Μιλώντας για σχέσεις, πολλές φορές -δυστυχώς- κάπου δίπλα, σαν όρος-κλειδί, βρίσκεται η κακοποίηση. Είτε αυτή φαίνεται, είτε όχι. Γιατί όσο κι αν μας εκπλήσσει, οι άνθρωποι που έρχονται κοντά χάριν ενός έρωτα, μπορεί μια μέρα ν’ αναλάβουν τα ηνία του δυνάστη, τη θέση του κακοποιημένου, και να συνθέσουν ένα τοπίο που γεννά σκέψεις σκοτεινές.
Ανάμεσα σε διάφορες μορφές άδολης κακοποίησης, βρίσκεται αυτή των μούτρων. Που όσο κι αν δεν το πιστεύει κανείς, όσο κι αν αυθόρμητα μας βγαίνει η αντίδραση του «έλα μωρέ σιγά», έχουμε μπροστά μας ένα πολύ ισχυρό σημαιάκι χειριστικότητας. Αντιρρήσεις εσύ, μούτρα εγώ. Αναλογικά με όλες τις υπόλοιπες μορφές αφανούς βίας, φαίνεται πως αυτή καταλαμβάνει την πρώτη θέση, τόσο σε μακροχρόνιες σχέσεις, όσο και σε συχνά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με το πιο σύνηθες μέσο μη λεκτικής κακοποίησης.
Στην ψυχολογία. ορίζεται ως silent treatment. Και για πολλούς ερευνητές, αποτελεί ένα μέσο ψυχολογικής εξουθένωσης ή και εξόντωσης μέσα στη σχέση. Το κόλπο μιας τέτοιας μεταχείρισης είναι απλό κι εύκολα μπορεί να κάνει το ταίρι μας να σπάσει. Η τεχνική αυτή περιλαμβάνει τη βία της σιωπής, την άρνηση της οποιασδήποτε επικοινωνίας και την κατ’ εξακολούθηση τιμωρητική στάση του θύτη προς το θύμα. Με τη λύση που δίνει η σιωπή σε αυτόν που θέλει να πετύχει τον στόχο του, έχουμε από την άλλη πλευρά, τον άνθρωπο που αισθάνεται πως φταίει, πως είναι ασυγχώρητος, πως ανά πάσα στιγμή, μπορεί η σχέση του να λήξει- με τον ίδιο υπαίτιο. Με λίγα λόγια, αν έχει κανείς δεχτεί ένα τέτοιο μαρτυρικό «τερτίπι», μπορεί εύκολα να καταλάβει πόσο γρήγορα σε διαλύει και σε κατασπαράζει η ανασφάλεια κι η ενοχή, ακόμα κι αν αυτά τα δύο δεν έχουν λόγο ύπαρξης μέσα σου.
Αυτό που σαφέστατα κερδίζει ο εν λόγω θύτης, το ταίρι κάποιου εκεί έξω, είναι πως αργά η γρήγορα σε παρασύρει σ’ έναν βούρκο απόγνωσης και συναισθηματικής εξαθλίωσης. «Μα τι έκανα;», ουρλιάζεις, κλαις κι οδύρεσαι πολλές φορές, αλλά η στάση που αντιμετωπίζεις είναι παγερή και ψύχραιμη, αυτή δηλαδή που αρμόζει σ’ έναν άνθρωπο θιγμένο. Είτε το θες είτε όχι, πόσω μάλλον αν το συνειδητοποιείς ή όχι, τροποποιείς τη συμπεριφορά σου κατά πώς βολεύει κι εξυπηρετεί τον σύντροφό σου. Όχι γιατί έχεις όντως λάθος, αλλά γιατί θες να λήξει το μαρτύριο, γιατί σε κουράζει ο βουβός πόνος κι η αναλγησία αυτού που λέει πως σ’ αγαπάει.
Το αποτέλεσμα είναι ο ένας εκ των δύο να ζει με τον φόβο πως χάνει έδαφος, πως τα λάθη του είναι τόσο μεγάλα που πληγώνουν ανεπανόρθωτα το ταίρι του. Ακόμα κι αν αυτά είναι να εκφράσει κανείς τη δυσαρέσκειά του για κάποια συμπεριφορά, ν’ αρνηθεί κατηγορηματικά κάποια άλλη. Το πρόβλημα μέσα σε τέτοιες καταστάσεις είναι πως δεν αντιλαμβανόμαστε τη βία της υπόθεσης και δίνουμε άθελά μας το πράσινο φως στο να ξεκινήσει ένα ατελείωτο γαϊτανάκι τιμωρίας και ψυχολογικής κακοποίησης. Γιατί στον καθένα μπορεί να σκάει αλλιώς, αλλά ουδείς υπάρχει ν’ αρνηθεί, πως μια τέτοια τακτική δε σε ταράζει στο μέγιστο. Γιατί το κάνει. Βλέπουμε το άσπρο ως μαύρο και τροφοδοτούμε το άγχος μας με τύψεις.
Από την άλλη, ένα μέρος της συνθετότητας αυτής της κατάστασης, είναι πως ένα άτομο τόσο χειριστικό, ικανό να ασκήσει τέτοια πίεση σε βάρος της σχέσης του, πολλές φορές δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος του κακού που προκαλεί. Υπάρχει ο στόχος, που είναι η επιβολή των θέλω του ενός, έναντι στα θέλω του άλλου, υπάρχει και το βουβό όπλο για την πραγματοποίησή του. Τώρα, αν κάπου εκεί ανάμεσα ο σύντροφος γίνεται κουρέλι, χάνει την αίσθηση του σωστού και του λάθους και νιώθει να διαπράττει έγκλημα, αν τολμά ακόμα και να διαφωνεί, αυτό είναι άλλο κεφάλαιο.
Στη λογική ενός χειριστικού ανθρώπου, το λάθος αντιστοιχεί πάντα στον ώμο του άλλου, όχι στον δικό του. Στη σχέση μ’ έναν άνθρωπο που χειρίζεται με μαεστρία τα συναισθήματά σου, τις αντιδράσεις και τις κινήσεις σου, πράγματα απλά σε βαραίνουν διπλά, και το βάρος έρχεται και κάθεται στη δική σου πλάτη. Δε θα πάρεις απάντηση στο μήνυμα ή στο τηλεφώνημά σου, δε θα πάρεις καμία ανταπόκριση στην όποια κίνηση να γεφυρώσεις το χάσμα με τα μούτρα. Το πεδίο μάχης είναι ένα, με τον χαμένο να δείχνει το δικό σου πρόσωπο.
Σε σχέσεις που δινόμαστε κι αγαπάμε, πολλές φορές έρχεται αυτό το αναθεματισμένο το πέπλο που λέγεται ωραιοποίηση και καλύπτει πολλές μαυρίλες. Στην αγάπη δεν υπάρχει μαυρίλα όμως, όσο κι αν κάποιες φορές θέλουμε και βαφτίζουμε τα σκατά που τρώμε «ζόρικους έρωτες». Βιώνοντας τέτοιες τιμωρίες, μέσα σε σχέσεις που τις στεγάζει το σ’ αγαπώ, χάνουμε τα όρια, ξεχνάμε τι πρέπει να εννοούμε λέγοντάς το, τι δεν πρέπει να κάνουμε όταν το δείχνουμε. Ακόμα και σε σχέσεις που φαίνεται να έχουν πάρει την κάτω βόλτα, η λήξη τους επιβάλλεται να γίνεται με πράξεις ξεκάθαρες και κανείς να μην υπομένει το βασανιστήριο που αφήνει την ψυχή του λίγο πιο τραυματισμένη, το εγώ του τσαλαπατημένο με το έτσι θέλω.
Θα μάθουμε ν’ αγαπάμε πραγματικά όταν μάθουμε να προστατεύουμε το μέσα μας περισσότερο και πιο δυναμικά. Απέναντι σε κάθε χειριστικό παιχνιδάκι, απέναντι σε κάθε τι που μας κάνει να μετράμε πιο διστακτικά το επόμενό μας βήμα, στο όνομα ενός έρωτα. Κι αν πρέπει κάπου εδώ να μπει μια σημαντική υπενθύμιση ας μπει: Είναι βία, κι ας μη φαίνεται.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου