«ὤ μοι, ξεῖνε, τίη τοι ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα
ἔπλετο; ἦ σύ γε πάγχυ λιλαίεαι αὐτόθ᾽ ὀλέσθαι,
εἰ δὴ μνηστήρων ἐθέλεις καταδῦναι ὅμιλον,
τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει.
330 οὔ τοι τοιοίδ᾽ εἰσὶν ὑποδρηστῆρες ἐκείνων,
ἀλλὰ νέοι, χλαίνας εὖ εἱμένοι ἠδὲ χιτῶνας,
αἰεὶ δὲ λιπαροὶ κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα,
οἵ σφιν ὑποδρώωσιν· ἐΰξεστοι δὲ τράπεζαι
σίτου καὶ κρειῶν ἠδ᾽ οἴνου βεβρίθασιν.
335 ἀλλὰ μέν᾽· οὐ γάρ τίς τοι ἀνιᾶται παρεόντι,
οὔτ᾽ ἐγὼ οὔτε τις ἄλλος ἑταίρων, οἵ μοι ἔασιν.
αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃσιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσει,
πέμψει δ᾽ ὅππῃ σε κραδίη θυμός τε κελεύει.»
340 Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«αἴθ᾽ οὕτως, Εὔμαιε, φίλος Διὶ πατρὶ γένοιο
ὡς ἐμοί, ὅττι μ᾽ ἔπαυσας ἄλης καὶ ὀϊζύος αἰνῆς.
πλαγκτοσύνης δ᾽ οὐκ ἔστι κακώτερον ἄλλο βροτοῖσιν·
ἀλλ᾽ ἕνεκ᾽ οὐλομένης γαστρὸς κακὰ κήδε᾽ ἔχουσιν
345 ἀνέρες, ὅν τιν᾽ ἵκηται ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος.
νῦν δ᾽ ἐπεὶ ἰσχανάᾳς μεῖναί τέ με κεῖνον ἄνωγας,
εἴπ᾽ ἄγε μοι περὶ μητρὸς Ὀδυσσῆος θείοιο
πατρός θ᾽, ὃν κατέλειπεν ἰὼν ἐπὶ γήραος οὐδῷ,
ἤ που ἔτι ζώουσιν ὑπ᾽ αὐγὰς ἠελίοιο,
350 ἦ ἤδη τεθνᾶσι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
Λαέρτης μὲν ἔτι ζώει, Διὶ δ᾽ εὔχεται αἰεὶ
θυμὸν ἀπὸ μελέων φθίσθαι οἷς ἐν μεγάροισιν·
355 ἐκπάγλως γὰρ παιδὸς ὀδύρεται οἰχομένοιο
κουριδίης τ᾽ ἀλόχοιο δαΐφρονος, ἥ ἑ μάλιστα
ἤκαχ᾽ ἀποφθιμένη καὶ ἐν ὠμῷ γήραϊ θῆκεν.
ἡ δ᾽ ἄχεϊ οὗ παιδὸς ἀπέφθιτο κυδαλίμοιο,
λευγαλέῳ θανάτῳ, ὡς μὴ θάνοι ὅς τις ἐμοί γε
360 ἐνθάδε ναιετάων φίλος εἴη καὶ φίλα ἔρδοι.
ὄφρα μὲν οὖν δὴ κείνη ἔην, ἀχέουσά περ ἔμπης,
τόφρα τί μοι φίλον ἔσκε μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι,
οὕνεκά μ᾽ αὐτὴ θρέψεν ἅμα Κτιμένῃ τανυπέπλῳ,
θυγατέρ᾽ ἰφθίμῃ, τὴν ὁπλοτάτην τέκε παίδων·
365 τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην, ὀλίγον δέ τί μ᾽ ἧσσον ἐτίμα.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἥβην πολυήρατον ἱκόμεθ᾽ ἄμφω,
τὴν μὲν ἔπειτα Σάμηνδ᾽ ἔδοσαν καὶ μυρί᾽ ἕλοντο,
αὐτὰρ ἐμὲ χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἐκείνη
καλὰ μάλ᾽ ἀμφιέσασα, ποσίν θ᾽ ὑποδήματα δοῦσα
370 ἀγρόνδε προΐαλλε· φίλει δέ με κηρόθι μᾶλλον.
νῦν δ᾽ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι· ἀλλά μοι αὐτῷ
ἔργον ἀέξουσιν μάκαρες θεοί, ᾧ ἐπιμίμνω·
τῶν ἔφαγόν τ᾽ ἔπιόν τε καὶ αἰδοίοισιν ἔδωκα.
ἐκ δ᾽ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῦσαι
375 οὔτ᾽ ἔπος οὔτε τι ἔργον, ἐπεὶ κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ,
ἄνδρες ὑπερφίαλοι· μέγα δὲ δμῶες χατέουσιν
ἀντία δεσποίνης φάσθαι καὶ ἕκαστα πυθέσθαι
καὶ φαγέμεν πιέμεν τε, ἔπειτα δὲ καί τι φέρεσθαι
ἀγρόνδ᾽, οἷά τε θυμὸν ἀεὶ δμώεσσιν ἰαίνει.»
380 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὢ πόποι, ὡς ἄρα τυτθὸς ἐών, Εὔμαιε συβῶτα,
πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος ἠδὲ τοκήων.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ἠὲ διεπράθετο πτόλις ἀνδρῶν εὐρυάγυια,
385 ᾗ ἔνι ναιετάασκε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ,
ἦ σέ γε μουνωθέντα παρ᾽ οἴεσιν ἢ παρὰ βουσὶν
ἄνδρες δυσμενέες νηυσὶν λάβον ἠδ᾽ ἐπέρασσαν
τοῦδ᾽ ἀνδρὸς πρὸς δώμαθ᾽, ὁ δ᾽ ἄξιον ὦνον ἔδωκε.»
***
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, άσχημα πειραγμένος, του αποκρίθηκες:«Ξένε, μ᾽ άφησες άναυδο! Τι σκέψη πάλι αυτή που έβαλε ο νους σου!
Τόσο λοιπόν πεθύμησες να βρεις εκεί τον όλεθρό σου,
αν, όπως λες, σκέφτεσαι να τρυπώσεις στη φάρα των μνηστήρων,
που η ξιπασιά κι η βία τους φτάνουν τον χάλκινο ουρανό;
330 Δεν μοιάζουν δα μ᾽ εσένα οι υπηρέτες τους·
τους παραστέκουν νεαροί καλοντυμένοι με χλαίνη και χιτώνα,
με μυρωμένες πάντα κεφαλές και τα ωραία τους πρόσωπα —
βρίθουν μ᾽ αυτούς τα γυαλισμένα τους τραπέζια από ψωμιά, κρασί και κρέατα.
Μείνε λοιπόν· η παρουσία σου εδώ δεν ενοχλεί κανένα,
σίγουρα όχι εμένα, μήτε όποιον άλλον έχω συντροφιά μου εδώ.
Κι όταν με το καλό γυρίσει του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος,
εκείνος θα σου δώσει ρούχα, και χλαίνη και χιτώνα,
θα σε ξεπροβοδίσει εκείνος, όπου τραβάει η καρδιά κι η όρεξη σου.»
340 Βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε:
«Είθε ο Δίας, Εύμαιε, τόσο να σ᾽ αγαπήσει, όσο
κι εσύ μ᾽ αγάπησες, που τώρα μ᾽ ανακούφισες
κι από την περιπλάνησή μου κι από τη μαύρη συμφορά.
Λέω δεν υπάρχει στους ανθρώπους τίποτε χειρότερο
απ᾽ το να σέρνονται εδώ κι εκεί. Φταίει ωστόσο αυτή
η άτιμη κοιλιά που βασανίζει τους βροτούς, όποιος βρεθεί
να παραδέρνει μέσα στον πόνο και στην πίκρα.
Μα τώρα, αφού επιμένεις εδώ να με κρατήσεις και λες να περιμένω εκείνον,
έλα και μίλα μου για τη μητέρα του θεϊκού Οδυσσέα,
πες και για τον πατέρα του, που φεύγοντας τον άφησε
στων γηρατειών του το κατώφλι· άραγε ζουν ακόμη,
βλέπουν το φως του ήλιου ή μήπως κείτονται νεκροί
350 στους δόμους του Άδη;»
Στα λόγια του αποκρίθηκε πρόθυμος ο χοιροβοσκός, της συντροφιάς ο επιστάτης: «Και βέβαια, ξένε, από το στόμα μου θ᾽ ακούσεις όλη την αλήθεια.
Ακόμη ζει και ζένεται ο Λαέρτης· μέρα και νύχτα παρακαλεί τον Δία,
πότε η ψυχή θ᾽ αφήσει άψυχα τα μέλη του στο σπίτι.
Οδύρεται παράφορα, και για τον γιο του που έφυγε και πάει,
αλλά και για την τόσο φρόνιμη γυναίκα του — τον τσάκισε ο χαμός της
και πριν της ώρας του τον γέρασε.
Μαράθηκε η καημένη κι έσβησε απ᾽ τον καημό της για τον φημισμένο γιο της —
άθλιος θάνατος, που δεν τον εύχομαι σ᾽ άλλον κανένα
360 απ᾽ όσους μένουν γύρω μας, αν είναι φίλος βέβαια και φιλικά μού φέρεται.
Όσο ακόμη ζούσε εκείνη, έστω στον πόνο της πνιγμένη, εγώ το είχα για καλό
να τη ρωτώ, για να μου πει τη γνώμη της.
Αυτή μ᾽ ανάθρεψε στο πλάι της μακρόπεπλης Κτιμένης,
όμορφης θυγατέρας που τη γέννησε στερνή από τα άλλα της κορίτσια.
Όμοια κι ίσα μας μεγάλωσε, μοίραζε δίκαια την αγάπη της,
μήτε και τόσο δα λιγότερη σ᾽ εμένα.
Αλλ᾽ όταν άνθισε των δυο η ευλογημένη νιότη μας, νύφη
την έδωσαν στη Σάμη εκείνη και πήραν δώρα γάμου αμέτρητα.
Όσο για μένα, ρούχα πανέμορφα μου φόρεσε η κυρά μου, χιτώνα, χλαίνη,
στα πόδια μου έδεσε σαντάλια, και μ᾽ έστειλε να μείνω
370 στους αγρούς — τότε η αγάπη της περίσσεψε.
Τώρα μπορεί αυτά να τα στερήθηκα, κι όμως οι μάκαρες θεοί
αντάμειψαν τον μόχθο μου, τον καθημερινό·
είχα να φάω, να πιω, είχα να δώσω και σ᾽ εκείνους
που τους πρέπει ο σεβασμός.
Μόνο από τη δέσποινά μου, δεν γίνεται να φτάσει πια
λόγος γλυκός, πράξη παρήγορη· αφότου πλάκωσε στο σπίτι το κακό —
αυτοί οι ξιπασμένοι. Κι όμως οι δούλοι το ᾽χουν τόση ανάγκη,
να μιλήσουν με τη δέσποινά τους, για ν᾽ ανταλλάξουν
τα καθέκαστα· να φαν, να πιουν, κι ύστερα κουβαλώντας κάτι
στο χωράφι να γυρίσουν — αυτά θερμαίνουν κι ενθαρρύνουν
την ψυχή των δούλων.»
380 Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας εύστροφος:
«Απίστευτο, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πόσο μικρό παιδί σε βρήκαν
οι πολλές περιπλανήσεις, σε χώρισαν από πατρίδα και γονείς.
Έλα όμως τώρα, μίλησε και πες μου την αλήθεια·
πάτησαν άραγε εχθροί την πόλη σας με τους μεγάλους δρόμους,
όπου και ζούσαν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου μάνα;
ή κάπου σε βρήκαν μόνον, να βόσκεις πρόβατα και βόδια,
κακόβουλοι άνθρωποι, κι αυτοί σε σκλάβωσαν και σ᾽ έφεραν
με τα καράβια τους εδώ, σε τούτο το παλάτι, όπου
ο κύρης σου σ᾽ αγόρασε, πληρώνοντας αντάξιο τίμημα;»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου