε­σης. Μέ τή στά­ση αὐ­τή, γιά τόν φι­λο­σο­φι­κό ἑρ­μη­νευ­τι­κό στο­χα­σμό ἡ φε­ρε­κύ­δεια ἀν­θρω­πο­θε­ώ­ρη­ση πα­ρου­σιά­ζει ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον: οὔ­τε ἡ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξη σύλ­λη­ψη τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος - γή­ι­νος ἡ προ­ϊ­όν πτώ­σης - εἶ­ναι με­τά τόν θά­να­το ἔγ­κλει­στος στό σκο­τά­δι τῆς γῆς, ἀλ­λά οὔ­τε καί ἡ αἰ­σι­ό­δο­ξη, ὀρ­φι­κή ἤ ὅ­ποι­α ἄλ­λη σύλ­λη­ψη, ὅ­ταν ὁ θά­να­τος εἶ­ναι λύ­τρω­ση ἀ­πό τή σω­μα­τι­κό­τη­τα καί ἐ­πά­νο­δος στήν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα. Μέ τήν ἰ­δέ­α τῆς σχέ­σης θεί­ου-κό­σμου στήν τά­ξη τοῦ χρό­νου, τήν πνευ­μα­το­ποί­η­ση τῆς φύ­σης, τήν ἰ­δέ­α τῆς τε­λει­ό­τη­τας τοῦ κό­σμου, δη­μι­ουρ­γή­μα­τος τοῦ ὕ­ψι­στου θε­οῦ, ὁ κό­σμος γί­νε­ται αὐ­το­σκο­πός. Καί ἡ ἰ­δέ­α αὐ­τή καρ­πο­φο­ρεῖ μιάν ἄλ­λη: ἡ τε­λει­ό­τη­τα τοῦ κό­σμου ἐ­πι­βάλ­λει ρυθ­μί­σεις στήν ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ή. Ἐ­πι­κυ­ρώ­νει τόν ἀ­γώ­να τῆς ἀ­ρε­τῆς - ὁ­μοί­ω­ση, ὅ­πως θά ποῦν ἄλ­λες θρη­σκευ­τι­κές καί φι­λο­σο­φι­κές φω­νές, δί­χως νά ὑ­πο­βάλ­λει τή δρα­πέ­τευ­ση ἀ­πό τόν κό­σμο. Οἱ αἰ­ῶ­νες τοῦ λό­γου ἔ­κα­ναν - ἕ­κτος τῶν ἄλ­λων θε­τι­κῶν - τό ἀν­θρώ­πι­νο χρέ­ος τρα­γι­κό· τό «οὐ­ρά­νιον φυ­τόν» - ὅ­πως ἀ­πο­κα­λεῖ ὁ Πλά­των τόν ἀν­θρω­πο - καί ὁ κό­σμος δι­α­χω­ρί­στη­καν, ἤ ὁ κό­σμος ἔ­γι­νε κα­θ’ ὁ­μοί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που - ἀ­πάν­θρω­πος καί ἄ­κο­σμος. Ἡ στιγ­μή τοῦ μύ­θου-λό­γου εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή.

Τόν ἀ­γώ­να τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς ζω­ῆς τόν δι­δά­σκει πρῶ­τος ὁ Ξε­νο­φά­νης ὁ Κο­λο­φώ­νιος πού ἀρ­νι­έ­ται ὅ­τι στόν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι τά πάν­τα δῶ­ρα θε­ῶν, δί­χως γι’ αὐ­τό ν’ ἀρ­νη­θεῖ τό θεῖ­ο, πού τό κα­θαί­ρει ἀ­πό ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κά ὀ­τοι­χεῖ­α: «οὗ­τοι ἀ­π’ ἀρ­χῆς πάν­τα θε­οί θνη­τοῖ­σ’ ὑ­πέ­δει­ξαν, ἀλ­λά χρό­νῳ ζη­τοῦν­τες ἐ­φευ­ρί­σκου­σιν ἄ­μει­νον» (D.-Κ., VS Β 18). Στόν Ξε­νο­φά­νη ἡ γα­μή­λια σχέ­ση λό­γου-μύ­θου, ἄν­θρω­που-κό­σμου-θεί­ου δι­α­κό­πτε­ται μέ τή θαρ­ρα­λέ­α δι­α­φω­τι­στι­κή προ­σπά­θεια τόν πνεύ­μα­τος. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γός της ἰ­στο­ρί­ας μέ­σα στόν χρό­νο. Ἡ ἱ­στο­ρί­α ὅ­μως, ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι τρα­γι­κή, ἀ­ναγ­καί­α καί ἀ­να­πό­φευ­κτη· δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πιά ἡ εὐ­δαι­μο­νι­σμέ­νη ἐ­ξή­γη­ση τοῦ κο­ο­μου καί τῆς ζω­ῆς, ὅ­πως ἐ­κεί­νη τοῦ φε­ρε­κύ­δει­ου μύ­θου. Μέ­χρι νά φτά­σου­με στήν ἐ­πο­χή μας, στόν δι­κό μας ἀ­φι­λο­σό­φη­το μῦ­θο-λό­γο: Ἡ ση­με­ρι­νή Ρέ­α, ἡ τε­χνι­κή σπέρ­μα τῆς ἐ­πι­στή­μης, πα­ρά­γει φω­τιά, γέ­νη ἀν­θρώ­πων-ρομ­πότ. Στίς τι­τα­νο­μα­χί­ες κερ­δί­ζουν οἱ πο­λε­μό­βιοι.

Ἡ ποί­η­ση, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, εἶ­ναι φι­λο­σο­φι­κώ­τε­ρη τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Καί μιά ἐ­πι­στρο­φή σ’ ἕ­να ποι­η­τι­κό νοῦ, ὅ­πως τοῦ Φε­ρε­κύ­δη, ὅ­που τά πάν­τα δέν εἶ­ναι μῦ­θος, εἶ­ναι ἴ­σως κα­λός ἆ­θλος ὄ­χι ἀ­νώ­φε­λος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου